παρόντος καὶ τοῦ Μητροπολίτη Ἰγνάτιου (25/1/2007), τὴν ὁποία ἐπεσήμανε συνεργάτις, τὴν ἀπομαγνητοφωνήσαμε, τὴν παρουσιάζουμε ὁλόκληρη καὶ ἀπερίτμητη, ὥστε νὰ κατανοηθεῖ κι ἀπὸ τὸν πιὸ ἁπλὸ καλοπροαίρετο πιστό, ποιά ἦταν ἡ γραμμὴ καὶ πορεία ποὺ εἶχε ἀρχικὰ χαραχθεῖ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὴν ἀφιερώνουμε σὲ ὅσους γνωρίζουν, ἀλλὰ ἔχουν τὸ κακὸ ἐλάττωμα νὰ ξεχνοῦν!
Ἡ ὁμιλία αὐτὴ τοῦ π. Θεοδώρου εἶναι ἀναμφισβήτητα σημαντικότατη, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐπικαλεῖται δύο φορὲς κι αὐτὸς ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς στὴν πρόσφατη ἐπιστολή–ἐγκύκλιό του πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, στὴν ὁποία ὑποβάλλει αἴτημα συκλήσεως Συνόδου μὲ σκοπὸ τὴν καταδίκη του Οἰκουμενισμοῦ.
Σ’ αὐτὴν ὁ π. Θεόδωρος μὲ τὴν χαρακτηρίζουσα αὐτὸν εὐθύτητα καὶ εὐκρίνεια σκέψεως παρουσίασε τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν τὴν Ὀρθοδοξία σήμερα καὶ ἐκάλεσε σὲ ἐπιφυλακὴ καὶ ἐπαγρύπνηση.
Σημειώνουμε συνοπτικὰ μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν ὁμιλία του καὶ στὴ συνέχεια τὴν δημοσιεύουμε ὁλόκληρη:
1. Ἀναφέρθηκε κατ’ἀρχάς, σ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Δὲν παθαίνει τίποτα ἡ Ἐκκλησία» καὶ ἀπάντησε: Ναί, ἀλλὰ κινδυνεύουν νὰ χαθοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν χαθεῖ ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ἐπικρατήσει ἡ αἵρεση. Χωρὶς τὴν [ἐναντίον π.χ. τοῦ Οἰκουμενισμοῦ] δική μας ἐνεργοποίηση, δηλαδὴ τὴ συνέργεια ποὺ εἶναι δόγμα τῆς Πίστεώς μας, ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκαταλείπει.
2. Ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη εἶναι ἕνα ἀπέραντο πνευματικὸ νεκροταφεῖο. Καὶ τὴν ὀσμὴ αὐτοῦ τοῦ θανάτου μεταφέρουν στὴ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα οἱ ἀγαπητικὲς σχέσεις, οἱ συναντήσεις μὲ τοὺς ἐκπροσώπους αὐτῶν τῶν αἱρέσεων, ποὺ τὶς ἀναγνωρίζουμε πλέον ὡς «ἐκκλησίες» καὶ προκαλοῦν σύγχυση καὶ ἀμφιβολία καὶ στὸ δικό μας εὐλογημένο λαό καὶ τὸν σπρώχνουμε πρὸς τὴν ἀπώλεια, ἀφοῦ γκρεμίσαμε τὰ ὅρια τῶν Πατέρων καὶ εἶναι εὔκολο νὰ διαβοῦν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὴν αἵρεση, ἀπὸ τὴν ζωὴν στὸ θάνατο.
3. Αἰχμάλωτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Παπισμοῦ εἶναι ὅλες σχεδὸν οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὁ Οἰκουμενισμός, αὐτὴ ἡ παναίρεση ποὺ ἐμφανίσθηκε καὶ ἀνδρώθηκε τὸν 20ο αἰῶνα, υἱοθετήθηκε κατ' ἀρχὴν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Τὸ ἐπιχείρημα, «μὴν ἀνησυχεῖτε, διπλωματικὲς κινήσεις κάνει τὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ νὰ σωθεῖ», τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνουν καὶ σήμερα πολλοί, εἶναι παντελῶς ἀνίσχυρο καὶ ἀνυπόστατο. Ἐν πρώτοις, γιατὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι διπλωμάτες, ἀλλὰ ποιμένες.
4. Ὁ π. Ἐπιφ. Θεοδωρόπουλος (τότε, ἐνημερώνει ὁ π. Θεόδωρος) μὲ αὐστηρὴ γλῶσσα ζητοῦσε ἀπὸ τὸν πατρ. Ἀθηναγόρα νὰ σταματήσει τὰ Οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα. Ὁ Ἀθηναγόρας, ὄχι μόνο δὲν ὀπισθοχώρισε, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ διάδοχοί του προχώρησαν καὶ προχωροῦν, ὅπως τὸ εἴδαμε ὅλοι κατὰ τὴν κατὰ τὴν συνάντηση Πατριάρχου καὶ Πάπα στὸ Φανάρι (30/11/06) ποὺ ἔχει πλέον ἁλωθεῖ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ ἐπηρεάζει καὶ τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ ἔχουν βέβαια ξεχωριστὰ τὴν εὐθύνη τους ὡς αὐτοκέφαλες. [σ.σ. Δυστυχῶς δὲν δόθηκε ἡ πρέπουσα βαρύτητα στὴν μνημόνευση τοῦ Πάπα στὴ συγκεκριμένη Θ. Λειτουργία, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ τοῦ Πατριάρχου ἐκφώνησαν τὸ παρακάτω Λειτουργικὸ αἴτημα γιὰ τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε μὲ ἄμφια στὴν Λειτουργία: «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ Ἁγιωτάτου ἐπισκόπου καὶ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου». Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ μορφὴ intercommunio-διακοινωνίας, Μητροπολῖτα Πειραιῶς κ. Σεραφείμ; Δὲν ἀποτελεῖ ἔμπρακτη ἀναγνώριση τοῦ Πάπα ὡς Πρώτου Ἐπισκόπου;].
5. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας (συνεχίζει ὁ π. Θεόδωρος) συνέβη κάτι τὸ ἀξιοπρόσεκτο καὶ ἀξιομίμητο: ἑνωμένος στὴν ὀρθόδοξη πίστη ὁ λαός, μὲ τὴν πλειονότητα τῶν κληρικῶν καὶ τῶν μοναχῶν, ἀνάγκασαν καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, τὸν Πατριάρχη, νὰ ἀκολουθήσει τὸν ὀρθόδοξο δρόμο! Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε.! Στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες οἱ οικουμενιστικὲς ἡγεσίες ἐλέγχουν πλήρως την κατάσταση καὶ μὲ ἀπειλές, διώξεις καὶ ἀφορισμοὺς καταπνίγουν καὶ φιμώνουν τὶς ὀρθόδοξες φωνές [αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴν Ἑλλάδα].
6. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀνατέλει κάποια ἐλπίδα γιὰ ἔξοδο καὶ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας τὸ 1997 ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ μὲ ἕνα πολὺ ἰσχυρὸ Ὑπόμνημα ποὺ ὑπέβαλε ὁ μητροπολίτης Ράσκας Ἀρτέμιος, τὴν ἀποχώρησή της ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. Δυστυχῶς, προτιμήθηκε ἡ δουλεία καὶ ἡ αἰχμαλωσία, ἡ ἀπόφαση δὲν πραγματοποιήθηκε ποτέ. [σ.σ. Καὶ σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ Ὑπομνήματος ἐξόδου ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. διώχθηκε καὶ δημιούργησε τὶς σύγχρονες κατακόμβες, ζεῖ στὴν ἴδια του τὴν πατρίδα «ἐν ἐξορίᾳ»].
7. Μέχρι τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀντιπαπικὴ καὶ ἀντι-οικουμενιστική. Ἦταν τὸ μαῦρο πρόβατο στὶς ἐκτιμήσεις τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ρυθμιστικὸς παράγων σὲ κρίσιμα καὶ ἀποφασιστικὰ ζητήματα. Μὲ τὸν Χριστόδουλο καὶ τὴν ὁμάδα του γίνεται ἀλλαγὴ πορείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Χριστόδουλος καὶ ἄλλοι Ἐπίσκοποι ἔφεραν τὸν Πάπα στὴν Ἑλλάδα. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος (Χριστόδουλος) καταλύει τὸ δόγμα, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τῆς Una Sancta, τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικής Ἐκκλησίας». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γι' αυτόν δὲν εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐκκλησίες· εἶναι καὶ ὁ Παπισμὸς Εκκλησία!
Γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ μάλιστα αὐτὴ ἡ θέση ὑποστηρίζουν, αὐτὸς καὶ οἱ ὁμόφρονές του (ὅπως ὁ Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὁ Σύρου Δωρόθεος κ.λπ.), ὅτι «ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση»· τώρα μάλιστα πιὸ τολμηρὰ καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς λατινόφρονες ἰσχυρίζονται ὅτι «δὲν εἶναι καὶ σχίσμα, εἶναι ἁπλῶς ἄλλο χριστιανικὸ δόγμα ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ἄλλα χριστιανικὰ δόγματα»!
Ἐδῶ ἀναφέρει, ὁ π. Θεόδωρος, μερικὰ παραδείγματα, ὅπως τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν πού, στὶς πρῶτες Οἰκουμενιστικὲς ἐνέργειες τοῦ Ἀθηναγόρα, διέκοψαν τὸ μνημόνευσή του, ὁ δὲ τότε Μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως, ὁ Ἀμβρόσιος, σὲ ἐπιστολή του πρὸς λατινόφρονες ἔγραψε: Κρατεῖστε ἐσεῖς τὴν ἔγκρισιν τῶν “Οἰκουμενιστῶν” «καὶ ἡμεῖς τὴν ἔγκρισιν τοῦ ἁγίου Μάρκου, τοῦ στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς δοξαζομένου».
Ὡραιότατο ἐπιχείρημα γιὰ ὅλους μας σήμερα, λέγει ὁ π. Θεόδωρος. Ἂς κρατήσουν οἱ φιλοπαπικοί, οἱ λατινόφρονες, οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἐπίσκοποι, πνευματικοί, ἱερεῖς, θεολόγοι τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς· ἐμεῖς προτιμοῦμε τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς Ἁγίους.
Τότε μάλιστα, ὁ γέρων Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος εἶχε γράψει: «Ἀμφιβάλλω, ἂν ἐν ὁλοκλήρῳ τῇ ἑλλαδικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχουσι πλείονες τῶν ἕξι ἢ ἑπτὰ φιλαθηναγορικῶν Ἐπισκόπων»! [σ.σ. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀπάντηση, μποροῦν νὰ καταλάβουν κάποιοι, πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ θέση τοῦ π. Ἐπιφάνιου σήμερα, ποὺ τὰ πράγματα ἔχουν ἀντιστραφεῖ πλήρως].
Τί νὰ ποῦμε ὅμως τώρα καὶ τί νὰ λαλήσουμε, γέροντα Ἐπιφάνιε; Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουμε νὰ θρηνοῦμε καὶ νὰ περιγράφουμε τὴν ἀθρόα μεταβολὴ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας; Ἀναφωνεῖ ὁ π. Θεόδωρος!
8. Κατόπιν, ὁ π. Θεόδωρος, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν διάβρωση τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ ἀναφέρει ἕνα περιστατικό, ὅπως –μὲ γλαφυρὸ τρόπο- τὸ ἐδιηγεῖτο ὁ ἀείμνηστος Αὐγουστῖνος Καντιώτης.
9. Ἀκολούθως θίγει τὸ θέμα τῆς ἀπόλυτης ἐξαρτήσεως τῶν ἀρχιμανδριτῶν καὶ τῶν ἐγγάμων ἐφημερίων, ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία, τὶς διαθέσεις καὶ τὴν θέληση τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν ἐπιλεκτικὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν. Ὅποτε θέλουν ἐφαρμόζουν τοὺς Κανόνες, ὅποτε θέλουν δὲν τοὺς ἐφαρμόζουν· κόπτονται ὑπὲρ τῶν Ι. Κανόνων, ἀλλ’ αὐτοὶ μποροῦν νὰ παραβιάζουν τοὺς Ι. Κανόνες, ἐκφοβίζοντες καὶ ἀπειλοῦντες τοὺς ἐνισταμένους, ἀκόμη καὶ γιὰ θέματα πίστεως.
10. Γιὰ τὶς Διαιρέσεις καὶ δισταγμοὺς τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων εἶπε: Δυστυχῶς ἔχουμε προβλήματα καὶ μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει διαιρέσεις καὶ δισταγμούς. Ὁ μαμωνᾶς τῶν χρημάτων τῆς Εὐρώπης καὶ ὁ φόβος πρὸ τῆς πλειοψηφίας τῶν Πατριαρχικῶν ἔχει παραλύσει ὅλους [σ.σ. γι’ αὐτὸ καὶ μένουν ἀπαθεῖς στὴν ἐπέλαση τοῦ Βαρθολομαίϊκου Οἰκουμενισμοῦ].
11. Ἐπεσήμανε, ἐπίσης, τὴν παντελῆ σχεδόν ἀπουσία κατηχήσεως τῶν πιστῶν σὲ θέματα πίστεως [σ.σ. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ Κατήχηση, εἶναι τὸ πρώτιστο καὶ κύριο καθῆκον τῶν Ἐπισκόπων ἐκείνων, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς].
12. Τέλος στὸν ἐπίλογο, δίνει τὶς συμβουλές του, γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε καὶ ἀναφέρεται στὸν ἀγῶνα τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν «αἰχμάλωτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἀντι-οἰκουμενιστική του δράση. Λέγει:
«Μπροστά, λοιπόν, στὸν ἐμφανῆ αὐτὸν κίνδυνο, ποὺ τώρα εἶναι σοβαρός, πολὺ σοβαρότερος ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν, τί πρέπει νὰ κάνουμε;
Ἐν πρώτοις νὰ φροντίσουμε νὰ μὴ μιανθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Νὰ μὴ ἔχουμε καμία ἐπικοινωνία μαζί τους, ὅπως συνιστοῦν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Ἐπικοινωνία ὄχι συγκυριακή, βέβαια, ἀλλὰ ἠθελημένη καὶ σχεδιασμένη... Γιὰ συμπροσευχὴ οὔτε ἡ παραμικρὴ σκέψη. Αὐτὸ τηρούσαμε ἐπί αἰῶνες...
Νὰ ἐνισχύσουμε καὶ νὰ συμπαρασταθοῦμε πρὸς τοὺς ἀγωνιστὰς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ διώκονται, τιμωροῦνται, συκοφαντοῦνται. Ἡ ἀποψινή μας παρουσία ἐδῶ ...εἶναι καὶ μία συμπαράσταση πρὸς τὸν ταλαιπωρούμενο ἀδελφὸ καὶ πατέρα, πρὸς τὸν ἀδίκως τιμωρηθέντα π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε καὶ ἐσήκωσε μόνος ἐπὶ ἔτη τὸ «βάρος τῆς ἡμέρας», τὸ βάρος τῆς ἀντιπαραθέσεως μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὰς Ἐπισκόπους. Νὰ ἀφυπνήσουμε τὸ κοιμώμενο λόγῳ ἀγνοίας ὀρθόδοξο ποίμνιο.
(Σημείωση “Πατερικῆς Παραδόσεως”: Τό τμῆμα τῆς ὁμιλίας ποὺ εἶναι μὲ μαῦρα γράμματα τὸ πήραμε ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο «Ἀκτῖνες». Τὸ ὑπόλοιπο μὲ μπλέ γράμματα τὸ ἀπομαγνητοφωνήσαμε. Κάποιες παράγραφοι ποὺ ὑπάρχουν στὴν δημοσίευση τῶν «Ἀκτίνων» δὲν ὑπῆρχαν στὴ κασέτα ποὺ ἀκούσαμε. Τὰ τοποθετήσαμε μὲ μαῦρα γράμματα στὸ τέλος. Ἴσως, ἦσαν τμήματα τῆς ὁμιλίας ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ ἐκφωνήσει ὁ π. Θεόδωρος ἢ τὰ διαμόρφωσε καταλλήλως, καὶ ἐδόθησαν πρὸς δημοσίευση στὶς «Ἀκτῖνες».
Οἱ ὑπογραμμίσεις καὶ ὅσα εἶναι μέσα σὲ ἀγκύλες [ ] εἶναι δικά μας).
Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία
«Ὁ ἀδίκως τιμωρηθεὶς π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ἐτόλμησε καὶ ἐσήκωσε μόνος ἐπὶ ἔτη τὸ «βάρος τῆς ἡμέρας», τὸ βάρος τῆς ἀντιπαραθέσεως μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὰς Ἐπισκόπους».
(π. Θεόδωρος Ζήσης)
Σεβαστέ καί ἀγαπητέ, π. Εὐθύμιε, Σεβαστοὶ Πατέρες, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Ἂν αὐτὸ εἶναι μικρὸ ποίμνιο, π. Εὐθύμιε, δὲν ξέρω πόσο θὰ ἦταν τὸ μεγάλο. Ἐμεῖς οἱ Θεσσαλονικεῖς ποὺ ἤλθαμε ἀπὸ ἐκεῖ διὰ νὰ εἴμαστε ἐδῶ μαζί σας ἀπόψε, ἐκπλησσόμεθα γι’ αὐτὴν τὴν κατάμεστη αἴθουσα, ποὺ δείχνει τὸ ἐνδιαφέρον τὸ ὁποῖον ἐκπέμπει τὸ πνευματικό σας ἔργο, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τὸ ὁποῖον ἔχουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ Βόλου, γιὰ νὰ ἐπιλύσουν πνευματικὰ θέματα.
Προβληματίστηκα πολὺ πῶς θὰ χειριστῶ
ὄντως αὐτὸ τὸ προκλητικὸ θέμα «Κινδυνεύει τώρα σοβαρὰ ἡ Ὀρθοδοξία». Εἶχα σκεφθεῖ κατ’ ἀρχήν νὰ μὴν ἑτοιμάσω γραπτὸ κείμενο, ἀλλὰ ὁ λόγος μου νὰ εἶναι ζωντανός, ἄμεσος, πηγαῖος. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια σκέφτηκα ὅτι, ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως τὸ κείμενο αὐτὸ θὰ δημοσιευθεῖ..., προέκρινα νὰ κάνω αὐτὸν τὸν κόπο, μολονότι δὲν κατόρθωσα νὰ ὁλοκληρώσω τὸ κείμενο...
Εὐχαριστοῦμε Σεβασμιώτατε... Ἔχουμε τὴν μεγάλη χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία νὰ εἶναι παρὼν ὁ Μητροπολίτης μαζί μας, καὶ ὄντως πρέπει νὰ ἐπικροτήσουμε καὶ νὰ συγχαροῦμε αὐτὴν τὴν ἐνέργεια τοῦ Σεβασμιωτάτου, γιατὶ θέλει ν’ ἀκούσει, νὰ προβληματιστεῖ κι ἐκεῖνος μαζί μας.
Όταν ομιλεί κανείς για κίνδυνο κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ως «κινδυνολόγος», ότι δηλαδή κινδυνολογεί, παρουσιάζει με λόγια τον κίνδυνο, χωρίς στην πραγματικότητα να υφίσταται. Θα ευχόμασταν πράγματι να μην υπάρχει κίνδυνος, και ας χαρακτηριζόμασταν ως «απατεώνες», «ψεύτες», «παράφρονες».
Στην σημερινή μας ομιλία με τη Χάρη του Θεού και τις πρεσβείες πολλών Αγίων, που αγωνίσθηκαν να αποτρέψουν στην εποχή τους τους κινδύνους που απειλούσαν την Αγία Ορθοδοξία μας, και ανεδείχθησαν μάρτυρες και ομολογηταί, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε σύντομα τα στοιχεία, τους λόγους, που σηματοδοτούν αυτόν τον κίνδυνο, ευκρινέστερα και καθαρώτερα από κάθε άλλη φορά στο πρόσφατο παρελθόν, και να καλέσουμε γι' αυτό σε επιφυλακή και επαγρύπνηση.
Πρὶν προχωρήσουμε σ’ αὐτὸν τὸν κεντρικό μας στόχο, εἰσαγωγικὰ θέλουμε νὰ κάνουμε μία βασική ἐπισήμανση, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ καὶ στὸν πολύ συχνὰ προβαλλόμενο ἐπιχείρημα, ἀπὸ τοὺς ἐφησυχάζοντες καὶ ἀδιαφοροῦντες. «Δὲν παθαίνει τίποτα ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι ἀήττητη, μὴ φοβᾶσθε». Ὄντως ἡ Ἐκκλησία δὲν πρόκειται νὰ καταστραφεῖ, ἀφοῦ εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἔχει κεφαλὴ τὸ Χριστό.. Ἔχουμε τὴν διαβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὅτι καὶ «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὁ κίνδυνος, ὅμως, δὲν ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θὰ ὑπάρχει εἰς τοὺς αἰῶνας, μετὰ τῆς κεφαλῆς της, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι κινδυνεύουν νὰ χαθοῦν, ὅταν χαθεῖ ἡ ὀρθὴ πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ ἐπικρατήσουν ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη. Ὅταν χαθεῖ ἡ ὀρθὴ πίστη, ὅσο ἅγιος καὶ ἐνάρετος καὶ ἂν εἶναι κανείς, δὲν σώζεται. Ἀντίθετα, μέσα στὴν ὀρθῶς πιστεύουσα, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σώζεται ἀνὰ πᾶσα στιγμή, καὶ ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός, ὅταν μετανοήσει καὶ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀντιμετωπίζεται μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση, ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὴν αἵρεση, δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ τίποτε. Ὁδηγεῖ τὸν αἱρετικὸ μὲ βεβαιότητα στὴν ἀπώλεια.
Θὰ ὑπενθυμίσω καὶ πάλι, τὸ κάνω πολὺ συχνά, γιατὶ εἶναι κλασσικὸ κομμάτι, τὴ σχετικὴ διήγηση ἀπὸ τὸν Γεροντικὸ γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ποὺ δείχνει τὴ μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ αἱρέσεως.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μεταξὺ πολῶν ἄλλων ποὺ εἶπε περὶ τῆς Πίστεως, διαβεβαίωσε τὸν ἀπ. Πέτρο ὅτι προσεύχεται γι’ αὐτὸν στὶς δύσκολες στιγμὲς πρὸ τοῦ πάθους, ὅταν ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ κλονίζετι ἡ πίστη τῶν μαθητῶν «ἵνα μὴ ἐκλείπῃ ἡ πίστις» του, ὥστε νὰ στηρίξει καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀποστέλλοντάς τους νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τοὺς καθησύχασε, «μὴ φοβᾶστε, ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσα ἐγώ, θὰ μείνει εἰς τὸν αἰῶνα, μήν ἀγωνίζεστε», ἀλλὰ παρουσίασε τοὺς πολλοὺς κινδύνους ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ συνέστησε σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴ φοβοῦνται νὰ ὁμολογοῦν τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἐνώπιον ἀρχόντων καὶ ἡγεμόνων, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ ἴδιος, στηλιτεύοντας μὲ τὰ φοβερὰ οὐαὶ τοὺ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι διέστρεφαν τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ οὔτε οἱ ἴδιοι ἐσώζοντο, οὔτε ἄφηναν τοὺς ἄλλους νὰ σωθοῦν. Ἐπεσήμανε τὸν κίνδυνον τῶν ψευδοποιμένων ποὺ προσπαθοῦν νὰ παραπλανήσουν τὸ ποίμνιο καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ μὴ ἀκούουν οἱ πιστοὶ τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν, διότι, ἐνῶ ὁ καλὸς ποιμὴν θυσιάζεται, δίνει καὶ τὴν ζωήν του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν προβάτων, ὁ μισθωτός, ὁ ἐπαγγελματίας ποιμήν, μπροστὰ στὸν κίνδυνο φεύγει καὶ ἀφήνει τοὺς λύκους, δηλαδὴ τοὺς αἱρετικούς, ν’ ἁρπάξουν καὶ νὰ σκορπίσουν τὰ πρόβατα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δὲν ἐπαναπαύθηκαν στὸ κήρυγμα αὐτὸ τῆς ἀπραξίας, «μὴ φοβᾶσθε, μὴ ἀνησυχεῖτε, ἡ Ἐκκλησία δὲν παιθαίνει τίποτε», ἀλλὰ ὅλη τους ἡ ζωή, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους, ἦταν ἕνας ἀνύστακτος, ἕνας ἀδιάκοπος, ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας νύκτα καὶ ἡμέρα γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἀλώβητη ἡ ἀληθινὴ πίστη, νὰ μὴ κατορθώσουν οἱ αἱρετικοὶ νὰ τὴν διαστρέψουν, νὰ κηρύξουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, ἄλλο Χριστὸ παραμορφωμένο καὶ προσαρμοσμένο στὶς ἐπιθυμίες τους καὶ στὰ πάθη τους. Ἔδωσαν οἱ περισσότεροι καὶ τὴ ζωή τους, ἔγιναν μάρτυρες γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν Ἁγία, μεγάλοι ὁμολογηταὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας, διωκόμενοι, ὑβριζόμενοι, συκοφαντούμενοι, διαβαλλόμενοι, καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκοντες.
Ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶναι προφανῆ καὶ αὐτονόητα, ὅτι δηλαδὴ ὁ κίνδυνος δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστούς, καὶ θὰ μπροούσαμε ἐδῶ νὰ παραθέσουμε πλῆθος μαρτυριῶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση, περιοριζόμαστε ἀπὸ ὅσα πολλὰ λέγει καὶ συνιστᾶ στὶς ἐπιστολές του ὁ ἀπ. Παῦλος γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, νὰ ὑπένθυμίσουμε ὅσα εἶπε πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς τῆς Ἐφέσου στὴ Μίλητο, προαισθανόμενος νὰ ἐγγίζει τὸ τέλος του. Τοὺς συνιστᾶ προπαντῶς, ὡς πρώτιστο ποιμαντικό τους καθῆκον, νὰ προσέχουν τοὺς ἑαυτούς του καὶ τὸ ποίμνι. Νὰ ποιμαίνουν τὴν Ἐκκλησία τὴν ὁποίαν ἵδρυσε ὁ Χριστός, ὄχι φιλοσοφῶν, διασκεδάζων, καθησυχάζων, ἐξουσιάζων, κοινωνιολογῶν καὶ καλοπερνῶν, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα. Τοὺς προειδοποιεῖ ὅτι θὰ ἐμφανιστοῦν «λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου», οἱ αἱρετικοὶ δηλαδή, καὶ τὸ πιὸ πικρὸ καὶ λυπηρό, ὅτι καὶ ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο, ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς «ἀναστήσονται ἄνδρες λαοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν». Καὶ ἐνῶ αὐτὸ ἦταν πρόρρηση καὶ προφητεία ποὺ ἐπαληθεύτηκε σύντομα καὶ ἐπαληθεύεται διαρκῶς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τοὺς καθησυχάζει, ἀλλὰ σαλπίζει σάλπισμα ἐγερτήριο, σάλπισμα ἀγρύπνιας προσοχῆς, ἐγρήγορσης: «διὸ γρηγορεῖτε», τοὺς λέγει, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκταν καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον». Εἶναι Παύλειο, ἀλλὰ δυστυχῶς ξεχασμένο τὸ σύνθημα, «γρηγορεῖτε». Σήμερα, ποὺ οἱ λύκοι οἱ βαρεῖς, ἔχουν εἰσέλθει μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ πολλοὶ καὶ ἐξ ἡμῶν τῶν κληρικῶν «λαλοῦν διεστραμμένα», ἀποσποῦν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ δίκτυα τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης.
Ἡ καθησυχαστικὴ θέση «δὲν θὰ πάθει τίποτα ἡ Ἐκκλησία» –ἐπιμένω σ’ αὐτὴν γιατὶ τὴν ἀκούω συχνὰ αὐτὸν τὸν καιρό, λόγῳ τῆς συγκυρίας, νὰ προβάλλεται– εἶναι ὡς ἐνθαρυντικὴ, ὄχι στὴν ἀπραξία καὶ τὴν ἀδιαφορία, ἀλλὰ στὸν ἀγῶνα. Ἀγωνισθεῖτε, κοπιᾶστε, ὁμολογεῖστε καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀφήσει τὴν Ἐκκλησία Του. Χωρὶς τὴν συνέργεια τὴν δική μας ποὺ εἶναι δόγμα τῆς Πίστεώς μας, ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκαταλείπει, διότι δὲν σώζει κανένα χωρὶς νὰ τὸ θέλει, νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ, ὅπως ἐσφαλμένα δέχεται ἡ διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν περὶ ἀπολύτου προορισμοῦ. Ἡ ἱστορία ἄλλωστε μᾶς διδάσκει ὅτι ὁλόκληρες τοπικὲς ἀρχαῖες Ἐκκλησίες χάθηκαν, ὅπως οἱ ἑπτὰ Ἐκκλησίες τῆς Ἀποκαλύψεως, καὶ πολλὲς ἄλλες ἔχουν ἐξασθενήσει μέχρι θανάτου, κυρίως γιὰ τὴν ἀποστασία καὶ τὴν προδοσία τῆς Πίστεως ἐκ μέρους τῶν ποιμένων καὶ τῶν πιστῶν τους.
Ὑφίσταται ὅμως καὶ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη, μεγαλυνθεῖσα καὶ αὐξηθεῖσα καὶ μὲ ἄλλους λαούς, ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ παιδαγωγία τοῦ ἱδρυτοῦ της, σταυρουμένη, ἀλλὰ πορευομένη ἐν ἀληθείᾳ. Ἡ αἱρετικὴ Δύση γαυριᾶ καὶ ὑπερηφανεύεται διὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐξωτερικῆς κακοπάθειας, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι δεῖγμα θεϊκῆς παιδαγωγίας καὶ ἐπισκέψεως. Ἔχει χάσει ὅμως ἡ Δύση παντελῶς τὸν προσανατολισμό της, ἔχει χάσει τὴν χριστιανική της ὑπόσταση, ἔχει ἀποχριστιανιστεῖ τελείως καὶ τὸ ἀκοῦμε αὐτὸ πολὺ συχνὰ ἀπὸ ἐπίσημα χείλη. Καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ καταστροφή, εἶναι πολὺ χειρότερη, ὁ πνευματκὸς θάνατος εἶναι πολὺ χειρότερος ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο. «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτενώντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴ μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι». Ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη εἶναι ἕνα ἀπέραντο πνευματικὸ νεκροταφεῖο. Καὶ τὴν ὀσμὴ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶναι ὑπεύθυνοι ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός, μεταφέρουν καὶ στὴ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα οἱ ἀγαπητικὲς σχέσεις, οἱ συναντήσεις καὶ οἱ ἐπισκέψεις μὲ τοὺς ἐκπροσώπους αὐτῶν τῶν αἱρέσεων, ποὺ τὶς ἀναγνωρίζουμε πλέον ὡς «ἐκκλησίες», ὡς δρόμους σωτηρίας, ὁδήγησαν τοὺς λαοὺς τῆς Δύσεως σὲ πνευματικὸ θάνατο, κι ἀντὶ νὰ τοὺς ὑποδείξουν τὴν ζωοποιοῦσα καὶ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νὰ σώσουν καὶ τοὺς δικούς τους λαούς, προκαλοῦν σύγχυση καὶ ἀμφιβολία καὶ στὸ δικό μας εὐλογημένο λαό καὶ τὸν σπρώχνουμε πρὸς τὴν ἀπώλεια, ἀφοῦ γκρεμίσαμε τὰ ὅρια τῶν Πατέρων καὶ εἶναι εὔκολο νὰ διαβοῦν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὴν αἵρεση, ἀπὸ τὴν ζωὴν στὸ θάνατο.
Μοῦ ἐτηλεφώνησε αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἕνας ὁμογενής μας, τρίτης γενιᾶς, ἀπὸ τὴν Αὐστραλία, ἐπιστήμων μηχανικός, πατέρας τριῶν μικρῶν παιδιῶν. Ἦταν πολὺ στενοχωρημένος. Αὐτοὶ ἐκεῖ, οἱ ἀπόδημοι, προσπαθοῦν νὰ κρατήσουν τὴν πίστη τους στὴν Ὀρθοδοξία, ζῶντας μέσα σ’ ἕνα περιβάλλον ὅπου κυριαρχοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, ποὺ δὲν ἔχουν καμία πνευματικότητα, γιατί, ὅπως σωστὰ μοῦ εἶπε καὶ μὲ ἐξέπληξε, ἀπουσιάζει σ’ αὐτοὺς ὁ ἀγῶνας κατὰ τῶν παθῶν. Ἡ νηστεία, ἡ εγκράτεια κ.ἄ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν πρόβλημα μὲ τὴν ὁμοφυλοφιλία, μὲ τὶς προγαμιαῖες σχέσεις, μὲ τὴ φιλοπλουτία καὶ τὴν φιληδονία. Οἱ εἰκόνες, δυστυχῶς, ποὺ μεταδίδονται καὶ ἐκεῖ στοὺς ἀποδήμους Ἕλληνες καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ τὶς συναντήσεις τῶν προκαθημένων καὶ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, δημιουργοῦν τὴν ἐντύπωση ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τὸ ἴδιο εἴμαστε. Ἐνισχύονται οἱ μικτοὶ γάμοι καὶ γενικῶς ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο. Μαζὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξη ταυτότητα, χάνουν οἱ ὁμογενεῖς καὶ τὴν ἐθνική μας ταυτότητα. Γιατὶ αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀλληλένδετα. Σκέπτομαι, μοῦ εἶπε, νὰ ἔλθω στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἐγκατασταθῶ μόνιμα γιὰ νὰ σώσω τὰ παιδιά μου. Ἀγωνισθεῖτε, πάτερ, νὰ κρατηθεῖ ἡ Ἑλλάδα Ὀρθόδοξη καὶ νὰ μὴ γίνουμε σὰν τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες.
Εἶναι αὐτὸ πολὺ καλό, ρεαλιστικὸ σύγχρονο μήνυμα γιὰ ὅσους δὲν βλέπουν τὸν κίνδυνο. Ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς μοναχούς μας, ποὺ εἶναι καὶ οἱ κατ’ ἐξοχὴν φύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πολιτικούς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ φροντίζουν γιὰ τὰ ἐθνικά μας θέματα, γιὰ τὴν Μακεδονία, τὴν Κύπρο, τὴν Ἤπειρο, τὴν Θράκη, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ κύριο ἐθνικό μας θέμα, τὴν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, ποὺ εἶναι ἀδιαίρετα δεμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Κι ὄχι μόνο δὲν συγκρατοῦν, ἀλλὰ ἐνισχύουν καὶ ἐπαινοῦν τὰ ἀνοίγματα τῶν προκαθημένων πρὸς τὸν Πάπα καὶ πρὸς τὶς ἄλλες αἱρέσεις καὶ θρησκεῖες, προστάτες ὄχι τῆς Πίστεως, ὅπως ὁ ἰσαπόστολος Μ. Κων/νος, ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ρωμηοσύνης καὶ ἄλλοι αὐτοκράτορες, ἀλλὰ τῆς πανθρησκείας τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Π.Σ.Ε. τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν.
Δὲν θὰ παραλείψω νὰ ἀναφέρω, κι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ προσβολὴ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, ὅτι πέρυσι στὸ ἐπίσημο γεῦμα ποῦ παρέθεσε ὁ πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας πρὸς τὰ μέλη τῆς Ἱ. Συνόδου, τοὺς μίλησε γιὰ τὸν συγκρητισμὸ καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοὺς ἐνίσχυσε. Σὲ λίγο θὰ ψάχνουμε καὶ στὴν Ἑλλάδα νὰ βροῦμε Ἕλληνα ὀρθόδοξο καὶ δὲν θὰ βρίσκουμε. Θὰ χαθοῦν τὰ παιδιά μας, οἱ ἑπόμενες γενιές. Χάνεται ἤδη καὶ ἡ παροῦσα, ἐνῶ οἱ περισσότεροι δὲν βλέπουν τὸν κίνδυνο, στρουθοκαμηλίζουν.
Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, δὲν θὰ χαθεῖ. Θὰ ὑπάρχει, ἔστω καὶ μὲ τρεῖς Ὀρθοδόξους. Θὰ χαθοῦν, ὅμως, μυριάδες ψυχῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων.
Ας έλθουμε όμως τώρα να δούμε γιατί στις ημέρες μας ο κίνδυνος είναι μεγάλος και σοβαρός σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Οι λόγοι πού θα αναφέρω δεν θα είναι οι μοναδικοί, γιατὶ χρειάζεται πολύς χρόνος, αλλά οι σπουδαιότεροι:
1) Αιχμάλωτες του Οικουμενισμού και του Παπισμού όλες σχεδόν οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες
Ο Οικουμενισμός, αυτή η παναίρεση που εμφανίσθηκε και ανδρώθηκε τον 20ό αιώνα, υιοθετηθείς κατ' αρχήν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κυρίως λόγω των δυσμενών ιστορικών εξελίξεων στην Τουρκία, και της ελπίδος βοηθείας από τους χριστιανικούς λαούς της Δύσεως, που αποδείχθηκε μάταιη και κενή, όπως στην Φεράρα-Φλωρεντία, κατέληξε ἀπὸ ἀνάγκη, νὰ γίνει φιλοτιμία, ἀπὸ οικονομία και παρέκκλιση, διπλωματικός ελιγμός, να μεταβληθεί σε ακρίβεια και πίστη και νοοτροπία, δήθεν για την πραγματοποίηση του οράματος της των πάντων ενώσεως, της διδασκαλίας του Χριστου, «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. 17, 21). Τώρα ἀνακαλύφτηκε τὸ ὅραμα αὐτό, ἐπί τόσους αἰῶνες οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν τὸ γνώριζαν τὸ ὅραμα αὐτό.
Το επιχείρημα, «μην ανησυχείτε, διπλωματικές κινήσεις κάνει το Πατριαρχείο, για να σωθεί», το οποίο επαναλαμβάνουν και σήμερα πολλοί, είναι παντελώς ανίσχυρο καὶ ἀνυπόστατο. Εν πρώτοις, γιατί οι επίσκοποι δεν είναι διπλωμάτες, αλλά ποιμένες. Προβάλλουν αμείωτη και απαραχάρακτη «μέχρι κεραίας» την αλήθεια του Ευαγγελίου και εναποθέτουν τις ελπίδες τους όχι στους ανθρώπους αλλά στον Θεό.
Ποῦ είναι η μέχρι σήμερα βοήθεια του πάπα και των Προτεσταντών προς την Κωνσταντινούπολη, μετά τα ανοίγματα, τους συμβιβασμούς και τις τόσες υποχωρήσεις, την κατάργηση των Ιερών Κανόνων, τις συμπροσευχές, τα συλλείτουργα, τις διακηρύξεις περί «αδελφών εκκλησιών» και «κοινής ευθύνης» για το μήνυμα τού Ευαγγελίου;
Δύο χιλιάδες Ορθόδοξοι έμειναν στην Κωνσταντινούπολη, με κλειστή την Θεολογική Σχολή Χάλκης, δεσμευμένα και απαλλοτριωμένα τα περιουσιακά στοιχεία του Πατριαρχείου. Ακόμη και ένας μέτριος διπλωμάτης θα κατανοούσε τον εμπαιγμό και την αναξιοπιστία, θα έβλεπε ὅτι πίσω από το ενδιαφέρον, τους αγαπητικούς λόγους και ασπασμούς, ὑπάρχει χαιρεκακία και ἱκανοποίηση και θα άλλαζε διπλωματική τακτική. Δεν την αλλάζουμε όμως, και δεν βοηθούμε να εμφανισθούν και να δράσουν νέοι Μάρκοι Ευγενικοί, για να συσπειρώσουν τους Ορθοδόξους και να επισπάσουν το έλεος και την βοήθεια του Θεού, μέσα σ' αυτές τις όντως δύσκολες και σκληρές στιγμές της πρωτόθρονης των Ορθοδόξων Εκκλησίας, γιατί, η κατ' αρχήν εξ’ ανάγκης και οικονομίας αποδοχή τού Οικουμενισμού, έγινε τώρα δόγμα, διδασκαλία, αίρεση, ιδιαίτερα, μετά την εξ Αμερικής αποστολή και επιβολή στην ιεραρχία του θρόνου ως Πατριάρχου του Αθηναγόρου.
Ψηλαφοῦμε πλέον τὴν ἱστορία. Τὴν διαβάζουμε καὶ τὴν ξέρουμε. Καὶ τὰ βήματα ὅλων εἶναι ἐμφανῆ. Εἶναι συγκλονιστικὴ στὴν τραγικότητά της καὶ στὸν πόνο προκαλεῖ τοῦ ἡ ἐκτίμηση καὶ ἡ ἔγκλιση τοῦ ἀειμνήστου γέροντος Ἐπιφάνιου Θεοδωροπούλου σὲ ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα ποὺ ἔστειλε τὸ 1965, μετὰ τὴν συνάντηση τοῦ Πατριάρχου μὲ τὸν Πάπα Παῦλο ΣΤ΄ στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1964. Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα, ἐνῶ ὅλο τὸ κείμενο θὰ δημοσιευθεῖ στὸ τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» ποὺ θὰ κυκλοφορηθεῖ περὶ τὸ τέλος Φεβρουαρίου. Γράφει ὁ γέροντας Ἐπιφάνιος ἕνα συγκλονιστικὸ κείμενο. Ἀνατρίχιασα ὅταν τὸ διάβασα καὶ στεναχωρέθηκα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ στεναχωρηθοῦμε γιὰ νὰ ἀφυπνιστοῦμε:
«”Παναγιώτατε: Μυριάκις προτιμότερον να εκριζωθεί ο ιστορικός της Κωνσταντινουπόλεως θρόνος και να μεταφυτευθεί εις τινά έρημον νησίδα του πελάγους, ακόμη δε και να καταποντισθεί εις τα βάθη του Βοσπόρου, ή να επιχειρηθεί έστω και ελαχίστη παρέκκλησις από της χρυσής των Πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοώντων: “Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της πίστεως”. Αι επτά λυχνίαι της αποκαλύψεως, διά τας αμαρτίας ημών, εσβέσθησαν προ πολλού. Αι επτά Εκκλησίαι αποστολικαί, Εκκλησίαι σχούσαι την υψίστην τιμήν να λάβωσιν, ειδικώς αύται, γράμματα εξ ουρανού μέσω του θεοπνεύστου της Πάτμου Οραματιστού, εξέλιπον εκ της επιφανείας της Γης και εκεί, ένθα άλλοτε ετελείτο η φρικωδεστάτη Θυσία ...σήμερον ίσως κρώζουσι νυκτικόρακες ή «ορχούνται ονοκένταυροι». Και όμως η Νύμφη του Κυρίου δεν απέθανεν. Η Εκκλησία του Χριστού δεν εξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη και καθημαγμένη ως ο Ιδρυτής αυτής, αλλ' αείζωος και ακατάβλητος, την δια μέσω των αιώνων πορείαν αυτής, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονούσα, σώζουσα. Δεν θα αποθάνη λοιπόν αύτη και άν μετακινηθή και άν αποθάνη ο Οικουμενικός Θρόνος. Ουδείς Ορθόδοξος εύχεται την μετακίνησην ή τον θάνατον του Οικουμενικού Θρόνου. Μη γένοιτο! Αλλά και ουδείς θα θυσιάση χάριν αυτού ιώτα έν ή μία κεραίαν εκ της Ορθοδόξου Πίστεως. Αγωνίσασθε υπέρ αυτού πάση δυνάμει. Όχι απλώς έχετε δικαίωμα, αλλά οφείλετε να στηρίξητε αυτόν, το καθ' Υμάς. Θυσιάσατε χάριν αυτού οτιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Επισκόπους, ακόμη και τον Πατριάρχη Αθηναγόραν! Έν μόνον κρατήσατε, έν φυλάξατε, ενός φείσασθε, έν μη θυσιάσητε: την Ορθόδοξον Πίστιν! Ο Οικουμενικός Θρόνος έχει αξίαν και χρησιμότητα μόνον και μόνον όταν εκπέμπη απανταχού της γης το γλυκύ και ανέσπερον της Ορθοδοξίας Φως. Οι φάροι είναι χρήσιμοι εάν και εφόσον φωτίζωσι τους ναυτιλλομένους, ίνα αποφεύγωσι τους σκόπελους. Όταν το φως αυτών σβεσθή, τότε δεν είναι μόνον άχρηστοι αλλά και επιβλαβείς, διότι μεταβάλλονατι και αυτοί εις σκοπέλους”.
Δέστε γλῶσσα. Κανεὶς δὲν μιλᾶ τώρα ἔτσι. Ἂν τολμήσει νὰ μιλήσει κανεὶς ἀπὸ μᾶς, τὴν ἄλλη μέρα στὰ ἐπισκοπικὰ δικαστήρια.
“Παναγιώτατε, Προχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβικώνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, κληρικών και λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσετε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε!”».
Ὁ Ἀθηναγόρας, ὄχι μόνο δὲν ὀπισθοχώρισε, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ διάδοχοί του προχώρησαν καὶ προχωροῦν, ὅπως διαρκῶς τὸ ἐπισημαίνουμε καὶ ὅπως τὸ εἴδαμε ὅλοι κατὰ τὴν κατὰ τὴν τελευταίαν συνάντηση Πατριάρχου καὶ Πάπα στὸ Φανάρι στὶς 30 Νοεμβρίου τοῦ 2006. Ἡ πρωτόθρονη Ἐκκλησία ἔχει πλέον ἁλωθεῖ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ ὡς πρώτη, ἐπηρεάζει καὶ τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ ἔχουν βέβαια ξεχωριστὰ τὴν εὐθύνη τους ὡς αὐτοκέφαλες, ὠθούμενες ὅμως καὶ αὐτὲς ἀπὸ καιρικὲς κοσμικὲς ἀναγκαιότητες καὶ ἀπὸ ἄμοιρες πνευματικότητος καὶ ὀρθοδόξου φρονήματος πολιτικὲς ἡγεσίες –πιέζουν οἱ πολιτικοί–, μιμοῦνται καὶ ἀκολουθοῦν εὔκολα τὴν πρώτη.
Ὅλη αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἱστορία τῆς ἀποστασίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαζωγραφίθηκε στὸ μεγάλο σχετικὸ Συνέδριο ποὺ κάναμε στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 2004 ἀπὸ 60 εἰδικοὺς εἰσηγητάς, τὰ ὀγκώδη Πρακτικὰ τοῦ ὁποίου σὺν Θεῷ σύντομα θὰ ἔχομε καὶ τύποις ἐκδεδομένα.
Προς το παρόν δύο μόνο αυτοκέφαλες εκκλησίες, της Γεωργίας και της Βουλγαρίας, έχουν αποσυρθεί από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και κρατούν αποστάσεις από τον Οικουμενισμό.
Στην Εκκλησία μάλιστα της Γεωργίας συνέβη, μοῦ τὸ ὑπενθύμισε αὐτὸ χθὲς ἀγαπητὸς Ρουμάνος θεολόγος ἀδελφὸς ποὺ βρίσκεται ἐδῶ, συμβαίνει κάτι τὸ ἀξιοπρόσεκτο και αξιομίμητο, συνέβη στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας· ενωμένος στην ορθόδοξη πίστη ο λαός, το πλήρωμα της Εκκλησίας, με την πλειονότητα των κληρικών και τῶν μοναχών, ανάγκασαν και την εκκλησιαστική ηγεσία, τὸν Πατριάρχη, να ακολουθήσει τον ορθόδοξο δρόμο!
Αυτό βέβαια φαντάζει ως απραγματοποίητο όραμα για τις περισσότερες εκκλησίες, όπου οι οικουμενιστικές ηγεσίες ελέγχουν πλήρως την κατάσταση και με απειλές, διώξεις και αφορισμούς καταπνίγουν και φιμώνουν τις ορθόδοξες φωνές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ρουμανία, όπου η κομμουνιστική σκληρότητα, ἀντικαταστάθηκε τώρα δουλεία και καταπίεση έχει αντικατασταθή ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ σκληρότητα της πλειονότητος των επισκόπων. Τα μοναστήρια πάντως παραμένουν και εκεί τα καταφύγια των Ορθοδόξων.
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀνατέλει κάποια ἐλπίδα γιὰ ἔξοδο καὶ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας μὲ ἕνα πολὺ ἰσχυρὸ Ὑπόμνημα ποὺ ὑπέβαλε ὁ μητροπολίτης τοῦ Κοσσυφοπεδίου σεβασμιώτατος κ. Ἀρτέμιος, Ἐθνάρχης τώρα τοῦ βομαβαρδισμένου Κοσσυφοπεδίου καὶ κατεστραμμένου ἀπὸ τὸ ΝΑΤΟ τῇ ὑποστηρίξει τοῦ Πάπα, πιστὸς μαθητὴς καὶ γνήσιος τοῦ μεγάλου καὶ ὁσίου γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἀποφάσισε (ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας τὸ 1997), ἀποφάσισε τὴν μὴ συμμετοχή, τὴν ἀποχώρηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. Συγχρόνως δέ, μαζὶ μὲ τὴν προβληματιζόμενη ἐπίσης, λόγῶ ἀντιδράσεως τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν σύγκληση διορθοδόξου συναντήσεως, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 1998, γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Δυστυχῶς, προτιμήθηκε ἡ δουλεία καὶ ἡ αἰχμαλωσία, μὲ ὑποσχέσεις καὶ προτάσεις διευκολύνσεων καὶ νέων ρυθμίσεων, ὡς πρὸς τὴν ἀποφασιστικότητα τῆς ψήφου καὶ τῆς συμμετοχῆς τῶν ὀλιγάριθμων Ὀρθοδόξων στὴν λήψη ἀποφάσεων μπροστὰ στὴν παντοδυναμία τῆς πλειοψηφίας τῶν Προτεσταντῶν. Σὰν νὰ μὴν ἀρκεῖ τὸ γεγονὸς τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ εὐτελισμοῦ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ἐξίσωση καὶ τὴν ἰσοπέδωσή της μὲ τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις, ψάχνουμε νὰ βροῦμε προφάσεις, δικαιολογίες τῶν ἀδικαιολογήτων.
Ὁ δεύτερος σημαντικὸς λόγος ποὺ καθιστᾶ τὴν κατάσταση πολὺ πιὸ σοβαρά, ἐπικίνδυνη, εἶναι
2. H αλλαγή πορείας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Εἰσέρχεται τώρα λοιπόν, στὸ διορθόδοξο γίγνεσθαι ἕνας ἀπροσδόκητος καὶ ἀπρόβλεπτος γιὰ τοὺς περισσοτέρους παράγων, ποὺ ἐπηρεάζει καὶ τὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἀλλαγὴ ἡγεσίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ άνοδος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του από Δημητριάδος μητροπολίτου κ. Χριστοδούλου το 1998. Τα πράγματα τώρα δυσκολεύουν για την Ορθοδοξία σοβαρά και επικίνδυνα, γιατὶ πρόκειται περὶ προικισμένου καὶ ἱκανοῦ ἱεράρχου, τὴν ἐκλογὴ τοῦ ὁποίου ἐχαιρέτησαν πολλοί, ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ ὁ γράφων, ὡς ἐλπίδα βελτιώσεως καὶ ἐξυψώσεως τῶν τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς διαψευστήκαμε οἰκτρῶς. Όσοι δεν τον γνωρίζαμε καλά παρασυρθήκαμε από τα κατά καιρούς πύρινα λόγια του εναντίον του Παπισμού και του Προτεσταντισμού -expressis verbis διακηρύσοντας ότι o Οικουμενισμός είναι αίρεση- από την ενθουσιώδη προβολή του βίου και της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας. Εκτιμούσαμε ότι ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ένας Χρυσόστομος, ένας Φώτιος, ένας Μάρκος Ευγενικός. Μὲ θλίψη ζοῦμε τώρα τὴν διάψευση αὐτῶν τῶν προσδοκιῶν μας.
Μέχρι του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν αυστηρά παραδοσιακή, ορθόδοξη, αντιπαπική και αντιοικουμενιστική. Ἦταν τὸ μαῦρο πρόβατο στὶς ἐκτιμήσεις τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ρυθμιστικὸς παράγων σὲ κρίσιμα καὶ ἀποφασιστικὰ ζητήματα. Ἀκολουθοῦσε πιεζόμενη πολλαχόθεν καὶ γιὰ νὰ βοηθήσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, χωρὶς τὸ προηγούμενο θέλημά της. Επί πολλές δεκαετίες ήταν η μόνη δυνατή, ελεύθερη και ζωντανή εκκλησία, λόγω τού ανελεύθερου κομμουνιστικού καθεστώτος, υπό το όποιο ζούσαν πολλές ορθόδοξες εκκλησίες, και λόγω της ιστορικής εξασθενήσεως των πρεσβυγενών πατριαρχείων, τα οποια εδανείζοντο και χρησιμοποιούσαν θεολογικές δυνάμεις από την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία διέθετε δύο δυνατές και ακμάζουσες Θεολογικές Σχολές, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη.
Για να φανεί πώς ήταν και πώς κατήντησε σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος, θα παρουσιάσω ενδεικτικά μερικά στοιχεία, ελάχιστα γνωστά στους περισσοτέρους: Όταν ο Αθηναγόρας αποφάσισε να προτείνει την εκ μέρους των Ορθοδόξων αποστολή παρατηρητών στην Β' Βατικάνειο σύνοδο, μετά από σχετική πρόσκληση του Βατικανού, και συνεκάλεσε το 1963 Πανορθόδοξη Σύσκεψη στη Ρόδο, δέχθηκε την άμεση αντίδραση και αντίθεση του τότε αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β' και ολόκληρης της Ιεραρχίας, θεωρούντων αδιανόητη ακόμη και αυτήν την παρουσία παρατηρητών, αφού η Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες, διά των κανόνων, απαγορεύουν κάθε επικοινωνία με τους αιρετικούς. Σε τηλεγράφημα που έστειλε προς τον Αθηναγόρα ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος έγραφε: «Ατομικώς κρίνω λελυμένον ήδη ζήτημα απ' αρχής· αποφάσει Ιεραρχίας απόσχωμεν επικοινωνίας. Κοινή δε γνώμη απολύτως επίσης εν αγανακτήσει αντίθετος». Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αθηναγόρα, ερωτώντα γιατί δεν τον ακολουθεί απήντησε: «Προκειμένου περί ζητημάτων πίστεως και επικοινωνίας μετά αιρετικών και μάλιστα πλείστα όσα κακά διαπραξάντων και διαπραττόντων κατά της ημετέρας Εκκλησίας και όταν έχωμεν την κοινήν της Ιεραρχίας γνώμην και του πληρώματος της ημετέρας Εκκλησίας, δεν δυνάμεθα αβασανίστως να δεχώμεθα απόψεις» (Χρυσοστόμου Β', Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Αθήναι 1964, σελ. 14).
Αδίστακτα χαρακτηρίζει τους παπικούς ως αιρετικούς και διαβεβαιώνει ὅτι έχει σύμφωνη τη γνώμη της ιεραρχίας και του πληρώματος της Εκκλησίας. Δεν υπήρχε σχεδόν ιεράρχης πριν από ελάχιστες δεκαετίες στην Εκκλησία της Ελλάδος που να διστάζει να χαρακτηρίσει τον Παπισμό ως αίρεση. [Ἕνας ἐκ τῶν διαπρεπῶν ἱεραρχῶν, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος καὶ στὶς σχετικὲς διαπραγματεύσεις, ὁ Ἀργολίδος Χρυσόστομος, μετέπειτα Πειραιῶς, μὲ ἐπιστολή του ἀπέτρεπε τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Πάπα Παῦλο τὸν Στ΄ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀκοῦστε μὲ προσοχὴ ἕνα ἀπόσπασμα καὶ καμαρῶστε ἐν καυχήσει τοὺς Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς ποὺ διέθετε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρὸ τοῦ Χριστοδούλου.
«Παναγιώτατε (τοῦ γράφει ὁ Ἀργολίδος), εἷς ἐκ τῶν διακεκριμένων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετέφερε εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν συνεδριῶν, κατὰ τὴν τελευταίαν συνέλευσιν τῆς Ἱεραρχίας καὶ ὑπεστήριξεν μίαν ἄποψίν σας, ἥτις ἄποψις ἀναφέρετε εἰς τὴν ἀντίληψιν τὴν ὁποίαν ἔχετε, ἐν σχέσει μὲ τὴν θέσιν σας ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἔναντι τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Πιστεύετε, δηλ., ὅτι εἶστε ἐντὸς τῶν ἐπιταγῶν τῶν Ἱ. Κανόνων ἀποδεχόμενος τὰ δευτερεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν Πάπα, καὶ συχνῶς φέρεται ἓν παράδειγμα διὰ νὰ δώσητε τὴν εἰκόνα τοῦ πράγματος, ὅπερ παράδειγμα ἀνέφερε τῇ Ἱεραρχίᾳ ὁ ὑπαινιχθεὶς ᾧδε Ἱεράρχης. Λέγετε δηλ. καὶ ἰσχυρίζεσθε, ὅτι ἐὰν εὑρεθῆτε μετὰ τοῦ Πάπα καὶ πρόκειται νὰ εἰσέλθητέ που διά τινος θύρας στενῆς, μὴ ἐπιτρεπούσης τὴν εἴσοδον δύο προσώπων συγχρόνως, τότε θὰ παραχωρήσητε τὴν εἴσοδον πρῶτον εἰς τὸν Πάπαν καὶ ἀκολούθως θὰ διέλθητε Ὑμεῖς. Ἡ ἄποψίς σας αὕτη εἶναι λελανθασμένη τρομερά, καὶ εἶναι λίαν θλιβερὸν, ὅτι πρόσωπον τῆς ἰδικῆς σας εὐστρόφου διανοίας, δὲν κατεῖδε τὸ λάθος τοῦ ἀθλιεστάτου τούτου παραδείγματος. Ἰδοὺ τὸ βαρύτατον λάθος. Οἱ Ἱ. Κανόνες ὄντως, δίδουν τὸ προβάδισμα τῆς τιμῆς εἰς τὸν Πάπαν τῆς Ρώμης, καὶ ἀκολούθως εἰς τὸν Κων/πόλεως. Ἀλλά, Παναγιώτατε, οἱ Ἱ. Κανόνες οἱ ἄριστα τακτοποιοῦντες τὸ θέμα τοῦτο, δὲν ἔχουν ὑπόψιν των τὸν Πάπαν τὸν δεχόμενον τὸ ἀπαίσιον ἀλάθητον, οὐδὲ τὸν Πάπαν τὸν διδάσκοντα ὕπαρξιν καθαρτηρίου πυρός, καὶ τὸ filioque, καὶ τὴν ἄνευ θελήματος ἀνδρὸς σύλληψιν τῆς ἀειπαρθένου, καὶ τὸ ποικίλλον ἄλλον κομβολόγιον τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν καὶ διδασκαλιῶν, τῆς ὄχι ἁπλῶς σχισματικῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς ἐξόχως αἱρετικῆς τοιαύτης. Ὥστε, ὅταν ἀναγνωρίζετε Πρωτεῖον τιμῆς εἰς τοὺς αἱρετικοὺς Πάπας, οἷος εἶναι καὶ ὁ σημερινός, τότε ὄχι μόνον δὲν εἶστε ἐντὸς τῶν Ἱ. Κανόνων, ἀλλὰ ὅλως τουναντίον δεινῶς ὑβρίζετε καὶ παραποιεῖτε αὐτούς. Δέχεσθε, ὅτι ἡ ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Una sancta, ἡ μοναδικῶς διαφυλάξασα τὸν ἀτίμητον θησαυρὸν τῆς Πίστεως, ὡς παρέδωκαν τοῦτον αὐτοὶ οἱ ἀπαρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, καὶ ὁ μετ’ αὐτοὺς τῶν θεοφόρων Πατέρων Σύλλογος, καὶ ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, σχισθεῖσα τῆς Ὀρθοδοξίας, κατήντησεν ἀνυποφόρως αἱρετική; Ἐὰν ναί, τότε πῶς δύνασθε νὰ δέχεσθε Πρωτεῖον τιμῆς εἰς τὸν Πάπαν; Ἐὰν ὄχι, τότε πῶς δύνασθε νὰ προκάθησθε τῆς ἀμωμήτου Ὀρθοδοξίας;».
Θὰ μνημονεύσουμε ἀκόμη τοὺς τρεῖς θαρραλέους ὁμολογητὰς Ἀρχιερεῖς, ποὺ διέκοψαν τὸ μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τὸ 1970. Τὸν Φλωρίνης Αὐγουστῖνο, τὸν Παραμυθίας Παῦλο καὶ τὸν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο. Οἱ δύο τελευταῖοι θεαρέστως ἀνεχώρησαν εἰς τὸν οὐρανόν. Παραμένει, ὅμως, ἀκόμη ἐπὶ γῆς μαζί μας, ὁ ἡρωϊκὸς γέροντας Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ἄγων ἐφέτος τὸ 100ον ἔτος τῆς ἡλικίας του, σιωπηλός, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ἀντιπαπικῶν βιβλίων του κραυγάζων κῆρυξ τοῦ μεγαλείου τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν Ἐπισκόπων τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, δημοσιεύσαμε στὸν προηγούμενο τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» συντριπτικὴ ἀπάντηση μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, ἐναντίον ὅσων ἐτόλμησαν νὰ κατακρίνουν τοὺς τρεῖς Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου, ἰσχυριζομενοι ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν ἔχει καταδικασθεῖ ὡς αἵρεση.
Θὰ δεῖτε τώρα, τί ἐξέλιξη ὑπάρχει γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ἂν ὁ Παπισμός, ἂν τὸ filioque εἶναι αἵρεση· στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος· τὰ ἀνατρέπουμε ὅλα. (Παρέχει) ὁλόκληρη ἁλυσίδα, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, Συνόδων καὶ Πατέρων, οἱ ὁποῖες καταδικάζουν τὰ Παπικὰ δόγματα, τὸ filioque, τὸ Πρωτεῖο, τὸ ἀλάθητο καὶ τὰ ἄλλα, ὡς αἱρέσεις, συμπεραίνων τὰ ἑξῆς: «Δι’ ἡμᾶς ὑπὲρ πάντα Πατριάρχην (ἐμεῖς προσθέτουμε ὑπὲρ πάντα γέροντα καὶ πνευματικό) κεῖνται οἱ ἅγιοι Πατέρες, αἱ σεπταὶ Σύνοδοι, οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Καί, εὑρισκόμενοι τυχὸν πρὸ θλιβερῶν διλημμάτων ὑπακοῆς, θὰ προτιμήσωμε (καὶ ἤδη προτιμῶμεν) τὴν ὑπακοὴν πρὸς τοὺς Πατέρας, τὰς Συνόδους, τοὺς Κανόνες». Καὶ στὸ ... ὑστερόγραφον αὐτῆς τῆς ἀπαντήσεως πρὸς τὸν δικηγόρον Ἰωάννη Παναγόπουλο, ὁ ὁποῖος σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπεκαλεῖτο καὶ ἐπιστολὴ τοῦ καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς σχολῆς Λεωνίδα Φιλιππίδη, ὁ ὁποῖος τὸν συνέχαιρε διατὶ ἐστράφη ἐναντίον τῶν τριῶν Ἀρχιερέων, γράφει ὁ ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς Ἱεράρχης τὰ ἑξῆς: «Ἡμεῖς κατακλείομεν τὴν ἀπάντησίν μας μὲ μίαν ἄλλην ἐπιστολήν, ἐγκριτικὴν τῆς ἰδικῆς μας θέσεως. Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη πέντε αἰώνων, ἀνήκει δὲ εἰς Πατέρα [καὶ Διδάσκαλον τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς ἀνεγνωρισμένον] Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ὁποῖον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τιμῶμεν καὶ γεραίρομεν καὶ τοῦ ὁποίου τὰς πρεσβείας ἐπικαλούμεθα. Λέγει, λοιπόν, οὗτος περὶ τῶν δεχομένων κακάσχημα filioque καὶ Πρωτεῖα Παπικῶν «Οὐκοῦν (λοιπόν), ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν. Διὰ τί γὰρ ἄλλο; Φασὶ γὰρ οἱ φιλευσεβεῖς νόμοι· “Αἱρετικός ἐστι καὶ τοῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν νόμοις ὑπόκειται ὁ καὶ μικρὸν γοῦν τι παρεκκλίνων τῆς ὀρθῆς πίστεως” ...Αἱρετικοί εἰσιν ἄρα (οἱ Λατῖνοι), καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν». Καὶ συνεχίζει ὁ μητροπολίτης Ἀμβρόσιος. «Ἂς κρατήση, λοιπόν, ὁ κ. Παναγόπουλος τὴν ἔγκρισιν τοῦ κ. Φιλιππίδου, καὶ ἡμεῖς τὴν ἔγκρισιν τοῦ ἁγίου Μάρκου, τοῦ στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας, τοὺ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς δοξαζομένου».
Ὡραιότατο ἐπιχείρημα γιὰ ὅλους μας σήμερα. Ἂς κρατήσουν οἱ φιλοπαπικοί, οἱ λατινόφρονες, οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἐπίσκοποι, πνευματικοί, ἱερεῖς, θεολόγοι τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς· ἐμεῖς προτιμοῦμε τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς Ἁγίους. Δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν καὶ τὰ δύο κατὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο, νὰ εἴμαστε φραγκολατῖνοι, μιξόθηρες, κόθορνοι. Ὁ γνωστὸς καὶ κύριος καὶ πύρινος σταυραετὸς καὶ ἐθνάρχης τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ ζητήματος, ποὺ ἐνσάρκωσε στὶς ἡμέρες μας τὸν μεγάλο διδάχο τοῦ γένους μας, ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, τὸν ὁποῖο ὑπεραγαποῦσε καὶ ἐμιμεῖτο, ἀείμνηστος μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καὶ Κονίτσης Σεβαστιανός, ἔλεγε στὰ κηρύγματά του: «Σύνθημά μας πρέπει νὰ εἶναι, Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι γεννηθήκαμε, καὶ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι νὰ πεθάνουμε. Οὔτε Χιλιασταί, οὔτε Καθολικοί, οὔτε Προτεστάντες. Ὅλοι τους αὐτοὶ βρίσκονται στὴν πλάνη. “Χρυσάφι καθαρό”, ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, “εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας”. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: “Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ποὺ εἶστε ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ἄθεοι καὶ αἱρετικοί”».
Ἦταν τόσο συμπαγὴς καὶ στέρεη ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, σχεδὸν ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, ὅταν ἁγιορειτικὴ συνοδεία, ἀποφασίσασα νὰ διακόψει τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ἐζήτησε τὴν γνώμην τοῦ γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ καταφύγουν στὸ Μνημόσυνο Παλαιοημερολογίτου Ἀρχιερέως, ἀφοῦ καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀκολουθεῖ τὸν Ἀθηναγόρα, ἐκεῖνος ἀπάντησε τὸ 1969: «Εἶναι ἐσχάτη συκοφαντία, ἀδελφέ μου, τὸ λεγόμενον ὑπό τινων διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ὅτι ἀκολουθεῖ τὸν Ἀθηναγόραν. Ὄχι, ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐξ ὑπερβολικῆς ἁβροφροσύνης πρὸς τὸν προκαθήμενον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔχει –κακῶς βεβαίως πράττουσα– πολὺ περιποιηθεῖ τὸν Ἀθηναγόρα. Οὐδαμῶς ὅμως συμφωνεῖ πρὸς τὰ ἀδίστακτα τολμήματα αὐτοῦ. Ἀμφιβάλλω, ἂν ἐν ὁλοκλήρῳ τῇ ἑλλαδικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχουσι πλείονες τῶν ἕξι ἢ ἑπτὰ φιλαθηναγορικῶν Ἐπισκόπων· οἱ λοιποί, ὁ ὄγκος τῶν ἑξῆντα καὶ πλέον Ἐπισκόπων μετὰ δυσφορίας, ἄλλοι μικρᾶς, ἄλλοι μεγάλης καὶ ἄλλοι μεγίστης βλέπουσι τὰς ἐνεργείας αὐτοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐκδηλοῦνται, τουλάχιστον δημοσία, ἀνεχόμενοι ἄχρι καιροῦ. Τὸ σῶμα τῆς ἑλλαδικῆς Ἱεραρχίας καὶ γενικότερον ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περιλαμβάνει ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ βράχους Ὀρθοδοξίας. Ναί, πάτερ Νικόδημε (στὸ μοναχὸ ποὺ ἀπαντοῦσε), λέγω αὐτὸ ἐγώ, ὁ γνωρίζων καλῶς πρόσωπα καὶ πράγματα. Ἐρώτησον δι’ ἐπιστολῆς τοὺς Ἐπισκόπους (καὶ τώρα θὰ ἐρωτήσωμεν καὶ ἐμεῖς δι’ ἐπιστολῶν τοὺς Ἐπσκόπους μας, δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύσις), ἂν εἶναι ὁμόφρονες τοῦ Πατριάρχη καὶ θὰ πληροφορηθεὶς σχετικῶς.
Τι να πούμε όμως τώρα και τι να λαλήσουμε, γέροντα Ἐπιφάνιε; Από πού να αρχίσουμε να θρηνούμε και να περιγράφουμε την αθρόα μεταβολή της Ελλαδικής Εκκλησίας από διστακτική και συγκρατημένη ακόλουθο του Πατριαρχείου, σε τολμηρή πρωτοπόρο και πρωτεργάτη των οικουμενιστικών ανοιγμάτων, που συναγωνίζονται και ενίοτε ξεπερνούν τα «αδίστακτα τολμήματα» του Φαναρίου; Ένας από τους βασικούς άλλωστε λόγους της διενέξεως Φαναρίου και Αθήνας, (ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ κι αὐτὲς τὶς μέρες), εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας στις λεγόμενες «Νέες Χώρες», είναι ότι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν θέλει, «δεν του ταιριάζει» να είναι ουραγός και ακόλουθος τού Πατριαρχείου.
Θέλει να είναι ισότιμος ή και υπέρτερος συνδιαμορφωτής των διορθόδοξων και διαχριστιανικών σχέσεων. Θέλει Ἀποστολικὴ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ πάτρωνα τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ θρονικὴ ἑορτή, ὅπως ἡ Ρώμη καὶ ἡ Κων/πολη ἔχουν τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἀνδρέα μὲ τὶς ἀντίστοιχες θρονικὲς ἑορτές τους.
Και επειδή, για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να τύχει στο διαχριστιανικό χώρο την ανάλογη αποδοχή, που του την προσφέρουν αγαλλόμενοι ο πάπας και οι Προτεστάντες – επιχαίροντες, ὄχι μόνο γιατί έπεσε και το τελευταίο ισχυρό κάστρο της Ορθοδοξίας, η Ελλαδική Εκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔτσι διαιροῦν καὶ ἐξασθενοῦν ἰδιαίτερα τὴν ἑλληνόφωνη Ὀρθοδοξία, τὸν ἰσχυρὸ πάντα σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Οἰκουμενιστικά, ἄξονα Φαναρίου–Ἀθήνας.
Τον επαινούν, τον χειροκροτούν, τον βραβεύουν γιατί άφησε πλέον εμάς τους «ταλιμπάν», όπως μας χαρακτήρισε, στο περιθώριο και αυτός απέκτησε προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό πρόσωπο, πρωτοπορώντας στις διαθρησκειακές και οικουμενιστικές εκδηλώσεις.
Κατέρριψε πολλά «ρεκόρ» και επέτυχε πολλές πρωτιές στο οικουμενιστικό αγώνισμα του γκρεμίσματος των ορίων μεταξύ αληθείας και πλάνης, Ορθοδοξίας και αιρέσεως, στο αγώνισμα της κατεδαφίσεως της Ορθοδοξίας. Πρώτος ετόλμησε και έφερε τον πάπα στην Ελλάδα το 2001, νομιμοποιώντας τον ως κανονικό επίσκοπο Ρώμης. Πρώτος φιλοξένησε και συνδιοργάνωσε επί ορθοδόξου εδάφους συνέδριο του Παγκοσμίου Συμβουλίου αιρέσεων και πλανών με καταστροφικές δηλώσεις των εκπροσώπων του αρχιερέων. Πιάνει ρίγος κανένα, ἂν ἀκούσει τί ἐδήλωσαν στὸ Συνέδριο αὐτὸ ἑλλαδικοὶ ἀρχιερεῖς.
Πρώτος εκ των αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος επεσκέφθη την έδρα τού Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στη Γενεύη, τιμήθηκε εκεί και επαινέθηκε.
Πρώτος τέλος, γιὰ νὰ μείνουμε στὶς μεγάλες πρωτιές του, γιατὶ ὑπάρχουν κι ἄλλες μικρότερες, επεσκέφθη επισήμως ως αρχιεπίσκοπος τον πάπα στο Βατικανό.
Κανείς προηγουμένως ούτε διελογίσθη ούτε επεχείρησε να διαβή αυτόν τον Ρουβικώνα προς την πλευρά της αιρέσεως. Και εβραβεύθη με πολλές τιμές και πολλούς λόγους. Και για ενίσχυση της αποστολικότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος του έδωσε ο πάπας δύο κρίκους από την αλυσίδα της φυλακίσεως του Αποστόλου Παύλου, την γνησιότητα της οποίας αμφισβήτησε ο σοβαρός και έγκυρος βυζαντινολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σταύρος Κουρούσης, με δημοσίευμά του στον «Ορθόδοξο Τύπο» (στις 12-1-2007).
Είτε γνήσιοι είτε ψεύτικοι είναι πάντως οι κρίκοι της αλυσίδας, συμβολίζουν το αλυσοδέσιμο της Ελλαδικῆς Εκκλησίας στην φυλακή, στην αιχμαλωσία του Παπισμού και του Οικουμενισμού.
Δεν είναι όμως μόνον τα έργα, εἶναι καὶ οἱ λόγοι, πού έχουν βέβαια περισσότερο βάρος, ως προς την αποστασία από την Ορθόδοξη Παράδοση. Είναι και η οικουμενιστική διδασκαλία, όσα φιλοπαπικά και οικουμενιστικά έχει πει κατά καιρούς εις διαφόρους περιστάσεις ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ένα ανθολόγιο ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς δογματικὲς διδασκαλίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, αν επιχειρούσε κανείς να συνθέσει, θα κατελάμβανε ολόκληρο βιβλίο.
<Ήδη κατά την επίσκεψη του πάπα στην Αθήνα τον Μάιο του 2001, ελέχθησαν στις προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις ως και στην κοινή Δήλωση λόγοι που νομιμοποιούν τον αιρεσιάρχη πάπα ως κανονικό επίσκοπο Ρώμης, σαν να ευρισκόμαστε προ του 1054, και παρουσιάζουν την παπική αίρεση ως εκκλησία. Εμείς με πλήθος κειμένων ελέγξαμε τότε όλες αυτές τις καταστροφικές καινοτομίες και το γκρέμισμα των ορίων της Εκκλησίας. Σε ανοικτή επιστολή προς τον αρχιεπίσκοπο του εγράφαμε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αθετήσατε το Ευαγγέλιο του Χριστού, κατεδαφίσατε τους ιερούς κανόνες, προσβάλατε τους αγωνισθέντες εναντίον του πάπα Αγίους και ανοίξατε την θύρα για να εισέλθουν λύκοι βαρείς στην Εκκλησία. Μαζί με τον βαρυνόμενο από πλήθος αιρέσεων πάπα τιμάτε και όλους τους αρχαίους αιρετικούς και ψευδοδιδασκάλους, τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Ευτυχή, τον Νεστόριο, τον Απολλινάριο, οι οποίοι είναι άγγελοι μπροστά στον Παπισμό και στις πλάνες του.
Για σας δεν ισχύουν πλέον ούτε το Ευαγγέλιο, ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ούτε η διδασκαλία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων. Οι πράξεις σας διαψεύδουν τους λόγους σας. Κατεβάστε λοιπόν από τους ναούς τις εικόνες των Αγίων, αφού κατεβάζετε και αθετείτε την διδασκαλία τους, για να καταλάβει καλύτερα τι συμβαίνει ο απογοητευμένος και σε σύγχυση ευρισκόμενος λαός» (Θεοδρομία, έτος Γ', τεύχος 2, έτος 2001, σελ. 9).
Δεν ενοχλήθηκε ο αρχιεπίσκοπος, όταν άκουσε τον πάπα στην αντιφώνησή του να λέγει ότι : «από κοινού μοιραζόμεθα την αποστολική πίστη στον Ιησού Χριστό, τον Κύριο και Σωτήρα μας- έχομε κοινή την αποστολική κληρονομιά και το μυστηριακό δεσμό του Βαπτίσματος-και ως εκ τούτου είμεθα όλοι μέλη της οικογένειας του Θεού, καλεσμένοι να υπηρετήσουμε το μοναδικό Κύριο και να κηρύξουμε το Ευαγγέλιό του στον κόσμο».
Σχολιάζοντας τότε αυτήν την παπική πρόκληση μέσα στην αυλή μας, του πρώτου ποιμένος συνευδοκούντος, εγράψαμε: « Ώστε λοιπόν το Filioque, το πρωτείο, το αλάθητο, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, η “άσπιλη σύλληψη” της Θεοτόκου και άλλα είναι “κοινή αποστολική πίστη” και “κοινή κληρονομιά”;
Είμαστε “όλοι μέλη της ιδίας οικογένειας του Θεού” -απέφυγαν την λέξη “Εκκλησία”, για να μη προκαλέσουν, αλλά το νόημα είναι το ίδιο- και καλούμαστε να υπηρετήσουμε το “μοναδικό Κύριο και να κηρύξουμε το Ευαγγέλιό του στον κόσμο”; Γιατί, τότε δεν παραιτούμαστε από το έργο της ιεραποστολής στις περιοχές, όπου δρουν παπικοί ιεραπόστολοι, αφού κηρύττουν το ίδιο Ευαγγέλιο και υπηρετούν τον ίδιο Κύριο;
Στην “ίδια οικογένεια” λοιπόν του Θεού ανήκουν οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί· δεν είναι η αίρεση εφεύρεση του Διαβόλου, για να διασπά την ενότητα της Εκκλησίας και να οδηγεί τους ανθρώπους στην πλάνη και στην απώλεια; Μπορεί κανείς να φαντασθεί τους Αποστόλους και τους ψευδαποστόλους της Κ. Διαθήκης να συναντώνται, να εναγκαλίζονται και να γράφουν κοινά κείμενα ισχυριζόμενοι ότι έχουν κοινή πίστη και κηρύσσουν το ίδιο Ευαγ-γέλιο; Μπορεί κανείς να φαντασθεί τους Αγίους Πατέρες και τους μεγάλους αιρετικούς να πράττουν το ίδιο;
Είναι φοβερή η διάβρωση της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, το γκρέμισμα των ορίων μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και μόνο το κείμενο αυτό πρέπει να αφυπνίσει και να συνεγείρει όλους μας για την προδοσία και αποστασία που συνετελέσθη » (Θεοδρομία, έτος Γ ΄, τεύχος 3, έτος 2001, σελ. 18-19).
Και δεν είναι βέβαια το μοναδικό κείμενο. Ανάλογες ήσαν και οι θέσεις της προσφωνήσεως του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, την οποία επίσης τότε εσχολιάσαμε (Θεοδρομία, έτος Γ ΄ , τεύχος 3, έτος 2001, σελ. 21). […]
Ο αρχιεπίσκοπος καταλύει το δόγμα, που αποτελεί και άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, της Una Sancta, της «Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Η Ορθόδοξη Εκκλησία γι' αυτόν δεν είναι η μόνη Εκκλησία, υπάρχουν και άλλες εκκλησίες· είναι και ο Παπισμός Εκκλησία.
Για να θεμελιωθεί μάλιστα αυτή η θέση υποστηρίζουν, αυτός και οι ομόφρονες του, ότι «ο Παπισμός δεν είναι αίρεση»· τώρα μάλιστα πιο τολμηρά και από τους παλαιούς λατινόφρονες ισχυρίζονται ότι «δεν είναι και σχίσμα, είναι απλώς άλλο χριστιανικό δόγμα ανάμεσα στα πολλά άλλα χριστιανικά δόγματα»! […]
Την ίδια φιλοπαπική γραμμή ακολουθούν και άλλοι αρχιερείς της Ελλαδικής Εκκλησίας, των λοιπών σιωπώντων δυστυχώς(;) […] Εις τους λατινόφρονες ανήκει και ο μητροπολίτης Σύρου, Τήνου κλπ. Δωρόθεος.
Εκτός του ότι οι συμπροσευχές στην επαρχία του μετά των Παπικών είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο, υπάρχει μάλιστα πληροφορία ότι επιτρέπεται και η διακοινωνία, η συμμετοχή δηλαδή στο κοινό ποτήριο για τους εκκλησιαζομένους μαθητές εναλλάξ, σε ορθόδοξο ή σε παπικό ναό ! Είναι η δεύτερη χρονιά εφέτος που συντάσσει και υπογράφει κοινή ποιμαντορική εγκύκλιο επί τω νέω έτει με τον παπικό επίσκοπο της Σύρου !! […] Η οικουμενιστική αίρεση παραλύει σιγά-σιγά, όλα τα υγιή κύτταρα και τις ορθόδοξες αντιστάσεις. […]
Επανειλημμένως έχουμε αναφερθεί και στην βλάσφημη δήλωση του μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου, που εξέφρασε τον αδικαιολόγητο αγνωστικισμό του για το θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «εκ του Πατρός», προσβάλλοντας και αθετώντας την διδασκαλία του ιδίου του Κυρίου, διδάξαντος με πλήρη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα την εκ μόνου του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (Ιω. 15, 26), αλλά και περιφρονώντας την διαχρονική πίστη της Εκκλησίας που εκφράζε¬ται στο Σύμβολο της Πίστεως και στο σύνολο των συνόδων και των Πατέρων.
Και μόνον γι’ αυτή τη βλασφημία έπρεπε να κληθεί από την Ιερά Σύνοδο να δώσει εξηγήσεις, και αν επιμένει στην βλασφημία του, να υποστεί όσα οι Ιεροί Κανόνες επιβάλλουν. […]>
Ἡ οὐσία πάντως τῶν ὅσων λέγει , εἶναι ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι Ἐκκλησία. Ἔχει χάρη, μυστήρια. Δὲν εἶναι αἵρεση. Ἁπλῶς εἶναι ἕνα ἄλλο χριστιανικὸ δόγμα. Ἐφ’ ὅσον, τοιοῦτος ἡμῖν ἀναδείχθη ἀρχιερεύς, τοιοῦτοι, δυστυχῶς εἶναι καὶ πολλοὶ τῶν λοιπῶν ἀρχιερέων, παλαιῶν καὶ νέων, μὲ πρῶτον τὸν Καλαβρύτων. Εἴμαστε ὅλοι ἐνοχλημένοι καὶ ὀργισμένοι (μὲ τὴν παραμικρὴ Κανονικὴ παραβίαση στήνονται δικαστήρια), κι ὁ Καλαβρύτων ἐκήρυξε αἵρεση καὶ βλασφήμησε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα (τά ἔχουμε δημοσιεύσει αὐτά), λέγοντας τὴν βλάσφημη δογματικὴ θέση, ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸ filioque, γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ποῦ ξέρω, λέει, ἐγώ, ἂν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς ἢ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, στὴν Ἁγία Τριάδα εἶμαι; Καὶ ὑπάρχει δυστυχῶς καὶ πολὺ χειρότερη συνέχεια μὲ τὸν Καλαβρύτων. Διότι αὐτὸν τὸν καιρό, ἕνα θεολόγο καθηγητὴ Σημάτη τὸν ἀφόρησε. Καὶ μία ἀπὸ τὶς διαφορές τους εἶναι, ὅτι ἐνῶ ὁ καθηγητὴς ὑποστηρίζει ὅτι τὸ filioque εἶναι αἵρεση, ὁ Καλαβρύτων λέει πὼς δὲν εἶναι αἵρεση κι ὅτι οἱ Παπικοὶ εἶναι σχισματικοί. Ὁ θεολόγος Σημάτης ἔκανε ἕνα ἔγγραφο στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἡ ὁποία Ἱ. Σύνοδος ἀνέθεσε στὴν εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Δογματικῶν καὶ Νομοκανονικῶν ζητημάτων, νὰ συζητήσει μὲ τὸν θεολόγο γιὰ τὸ θέμα τοῦ filioque. Εἶναι νὰ φρίττεις. Δὲν ἀναφέρω τὰ ὀνόματα τῶν παραστάντων ἐκεῖ, ἑνὸς καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλὰ θὰ δημοσιευθοῦν –μοῦ ἐστάλησαν– καὶ θὰ τὸ πῶ, τοῦ καθηγητοῦ Π. Χριστινάκη, παρόντων στὴν Συνεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Μητροπολιτῶν Καρυστίας Σεραφεὶμ καὶ Φιλίππων Προκοπίου. Καὶ λέει ἐδῶ ὁ Σημάτης, ποὺ τὸ στένει αὐτὸ στοὺς Ἀρχιερεῖς πάλι, ἐκ δευτέρου. «Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συζήτησης περιεστράφη -ὡς μὴ ὤφειλε, ἕνεκα τοῦ αὐτονόητου τοῦ πράγματος- στὴν προσπάθεια νὰ πεισθῶ ὅτι δὲν ἔχουμε ἐκπεφρασμένη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση καί, ἐπίσης, ὅτι τὸ Filioque θεωρεῖται ἀπὸ κάποιους θεολογούμενο. Εὐτυχῶς, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα, εἶχα ἑτοιμάσει καὶ κατέθεσα στὴν Ἐπιτροπὴ ἐνημερωτικὸ Ὑπόμνημα, ἐπειδὴ μετὰ ἀπὸ συζήτηση μὲ τὸν κ. Π. Χριστινάκη εἶχα προσανατολισθεῖ γιὰ τὸ ποιά σημεῖα τοῦ ζητήματος ποὺ μὲ ἀφοροῦσε ἔχριζαν ἐπεξηγήσεων.
Παρὰ λοιπὸν τὸ Ὑπόμνημα ποὺ σᾶς προσκόμισα» (λέγει στοὺς Ἀρχιερεῖς) «μὲ πληθώρα ἀπὸ γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ παρὰ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ διὰ ζώσης προσέφερα στὴ συζήτηση, διὰ τῶν ὁποίων ἐφαίνετο ξεκάθαρα πὼς ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση καὶ ὄχι σχίσμα, τὸ Filioque εἶναι αἵρεση καὶ ὄχι θεολογούμενο, (ὅπως ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ἀμβρόσιος, ἀτυχῶς διατείνεται), καὶ χωρὶς ἀπὸ τὴ συζήτηση νὰ προκύψει τὸ ἀντίθετο, μοῦ ἀπαντήσατε πὼς σ’ αὐτὸ τὸ καίριο σημεῖο δὲν μπορεῖτε νὰ πάρετε θέση» (δὲν μποροῦν νὰ πάρουν θέση, ἂν τὸ filioque εἶναι αἵρεση, ἂν ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση) γιατὶ αὐτὸ εἶναι θέμα Πανορθοδόξου Συνόδου». Θὰ καλέσουμε ξανὰ Πανορθοδοξο Σύνοδο γιὰ νὰ κρίνει ἂν τὸ filioque..., ὅλες οἱ προηγούμενες Σύνοδοι δὲν ἀρκοῦν.
Θὰ ἀναφέρω ἐπίσης δύο ἄλλες περιπτώσεις ἀρχιερέων ποὺ μᾶς στενοχωροῦν, γιὰ νὰ γίνει μιὰ σύγκριση τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας Ἱεραρχίας. Στόχος τῆς ὁμιλίας μας εἶναι νὰ φανεῖ ὅτι τώρα ὑπάρχει κίνδυνος. Τοῦ μητροπολίτη Σύρου-Τήνου Δωρόθεου. Δὲν ξέρω ἂν ἀληθεύουν αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔχουν καταγγελθεῖ καὶ γραπτῶς ἀπὸ Συριανοὺς καὶ Τηνιακούς, ὅτι ἤδη ἔχει εἰσαχθεῖ στὴν Τῆνο καὶ στὴν Σύρο διακοινωνία, «κοινὸ ποτήριο», ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τὰ Ὀρθόδοξα καῖ στὰ Παπικά, αὐτὸ ποὺ ξέρω, ὅμως, καὶ τὸ ξέρουμε ὅλοι μας, εἶναι ὅτι ὁ μητροπολίτης Σύρου πέρυσι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2006 καὶ φέτος τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2007, κυκλοφόρησε κοινὴ ποιμαντικὴ Ἐγκύκλιο μὲ τὸν Παπικὸ Ἐπίσκοπο τῆς Σύρου. Εἴμαστε ἑνωμένοι, εἴμαστε μία Ἐκκλησία, βγάζουμε κοινὲς Ἐγκυκλίους. Καὶ νὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι ἄλλο, ἐπίσης ἐξοργιστικό. Ὑπάρχει ἕνας καθηγητὴς τῆς Νομικῆς γνωστός, ὁ Κώστας Μπέης, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ στὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο τῆς ἐφημερίδος «Ἐλευθεροτυπία», καὶ ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Πρεβέζης κ. Μελέτιο. Δημοσιεύτηκε, λοιπόν, αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἕνα ἄρθρο τοῦ καθηγητὴ Μπέη στὴν «Ἐλευθεροτυπία» τὸ 1995 τὸ ὁποῖο ξέρετε τί ἔλεγε; Λέει λοιπόν, ὅτι κάποια φορὰ κάναμε κάποια οἰκουμενικὴ συνάντηση στὴ Σύρο, προτείναμε στὸν Μητροπολίτη Σύρου νὰ κάνουμε μιὰ κοινή οἰκουμενικὴ λειτουργία σὲ ὀρθόδοξο ναό, ἀλλὰ δίστασε ὁ ὀρθόδοξος μητροπολίτης, ὄχι λέει γιατὶ δὲν πίστευε, ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀππφύγει τοὺς ἀντιδραστικούς, ἐμᾶς, τοὺς ταλιμπάν. Καὶ στὴν συνέχεια, λέει, ἀπευθυνθήκαμε στὸν Παπικὸ Ἐπίσκοπο. Κι ὁ Παπικὸς Ἐπίσκοπος ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του, λειτουργήσαμε ὅλοι μαζί,
Παπικοὶ, Προτεστάντες, μιὰ ὀρθόδοξη χορωδία, μιὰ παπικὴ καὶ στὸ τέλος ὁ Παπικὸς Ἐπίσκοπος βουτοῦσε τὴν ὄστια μέσα στὸν οἶνο, στὸ αἷμα Χριστοῦ, καὶ μᾶς κοινώνησε ὅλους. Κι ἦταν χαρὰ Θεοῦ. Ὑπάρχει κοινὸ ποτήριο ἢ δὲν ὑπάρχει καὶ μᾶς κοροϊδεύουν; Ἔχει γίνει ἤδη ἡ Ἕνωση ἢ δὲν ἔχει γίνει; Ὑπάρχουν καταγγελίες ἀπὸ ἀξιοπίστους μοναχοὺς κληρικοὺς ποὺ ἐπισκέπτονται μητρόπολη Ἰταλίας. Μοῦ τὰ στέλνουνε τώρα καὶ φανερώνονται.Ἤδη ψηλαφοῦμε τὴν ἱστορία καὶ τὰ βήματα ὅλων εἶναι ἐμφανῆ. Καὶ μοῦ λένε πώς, πάτερ, ὁ πρωτοσύγγελος τοῦ Ἰταλίας, ὀ ὀρθόδοξος, κοινωνεῖ ἀδιακρίτως Παπικοὺς καὶ ὀρθοδόξους. Ἔ, δὲν ὑπάρχει λοιπόν, οὔτε ἕνας Αὐγουστῖνος, οὔτε ἕνας Ἀμβρόσιος, οὔτε ἕνας Παῦλος; Νὰ πιστέψουμε ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς καλῆς ἑλλαδικῆς Ἱεραρχίας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει; Τὸ πιστεύουμε κι αὐτὸ θέλουμε. Ἔγὼ ἔχω πεῖ πολλὲς φορές, ἂν ἕνας Ἐπίσκοπος ἔμπαινε μπροστὰ στὸν ἀγῶνα, ἐγὼ θὰ ἤμουν ὁ τελευταῖος ἀκόλουθός του, δὲν θὰ ἔλεγα τίποτα καὶ θὰ σιωποῦσα, θὰ τὸν βοηθοῦσα. Ἀλλὰ ποῦ εἶναι οἱ Ἀρχιερεῖς;
3. Η διάβρωση των Θεολογικών Σχολών
Θὰ σᾶς παρουσιάσω μόνο ἕναν ἀκόμη λόγο τρίτο, ὁ ὁποῖος δείχνει σὲ πόσο σοβαρὸ κίνδυνο βρισκόμαστε. Εἶναι ἡ διάβρωση τῶν θεολογικῶν σχολῶν. Ζῶ τὸ δρᾶμα αὐτὸ πολλὲς δεκαετίες τώρα. Καὶνὰ σᾶς πῶ ἁπλῶς ὅτι ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν καθηγητῶν τῶν θεολογικῶν σχολῶν, εἶναι πρόβλημα ἂν ἔχει μείνει ἕνα δὲκα τοῖς ἑκατὸ Ὀρθοδόξων· ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι Οἰκουμενισταί. Τὸ εἶχε προφητεύσει καὶ τὸ γράφει στὸ βιβλιαράκι αὐτό, ὁ γέροντας Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Γράφει: «Ὅταν κατέβηκα ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνἀ στὴν Ἀθῆνα «῞Οταν κατέβηκα ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνὰ στὴν ̓Αθήνα (τὸ 1952) μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνιαεἶχα νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου χρόνια, μὲ βρίσκει ἕνας παλιὸς συνάδελφος καὶ μοῦ λέει·
– Βρὲ Αὐγουστῖνε, πᾶμε ἐκεῖ κάτω, καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν παλιὰ Βουλή, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἀπ ̓ ἔξω τὸ ἄγαλμα τοῦ μπαρμπα-Κολοκοτρώνη. ̓Εκεῖ μέσα, μοῦ λέει, γίνεται συνέδριο τῶν θεολόγων.
– Πᾶμε.
Μπαίνω μέσα καὶ βλέπω νὰ εἶνε συγκεντρωμένοι φοιτηταί, καθηγηταί, γυμνασιάρχαι, ἐπιθεωρηταί, δεσποτάδες μὲ ἐγκόλπια, ἱεροκήρυκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι. ̓Εγώ, τελείως ἄγνωστος στὴν ̓Αθήνα, μπῆκα καὶ τρύπωσα, ὅπως εἶνε ἀμφιθεατρικῶς ἡ παλαιὰ Βουλή, ἐπάνω, στὰ τελευταῖα καθίσματα.
̓Απὸ ̓κεῖ τί ἔβλεπα; ῎Εβλεπα νὰ μπαίνουν κάτι γεροντάκια, παπᾶδες ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά τους (σὰν τοὺς σεβαστοὺς γέροντες ποὺ εἶναι ἀπόψε ἐδῶ), , παπᾶδες ποὺ ἄν δὲν ἦταν αὐτοὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ ̔Ελληνικὸ κράτος. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν στὴν ὑποδοχή, τὸ προεδρεῖο τῶν θεολόγων, δὲν τοὺς ἔδιναν καμμία σημασία· καὶ πολλοὶ ἀπ ̓ αὐτοὺς τοὺς σεβασμίους ̔Ιερεῖς ἦταν ὄρθιοι. ῞Οταν ἔμπαινε κανένας φραγκόπαπας, τοῦ ἔκαναν μεγάλες τσιριμόνιες, μεγάλες περιποιήσεις, καὶ τὸν ἔβαζαν στὰ πρῶτα καθίσματα. Λέω· Ποῦ εἶμαι;...
Εἶχα δίπλα μου ἕναν παπᾶ ποὺ ἔφυγε στὸ ἐξωτερικό.
– Δὲ βλέπεις, μοῦ λέει, τί γίνεται; Μὴ μιλᾶς ὅμως, καὶ μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὰ ῥάσα.
Καλὰ αὐτό, τὸ ὑπέφερα.
Σὲ λίγο ἀνεβαίνει κάποιος καθηγητὴς καὶ λέει·
– ̔Η σεβασμία Καθολικὴ ̓Εκκλησία...
῎Ωχ! λέω.
̓Ανεβαίνει δεύτερος καθηγητὴς καὶ λέει·
– ̔Η σεβασμιωτάτη ̓Εκκλησία τῶν Καθολικῶν...
῎Ε, δὲν ὑπέφερα· δὲ μ ̓ ἔχετε δεῖ ὅταν θυμώνω –ὁ Θεὸς νὰ μ ̓ ἐλεήση κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. ̓Απὸ ̓κεῖ ποὺ καθόμουν, σηκώνω τὸ χέρι καὶ μόνος παίρνω τὸ λόγο καὶ λέω:
– Σᾶς ἐρωτῶ νὰ μοῦ ἀπαντήσετε. ̓Εγὼ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κούνια, γνωρίζω ἀπὸ τὴ μάνα μου, γνωρίζω ἀπὸ τὸ μοναστήρι μου, γνωρίζω ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς θεολόγους, ὅτι μία εἶνε ἡ ̓Εκκλησία· ἡ ἁγία, ἡ ἀποστολική, ἡ ̓Ορθόδοξος ἡμῶν ̓Εκκλησία. ῞Ολα τὰ ἄλλα εἶνε σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Σᾶς ἐρωτῶ νὰ μοῦ ἀπαντήσετε· ̔Η παπικὴ “ἐκκλησία” δὲν εἶνε σχίσμα καὶ αἵρεσις; ̓Εγὼ λέω, ὅτι εἶνε αἵρεσις, καὶ ὡς αἵρεσις δὲν πρέπει νὰ λέγεται σεβασμία Τὸ τί ἔγινε!... Δὲν περιγράφεται. Δὲν ἀπαντοῦσε κανεὶς ἀπ ̓ αὐτοὺς στὸ ἐρώτημά μου. Χτύπησαν τὰ κουδούνια. Φώναξαν τὴ φρουρά. ῏Ηρθαν οἱ χωροφύλακες γιὰ νὰ μὲ βγάλουν ἀπὸ ̓κεῖ πάνω. Τότε καμμιὰ δεκαριὰ παιδιά, νέοι θεολόγοι ποὺ τοὺς γνώριζα ἀπὸ τὸ στρατό, λένε· ῎Οχι, δὲν θὰ βγῆ ἔξω ὁ ̔Ιεροκήρυκας. ῎Ετσι, μόλις καὶ μετὰ βίας, σταμάτησαν.
῞Οταν βγῆκα ἔξω, εἶπα μὲ τὸ μυαλό μου· “Γιὰ φαντάσου, ποῦ μᾶς πᾶνε...”. Πρὶν δώδεκα χρόνια αὐτὴ ἡ δουλειά, τὸ1952. Εἶπα μέσα μου· “Αὐτοὶ θὰ μᾶς πᾶνε στὸν Πάπα!». Καὶ μᾶς πῆγαν καὶ μᾶς ἔφεραν τὸν Πάπα.
Δὲν θὰ ἀναφερθῶ σὲ περισσότερα γιὰ τὴν κατάσταση τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν. Νὰ πῶ ἁπλῶς ὅτι ἡ κατάσταση τώρα εἶναι ἀπείρως χειρότερη. Ἔχουν συνταχθεῖ διδακτορικὲς διατριβές, καθοδηγηθεῖσες ἀπὸ καθηγητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ποὺ παρουσιάζουν ὡς Ὀρθοδόξους τοὺς Μονοφυσίτες αἱρετικοὺς Διόσκορο καὶ Σεβῆρο. Πολλὲς πλᾶνες καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὶς παρουσίασε ἕνας θεολόγος Βελέντζας σὲ σειρὰ ἄρθρων στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο».
Ο παράγων αυτός είναι η οικουμενιστική διάβρωση του θεολογικού κόσμου, των Θεολογικών Σχολών, οι οποίες τροφοδοτούν πλέον και τον κλήρο αλλά και την εκπαίδευση με θεολόγους οικουμενιστικής νοοτροπίας και σπουδής. Ό,τι μαθαίνουν στις Θεολογικές Σχολές από τους -κατά συντριπτική πλειοψηφία- οικουμενιστάς καθηγητάς, αυτό διδάσκουν στις ενορίες και στα σχολεία οι νέοι θεολόγοι. Τώρα μάλιστα για πρώτη φορά ο Οικουμενισμός πέρασε και στα νέα θρησκευτικά βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου. […]
Τὰ ἄλλα ἁπλῶς θὰ σᾶς τὰ πῶ. Καὶ φτάνω στὸν ἐπίλογο.
4. Διαιρέσεις και δισταγμοί στο Άγιον Όρος
Δυστυχῶς ἔχουμε προβλήματα καὶ μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει διαιρέσεις καὶ δισταγμούς. Ὁ μαμωνᾶς τῶν χρημάτων τῆς Εὐρώπης καὶ ὁ φόβος πρὸ τῆς πλειοψηφίας τῶν Πατριαρχικῶν ἔχει παραλύσει ὅλους. Ἡ Ἐσφιγμένου ἔγινε Ἐσφαγμένου.
Ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία είναι αυξημένος στις ημέρες μας, διότι επίσης το θεωρούμενο ως «Κιβωτός της Ορθοδοξίας» Άγιον Όρος, το περιβόλι της Παναγίας μας, είναι διχασμένο και επιφυλακτικό. […]
Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις κατά τις όποιες ομόφωνα και δυνατά ύψωνε παλαιότερα το Άγιον Όρος την φωνή του στα οικουμενιστικά ανοίγματα πατριαρχών και επισκόπων. […]
Ἄλλος λόγος.
5. Ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτηση τῶν ἀρχιμανδριτῶν καὶ τῶν ἐγγάμων ἐφημερίων, από τὴν αὐθαιρεσία, τις διαθέσεις και την θέληση των επισκόπων, οι οποίοι εφαρμόζουν επιλεκτικά τους ιερούς κανόνες και κατά το δοκούν. Ὅποτε θέλουν ἐφαρμόζουν τοὺς Κανόνες, ὅποτε θέλουν δὲν τοὺς ἐφαρμόζουν· κόπτονται ὑπὲρ τῶν Ἱ. Κανόνων, ἀλλ’ αὐτοὶ μποροῦν νὰ παραβιάζουν τοὺς Ἱ. Κανόνες, εκφοβίζοντες και απειλούντες τους ενισταμένους, ακόμη και για θέματα πίστεως.
Η κατάργηση της ενορίας ως κοινότητος, η οποία συντελούσε στο να έχουν αμφίδρομη θετική σχέση οι ιερείς με το πλήρωμα των πιστών, και η παντελής τώρα οικονομική ανεξαρτησία των εφημερίων (από τους ενορίτες τους) ενισχύουν τον επαγγελματισμό πολλών ιερέων, των οποίων η κυρία μέριμνα είναι να τα έχουν καλά με τον επίσκοπο, για να μη χάσουν την θέση τους ή για να τοποθετηθούν σε καλύτερη και πλουσιώτερη ενορία.
6. Η παντελής σχεδόν απουσία κατηχήσεως των πιστών σε θέματα πίστεως
Ἀκατήχητος καὶ ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ὅταν ἀκούσει ὀρθόδοξο λόγο ξαφνιάζεται καὶ ἀπορεῖ. Ὅταν προχθὲς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, στὶν Ἑσπερινὸ τῆς ἄλλης ἡμέρας, παρουσίασα δύο παραγράφους ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, καὶ ἦρθαν δυὸ κυρίες... καὶ λένε, πάτερ, ἐμεῖς δὲν ἀκούσαμε ποτὲ τέτοιον λόγο. Δὲν ἀκούσαμε ποτὲ λόγο νὰ ἀναφέρεται στὰ Δόγματα καὶ στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς Ἀρειανούς, οὐδέποτε ἀκούσαμε, ἀκατήχητος ὁ κόσμος. Καὶ παραπληροφορεῖται ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε. Ἔχουν σφραγισθεῖ τελείως οἱ Ὀρθόδοξες φωνές. Τὸν ἅγιο Μάξιμο ποὺ γιορτάζαμε προχθὲς τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα γιὰ νὰ μὴ μιλάει. Τώρα βρῆκαν πολιτισμένους τρόπους νὰ κόβουν τὶς γλῶσσες γιὰ νὰ μὴν ἀκούγονται. Ἐμένα μὲ ἔχουν καταργήσει ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Μητροπόλεως. Εἶχα μόνιμη ἐκπομπὴ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα γιὰ τρία-τέσσερα χρόνια, τώρα μὲ ἐντολὴ ἄνωθεν, καὶ καταλαβαίνει κανεὶς πόθεν ἄνωθεν. Ρωτάει ὁ κόσμος: π. Θεόδωρε, γιατί δὲν βγαίνετε στὸ κανάλι; Στὴν ἀρχὴ για νὰ μὴν ἐκθέσω τὸν π. Θεόφιλο στὴν «Λυδία», ἔλεγα ἔχω δουλειές, εἶμαι φορτωμένος· ἀλλὰ εἶμαι κομμένος. Δὲν ἔχουμε ὀρθόδοξα μέσα ἐνημερώσεως. Οὔτε μία ἐφημερίδα ἡμερήσια. Ὁ γέροντας Αὐγουστῖνος Καντιώτης τότε, λέει, εὐτυχῶς ὑπῆρχε τότε στὸ σύνολο τοῦ Τύπου, ποὺ παραπληροφοροῦσε τὰ γεγονότα μὲ τὸν Ἀθηναγόρα, ὑπῆρχε καὶ μιὰ ἐφημερίδα στὴν Θεσσαλονίκη, ὁ «Ἑλληνικὸς Βορράς» καὶ τὸν ἐπαινεῖ. Τώρα ἔχουν ἀπομείνει μόνο ὁ «Ὀρθοδοξος Τύπος», ἡ «Θεοδρομία», ἡ «Παρακαταθήκη», ἡ ἱστορικὴ «Χριστιανικὴ Σπίθα» τοῦ Καντιώτη. Νὰ γραφεῖτε ὅλοι συνδρομηταὶ στὰ περιοδικὰ αὐτά. Διαθέτει ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας, βγάζει πολυτελέστατες ἐκδόσεις, ἔγχρωμες, χλιδᾶτες, ποὺ προκαλοῦν σκανδαλισμό, καὶ δὲν μποροῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ βγάλουμε ἕνα περιοδικὸ, μία ἐφημερίδα. Εἶναι ἐδῶ ὁ ὑπεύθυνος τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου»· νὰ γραφεῖτε συνδρομητὲς στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», θὰ ἀλλάξει ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχετε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Καὶ ἐπίσης, ὁ Οἰκουμενισμὸς περνάει πλέον καὶ στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια τὰ καινούργια.
Καὶ φθάνω στὸν ἐπίλογο.
Μπροστά, λοιπόν, στὸν ἐμφανῆ αὐτὸν κίνδυνο, ποὺ τώρα εἶναι σοβαρός, πολὺ σοβαρότερος ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν, τί πρέπει νὰ κάνουμε;
Ἐν πρώτοις νὰ φροντίσουμε νὰ μὴ μιανθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Νὰ μὴ ἔχουμε καμία ἐπικοινωνία μαζί τους, ὅπως συνιστοῦν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Ἐπικοινωνία ὄχι συγκυριακή, βέβαια, ἀλλὰ ἠθελημένη καὶ σχεδιασμένη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε τοὺς αἱρετικοὺς στὸ δρόμο, στὸ λεωφορεῖο, στὸ ξενοδοχεῖο, στὰ ἑστιατόρια· ἀλλ’ ὄχι νὰ προγραμματίζουμε συναντήσεις· ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἀπὸ τοὺς Κανόνες. Γιὰ συμπροσευχὴ οὔτε ἡ παραμικρὴ σκέψη. Αὐτὸ τηρούσαμε ἐπί αἰῶνες. Τὸ τηροῦσαν καὶ οἱ Ἐπίσκοποί μας μέχρι τοῦ Ἀθηναγόρα, καὶ τώρα μέχρι τοῦ Χριστοδούλου. Αὐτὸ συνιστᾶ καὶ ὁ Μ. Ἀντώνιος σὲ σχέση μὲ τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι χειρότερη ἀπὸ ὅλες τὶς παλαιὲς αἱρέσεις. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος: «Μόνον μία μιάνητε ἑαυτοὺς μετὰ τῶν Ἀρειανῶν. (Μετὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν προσθέτουμε ἐμεῖς). Οὐκ ἔστι γὰρ τῶν ἀποστόλων αὕτη ἡ διδασκαλία, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων, καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου».
Νὰ καλέσουμε ὅλους σὲ ἐγρήγορση, σὲ ἀγρύπνια, σὲ ἐπιφυλακή. Νὰ σαλπίσουμε τὸ προσκλητήριο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «γρηγορεῖτε». Νὰ ἐνισχύσουμε καὶ νὰ συμπαρασταθοῦμε πρὸς τοὺς ἀγωνιστὰς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ διώκονται, τιμωροῦνται, συκοφαντοῦνται. Ἡ ἀποψινή μας παρουσία ἐδῶ καὶ ἡ δική μου καὶ τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν, ἰδίᾳ τῶν Ἀγιαντωνιτῶν. σὺν τοῖς ἄλλοις εἶναι καὶ μία συμπαράσταση πρὸς τὸν ταλαιπωρούμενο ἀδελφὸ καὶ πατέρα, πρὸς τὸν ἀδίκως τιμωρηθέντα π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε καὶ ἐσήκωσε μόνος ἐπὶ ἔτη τὸ «βάρος τῆς ἡμέρας», τὸ βάρος τῆς ἀντιπαραθέσεως μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὰς Ἐπισκόπους. Νὰ ἀφυπνήσουμε τὸ κοιμώμενο λόγῳ ἀγνοίας ὀρθόδοξο ποίμνιο. Νὰ ξοδέψουμε γιὰ τὴν Ἁγία ὀρθοδοξία, νὰ μὴ μείνουμε προσκολλημένοι καὶ νὰ ἐνδιαφερόμαστε μόνο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα, νὰ στήσουμε ραδιοφωνικοὺς σταθμούς, τηλεοπτικοὺς σταθμούς, νὰ ἐνισχύσουμε ὀρθόδοξα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Ὅπως έλεγε ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, βλέποντας να έρχεται η καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως, «πρέπει να ξυπνήσουμε την πόλη που κοιμάται και δεν αντιλαμβάνεται το κακό που έρχεται». Τώρα μάλιστα τὸ καὸ εἶναι πιὸ ὕπουλογιατὶ χάνουμε τὴν πατρίδα μας, ὄχι ἀναγκαστικὰ ἀπὸ στρατιωτικὴ κατάκτηση, ἀλλὰ ἀντὶ πινακίου φακῆς, ἀπὸ τὴν ἐθελούσια πρόσδεσή μας στὴν εὐημεροῦσα Εὐρώπη τοῦ Πάπα καὶ τῶν Φράγκων. Τουλάχιστον νὰ κρατήσουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε μέσα σ’ αὐτὴν νὰ σωθοῦμε.
Ὁ ἴδιος μεγάλος Πατριάρχης καὶ Ἐθνάρχης, μετὰ τὸ προδοτικὸ συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452 μέσα στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, κλείστηκε στενοχωρημένος στὸ κελί του (πόσοι γεροντᾶδες στενοχωρέθηκαν μέχρι θανάτου, βλέποντας τὴν συνάντηση Πατριάρχου καὶ Πάπα;), δὲν δεχόταν κανένα, μόνον ἔγραψε καὶ ἐθυροκόλλησε στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του τὴν πικρὴ διαπίστωσή του: «Ταλαίπωροι γραικοί, μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα ποὺ θὰ χάσετε, χάσετε τώρα καὶ τὴν πίστη σας». Καὶ μαζί μὲ ὅλα αὐτὰ να πέφτουμε στα γόνατα και να προσευχόμαστε στον Χριστό, τὸν Κύριο, τὸν δομήτορα, τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φαίνεται νὰ καθεύδει, νὰ κοιμᾶται, λόγῳ της αναξιότητός μας, μέσα στη φουρτούνα και στο σάλο, για να ξυπνήσει καὶ να καταπαύσει την τρικυμία, να παύσει τα σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις, νὰ επαναφέρει όλους τους πεπλανημένους, μέσα στην Αγία του Εκκλησία, γιατί μόνον αυτό συνιστά την αληθινή Ένωση. Δεν πρέπει να αθυμούμε καὶ νὰ ἀπογοητευόμαστε, ὅπως καὶ πάλι λέγει ὁ Μ. Ἀντώνιος «ἡ Ἐκκλησία θὰ ξαναβρεῖ τὴν ὀμορφιά της, ὅπως ὀργίστηκε ὁ Κύριος ἐξ αἰτίας μας, ἔτσι καὶ θὰ θεραπεύσει». Θὰ ξαναλάμψει ἡ Ὀρθοδοξία, θὰ ἀποκατασταθοῦν οἱ διωκόμενοι καὶ οἱ ἀδικούμενοι, ἡ ἀσέβεια θὰ ἐπιστρέψει εἰς τὴν σκοτεινὴ φωλιά της, καὶ ἡ εὐσεβὴς πίστη, θὰ ἐμφανίζεται ἐλεύθερα καὶ μὲ παρρησία. Ἀμήν.
(Κλείσιμο ἀπὸ π. Εὐθύμιο Τριακμηνᾶ)
Εὐχαριστοῦμε τὸν π. Θεόδωρο ποὺ ὄχι μόνο εἶχε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη νὰ ἔρθει κοντά μας, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς ἐνημερώσει καρδιακά γιὰ τὰ θέματα τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ εὔχεται καὶ γιὰ μᾶς ἐδῶ, καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς συνοδοιπόροι στὸν ἀγῶνα ποὺ κάνει ἐκεῖνος, καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἀγωνίζονται. Ἐπίσης νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλους, ὅσοι ἦρθαν ἐδῶ σήμερα, ἀφήνοντας ἐργασίες ἢ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, νὰ ζητήσουμε τὶς εὐχὲς ὅλων τῶν πατέρων, νὰ εὐχαριστήσουμε πάλι τὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο ποὺ εἶχε τὴν καλωσύνη νὰ μᾶς παραχωρήσει τὴν αἴθουσα καὶ νὰ εὐχηθοῦμε, αὐτὲς οἱ προσδοκίες τοῦ π. Θεοδώρου νὰ γίνουν πραγματικότητες καὶ νὰ ἀφυπνιστοῦμε ὅλοι μας ἀπὸ τὸν λήθαργο ποὺ μᾶς κατέχει. Νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ τὸν Σεβασμιώτατο (σ.σ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο) ποὺ ἦρθε καὶ παρακολούθησε τὴν ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου.
Ἄλλα ἀποσπάσματα τῆς ὁμιλίας που δημοσιεύουν οἱ «Ἀκτῖνες»:
Δεν ακούγεται πλέον δογματικό κήρυγμα, ούτε εν πολλοίς και αντιαιρετικό. Οι περισσότεροι από τους κληρικούς, μιμούμενοι την εκκλησιαστική ηγεσία, περιορίζονται σε πατριωτικά ή κοινωνικού περιεχομένου κηρύγματα.
Ελησμόνησαν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20), ότι η Εκκλησία, ως βασιλεία του Θεού, «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Λουκά 18, 36), ότι οι Χριστιανοί πρέπει να φρονούμε τα άνω, όχι τα επί της γης (Κολ. 3, 2), το λειτουργικό πρόσταγμα «άνω σχώμεν τας καρδίας»… […]
Πολλοί δε από τους επισκόπους αντί να αγρυπνούν και να παρουσιάζουν τους κινδύνους των αιρέσεων του Παπισμού και του Οικουμενισμού και να ενημερώνουν το ποίμνιο, επαναπαύονται με το ότι τους ακολουθούν και συμφωνούν με την στάση τους οι πολλοί ακατήχητοι και ανενημέρωτοι, ενώ τους αγωνιώντας και ενημερωμένους τους παρουσιάζουν ως μικρή μειονότητα «φανατικών», και «υπερσυντηρητικών».
Ταιριάζει εδώ απολύτως αυτό που είπε προ του πάθους ο Κύριος για τους Γραμματείς και Φαρισαίους, συνοδευόμενο από ένα καταδικαστικό ταλανισμό:
«Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε ουδέ τους εισερχόμενους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. 23, 13-14).
7. Υπάρχει τρομερή έλλειψη μέσων ενημερώσεως του λαού, γνήσιας και αντικειμενικής
Ο κοσμικός τύπος, έντυπος και ηλεκτρονικός, χειροκροτεί απροβλημάτιστα, ίσως και σχεδιασμένα, όλα τα οικουμενιστικά και συγκρητιστικά ανοίγματα των εκκλησιαστικών ηγετών, και ειρωνεύεται όλες τις παραδοσιακές θέσεις και αξίες ως παρωχημένα και ξεπερασμένα πράγ¬ματα. Τώρα δε και ο ελεγχόμενος από την εκκλησιαστική ηγεσία εκκλησιαστικός τύπος και το ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος ενθουσιαστικά προβάλλουν κάθε οικουμενιστική εκδήλωση, ενώ έχουν αποκλεισθεί οι ορθόδοξες φωνές. […]
8. Η εκκοσμίκευση κλήρου και λαού
Η γοητεία και ελκυστικότητα του κόσμου παρασύρει, με συνέπεια τη χαλάρωση του ζήλου και του αγώνος για την «στενή και τεθλιμμένη οδό» του Ευαγγελίου και των Αγίων. […]
(Υπάρχει ένα) πολύ συχνά προβαλλόμενο επιχείρημα από τους εφησυχάζοντες και αδιαφορούντες: «Δεν παθαίνει τίποτε ή Εκκλησία, είναι αήττητη, μη φοβάστε». Όντως η Εκκλησία δεν πρόκειται να καταστραφεί, αφού είναι Σώμα Χριστού, έχει Κεφαλή το Χριστό, είναι ο Χριστός ο εις τους αιώνας επεκτεινόμενος. Έχομε τη διαβεβαίωση του ιδίου του Χριστού ότι «και πύλαι Άδου, ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18). Ο κίνδυνος όμως δεν αναφέρεται στην Εκκλησία, η οποία θα υπάρχει εις τους αιώνας μετά της Κεφαλής της, του Χριστού, αλλά εις τα μέλη της Εκκλησίας, εις τους πιστούς, οι οποίοι κινδυνεύουν να χαθούν, όταν χαθεί η ορθή πίστη, η Ορθοδοξία, και επικρατήσουν η αίρεση και η πλάνη.
Όταν χαθεί η ορθή πίστη, όσο άγιος και ενάρετος και αν είναι κανείς, δεν σώζεται· αντίθετα μέσα στην ορθώς πιστεύουσα, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σώζεται ανά πάσα στιγμή και ο μεγαλύτερος αμαρτωλός, όταν μετανοήσει και εξομολογηθεί τις αμαρτίες του.
Ο κίνδυνος από τις αμαρτίες μας αντιμετωπίζεται με την μετάνοια και την εξομολόγηση, ο κίνδυνος από την αίρεση δεν αντιμετωπίζεται με τίποτε∙ οδηγεί τον αιρετικό με βεβαιότητα στην απώλεια. […]
Ο ίδιος ο Κύριος επεσήμανε τον κίνδυνο των ψευδοποιμένων που προσπαθούν να παραπλανήσουν το ποίμνιο, και την ανάγκη να μην ακούουν οι πιστοί «των αλλοτρίων την φωνήν», διότι ενώ ο καλός ποιμήν Θυσιάζεται για τη σωτηρία των προβάτων, ο μισθωτός, ο επαγγελματίας ποιμήν, μπροστά στον κίνδυνο φεύγει, και αφήνει τους λύκους, δηλαδή τους αιρετικούς, να αρπάξουν και να σκορπίσουν τα πρόβατα (Iω. 10, 1-16).
Γι' αυτό και οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες δεν επαναπαύθηκαν στο κήρυγμα αυτό της απραξίας, «μη φοβάστε, μην ανησυ¬χείτε, η Εκκλησία δεν παθαίνει τίποτε», αλλά όλη τους η ζωή, όπως φαίνεται από τα συγγράμματα τους, ήταν ένας ανύστακτος, ένας αδιάκοπος, ένας συνεχής αγώνας, για να κρατηθεί αλώβητη η αληθινή πίστη, να μη κατορθώσουν οι αιρετικοί να την διαστρέψουν, να κηρύξουν άλλο Ευαγγέλιο, άλλο Χριστό, παραμορφωμένο και προσαρμοσμένο στις επιθυμίες τους. Έδωσαν οι περισσότεροι και τη ζωή τους, έγιναν μάρτυρες, «για του Χρίστου την πίστη την αγία», μεγάλοι ομολογηταί και διδάσκαλοι της αληθείας, διωκόμενοι, υβριζόμενοι, συκοφαντούμενοι, διαβαλλόμενοι, καθ' ημέραν αποθνήσκοντες. […]
Ο Απόστολος Παύλος συνέστησε στους πρεσβυτέρους της Εφέσου στη Μίλητο -προαισθανόμενος να εγγίζει το τέλος του- ως πρώτιστο ποιμαντικό τους καθήκον, να προσέχουν τους εαυτούς τους και το ποίμνιο, να ποιμαίνουν την Εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Χριστός όχι αδιαφορών, φιλοσοφών, διασκεδάζων, καθυσυχάζων, εξουσιάζων, κοινωνιολογών και καλοπερνών, αλλά με το ίδιο Του το αίμα.
Τους προειδοποιεί ότι θα εμφανισθούν «λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι τον ποιμνίου», οι αιρετικοί δηλαδή. Και το πιο πικρό και λυπηρό, ότι και ανάμεσα από τους ίδιους, από το ιερατείο, από τους επισκόπους και τους ιερείς, «αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών».
Και ενώ αυτό ήταν πρόρρηση και προφητεία, πού επαληθεύθηκε σύντομα, και επαληθεύεται διαρκώς στη ζωή της Εκκλησίας, δεν τους καθησυχάζει αλλά σαλπίζει σάλπισμα εγερτήριο, σάλπισμα αγρύπνιας, προσοχής, εγρήγορσης· «Διό γρηγορείτε», τους λέγει «μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον» (Πράξ. 20, 28-32).
Είναι Παύλειο, αλλά δυστυχώς ξεχασμένο το σύνθημα «Γρηγορείτε», σήμερα που οι λύκοι οι βαρείς έχουν εισέλθει μέσα στην Εκκλησία, και πολλοί και εξ ημών των κληρικών λαλούν διεστραμμένα, αποσπούν τους πιστούς από την αλήθεια της Ορθοδοξίας στα δίχτυα και στις πλάνες των αιρέσεων του Παπισμού και του Οικουμενισμού.
Η καθησυχαστική θέση «δεν θα πάθει τίποτε η Εκκλησία» είναι σωστή, ως ενθαρρυντική όχι στην απραξία και στην αδιαφορία, αλλά στον αγώνα· αγωνισθείτε, κοπιάστε, ομολογήστε και ο Θεός δεν θα αφήσει την Εκκλησία Του. Χωρίς την συνεργεία την δική μας, που είναι δόγμα της Πίστεως μας, ο Θεός μας εγκαταλείπει, διότι δεν σώζει κανένα, χωρίς να το θέλει και να το επιθυμεί, όπως εσφαλμένα δέχεται η διδασκαλία των Προτεσταντών περί απολύτου προορισμού. Η ιστορία άλλωστε μας διδάσκει ότι ολόκληρες τοπικές αρχαίες εκκλησίες χάθηκαν, όπως οι επτά εκκλησίες της Αποκαλύψεως, και πολλές άλλες έχουν εξασθένηση μέχρι θανάτου, κυρίως για την αποστασία και την προδοσία της Πίστεως εκ μέρους των ποιμένων και των πιστών τους. Υφίσταται όμως και υπάρχει η Εκκλησία η Ορθόδοξη, μεγαλυνθείσα και αυξηθείσα και με άλλους λαούς υπό την αυστηρή παιδαγωγία του Ιδρυτού της σταυρουμένη, αλλά πορευομένη εν αληθεία.
Η αιρετική Δύση, υπερηφανεύεται για την αποφυγή της εξωτερικής κακοπάθειας, η οποία είναι δείγμα θεϊκής παιδαγωγίας και επισκέψεως, έχει χάσει όμως παντελώς την χριστιανική της υπόσταση, έχει αποχριστιανισθή τελείως. Και αυτή η πνευματική καταστροφή είναι πολύ χειρότερη· ο πνευματικός θάνατος είναι πολύ χειρότερος από τον σωματικό θάνατο. «Μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. 10, 28).
Ολόκληρη η Ευρώπη είναι ένα απέραντο πνευματικό νεκροταφείο, και την οσμή αυτού του θανάτου, για τον οποίο είναι υπεύθυνοι ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, μεταφέρουν και στην Ορθόδοξη Ελλάδα οι αγαπητικές σχέσεις, οι συναντήσεις και οι επισκέψεις με τους εκπροσώπους αυτών των αιρέσε¬ων, που τις αναγνωρίζουμε πλέον ως «εκκλησίες», ως «δρόμους σωτηρίας».
Οδήγησαν τους λαούς της Δύσεως σε πνευματικό θάνατο, και αντί να τους υποδείξουμε την ζωοποιούσα και σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας, ώστε να σώσουν και τους ιδικούς τους λαούς, προκαλούμε σύγχυση και αμφιβολίες και στον δικό μας ευλογημένο λαό και τον σπρώχνουμε προς την απώλεια, αφού γκρεμίσαμε τα όρια των Πατέρων και είναι εύκολο να διαβούν από την αλήθεια στην αίρεση, από την ζωή στο θάνατο. […]
Σε λίγο θα ψάχνουμε και στην Ελλάδα να βρούμε Έλληνα Ορθόδοξο και δεν θα βρίσκουμε. Θα χαθούν τα παιδιά μας, οι επόμενες γενιές, χάνεται ήδη και η παρούσα, ενώ οι περισσότεροι δεν βλέπουν τον κίνδυνο, στρουθοκαμηλίζουν. Η Εκκλησία βέβαια δεν θα χαθεί, θα υπάρχει, έστω και με τρεις Ορθοδόξους, θα χαθούν όμως μυριάδες ψυχών, ορθοδόξων και ετεροδόξων. […]
Μπροστά λοιπόν στον εμφανή αυτόν κίνδυνο πού τώρα είναι σοβαρός, πολύ σοβαρότερος από το πρόσφατο παρελθόν πρέπει αφυπνίσουμε το κοιμώμενο λόγω άγνοιας ορθόδοξο πλήρωμα. […]
Όπως έλεγε ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, βλέποντας να έρχεται η καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως, «πρέπει να ξυπνήσουμε την πόλη που κοιμάται και δεν αντιλαμβάνεται το κακό που έρχεται». […]
Και να πέφτουμε στα γόνατα και να προσευχόμαστε προς τον Χριστό, ο οποίος φαίνεται, ότι λόγω της αναξιότητός μας καθεύδει μέσα στη φουρτούνα και στο σάλο, για να ξυπνήσει, να καταπαύσει την τρικυμία, να παύσει τα σχίσματα και να επαναφέρει όλους τους πεπλανημένους, όλους τους αιρετικούς, μέσα στην Αγία του Εκκλησία, γιατί μόνον αυτό συνιστά την αληθινή Ένωση. Δεν πρέπει να αθυμούμε, αλλά με χαρά να υπομένουμε και να περιμένουμε, γιατί τελικά η νίκη και ο θρίαμβος θα είναι του Χριστού και όχι του Αντιχρίστου.
Πηγή: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/05/blog-post_8048.html