Logo
Print this page

Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΔ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

(Λουκ. 18, 35 -43)

Ἤξερε ποῦ νά ἀπευθυνθεῖ

 

            Μᾶς λέγει τό σημερινό Εὐαγγέλιο ὅτι πῆγε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός στήν Ἱεριχώ. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας τυφλός, ὁ ὁποῖος ἀκούοντας ὅτι περνᾶ ὁ Χριστός, ἄρχισε νά φωνάζει ὅσο πιό δυνατά μποροῦσε: «Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με». Γιατί εἶχε ἀκούσει ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε θαύματα.

            Οἱ ἄνθρωποι, πού τόν ἄκουγαν νά φωνάζει ἔτσι, τόν ἐπέπλητταν καί τοῦ ἔλεγαν: «Τί φωνάζεις τόσο δυνατά. Σταμάτα ἐπιτέλους. Μᾶς τά πῆρες τά αὐτιά». Ἀλλ’ αὐτός ἐφώναζε περισσότερο.

            Γιατί; Ὄντας τυφλός, ἤξερε τί ἀξία ἔχει νά βλέπεις.

            Τόν καταλαβαίνομε, γιατί ξέρομε ὅτι ὁ πόνος του ἦταν μεγάλος. Καί ξέροντας ὅτι ἀπό κανένα δέν περίμενε θεραπεία, παρά μόνο ἀπό τόν Χριστό, ἀπό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀπό χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά σιωπήσει, φώναζε περισσότερο.

            Πλησίασε ὁ Ἰησοῦς καί τόν ρώτησε:

            -Γιατί φωνάζεις. Τί θέλεις;

            Καί ἀπάντησε τό αὐτονόητο:

            -Νά δῶ τό φῶς θέλω. Νά ἀνοίξουν τά μάτια μου. Νά ἀρχίσω πάλι νά βλέπω.

            Ὁ Χριστός τόν ἄκουσε, τόν σπλαγχνίστηκε καί τοῦ ἄνοιξε τά μάτια. Εἶπε μιά λέξη μόνο: «ἀνάβλεψον».

            Γιά μᾶς τά λόγια δέν ἔχουν ἀξία. Γιά τόν Χριστό, ὅτι λέει εἶναι ἀλήθεια καί πραγματικότητα. Μιά κουβέντα εἶπε καί ἔγινε ὁ κόσμος. Μιά κουβέντα εἶπε καί ἔγινε τό φῶς. Μιά λέξη λέει καί γίνεται τό θαῦμα. Τό μικρό, τό μεγάλο ἤ τό παμμέγιστο.

            Γιά τόν Θεό ὅλα εἶναι δυνατά καί εὔκολα.

            Ὁ τυφλός ἔγινε καλά καί ἄρχισε νά τόν ἀκολουθεῖ. Ἴσως ποῦμε: «καί ἐμεῖς, τό ἴδιο θά κάναμε». Ἄν εἴμαστε τυφλοί καί μᾶς ἄνοιγε τά μάτια, θά τρέχαμε πίσω του σάν τά σκυλάκια. Καί ἄν βλέπαμε τό θαῦμα σέ κάποιον συγχωριανό μας, θά δοξάζαμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά τόν Θεό.

Ἔχει κάτι νά μᾶς πεῖ;

            Ἀναρρωτιώμαστε:

            -Καλά αὐτός τότε θεραπεύτηκε. Ἐμεῖς, σήμερα, γιατί τό διαβάζομε αὐτό τό θαῦμα; Ἔτσι γιά τήν ἱστορία; Ἤ μήπως ἔχομε καί ἐμεῖς ἀνάγκη νά ἀναβλέψομε;

            Ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Βεβαίως τό ἔχομε ἀνάγκη, νά ἀνοίξομε τά μάτια μας».

            Μά ἐμεῖς, ἀνοικτά τά ἔχομε καί βλέπομε. Τό ἴδιο ἔλεγαν καί οἱ φαρισαῖοι τοῦ Χριστοῦ ἐκείνη τήν ἐποχή:

            -Γερά εἶναι τά μάτια μας. Ἀνοικτά τά ἔχομε. Βλέπομε.

            Τούς ἀπάντησε ὁ Χριστός:

            -Μακάρι νά εἴσαστε τυφλοί. Δέν θά εἴχατε ἁμαρτία. Τώρα λέτε ὅτι βλέπομε. Ἡ ἁμαρτία μένει πάνω σας, ὁλόκληρη.

            Τί σημαίνουν τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ;

            Σημαίνουν, πρῶτα ἀπό ὅλα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μόνο αὐτά τά μάτια πού ξέρομε, στό πρόσωπό του, μά ἔχει καί κάποια ἄλλα μάτια στήν καρδιά.

            Τά μάτια τοῦ σώματος ὅπως εἶναι, μέ τίς ἱκανότητες πού ἔχουν καί μέ τήν δύναμη πού ἔχουν, δέν φτάνουν νά μᾶς ἀποκαλύψουν τά πιό σημαντικά...

            Ὑπάρχουν κάποιες ἄλλες πραγματικότητες, πού δέν τίς διακρίνομε μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά μέ τά μάτια τῆς καρδιᾶς.

            Πρόκειται γιά «τά μή βλεπόμενα».

            Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Προσέξτε. Τά βλεπόμενα εἶναι πρόσκαιρα. Γιά λίγο. Τά μή βλεπόμενα, ἐκεῖνα πού δέν τά βλέπομε μέ τά μάτια μας, εἶναι παντοτινά. Καί ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία».

            Ποιά εἶναι τά «μή βλεπόμενα»;

            Πρῶτα ἀπό ὅλα ὁ Θεός. Χρειάζεται γερό μάτι γιά νά τόν δοῦμε, νά τόν ἀναζητήσομε καί νά καταλάβομε ὅτι ἡ ὀμορφιά καί τό φῶς τῆς ζωῆς πηγάζουν ἀπό αὐτόν.

            Δεύτερον, εἶναι ἡ ψυχή μας.

            Τρίτον, ἡ αἰώνια ζωή.

            Δέν βλέπομε τόν Θεό μέ τά αἰσθητά μάτια.

            Εἶναι κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς.

            Μήπως βλέπομε τήν ψυχή μας;

            Οὔτε τήν ψυχή μας τήν βλέπομε.

            Οὔτε τήν αἰώνια ζωή τήν βλέπομε.

            Μᾶς λέει ὅμως ὁ Χριστός: «Προσέξετε μή κάνετε τό λάθος, καί ἐπειδή δέν τά βλέπετε, τά θεωρήσετε ἀνύπαρκτα. Ἤ ἀσήμαντα. Ἕνα τέτοιο λάθος σας, θά εἶναι τρομακτικό. Γιατί θά ἀφήσετε νά βυθισθεῖ καί νά βουλιάξει ἡ ζωή σας στό ψέμα».

            Ὅποιος δέν παραδέχεται τήν πραγματικότητα – ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀλήθεια καί πραγματικότητα ἀπό τόν Χριστό καί τόν λόγο του; - αὐτός, εἴτε τό θέλει εἴτε ὄχι, ἔχει βουλιάξει στό ψέμα.

            • Ὑπάρχει μεγαλύτερο ψέμα γιά ἕνα παιδί, νά φαντασθεῖ ὅτι ἀξία στή ζωή, ἔχει τό παιγνίδι τῆς ἡλικίας του; Καί νά ξεχάσει τό μέλλον;

            • Ὑπάρχει γιά ἕναν ἄνθρωπο μεγαλύτερο κακό, ἀπό τό νά φαντασθεῖ ὅτι δέν ἔχει ἀξία ἡ καθαρή συνείδηση, ἡ εὐαγγελική ζωή καί νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του νά κάνει ὅτι θέλει ὅταν εἶναι νεαρός; Καί νά βουλιάξει σέ μιά κατάσταση πού θά τόν κάνει δυστυχισμένο σέ ὅλη του τή ζωή;

            • Ὑπάρχει μεγαλύτερο λάθος, ἀπό τό νά ἀφήνει κανείς τήν Ἐκκλησία, ὅπου παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς γεμίζει τά πολυτιμότερα δηλαδή τήν καρδιά καί τό νοῦ, περισσότερο ἀπό τήν κοιλιά καί τήν τσέπη μας· καί νά τρέχει σέ ἐκδρομές ἤ νά ἀσχολεῖται μέ μάταιες φροντίδες;

            Μικρά καί προσωρινά αὐτά πού μᾶς γοητεύουν. Γιατί ἡ ζωή μας, ἐδῶ στή γῆ, εἶναι γιά λίγα χρόνια. Ὑπάρχουν καί τά αἰώνια καί τά ἀτελεύτητα: Ὁ Θεός στόν οὐρανό, ἡ ψυχή μας, ἡ αἰώνια ζωή.

            Καί ἀκόμη: μέ τά μάτια τῆς καρδιᾶς βλέπομε ὅτι ἡ καλωσύνη, εἶναι πιό γλυκειά ἀπό τό πιό νόστιμο καί καλομαγειρεμένο φαγητό.            Ὅτι ἡ συγχώρηση καί ἡ ἐπιείκια εἶναι κάτι τό πολύ μεγάλο.

            Καί ὅτι ἡ ἀγάπη γεμίζει τήν καρδιά πού ἀξίζει πιό πολύ ἀπό τήν κοιλιά.

            Ὅταν δέν δίνομε σημασία στά μέσα μάτια, μᾶς ὁδηγοῦν ὅπου θέλουν τά πάθη μας.

            Ποιός ὑποκαίει τά πάθη μας; Ὁ διάβολος.

            Καί ὁ ἄνθρωπος ὄντας σέ μιά τέτοια κατάσταση, προτιμᾶ ὄχι τήν σεμνότητα, ἀλλά τήν πορνεία.

            Περιφρονεῖ τήν νηστεία, πού γίνεται εἰς δόξαν Χριστοῦ καί προτιμᾶ νά τρώει. Καμιά φορά μάλιστα, τρώγοντας, κοροϊδεύει ὅσους νηστεύουν. Καί εἰρωνεύεται ὅσους προσεύχονται καί ἐκκλησιάζονται, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά κοιμοῦνται καί νά μή δίνουν σημασία σέ τίποτε.

Ἡ σοφία τοῦ τυφλοῦ

            Κάποια φορά εἶχε κατέβει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στήν Ἀλεξάνδρεια.

            Ἐκεῖ ἦταν ἕνας σοφός διδάσκαλος. Ἀλλά ἦταν τυφλός.

            Πῶς εἶχε γίνει σοφός; Μέ τήν διάθεσή του. Τοῦ διάβαζαν οἱ ἄλλοι καί αὐτός τά μάθαινε ὅλα ἀπ’ ἔξω. Εἶχε γίνει ὁ μεγαλύτερος καί καλύτερος φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς του καί ἦταν ἔμπειρος ἑρμηνευτής τῶν Ἁγίων Γραφῶν.

            Τοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος:

            «Δίδυμε, (ἔτσι τόν ἔλεγαν) μή στενοχωρεῖσαι πού δέν ἔχεις μάτια ἀπό αὐτά πού ἔχουν οἱ μυῖγες καί τά κουνούπια. Νά δοξάζεις τόν Θεό πού ἔχεις τά μάτια τόν ἀγγέλων καί βλέπεις τόν Χριστό καί τήν αἰώνια ζωή».

            Τά πνευματικά μάτια, ἔχουν χιλιάδες φορές μεγαλύτερη ἀξία, ἀπό τά σωματικά. Αὐτό διδάσκει τό Εὐαγγέλιο πού διαβάσαμε σήμερα.

            Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ:

            -Προσέξτε. Μήν ἀφήνετε νά κολλήσει ὁ νοῦς σας, στά βλεπόμενα· τά πρόσκαιρα. Μή τά θεωρήσετε σάν μοναδική ἀξία καί μοναδική πραγματικότητα.

            Τί πρέπει νά ποθοῦμε νά βλέπομε;

            Ἄς τό ποῦμε ἁπλᾶ.

            Πρῶτα ἀπό ὅλα, τό μεγαλύτερο καλό εἶναι νά ἀνοίξουν τά μάτια μας, νά βλέπομε τόν ἑαυτό μας:

            -Πῶς εἶμαι; Τί εἶμαι;

            Τί σημαίνει αὐτό; Τίς πράξεις μου. Τά χάλια μου.

            Ποιά εἶναι τά μεγαλύτερα χάλια μας;

            Ἐκεῖνα τά ἄσχημα ἔργα πού κάνομε; Ὄχι!

            Τά μεγαλύτερα χάλια μας, εἶναι ἐκεῖνα πού ἔχομε μέσα στήν καρδιά μας: Ὁ τρόπος πού σκεπτόμαστε, πού διανοούμαστε. Ὁ τρόπος πού αἰσθανόμαστε τό κάθε τι.

            Νά τό χειρότερο ἀπό ὅλα τά κακά πού μποροῦμε νά κάνομε καί νά ἔχομε.

Ὁ ἀνώτερος

            Λέει ἕνας μεγάλος σοφός ὁ ἅγιος Ἰσαάκ:

            «Ἐκεῖνος πού ἄρχισε νά καταλαβαίνει καί νά βλέπει τίς ἁμαρτίες του, εἶναι μεγαλύτερος καί σοφώτερος, ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει τήν δύναμη νά ἀνασταίνει νεκρούς».

            Καλύτερα νά βλέπεις τίς ἁμαρτίες σου, παρά νά ἔχεις δύναμη νά ἀνασταίνεις νεκρούς.

            Πῶς θά μᾶς φαινόταν, νά παρουσιαζόταν κάποιος νά πήγαινε στό κοιμητήριο καί νά ἀνάσταινε ἕνα – δυό πεθαμένους. Τί θά λέγαμε;

            Θά γουρλώναμε τά μάτια μας, θά κοβόταν ἡ μιλιά μας καί θά σκεπτόμαστε: «Δέν ὑπάρχει δεύτερος σάν κι αὐτόν».

            Λένε οἱ ἅγιοι: «Τό νά βλέπεις τίς ἁμαρτίες σου, εἶναι μεγαλύτερο, ὠφελιμότερο καί πολυτιμότερο ἀπό τό νά ἀναστήσεις νεκρούς».

            Ἐκεῖνος πού ἀξιώνεται νά βλέπει τόν ἑαυτό του, τί ζυγίζει πνευματικά, εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ἐκεῖνον πού ἀξιώθηκε νά βλέπει ἀγγέλους. Τήν Παναγία καί τόν Χριστό σέ ὁράματα.            Γιατί;

            Ἄς δοῦμε γιατί ἔχει τόση ἀξία νά μπορεῖς νά βλέπεις τόν ἑαυτό σου, «τί ζυγιάζει»:

            Σέ φωτισμό Θεοῦ.

            Σέ καθαρή καρδιά.

            Σέ ἀγάπη, σέ καλωσύνη.

            Γιά νά τό δεῖς, πρέπει πρῶτα νά δεῖς τί εἶναι ἐκεῖνο πού σέ ἔχει μολύνει καί δέν σέ ἀφήνει νά πλησιάσεις τόν Χριστό, νά ἀγαπήσεις τό θέλημά του καί νά πάρεις τήν ἀπόφαση νά ἀγωνίζεσαι νά τό τηρεῖς.

            Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού βλέπει τόν ἑαυτό του καί τίς ἁμαρτίες του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός, δέν ζεῖ πιά στό ψέμα.

Ἡ προσευχή του, προσευχή μας

            Νά λοιπόν τί λόγος ὑπάρχει πού ἐμεῖς, πιό πολύ ἀπό τόν τυφλό τῆς Ἱεριχοῦς, πρέπει νά λέμε στήν προσευχή μας καί νά φωνάζομε στόν Χριστό: «Υἱέ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με. Ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, νά δῶ τήν δόξα σου, νά δῶ τήν αἰώνια ζωή, νά καταλάβω τί κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Νά καταλάβω τί κακό εἶναι μέσα στήν καρδιά ἡ ἔλλειψη πίστης, ἀγάπης, καλωσύνης, ταπείνωσης».

            Ὅταν ἀρχίσουν νά μᾶς ἀπασχολοῦν αὐτά, τότε ἀρχίζομε νά  «ζυγιάζομε». Καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς τούς ἄλλους.

            Καί ἀπό τότε ἀρχίζομε νά ζυγιάζομε, νά ἔχομε δηλαδή πνευματικό βάρος, γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

            Ἄρα τό μεγαλύτερο καί τό ὠφελιμότερο πράγμα γιά μᾶς, εἶναι νά ζητᾶμε φῶς.

            Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού γιορτάζομε τήν μνήμη του τήν δεύτερη Κυριακή τῶν νηστειῶν, προσευχόταν συνεχῶς μέ τά λόγια:

            «Κύριε, φώτισέ μου τό σκότος. Φώτισέ μου τό σκότος. Δός μου λίγο φῶς νά διαλυθεῖ τό σκοτάδι πού ἔχω μέσα μου».

            Τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία καί τόν ρώτησε:

            -Γιατί λές τά λόγια αὐτά; Τί θέλεις νά πεῖς; Γιατί ζητᾶς φῶς;

            Τόν δίδασκε ἡ Παναγία. Δέν τόν ρωτοῦσε νά μάθει.

            Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε:

            -Τί καλύτερο νά ζητήσω, Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπό τό φῶς; Ἄνθρωπος πού κινδυνεύω ἀπό στιγμή σέ στιγμή ἀπό τίς κακίες τοῦ κόσμου, τά πάθη, τήν ἀμέλεια, ἀπό τόσα πού συμβαίνουν γύρω μου, νά ξεχάσω ἐκεῖνα πού ἔχουν ἀξία; Δηλαδή, τήν πίστη, τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τήν μετάνοια.

            Δύσκολο εἶναι νά βυθιστῶ στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπώλειας, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Χριστό;

            Θά ρωτοῦσε κανείς:

            -Κινδυνεύουν ἄνθρωποι σάν τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ;

            Ὅλοι κινδυνεύομε!

            Κανένας δέν τόν ἔχει τόν Χριστό στήν τσέπη του.

            Καί κανένας δέν ἔχει πετάξει τήν ἁμαρτία μέσα ἀπό τήν καρδιά του καί ἀπό τή ζωή του τόσο, ὥστε νά μπορεῖ νά τήν καταφρονεῖ.

            Νά παρακαλοῦμε λοιπόν τόν Χριστό, τόν Κύριό μας, τό φῶς τοῦ κόσμου, νά μᾶς δίνει κάθε μέρα λίγο περισσότερο φῶς, νά βλέπομε τόν ἑαυτό μας, τήν ψυχή μας, τήν αἰώνια ζωή.

            Νά βλέπομε ἀκόμη τά πάθη μας, τίς κακίες μας, τήν ἁμαρτία.

            Νά βλέπομε καί τόν κίνδυνο πού διατρέχομε, ἄν δέν καταλάβομε τήν ζημία πού μᾶς προξενοῦν. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στή Στεφάνη στίς 3/12/2006

Related items

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR