Ζωηφόρος

Ισιδώρου του εν Χίω, του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου,

Ισιδώρου του εν Χίω

(14 Μαΐου)

του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου

Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου

από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»

***

Ισίδωρος ο εν Χίω

Σήμερα, ευσεβείς χριστιανοί, η αγία μας Εκκλησία πανηγυρίζει τη μνήμη του αγίου Ισιδώρου του εν Χίω.

Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Έζησε στους χρόνους του Δεκίου. Ήταν στρατιώτης και ανήκε στην ταξί του Ωπτίωνος.

Κάποτε ήλθε και στη Χίο με τα στρατιωτικά καράβια, στα όποια ήταν ναύαρχος ο Νουμέριος.

Εκεί διεβλήθη από τον εκατόνταρχο Ιούλιο «ότι φησί, σέβεται τον Κύριον, και τοις παρ' ημίν θεοίς ου προσάγει σέβας».

Ο άγιος παρουσιάστηκε μπροστά στο Νουμέριο και με θάρρος και παρρησία ωμολόγησε πίστι στο Χριστό και είπε: «Γνώριζε ω ηγεμών, ότι αληθώς εγώ σέβομαι τον Χριστόν και τον προσκυνώ και την εικόνα του ασπάζομαι και αυτόν μόνον λατρεύω ως Θεόν και αυτόν σπουδάζω να φθάσω και να απολαύσω, ο όποιος είναι το άκρον επιθυμητόν, και όποιος αξιωθή να τον απόλαυση, τίποτε άλλο δεν επιθυμεί πλέον να έχη.

Γεμάτος από το θυμό ο Νουμέριος και καταπληγωμένος από τη θαρραλέα ομολογία του Ισιδώρου διέταξε να τον ξαπλώσουν κατά γης, να δέσουν τα χέρια και τα πόδια σε πασάλους και να κτυπούν αλύπητα με βούνευρα, άλλ' ο μάρτυς παρέμεινεν άκαμπτος.

Άναψαν, λοιπόν, καμίνι και το επύρωσαν πολλαπλάσια, και σαν τους τρεις παίδας τον έρριξαν μέσα, άλλ' η φλόγα τον εδρόσιζε και ο μάρτυρας έψαλλε.

Και τώρα ακολούθησε όχι η μετάνοια και η πίστι των διωκτών, άλλ' η φυλάκισι του μάρτυρος. Και στο μεταξύ έφθασε από την Αλεξάνδρεια στη Χίο ο πατέρας του μάρτυρος — ειδωλολάτρης και αυτός — παρουσιάστηκε στον τύραννο και με πρωτοφανή μανία είπε: «δός μοι, ω Ηγεμών, αυτόν τον πλάνον και μάγον, και εγώ με τας τιμωρίας όπου έχω να του δώσω, θέλω τιμήσει τους θεούς όπου αυτός ατιμάζει». Ω αλλοίμονο! Γι΄ αυτό είπε και ο Κύριος «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού».

Και τι δεν μεταχειρίστηκε ο άσπλαχνος πατέρας! Και την πλάνη και το δόλο και την απάτη και τη βία. Διέταξε και τον έδεσαν πίσω από άλογα άγρια, τα οποία τρέχοντας αφηνιασμένα τον έσυραν κατά γης στις πέτρες και στα ξύλα και τον κατεξέσχιζαν, άλλ' ο Ισίδωρος «εσιώπα», με καρτερία και υπομονή υπέφερε τα βασανιστήρια, για την αγάπη του Χριστού και προσευχόταν για τον άσπλαχνο και ωμό πατέρα του να του μαλακώση ο Θεός την καρδιά και να τον φέρη στο φως.

Οι φοβεροί εκτελεσταί της άνομης προσταγής του πατέρα ήλπιζαν ότι με τα ποτάμια του αίματος πού έτρεχαν από τις πληγές του θα έβγαινε και η ψυχή του μάρτυρος, άλλ' ο Θεός τον κρατούσε στη ζωή «εις πίστωσιν» της αήττητου του δυνάμεως και για να δώσουν τέρμα στη ζωή του αήττητου μάρτυρα με ξίφος απέκοψαν αυτού την κεφαλήν και ω του θαύματος! αντί αίματος έτρεξε γάλα.

«Ο πονηρός όμως και βάσκανος και αντικείμενος τω γένει των δικαίων» διάβολος ενέπνευσε στις ψυχές των δημίων μίσος και κατά του νεκρού σώματος του μάρτυρος και κατά των χριστιανών πού πιστεύουν ότι τα αγία λείψανα είναι «τιμιότερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον». Έρριξαν λοιπόν το μαρτυρικό σώμα σε ένα λαγκάδι για να το φάγουν τα όρνια, και έβαλαν φύλακες να το φυλάγουν για να μη το πάρουν οι χριστιανοί.

Οι χριστιανοί όμως ήθελαν και σφοδρά επιθυμούσαν «το σωμάτιον αυτού ληφθήναι και κοινωνήσαι τω αγίω αυτού σαρκίω» και μια ηρωική ψυχή, η αγία Μυρόπη, χριστιανή, παρθένος, με αυταπάρνησι υποδειγματική και αυτοθυσία, ξεγλύστρησε μέσα στη νύχτα μαζί με τις υπηρέτριες της για να παραλαβή το σώμα και το ενταφίαση. Και ο Θεός ήθελε και βρήκε κοιμισμένους τους φύλακες. Το παρέλαβε λοιπόν το λείψανο το άλειψε με μύρα και το ενταφίασε σε επίσημο τόπο.

Η ίδια δε από φιλάνθρωπα προς τους στρατιώτες αισθήματα διακατεχομένη, για να μη αποκεφαλισθούν από τον τύραννο Νουμέριο, παρουσιάσθη και τους είπε: «ω φίλοι, εγώ επήρα το λείψανον οπού εχάσατε όταν εκοιμάσθε» και βέβαια η αγία εμαρτύρησε και ενταφιάσθηκε σε τάφο δίπλα στον τάφο του μάρτυρος αγίου Ισιδώρου.

Το τίμιο λείψανο του άγιου μεταφέρθηκε το 1125 στη Βενετία, άλλα «ευδοκία Κυρίου» πάλιν επανήλθε στη Χίο το 1967 όχι βεβαία ολόκληρο, αλλά ένα μεγάλο τμήμα αυτού, με ενέργειες του τότε τοποτηρητού της Χίου Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. Ιακώβου του Β΄.

Αδελφοί μου, ο Ιερός Υμνογράφος στους δυο στίχους του συναξαρίου λέγει επιγραμματικά, «έσαινεν Ισίδωρον ελπίς του στέφους και προς τομήν ήπειγεν, εξ ης το στέφος».

Η ελπίδα του στεφάνου της νίκης, της μακαριότητος του παραδείσου και της μελλούσης δόξης έδιναν φτερά στην αλύγιστη ψυχή του μεγαλομάρτυρας Ισιδώρου, γι΄ αυτό και έσπευδε στο μαρτύριο και δεχόταν το ξίφος του δημίου για να απολαβή το στέφανο.

Λοιπόν, όντως, καθώς είπε και ο μέγας των εθνών Απόστολος, «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς».

Το σώμα μας ας το τυραννίσουν, το βίος μας ας το μοιράσουν, το όνομά μας ας «εκβάλουν ως πονηρόν», την υπόληψί μας ας την μισήσουν όλα να τα υπομείνωμε, μόνο το Χριστό να κερδίσωμε.

Τι ημπορεί να αντιστάθμιση τον παράδεισο; ποιο πράγμα ημπορεί να παραβληθή προς το ύψιστο αγαθό πού είναι, ο Θεός; Κανένα. Λοιπόν, ας τα θυσιάσωμε όλα, για να κερδίσωμε το Θεό. Αμήν.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel