Logo
Print this page

«Θεσσαλονίκης εγκώμιον», του Κων. Δεληγιάννη,

«Θεσσαλονίκης εγκώμιον»

Η πρώτη εμφάνιση της τιμής του αγίου Δημητρίου,

η Καταφυγὴ του πρώτου Οικίσκου

και τα «Μαρτυρολόγια» των Ανωνύμων

του Κων. Δεληγιάννη


Ομοτίμου Καθηγητού Βυζαντινής Αρχαιολογίας

Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 21/10/2011

Ὁ Ὀκτώβριος εἶναι ὁ μήνας τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ Πολιούχου της. Ὅταν τὸ 315 π.Χ. ὁ βασιλιὰς τῆς Μακεδονίας Κάσσανδρος ἵδρυσε τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τότε, ὅτι ἡ νέα πόλη, ποὺ τὴ σκεπτόταν σὰν ἐπίνειο τῆς δικῆς του πρωτεύουσας, τῆς Πέλλας, θὰ γινόταν λίγο ἀργότερα ὁ ἐπικίνδυνος ἀνταγωνιστὴς καὶ ἡ συμπρωτεύουσα τοῦ βασιλείου του, ὅπως ἔγινε στὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ δεύτερη σὲ σημασία πόλη τῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἡ συμπρωτεύουσά της, μᾶλλον ἡ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Ρωμιοσύνης. Τὸ ἐπιχείρημα τὸ συνθέτουν λόγοι ἱστορικοί, θρησκευτικοί, γεωγραφικοί, ἐθνολογικοί. Ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ποὺ ἔσπειρε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπέδωσε πλουσιότατο καρπό. «Τύπους –γράφει ὁ ἅγιος Παῦλος– γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς, καταστήσατε τοὺς ἑαυτοὺς σας εἰς ὅλους τούς πιστεύοντας εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ εἰς τὴν Ἀχαΐαν ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε τόπον ἔχει ἐξέλθει ἡ πίστις σας πρὸς τὸν Θεὸν» (πρὸς Θεσ. Α´ στ. 7-9).

Ἡ Θεσσαλονίκη ὑπῆρξε ἡ Ὡραία Πύλη, διὰ τῆς ὁποίας εἰσῆλθε ὁ χριστιανισμὸς θριαμβευτικὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη. Οἱ καρποὶ τοῦ Παυλείου κηρύγματος ὑπῆρξαν εὔχυμοι καὶ πλούσιοι. Ὁ ἀξιοθαύμαστος ἅγιος Δημήτριος εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πρόσφερε τὸ τίμιο αἷμα του γιὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ χριστιανισμοῦ. Πασίγνωστα τά τοῦ βίου του, ἐμεῖς θὰ ἐπικεντρώσουμε τὶς παρατηρήσεις μας στὴ γενέτειρα πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν «Ὀρθόδοξη Πόλη», γιατί εἶναι ἡ μόνη πόλη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ ἔλαβε μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων καὶ κυρίως κατὰ τὸν μεσαίωνα αὐτὴ τὴν προσωνυμία, ὅπως τονίζει ἐπανειλημμένα ὁ Ἰωάννης Καμενιάτης. «Αὐτὴ διατήρησε μέχρι τέλους τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καθαρὰν καὶ ἀκίβδηλον». Ὁ Δημήτριος Κυδώνης, Ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος, ὁ Ἰ. Ἀναγνώστου, τονίζουν «τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν ἀρετὴν τῆς θεοφρουρήτου πόλεως, ποὺ ὑπερέχει πᾶσαν ἄλλην πόλιν». Ἡ Θεσσαλονίκη στὶς ἄγριες εἰκονομαχικὲς ἐπιθέσεις καὶ διώξεις τοῦ Η´ καὶ Θ´ αἰώνα ἀντέστη σθεναρά. Ἀκολούθησε τὸν μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ ἄνδρα Θεόδωρο Στουδίτη καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωσήφ, ποὺ ἔγινε τὸ 807 ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης – τὸν ἐπισκεπτόταν τακτικὰ ὁ ἀδελφός του Θεόδωρος- τιμώντας καὶ προσκυνώντας τὰ ἅγια λείψανα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἦταν «ἡ δόξα καὶ ἡ ὑπερηφάνειά της». «Πηγὴ ἀκένωτος, ἀστείρευτος θείων μύρων, ἰατρικῶν φαρμάκων ἐναργέστερον» (Ἰσίδωρος Θεσσαλονίκης, ἐγκώμια στὸν ἅγιο Δημήτριο). Καὶ ὅταν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἅρπαγες Λατῖνοι κατέλυσαν τὸ 1204 τὸ βυζαντινὸ κράτος καὶ τὴ Θεσσαλονίκη, λεηλάτησαν τὸν λατρευτικὸ χῶρο καὶ τὸ «Μαρτύριο κάτωθεν τοῦ ἱ. ναοῦ ὃς τὸ ἱερὸν εἶχε τοῦ μάρτυρος σῶμα», «ἱεροσυλοῦντες τὸ ἐκ τῆς σοροῦ τοῦ μεγαλομάρτυρος, ἀναδυόμενον μύρον, καδίοις ἀρυόμενοι, ταῖς τῶν ἰχθύων λοπάσιν ἐνέχεον καὶ τὸ τοῦ ποδὸς σκύτος ταῖς μυραλοιφαῖς ἐλίπαινον καί… ἀσώτως ἐκέχρηντο» (Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Τὰ παραλειπόμενα, τόμ. Γ΄, ἔκδ. Λειψ. σ. 235). Ἀργότερα ὁ ἕτερος μεγάλος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὴν ὀργὴ του κατὰ τῶν ἐμπαθῶν Λατίνων, ποὺ ἄφησαν τὴν πόλη ἀπροετοίμαστη, ἐνῶ μποροῦσαν, καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμὲς τῆς μάχης ἀνεχώρησαν μὲ τὰ καράβια γιὰ τὶς πατρίδες τους, ἐγκαταλείποντας τὴν Θεσσαλονίκη στοὺς βαρβάρους Τούρκους.

Ποιὰ εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς γενέθλιας πόλης τοῦ συντάκτη τοῦ σημερινοῦ σημειώματος; Ὡς τὸ κατ΄ ἐξοχὴν ἀρχιτεκτονικὸ σύμβολο τῆς Θεσσαλονίκης θεωρεῖται καὶ εἶναι ὁ Ἱερὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Ἡ πρώτη καταφυγὴ Βασιλική τῆς συμπρωτεύουσας πού, κατὰ τὴν ἵδρυσή της, χρησιμοποιήθηκαν καὶ κτιστὰ κτίσματα τοῦ ρωμαϊκοῦ λουτροῦ πράγμα ποὺ ὑποδηλώνει, κατὰ

τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Γ. Σωτηρίου1, τὸν ἀρχαιότερο λατρευτικὸ τόπο, ὡς Μαρτύριο στὴν περιοχὴ αὐτὴ τῆς Μεσογείου «ὃς τὸ ἱερὸν εἶχε τοῦ μάρτυρος σῶμα». Εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής, ὅταν ὑποστήριζε ὅτι πολὺ ἐνωρίτερα τὸν πρώιμο 4ο αἰώνα ἔχουμε τὴν πρώτη «Βασιλική». Πρὶν ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Λεοντίου ὑπῆρχε «ὁ σεβάσμιος σηκός, βασιλικὴ μικρή, ὃς τὸ ἱερὸν εἶχε τοῦ μάρτυρος σῶμα». Ἡ λατρεία καὶ τιμὴ γιὰ τὸν ἅγιο ἀρχίζει δηλαδὴ ἀπὸ τὴν κωνσταντίνεια ἀκόμη ἐποχή, ὅπως μᾶς ἐπιβάλλουν νὰ δεχθοῦμε τὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες κάτωθεν τῆς βασιλικῆς καὶ ἡ συγκροτημένη εἰκονογραφία συνθέσεων τοῦ Ἁγίου στὸ ναό του, πείθουν γιὰ τὸν τόπο τῆς γέννησής του, τὴν ἰδιότητά του ὡς ἀνωτάτου ἀξιωματούχου τοῦ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου. Τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ οἱ ἁγιολογικὲς πηγὲς «Μαρτύριο καὶ Θαύματα»2. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ ἱστορία τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγ. Δημητρίου εἶναι καὶ ἡ ἱστορία, ἀπὸ τοὺς πρώτους πυκνοὺς χριστιανικοὺς χρόνους, τῆς Θεσσαλονίκης.

Ἡ Θεσσαλονίκη ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει ὁ συγκοινωνιακὸς κόμβος ποὺ ἕνωνε τὴν ἐκτενῆ ἐνδοχώρα της, μὲ τὸν κόσμο τοῦ Αἰγαίου καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ἐγνατία Ὁδὸς ποὺ ἀρχικὰ σὰν στρατιωτικὸς δρόμος τῶν Ρωμαίων συνέδεσε ἀπὸ τὸν 2ο αἰ. π.Χ. τὴν Ἀδριατικὴ καὶ τὴν Μακεδονία, τὸ Αἰγαῖο καὶ τὶς πόλεις τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀνατολῆς, ὑπῆρξε ὁ ἱστορικὸς ἄξονας ποὺ μετέβαλε τὴ Θεσσαλονίκη σʼ ἕνα πραγματικὸ σταυροδρόμι τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐκινοῦντο ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ δυσμάς πρὸς ἀνατολάς καὶ τανάπαλιν.

Δυστυχῶς ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ὁδό, Ἐγνατία, ποὺ χωρίζει τὴ Θεσσαλονίκη στὰ δύο καὶ σήμερα διέρχεται ἀπὸ τὶς ὑπώρειές της, κινήθηκαν ἐπιθετικὰ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὄγκοι τῶν Οὔνων, Ἀβάρων, Σλάβων, ποὺ ἄγριοι καὶ ἀχόρταγοι ἔκαψαν, λεηλάτησαν, σκότωσαν καὶ ὑποδούλωσαν τὸν προοδευτικό, φιλέορτο καὶ ὀρθόδοξο πληθυσμό της, χωρὶς νὰ ὑποληφθοῦν σὲ τίποτα τῶν διαδόχων τους Νορμανδῶν, παπικῶν καὶ Ὀθωμανῶν. Στὴν ἱερὴ αὐτὴ ἑλληνικὴ πόλη ἀναπτύχθηκαν, ἐκτός τῶν τειχῶν της, μιὰ πνευματική, ἐπιστημονικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἄνθιση, ποὺ αἰφνιδίαζε ἴσως, ἄλλους γειτονικοὺς λαούς, ποὺ τὴν ζήλευαν καὶ τὴν ζηλεύουν ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας. Εἶναι ὁ χρυσοῦς χριστιανικὸς αἰώνας στὴν ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης. Μιὰ πλειάδα λαμπρῶν ἱεραρχῶν καὶ μεγάλων διδασκάλων καὶ ἕνας εὐαίσθητος στὰ προβλήματα τοῦ δικαίου νομολόγος, ξεκίνησαν μαζὶ μὲ ἕνα πλῆθος ἱστορικῶν καὶ θεολόγων τὴν ἀδιάπτωτη ἑλληνικὴ παράδοση τοῦ σκέπτεσθαι καὶ δρᾶν ἀκριβῶς σὲ καιρούς, ὅταν ἀπειλεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος καὶ ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ κράτους. Τὰ ὀνόματα τοῦ σοφοῦ ὅσο καὶ φλογεροῦ ἐκείνου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἢ τοῦ ἐκλεκτοῦ σχολιαστοῦ τοῦ Ὁμήρου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, τοῦ Νικ. Καβάσιλα, τοῦ νομομαθοῦς Κων. Ἀρμενοπούλου πέρασαν στὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη καὶ ἱστορία. Νὰ θυμηθοῦμε καὶ ἀπὸ τὴ δική μας ἐνασχόληση, τὴν πλειάδα τῶν ὡραίων δημιουργῶν τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μαν. Πανσέληνο, τὸν Ἀστραπᾶ καὶ Καλλέργη, ποὺ τὰ ἀριστουργήματά τους κοσμοῦν ὅλο τὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων καὶ ὄχι μόνον.

Ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν βυζαντινή μας Ἀχρίδα μὲ τὴν Ἁγία Σοφία καὶ τὴν Περίβλεπτο, τὸ Πατριαρχεῖο τοῦ Πεκκίου μὲ τοὺς τρεῖς κατάγραφους ναούς του, τὴ Gracanica ἐκεῖ στὸ Pec, μέχρι τὴ Bojana, τὴ Mileseva καὶ τὴν Sopocani. Ἐκ τῆς Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ φώτισε ὅλο τὸν κόσμο τῶν Σλάβων μέχρι τὸ Novgorod τῆς Ρωσίας. Ἐκεῖ στὸ Novgorod, ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς ἀπὸ τὸν ΙΓ´ αἰώνα εἶναι πρὸς τιμὴν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Θεσσαλονικέως. Σώζονται καὶ τοιχογραφίες αὐτῆς τῆς περιόδου, κατὰ τὸν μεγάλο βυζαντινολόγο V. N. Lazaref3. Μέγιστη σημασία ὅμως γιὰ τὸ κλέος τῆς Θεσσαλονίκης εἶχαν καὶ τὰ «Δημήτρια, οἱ πανορθόδοξες χριστιανικὲς ἐκδηλώσεις» ποὺ εἶχαν καθιερωθεῖ ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα καὶ ἑξῆς στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Μᾶς πληροφοροῦν γι΄ αὐτὲς ὁ «Τιμαρίων»4, ὁ Κων. Ἀρμενόπουλος, Νικ. Γρηγορᾶς, Γρ. Παλαμᾶς, Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ ἄλλοι.

Οἱ ἑορτὲς ἄρχιζαν στὶς 20 Ὀκτωβρίου, ἐξ ἡμέρας πρὶν τὴν κύρια ἑορτή. Στὰ προεόρτια ἐτελοῦντο σὲ ὅλους τούς ναοὺς λειτουργίες, ψάλλονταν εἰδικοὶ ἐπίκαιροι ὕμνοι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ προηγεῖτο τῶν ἑορτῶν εἰκοσιπενθήμερος νηστεία ἀπὸ 1-25 Ὀκτωβρίου.

Ἀνήμερα στὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου παρίστατο ὁ Αὐτοκράτωρ καὶ οἱ ἀρχὲς μὲ τὸν Πατριάρχη.

Τὴ δεύτερη ἡμέρα χοροστατοῦσε ὁ Πανοσιολογιώτατος Μητροπολίτης μὲ συν οδεία δώδεκα

ἐπισκόπων καὶ κλήρου.

Τὴν τρίτη συμμετεῖχαν στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις οἱ μοναστικὲς κοινότητες τῆς περιοχῆς καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος, ἐνῶ τὴν τετάρτη, ὁ λαὸς καὶ οἱ ἐπισκέπτες τῆς Θεσσαλονίκης, διότι καθ΄ ὅλη τὴν περίοδο τῶν ἑορτῶν διεξήγετο μεγάλη ἐμποροπανήγυρις ἀπὸ ὅλες τὶς βαλκανικὲς ὀρθόδοξες χῶρες καὶ ὄχι μόνο. Στὴν περίοδο τῶν ἑορτῶν – γράφει ὁ Ἀρμενόπουλος5–, ἐδημιουργεῖτο μιὰ πρόσθετος πόλις.

Συνέρρεον ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, λόγιοι καὶ ρήτορες, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες ὅπου στὶς στοές, στὰ θέατρα καὶ τὰ μουσεῖα, δίνονταν παραστάσεις γιὰ τοὺς πολίτες καὶ διαλέξεις μὲ μαθήματα Φιλοσοφίας, Θεολογίας, Ρητορικῆς, Νομικῆς, Ἰατρικῆς καὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ἡ συρροὴ τόσων Ἑλλήνων καὶ ξένων σοφῶν καὶ ἁπλῶν προσκυνητῶν προήγαγε τὴν πολιτική, μορφωτικὴ καὶ παιδευτι κὴ ὡριμότητα τοῦ λαοῦ, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ τὴν πρα γματικὴ ἀδελφοσύνη τῶν λα ῶν, διό τι τὴ στήριζε ὁ Μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος.

Νὰ ποιὰ εἶναι, λοιπόν, ἡ σημασία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου Δημητρίου γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, ὅπως ἀποτυπώνεται ὄχι μόνο στὸν προφορικὸ λόγο ἀλλὰ καὶ στὰ κείμενα τῆς Βυζαντινῆς Γραμματείας. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ τόσο βαθειὰ πίστη στὸν πολιοῦχο Ἅγιο τῆς Θεσσαλονί κης καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ νὰ στηρίξουν, νὰ μεγαλύνουν καὶ νὰ περισώσουν τὴν αὐτοκρατορία τους καὶ μαζὶ μ΄ αὐτὴν καὶ τὴν Εὐρώπη ὅλη καὶ τὸν πολιτισμό της, εἶναι πολὺ φυσικό, οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες, καὶ ἰδίως οἱ Μακεδόνες, νὰ ἀναζητοῦν καὶ νὰ ξανασυναντοῦν στὴν τραχειά, δύσκολη καὶ ἀπογοητευτικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ ζοῦμε, τὸν μεγαλουργικότατο Ἅγιο καὶ ἡ συμβολὴ καὶ δύναμή του νὰ δίνει μέσα μας σάλεμα ζωῆς «σὰν σκέπη τοῦ τόπου πιὸ πλατειὰ καὶ ἀπὸ τὸν τόπο», πύρινο ὁδηγητή, κηδεμόνα καὶ ἀντιλήπτορα, ὅπως σημειώνει ὁ Γ. Ἀκροπολίτης6.

Ὑποσημειώσεις:

1. Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Ἡ βασιλική τοῦ Ἁγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Ἀθῆναι 1952 καὶ ἑξῆς.

2. Migne, P.G. 116, 1173 καὶ 1185 καὶ Ἡ. Delahaye, Les legendes grecques de saints Militaires, Paris 1909, 107 καὶ ἑξῆς.

3. V. N. Lazaref, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης (Ρωσ.), σελ. 82, Μόσχα 1952.

4. Τιμαρίων, Elissen A., Amalekten der mittel und neugriechischen hitteratur, Leiprig 1860

τόμ. 4 καὶ Β. Λαούρδα, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἀκριβὴς διάταξις τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, 1956, σελ. 328.

5. S. Rancinau, Byzantine and Helene in the fourteenth century, τόμ. Ἀρμενόπουλου, Ε. Σχ. Νόμ. καὶ Οἰκ. Ἐπισκ. Παν. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 6(1952), σ. 21-31.

6. Γ. Ἀκροπολίτης, Χρονικὴ Συγγραφή, τόμ. Ι, ἔκδ. Hessenberg, Lipsiae 1903, σελ. 81-82.

Zoiforos.GR

Latest from Zoiforos.GR

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR