Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Ασώτου Υιού, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

(Λουκ. 15, 11-32)

Πηγή ἀγάπης

 

Ὁ ἄνθρωπος ὅταν μένει μοναχός του, δηλαδή μόνος του, χωρίς τόν Θεό, κοιτάζει τόν ἑαυτό του καί θυμᾶται μόνο τόν ἑαυτό του. Καί γεμίζει ἀπό κακίες καί ἀπό πάθη. Γιατί ὅλοι, κάτι ἀπειλοῦν νά τοῦ λιγοστέψουν ἀπό ἐκεῖνα πού ἔχει. Τούς βλέπει σάν ἐχθρούς, ἤ σάν ὑπηρέτες τῶν παθῶν του.

Ὁ Θεός δέν θέλει κακίες καί πάθη. Ἀλλά θέλει καλωσύνη καί ἀγάπη. Ὁ Θεός διδάσκει τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη.

Ὅσο περισσότερο ἕνας ἄνθρωπος φέρνει στό νοῦ του τόν Θεό, τόσο περισσότερο γίνεται καλός, σεμνός, ἁγνός, ἐλεήμων, εὔσπλαγχνος.

Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται τόν Θεό, διαβάζει καί μελετάει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μιλάει συνεχῶς γιά τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη, τόσο γίνεται καί ὁ ἴδιος εὔσπλαγχνος καί οἰκτίρμων. Γεμάτος ἀπό καλωσύνη.

Ὅ,τι ἔχει κανείς μέσα στήν καρδιά του, ἐκεῖνο βγάζει καί πρός τά ἔξω. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει Θεό στήν καρδιά του, ἔχει μόνο τόν ἑαυτό του, καί κορώνα του τά πάθη του καί τίς κακίες του, αὐτό θά βγάζει ἀπό τήν καρδιά του πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.

Ὅταν κανείς ἔχει τόν Θεό μέσα του, ὅλα του τά ἔργα εἶναι εὔσπλαγχνα. Καί ἡ καρδιά του εἶναι εὔσπλαγχνη.

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦλθε στή γῆ, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, συνεχῶς ἔδειχνε καλωσύνη σέ ὅλους. Καί τό ἀποτέλεσμα: Μερικοί ἄνθρωποι πού φαινόνταν γιά καλοί ἄνθρωποι, ἀλλά ἦταν πολύ ἐγωκεντρικοί, βλέποντάς τον νά συνομιλεῖ μέ καλωσύνη μέ ἁμαρτωλούς, νά τούς συγχωρεῖ, νά τούς συναναστρέφεται, ἔλεγαν: «Ἀνεπίτρεπτο, ἀπαράδεκτο. Σκάνδαλο εἶναι αὐτό τό πράγμα».

Τούς ἀπαντοῦσε ὁ Χριστός:

-Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαγχνος. Ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε παιδιά του. Ὅλους μᾶς ἀγαπάει. Γιά ὅλους μας ἐνδιαφέρεται. Καί γιά νά δείξει ὁ Κύριος πόσο μᾶς ἀγαπάει ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος, εἶπε τρεῖς παραβολές.

Τίνος εἶναι ἡ ζημιά;

Ἡ μιά εἶναι τοῦ ἀπολωλότος προβάτου.

Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε ἑκατό πρόβατα. Χάθηκε στό βόσκημα ἕνα ἀπό τά πρόβατά του. «Στρουγκιάζει» τά 99 καί ψάχνει στά βουνά, νά βρεῖ τό πρόβατό του πού χάθηκε. Ποιός ἔφταιγε πού χάθηκε; Τό πρόβατο;

Ἀπάντηση: Ἄλογο εἶναι. Χωρίς λογικό τό πρόβατο. Κατά λάθος χάθηκε. Ἄν χαθεῖ γιά πάντα, τίνος εἶναι ἡ ζημία; Ἐκείνου πού τό εἶχε δικό του.

Ἄν τό βρεῖ, εἶναι κέρδος. Ἄν δέν τό βρεῖ, ζημία. Ζημία δική του.

Δεύτερη παραβολή: Μιά γυναίκα εἶχε νοικοκυριό. Γιά νά ἔχει νοικοκυριό καλό, εἶχε καί κάτι στήν τσέπη της. Ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε ἔχασε μία δραχμή. Τί εἶναι μία δραχμή; Τιποτένιο ποσό. Ἀλλά ἡ γυναίκα δέν τό παραδέχθηκε ὅτι ἔχασε τήν δραχμή της καί ἀναστάτωσε ὁλόκληρο τό σπίτι, τά ἔκανε ὅλα ἄνω κάτω, γιά νά βρεῖ τήν δραχμή της.

Ὅταν τήν βρῆκε, χάρηκε. Ποιός ἔφταιγε πού χάθηκε ἡ δραχμή;

Ἡ δραχμή μήπως; Ἄψυχο πράγμα εἶναι. Δέν ἔφταιγε ἐκείνη. Ποιός ἔφταιγε; Δέν ἔχει σημασία.

Σημασία ἔχει ὅτι ἡ νοικοκυρά, δέν ἄφησε νά πάει χαμένη ἡ δραχμή της, γιατί ἦταν δική της. Τήν πονοῦσε. Τήν ἤθελε. Ἔψαξε νά τήν βρεῖ.

Ἄν δέν τήν ἔβρισκε, τίνος θά ἦταν ἡ ζημία; Τῆς δραχμῆς; Ὄχι. Ἡ δραχμή, δέν ἔχει συναισθήματα. Ἄψυχο πράγμα εἶναι. Οὔτε λογικό ἔχει, νά κρίνει. Ἡ ζημία θά ἦταν δική της. Τήν βρῆκε; Τό κέρδος δικό της.

Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ἐμεῖς, ὁ καθένας μας, εἴμαστε γι' αὐτόν κάτι.

Τί εἴμαστε;       

Ἀρνί; Ὄχι λέει ὁ Χριστός. Μήν κάνετε τό λάθος νά κάνετε τέτοια σκέψη.

Δραχμή; Ὄχι.

Τί εἴμαστε τότε;

Παιδιά του εἴμαστε. Καί αὐτό τό «παιδιά του εἴμαστε» τί σημαίνει;

Δόσ’ μου ὅτι δικαιοῦμαι

Ὁ Κύριος, εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, γιά νά τό καταλάβομε.

Ἕνας πατέρας εἶχε δυό παιδιά. Εἶχε καί πολλά ἀγαθά. Πλούσιος πολύ. Ὅπως εἶναι ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, πλούσιος πολύ, καί σκορπίζει πολλά ἀγαθά.

Πῆγε ἕνα ἀπό τά παιδιά του, ὁ νεώτερος καί τοῦ εἶπε:

-Πατέρα, δός μου κεῖνα πού δικαιοῦμαι.

Τί τοῦ ἔλεγε; Πατέρα, ξέρεις, ἐσύ ἐμένα δεν μέ ἀπασχολεῖς. Δέν μέ ἐνδιαφέρει τί κάνεις ἐσύ. Ἐμένα μέ ἐνδιαφέρει τί θέλω ἐγώ. Ἐγώ θέλω τόν ἑαυτό μου· νά πάω νά διασκεδάσω. Κατέβαινέ τα ἐκεῖνα πού δικαιοῦμαι.

Τοῦ τά ἔδωσε ὁ πατέρας.

Γιατί τοῦ τά ἔδωσε, θέλει πολλή μελέτη νά τό καταλάβομε. Ἄς τό ποῦμε σύντομα. Ὁ Θεός, μᾶς ἔφτειαξε ἐλεύθερους. Τό καλό ὁ ἄνθρωπος, τό ὑπηρετεῖ, καί τοῦ Θεοῦ τοῦ μοιάζει ὅταν ἐλεύθερα βλέπει τί εἶναι ὁ Θεός, τόν ἀγαπάει καί τόν βάζει μέσα στήν καρδιά του. Μέ τό ζόρι, ὅπως στόν στρατό, δέν τηρεῖται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἀλλά τό θέλημα τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ὁ Θεός μᾶς θέλει ἐλεύθερους. Καί νά αὐξάνεται ἡ ἐλευθερία μας.

Γι' αὐτό ὁ Θεός εἶπε: «Τί νά τό κάνεις αὐτό τό παιδί; Ἀλλοῦ ἡ καρδιά του, καί ἀλλοῦ καί τό σῶμα του. Πῶς θά τό βοηθήσομε νά φρονιμέψει»;

Καί τοῦ ἔδωσε ὅλα ὅσα ζήτησε. Ὁ νεαρός τά πῆρε καί ἔφυγε. «Ἀπῆλθεν εἰς χώραν μακράν».

Νά μήν τόν βλέπει τόν πατέρα, νά μήν τόν ἀκούει, νά μήν αἰσθάνεται ἐντροπή γιά ἐκεῖνα πού ἔκανε ἐπειδή θά τόν ἔβλεπε ὁ πατέρας του.

Ἡ καρδιά μετρᾶ. Ὄχι ἡ τσέπη

Καί ἐκεῖ ἐσκόρπισε τήν περιουσία του «ζῶν ἀσώτως». Τί σημαίνει αὐτό;

Σκόρπισε ὅλα τά χαρίσματα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό. Τά χαρίσματα, ἀδελφοί μου, δέν εἶναι ἕνα μπράτσο, ἕνα πόδι, ἕνα κεφάλι, τά μάτια καί τά αὐτιά καί τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος μόνο. Ἀλλά εἶναι κυρίως τά πολύ μεγαλύτερα: Ὅπως ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ἡ ψυχή, ἡ συνείδηση.

Ὅμως ὁ ἄνθρωπος –ἔτσι εἶναι φτειαγμένος- περισσότερο ἀπό ὅλα, ἀγαπάει καί πάσχει γιά ἀγάπη. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅσο καί ἄν ἔχει πέσει στόν ὑπόκοσμο, στό ἔσχατο κατρακύλισμα πρός τά κάτω, πού νά μήν πονάει περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά γιά ἀγάπη.

Τήν ζητάει, ἔστω καί ἄν δέν ἐνδιαφέρεται νά τήν δείξει, γιατί νομίζει ὅτι θησαυρός εἶναι, ἡ πρόσκαιρη χαρά πού ἀντλεῖ ἀπό τήν ἐκπλήρωση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν του.

Ἔτσι λοιπόν ὁ γυιός αὐτός, ἐσκόρπισε «τήν οὐσίαν αὐτοῦ» τά χρήματα, τά ἀγαθά τοῦ πατέρα του, μετά πορνῶν. «Ζῶν ἀσώτως». Τό θεωροῦσε σπουδαῖο πράγμα.

Σκορπίσθηκαν λοιπόν τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί ἔμεινε φτωχός. Τί σημαίνει;

Ἄδειασαν οἱ τσέπες του;

Μπορεῖ νά εἶχαν ἀδειάσει καί οἱ τσέπες του, ἀλλά ὁπωσδήποτε εἶχε ἀδειάσει ἡ καρδιά του. Καί ἡ καρδιά εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν τσέπη. Ὅταν ἀδειάζει ἡ καρδιά, τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει φτωχύνει.

Ὄχι ὅταν ἔχουν λιγοστέψει τά χρήματα μέσα στήν τσέπη του. Καί τά πράγματα μέσα στό σπίτι του.

Πῶς ἀδειάζει ἡ καρδιά; Νά πάρουμε ἕνα ἄνθρωπο, δέν χρειάζεται νά εἶναι νέος καί γέρος μπορεῖ νἆναι καί λέει:

-Τί κακό πού ἔπαθα. Στερήθηκα τή ζωή μου, ἔπρεπε νά τήν ἀπολαύσω...

Τό παιδί λέει καί αὐτό:

–Πρέπει νά τήν γλεντήσω τή ζωή μου, μήν χάσω τά νειάτα μου. Δέν ξαναγυρίζουν.

Καί πάει νά ζήσει ἐλεύθερα. Σέ λίγο ζώντας ἐλεύθερα βλέπει ὅτι ἡ πορνεία, τό νἄχει ἕνα κορίτσι· ἤ τό κορίτσι ἀγόρι εἶναι σπουδαῖο πράγμα (ἔτσι τοῦ φαίνεται) καί προσφέρει πολλή ἡδονή.

Μά ἔλα πού τά ναρκωτικά δίδουν περισσότερο.

Ἄντε λοιπόν καί στά ναρκωτικά ἀπό πίσω, γιά νά βρεῖ λίγο μεγαλύτερη ἡδονή.

Καί μετά; Μετά γίνεται ἕνα ράκος ὁ ἄνθρωπος. Ράκος τόσο πού τό βλέπει καί ὁ ἴδιος, ὅσο στραβός καί ἄν εἶναι. Ὅσο καί νά μήν κοιτάζει πρός τά ἄνω καί πρός τά μέσα. Δηλαδή ὅσο καί νά μήν νοιάζεται οὔτε γιά Θεό δηλαδή οὔτε γιά ψυχή.

Τό βλέπει ὅτι ἔχει διαλυθεῖ.

Ὅταν μιλάει ἡ ψυχή

Καί τί γίνεται τότε;

Νά τί γίνεται. Διαβάζομε ὅτι σήμερα γίνονται παράξενα πράγματα. Αὐτοκτονοῦν νεαρά παιδιά, γιατί συχαθήκανε τή ζωή τους. Τήν παλαιά ἐποχή αὐτοκτονοῦσε μόνο κανένας ἄνθρωπος γιατί βρισκόταν σέ ἀδιέξοδο ἀπό χίλιες-δυό συμφορές. Τώρα αὐτοκτονοῦν τά παιδιά γιατί σιχάθηκαν τή ζωή τους. Καί πᾶνε γιά ἀποτοξίνωση.

Μπορεῖτε νά δεῖτε τί γίνεται στά κέντρα ἀποτοξίνωσης.     Κάθε ἡμέρα οὐρές παλληκάρια εἴκοσι, τριάντα χρονῶν μαζεύονται γιά νά πάρουν κάτι πού τά βοηθᾶ σιγά-σιγά στήν ἀποτοξίνωση.

Οἱ ἄνθρωποι παλαιότερα πρόσεχαν πολύ τά ροῦχα τους. Τά εἶχαν κάνει χαρά τους. Τό ἤθελαν σιδερωμένα καί καθαρά. Νά λάμπουν. Ἀλλά ἦρθε μιά ἐποχή καί ἀνατράπηκαν.

Μόδα ὀμορφιά ἔγινε τό μπλού-τζήν. Καί μάλιστα βρώμικο, ξεβαμμένο καί σκισμένο. Ἅμα κρέμονταν οἱ κλωστές πέρα-δῶθε, ἦταν πιό πολύ τῆς μόδας. Γιατί;

Καί ἐδῶ μιλάει ἡ ψυχή. Ἡ ψυχή εἶχε βαρεθεῖ καί ἀγανακτήσει ἀπό τήν ἐξωτερική εὐπρέπεια, πού ἦταν χωρίς ἐσωτερικό  περιεχόμενο. Καί ὅταν ἡ ψυχή διαμαρτύρεται, οὔτε μυαλό, οὔτε σῶμα, οὔτε τίποτε δέν τήν φράζει.

Ἔτσι λοιπόν ἀδελφοί μου, βλέπαμε γραμμένα στούς τοίχους συνθήματα τῶν ἀποτυχημένων παιδιῶν σάν τό παρακάτω: «Θά αὐτοκτονήσω, τέρμα ἡ ζωή. Καλύτερα ἕνα ἄθλιο τέλος ἀπό μιά ζωή ἄθλια, ἀπό μιά ἀθλιότητα πού θά συνεχίζεται χρόνια πολλά».

Καλύτερα ἕνα ἄθλιο τέλος... Γιατί καλύτερα;

Γιατί δέν σκεπτόμαστε σάν τόν ἄσωτο υἱό ὅταν καί αὐτός βρέθηκε σέ μιά τέτοια ἀθλιότητα. Τί ἔκανε;

Στενάζει καί λέει:

-Πρέπει νά ἀλλάξω. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου».

Ἀμ’ ἔλα πού δέν εἶναι τόσο εὔκολο. Γιατί δέν εἶναι τόσο εὔκολο τό «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου»;

Ὁ μεγαλύτερος ἡρωισμός

Γιατί γιά νά πάει πρός τόν πατέρα του, πρέπει νά ἔχει ὀντότητα. Ἡ μετάνοια, ἡ σκέψη γιά διόρθωση, γιά πορεία σωστή, γιά ζωή ἐλεύθερη ἀπό πάθη καί ἀπό κακία θέλει νά ἔχεις ὀντότητα. Νά εἶσαι ἄνθρωπος μέ ὀντότητα.

Ἡ μετάνοια δέν εἶναι τόσο ἁπλό πράγμα γιά φτωχούς, κουτούς καί γρηοῦλες. Ἡ μετάνοια καί ἡ διόρθωση εἶναι ἡ μεγαλύτερη λεβεντιά. Ὁ μεγαλύτερος ἡρωισμός. Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ὀντότης. Ξέρει νά ἔχει θέληση, ξέρει νά νικάει. Ὄχι τόν τάδε καί τόν τάδε πού θά βρεῖ μπροστά του, στίς βρισιές καί στίς ἀπειλές, ἀλλά ξέρει νά νικάει τόν ἑαυτό του ἀπό τό κατρακύλισμα. Νά τόν κρατάει καί νά τόν ἀνεβάζει πάλι ψηλά.

Ἔτσι λοιπόν ὁ ἄσωτος ὅταν εἶδε τό ἄδειασμά του, σηκώθηκε καί εἶπε: «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Θά γυρίσω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ:

«Πατέρα, ἐγώ ἔφταιξα. Δέν ἔφταιξες ἐσύ. Δικό μου τό λάθος. Δέν εἶναι δικό σου. Ἐσύ ἤσουν ὁ ἀποδέκτης μόνο τῶν λαθῶν μου. Ἐλέησέ με. Συγχώρησέ με. Πᾶρε με καί κράτα με πάλι μαζί σου».

Μπορεῖ βέβαια ἀδελφοί μου –τό βλέπομε καί σήμερα- μερικές φορές οἱ ἄνθρωποι κατρακυλώντας στήν ἁμαρτία, ἐπειδή κυβερνᾶνε λογικά τά χρήματά τους, ἐξακολουθοῦν νά ἔχουν τήν τσέπη τους γεμάτη. Καί νά μήν καταντοῦν ρακένδυτοι σωματικά. Νά εἶναι τοῦ κουτιοῦ.

Ἀλλά ἐσωτερικά ἔχουν ἀδειάσει. Καί ἡ καρδιά ἔχει ἀδειάσει χειρότερα.

Πραγματικά γύρισε ὁ ἄσωτος στόν πατέρα καί τοῦ εἶπε:    «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου. Οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Τί ὁμοιότητα ἔχω ἐγώ πού ἐθεώρησα τά πάντα ὑπηρέτες τῶν κακιῶν μου καί τῶν παθῶν μου, μέ σένα τόν εὔσπλαγχνο, τόν ἁγνό καί καθαρό καί οἰκτίρμονα;

Ὁ πατέρας βλέποντας τόν γυιό του ἀπό μακρυά, λαχτάρησε. Καί ἔτρεξε. Τόν ἀγκάλιασε καί τόν φίλησε. Τόν πῆρε στό σπίτι του. Καί ἐκεῖ; Ἐκεῖ τοῦ ἀπέδωσε τήν στολή τήν πρώτη. Τί σημαίνει «τήν στολή τήν πρώτη»;  Τήν ἰδιότητα πού εἶχε μέχρι τότε. Τόν δέχθηκε σάν παιδί του. Ὄχι σάν ὑπηρέτη του. Ὄχι σάν μίσθιο. Ὄχι σάν ἐργάτη του. Σάν παιδί του. Τήν στολή τήν πρώτη, μέ ὅλα τά δικαιώματα.

Ἔσφαξε τόν μόσχο τόν σιτευτόν. Δηλαδή θά λέγαμε σήμερα· παρότι μέχρι χθές δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, τόν ἀξιώνει τῆς Θείας Κοινωνίας. Τόν δέχεται σάν νά ἦταν ἅγιος καί ἐκλεκτός.

Ἐδῶ θά φανεῖς

Τί λέει ὁ Χριστός μέ αὐτό;

Ἄν ἡ γυναίκα χαίρεται γιατί βρῆκε τήν δραχμή της, πού ἦταν ἄψυχο πράγμα καί ὁ τσοπάνης γιατί βρῆκε τό πρόβατό του πού ἦταν ἄλογο ζῶο... Ὁ πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος, ὅταν γυρίζει ἕνα παιδί του κοντά του, καί μάλιστα γυρίζει γιά νά δείξει -καί τοῦ δείχνει- ὅτι κατάλαβε τό λάθος του, καί ὅτι θέλει νά εἶναι κοντά του, δέν τοῦ δίδει μιά ἀκρούλα.

Ἀλλά τοῦ δίνει τήν ἰδιότητα τήν ὁποία εἶχε καί ἔπρεπε νά ἔχει. Αὐτή εἶναι ἡ καλωσύνη, ἡ ἀγάπη, ἡ συγγνώμη, ἡ συγχώρηση τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα.

Καί ἐμεῖς; Ἐμεῖς, ἄν ἔχομε μυαλό, πού πρέπει νά ἔχομε γιατί μᾶς ἔφτειαξε λογικούς καί ἐλεύθερους ὁ Θεός, πρέπει νά ψάχνομε νά δοῦμε πόσο ἔχομε ἀδειάσει. Καί ἄν βλέπομε ὅτι ἔχομε ἀδειάσει πρέπει νά γυρίζομε πίσω. Νά ζητᾶμε τό ἔλεός του. Μᾶς τό δίνει στήν ἐξομολόγηση.

Ξέρετε τί κρίμα εἶναι νά λέει ὁ ἄνθρωπος «Ναί, ναί, ἁμαρτωλοί εἴμαστε»...

-Ἔ.. πήγαινε ἐξομολογήσου ἀδελφέ μου. Πές σάν τόν ἄσωτο: «Ἀναστάς πορεύσομαι».

Δεῖξε καί σύ ὅτι ἔχεις ὀντότητα. Δεῖξε ὅτι ἔχεις ὀντότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει ὀντότητα; Θέληση, βούληση, σκέψη, λογική, συνείδηση, κατανόηση τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός καί ποία πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση μέ τόν Θεό.

Γίνετε εἰκόνες τοῦ Πατέρα

Λέει τό Εὐαγγέλιο παρακάτω: Ὅταν γινόταν τό γλέντι στό σπίτι ἀπό τόν πατέρα, μέ τόν ἄσωτο υἱό του καί ὅλους ὅσους εἶχαν βρεθεῖ, γιατί ἐπέστρεψε κοντά του, γύρισε καί ὁ ἄλλος υἱός ὁ μεγαλύτερος πού ἦταν ἔξω.

Ἐκεῖνος στενοχωρήθηκε: «Ἦλθε ὁ ἀλήτης καί τόν δέχθηκε μέ τιμές καί μέ ἀγάπη», εἶπε.

Καί ὁ πατέρας τόν πλησίασε καί τόν συμβούλευσε: «Παιδί μου, εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει. Ἔπρεπε νά γεμίσεις χαρά. Ὁ ἀδελφός σου οὗτος, νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, ἀπολολώς ἦν καί εὑρέθη». Νεκρός ἦταν, πεθαμένος ἦταν... ὁ ἀδελφός σου. Δέν σταματάει ἡ ἰδιότητα αὐτή. Ὁ ἀδελφός σου!

Τί μᾶς λέει ὁ Θεός; Νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια.

Τέκνα τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα, τοῦ εὔσπλαγχνου καί πολυέλεου, σεῖς πού εἶστε μαζεμένα μέσα στό σπίτι τοῦ Πατέρα σας, -ἤ δέν εἶναι σπίτι τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐπουράνιου ἡ Ἐκκλησία;- μάθετε νά συγχωρεῖτε τούς ἁμαρτωλούς. Κατανοεῖτε τους. Μή τούς καταφρονεῖτε. Δείχνετέ τους ἀγάπη καί καλωσύνη. Γίνετε εἰκόνες τοῦ πολυέλεου καί πολυεύσπλαγχνου Πατέρα σας.

Παιδιά του εἴμαστε. Ποτέ δέν θά γίνομε δραχμές καί πρόβατα. Παιδιά του. Καί σάν παιδιά του, μᾶς θέλει κοντά του. Καί μᾶς ξαναδέχεται κοντά του μέ τήν ἐξομολόγηση. Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ἡ Σαρακοστή καί ἀρχίζει τό ἄθλημα τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς καθάρσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας, τῆς ἐπιστροφῆς.

Καί ἰσχύει γιά ὅλους μας ἡ ὑπόμνηση, ὅτι πρέπει νά γυρίζομε ὅσο μποροῦμε πιό συνειδητά καί πιό σταθερά πρός τόν οὐράνιο Πατέρα μας.

Ἄς ἀκούσομε τό μήνυμα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου καί ἄς τό βάλομε στήν καρδιά μας. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Καλογερικό στίς 19/2/2006

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel