Τό ἀνοίγει καί μᾶς θυμίζει ὅτι τό ταξίδι εἶναι μακρύ καί πολυήμερο, σκιασμένο κάποτε ἀπό τόν χειμῶνα πού δέν ἔχει παρέλθει, μέ τούς νοητούς «Λαιστρυγόνας καί Κύκλωπας» ὑπούλως νά καιροφυλαχτοῦν. Ὡστόσο, εἶναι ψυχωφέλιμο ταξίδι καί ἀποκαλυπτικό. Γι᾿ αὐτό κι ἀπαιτεῖ κατάλληλη προετοιμασία. Γιατί ἕνα ταξίδι δέ σχεδιάζεται μονάχα, ἀλλά πρωτίστως ἀξιολογεῖται: πόσο χρήσιμο εἶναι στ᾿ ἀλήθεια;
Τριῴδιο λοιπόν. Μιά κρίσιμη γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μας χρονική περίοδος, πού ἀποσυμπιέζει σιγά σιγά τήν ψυχή καί τῆς χαρίζει τήν εἰρήνη, τή σιωπή καί τήν κατάνυξη. Τά ἀγαθά ἐκεῖνα δηλαδή, πού τήν ἀναζωογονοῦν καί συγυρίζουν, τακτοποιῶντας τίς ὅποιες σκόρπιες σκέψεις, ἐπιθυμίες, λογισμούς. Μέ ἄξονα καί μέ τή συνδρομή τοῦ πολύτιμου ἐργαλείου τῆς μετάνοιας. Γι᾿ αὐτό καί ἱκετεύουμε, «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα..». Αὐτές τίς πῦλες ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, καί μᾶς ὑπενθυμίζει : «Μή προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί».
Θεμέλιος λίθος ἡ προτροπή αὐτή, στηρίζει τήν πνευματική μας οἰκοδομή καί γίνεται κερί ἀναμμένο, πού φωτίζει τόν βηματισμό μας μέσα στό ἱερό στάδιο ὅπου πρόκειται νά εἰσοδεύσουμε, «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι».
Αὐτές, λοιπόν, οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ Τριῳδίου γίνονται ἀναμφίβολα τό κλειδί πού ἀνοίγει τοῦτες τίς πῦλες τῆς μετανοίας, ἀπομακρύνοντας τήν κάθε ἀλαζονική συμπεριφορά μας, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ πρόσκομμα γιά τήν ἀποποίηση τῆς κάθε ὑποκριτικῆς μας ἐνέργειας. Γιατί ἴδιον τοῦ φαρισαϊσμοῦ εἶναι ἡ δαιμονική ὑπεροψία, πού ἀναχαιτίζει τή Θεία Χάρη, σύμφωνα μέ τήν πατερική ἐντολή: «Ἡ μέν ταπείνωσις συνάπτεται τῷ Χριστῷ, ἡ δέ ἀλαζονεία τῷ πεφρονιματισμένῳ καί πλήρους ὄγκου δαίμονι»( Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης).
Ὡστόσο, τό μέγα ζητούμενο, τό ὁποῖο ὀφείλει νά διακριβώσει κάθε θεοκατάνυκτος ψυχή, εἶναι ἡ ἀποβολή τοῦ φαρισαϊκοῦ στοιχείου ἀπό τήν μετά τοῦ Θεοῦ σχέση καί κοινωνία. Καί εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται διά τῆς εἰλικρινοῦς καί ἀσχηματίστου προσευχῆς: ἐκείνης δηλαδή πού ἀνοίγει δρόμους συνάντησης μεταξύ Θεοῦ κι ἀνθρώπου. Μόνο πού ἀπαιτεῖται εἰλικρίνεια καί συντριβή, ἀποβολή τοῦ προσωπείου καί δυνατότητα τοῦ προσευχομένου «τοῦ ὁρᾶν τά πταίσματά» του. Καί ἡ δυνα¬τότητα αὐτή ἐπιτυγχάνεται ὅταν ὑπάρξει συντριβή καί ταπείνωση. Διότι ἡ θεόδωρος αὐτή χάρη, «ἡ ταπείνωσις, τροφή ὑπάρχει τῶν ἀρετῶν...τῶν παθῶν ἀναίρεσις, συντήρησις ὑγρότητος ἐν τῇ ρίζῃ τῆς πίστεως» (Ἁγ. Ἀνδρέας ὁ Κρήτης).
Ἀνοίγει, λοιπόν, τό Τριῴδιο ὑπενθυμίζοντάς μας νά προσέξουμε, μήπως ὑποπέσουμε στήν παγίδα τῆς αὐτοδικαίωσης, πού ἀσφαλῶς γεννᾶ κατάκριση, ὑποτίμηση καί περιφρόνηση τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ ὁ «φαρισαϊκῶς προσευχόμενος» καί κατ᾿ ἀκολουθίαν, ζῶν, κινούμενος καί ὑπάρχων, δέν εἶναι δυνατόν νά διαπιστώνει στόν ἄλλο, τόν συνάνθρωπό του, ἔστω καί ψῆγμα καλωσύνης, τρυφερότητος καί μετανοίας. Διότι, «ἄν καί ἀπομονώνεται γιά νά προβάλλῃ τήν θρησκευτική του ὑπεροχή, συγχρόνως ἐπικαλεῖται τίς ἀδυναμίες καί τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιά νά βιώση τήν ἱκανοποίηση τῆς θρησκευτικῆς του αὐταρκείας». ( Ἰ. Κ. Κορναράκης) Καί μ᾿ αὐτήν ζεῖ. Γιά νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου κι ὄχι «ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων» (Λκ. 18,11), μεταξύ αὐτῶν κι ὁ Τελώνης πού συμπροσεύχεται μαζί του λίγο παραπέρα καί στόν ὁποῖο προβάλλει, μεταθέτει ὅλο τό φᾶσμα τῶν ἐνοχῶν. Ἀντίθετα ἀπό τόν Τελώνη, πού συνοψίζει ὅλη του τή βιοτή καί τήν ἐνσυνείδητη μετάνοιά του σέ τρεῖς λέξεις «Ὁ Θεός, ἱλασθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»( Λκ.18, 13 ). Καί τό κυριώτερο: «βιώνει τήν ἐνοχή του «κατά μόνας»... καί δέν τήν μεταφέρει ἐπί ἄλλων ἀνθρώπων. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἔνοχος καί ἡ εὐθύνη τῆς ἐνοχῆς αὐτῆς βαρύνει ἀποκλειστικῶς αὐτόν μόνο» (Ἰ. Κ. Κορναράκης).
Τό βασικόδιερώτημα πού ἀναδύεται ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός, καθὼς προσεγγίσαμε αὐτή τήν ἱεροπρεπέστατη χρονική περίοδο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, εἶναι τό ἑξῆς: Τελικά σέ ποιά μερίδα ἀνήκουμε: ἐκείνων πού μέ φαρισαϊκή ὑψηγορία ἐπιμένουν νά βηματίζουν ἀκόμα πρός τό ἱερό προσεύξασθαι, ἤ ἐκείνων πού μέ βεβαρυμένους τούς ὀφθαλμούς προσέρχονται καί ψελλίζουν: «Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε»;
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ἐφημέριος Σκοπέλου
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 139, Ἔτος 2014