Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Δ΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ

(Ματθ. 8, 5-13)

Τά ὀμορφότερα στολίδια

 

            Τό σημερινό Εὐαγγέλιο  μᾶς περιέγραψε ἕνα πολύ ἁπλό καί κατανοητό περιστατικό.

            Πῆγε ὁ Χριστός στήν Καπερναούμ καί ἐκεῖ τόν βρῆκε ἕνας ἑκατόνταρχος. Δηλαδή ἕνας ἐπίσημος ἄνθρωπος, ἀνώτερος διοικητικός ὑπάλληλος τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Μέ μιά ὑπολογίσιμη ἐξουσία. Ὁ ἴδιος πῆγε καί βρῆκε τόν Χριστό.

            Οὔτε παραγγελία τοῦ ἔστειλε, οὔτε τόν κάλεσε στό γραφεῖο του.

            Ἀπό ὅλη τήν συμπεριφορά του βλέπομε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, δέν ἔβλεπε τούς ἄλλους ἀπό ἀπόσταση καί ἀφ’ ὑψηλοῦ. Ἦταν καλός καί ταπεινός. Ἡ ταπείνωση καί ἡ καλωσύνη εἶναι τά ὀμορφότερα στολίδια στόν ἄνθρωπο. Τί τά γεννάει;             Ἀπάντηση θά μᾶς δώσει τό Εὐαγγέλιο.

Ποιός δέν θά ζήλευε τήν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου;

            Εἶπε ὁ ἑκατόνταρχος στόν Χριστό:

            -Ὁ δοῦλος μου εἶναι ἄρρωστος. Βασανίζεται φοβερά. Ἦλθα νά σέ παρακαλέσω γι’ αὐτόν.

            Ὁ Χριστός γεμάτος καλωσύνη ἀπάντησε:

            -Εἶμαι πρόθυμος νά ἔλθω, νά τόν θεραπεύσω.

            Περίμενε ἕνα «μεγάλο εὐχαριστῶ» ὁ Χριστός.

            Μά ἄκουσε μιά ἔνσταση:

            -Ὄχι Κύριε, νά μήν ἔλθεις. Δέν εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά μπεῖς στό σπίτι μου. Εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός...

            Συνέχισε ὁ ἑκατόνταρχος:

            -Εἰπέ λόγῳ. Φτάνει μιά κουβέντα Κύριε, ἀπό μακρυά. Ἀπό ἐδῶ πού εἶσαι καί θά γίνει καλά ὁ δοῦλος μου.

            Ἀσφαλῶς, ἀκούοντας τά λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, θά εἶχε κολλήσει τό βλέμμα του στό πρόσωπό του καί ὅλοι θά εἶχαν τεντώσει τά αὐτιά τους, γιά νά μή χάσουν λέξη. Καί πρόσθεσε ὁ ἑκατόνταρχος.

            -Ἐγώ Χριστέ μου ἀπό ἐξουσίες ξέρω.

            Τί εἶμαι ἐγώ; Ἕνα χαρτί μοῦ ἔδωσε ἐκεῖνος πού κυβερνᾶ τόν κόσμο, καί μέ βάση αὐτό τό χαρτί ἔχω ὑπό τίς διαταγές μου ἀνθρώπους. Λέω στόν ἕνα «περπάτα»· καί περπατᾶ. Καί στόν ἄλλο «ἔλα» καί ἔρχεται.  Διατάζω κάποιον «κάνε τοῦτο, κάνε ἐκεῖνο» καί τά κάνουν ἐπακριβῶς.

            Ὅποιος ἔχει ἐξουσία, δίνει διαταγές. Κανένας δέν τολμάει νά πεῖ «ὄχι».

            Καί ἄν ἐγώ, πού καθένας δικαιοῦται καί μπορεῖ νά μέ ἀμφισβητήσει, δίνω διαταγές καί ἐκτελοῦνται ἀμέσως, πόσο μᾶλλον αὐτό ἰσχύει γιά σένα...

            Ἔτσι εἶπε, ὁ ἑκατόνταρχος στόν Χριστό.

            Ἤ μέ ἄλλα λόγια: Σύ ἔχεις ἐξουσία πνευματική, οὐράνια ἐξουσία καί θά πεῖ κανείς «ὄχι»;

            Ἀντίρρηση καί ἄλλη γνώμη κανείς δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει.

            Δέν θά καθίσουν ὅλα μπροστά σου φρόνιμα καί ὑποτακτικά;

            Πέσε μιά κουβέντα καί ὁ δοῦλος μου θά γίνει ἀμέσως καλά.

            Ὁ Χριστός ὅταν ἄκουσε τά λόγια αὐτά, τόν θαύμασε καί εἶπε:

            -Τί μεγάλη πίστη πού ἔχεις! Οὔτε στόν Ἰσραήλ δέν βρῆκα τέτοια πίστη.

            Πῶς κατάφερε ὁ ἑκατόνταρχος νά ἔχει τέτοια πίστη πού νά τήν θαυμάσει, καί κατ’ ἐπέκταση νά τόν θαυμάσει ὁ Χριστός;

            Ποιός δέν θά ἤθελε,  νά ἔχει ὁ Χριστός καλή γνώμη γι’  αὐτόν;

            Ἡ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου δέν ἦταν ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε νά κάνει κάτι. Αὐτό τό ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος, γιατί τά θαύματα πού εἶχε κάνει ὁ Χριστός ἦταν πολλά. Τό θαυμαστό ἦταν ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος ἔλεγε: «Ἡ χάρη καί ἡ δύναμη πού ἔχεις εἶναι ἀπό ἐκεῖ πού δέν ἐλέγχεται. Εἶναι ἄνωθεν. Εἶναι ἀπό τόν Πατέρα τῶν φώτων. Εἶναι ἀπό τόν Θεό».

            Καί οἱ φαρισαῖοι πίστευαν. Καί ὅποιος ἀκούει μερικά πράγματα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καταλαβαίνει καί πιστεύει. Ἀλλά δέν ἀρκεῖ. Ἡ σωστή πίστη, πού τήν θαυμάζει ὁ Χριστός, εἶναι νά πιστεύομε μέ καθαρότητα ὅτι, αὐτό πού μᾶς δίνει, εἶναι ἀπό τόν Θεό. Δωρεά τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

            Καί ἄν εἶναι δωρεά καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι μόνο ὠφέλεια καί εὐεργεσία πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους.

            Εἶπε ὁ Χριστός:

            -Οὔτε στόν Ἰσραήλ δέν βρῆκα τέτοια καί τόση πίστη.

            Τί μᾶς λέει μ’  αὐτά τά λόγια;

            Εἴμαστε χριστιανοί ὀρθόξοξοι, καί φανταζόμαστε τόν ἑαυτό μας πολύ σπουδαῖο. Λάθος!

            Ὑπάρχει περίπτωση νά βρεῖς ἀλλόθρησκο, νά πιστεύει στόν Χριστό καί νά λαχταρᾶ νά βαπτισθεῖ καί νά τόν γνωρίσει, πολύ περισσότερο ἀπό πολλούς ἀπό ἐμᾶς.

            Ἕνας τέτοιος ἦταν ὁ ἑκατόνταρχος.

Τά χαρακτηριστικά τῆς πίστης

            Τί χαρακτηριστικά εἶχε ἡ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου;

            Ἦταν ταπεινή. Ὅταν μᾶς πεῖ ἕνας μεγάλος νά πᾶμε σπίτι του, τό θεωροῦμε τιμή μας. Νομίζομε ὅτι ἀνεβαίνουν οἱ μετοχές μας. Ὅτι ἀποκτᾶμε κύρος.

            Ὁ ἑκατόνταρχος εἶπε:

            «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά εἰσέλθεις στό σπίτι μου».

            Λόγια πού τά πῆρε ἡ Ἐκκλησία μας καί γέμισε μέ αὐτά τίς προσευχές της. Ὅταν ἑτοιμαζόμαστε νά κοινωνήσομε, καί διαβάζομε τίς εὐχές τῆς ἱερᾶς Μεταλήψεως, τά ἐπαναλαμβάνομε συνεχῶς:

            «Οὐκ εἰμι ἄξιος, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς. Διότι ὅλη ἔρημος καί καταπεσοῦσα ἐστί».

            -Κύριε, πού θά ρθεῖς στό δικό μου σπίτι, στό σπίτι τῆς ψυχῆς μου; Δέν εἶναι σπίτι αὐτό. Εἶναι ἕνα ἐρείπιο. Δέν θά βρεῖς τόπο νά ἀκουμπήσεις τό κεφάλι σου. Ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἐρείπια καί βρώμικα.

            Αὐτή ἦταν ἡ αἰτία πού ὁ Χριστός βρῆκε τήν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου μέ βάθος, μέ οὐσία. Καί μέ ζωντάνια. Τήν βρῆκε πρωτοποριακή. Πρωτοποριακή διότι δέν τήν εὕρισκε στόν Ἰσραήλ. Θερμουργή, δυνατή. Οἱ πρωτοπόροι ἔχουν καρδιά! Καί προχωροῦν μέ δυναμισμό.

            Ἔτσι θέλει ὁ Χριστός νά προχωρᾶμε ψάχνοντας νά τόν βροῦμε.

            Καί γιά νά τό τονίσει αὐτό εἶπε:

            Ὅποιος ἔχει σωστή πίστη, μπορεῖ νά πεῖ στό βουνό «περπάτα» καί νά περπατήσει. Ἕνα κουκουτσάκι πίστη νά ἔχει, σάν κόκκο σινάπεως, μπορεῖ νά πεῖ στό βουνό:

            -Σήκω βουνό καί πέσε στή θάλασσα. Καί νά πέσει. Τό ἐρώτημα πού θέτουν κάποιοι ἀπό τούς θεολόγους καί τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι:

            Ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιά κάποιο βουνό πού θά  πέσει στή θάλασσα καί θά περπατήσει; Καί γι’  αὐτό!

            Ἀλλά ἐκεῖνο πού κυρίως θέλει νά μᾶς πεῖ εἶναι:

            Προσέξατε! Ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός ἀπό σᾶς, εἶναι ἕνας κόκκος σινάπεως πίστης. Γιά σᾶς.

            Ποιός εἶναι ὁ κόκκος σινάπεως;

            Ἡ καλή διάθεση.

            Ἅμα θέλετε, βγᾶλτε ἐκείνη τήν βρώμικη διάθεση πού λέει: «Γιατί ὁ Θεός ἔκανε τοῦτο, γιατί ἐκεῖνο»; Καί δέν μπορεῖτε νά δεῖτε καθαρά τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Οὔτε νά τήν ἀναζητήσετε μέ ἀγάπη, μέ καλωσύνη, μέ εἰλικρίνια, μέ ταπείνωση.

            Ἕνα κουκούτσι σινάπι εἶναι, νά πετάξεις ἀπό τήν καρδιά του τήν κακή διάθεση καί νά βάλεις καλή. Ὅποτε θέλεις τό κάνεις. Γι’ αὐτό, λέει ὁ Χριστός:

            -Ὅσο εὔκολο εἶναι γιά σένα αὐτό τό κουκουτσάκι τό σινάπι, ἡ καλή διάθεση, ἄλλο τόσο ἤ καλύτερα πολύ πιό εὔκολο εἶναι γιά Μένα νά μετακινήσω τό βουνό, τά Ἰμαλάια, καί νά τά ρίξω στό πέλαγος.

            Γιατί κάνει λόγο γιά βουνό;

            Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος κολλάει στή γνώμη του, ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή, κάθε ἀντίθετη ἄποψη τοῦ φαίνεται Ἰμαλάια. Ἀλλά αὐτό τό βουνό, τῆς πεισματικῆς ἐμμονῆς μας στίς λάθος τοποθετήσεις μας, ὁ Χριστός ἔχει τήν δύναμη ἄν τόν ἀφήσομε, νά τό βουλιάξει στή θάλασσα.

Περπάτα βουνό

             Γύρω στό 1600 Πατριάρχης στήν Ἀλεξάνδρεια ἦταν ὁ Ἰωακείμ. Πατριάρχευσε 75 χρόνια. Ἔγινε πατριάρχης στά 60 καί πέθανε 135 χρονῶν. Τόν κρατοῦσε ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή.       Τοῦ εἶπαν οἱ μουσουλμάνοι πού κυβερνοῦσαν τήν Αἴγυπτο:

            -Εἶπε ὁ Χριστός: Ἅμα ἔχετε πίστη, θά πεῖτε στό βουνό νά περπατήσει. Κάνε το γιατί χαθήκατε!

            Ὁ πατριάρχης θυμίασε τό βουνό πού τοῦ ἔδειξαν καί εἶπε: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· περπάτα βουνό». Πραγματικά μετακινήθηκε τό βουνό καί πίστευσαν πολλοί μουσουλμάνοι. Ὅλα εἶναι δυνατά γιά τόν Θεό.

            Γιά μᾶς, κάτι εἶναι πολύ εὔκολο ἅμα βάλομε καλή διάθεση· καί ἀδύνατο, βουνό, ὅταν δέν θέλομε νά βάλομε καλή διάθεση.

            Μᾶς λέει ὁ Χριστός:

            -Ἀποκτεῖστε τήν πνευματική λεβεντιά τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἀποκτεῖστε πίστη θερμή. Πρωτοπορειακή. Ἀποκτεῖστε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ ταπείνωση.

Ταπείνωση· τό μόνο πού μᾶς μένει

            Πόσο θά ἔπρεπε νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια μπροστά στό Θεό καί νά λέγαμε: «Κύριε, σέ εὐχαριστοῦμε γιατί μᾶς ἔφτειαξες καί ἐκ τοῦ μή ὄντος. Γιατί μᾶς ἔφερες ἀπό τήν ἀνυπαρξία «εἰς τό εἶναι». Καί ὑπάρχομε, ζοῦμε καί βλέπομε αὐτό τόν ὄμορφο κόσμο. Καί κάτι ἀκόμη περισσότερο:

            Δέν μᾶς ἔφτειαξες πέτρες, οὔτε πουλάκια, οὔτε ψάρια.      Ἀλλά μᾶς ἔφτειαξες ἀνθρώπους μέ μυαλό, μέ καρδιά, μέ συναισθήματα, μέ γνώση, μέ σοφία. Πόσο θά ἔπρεπε γιά ὅλα αὐτά νά σοῦ λέμε ἕνα «εὐχαριστῶ» ὁλόψυχα;

            Καί αὐτό τό ὡραῖο πράγμα πού μᾶς ἔδωσες: σῶμα καί ψυχή, καρδιά καί νοῦ, πόσο θά ἔπερεπε νά τά κρατούσαμε ὅπως μᾶς τά ἔδωσες καθαρά, ἔνδοξα, λαμπρά καί νά φροντίζαμε καί ἀπό δική μας φιλοτιμία νά τά κάναμε ἀκόμη καλύτερα».

            Μακάρια ἡ γλῶσσα πού ὁμολογεῖ τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό ἀπέραντο ἔλεός του.

            Ὅμως κάνοντας ἀπολογισμό ποιοί εἴμαστε, πῶς σκεπτόμαστε, πῶς ἐνεργοῦμε, διαπιστώνομε ὅτι δέν μᾶς μένει παρά ἡ προσευχή τοῦ ἑκατοντάρχου:

            «Κύριε, οὐκ εἰμί ἄξιος οὐδέ ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς τῆς ψυχῆς. Διότι ὅλη ἔρημος καί καταπεσοῦσα ἐστι.             Ἄνοιξε Κύριε, τήν καρδιά μου, καί ἔλα μέσα μέ τήν χάρη σου καί μέ τό ἔλεός σου, νά τήν καθαρίσεις καί νά γίνει ὄχι ἁπλῶς ἄξια νά κλίνεις κάπου τό κεφάλι σου, ἀλλά ὅπως τό ἀπαιτεῖς νά γίνει ναός σου καί θρόνος σου.

            Πές Κύριε, τήν καλή σου κουβέντα καί θά θεραπευθῶ».

            Νά παρακαλέσομε τόν  Χριστό νά μᾶς φωτίζει νά κοιτάζομε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, καί νά μήν ἐπαναπαυόμαστε  στά ἐξωτερικά. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Πρεβέζης

στίς 5/7/1998 καί στίς 27/6/2004

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel