Ἡ γλυκειά μας ἡ Παναγιά, μέ ἄπειρη χαρά καί ὑπακοή προσέφερε τόν ἑαυτό Της στά παντοδύναμα χέρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Μέ πόθο, λοιπόν, καί λαχτάρα, οἱ Ὀρθόδοξοι ἄς ἐπιδοθοῦμε σέ ὕμνους δοξολογίας πρός τήν Παρθένο Μαρία, σ’ Ἐκείνην πού τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέβηκε νωρίτερα ἀπ’ὅ,τι στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τήν κατέστησε Κυρία Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ἔχουσα τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὡς Ἐκκλησία, δηλ. ὡς μιά συντροφιά Ἁγίων πού εἶχαν ὁμοψυχία, κοινή Ὀρθόδοξη πίστη καί κοινό ὀρθόδοξο φρόνημα, δέχτηκαν τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κατέβηκε σ’αὐτούς κατά τήν Πεντηκοστή καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο οὐδέποτε ἡμάρτησαν. Ἀναλυτικότερα αὐτό σημαίνει, καθαρίσθησαν ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἔλαβαν τόν ὕψιστον Θεῖον φωτισμόν, δηλαδή τήν κατά Χάριν θέωσιν.Ἔτσι ὄντες κεκαθαρμένοι ἔλαβαν τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν[1], ὥστε στή συνέχεια νά πορευθοῦν καί νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη, μέ ποιόν τρόπο; διδάσκοντας καί βαπτίζοντας στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ἁγνή Παρθένος Μαριάμ δέχτηκε καί αὐτή μέ ὑπακοή καί ταπείνωση τό Πνεῦμα τό Ἅγιον[2]πού κατέβηκε σ’Αὐτήν, ὡς σέ ἐκλεκτόν σκεῦος,κατά τόν Εὐαγγελισμό, ὅπου ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι διά τῆς δυνάμεως τοῦ Παρακλήτου, θά φέρει τόν Πανένδοξο Καρπό, πού τό ἄρωμά του θά διαπερνᾶ γῆ καί οὐρανό καί ἀπό τόν Ὁποῖον θά τρέφονται ὅλοι οἱ πιστοί[3], ἀπό τόν πρῶτον ὡς τόν τελευταῖον. Τοιουτοτρόπως, ἀπαλλάσσεται ἡ Θεοτόκος,ἅμα τῇ συλλήψει τοῦ Υἱοῦ της, ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα[4], ἀλλά γίνεται ταυτοχρόνως καί ἡ μεσίτρια μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Ἀναδεικνύονται ἔτσικαί οἱ πιστοί διά τῆς ἀκτίστου Χάριτος, μέσῳ τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μας Ἀποστόλων, Ἅγιοι, ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φῶς τοῦ κόσμου, ἅλας τῆς γῆς, ἀποκτῶντες τήν ἴδια ἄκτιστη ἐνέργεια μέ Ἐκείνου, τοῦ Παρακλήτου. Μεταμορφώνονται σέ Ἄνθη μυρίπνοα τοῦ Παραδείσου καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὀφείλουμε λοιπόν ἀδελφοί μου, καί τώρα καί πάντοτε, νά ἀποφεύγουμε ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ Υἱοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας, ὡς ἀπό κατάρα, πού «φάσκοντες εἶναι σοφοὶ, ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου...» (Ρωμ., α΄, 22-23). Οἱ τοιοῦτοι, ἐξαιτίας τοῦ τύφου τῆς ὑπερηφανείας, ἀπέβαλαν ἀπό τό Θεάνθρωπο Ἰησοῦ ὅλη τή δόξα καί τήν ἔθεσαν πάνω στούς ὤμους ἐχθίστων θνητῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ἀνύψωσαν σέ νέους ἀλάθητους «μεσσίες» (βλ. Πάπα Ρώμης) διά τοῦ ὁποίου ἀκυρώνεται ἡ μοναδικότητα τοῦ μοναδικοῦ ἀλαθήτου Μεσσία, τοῦ Ἰησοῦ.
Στή συνέχεια κάποιοι ἀπό αὐτούς, Λούθηρος, Καλβίνος καί ἄλλοι, ἀπό ἀντίδραση στόν Παπισμό θεοποίησαν τή φύση, τή λογική, τήν ἐπιστήμη καί μέ συμβουλή τοῦ Ἑωσφόρουἀρνοῦνταιτήν Παναγία ὡς Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο.
Αὐτά τά φοβερά καί βλάσφημα δέν εἶναι ὁ τελευταῖος σταθμός στόν κατήφορο καί στήν καταστροφή τῆς χωρίς Χριστό ἀνθρωπότητος. Ἡ σχετικοποίηση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα καί σέ ἄλλες συνέπειες. Ὅπως στήν ἀποδοχή τῆς ξεδιάντροπης θεωρίας ὅτι ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτή ἀλήθεια, στήν ἀναίσχυντη ἀναγνώριση τοῦ πιθήκου ὡς προπάτορα τοῦ ἀνθρώπου,στό πεῖσμα καί τήν κακία τῶν ἡμερῶν μας ἐναντίον τῆς Κυριακῆς ἀργίας καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Μισοῦν ἐπίσης θανάσιμα τήν Ὀρθόδοξη Λειτουργία τῆς Κυριακῆς γιατί δέν ἀντέχουν νά ἀκοῦν τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι». Φλέγονται τά σπλάγχνα ὅλων αὐτῶν τῶν πολεμοχαρῶν ἀνθρωπάκων στίς ἐκφωνήσεις: «ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, ἐν εἰρήνη προέλθωμεν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἀρνοῦνται πεισματικά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού λέει: «Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μυστήριο εἰρήνης» καί τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού βοᾶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἄσυλος[5], εἰρήνης ἀνάκτορον»καί ἄς λένε ὅτι δῆθεν κόπτονται γιά τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη καί τήν ἐλευθερία. Ἡ γήϊνή τους ἀτμόσφαιρα ἀποπνέει ὀσμή ἐγκλημάτων, αἵματος, βιασμῶν καί βορβορωδῶν σαρκικῶν μίξεων. Ὄντως, αὐτή ἡ πλανεμένη γενιά εἶναι ἡ περισσότερο πλανεμένη στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἄραγε, θά μπορέσει ποτέ νά ἐπιστρέψει στήν Ἀλήθεια, στόν Χριστό; Μακάρι, τό εὐχόμαστε.
Ἐκτός τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ, τοῦ Υἱοῦ τῆς Θεοτόκου Μαριάμ, δέν ὑπάρχει λύση στήν τραγωδία τῆς ἐπίγειας ἱστορίας. Ὅταν, λοιπόν, ἀκοῦμε ὅλους αὐτούς τούς Νεοεποχῖτες ἐχθρούς τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Υἱοῦ της νά ὁμιλοῦν γιά «ἕνωση ἐκκλησιῶν», «ἕνωση θρησκειῶν», «παγκόσμια εἰρήνη», «ἐκκλησία μέ δύο πνεύμονες ἤ δύο κλάδους»[6], ὅλα αὐτά σηματοδοτοῦν τή διαστροφή τῆς πραγματικῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος ἐν ἀγάπῃ καί δικαιοσύνῃ καί ἀληθείᾳ, πού ὁ Ἰησοῦς σφράγισε μέ τή θυσία Του στό Γολγοθᾶ, τήν Ἀνάστασή Του, τήν Ἀνάληψη καί τήν Ἁγία Πεντηκοστή. Εἶναι ἡ ἀπιστία τῆς Νέας Ἐποχῆς στή δύναμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τῶν ἀνθρωπίνων συστημάτων. Τέλος εἶναι βλασφημία στό Ἅγιο Πνεῦμα, ράπισμα στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ὕβρις στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί Ἐκκλησία καί συνειδητή χειραγώγηση τῶν ἀνθρώπων νά ὑποδεχθοῦν τόν Ἀντίχριστο.
Βεβαίως, ἐκτός ὅλων ἐκείνων, πού τά ὀνόματά τους ἔχουν γραφεῖ στό Βιβλίο τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου[7].
Στ’ἀλήθεια, αὐτοί οἱ νάνοι δέν δίδουν σημασία στήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα, τρέχουν νά βολευθοῦν σέ στοές καί λέσχες, οὕτως ὥστε, ὅταν ἔλθει ὁ ὑπεραιρόμενος, τό βδέλυγμα, νά κατέχουν τήν καλύτερη δυνατή θέση στήν κοινωνία τους μέ τόν ἀρχηγό τους, τόν παγκόσμιο δικτάτορα. Ἀλλά, γιά τοῦτο ἀκριβῶς, πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός ἐνέργεια πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει, ἵνα κριθῶσι πάντες οἱ μή πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλ’εὐδοκήσαντες ἐν τῇ ἀδικία.
Ἐν τούτοις, ἀδελφοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ζεῖ Κύριος ὁ Θεός. Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ οὐδείς δύναται νά ὑπερισχύσει, τήν Ὀρθοδοξία οὐδείς δύναται νά καταλύσει. Ἄς εὐχαριστήσουμε πάλιν καί πολλάκις τή γλυκειά μας τήν Παναγιά καί ἄς ὑμνήσουμε τήν Ἁγίατης Κοίμηση μέ δάκρυα μετανοίας καί κατανύξεως, ψάλλοντας: «Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (Ἀπολυτίκιο Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου) καί λέγοντες σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις καί Ἀγγέλοις:
«Ὦ Παρθένε θεία καὶ τώρα οὐράνια, πῶς νὰ περιγράψω ὅλα τὰ προσόντα σου; Πῶς νὰ σὲ δοξάσω, τὸν θησαυρὸ τῆς δόξας; Καὶ ἡ μνήμη σου μόνο ἁγιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ· πρὸς ἐσένα καὶ μόνη ἡ κλίσις καθιστᾷ τὸν νοῦ καθαρώτερο, ἀναλαμβάνοντὰς τον ἀμέσως πρὸς θεῖο ὕψος·...Μετάδωσε λοιπὸν πλούσια στὸ λαό σου, σ’αὐτὸν τὸν κλῆρο σου, τὸ ἔλεὸς σου καὶ τὰ χαρίσματὰ σου, ὦ Δέσποινα. Δῶσε λύση τῶν δεινῶν ποὺ μᾶς κατέχουν. Βλέπεις ἀπὸ πόσα καὶ ποιὰ δεινὰ κατατρυχόμαστε, καὶ δικὰ μας καὶ ξένα, καὶ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ τὰ ἐσωτερικά. Μετάτρεψὲ τα μὲ τὴν δύναμή σου ὅλα πρὸς τὸ καλύτερο, τοὺς μὲν εὑρισκομένους μέσα καὶ ὁμοφύλους ἐξημερώνοντας πρὸς ἀλλήλους, τοὺς δὲ ἐπιτιθεμένους ἀπ’ἔξω σὰν ἄγρια θηρία ἀποκρούοντας. Φέρε τὴν βοήθεια καὶ θεραπεία σου ὡς ἀντίμετρο στὰ πάθη μας, κατανέμοντας καὶ στὶς ψυχὲς καὶ στὰ σώματα πλούσια τὴ χάρι, καὶ πρὸς ὅλα διαρκῇ. Καὶ ἄν δὲν τὴν χωροῦμε, κάνε μας χωρητικοτέρους, καὶ κανόνισε τὸ μέτρο κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε, σωζόμενοι καὶ δυναμούμενοι ἀπὸ τὴ χάρι σου, νὰ δοξάζουμε τὸν προαιώνιο Λόγο ποὺ σαρκώθηκε ἀπὸ σένα γιὰ μᾶς μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Γένοιτο.» (Παλαμικόν Ταμεῖον,σελ.436,437 - Ὁμιλία ΛΖ΄Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου...,ΕΠΕ 10,438-462.PG 151,461A-473C).
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
[1]«...καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.»(Πράξ.,β’,4)
2«Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.» (Λουκ., α΄, 35)
[3]«ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.» (Ἰωάν., στ΄,48)
[4]«Ἦταν λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ γίνῃ ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος καὶ νὰ ζήσῃ ἀναμάρτητα, ὥστε ἔτσι νὰ βοηθήση τόν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε μὲ τὴν θέλησί του.» (Παλαμικόν Ταμεῖον, σελ.1774 - Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας, ΕΠΕ7, 216-220. Ε.Χ.4, 156-160)
[5]ἄσυλος = ἀπαραβίαστος
[6]«Ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπὲρ ἔλαιον καὶ αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ.νδ΄,22)
[7]«καὶ εἶδον τοὺς νεκρούς, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου, καὶ βιβλία ἠνοίχθησαν· καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, ὅ ἐστι τῆς ζωῆς· καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. ...καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός.»(Ἀποκ.,κ΄,12-15)