Ζωηφόρος

Από τα θαύματα του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη,

Από τα θαύματα του Αγίου Νικολάου

του Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη

από το βιβλίο του «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥΣ», 

Θεσσαλονίκη 2003

***

Η προσβολή της εορτής του Αγίου Νικολάου

.

Μια χριστιανή είχε χηρέψει και προσπαθούσε μόνη της να αντιμετω­πίσει τις εργασίες της και τις διάφορες ανάγκες της. Μόνο πού λη­σμόνησε πώς ήταν χριστιανή και είχε υποχρεώσεις προς τον Θεό και τους διαφόρους αγίους της Εκκλησίας μας, οι όποιοι μας συμπαραστέκονται στις δυσκολίες μας. Και αυτός ο Κύριος είπε, ότι ο άνθρωπος δε θα ζή­σει μόνο με ψωμί, γιατί δεν είναι μόνο κοιλία και έντερα, τα όποια πρέπει να πληρώσουμε, αλλά και με δώρα του Θεού, με τα όποια Τον δοξάζουμε. Και τότε έρχεται Εκείνος και αγιάζει το σώμα κάνοντας το κατοικία Του.

Έτσι, η χριστιανή αυτή, αντί να πλυθεί και ετοιμασθεί να πάει στην εκκλησία, να τιμήσει την εορτή του αγίου Νικολάου και να επικαλεσθεί τη χάρη του, άρχισε τις καθημερινές εργασίες, πού δεν τελειώνουν ποτέ, και αντιμετώπιζε τη μεγάλη αυτή μέρα σαν μια κοινή και καθημερινή.

Όταν σε λίγο άδειασε η γειτονιά από τους χριστιανούς, οι όποιοι με μία καρδιά είχαν κατευθυνθεί στον πανηγυρίζοντα ναό του αγίου Νικολάου, τότε, η αδιάφορη αύτη γυναίκα, δέχθηκε στην αυλή της την απροσδόκητη επίσκεψη τριών ανδρών, οι όποιοι φορούσαν λευκά ρούχα, τα ρούχα της αγνότητας, της καθαρότητας και της αγγελικής ζωής. Μπροστά προχώρησε ένας γέροντας σεμνός και λίγο πίσω ακολουθούσαν δυο λαμπροί νέοι. Ο γέροντας πλησίασε και ρώτησε τη γυναίκα:

—Σήμερα, γιατί δεν πήγες στην εκκλησία να τιμήσεις τη μνήμη του Αγίου; Εσύ δεν είσαι χριστιανή και δεν τιμάς τους προστάτες των ανθρώ­πων;

Η γυναίκα προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λέγοντας:

—Είμαι χήρα και δεν μπορούσα να πάω. Όλες τις δουλειές πρέπει να τις κάνω εγώ.

Τότε ο σεβάσμιος γέροντας γύρισε το πρόσωπο του προς τους δύο ευσταλείς νέους και, θυμωμένος, τους διέταξε να γκρεμίσουν το σπίτι. Σ' ένα λεπτό και με θαυμαστό τρόπο το σπίτι έγινε ένας σωρός από πέτρες, κεραμίδια και ξύλα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της γυναίκας, η ο­ποία στεκόταν σαστισμένη και αμήχανη, αγνοώντας τι να κάνει. Στη συ­νέχεια ένα αόρατο και στιβαρό χέρι την άρπαξε και την πέταξε έξω από την αυλή της, στο δρόμο.

Εκεί την βρήκαν οι γειτόνισσες της όταν επέστρεψαν από την πανηγυρική λειτουργία. Επειδή δεν είχε σπίτι τη μεταφέρανε σ' ένα σπίτι φιλικό.

Για πολλούς μήνες δεν επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο, για τον ό­ποιο ήταν νεκρή. Επίσης είχε τα μάτια κλειστά και το στόμα της και δεν έτρωγε τίποτα. Τα χέρια και τα πόδια ήσαν παράλυτα, και γενικά ζούσε σ' ένα κόσμο δικό της και άγνωστο για μας.

Πέρασε ο χειμώνας και την άφησε σ' αυτή τη θλιβερή κατάσταση. Ήλ­θε και η άνοιξη με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Την Μεγάλη Εβδομάδα την πήραν οι χριστιανοί και την πήγαν στο ναό του αγίου Νικολάου. Μετά από πολλές προσευχές πού έκαναν οι φίλες της άνοιξε τα μάτια της και ζήτησε φαγητό. Όταν έφαγε, στερέωσαν τα άκρα της (χέρια και πόδια) και άρχισε να τα κινεί. Πολύ γρήγορα έγινε καλά. Μόνο το δεξί της χέρι έμενε παράλυτο, για να έχει μπροστά της την αμαρτία της.

Σηκώθηκε και μόνη της πήγε στον Άγιο, στον όποιο ταπεινώθηκε, προ­σευχήθηκε και τον παρακάλεσε να συγχωρήσει την αμαρτία της.

Την ημέρα της Κοίμησης της Παναγίας(15 Αυγούστου), μετά το Ευαγ­γέλιο της λειτουργίας, το λουρί, πού κρατούσε το ξεραμένο χέρι της, ξαφνικά κόπηκε από θεία δύναμη και σαστισμένη έβλεπε τα δάχτυλα του χεριού της να κινούνται. Είχε αποκατασταθεί και αυτό.

Σήκωσε τότε τα χέρια της στον ουρανό, για να δοξάσει τον Θεό και να ευχαριστήσει το σωτήρα της άγιο Νικόλαο.

Το θαύμα αυτό πραγματοποιήθηκε στο ναό του αγίου Νικολάου στο Κίεβο.

***

Τα Οψώνια της αμαρτίας θάνατος (Ρωμ. 6,23).

Ήταν Τετάρτη του Θωμά, όταν ακόμα οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρούμενα, για να αναγγείλουν την ανάσταση του Κυρίου και τον ερχομό της άνοιξης. Και η Εκκλησία ψάλλει: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» (Τώρα όλα γέμισαν από φως με την ανάσταση του Κυρίου, και ο ουρανός και η γη και τα βάθη του άδη). Μόνο στην καρδιά τεσσάρων ρέμπελων δεν μπόρεσε το φως του Κυρίου να εισχωρήσει, γι' αυτό έμεναν στο σκοτάδι. Αυτό το βράδυ διάλεξαν για να διαρρήξουν την εκκλησία του αγίου Νικολάου «στα νερά». Αφού έσπασαν την πόρτα του ναού, άρχισαν να καταστρέφουν ό,τι εύρισκαν μέσα στο ναό. Αφού πήρανε όλα τα χρήματα του ναού, τα αφιερώματα των χριστιανών, αναχώρησαν. Μόνο το στεφάνι του σταυρωμένου Χριστού δεν πείραξαν όπως και την πρώτη φορά. Τώρα, αυτή ήταν η δεύτερη φορά πού έκλεβαν το ναό οι ιερόσυλοι.

Όλα τα είδε ο Άγιος από τον καθαρό τόπο της παρουσίας του στον ουρανό. Δεν τους συγχώρησε όμως, όπως την πρώτη φορά. Τώρα κατέβηκε οργισμένος από τους ουρανούς.

Ύστερα από λίγες μέρες ο αδελφός ενός από τους κλέφτες, κάτω από το βάρος του έλεγχου της συνείδησης του και της ιερόσυλης πράξης του, πήγε στον πνευματικό του, για να τον αναπαύσει και τον απαλλάξει από τους εφιάλτες πού έβλεπε κάθε νύχτα στον ύπνο του και δεν τον άφηναν να ησυχάσει.

Ο δεύτερος κλέφτης, από τη νύχτα της κλοπής και της επιστροφής του στο σπίτι με τα κλοπιμαία, έπεσε σε μεγάλη μελαγχολία και άρχισε να ουρλιάζει, σαν λύκος στις παγωμένες νύχτες της Σιβηρίας, και να τρέχει στα χωράφια. Τον είχε κυριέψει ο διάβολος τώρα και έκανε ό,τι τον διέταζε. Κάποια μέρα, πού γύρισε στο σπίτι του, ελεγχόμενος από τη συνείδηση του, κρεμάστηκε μέσα στο δωμάτιο του, όπως ο Ιούδας σε κλαδί δένδρου.

Την άλλη μέρα το πρωί ο τρίτος κλέφτης πήγε να οργώσει το χωράφι του. Άλλα καθώς ήταν γεμάτη η σκέψη του, η καρδιά του, όλη η ύπαρξη του από το έγκλημα πού είχε κάνει, να κλέψει και να καταστρέψει ό,τι υπήρχε στο ναό του Αγίου, και πάντα είχε εμπρός του την αμαρτία του, απορροφημένος τελείως από το λάθος του μπήκε στο χωράφι του γείτονα του και άρχισε να το οργώνει, αντί να πάει στο δικό του χωράφι. Ήρθε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού, έγινε παρεξήγηση και στη διαμάχη ο ιδιοκτήτης σκότωσε τον ιερόσυλο.

 Ύστερα από λίγες μέρες ο τέταρτος κλέφτης πιάστηκε από τους ανθρώπους του νόμου έξω από τη Μόσχα και τον σκότωσαν.

Σωστά λέει ο Απόστολος Παύλος, πώς αυτός πού διαπράττει την αμαρτία λαμβάνει, ως αμοιβή, τον θάνατο: «τα οψώνια της αμαρτίας Θάνατος» (Ρωμ. 6, 23).

Τον μοναδικό μάρτυρα πού έζησε, τον πήρε ο εξομολόγος και μάζεψαν όσα είχαν πάρει από το ναό και τα επέστρεψαν πίσω στον άγιο Νικόλαο, οπού και ανήκαν.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel