Ζωηφόρος

Η αντεμετώπιση του κακού - Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Από το βιβλίο «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ»

Ορθόδοξη Θεολογική θεώρηση του Κακού

του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Αχελώου

κ. ΕΥΘΥΜΙΟΥ Κ. ΣΤΥΛΙΟΥ

Δρος Πανεπιστημίου Αθηνών

«Το μυστήριον της ανομίας ήδη ενεργείται» (Β'Θεσ.β'7)

Το κακό, όπως είπαμε, δεν είναι μια ακαθόριστη, θεωρητική, φιλοσοφική και θεολογική ιδέα, αλλά πραγματική δύναμη, πού επηρεάζει αρνη­τικά και μάλιστα βαθύτατα και πολύπλευρα, την προσωπική ζωή όλων των επί γης ανθρώπων. Και ενώ η καθολικότητα του κακού αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα (πρβλ. και τη διαβεβαίωση του Χρίστου: «ουδείς αναμάρτητος», Ιωάν. η' 7), η τραγικότητα του φαινομένου του κακού δια­πιστώνεται κυρίως, όταν αυτό υποστασιάζεται από συγκεκριμένους ανθρώπους.

Ως εκ τούτου, εκείνο πού ενδιαφέρει, κυρίως, τον κάθε άνθρωπο είναι να πληροφορηθεί τον τρόπο (αν αυτός υπάρχει), με τον όποιο μπορεί να αντιμετωπίσει το κακό πού βιώνει ο ίδιος στην προσωπική του ύπαρξη και ζωή.

Στη δραματική αυτή αναζήτηση του κάθε ανθρώ­που πολύτιμα στοιχεία προσφέρει η πλούσια παρά­δοση της ορθόδοξης χριστιανικής πνευματικότητος. Γι' αυτό, στο Τέταρτο αυτό Μέρος της μελέτης μας, θα αναφερθούμε στους τρόπους, με τους οποίους αντιμετωπίζονται οι διάφορες μορφές του κακού, όπως αυτό βιώνεται στην προσωπική ζωή των ανθρώπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ

(Κοινωνιολογική θεώρηση)

Άνθρωποι πού υποστασιάζουν το κακό υπήρ­ξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, σε όλες τις εποχές της ζωής της μεταπτωτικής Ιστορίας. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι σε όλες τις εποχές, οι κακοποιοί άνθρωποι αντιμετωπίζονται αρνητικά, τόσο από το κοινωνικό σύνολο, μέσα στο οποίο ζουν όσο και από τους θεσμούς της συντεταγ­μένης πολιτείας, στην οποία ανήκουν (Βλ. και όσα σημειώθηκαν στην Εισαγωγή, για το θέμα αυτό).

1. Η αντιμετώπιση των κακοποιών ανθρώπων από την κοινωνία

Η ανθρώπινη κοινωνία μοιάζει με τη θάλασσα. Μέσα στη θάλασσα συνυπάρχουν «ερπετά ων ουκ εστίν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων» (Ψαλ. 103, 25). Το ίδιο ισχύει και για την ανθρώπινη κοινωνία: μέσα στον κοινωνικό χώρο συνυπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι. "Ανθρωποι πού ζουν και κινούνται χωρίς να βλάπτουν κανένα και άνθρωποι πού επιδιώκουν με κάθε τρόπο να βλάψουν, να ζημιώ­σουν ακόμη και να καταστρέψουν λιγότερους ή και περισσότερους συναθρώπους τους. Οι κακοποιοί αυτοί άνθρωποι μοιάζουν με τους καρχαρίες και τα άλλα αρπακτικά κήτη της θάλασσας πού καταβρο­χθίζουν τα μικρότερα και ασθενέστερα πλάσματα του βυθού.

Μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, οι κακοποιοί άνθρωποι κινούνται συνήθως ανενόχλητοι. Εκμε­ταλλευόμενοι την αγαθότητα των περισσοτέρων ανθρώπων και, ιδιαίτερα, την ανωνυμία του πλή­θους, δρουν κρυφά και συνομωτικά. Άλλωστε, τα περισσότερα κακά οι άνθρωποι αυτοί τα πραγματο­ποιούν συνήθως τη ν ύ χ τ α, μέσα στο σκοτάδι. Ας μη λησμονούμε, ότι και ο μέγας κακοποιός, ο Ιούδας, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας επρόδωσε και παρέδω­σε τον θείο Διδάσκαλο του: «Λαβών το ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθεν. Ην δε νύξ» (Ίωάν. ιγ'30).

Οι πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν τους κακοποι­ούς πού υπάρχουν και δρουν μέσα στον ίδιο κοινω­νικό χώρο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πληροφορούνται, έστω και εκ των υστέρων, τα εγκλήματα τους. Το σημαντικό, λοιπόν, είναι ότι οι πολλοί αποδοκιμάζουν και καταδικάζουν τις πράξεις των κακοποιών. Δεν υπήρξε καμιά περίπτωση, σε καμιά κοινωνία, το σύνολο να επιδοκιμάσει και να μη καταδικάσει τα εγκλήματα των κακοποιών ανθρώ­πων. Στις ανθρώπινες κοινωνίες, οι κακοποιοί δακτυλοδεικτούνται, αποδοκιμάζονται μερικές φορές δε και ξυλοφορτώνονται (λιντσαρίζονται).

2. Η αντιμετώπιση των κακοποιών από την Πολιτεία

Οι συντεταγμένες Πολιτείες όχι μόνο αποδοκιμά­ζουν τους πάσης φύσεως κακοποιούς, αλλά και συνιστούν θεσμικά όργανα και λαμβάνουν διάφορα μέτρα, για τη δυναμική αντιμετώπιση των κακο­ποιών και την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Οι οργανωμένες Πολιτείες διαθέτουν Αστυνομικές Υπηρεσίες και Δυνάμεις, Δικαστήρια πάσης φύσε­ως, Φυλακές κλπ. πού παρακολουθούν, εντοπίζουν, συλλαμβάνουν, κρίνουν, καταδικάζουν και φυλακί­ζουν τους κακοποιούς. Σε πολλές μάλιστα Χώρες, ισχύει μέχρι και σήμερα και ή εσχάτη των ποινών, η καταδίκη σε θάνατο, η οποία εκτελείται, με διάφο­ρους τρόπους, όπως είπαμε. Τη θωράκιση αυτή της κοινωνίας την θεωρεί φυσική και επιβεβλημένη και αυτός ακόμη ό απόστολος Παύλος, ο όποιος διατυ­πώνει την άποψη, ότι φύλακας της έννομης τάξης: «Θεού διάκονος εστί σοι εις αγαθόν. Εάν δε το κακόν ποιης φόβου. Ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί (η εξουσία δεν έχει χωρίς λόγο το σπαθί). Θεού γαρ διάκονος εστίν εις οργήν, εκδικος τω το κακόν πράσσοντι» (Ρωμ. ιγ' 1-5).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ

(Ποιμαντική θεώρηση)

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, όπως είδαμε, εισήγαγε νέους τρόπους αντιμετώπισης του κακού και, ειδικό­τερα, των κακών και αμαρτωλών ανθρώπων. Η όλη υπό του Χριστού και της εν Χριστώ θείας αποκάλυ­ψης (της Καινής Διαθήκης) αντιμετώπιση του κακού είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν της Π. Διαθήκης, πολύ δε περισσότερο από αυτήν των αρχαίων και των συγχρόνων ανθρώπων.

Θα αναφερθούμε, στη συνέχεια, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες μπορούμε να διαπιστώσου­με τον τρόπο, με τον οποίο ο Χριστός αντιμετώπισε τις εκδηλώσεις του κακού, σε ορισμένα συγκεκριμέ­να και επώνυμα πρόσωπα.

1. Τα Ευαγγελικά πρότυπα

α) Η περίπτωση του Ιούδα: Πρέπει, κατ' αρχήν, να σημειώσουμε, ότι ο Χριστός προσέλαβε τον Ιούδα, κατόπιν προσευχής και σχετικής έγκρισης του Θεού Πατρός (πρβλ. «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, έφύλαξα», Ίωάν. ιζ 12). Η πρόσκληση του Ιούδα στο αποστολικό αξίωμα ήταν μια εκδήλωση αγάπης του Θεού προς το πρόσωπο του. Το ξεκίνημα, επομένως, του Ιούδα ήταν θετικό και τίποτε το μοι­ραίο δεν περιελάμβανε η κλήση του αυτή. Ο, τι ακολούθησε στη μετέπειτα πορεία του Ιούδα (κλο­πή, προδοσία, αυτοκτονία), δεν ήταν καθορι­σμένο (απόλυτος προορισμός, πεπρωμένο) από τον Θεό, αλλά συνέπεια και αποτέλεσμα της προσω­πικής επιλογής του τραγικού αυτού μαθητή του Χριστού.

Πώς, λοιπόν, αντιμετώπισε ο Χριστός την περί­πτωση του Ιούδα;

Ο Χριστός συμπεριφέρθηκε με πολλή αγάπη προς το πρόσωπο του Ιούδα. Του ανέθεσε το «γλωσσόκομον» (το ταμείο, Ίωάν. ιβ' 6), για να τον βοηθήσει να υπερνικήσει τη φιλοχρηματία του. Ο Ιούδας, ως μαθητής του Χριστού, είχε επιλύσει το προσωπικό του οικονομικό πρόβλημα. Ως ταμίας, μάλιστα, και αποδέκτης των προσφορών των πιστών, εγνώριζε, από πρώτο χέρι, ότι η επιβίωση του Χριστού, της ομάδος των μαθητών και του ιδίου ήταν εξασφαλισμένη. Τόσο, επομένως, η συμμετοχή του στην ομάδα των μαθητών όσο και το διακόνημά του ως Ταμίου ήσαν ουσιαστικές ευκαιρίες για την πλήρη απεξάρτηση του από το πάθος της φιλαργυρίας.

Ο Χριστός, εξάλλου, μέχρι και την τελευταία στιγμή, κατά το Μυστικό Δείπνο, προσπάθησε να φιλοτιμήσει και συγκινήσει την ψυχή του μαθητού του. Μπορούσε να τον φανερώσει και να τον αποδο­κιμάσει μπροστά στους υπόλοιπους μαθητάς, αλλά δεν το έκανε. Η συμπεριφορά του Χριστού έναντι του Ιούδα ήταν φυσιολογική και αγαπητική, μέχρι την τελευταία στιγμή.

Η ανοχή του αμαρτωλού και η αντιμετώπιση του με συνεχείς εκδηλώσεις αγάπης είναι το πρώτο πράγμα πού πρέπει να τηρούν οι ποιμένες της Εκκλησίας. Η στάση αυτή δεν σημαίνει αποδοχή η αμνήστευση του κακού και της αμαρτίας. Η ανοχή και η αγάπη του αμαρτάνοντος είναι ο καλύτερος και ο μόνος τρόπος, για τη σωτηρία του. Τη στάση, άλλωστε, αυτή τηρεί και ο ίδιος ο Θεός Πατέρας, ο οποίος, κατά τη βεβαίωση του Χριστού: «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέ­χει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε' 45).

β) Η άρνηση του Πέτρου: Ο Πέτρος αρνήθηκε τρεις φορές τον Χριστό. Το παράπτωμα του ήταν μεγάλο, καθόσον εθεωρείτο «πρώτος» (Ματθ. ι' 2) και «κορυφαίος» της ομάδος των μαθητών. Ο Πέ­τρος, όμως, σε αντίθεση με τον Ιούδα, μετενόησε για την πράξη του εκείνη και «έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. κστ' 15).

Πώς, λοιπόν, ο Χριστός αντιμετώπισε το παρά­πτωμα του κορυφαίου μαθητού του;

Ο Χριστός, κατ' αρχήν, αποκάλυψε, στον Πέτρο, ότι όχι μόνο είχε προβλέψει την άρνηση του, αλλά και ότι είχε ήδη προσευχηθεί, για τον περιορισμό της έκτασης του παραπτώματος του: «Σίμων Σίμων, ιδού ο Σατανάς έξητήσατο (ζήτησε άδεια) υμάς του συνιάσαι (εσένα, ειδικά, να σε ξεκοσκινήσει) ως τον σίτον. Εγώ δε εδεήθην περί σου , ίνα μη εκλίπη η πίστις σου» (Λουκ. κβ' 31-32).

Στην περίπτωση αυτή, έγινε φανερό, άτι ο Χριστός όχι μόνο γνωρίζει τα αμαρτήματα και τις πτώσεις των ανθρώπων, αλλά και προσεύχεται για τον περιορισμό και την «κολόβωση» (Ματθ. κδ' 22) της έκτασης και των συνεπειών τους. Αυτό δείχνει και τη σημασία των προσευχών των λειτουργών και ποιμένων της Εκκλησίας υπέρ των ποιμενομένων. Οι προσευχές αυτές συντελούν, ώστε να περιορίζονται και να «κολοβώνονται» οι πειρασμοί και οι δοκιμα­σίες των πιστών.

Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό, ότι ο Χριστός, στην προσωπική συνάντηση του με τον Πέτρο, μετά την ανάσταση του, όχι μόνο δεν τον ήλεγξε και δεν το επέπληξε, για την τριπλή άρνηση του, αλλά του συμπεριφέρθηκε με άκρα φιλικότητα. Αυτό δείχνει, ότι η άμεση μετάνοια του Πέτρου είχε ήδη εξαλείψει το αμάρτημα του. Αλλά και πέραν αυτού. Ο Χριστός αποκατέστησε τον Πέτρο, ενώπιον των άλλων μαθητών, στο αποστολικό του αξίωμα: «Σίμων Ιωνά... ποίμαινε τα πρόβατα μου» (Ίωάν. κα' 16).

Η συμπεριφορά των πνευματικών πατέρων προς τους μετανοούντας πιστούς πρέπει να είναι φιλική και εγκάρδια. Ο άνθρωπος πού μετανοεί ειλικρινά θέλει να διαπιστώσει αν η μετάνοια του έγινε αποδε­κτή από τον Θεό. Και τούτο θα το δει στον τρόπο, με τον όποιο θα του συμπεριφερθεί ό πνευματικός. Εφόσον υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, και τούτο μπορεί να το διαπιστώσει ο πνευματικός, σημασία πλέον δεν έχει η αμαρτία του πιστού, όσο η μετάνοια του. Επομένως, ο πνευματικός δεν πρέπει να ασχολεί­ται συνεχώς με τις αμαρτίες του πιστού, αλλά με τη μετάνοια του. Οι αμαρτίες, μετά την εξομολόγηση είναι πια παρελθόν. Η μετάνοια είναι το π α ρ ό ν και το μ έ λ λ ο ν του πιστού και με αυτά πρέπει να ασχοληθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο πνευματικός.

γ) Η περίπτωση της Μαγδαληνής Μαρίας: Για τη Μαγδαληνή Μαρία, ο ευαγγελιστής Μάρκος, μας πληροφορεί, ότι ο Χριστός «εξέβαλε εξ αυτής επτά δαιμόνια» (ιστ΄ 9). Μετά τη θεραπευτική αυτή επέμ­βαση, η Μαρία εντάχθηκε στο στενό κύκλο των φίλων και μαθητών του Χρίστου. Η αγάπη και η αφοσίωση της Μαγδαληνής στο πρόσωπο και το έργο του Χρίστου ήταν ανάλογη προς το μέγεθος της μεγάλης προς αυτήν ευεργεσίας του.

Αυτό μας δείχνει, ότι η κυριαρχία του κακού πάνω στους ανθρώπους δεν πρέπει να θεωρείται οριστική και αμετάκλητη. Ένας σημερινός εγκληματίας, αύριο μπορεί να γίνει άγιος. Η κατάσταση, λοι­πόν, των κακών και αμαρτωλών ανθρώπων δεν πρέπει να θεωρείται τελεσίδικη. Δεν πρέπει κανείς να χαρακτηρίζει και να καταδικάζει τον ένα ή τον άλλο, γι' αυτό που είναι σήμερα. Γιατί αύριο μπορεί να γίνει διαφορετικός.

Με άλλα λόγια, τους «κακούς» πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε με τα μάτια και την αγάπη του Χριστού. Ο οποιοσδήποτε κακός και αμαρτωλός άνθρωπος πού είναι ασφαλώς θύμα της επενέργει­ας του διαβόλου, είναι ταυτόχρονα και υποψήφιο θήραμα της άπειρης αγάπης και φιλανθρωπίας του Χριστού!

δ) «Σαύλος ο και Παύλος» (Πρ. ιγ' 9): Ο Σαούλ ή Σαύλος ήταν «περισσοτέρως ζηλωτής των πατρικών του (Ιουδαϊκών) παραδόσεων» (Γαλ. α 14) και ως εκ τούτου, αντίθετος προς το κήρυγμα του Ιησού και φανατικός διώκτης των πρώτων χριστιανών (Πράξ. ξ' 60, θ' 1). Στο πρόσωπο του Σαούλ είχε συγκεντρωθεί όλη η μανία και η εχθρότητα των Γραμματέων και Φαρισαίων προς το πρόσωπο του Χριστού και προς τη νεοσυσταθείσα Εκκλησία.

Ο Σαούλ, όμως, ήταν αντίπαλος του Χριστού και διώκτης των χριστιανών όχι για προσωπικούς, αλλά για θεολογικούς λόγους. Ο Σαούλ ήταν αντίθετος προς τον Χριστό, διότι θεωρούσε ότι η διδαχή του δεν ήταν σύμφωνη προς το γράμμα του Μωσαϊκού Νόμου. Η προκοπή του δε «εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει (στη γενεά) του» (Γαλ. οί 14) τον έκανε φανατικόν υποστηρικτή της θρησκευτικής παράδοσης των συμπατριωτών του και ασυμβίβαστον αντίπαλο της νεοφανούς διδαχής του Ιησού και των Μαθητών του. Αυτό σημαίνει, ότι τα κίνητρα του Σαούλ ήσαν ανιδιοτελή και αγνά.

Το στοιχείο, ακριβώς, αυτό ήταν αποφασιστικό για την περαιτέρω πορεία και πνευματική εξέλιξη του Σαούλ. Ο Χριστός επενέβη, κατά ένα τρόπο άμεσο, και άλλαξε προσανατολισμό στο θρησκευτι­κό ζήλο και τη δυναμικότητα του: ο Σαούλ, μετά το δράμα της Δαμασκού (Πρ. θ' 1-9), έγινε μαθητής και κορυφαίος απόστολος του Χριστού «εις τα έθνη» (Ρωμ. ιε' 16).

Μεγάλη, λοιπόν, σημασία έχουν τα κίνητρα, τα όποια αναγκάζουν πολλούς ανθρώπους να κατεργά­ζονται το κακό. Οι πολλοί βλέπουν το κακό πού δια­πράττει ένας άνθρωπος μόνο εξωτερικά, αγνοούν, όμως, τα βαθύτερα αίτια και τους λόγους της παραβατικής και εγκληματικής συμπεριφοράς του.

Ο Χριστός, όμως, δεν εντυπωσιάζεται από τις εξωτερικές εκδηλώσεις και ενέργειες του κακού πού διαπράττουν οι άνθρωποι. Εκείνο πού λαμβάνει σοβαρώς ύπ' όψιν είναι τα εσωτερικά κίνητρα και την «πρόθεσιν της καρδίας» (Πρ. ια' 23). Αυτό, για τους ποιμένες της Εκκλησίας σημαίνει, ότι πρέπει να εξιχνιάζουν τα βαθύτερα αίτια των αμαρτιών των ανθρώπων. Όπως λ.χ. ο γιατρός, δεν εντυπωσιάζεται από τις φωνές ή τις διαμαρτυρίες ή τα λερωμένα και ακάθαρτα (λασπωμένα, ματωμένα) ρούχα του αρρώ­στου ή του τραυματία, αλλά προσπαθεί να διαγνώ­σει και εξακριβώσει τα αίτια της αρρώστιας του ή των πληγών του.

ε) «Οι Τελώναι και αι Πόρναι» (Ματθ. κα' 31): Ο Χριστός, ως αντιπροσωπευτικούς τύπους αμαρ­τωλών ανθρώπων, πού μετανοούν και επιστρέφουν στον Θεό, κατονόμασε τους Τελώνες της εποχής του και τις Πόρνες. Οι πρώτοι εκπροσωπούσαν, όσους διέπρατταν κοινωνικά εγκλήματα και οι δεύτερες, εκπροσωπούσαν όσους διέπρατταν ηθικά αμαρτήματα. Η αναφορά αυτή του Χριστού βασιζό­ταν ασφαλώς στην προσωπική του εμπειρία, διότι, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής «οι τελώναι και αι πόρναι επίστευσαν αύτω» (Ματθ. κα' 32). Πέραν, όμως, από την προσωπική αυτή διαπίστωση του Χριστού, η κοινωνική πραγματικότητα μαρτυρεί, ότι τα κοινωνικά και ηθικά αμαρτήματα, είτε εξακρι­βώνονται είτε αγνοούνται είτε δικάζονται και τιμω­ρούνται είτε αθωώνονται από την ανθρώπινη δικαι­οσύνη, τελικά συντρίβουν και εξουθενώνουν όσους τα διαπράττουν και, πολλούς από αυτούς, τους οδη­γούν στη μετάνοια και την εκζήτηση του θείου ελέους (πρβλ. τον Τελώνη Λευΐ ή Ματθαίο (Ματθ. θ' 9) πού έγινε μαθητής του Χριστού και ευαγγελιστής, τον αρχιτελώνη Ζακχαίο (Λουκ. ιθ' 1) κλπ.

Το κακό έχει αυτή την ιδιότητα: όχι μόνο αυτοκαταστρέφεται, αλλά φθείρει και καταστρέφει αυτόν πού το υποστασιάζει. Το κακό είναι μία ωρολογιακή βόμβα, η οποία σε κάποιο δεδομένο χρόνο, εκρύγνηται και τραυματίζει θανάσιμα τον φορέα του... Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν το δρόμο του κακού, για πολλούς και διαφόρους λόγους. Στην πορεία τους, όμως, προς την άβυσσο, την τελευταία ακριβώς στιγμή, διαισθάνονται την επερχόμενη συμφορά, και η αίσθηση αυτή, σαν υπαρξιακός σεισμός, τους συγκλονίζει και τους οδηγεί σε μετάνοια. Και ο Χριστός βεβαίωσε, ότι περιμένει και τελικά δέχεται τα τραγικά αυτά θύματα του κακού και της αμαρ­τίας: « Κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει (δεν θα συντρίψει το ραγισμένο καλάμι) και λίνον τυφόμενον (και λυχνάρι πού καπνίζει) ου σβέσει, έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν» (ωσότου οδηγήσει σε νικηφόρο αποτέλεσμα. Ματθ. ιβ' 20).

Στον πόλεμο, οι στρατιωτικοί γιατροί, καλούνται να περιθάλψουν στρατιώτες και αξιωματικούς πού έχουν βαρύτατα τραυματισθεί από εκρήξεις βομβών και από πυρά του αντιπάλου. Όσο βαριά, όμως, κι αν είναι τραυματισμένοι, οι γιατροί προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές και να σώσουν τους τραυμα­τίες. Το ίδιο καλούνται να κάνουν και οι λειτουργοί της Εκκλησίας. Στον πόλεμο πού διεξάγει ο διάβο­λος εναντίον των ανθρώπων, πολλοί είναι εκείνοι πού τραυματίζονται λιγότερο ή περισσότερο. Το χρέος των πνευματικών είναι να περιθάλπουν και να προσπαθούν να σώσουν, με κάθε μέσο και τρόπο, τα θύματα του πολέμου αυτού.

στ) Ο ληστής επί του σταυρού: Μαζί με τον Χριστό, σταυρώθηκαν και δύο        λ η σ τ α ί «εις εκ δε­ξιών και εις εξ ευωνύμων» του (Ματθ. κζ 38). Αυτό σημαίνει ότι είχαν διαπράξει εγκλήματα και είχαν καταδικαστεί γι' αυτά σε θάνατο.

Ο εκ δεξιών ληστής, όμως, μόλις την τελευταία στιγμή, συναισθανόμενος την θεότητα του Χρίστου, μετενόησε και ζήτησε το θείον έλεος: «και έλεγε τω Ιησού. Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασι­λεία σου» (Λουκ. κγ' 42). Και ο Χριστός έκαμε αμέ­σως δεκτό το αίτημα του: «Και είπεν αυτώ ο Ιησούς. Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω Παραδείσω» (Λουκ. κγ' 43).

Και στην περίπτωση αυτή του ληστή, φαίνεται καθαρά, το γεγονός ότι ο Χριστός δέχεται τη μετά­νοια του ανθρώπου, έστω και την τελευταία στιγμή της ζωής του. Η αναμονή και η υπομονή του Χρίστου δεν έχουν χρονικά όρια. Ο Χριστός δεν κουράζεται να περιμένει και περιμένει τον άνθρωπο μέχρι και την τελευταία του στιγμή.

Οι πνευματικοί πατέρες πρέπει να μάθουν να περιμένουν τους αμαρτάνοντας. Να μη βιάζονται. Να περιμένουν την ώρα της χάριτος και της μετανοίας των ανθρώπων. Να περιμένουν μαζί με τον Χριστό, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής των αμαρτωλών ανθρώπων...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΚΟΠΟΙΩΝ

(Γενικές αρχές)

Όπως είδαμε, στα δύο προηγούμενα Κεφάλαια, η αντιμετώπιση του κακού στα πρόσωπα των ανθρώ­πων είναι μια λεπτή, σοβαρή και εξειδικευμένη δια­δικασία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διετύπωσε πολύ σοφά τον ορισμό της διαδικασίας αυτής: «Τον άνθρωπον άγειν (η αγωγή του άνθρωπου) τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών»!

Η αλήθεια αυτή υποχρεώνει τον καθένα πού ασκεί αγωγή, τον γονέα, τον εκπαιδευτικό, τον ιερέα πνευματικό πατέρα, να γνωρίζει και να λαμβάνει σοβαρώς ύπ' όψιν ορισμένα βασικά στοιχεία, προκει­μένου να αντιμετωπίσει τις εκδηλώσεις του κακού σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Γι' αυτό και στο Τρίτο αυτό και τελευταίο Κεφάλαιο της παρούσης μελέτης, θα αναφερθούμε στις Γενικές Αρχές πού συνιστούν τον χριστιανικό τρόπο αντιμετώπισης των ανθρώπων πού ούτως ή άλλως, υποστασιάζουν το κακό στη ζωή τους.

1. «Κλαίειν μετά κλαιόντων»

Η ορθόδοξη ανθρωπολογία δέχεται, ότι ο μεταπτωτικός άνθρωπος, όσο κι αν ταυτίσθηκε με το κακό, εν τούτοις πάντα θεωρεί το κακό, ως ξένο και παρείσακτο στοιχείο στη φύση του. Ο άνθρωπος γίνεται φορέας του κακού, γίνεται όργανο του κακού, ποτέ όμως δεν θεωρεί το κακό, ως φυσι­κό στοιχείο της ύπαρξης του. Ο άνθρωπος πάντοτε καταδικάζει το κακό είτε όταν το διαπράττει ό ίδιος είτε όταν το διαπιστώνει στους άλλους. Δεν υπάρχει άνθρωπος πού να καυχήθηκε ποτέ για το κακό πού διέπραξε. Μόνο ο διάβολος είναι και λέγεται «χαι­ρέκακος», διότι χαίρεται «επί διαστροφή κακή» (Παρ.β' 14). Ο Κάϊν, αν και δολοφόνησε τον αδελφό του Άβελ, εν τούτοις ποτέ δεν συμβιβάσθηκε με την εγκληματική αυτή πράξη του: «Έσομαι στενών και τρέμων επί της γης», ομολόγησε (Γεν. δ' 14). Και οι μεγαλύτεροι εγκληματίες της Ιστορίας, αργά ή γρήγορα, ομολόγησαν και καταδίκασαν τα εγκλήμα­τα τους: «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί δια παντός» (Ψαλμ. 50, 5)™.

Η συναίσθηση του κακού, ως αρνητικού στοιχεί­ου της ανθρώπινης φύσης, για την ορθόδοξη παρά­δοση, αποτελεί μια πρώτη θετική ένδειξη, για την αντιμετώπιση των ανθρώπων πού υποστασιάζουν το κακό στη ζωή τους.

Το κακό έχει στη φύση του την ιδιότητα να ανάβει το «κόκκινο» φως και να χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου. Όταν ο άνθρωπος τρέχει με την ιλιγγιώδη ταχύτητα του κακού, ο δείκτης στο «κοντέρ» της ύπαρξης του δείχνει «κόκκινο»! Ο άνθρωπος πού διαπράττει το κακό, μωλωπίζεται και τραυματίζεται πρώτα ο ίδιος.

Το στοιχείο αυτό το λαμβάνει σοβαρά ύπ' όψιν ή ορθόδοξη πνευματική παράδοση. Γι' αυτό και δεν εντυπωσιάζεται από τη φαινομενική σκληρότητα και στυγνότητα πού δείχνει ο άνθρωπος πού δια­πράττει το κακό. Πιστεύει, πώς στο βάθος του, είναι αφάνταστα ανήσυχος και η καρδιά του είναι βαριά πληγωμένη.

Στις περιπτώσεις αυτές, ο πνευματικός πατέρας, ο καλός γονεύς, ο σοφός δάσκαλος, δεν βάζει τις φωνές, δεν αρχίζει να επιπλήττει τον πταίσαντα, το παιδί, τον μαθητή, τον εγκληματία. Δεν αρχίζει να βάζει τις φωνές, και να κεραυνοβολεί τον πεπτωκότα, με ύβρεις και βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Αλλά συμπονεί, δακρύζει και κλαίει μαζί με τον πταίσα­ντα, κατά τη συμβουλή του Κυρίου: «κλαίειν με­τά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ' 15).

Η στάση αυτή ανταποκρίνεται στον εσώτατο πόνο πού νιώθει ο φταίχτης. Με τη στάση του αυτή, ο πνευματικός οδηγός βοηθεί τον αμαρτήσαντα να πετάξει τη μάσκα της φαινομενικής σκληρότητος και να ομολογήσει τη βαθύτατη οδύνη της ύπαρξης του. Με τον τρόπον αυτό, ο ορθόδοξος παιδαγωγός, ανοί­γει το δρόμο για να αρχίσει να λειτουργεί η θετική ενέργεια της συναίσθησης του κακού. Με το παρά­δειγμα του, οδηγεί τον αμαρτήσαντα στην οδό της μετανοίας...

2. Η αντιμετώπιση του κακού, ως προσωπική υπόθεση.

Ο Θεός δεν εδημιούργησε το κακό, όπως είπαμε. Ο Θεός, εν τούτοις, δεν αγνόησε την ύπαρξη του κακού, καθώς και τις συγκλονιστικές συνέπειες του στη ζωή και την ιστορία της ανθρωπότητας και του φυσικού κόσμου. Έξαλλου, η ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε ό Υιός του Θεού, κατά την Ενσάρκωση του, ήταν απόλυτα αμέτοχη του μεταπτωτικού κληρονομικού κακού, όπως είδαμε. Και όχι μόνο αυτό. Αλλά ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, ήταν ο μόνος πού γνώριζε τις πραγματικές διαστάσεις πού είχε λάβει το κακό, στον άνθρωπο και τον κόσμο. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Χριστός δεν «εγέλασε» ποτέ! Η συμπεριφορά του αυτή μπορεί ίσως να ερμηνευθεί πώς ήταν συνέπεια της απόλυτης και διαχρονικής γνώσης πού είχε, για την ύπαρξη και τις διαστάσεις του κακού, από την εποχή της πτώσης μέχρι τη συντέλεια του «παρόντος αιώνος του απατεώνος»!

Ο Χριστός, λοιπόν, όχι μόνο δεν αγνόησε το κακό, αλλά την αντιμετώπιση του, σε όλες τις διαστάσεις του, την έκαμε προσωπική του υπόθεση: γνωρί­ζοντας τις διαστάσεις και τις συνέπειες του κακού, δεν αποστράφηκε και δεν αποδοκίμασε τον αμαρτω­λό άνθρωπο και το εν τω κοσμώ κακό, ούτε έστειλε «κάποιον άλλον» (ένα αρχάγγελο λ.χ.!)292 να αντιμε­τωπίσει την κατάσταση, αλλά ανέλαβε προσωπι­κά ο Ι δ ι ο ς να ξεριζώσει το κακό από την αν­θρώπινη φύση και από τον φυσικό κόσμο. Η σχετι­κή αποκαλυπτική ομολογία του Χριστού είναι συγκλονιστική:« Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, άλλ' ίνα σωθη ο κόσμος δι' αυτού» (Ίωάν. / 17).

Η ύπαρξη του κακού στον κόσμο είναι αναμφι­σβήτητη. Ωστόσο, το κακό δεν είναι υπόθεση μόνο των αστυνομικών, των νομοθετών και των δικαστών. Η αντιμετώπιση του κακού πρέπει να είναι προ­σωπική υπόθεση ιδιαίτερα των Ποιμένων της Εκκλησίας. Η παράδοση των αγίων Πατέ­ρων και Ποιμένων της Εκκλησίας είναι καθοδηγητι­κή: οι άγιοι αυτοί Ποιμένες, αφιέρωσαν τη ζωή τους ολόκληρη στην αντιμετώπιση των διαφόρων εκδηλώ­σεων του κακού. Ανύστακτη ήταν η φροντίδα τους, για τη σωτηρία και μιας ακόμη -ψυχής! Η ποιμαντική φροντίδα των Ποιμένων της Εκκλησίας για τους αμαρτωλούς ανθρώπους και την εν Χριστώ σωτηρία τους έχει γράψει τις ωραιότερες σελίδες της εκκλη­σιαστικής ιστορίας!

Ας το έχουν αυτό ύπ' όψιν τους οι σημερινοί λει­τουργοί και ποιμένες της Εκκλησίας. Ο ρόλος τους δεν είναι να αποδοκιμάζουν απλώς το κακό και να κατακρίνουν τους αμαρτωλούς, αλλά να δείχνουν προσωπικό ενδιαφέρον για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα πού αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος πού εμπλέκεται στα δύχτια του κακού και της αμαρτίας.

3. Γνώση η άγνοια του κακού;

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να πληροφορείται καθημερινά, για όλες τις εκδηλώσεις του κακού, στη Χώρα του, την πόλη του και σε όλον τον κόσμο. Καθισμένος μπροστά στο δέκτη της Τηλεοράσεως, γίνεται ενήμερος για το πάσης φύσεως κακό πού διαπράττουν οι άνθρωποι γύρω του. Η δυνατότητα αυτή μπορεί να έχει δύο επιπτώσεις: μπορεί να εθίσει τον σύγχρονο άνθρωπο στο κα­κό, μπορεί όμως και να τον αφυπνίσει.

Θα νόμιζε κανείς ίσως, ότι θα ήταν καλύτερο τα ΜΜΕ να μη μεταδίδουν τις εκδηλώσεις αυτές του κακού ανά τον κόσμο. Να παρουσιάζει μόνο τα καλά και ευχάριστα της ανθρώπινης κοινωνίας. Κάτι τέτοιο επεχείρισαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Με αυστηρότατη λογοκρισία, το κακό εξαφανιζόταν από τη ζωή των ανθρώπων και στους πολίτες εδημιουργείτο η αίσθηση ότι ζουν σε ... επίγειο παράδεισο!

Η τεχνητή, όμως, αυτή απουσία του κακού δεν ήταν αρκετή για να αγαθοποιήσει τους ανθρώπους. Όπως αποδείχθηκε, μετά την πτώση των καθεστώ­των αυτών, η κοινωνική ζωή των ανθρώπων βυθίστη­κε στην ακολασία και το οργανωμένο έγκλημα!

Η τεχνητή άγνοια του κακού δεν ωφελεί τους ανθρώπους, παρά προσωρινά. Η πληροφόρηση περί του κακού, όταν γίνεται με σωστό τρόπο, ωφελεί τον άνθρωπο, διότι τον συγκλονίζει και τον βοηθεί να κάνει υπεύθυνες επιλογές στη ζωή του: το κακό πού διέπραξαν «κάποιοι άλλοι», μπορεί να το κάνει και ο ίδιος!

Με τον τρόπον αυτό, οι παιδαγωγοί βοηθούν τα παιδιά και τους νέους να συνειδητοποιούν την αρνη­τική σημασία του κακού. Αξιολογώντας τις διάφορες εκδηλώσεις του κακού, αφυπνίζουν και ενεργο­ποιούν τη συνείδηση τους.

4. Η διάκριση μεταξύ κακού (αμαρτίας) και ανθρωπίνου προσώπου

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ κακού και του προσώπου πού διαπράττει το κακό. Το κακό, ή παρανομία, ή αμαρτία, οπωσδήποτε πρέπει να ελέγ­χονται και να καταδικάζονται. Τα πρόσωπα, όμως, των αμαρτανόντων είναι άξια συμπάθειας και σεβα­σμού, όπως είπαμε προηγουμένως. Η αυστηρότητα, η σκληρότητα και η κακομεταχείριση των προσώπων των αμαρτωλών όχι μόνο δεν τους βοηθεί να διορθω­θούν και να μετανοήσουν, αλλά τους βυθίζουν ακόμη πιο πολύ στην άβυσσο του κακού και καθιστούν προβληματική μέχρι και αδύνατη τη μετάνοια και τη σωτηρία τους.

Σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, οι άνθρωποι πού διέπρατταν το κακό εθεωρούντο μυάσματα και απεβάλλοντο από το κοινωνικό χώρο. Επίσης, άνθρωποι δεν δίσταζαν να λιθοβολούν και να θανα­τώνουν συνανθρώπους τους, για αδικήματα, για τα οποία και οι ίδιοι ήσαν εξ' ίσου ένοχοι. Είναι χαρα­κτηριστικό το σχετικό επεισόδιο της μοιχαλίδος πού αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήσαν έτοιμοι να την λιθοβολήσουν, σύμφωνα με το νόμο. Ο Χριστός, όμως, αναφερόμε­νος στην υποκριτική αναμαρτησία τους, τους είπε: «ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω τον λίθον έπ' αυτήν» (Ίωάν. η' 2-7).

Ο Χριστός, επίσης, ενώ κατεδίκαζε το κακό και την αμαρτία, εν τούτοις ήταν συμπαθής προς τους αμαρ­τωλούς και δεν απέφευγε την επικοινωνία μαζί τους, γεγονός πού σκανδάλιζε τους υποκριτάς Φαρισαίους, οι οποίοι, κάνοντας κριτική σ' αυτή τη συμπεριφορά του Χρίστου, ρωτούσαν τους μαθητάς του: «Διατί μετά τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;». Για να πάρουν άμεση την απάντηση από τον Κύριο: «Ουκ χρείαν εχουσι οι υγιαίνοντες ιατρού, άλλ' οι κακώς έχοντες» (Λονκ. ε' 31).

Η τακτική, επομένως, ορισμένων λειτουργών της Εκκλησίας να συμπεριφέρονται με σκληρότητα και βαναυσότητα προς τους αμαρτάνοντας δεν είναι σύμφωνη με τα ευαγγελικά πρότυπα. Οι κακοί αποδοκιμάζονται, χλευάζονται και περιφρονούνται από τις ανθρώπινες κοινωνίες, τις δημόσιες υπηρε­σίες και οργανισμούς. Η Εκκλησία, όμως, είναι «πανδοχείον» αγάπης και πρέπει να υποδέχεται με συμπάθεια τους προσβεβλημένους από τα μικρόβια και τις ποικίλες αρρώστιες της αμαρτίας. Οι άρρω­στοι λ.χ. πού προσέρχονται στα νοσηλευτικά ιδρύμα­τα, πάσχουν από διάφορα νοσήματα. Εν τούτοις, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι όχι μόνο δεν τους αποδοκι­μάζουν, δεν τους επιπλήττουν και δεν τους φέρονται με σκληρότητα, επειδή αρρώστησαν, αλλά προσπα­θούν με κάθε τρόπο να τους θεραπεύσουν από το κακό πού τους βρήκε.

5. Η κρίση η κατάκριση των αμαρτωλών

Πολλοί, κληρικοί και λαϊκοί, όταν αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες περιπτώσεις ανθρώπων πού αμαρτάνουν φανερά ή κρυφά, δεν κρίνουν απλώς την πράξη ή τις πράξεις τους, αλλά προχωρούν και στην καταδίκη τους, την «κατάκριση» τους!

Εκείνο πού πρέπει να κατανοηθεί, κατ' αρχήν, είναι η διαφορά πού υπάρχει ανάμεσα στην «κρί­ση» και την «κατάκριση».

Κρίση είναι η δυνατότητα πού το χάρισμα της λογικής λειτουργίας (του νου), δίνει στον κάθε άνθρωπο να κρίνει πρόσωπα, πράγματα και κατα­στάσεις. Η κρίση, επομένως, ως δεδομένη πνευματι­κή λειτουργία της ανθρώπινης φύσης είναι όχι μόνο νόμιμη, αλλά και απαραίτητη. Ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιεί την κρίση της νοητικής του λειτουργίας για να κρίνει όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά και να διακρίνει ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το αμαρτωλό. Ο άκριτος άνθρωπος είναι μισός άνθρωπος. Ο απόστολος Παύλος συνιστά χαρακτη­ριστικά: «Π ά ν τ α δοκιμάζεται (κρίνετε), το καλόν κατέχετε» (επιλέγετε το καλό, Α' Θεσ. ε' 21).

Κατάκριση είναι η υπέρβαση των ορίων της κριτικής. Όταν, δηλαδή, κάποιος δεν κρίνει απλώς την πράξη ή τις πράξεις ενός άλλου, αλλά ταυτόχρο­να καταδικάζει και χαρακτηρίζει και το πρόσωπ ο. Π.χ. Το να θεωρήσει κανείς την κλοπή πού διέπραξε ένας άνθρωπος ως κακή και αμαρτωλή πράξη, αυτό είναι σωστή κρίση και κριτική. Και αντί­θετα, το να θεωρήσει την κλοπή ως μια φυσική και αδιάβλητη ενέργεια, θα ήταν λαθεμένη κρίση και κριτική.

Όταν, όμως, εκτός της κρίσης της κλοπής, ως κακής πράξης, προχωρήσει κανείς και χαρακτηρίσει τον διαπράξαντα την κλοπή ως κλέφτη, τότε περιπίπτει στο αμάρτημα της κατάκρισης. Διότι, στην περίπτωση αυτή, ο κρίνων δεν περιορίζεται απλώς στην κρίση της κακής πράξης, αλλά μεταβάλλεται και σε δικαστή του αμαρτήσαντος, τον οποίο καταδικάζει επί κλοπή και τον χαρακτηρίζει, ως κλέφτη. Αυτό, όμως, το δικαίωμα δεν το έχει κανείς, ως άτομο. Τα αμαρτάνοντα πρόσωπα δικάζο­νται, καταδικάζονται και χαρακτηρίζονται ή από την ανθρώπινη δικαιοσύνη (τα νόμιμα δικαστήρια) ή τη δικαιοσύνη του Θεού.

 

 

 

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel