Ζωηφόρος

Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω - Ιεροδιακόνου Συμεών Ολυμπίτη

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος

ὁ ἐν Ὀλύμπῳ

καί τό μοναστήρι του.

Μοναχού Συμεών Ὀλυμπίτη

Στούς πρόποδες τοῦ μυθικοῦ Ὀλύμπου συναντοῦμε τό Λιτόχωρο, τό διασχίζουμε καί ἀνεβαίνουμε τό βουνό λαχταρώντας νά ἀντικρίσουμε τήν ἱστορική Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ἐπονομαζομένη καί Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ τοῦ θαυματουργοῦ. Στή διαδρομή γιά τήν Παλαιά Μονή, περίπου 14 χιλ. ἀπό τό Λιτόχωρο, τό μόνο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά σιωπήσουμε γιά νά ἀπολαύσουμε τή θέα τοῦ πυκνοῦ δάσους μέ τίς μαγευτικές ἐναλλαγές τῶν χρωματισμῶν πού σχηματίζουν τά φυλλώματα τῆς ὀξιᾶς, τοῦ πεύκου καί τῶν ποικίλων ἄλλων δέντρων καί θάμνων.  Φτάνοντας, διαπιστώνουμε ὅτι τό μοναστήρι βρίσκεται ἀκριβῶς στό κέντρο τοῦ Ἐθνικοῦ Δρυμοῦ. Τό γαλήνιο καί εἰρηνικό περιβάλλον του ἐξαγιάζει καί ὀμορφαίνει τά πάντα. Θαρρεῖς καί τό χέρι τοῦ Θεοῦ τό τοποθέτησε ἐκεῖ γιά νά λειτουργεῖ ὡς ὁ  Καθολικός Ναός τῆς φυσικῆς δημιουργίας, ὥστε νά ἁγιάζεται καί νά εὐφραίνεται μέσω τῶν μοναστικῶν παλαισμάτων  ὁλόκληρη ἡ κτίση.

Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος  Lion Heuzey, πού ἡγήθηκε μιᾶς γαλλικῆς ἀποστολῆς στόν Ὄλυμπο τό 1855, γράφει στό βιβλίο του «Le mont Olympe et le Acarnanie»: «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔχει μεγάλη φήμη σέ ὅλη τήν Ἑλληνική Ἐκκλησία. Ἡ θέση τῆς Μονῆς εἶναι μοναδική στόν κόσμο. Εἶναι χαμένη στό  βάθος ἑνός τεράστιου φαραγγιοῦ, ἀνάμεσα σέ δύο ὀρθοπλαγιές πού ὀρθώνονται ψηλά μέχρι ἐκεῖ πού φθάνει τό μάτι. Πεῦκα αἰωροῦνται παντοῦ στίς ἄκρες τῶν βράχων σέ μακριές σειρές σέ ὅλο τό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. Μέσα σʼ αυτήν τήν ἄγρια φύση διακρίνουμε τόν γκρίζο ὄγκο τοῦ Μοναστηριοῦ. Κτίρια σέ διάταξη τετραγώνων μέ ἐσωτερικές ἀψιδωτές στοές, σχηματίζουν τό στεγασμένο περιστύλιο τῆς αὐλῆς. Ἡ ἐκκλησία, πού βρίσκεται στό κέντρο, εἶναι μιά παλαιά βυζαντινή μέ πέντε τρούλους. Πρέπει νʼἀκούσει κανείς τούς μοναχούς νά μιλοῦν γιά τή μολύβδινη ἐπένδυση πού περιέβαλλε τούς πέντε τρούλους της. Ὅλα χάθηκαν τό 1828. Οἱ Τοῦρκοι κατηγόρησαν τούς μοναχούς ὅτι ἔδιναν ἄσυλο στούς κλέφτες καί παρέδωσαν τό Μοναστήρι στή φωτιά[1].

Κτίτορας τῆς Μονῆς εἶναι ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ θαυματουργός. Γεννήθηκε λίγο πρίν τό 1500 στό ὀ­ρει­νό χω­ρι­ό Σκλά­ται­να τῆς Ἐπαρχίας Φανουρίου τοῦ Νομοῦ Καρ­δί­τσης (ση­με­ρι­νή Δρα­κό­τρυ­πα). Ὑπῆρξε γόνος πτωχής ἀλλά εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Πατέρας του ἦταν ὁ Νικόλαος καί μητέρα του ἡ Θεοδώρα. Μετά τή βάπτισή του, δίνοντάς του τό ὄνομα  Δη­μή­τρι­ος, ἀξιώθηκαν οἱ γονεῖς του νά βλέπουν κατά  τήν διάρκεια τῆς νύκτας, ἐπάνω ἀπό τό κεφαλάκι του, ἕνα φωτεινό σταυρό πού λαμποκοποῦσε σάν ἥλιος. Ἀ­πό παι­δί ὁ μικρός Δημήτριος ἐ­πέ­δει­ξε ζῆ­λο  γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή. Οἱ γονεῖς του, βλέποντας τά πολλά διανοητικά καί ψυχικά του χαρίσματα, φρόντισαν νά τοῦ μάθουν γράμματα, καλλιγραφία καί ζωγραφική. Ἡ ἐπίδοσή του σʼαὐτά ἦταν καταπληκτική. Παράλληλα ὅμως ἡ παιδική του ψυχή ἐθέλγετο ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί ἄλλων ἱερῶν βιβλίων[2].

Σέ ἡ­λι­κί­α περίπου 18 ἐ­τῶν μό­να­σε στά Με­τέ­ω­ρα λαμ­βά­νο­ντας τό ὄ­νο­μα Δα­νι­ήλ. Τρί­α χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­να­ζη­τώ­ντας ἡ­συ­χα­στι­κώ­τε­ρο τό­πο καί ἐ­πει­δή δέν τοῦ ἔ­δι­ναν τήν ἄ­δει­α νά ἀ­να­χω­ρή­σει, θαυ­μα­τουρ­γι­κῶς, μετά ἀπό προσευχή καί θεία πληροφορία, πή­δη­ξε κά­τω ἀ­πό τό βρά­χο τῶν Με­τε­­ρων καί με­τέ­βη στίς Κα­ρυ­ές τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Ἐ­κεῖ, στό κελλί τοῦ Ἁγίου Νικολάου-Διονυσίου τοῦ Καπρούλη, δίπλα στό διακριτικό πνευματικό Γέροντα Σεραφείμ, γίνεται ἱερεύς καί με­γα­λό­σχη­μος μονα­χός, με­το­νο­μα­σθείς Δι­ο­νύ­σι­ος. Ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­γκα­θί­στα­ται στή σκή­τη τῆς Καρακά­λου, ὅ­που ἔ­ζη­σε ἐ­ρη­μι­κά γι­ά δέ­κα ἔ­τη μέ αὐ­στη­ρή ἄ­σκη­ση, προ­σευ­χή καί νη­στεί­α, βι­­νο­ντας πολ­λές θαυ­μα­τουρ­γι­κές ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἀφιλόξενος αὐτός τόπος γίνεται ἡ μυστική παλαίστρα τῶν μεγάλων ἀσκητικῶν του ἀγώνων. Ἐκεῖ ἀναδεικνύεται ἕνας ὑπέροχος βιαστής τῆς φύσεως. Ἡ τροφή του ἦταν μόνο λίγα κάστανα τήν ἡμέρα. Ἔτρωγε λίγο ψωμί μόνο ὅταν τόν καλοῦσαν νά λειτουργήσει σέ ἄλλο κελλί, γιά νά κρύψει τήν ἀρετή του καί νά ἀποφύγει τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο[3].

Ἡ ἰ­σάγ­γε­λη ζω­ή του στά­θη­κε αἰ­τί­α τῆς ἐ­κλο­γῆς του ὡς ἡ­γου­μέ­νου τῆς βουλγα­ρι­κῆς (κατά τό μεγαλύτερο μέρος) συνοδείας τῆς Μο­νῆς Φι­λο­θέ­ου. Ἡ Μονή ἐπί τῶν ἡμερῶν του γνώρισε μεγάλη πνευματική καί ὑλική πρόοδο. Κατήργησε τόν ἰδιόρρυθμο καί εἰσήγαγε τόν κοινοβιακό τρόπο ζωῆς, ἐνῶ καθιέρωσε σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες τήν ἑλληνική γλῶσσα. Παρ΄ ὅλες τίς ἡγουμενικές του μέριμνες  τήν ἐρημική ζωή δέν τήν ἀποχωρίζεται. Συχνά ἀποσύρεται γιά ἄσκηση σέ ἕνα κοντινό σπήλαιο πού σώζεται μέχρι σήμερα. Γι­ά τίς μεταρρυθμίσεις του αὐτές συνάντησε με­γά­λες ἀντιδράσεις ἀπό τούς Βουλγάρους μοναχούς, σέ σημεῖο νά ἐπιδιώκουν νά τόν σκοτώσουν. Ἔτσι ἀναγκάσθηκε νά ἐ­γκα­τα­λεί­ψει τό Ἅγι­ο Ὄ­ρος, ἀναχωρώντας αὐτή τή φορά  γιά τή Μο­νή Τιμίου Προ­δρό­μου Βεροίας.

Οἱ Βεροιεῖς τόν ἀγάπησαν πολύ. Ὁ συναξαριστής γράφει ὅτι «ἐγένετο ἡ φήμη αὐτοῦ μεγάλη- εἶχον γάρ αὐτόν μέγαν ἰατρόν πνευμα­τικόν, ψυχῶν καί σωμάτων. Καί οὐ μόνον ἐκεῖ πλησίον ἠκούσθη ἡ ἀρετή αὐτοῦ, ἀλλά καί εἰς ὅλην τήν Μακεδονίαν καί Καστορίαν καί τά μέρη τῆς Ἑλλάδος, διατί ἐπεριπάτει ὡς ἄλλος Ἀπόστολος»[4]. Θέ­λο­ντας ὅμως νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἐκλογή του σέ ἐ­πί­σκο­πο, πού ἐ­πε­δί­ω­καν οἱ κά­τοι­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ἀ­νε­χώ­ρη­σε κρυ­φά καί μετέβη στόν Ὄ­λυ­μπο.

Στόν Ὄλυμπο ἀ­σκή­τευ­σε σέ ἕ­να σπή­λαι­ο πού σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα. Συκοφα­ντού­με­νος ὅμως  ἀπό Λιτοχωρίτες στόν Τοῦρκο Διοικητή,  ἐκδιώ­χθη­κε ἀ­πό τό ἀσκη­τή­ρι­ό του καί ἀ­νε­χώ­ρη­σε γι­ά τό Πή­λι­ο, ὅ­που ἵ­δρυ­σε τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρ­βί­ας. Με­τά τρί­α ἔ­τη καί λό­γῳ τῆς πα­ντε­λοῦς ἀ­νυ­δρί­ας πού ἔ­πλη­ξε τόν τό­πο τῶν δι­ω­κτῶν του, ἐ­πέ­στρε­ψε ἐ­πι­σή­μως μέ πρό­σκλη­ση τοῦ δι­­κτη του καί ἵδρυσε τό 1542, ἔπειτα ἀ­πό θαυ­μα­τουρ­γι­κή ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Θε­οῦ, τή Μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Τριάδος.

Μέ τήν ἀγ­γε­λι­κή του βι­ο­τή γρή­γο­ρα προ­σείλ­κυ­σε πλῆ­θος μο­να­χῶν, ὁ ἴ­δι­ος ὅ­μως χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τά πλη­σι­­χω­ρα σπή­λαι­α γι­ά προ­σευ­χή καί ἡ­συ­χί­α ζώντας μέσα στό γνό­φο τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς. Εἶχε τή συνήθεια ὁ Ἅγιος νά χτίζει   ἐκκλησίες καί παρεκκλήσια στόν πέριξ τῆς Μονῆς χῶρο. Στό σπήλαιο, πού ἀπέχει πέντε λέπτα ἀπό τό Μοναστήρι, ἔκτισε τό ναό τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Δίπλα στή Μονή βρίσκεται ὁ κοιμητηριακός ναός τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σέ ἀπόσταση μισῆς ὥρας νοτιοδυτικά, μέσα σέ σπήλαιο ἀπ' ὅπου ἀναβλύζει ἁγίασμα, βρίσκεται τό παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέναντι ἀπό τό Παλαιομονάστηρο ὑπῆρχε μέσα σέ σπήλαιο τό παρεκκλήσιο τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ Ἅγιος συνήθιζε νά ὀνομάζει τούς διαφόρους τόπους τῆς περιοχῆς μέ βιβλικές ὀνομασίες. Ἔκτισε ἔτσι τούς σπηλαιώδεις ναούς τοῦ Γολγοθᾶ καί τῆς Ἀναλήψεως, ἐνῶ ἄλλη τοποθεσία τήν ὀνόμασε Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν[5].

Ἡ συνοδεία αὐξήθηκε μέ γοργούς ρυθμούς. Ὁ Θεοδόσιος Ζυγομαλᾶς τό 1576 σέ ἐπιστολή του πρός τόν Geralch ἀναφέρει: «Ἐπάνω δέ ἐν Μακεδονίᾳ ἐστίν ὅρος Ὄλυμπος ἐν τῶν δυό Ὀλύμπων ἔχον μοναστήρι ἁγίας Τριάδος μέ 200 μοναχούς»[6]. Στήν προφορική διαθήκη του λίγο πρίν τήν κοίμησή του ὅρισε στούς μοναχούς νά πορεύονται κατά τόν τύπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους[7].

Τό 1692 οἱ βασιλεῖς τῆς Ρωσίας Μέγας Πέτρος καί Ἰωάννης ἐξέδωσαν, μετά ἀπό αἴτηση μοναχῶν τῆς Μονῆς, Αὐτοκρατορικό Χρυσόβουλλο, πού τούς παρέχει τό δικαίωμα νά ἐπισκέπτονται τή γῆ τῆς Ρωσίας γιά «ζητεῖες». Στό χρυσόβουλλο, τό Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀναφέρεται κτισμένο ἀπό εὐσεβεῖς βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καί Πατριάρχες[8]. Ἡ ἀναφορά τοῦ παραπάνω χρυσόβουλλου στούς Βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων φαίνεται νά ἐνισχύει τήν ἀπόψη πού θέλει τόν Διονύσιο ὄχι ἱδρυτή, ἀλλά ἀνακαινιστή τῆς Μονῆς[9].

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος φρόντισε νά τήν ὑποτάξει στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Ἔτσι μέ σταυροπηγιακή ἀξία ἡ Μονή ἔμενε ἐλεύθερη, ἀδούλωτη, ἀκαταπάτητη καί αὐτοδιοίκητη. Μέ τήν ἀπειλή ἀφορισμοῦ καί φρικτῶν ἐπιτιμίων, οὔτε ὁ πλησιόχωρος ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος, ἀλλά οὔτε καί κανείς ἄλλος δέν εἶχε ἐξουσία στή διοίκηση καί διαχείριση τῆς Μονῆς[10]. Τά προνόμια αὐτά κατοχυρώθηκαν μέ πατριαρχικά καί συνοδικά γράμματα ἀπό τούς Πατριάρχες Ἱερεμία  Β΄ (1522-1546) Μητροφάνη Γ΄ (1565-1572 και 1579-1580), Κύριλλο Ε΄ (1753),  Ἰωαννίκιο Γ΄ (1753) και Γρηγόριο Ε΄ (1797).

Οἱ μοναχοί ἐξέλεγαν τόν ἡγούμενό τους καί στή συνέχεια ὁ Πατριάρχης ἐπικύρωνε τήν ἐκλογή. Πολλές φορές ἔστελνε ἐπιστολές μέ κανονισμούς καί πατριαρχικούς ἐξάρχους φροντίζοντας πάντα γιά τήν καλή λειτουργία τῆς Μονῆς. Τό Πατριαρχεῖο πολλές φορές ἀνέθετε, κατά τό 19ο αἰώνα, στό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καί ἄλλους πλησιόχωρους ἐπισκόπους νά ἐπισκεφτοῦν τή Μονή, γιά νά ἐξακριβώσουν ἤ νά μεσολαβήσουν γιά τή ρύθμιση μοναστηριακῶν ὑποθέσεων. Στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, σύμφωνα μέ τά Πατριαρχικά γράμματα, ἡ Μονή ἦταν ὑποχρεωμένη νά καταβάλλει εἰσφορά στό Ἐθνικό Ταμεῖο καί τή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης.

Ἡ Μονή ὡς πρός τήν ἀρχιτεκτονική διάταξη τῶν χώρων παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τή Μονή Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Τό καθολικό εἶναι ναός σταυροειδής ἐγγεγραμμένος, ἀθωνικοῦ τύπου. Τέσσερα παρεκκλήσια περιβάλλουν τόν κυρίως ναό δημιουργώντας ἕνα λειτουργικό αἰσθητικά σύνολο. Μεγαλύτερο παρεκκλήσι εἶναι τό βορειοδυτικό· ἐδῶ βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου[11].

Μετά τήν εἴσοδο στή Μονή μποροῦμε νά διακρίνουμε δεξιά τό μικρό τετράπλευρο πύργο. Ὁ πύργος, πού κτίστηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο Κίτρους Σωφρόνιο, ἔχει δυό καταχύστρες, μιά στήν ἀνατολική καί μία στή νότια ὄψη του καί ἀποτελοῦσε τό ἔσχατο ἀμυντικό καταφύγιο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐπιλογή τῆς θέσης τοῦ πύργου, ἀλλά καί γενικά τῆς φυσικῆς ἀμυντικῆς θέσης τοῦ Μοναστηριοῦ, δείχνει ὅτι αὐτό κτίστηκε μέ γνώση τῶν κανόνων τῆς ὀχυρωματικῆς[12]. Ἡ νότια πτέρυγα ἔχει δυό ὀρόφους καθώς καί ὑπόγειους χώρους. Στήν πτέρυγα αὐτή σώζονται καί μερικά θολωτά κελιά μικρῶν διαστάσεων. Ἡ εἴσοδός τους εἶναι χαμηλή, γιά νά μπεῖ κανείς πρέπει ἀπαραιτήτως νά σκύψει τό σῶμα του.

Ἡ Μονή στό διάβα τῶν αἰώνων ἀνέπτυξε μεγάλη ἐθνική δραστηριότητα. Τό 1821 ὁ Βελῆ Πασᾶς, γιός τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, μετά ἀπό τριήμερη  πολιορκία, τήν πυρπόλησε καί ἀφοῦ συνέλαβε τόν ἡγούμενο Μεθόδιο Παλιούρα μέ 12 μοναχούς τούς κρέμασε στήν κεντρική πλατεία τῆς Λαρίσης. Ἀργότερα, στήν ἐπανάσταση τοῦ Ὀλύμπου (1878) ἡ Μονή πρωτοστατεῖ. Στόν Μακεδονικό ἀγῶνα ὑπῆρξε τό καταφύγιο καί ὁ τόπος συσκέψεως τῶν ὁπλαρχηγῶν καθώς καί ὁ  σταθμός ἀνεφοδιασμοῦ καί ἀποβιβάσεως τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων.

Σημαντική ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ συμβολή τῆς Μο­νῆς στήν προαγω­γή τῆς Παιδείας τοῦ Ἔθνους, τῆς πνευματικῆς ἀφυπνίσεως καί τῆς ἐπιστήμης, ἀφοῦ σ' αὐτήν ἔζησαν πολ­λοί λόγιοι μονα­χοί. Χαρακτηρι­στικά παραδείγματα ὑπῆρξαν ὁ Ἐπίσκοπος Καμπανίας Θεόφιλος καί ὁ Ἱε­ρομόναχος Μεθόδιος Ὀλυμπίτης. Ὁ τελευταῖος ἀσχολήθηκε καί μέ ἐκδόσεις βιβλίων. Ἕνα ἀπό τά βιβλία πού μετέφρασε καί ἐξέδωσε, οἱ Μυσταγωγικές Κατηχήσεις τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, κυκλοφορεῖ σέ ἐπανεκδόσεις μέχρι σήμερα ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία. Στή Μονή ἐπίσης ὀργανώθηκαν ἐργαστήρια ἁγιογραφίας καί ἀντι­γραφῆς χειρογράφων ἐνῶ ἡ παράδοση θέλει καί τή λει­τουργία κρυφοῦ σχολειοῦ[13]. Ἀπό τόν Τρύφωνα Εὐαγγελίδη πληροφορούμαστε ὅτι στή Μονή ὑπῆρχε σχολή γιά τούς μοναχούς καί τά παιδιά τῆς περιοχῆς[14].

Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τῆς Μονῆς στά γεγονότα καί ἡ συμβολή της στήν προστασία τῶν συνανθρώπων, τοῦ τό­που καί τῶν παραδόσεων, εἶχε βαρύ τίμημα κάθʼ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας της. Ἐκτός ἀπό τίς φυσικές κατα­στροφές καί πυρκαγιές ὑπέστη ἀλ­λεπάλληλες κατα­στροφές, λεηλα­σίες καί ἁρπαγές, μέ τελευταία τή σχεδόν ὁλοκλη­ρωτική καταστρο­φή τό 1943 ἀπό τά Γερμανικά στρατεύματα κατοχῆς, τά  ὁποῖα μετέτρεψαν τό σπάνιο αὐτό ἀρχιτεκτονικό, ἱστορικό καί θρησκευτικό μνημεῖο σέ ἕναν ὄγκο μελαγχολικῶν ἐρειπίων, ὄχι ὅμως καί ἀνέκφραστο φρουρό τῆς παραδό­σεως καί τῆς ἱστο­ρίας μας. Μέρος τῆς βιβλιοθήκης καί τῶν κειμηλίων πού διασώθηκαν, φυλάσσονται σήμερα σέ ἀνα­καινισμένο παλιό κτίριο, στό Μετόχι τῆς Μονῆς κοντά στό Λιτόχωρο, τό ὁποῖο ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο στίς 29 Μαΐου 1999.

Ἡ Μονή κατά τή μακρά πορεία της ἀπέκτησε πολλά Μετόχια, ὅπως αὐτά τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Κορινοῦ, Ἁγ. Γεωργίου Ρητίνης, Παναγίας Μακρυράχης, Παναγίας Κανάλων καθώς καί ἄλλα μικρότερα σέ Κατερίνη, Βέροια, Ἐλασσῶνα, Τσαριτσάνη, ἀκόμη καί στή μακρινή Ρωσία. Σή­μερα, στό μετόχι «Σκάλα» πού ἀπέ­χει 3 χιλιόμετρα ἀπό τό Λιτόχωρο, ἐγκαταβιώνει ἡ 25μελής ἀδελφότητα, πού ἔχει ὡς  πρῶτο της μέλημα τή διατήρηση καί συνέχιση τῆς παρα­καταθήκης τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, τήν πνευματική της οἰκοδομή, ἀλλά καί τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀναστήλωση καί ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς Μονῆς, σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές πού ἀπαιτοῦνται γιά ἀνάλογα μνημεῖα, ἀφοῦ αὐτή ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ὡς ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο.

 


1.  Ἰωάννου Κυρίτση, εἰσήγηση μέ θέμα «Μαρτυρίες Ἑλλήνων καί Ξένων περιηγητῶν γιά τήν Ι.Μ. Ἁγ. Διονυσίου ἐν Ὀλύμπῳ στήν Ἡμερίδα «1943-2003, ἑξήντα χρόνια μετά τήν καταστροφή», ἔκδ. Ι.Μ. Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Πιερία 2004, σ. 60-61.

2.  Ἀρχιμ. Ἀθηναγόρα Καραμαντζάνη, Ὁ Ὅσιος τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Διονυσίου, 21990, σ. 13-14.

3. Ἀρχιμ. Ἀθηναγόρα Καραμαντζάνη, Ὁ Ὅσιος τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Διονυσίου, 21990, σ. 31.

4.  Συναξάρι.

5.  Ἀποστόλου Γλαβίνα, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ» Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. παράρτημα αρ. 30 τοῦ 26ου τόμου, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 27.

6.  Κ. Ι. Δυοβουνιώτου, «Θεοδόσιος Ζυγομαλάς», Θεολογία, τ. 1 (1923), σ. 159.

7.  Ἀποστόλου Γλαβίνα, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ» Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. παράρτημα αρ. 30 τοῦ 26ου τόμου, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 40, 41, 53. Γιά τίς προφορικές μοναστηριακές διαθῆκες βλ. Μαναφῆ, Μοναστηριακά Τυπικά καί Διαθῆκες, Ἀθήνα, σ. 124.

8.  Γενναδίου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, «Ἡ Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Γρηγ. Παλ., 1 (1917), σ. 516.

9.  Παραμυθίας Ἀθηναγόρας, «Περί τῆς ἐν Ὀλύμπῳ Ι.Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Συμπληρωματικά». Γρηγ. Παλ. 10 (1926), σ. 580.

10.  Κων. Παπαδάκη, «Ἡ Ἱερά Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγίας Τριάδος (Ἁγ. Διονυσίου  Ὀλύμπου)», Μεταπτυχιακή ἐργασία, Μαργαρίτες Ρεθύμνου 1997, σ. 48.

11. Σιαξαμπάνη Χαρούλα - Στεφάνου, Τό Καθολικό τῆς μονῆς Διονυσίου στόν Ὄλυμπο. Ἐκκλησίες στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἄλωση 1453/1850 τ. 3, Ἀθήνα 1989, σ. 116. Γενναδίου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, «Ἡ Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Γρηγ. Παλ., 1 (1917), σ. 521.

12.  Μελέτη Ἀναστήλωσης, σ. 34-36.

13.  Τό ἱστορικό μοναστήρι τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱερά Μονή Ἁγ. Διονυσίου, σ. 10.

14. Τρύφωνος Εὐαγγελίδου, Ἡ Παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας, Ἀθήνα 1936, σ. 121-122.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel