Logo
Print this page

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Γ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ

(Λουκ. 7, 11-16)

Ποιόν προτιμᾶς νά πιστεύσεις;

 

            Λέει μιά ἀρχαία ἱστορία, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος συνάντησε στό δρόμο ἕνα παληό του φίλο. Βλέποντάς τον, φώναξε μέ ἀπορία:

            -Μά τί γίνεται; Ἔμαθα πώς πέθανες.

            -Δέν βλέπεις ὅτι ζῶ; Τοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.

            -Ἀδύνατον νά πεισθῶ, τοῦ λέει ὁ πρῶτος. Ἐκεῖνος πού μοῦ εἶπε ὅτι  ἔχεις πεθάνει, εἶναι πιό καλός ἄνθρωπος ἀπό σένα καί λέει τήν ἀλήθεια πιό πολύ ἀπό σένα. Δέν μπορῶ νά μήν τόν πιστεύσω.

            Ἀναφέρουν αὐτή τήν ἱστορία οἱ ἀρχαῖοι, γιά νά δείξουν ὅτι μερικοί ἄνθρωποι ἔχουν μιά ἀδικαιολόγητη ἐπιπολαιότητα:

            Πιστεύουν πιό πολύ ἕναν ἄνθρωπο καί τά λόγια του, ἀπό ἐκεῖνο πού βλέπουν μπροστά τους. Καί πού εἶναι ἡ ἀλήθεια.

            Σήμερα εἴμαστε πολύ εὔπιστοι καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη, γνῶμες ἀνθρώπων πού παρουσιάζονται μέ τόν τίτλο τοῦ ἐπιστήμονα ἤ τοῦ σοφοῦ. Καί λένε γιά παράδειγμα:

            -Θεός δέν ὑπάρχει. Ἀνάσταση μήν περιμένεις. Γίνονται τέτοια πράγματα;

            Ὅμως ἔρχονται στή ζωή περιστάσεις πού ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι δέν πιστεύουν αὐτά πού λένε.

            Τό Εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς εἶπε ὅτι στήν πόλη Ναΐν, εἶχε πεθάνει ἕνα νεαρό παιδί. Καί τό κήδευαν. Πολλοί ἀπό τούς συμπατριῶτες του, ἦταν στή νεκρική πομπή πού κατευθυνόταν στό κοιμητήριο. Σέ ἕνα σημεῖο τούς συνάντησε ὁ Χριστός. Εἶδε τήν μητέρα τοῦ νεκροῦ πού ἔκλαιγε τήν λυπήθηκε καί τήν συμπόνεσε. Πλησίασε, ἀκούμπησε τό χέρι του στό φέρετρο καί φώναξε στό παιδί:

            -Νεαρέ μου, σήκω. Ἐγώ στό λέω.

            Καί τό παιδί ἀναστήθηκε.

            Θά πεῖ κανείς:

            -Γίνονται τέτοια πράγματα; Ἀνασταίνονται οἱ νεκροί;

            -Ἅμα εἶσαι μπλοκαρισμένος στίς ἰδέες σου καί στά λόγια πού κάποιοι σοῦ εἶπαν, τό λές καί σύ ὅτι δέν ἀνασταίνεται κανείς. Ἄν ὅμως ἤσουν παρών ἐκεῖ, στή Ναΐν καί ἔβλεπες τόν Χριστό νά κάνει τό θαῦμα τί θά ἔλεγες;

            Ὅταν θέλει ὁ Θεός καί διατάζει, ἀνασταίνονται οἱ νεκροί. Σηκώνονται ἀπό τόν τάφο.

            Τό θαῦμα τό εἶδαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί τόσος κόσμος πού ἦταν ἐκεῖ μέ τά ἴδια τους τά μάτια. Ἐσύ πού στηρίζεσαι καί λές ὅτι δέν ἀνασταίνονται; Σέ λόγια πού ἄκουσες σήμερα ἀπό κάποιους; Τά ξέρουν καλύτερα αὐτοί;

            Μήπως εἶσαι σάν τόν ἄνθρωπο πού ἔβλεπε μπροστά του τόν φίλο του καί δέν πίστευε στά μάτια του, γιατί κάπου εἶχε ἀκούσει ὅτι ἦταν πεθαμένος; Καί τό τεκμηρίωνε λέγοντας:

            «Ἐκεῖνος πού μοῦ εἶπε πῶς πέθανες ἦταν πιό ἀξιόπιστος ἀπό ἐσένα».

            Τό ἐρώτημά μας εἶναι: Ὅταν λέμε, δέν ἀνασταίνονται οἱ νεκροί, ποιός κάνει τό λάθος; Ἐγώ πού τό λέω ἤ ὁ Θεός πού μοῦ ἀποδεικνύει ὅτι κάνω λάθος; Πῶς τό ἀποδεικνύει; Ἀνασταίνοντας τό νεαρό παιδί τῆς χήρας τῆς Ναΐν, τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου, τόν Λάζαρο καί πάνω ἀπό ὅλα τόν ἑαυτό του ἀπό τόν τάφο μέ τήν ἁγία καί ἔνδοξη Ἀνάστασή του.

            Ποιός λοιπόν κάνει τό λάθος;

            Δέν ἀξίζει τόν κόπο νά διερωτηθῶ καί νά πῶ: «μήπως τελικά ἐγώ δέν πάω καλά»;

            Καί νά σκεφτῶ: «Ἅμα ἕνας ἄνθρωπος δέν εἶναι καλά, στό πόδι, στό κεφάλι, στό χέρι, σέ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος τοῦ σώματός του, λίγο τό κακό. Ἀλλά ἅμα δέν πηγαίνει καλά στά μυαλά... Ἔ, τότε τό κακό εἶναι μεγάλο».

Θά μᾶς ξεχάσουν οἱ ἄνθρωποι

            Ἔχομε λοιπόν μπροστά μας, τήν ἀνάσταση ἑνός νεαροῦ παιδιοῦ. Ἀναστήθηκε, ἔζησε κάμποσα χρόνια καί πέθανε. Ὅπως πεθαίνομε ὅλοι.

            Καί λοιπόν τί ἔγινε μέ ἐκείνη τήν ἀνάσταση;

            Θά λέγαμε, δέν ἔγινε τίποτε τό σπουδαῖο. Ἀφοῦ πάλι πέθανε.

            Ὅμως ἔγινε κάτι πολύ σοβαρό. Αὐτή τήν ἀνάσταση τήν ἔκανε ὁ Χριστός. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά μᾶς δύναμη. Εἶναι σημεῖο. Εἶναι ἕνα γεγονός, πού δείχνει στήν πράξη ὅτι ὁ Θεός φροντίζει γιά μᾶς. Ὅτι ἦλθε κοντά μας, γιά νά μᾶς δώσει σωτηρία. Ὅτι ὁ Θεός διορθώνει τά λάθη μας καί τά παθήματά μας. Καί τόν θάνατο διορθώνει. Καί τά μυαλά μας.

            Τό «σημεῖο» αὐτό, τῆς ἀνάστασης τοῦ γυιοῦ τῆς χήρας, μᾶς λέει: «Τό ὡραιότερο καί τό πιό ὑπεύθυνο πράγμα στόν κόσμο εἶναι νά ἔχεις σωστή σχέση μέ τόν Θεό. Μέ τήν πίστη στόν Χριστό. Ἀποτέλεσμα θά εἶναι ἡ σωτηρία. Διάκοψες καί διακόπτεις τήν σχέση σου μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία; Λάθος κάνεις. Ἡ ζημία εἶναι δική σου. Ἄς πηγαίνεις καμιά φορά γιά τά μάτια τοῦ κόσμου σέ κηδεῖες καί σέ μνημόσυνα.

            Μά γιατί τήν διακόπτεις τήν ἐπικοινωνία σου μέ τόν Θεό;

            Ἀπάντηση: Ἐμένα ἔτσι μοῦ ἀρέσει. Θέλω τήν ἀνέμελη ζωή. Νά μή κάθομαι νά πολυσκέπτομαι τά μετά θάνατον. Μοῦ ἀρέσει νά γλεντάω, νά νά τρώω, νά πίνω, πηγαίνω ὅπου θέλω, ὅπως θέλω.

            Ἄν σκεπτόμαστε ἔτσι, ἄς ἀρχίσομε μέ τό ἐρώτημα:

            -Μήπως κάνω λάθος; Μήπως τό λάθος αὐτό εἶναι τό χειρότερο λάθος στόν κόσμο; Γιατί κάποια στιγμή ἔρχεται ἕνα γεγονός πού δίνει τέρμα σέ ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς ἀρέσουν. Καί φανερώνει ὅτι ὅποιος βασιζόταν στά ἐπίγεια ἦταν ἕνας ἀνόητος.

            Ἄς ποῦμε ὅτι ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος χρόνια πολλά. Πέστε ὅτι στά νειάτα του ἦταν ἕνας λεβέντης. Ἕνας μεγάλος ἀθλητής πού κλώτσαγε τό τόπι στά γήπεδα. Καί ὅπως μερικοί ἀπό αὐτούς ἔπαιζε μέ ἑκατομμύρια. Καί εἶχε τήν τσέπη του γεμάτη.

            Ἤ πέστε ὅτι δέν ἦταν νέος καί ἀθλητής, ἀλλά ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος μέ ἐμπόρια καί δραστηριότητες πού γέμιζε τίς τσέπες του, τό σπίτι του καί τίς καταθέσεις του. Καί εἶχε τήν δυνατότητα νά κάνει ὅτι θέλει, νά περάσει ὅπως θέλει. Καί περνοῦσε ὅπως ἤθελε τή ζωή του. Τί σπουδαῖο ἔγινε; Ἔστω καί ἄν μιλοῦσαν γι' αὐτόν τά μέσα ἐνημερώσεως καί εἶχε ὄνομα μεγάλο καί πολλοί τόν θαύμαζαν καί τοῦ ἔλεγαν: «Μπράβο, μπράβο! Εἶσαι ἐπιτυχημένος ἄνθρωπος».

            Ἀλλά νά, ἦρθε ἡ ὥρα καί πέθανε. Ἔφυγε ἀπό αὐτό τόν κόσμο.

            Πέρασαν λίγα χρόνια καί τόν ξέχασαν ὅλοι.

            Ὅπως ὅλους μας, μᾶς ξεχνᾶνε ὅλοι.*

            Μετά; Μετά ἀδελφοί μου μένει ὁ Θεός. Μόνο ὁ Θεός. Καί ἐκτός ἀπό τόν Θεό, λέει ἡ Ἁγία Γραφή,  μένει καί ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀγάπησε τόν Θεό καί τό θέλημά του. Αὐτός μένει γιά τήν αἰώνια ζωή κοντά στό Θεό.

            Ὅταν λοιπόν κάποιος δέν φρόντιζε ἐδῶ γιά τήν αἰώνια ζωή, λάθος κάνει, μεγάλο λάθος. Τί πέτυχε στή ζωή του;

            Ἀνθρώπινα, πέτυχε  πολλά καί μεγάλα πράγματα. Ἀλλά σέ τελική ἀνάλυση, ὅτι δέν περνάει στήν αἰώνια ζωή, εἶναι ἕνα μηδενικό.

            Ἔφαγες, ἤπιες; Ἀφοῦ δέν περνάει στήν αἰώνια ζωή τίποτε, τίποτε δέν ἔκανες. Μετά τόν θάνατο φεύγουν ὅλα καί μένει μόνο ὁ ἄνθρωπος καί  τά καλά του ἔργα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τί κι ἄν ἦταν ἀθλητής, τί κι ἄν ἦταν πλούσιος, τί κι ἄν ἦταν ἔξυπνος.

            Ποιός λοιπόν κάνει λάθος στίς ἀξιολογήσεις;

            Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤ ἐμεῖς;

            Καί τί λάθος!

            Λάθος πού θά τό βροῦμε μπροστά μας τήν ἡμερα τῆς δευτέρας Παρουσίας. Κάποιοι θά ἀκούσουν: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην Βασιλείαν...», καί  κάποιοι ἄλλοι θά ἀκούσουν: «Πορεύεσθε ἀπ'  ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον...».

            Τί σημασία μποροῦν νά ἔχουν ὅλα τά ἄλλα πού τόσο μᾶς γοητεύουν;

«Νῦν εὐπλόηκα ὅτε νεναυάγηκα»

            Ἀναφέρεται στό βιβλιαράκι «ΓΟΗΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ».*

            Ἕνας νεαρός 18 χρονῶν πῆγε μέ κάποιον συνομήλικό του καί διασκέδασαν νεανικά. Ἔφαγαν, ἤπιαν, μέθυσαν καί τελικά ἦλθαν στά χέρια. Καί πάνω στόν καυγά ὁ νεαρός ἔσφαξε τόν φίλο του καί φυσικά βρέθηκε στή φυλακή μέ βαρειά ποινή.

            Ἐκεῖ ξεγοητευμένος ἀπό ἐκεῖνα πού τόν ἐνθουσίαζαν θρηνεῖ καί λέει:

            «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος. Ἐκεῖνος στό χῶμα. Ἐγώ ζωντανός νεκρός. Τί μεγάλο πράγμα νά ξέρει ὁ ἄνθρωπος νά κυβερνάει τούς λογισμούς του. Καί νά μή γοητεύεται ἀπό τήν διασκέδαση καί τούς παλληκαρισμούς. Συγχώρησέ με Θεέ μου, πῆρα λάθος δρόμο. Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου ἀπ'  ἐμοῦ. Κυβέρνησε τή ζωή μου.

            Μακάρι νά διδαχθοῦμε ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ νεαροῦ καί νά μήν παίρνομε ἀποφάσεις μέ ὁδηγό τά πάθη πού γοητεύουν καί τυφλώνουν.

            Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι ξεκίνησε ἕνας μεγάλος ἔμπορος ἀπό τήν Σινώπη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, νά πάει νά πλουτήσει. Πραγματικά, τό ἐμπόριό του πῆγε πολύ καλά, ὅλα ἦλθαν κατευόδιο. Ταξίδι καλό, καί τσέπη γεμάτη.

            Ἀλλά στό γυρισμό βούλιαξαν τά καράβια του καί σώθηκε γυμνός.

            Ἀδέκαρος πιά καί ἀπελπισμένος πῆγε στήν Ἀθήνα, βρῆκε ἕνα φιλόσοφο ὁ ὁποῖος τόν ἔμαθε νά σκέπτεται «ἀνθρώπινα». Τόν βοήθησε νά καταλάβει ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι στήν κοιλιά, στή διασκέδαση, στό νταηλίκι, στίς ἐξυπνάδες καί στό ἐπίγειο φρόνημα, ἀλλά στήν ἀνθρωπιά καί στήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό.

            Καί τότε ὁ ἔμπορος διδαγμένος εἶπε τά ὡραῖα λόγια: «νῦν εὐπλόηκα ὅτε νεναυάγηκα».

            Δηλαδή: «Αὐτό τό ταξίδι μου πῆγε καλά. Τώρα πού ναυάγησα, πού τά ἔχασα ὅλα, βρῆκα τόν ἑαυτό μου. Καί ἔγινα ἄνθρωπος».

            Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος, ὥστε καί ἐμεῖς, μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά καταλάβομε τόν ἑαυτό μας, τήν ἀξία τῆς ζωῆς καί νά ρίξομε τό βάρος ὄχι στίς διασκεδάσεις, στό χρῆμα καί  στήν καλοπέραση· ἀλλά στήν προσευχή, στή νηστεία καί στήν ἐγκράτεια ὅπως τίς καθορίζουν οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας. Στά καλά ἔργα, στήν εὐσέβεια, στήν πίστη πρός τόν Χριστό καί στήν ἀναζήτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

 

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Καλαμιά στίς 19/10/2008

Related items

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR