Καί τί ἔχει νά πεῖ σέ μένα ἕνας ἄνθρωπος πού ἔζησε 1700 χρόνια, ἤ τρισήμισυ χιλιάδες χρόνια καί περισσότερα πρίν ἀπό ἐμένα; Καί μάλιστα τήν σημερινή ἐποχή πού λόγῳ τοῦ γενετικοῦ κώδικα, λόγῳ τῶν ἠλεκτονικῶν, λόγῳ μέ ἁπλά λόγια τοῦ κινητοῦ μέ τό ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ τό κάθε πιτσιρικάκι εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, τί ἔχει νά πεῖ σέ μένα ἕνας ἄνθρωπος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς; Πού μπροστά στή δική μας, δέν ἤξερε τίποτε ἀπό αὐτά πού ξέρουμε ἐμεῖς καί δέν καταλάβαινε τίποτε ἀπό αὐτά.
Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, ἔτσι εἶναι.
Καί ὅλη τήν παλιά ἱστορία πρέπει νά τήν σβύσομε καί νά τήν πετάξομε. Καί ὅλους τούς παλιούς τούς ἀνθρώπους νά τούς πετάξομε στόν σκουπιδοντενεκέ σάν ἄχρηστους. Ἄν ὅμως ἀδελφοί μου ὑπάρχει Θεός, τότε ἐκεῖνοι πού ἐγνώριζαν τόν Θεό καί τόν ἀκολουθοῦσαν πιστά εἶναι γιά ὅλες τίς γεννεές, ἡ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι καί οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες.
Ἄν ὑπάρχει Θεός τί νά τόν κάνω τόν καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου πού ξέρει τόν γενετικό κώδικα ἀπ' ἔξω καί ἀνακατωτά, ἀλλά δέν ξέρει νά πεῖ «Κύριε ἐλέησον». Δέν ξέρει νά πεῖ τί εἶναι ὁ Χριστός ἤ δέν τό ἔχει καταλάβει ἀκόμη νά πεῖ τί εἶναι ὁ Χριστός.
Καί τί νά τό κάνω νά ἐπικοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα σέ ἕνα λεπτό μέ Αὐστραλία, μέ Ἀμερική, μέ Ρωσία, μέ Κίνα,μέ Ἰαπωνία, καί νά μήν ξέρει νά ἐπικοινωνήσει καθόλου καί μέ κανένα τρόπο μέ τόν Θεό.
Ἐάν ὁ Θεός ὑπάρχει καί εἶναι ὅπως τόν πιστεύομε, γιατί πῶς ἀλλοιῶς θά εἶναι ὁ Θεός; Τί ἄλλο θά εἶναι;
Παντοκράτωρ, παντοδύναμος, αἰώνιος καί ἡ ζωή δική του.
Καί καλότυχος ἐκεῖνος πού πηγαίνει καί ζητεῖ γιά τόν ἑαυτό του ζωή ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι, ὅποιος πιστεύει στό Θεό, καταλαβαίνει ὅτι οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τοῦ κόσμου, σέ ὅλο τόν κόσμο, καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, εἴτε τό καταλαβαίνομε, εἴτε δέν τό καταλαβαίνομε, εἴτε μᾶς ἀρέσει νά τό καταλάβομε, εἴτε δέν μᾶς ἀρέσει νά τό καταλάβομε, εἶναι οἱ ἀληθινοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως ἕνας ὑγιής ἤ ἕνα παιδάκι δέν καταλαβαίνει τί σημαίνει καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς ἐμπειρογνώμων καί εἰδικός γιά ὡρισμένες ἀρρώστιες καί τόν παραμερίζει καί τόν ξεχνάει καί τόν διαγράφει ἀπό τή ζωή του, ὅσο εἶναι μικρός ἀνόητος καί ὑγιής, κατά τόν ἴδιο τρόπο εἶναι μικρός, ἀνόητος, ἀνώριμος καί πνευματικά ἄρρωστος ἐκεῖνος πού ξεχνάει τόν Θεό καί τούς δούλους τοῦ Θεοῦ. Καί δέν θέλει νά καταλάβει τί εὐεργεσία εἶναι στόν κόσμο.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος τόν ὁποῖο τιμᾶμε καί ἑορτάζομε σήμερα εἶναι ἕνα ἀπό τούς μεγαλύτερους δούλους τοῦ Θεοῦ. Κοντά στόν Ἀβραάμ, κοντά στόν Δαυΐδ, μεγαλύτερος ἀπό τόν Δαυΐδ. Καί μεγαλύτερος καί ἀπό τόν Ἀβραάμ. Κοντά στούς ἁγίους ἀποστόλους κοντά στόν τίμιο Πρόδρομο καί κοντά στήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ ἅγιος Νικόλαος μέσα στό σύστημα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας φέρεται κορυφή. Γιά ποιό λόγο;
Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, πλοῦτος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς τσέπης, τῶν καταθέσεων στίς Τράπεζες καί τῶν περιουσιακῶν στοιχείων. Καί ἐπιτυχία στή ζωή εἶναι τό φαΐ καί ἡ διασκέδαση. Καί τά ἀξιώματα.
Ἄν ὑπάρχει Θεός, πλοῦτος εἶναι ἐκεῖνο πού ἀγαπάει ὁ Θεός. Ἡ ἀγάπη. Καί ἐπιτυχία στή ζωή εἶναι τά ἔργα τῆς ἀγάπης, ἡ τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁλοκληρωτικό κέρδος τῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά βρεθεῖ κοντά στό Θεό, γιά τήν αἰώνια ζωή. Γιά νά ἀπολαύσει τήν ἀμοιβή καί τά δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὅταν ἦταν νέος, ἔχοντας καταλάβει ὅτι Θεός ὑπάρχει, ἐφρόντισε ἁπλῶς νά μήν κάνει ἐκεῖνο πού ἤθελε ὁ ἴδιος. Καταλαβαίνετε τί μπορεῖ νά θέλει ἕνα νεαρό παιδί. Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος δέν ἄφηνε τόν ἑαυτό του νά θέλει ἐκεῖνα πού δέν ἤθελε καί δέν θέλει ὁ Θεός, ὅταν ἦταν νεαρό παιδί. Καί ὅταν μεγάλωσε κατάλαβε ὅτι πρέπει ὄχι μόνο νά λέει ὄχι στήν ἁμαρτία, ἀλλά πρέπει νά λέει ἕνα δυναμικό ναί, στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐργάζεται μέ θυσία καί μέ ἐνθουσιασμό γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό καλό.
Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἄρχισε νά πλαταίνει τήν καρδιά του. Γιατί ἅμα δέν πλατύνεις τήν καρδιά σου, νά γεμίσει ἀπό αὐτό πού εἶναι πλοῦτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη, ὅπως θέλεις νά πλατύνεις τήν τσέπη σου γιά νά χωρέσει πολλά, ἅμα δέν πλατύνεις τήν καρδιά σου, νά γεμίσει μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔ, δέν εἶναι εὔκολο νά κάνεις καλά ἔργα, νά κόβεις ἔστω ἀπό τήν ὥρα σου καί ἀπό τήν διάθεσή σου κάτι γιά νά τό προσφέρεις σέ ἄλλον. Εὐεργεσία τοῦ ἄλλου καί στέρηση γιά σένα.
Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε σιγά-σιγά νά πλαταίνει τήν καρδιά του. Καί τήν ἐπλάτυνε τόσο πού δέν περίμενε τό κακό νά τό βρεῖ μπροστά του γιά νά τό θεραπεύσει, γιά νά κάνει κάτι. Ἀλλά τό ἀναζητοῦσε. Καί ἔταξε ὁλόκληρη τή ζωή του νά ψάχνει νά βρεῖ τούς πονεμένους γιά νά τούς βοηθήσει, ἐπειδή αὐτό εἶναι τό δίδαγμα καί τό ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς δόξης πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦλθε νά βρεῖ ἐμᾶς τούς δυστυχισμένους, τούς παραστρατημένους, τούς κατεστραμένους.
Θά λέγαμε ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας χωρίς Θεό, εἶναι οἱ νεαροί πού ἔχουν ὑποδουλωθεῖ στά ναρκωτικά. Καί ὅπως ὅλοι μας σήμερα, πιστοί καί ἄπιστοι, ἁπλῶς ἐπειδή ἔχομε κάποιο κουκουτσάκι ἀκόμη μυαλό ἀγάπης, πονᾶμε γιά τά παιδιά πού ὑποδουλώθηκαν στά ναρκωτικά, μποροῦμε νά καταλάβομε πόσος ἦταν καί πόσος εἶναι ὁ πόνος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς κατέβηκε στόν κόσμο γιά νά μᾶς θεραπεύσει, καί νά μᾶς πάρει κοντά του.
Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, καταλαβαίνοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε στόν κόσμο, φαρδύς πλατύς -λέμε μιά ἔκφραση σήμερα- γιά νά κάνει ὅσο περισσότερο καλό μποροῦσε. Καί τί καλύτερο νά ἔκανε; Ἔγινε παπᾶς. Καί σάν παπᾶς καί μετά δεσπότης σκόρπισε ἐκεῖνα πού εἶχε καί τοῦ ἐξασφάλιζαν φαΐ, διασκέδαση, ἐπιτυχίες, ἀξιώματα, ὅτι καλό εἶχε. Τά σκόρπισε πέρα-δῶθε στούς φτωχούς. Καί μετά; Μετά, ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε ὁ ἅγιος Νικόλαος νά φτάνει παντοῦ, λέει ἕνας ἅγιος, ὁ Θεός τοῦ μάκρυνε, τοῦ πλάτυνε, ὄχι μόνο τήν καρδιά, τοῦ τήν ἄνοιξε ἔγινε τόση, ἀλλά τοῦ μάκρυνε καί τά χέρια. Καί ἔτσι τό χέρι τοῦ ἁγίου Νικολάου φτάνει καί ἔφτανε ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ζωντανός, ἀπό τό δωμάτιό του στά Μύρα τῆς Λυκίας, στήν Κωνσταντινούπολη καί στό κέντρο τοῦ Αἰγαίου Πελάγους καί τῆς θάλασσας.
Φώναξε ἕνας ἄνθρωπος, πού πνιγόταν, ἐπειδή ἤξερε τί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι, «ἅγιε Νικόλαε σῶσε με», καί βρέθηκε ὁ ἅγιος Νικόλαος νά τόν ἔχει ἁρπάξει ἀπό τήν θάλασσα καί νά τόν ἔχει βγάλει στήν ξηρά.
Καί ἔφτασε ἡ προσευχή τῶν ἀνθρώπων πού φώναζαν στήν Κωνσταντινούπολη «ἅγιε Νικόλαε βοήθα μας» στό αὐτί του. Καί ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη τό χέρι του ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας. Καί μετά τήν κοίμησή του, λές καί τόν ἔκανε ὁ Θεός ἑκατόχειρα, ὄχι μέ ἕνα καί μέ δύο χέρια, μέ ἑκατό χέρια νά τά ἁπλώνει σέ ὅλη τήν οἰκουμένη.
Αὐτό εἶναι τό μήνυμα πού μᾶς δίνει ὁ Θεός:
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρίς Θεό καί τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέ Θεό.
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἁπλῶς ἀπασχολιόντας λιγάκι καί ξύνοντας τό κεφάλι του, ἤ λιγάκι τήν συνείδησή του γιά νά θυμηθεῖ τί πρέπει νά εἶναι ἄν ὑπάρχει Θεός, καί τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού παίρνει στά σοβαρά τόν Θεό καί τό θέλημά του.
Καί ἐμεῖς μαζευόμαστε σήμερα γιά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου. Γιά τόν ἅγιο Νικόλαο. Καί τίς ἄλλες ἡμέρες μέσα στήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου ὅπως τήν ἔχει φτειάξει ὁ Θεός, μαζευόμαστε στίς ἅγιες Ἐκκλησίες, γιά νά γιορτάσομε πότε τήν ἁγία Παρασκευή, πότε τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο, πότε τόν ἅγιο Βασίλειο, πότε τόν ἅγιο προστάτη καί πολιοῦχο μας τόν ἅγιο Χαραλάμπη, πότε τούς ἁγίους ἀποστόλους καί πότε τόν ὁποιοδήποτε ἄλλο ἅγιο. Γιά νά αἰσθανθοῦμε καί νά τό καταλάβομε ὅτι εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος ὄμορφος κόσμος, τοῦ Θεοῦ κόσμος, πού πῶς τόν κάνει τόν ἄνθρωπο ἀδελφοί μου αὐτός ὁ κόσμος;
Εἰπέτε τώρα ὅτι εἴχαμε τόν ἅγιο Νικόλαο μπροστά μας.
Ποιός θά εὕρισκε καλύτερο ἄνθρωπο;
Ποῦ θά εὕρισκε κανείς καλύτερο ἄνθρωπο; Ἅμα θέλαμε νά ποῦμε τί εἶναι ἄνθρωπος, θά λέγαμε καί μέ τά δύο χέρια, θά δείχναμε: Αὐτός εἶναι ἄνθρωπος. Μά τί τόν ἔκανε καί εἶναι ἄνθρωπος;
Ἕνα μεγάλο μυστικό.
Τό ἀγαπάω αὐτό τό μυστικό πού κάνει τούς ἀνθρώπους σάν τόν ἅγιο Νικόλαο. Καί λαχταρῶ νά γίνω καί ἐγώ. Γιατί μέσα ἡ συνείδησή μου, ἐμένα τόν κάθε ἄνθρωπο, τόν καίει. Καί μέ καίει ὅταν ἀκούω ὅτι ὑπάρχουν καλά ἔργα πού μπορῶ νά τά κάνω γιά ἄλλους καί τά ξεχνάω, γιά νά κοιτάξω τόν ἑαυτό μου. Μέ καίει. Ὅλους μας μᾶς καίει. Γιατί μᾶς καίει ἀδελφοί μου; Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ. Πού τήν ἀνάβει, τήν ἔχει ἀνάψει ἀπό ὅταν μᾶς γέννησε καί μᾶς ἔφτειαξε καί τήν ἔχει βάλει μέσα μας καί καίει. Καί ὅταν ἀκοῦμε γιά ἔργα ἀγάπης καιγόμαστε. Καί ὅταν βλέπομε καταστάσεις πού ἀπαιτοῦν ἀγάπη καίγεται ἡ καρδιά μας. Δεῖγμα ὅτι εἴμαστε ὅλοι τοῦ Θεοῦ.
Δέν ἀρκεῖ ἡ διαπίστωση, ὅτι ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Νικόλαος καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί ἡ Παναγία καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι, μέχρι τό τελευταῖο πρεβεζανάκι τόν ἅγιο Χρῆστο εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀρκεῖ νά τούς σκεπτόμαστε καί νά τούς θυμόμαστε. Καί νά λέμε: «Μπᾶ αὐτοί ἔγιναν ἄνθρωποι ἀληθινοί».
Δέν ἀρκεῖ νά σκεπτόμαστε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά την φυσᾶμε λίγο νά ἀνάβει μέσα στίς καρδιές μας, νά μᾶς ζεσταίνει γιά νά μποροῦμε καί ἐμεῖς νά ζεσταίνουμε ἄλλους ἀνθρώπους.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι νά δένονται μέ τό «σύνδεσμο τῆς ἀγάπης», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἐρώτημα ἁπλό γιά ὅλους μας: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδίσει τόν κόσμον ὅλο καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή αὐτοῦ;» Καί πάψει νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Ἄς λαχταρήσομε λοιπόν καί ἐμεῖς μέ τήν μίμηση τοῦ ἁγίου Νικολάου, γιατί «τιμή ἁγίου, μίμησις ἁγίου», λέγει δογματικά καί κλασσικά σέ μιά πολύ ἁπλή ἔκφραση ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἄς προσπαθήσομε νά τόν μιμηθοῦμε. Πόσο; Ὅσο περισσότερο, τόσο καλύτερα. Ἀπό τό «τίποτα» , καί τό ἐλάχιστο κουκουτσάκι εἶναι καλύτερο. Λοιπόν, ἀρχίζομε ἀπό τό μικρό γιά νά προχωρήσομε στά μεγάλα.
Νά μᾶς βοηθήσει, νά μᾶς στηρίξει, νά μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης καί τῆς ζεστασιᾶς, νά ἁπλώσει στόν Χριστό τήν φωνή του. Καί νά ἁπλώσει τό αὐτί του καί στή δική μας προσευχή.
Καί μέ τό χέρι του πού εἶναι τόσο μακρύ, ὅπου καί νά βρισκόμαστε, πότε νά μᾶς τραβάει ἀπό τ’ αὐτί καί πότε νά μᾶς κρατάει ἀπό τό χέρι.
Νά μᾶς βοηθάει μέ τήν παρουσία του καί μέ τίς πρεσβεῖες του στό δρόμο αὐτό πού εἶναι ὁ ὀμορφότερος δρόμος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στή γῆ. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στήν Πρέβεζα στίς 6/12/2004.