Ζωηφόρος

Το κέρδος του χρόνου και η απώλεια του νοήματος, του Σεβ. Μητροπολίτου Μαυροβουνίου κ. Αμφιλοχίου,

Το κέρδος του χρόνου και η απώλεια του νοήματος

του Σεβ. Μητροπολίτου Μαυροβουνίου κ. Αμφιλοχίου (Ράντοβιτς)

Από το βιβλίο «Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι.

και οι Πνευματικοί Καρποί της»,

έκδ. Ιδρύματος Γουλανδρή - Χορν.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. φύλλου 205, Ιούνιος 2009

Το φιλοκαλικό κίνημα, γνωστό ως «το κίνημα των Κολλυβάδων», είναι από τα πιο αξιόλογα πνευματικά φαινόμενα και από τις πιο γόνιμες πνευματικές κινήσεις μέσα στους κόλπους της Ορθοδοξίας την εποχή της Τουρκοκρατίας.

Σε όλους είναι γνωστό το ρήγμα πού άνοιξε στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των ορθόδοξων λαών η κατάκτησι των χωρών τους από τους Οθωμανούς κατά τον ΙΔ' και ΙΕ' αι.

Εκείνο πού διέσωσε την αυτοσυνειδησία τους και την ιερή ανάμνησι ότι αποτελούν ένα περιούσιο Λαό του θεού είναι η Εκκλησία πού ανανεώθηκε από τον ησυχασμό στην αρχή ακριβώς αυτής της κρίσιμης εποχής για την ορθόδοξη Ανατολή.

Η εξασθένησι της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η ανάπτυξι των άλλων βαλκανικών ορθόδοξων κρατών και των τοπικών Εκκλησιών, οι συγκρούσεις μεταξύ των χωρών αυτών και οι εσωτερικές τους ακαταστασίες κ.λπ. είχαν κατά την εποχή αυτή ήδη προκαλέσει όχι μόνο μια κρίσι κοινωνικών δομών άλλα και μια βαθύτερη πνευματική κρίσι, η οποία κατά κανόνα προηγείται όλων των άλλων. Η κρίσι αυτή ήταν μια σοβαρή πρόκλησι, πού βρήκε απάντησι και λύσι στον ησυχασμό.

Ο ησυχασμός, με τη βαθιά πνευματική εμπειρία του και με τη στηριγμένη σ' αυτή εξ ίσου βαθιά πίστι στην πραγματική παρουσία του θεού μέσα στην ιστορία και σ' όλα τα ιστορικά γεγονότα, στερέωσε την κλονιζόμενη ενότητα των ορθοδόξων και ανανέωσε τη μοναδική και ασάλευτη ελπίδα και εμπιστοσύνη τους στην πρόνοια του θεού. Ο ησυχασμός, λοιπόν, δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονο του φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωση των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικής αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρούς των δεινών της τουρκοκρατίας.

Ο ΙΕ' αϊ. διατηρεί ακόμα ζωντανή ανάμνησι αυτής της ησυχαστικής αναγεννήσεως, ενώ αποτελεί συχνά και τη γνήσια συνέχεια της, παρά τα τραγικά γεγονότα και τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν οι ορθόδοξοι λαοί αυτή την ιστορική περίοδο. Τον ΙΣΤ' και το πρώτο μισό του ΙΖ' αι. συντηρείται απλώς η παράδοσι, αλλά δεν είναι πλέον σε θέσι, λόγω των περιστάσεων και της ελλείψεως παιδείας, να δώση νέους καρπούς.

Το ΙΖ' αι. ή ορθόδοξη ανατολή ανοίγεται ολοένα και περισσότερο προς τη Χριστιανική Δύσι, έτσι ώστε να αναβιώσουν παλαιές διαμάχες αλλά και να υποστή η Ανατολή νέες επιδράσεις από τη σύγχρονη δυτική σκέψη και στάσι ζωής. Είναι γνωστό ότι τότε πολλοί Έλληνες εκπαιδεύονται στα πανεπιστήμια της Δύσεως και μεταφέρουν τις ιδέες της Αναγεννήσεως στην ορθόδοξη Ανατολή. Μερικοί απ' αυτούς τούς λογίους ιδρύουν και σχολεία, στα οποία διδάσκουν νέες επιστήμες καθώς και θεολογία και φιλοσοφία κατά τα δυτικά πρότυπα.

Στο άγιο Όρος, πού θα γίνει το κέντρο του φιλοκαλικού κινήματος τον ΙΗ' αι., ιδρύεται αυτή την εποχή η Αθωνιάδα σχολή, η όποια θα παίξη σπουδαίο ρόλο στις πνευματικές ζυμώσεις ιδιαίτερα με την εκεί παρουσία του Ευγένιου Βούλγαρη.

Είναι μια περίοδος κατά την οποία όλοι αναζητούν την αναγέννησι της ζωής της Εκκλησίας και των ορθοδόξων λαών, μόνο πού οι μεν στηρίζονται στην πολιτιστικά πιο αναπτυγμένη Δύσι, στη δυτική επιστήμη, φιλοσοφία και παιδεία, οι δε στην παράδοσι της Εκκλησίας και την πατροπαράδοτη πνευματική κληρονομιά. Η σύγκρουσι μεταξύ των λεγόμενων «νέων φιλοσόφων» ή φιλελευθέρων (δυτικών) και των παλαιών φιλοσόφων ή παραδοσιακών διευρύνεται ολοένα και περισσότερο όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά σ' όλες τις ορθόδοξες χώρες, χωρίς να εξαιρείται ούτε η ορθόδοξη Ρωσσία.

Η Δύσι ασκεί παντού με την επιστήμη, το διαφωτισμό και την πολιτιστική πρόοδο τεράστια γοητεία. Το πρακτικό πνεύμα της, η πειστικότητα της λογικής της και τα ιστορικά αποτελέσματα των ιδεών της παρουσιάζονται σε πολλούς ως ισχυρότατο μέσο για την απελευθέρωσι των ορθοδόξων λαών από την ιστορική οπισθοδρόμησι και καθυστέρησι της πολιτιστικής αναπτύξεως.

Εκείνο πού υποβοηθεί τούς λεγόμενους «φιλελεύθερους» στις πεποιθήσεις τους είναι πολλές φορές η αδυναμία των παραδοσιακών να δικαιολογήσουν θεωρητικά και λογικά τη στάσι τους και να υπερασπίσουν την παράδοσι και τον παραδεδομένο τρόπο ζωής. Το φιλοκαλικό κίνημα του 18ου αι. παρουσιάζεται ως ισχυρό αντίβαρο στον ορθολογισμό των «νέων φιλοσόφων», επειδή δεν σέβεται μόνο τους «τύπους», άλλα και αποσαφηνίζει θεωρητικά και ερμηνεύει τα Λειτουργικά και άλλα σύμβολα. Γίνεται έτσι φανερό ότι πίσω από τη σύγκρουσι των δύο ρευμάτων κρύβεται όχι μόνο λογομαχία, αλλά δυο διαφορετικές στη βάσι ερμηνείες ολόκληρης της ιστορικής και κοσμολογικής πραγματικότητας.

Η Φιλοκαλική κίνηση του 18ου και 19ου αι. είχε ως πρόδρομο της τον οσιομάρτυρα Κοσμά τον Αιτωλό, τον Ισαπόστολο και διδάσκαλο. Άλλα οι κύριοι φορείς της ήταν οι έξης νεώτεροι Πατέρες της Εκκλησίας: ο άγιος Μακάριος Νοταράς (1731-180ς), πρώην επίσκοπος Κορινθίας, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) και ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Από τους Αγιορείτες πρέπει να μνημονευθούν σαν πρωτεργάτες και οι Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, ο Αγάπιος ο Κύπριος, ο Χριστόφορος ο Προδρομίτης.

Το κίνημα αυτό έδωσε ακόμα έναν άγιο στην Εκκλησία, τον όσιο Αρσένιο της Πάρου, άλλα και πολλούς άλλους ενάρετους άνδρες, οι όποιοι μετά το διωγμό τους από το άγιο Όρος ή πάντως μετά από μαθητεία άμεση ή έμμεση στους φιλοκαλικούς πατέρες της εποχής, ανανέωσαν και δημιούργησαν πολλά μοναστήρια και πολλές εστίες πνευματικής αναγεννήσεως όχι μόνο στο άγιο Όρος, στα ελληνικά νησιά, τη Στερεά Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο χώρο.

Ιδιάζουσα θέσι στη Φιλοκαλική αύτη κίνησι κατέχει ο όσιος Παΐσιος Βελτσκόφσκι, ο μεταφραστής της Φιλοκαλίας στη σλαβονική γλώσσα και κύριος φορέας της πατερικής και πνευματικής αναγεννήσεως στη Ρουμανία και στη Ρωσσία του 19ου αι. Έτσι στην ίδια κίνησι οφείλεται και η άνθησι και καρποφορία της ερήμου της Όπτινα στη Ρωσσία με επικεφαλής τους μεγάλους στάρτσοι: τον Αβράμιο, τους Μωϋσή και Αντώνιο, Λεωνίδα και Μακάριο. Στην ίδια κίνησι ανήκει και το μεγαλύτερο πνευματικό ανάστημα της ορθόδοξης Εκκλησίας του περασμένου αιώνα, ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ.

Η Φιλοκαλική αναγέννησι ήταν μία γνήσια συνέχεια και ανανέωσι της ζωντανής πατερικής παραδόσεως και ταυτόχρονα η απάντησι της Εκκλησίας στα αιτήματα των καιρών.

Πρώτα απ' όλα σ' αυτήν οφείλεται η έκδοσι πολλών πατερικών κειμένων, ιδιαίτερα των νηπτικών Πατέρων, οι οποίοι είναι έμπειροι διδάσκαλοι της πνευματικής ζωής και προσευχής. Λόγω της Τουρκοκρατίας, όπως είναι γνωστό, τα πατερικά κείμενα είχαν γίνει δυσεύρετα.

Ο πρώτος ο όποιος επιδόθηκε με μεγάλο ζήλο στην αναζήτηση και έκδοσι πατερικών και ασκητικών έργων ήταν ο Μακάριος Νοταράς. Σ' αυτόν οφείλεται η έκδοσι (1783) του περίφημου Ευεργετινού, όπως και της Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών (1782), η οποία έγινε ορόσημο για την αναγεννητική αυτή κίνησι. Ειδικά γι' αυτήν ο Μακάριος Νοταράς συγκέντρωσε κείμενα τριανταέξι Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων και τα παρέδωσε στον Νικόδημο τον Αγιορείτη (1777). Ο όσιος Νικόδημος έκανε κριτική επεξεργασία των κειμένων και έγραψε τον πρόλογο της συλλογής καθώς και τις βιογραφίες των Πατέρων.

Η συνεργασία των δύο ανδρών πρόσφερε και άλλους πνευματικούς καρπούς. Στους ίδιους οφείλεται και η έκδοσι στην κοινή διάλεκτο των έργων του αγίου Συμεών του Νέου θεολόγου.

Ότι η κίνησι αυτή ήταν μία συνέχεια του ησυχασμού του XIV ή XV αι. φαίνεται σαφώς όχι μόνο από τον τρόπο ζωής και σκέψεως των φορέων της αλλά και από το μεγάλο ενδιαφέρον τους για το βίο και τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Είναι γνωστό ότι ο Αθανάσιος ο Πάριος έχει εκδώσει στην κοινή διάλεκτο το βίο του Αγίου Γρηγορίου, οι δε άγιοι Μακάριος και Νικόδημος συμπεριέλαβαν στη Φιλοκαλία τα Φυσικά, θεολογικά και Πρακτικά κεφάλαια του, όπως και την ασκητική πραγματεία του «προς Ξένη μοναχήν». Ο άγιος Νικόδημος είχε ετοιμάσει και την έκδοσι των Απάντων του αγίου άλλα δυστυχώς τα χειρόγραφα χάθηκαν στη Βιέννη.

Ορόσημο για τη Φιλοκαλική αναγέννησι είναι επίσης και η έκδοσι του Πηδαλίου. Σ' αυτό ο όσιος Νικόδημος συγκέντρωσε τους κανόνες των Αποστόλων, των οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των αγίων Πατέρων, καθώς επίσης και τις εγκεκριμένες από την Εκκλησία ερμηνείες τους, στις οποίες πρόσθεσε και τις δικές του ερμηνείες. Το Πηδάλιον είναι πολύτιμος οδηγοί όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών μέχρι σήμερα.

Εκτός από τα πολλά αλλά πνευματικά και ερμηνευτικά έργα του αγίου Νικόδημου εξαιρετικής σημασίας είναι και το Νέον Μαρτυρολόγιον και ο Συναξαριστής, πού περιέχει τους βίους των άγιων του όλου ενιαυτού.

Επίσης και ο Αθανάσιος ο Πάριος έγραψε βίους αγίων και νεομαρτύρων και μετάφρασε στην απλή γλώσσα Συναξάρια όλων των Κυριακών και των μεγάλων εορτών «αξιώσει και προτροπή» του Μακαρίου Νοταρά.

Η στροφή στους άγιους και μάρτυρας ως μοναδικούς παιδαγωγούς και φωτιστές είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Φιλοκαλικής αναγεννήσεως. Άλλα η ενασχόλησι με τους βίους τους και οι εκδόσεις τους δεν είναι κάτι το τυχαίο. Στους διαφωτιστές της Ευρώπης οι φιλοκαλικοί Πατέρες αντιπαράθεσαν τους αγίους και στην κατά κόσμον σοφία την ένθεη γνώσι και εμπειρία τους.

Προβάλλοντας τους αγίους ως μοναδικά πρότυπα για την αληθινή αναγέννησι του ανθρώπου, οι φωτισμένοι αυτοί άνδρες ανανέωσαν στη συνείδησι του λάου και των μοναχών το θεσμό της πνευματικής πατρότητας ως ευαγγελικό μέσο αγωγής και πνευματικής προόδου μέσα στην Εκκλησία. Μόνο οι άγιοι «αναλαβόντες την Χριστοήθειαν» μπορούν να είναι πραγματικοί πατέρες και διδάσκαλοι και οδηγοί προς την αλήθεια και την αιώνια ζωή.

Με το πνευματικό και αναμορφωτικό έργο των διασκορπισμένων σε διάφορα μέρη έμπειρων Γερόντων του αγίου Όρους, όπως και των «στάρτσοι» στις σλαβικές ορθόδοξες χώρες (ιδιαίτερα στη Ρωσσία), ανανεώθηκε αύτη την εποχή ο θεσμός του χαρισματούχου πνευματικού πατέρα και καθοδηγού, πού πρόσφερε πλούσιους πνευματικούς καρπούς και προσφέρει ακόμα και σήμερα.

Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό του Φιλοκαλικού κινήματος είναι η αναγέννησι της Λειτουργικής ζωής και η ανάπτυξι της θεολογίας της Ορθόδοξης Λατρείας.

Η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας είχε την εποχή αυτή δύο εξ ίσου σοβαρούς κινδύνους. Αφ' ενός να μετατροπή η Λογική Λατρεία από ζώσα θυσία σε τυπολατρία ή, όπως την ονόμασε ο Αθανάσιος ο Πάριος, σε «νεκρολογίαν», αφ' ετέρου να χωρισθή εκείνο το όποιο ονομάζουμε «κανόνα πίστεως», δηλαδή το δόγμα, από τον «κανόνα προσευχής».

Στην πρώτη περίπτωσι έχουμε τυπική επανάληψι των ακολουθιών και εκτέλεσι των ιερών Μυστηρίων και ιεροπραξιών χωρίς εμβάθυνσι στο εσωτερικό νόημα τους. Έτσι τα δόγματα και η αλήθεια της Αποκαλύψεως μετατρέπονται σε αφηρημένες έννοιες και η Λατρεία αποκτά μαγικό και νεκροποιό χαρακτήρα.

Μία τέτοια στάσι έναντι της Λατρείας γίνεται αναπόφευκτα αιτία της άλλης εκτροπής πού αναφέραμε, της πιο επικίνδυνης. Δηλαδή του χωρισμού του δόγματος από τη Λατρεία, του δόγματος από το Λειτουργικό ήθος. Αυτή η στάσι δεν οδηγεί στην αναζήτησι του πραγματικού νοήματος της Λατρείας αλλά στην άρνησι της αξίας της και στη θεώρησι ότι η Λατρεία είναι «φλοιός» (η έκφρασι είναι του Ά. Κοραή) και δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο.

Εξετάζοντας λοιπόν την έριδα περί της δυνατότητας τελέσεως των μνημοσύνων την Κυριακή, μέσα στα γενικά πλαίσια της εποχής και των πνευματικών τάσεων της, ανακαλύπτουμε τα εσωτερικά αίτια και τις προϋποθέσεις πού τη δημιούργησαν. Και τότε μας γίνεται σαφές ότι με αυτή την έριδα έχει τεθεί στην ουσία το πρόβλημα του θεολογικού νοήματος της Λειτουργικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Εδώ πρόκειται για ερώτημα πού τίθεται στη συνείδησι κάθε νέας γενιάς: Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, δηλαδή μεταξύ της καθαυτό παραδόσεως της Εκκλησίας και των ιστορικών «ενσαρκώσεων» και μορφών της; Υπάρχει διάστασι μεταξύ της καθαυτό πραγματικότητας και των συμβόλων της, ή υπάρχει κάποια μυστική ενότητα μεταξύ τους και συμμετοχή του συμβόλου στην πραγματικότητα πού συμβολίζει;

Οι φιλοκαλικοί Πατέρες, οι λεγόμενοι «Κολλυβάδες» θεωρούσαν ότι ο «κανόνας της Λατρείας» και προσευχής και το «τυπικόν» πρέπει οργανικά να πηγάζουν από τον «κανόνα της πίστεως». Πάνω σ' αυτό ακριβώς οι αντίπαλοι τους δεν έχουν καμιά αίσθησι, είτε λόγω άγνοιας είτε πάλι λόγω φιλοσοφικών και θρησκευτικών επιδράσεων ξένων στη θεολογική παράδοσι και εμπειρία της καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η θεώρησι της Λατρείας ως ξεχωριστής και ανεξάρτητης από το δόγμα της πίστεως είχε πλέον επικρατήσει στα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της Δύσεως. Τέτοιο είδος δυϊσμού είχε κηρύξει ο προτεσταντισμός ήδη από την εποχή της εμφανίσεως του αλλά ακόμα και πριν απ' αυτόν η σχολαστική θεολογία.

Οι πρώτοι απλοϊκοί αντικολλυβάδες Ίσως δεν έκαναν το διαχωρισμό αυτό συνειδητά, η αντίληψί τους όμως συμφωνούσε με την εκκοσμικευτική τάσι της εποχής, η οποία είχε τις ρίζες της στο δυτικό θρησκευτικό-φιλοσοφικό δυϊσμό. Αυτοί, χωρίς καμιά εμβάθυνσι στο νόημα του εκκλησιαστικού τυπικού και της Λατρείας εν γένει ήθελαν να τα προσαρμόσουν στις ιστορικές συνθήκες και στις καθημερινές ανάγκες τους. Από το άλλο μέρος υπερασπίζονταν την αραιά θεία Κοινωνία, μολονότι αυτή δεν ήταν ποτέ νόμος για την Εκκλησία αλλά αντίθετα ένα παροδικό γέννημα των ιστορικών συνθηκών και σε καμιά περίπτωσι δεν αποτέλεσε καθολική παράδοσι και πράξι της Εκκλησίας. Έτσι, και στα δυο σημεία διαφωνίας τους, το βασικό κριτήριο γι' αυτούς δεν ήταν η καθολική και αμετάβλητη παράδοσι της Εκκλησίας αλλά ένας επιπόλαιος «συσχηματισμός» προς τον κόσμο και προς τις απαιτήσεις του. Ο φαινομενικός συντηρητισμός στο θέμα της θείας Μεταλήψεως είχε στην πραγματικότητα την ίδια ρίζα με την αλλαγή της τάξεως της ευλογίας των κολλύβων και της τελέσεως των μνημοσύνων. Και στις δυο περιπτώσεις ο χρόνος και οι ανάγκες της ζωής γίνονται κριτήριο των Λειτουργικών πράξεων και συμβόλων. Δηλαδή με έναν εξωτερικό τρόπο και χωρίς βάθος αντιμετωπίζεται η ζωή της Εκκλησίας, όπως επίσης και η καθημερινή ζωή του πιστού.

Οι αντικολλυβάδες δεν είχαν συναίσθησι ότι οι αλλαγές πρέπει να γίνονται πάντοτε ανάλογα με το περιεχόμενο της πίστεως και όχι ανάλογα με τις απαιτήσεις του κόσμου. Γι' αυτό αυτοί δεν είναι σε θέσι  να δώσουν πραγματικό νόημα ούτε στο παρελθόν και στις περιστατικές συνήθειες του ούτε στο παρόν και στις προσαρμογές του. Οι φορείς αυτής της πνευματικής στάσεως νομίζουν ότι με την ανάμειξι τυπικού συντηρητισμού και επιπόλαιων προσαρμογών μπορούν να λύσουν περίπλοκα προβλήματα της κάθε εποχής.

Στη στάσι αυτή των αντικολλυβάδων βρίσκεται εξάλλου ο παντοτινός πειραματισμός της Εκκλησίας. Με την επιθυμία να κερδίζουν το χρόνο χάνουν το εσωτερικό νόημα και το περιεχόμενο του. Τους χαρακτηρίζει στην ουσία μία φυγή και άρνησι της πραγματικής ευθύνης έναντι του παρελθόντος και του παρόντος, όπως και έναντι του μέλλοντος. Μετρούν με το χρόνο την αιωνιότητα αντί να μεταμορφώνουν το χρόνο και το μεταβλητό με το αιώνιο και το αμετάβλητο.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel