Ὅπως ἔχομε τήν Κυριακή τοῦ τελώνη καί τοῦ φαρισαίου, τήν Κυριακή τῆς Κρίσεως, τήν Κυριακή τοῦ ἀσώτου πού εἶναι μεγάλες γιορτές στήν Ἐκκλησία, γιατί διαβάζεται τό συγκεκριμένο Εὐαγγέλιο πού ἀναφέρεται στά γεγονότα ἤ τά πρόσωπα αὐτά, ἔτσι καί ἡ σημερινή Κυριακή εἶναι μεγάλη ἑορτή, γιατί διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο πού μᾶς λέει ὅτι:
Ἕνας ἄνθρωπος ἔκανε τραπέζι. Ἐκάλεσε πολλούς. Καί ἑτοίμασε πολύ ὡραῖα φαγητά. Ἀλλά ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, ἄρχισαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι νά λένε δικαιολογίες γιά νά μή πᾶνε.
Ἕνας εἶπε: «Ἀγρόν ἀγόρασα, καί πάω νά τόν δῶ».
Ἄλλος: «Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καί πάω νά τά δοκιμάσω».
Ὁ τρίτος εἶπε: «Παντρεύτηκα...»
Καί δέν πῆγε κανένας.
Ἐξετάζοντας τίς δικαιολογίες τους, ὅταν πρόκειται γιά ἕνα συνηθισμένο κάλεσμα σέ φαγητό, εἶναι δικαιολογίες σοβαρές. Γιατί ὅλα εἶναι ἐπίγεια. Καί τά φαγητά τοῦ ἀνθρώπου πού τούς κάλεσε καί οἱ δουλειές τῶν καλεσμένων.
Ἅμα τό ζήτημα ἦταν:
-Τί προτιμᾶς; Τό φαγητό ἤ τήν δουλειά;
Θά ἔπρεπε νά ποῦμε, ὅτι ἀφοῦ ἡ δουλειά εἶναι καθῆκον, εἶναι πάνω ἀπό τό φαγητό· ἡ δουλειά. Καί καλά ἔκαναν καί δέν πῆγαν.
Ἀλλά ὅταν πρόκειται γιά φιλία καί γιά ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπειδή ἡ ψυχή, τά πνευματικά, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐντιμότητα, εἶναι κάτι τό πάρα πολύ ὑψηλό, δέν ξέρει κανείς τί νά πεῖ.
Τό καθῆκον εἶναι ἀνώτερο;
Ἤ ἡ φιλία, ἡ ἐντιμότητα καί ἡ συνέπεια;
Πρέπει νά βάλομε προτεραιότητες:
«Τί θά κάνομε; Θά πᾶμε νά τιμήσομε τόν ἀδελφό, τόν φίλο μας πού μᾶς τίμησε μέ τήν πρόσκλησή του;
Ἤ θά ἀφοσιωθοῦμε στήν ἐργασία μας καί θά τήν προτιμήσομε ἀπό τό φαγητό καί τήν παρέα;»
Ἀλλά στήν περίπτωση πού ἀναφέρεται στό εὐαγγέλιο, δέν πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ἔκανε γεῦμα. Ἀλλά πρόκειται γιά τόν ἐπουράνιο Θεό πού μᾶς καλεῖ στή Βασιλεία του.
Καί μᾶς λέγει λοιπόν ὁ Χριστός, «προσέξτε!».
Οἱ δικαιολογίες τοῦ τύπου...
«ἀγρόν ἀγόρασα, θά πάω νά τόν δῶ.
Δουλειές ἄνοιξα. Ποῦ εὐκαιρία γιά τραπεζώματα καί φαγητά. Δουλειά πολλή. Ἤ
παντρεύτηκα. Ἀφήνει κανείς τήν γυναίκα του, τήν ἡμέρα τοῦ γάμου νά τρέξει γιά ξένες δουλειές;»
(Οἱ δικαιολογίες λοιπόν αὐτές) ἔχουν σχέση μέ ἐπίγεια. Φαίνονται καί εἶναι πολύ σοβαρές. Γι’ αὐτό, ἰσχύουν γιά ἐπίγειες καταστάσεις καί δέν ἀφήνουν περιθώρια παρεξηγήσεων.
Ἀλλά ὅταν ἔχομε νά κάνομε μέ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ δικαιολογίες αὐτές πιάνουν;
Ἔχουν ἀξία;
Θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Χριστός, ὁ σωτήρας μας καί διδάσκαλός μας:
«Προσέξτε. Ὅταν πρόκειται γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μήν ἐπιτρέπετε στόν ἑαυτό σας νά βρίσκει προφάσεις καί δικαιολογίες. Γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα. Εἶναι αἰώνια».
Ἕνα δέν δέχεται ὁ Θεός
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐπίγειος ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο πῆρε σάν παράδειγμα ὁ Χριστός, ὅταν δέν πῆγαν οἱ καλεσμένοι του, ἔκανε τήν σκέψη: «Τώρα τά φαγητά τί θά τά κάνω; Θά τά πετάξω στά σκυλιά»;
Καί εἶπε στούς ὑπηρέτες του:
-Βγεῖτε στούς δρόμους, καί φωνάξτε ὅποιον βρεῖτε μπροστά σας.
Τό ἔκαναν καί τοῦ εἶπαν:
-Ἦρθαν πολλοί, ἀλλά ὑπάρχει χῶρος γιά περισσότερους. Χρειάζονται καί ἄλλοι γιά νά γεμίσει τό τραπέζι. Τί θά κάνομε; -Βγεῖτε στούς φράχτες, στά μονοπατάκια, στά στενά, ὁπουδήποτε. Ψάξτε. Βρεῖτε καί ἄλλους νά ἔλθουν νά φᾶνε. Δέν πρέπει νά πᾶνε γιά πέταμα τόσα πράγματα.
Ὁ Θεός λέγει: «Ἔχω τήν Βασιλεία μου. Δέν τήν ἔφτειαξα καί δέν τήν ἔχω οὔτε γιά τόν ἑαυτό μου, οὔτε γιά μείνει ἄδεια. Ὅποιος θέλει, ὅπου καί νἆναι, ἀπ' ὅπου καί νἆναι τόν δέχομαι. Σέ ὅποιο «φράχτη» καί «δρόμο» νά τριγυρίζει. Φωνάξτε τον στή Βασιλεία μου.
Ἀπό ὅποια κατάσταση καί νά εἶναι. Εἴτε ἦταν ληστής, εἴτε ἦταν πόρνος, εἴτε ἦταν δολοφόνος... Ὁτιδήποτε νά εἶχε κάνει στή ζωή του. Φωνάξτε τον στή Βασιλεία μου».
Γιατί ὁ Θεός εἶναι πανάγαθος. Πατέρας μας.
Καί ὅπως ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα δέν ἀρνοῦνται ποτέ τά παιδιά τους, ἔτσι καί ὁ Θεός. Δέν μᾶς ἀρνεῖται καί δέν μᾶς κλείνει τήν πόρτα ποτέ. Ἀλλά θέλει νά ἐπιστρέψομε καί νά ρθοῦμε κοντά του. Καί ὅταν γυρίσομε κοντά του μᾶς δέχεται.
Ἕνα δέν δέχεται ὁ Θεός.
Ποιό; Νά τόν ζυγίζεις.
Καί νά τόν βρίσκεις μικρότερο ἀπό τά ἐπίγεια. Νά θεωρεῖς τήν Βασιλεία του τιποτένια μπροστά στά ἐπίγεια.
Χτυπᾶ ἡ καμπάνα γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ...
Δέν εἶναι Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ Λειτουργία;
Γιά ποιό σκοπό γίνεται; Γιά νά πάρομε τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, πού ἔρχεται καί κατεβαίνει ἀνάμεσά μας -ἔστω καί ἄν δέν τόν βλέπομε ἐμεῖς ἐν δόξῃ- μέ τό σῶμα καί μέ τό αἷμα του.
Ἔστω καί ἄν κάποιες φορές δέν κοινωνᾶμε, κάνοντας - ὅταν ὁ παπᾶς κρατάει τό ἅγιο Ποτήριο καί λέει «μετά φόβου Θεοῦ πίστεως...»- μιά μικρή ὑπόκλιση καί τόν σταυρό μας, καί ἐπικαλούμενοι τόν Χριστό παίρνομε τήν εὐλογία του. Γινόμαστε σάν τήν αἱμορροούσα πού πῆγε καί ἀκούμπησε τό ροῦχο του καί ἔγινε καλά.
Ἔτσι καί ἐμεῖς. Βλέποντάς τον καί ὑποκλινόμενοι μπροστά του, παίρνομε τήν εὐλογία του.
Τί θά μᾶς χρησιμεύσει;
Δέν θά τό δοῦμε ἐδῶ στή γῆ. Ὅπως δέν βλέπομε καί τήν ψυχή μας ἐδῶ. Οὔτε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τήν βλέπομε ἐδῶ. Ἀλλά θά τό δοῦμε κάποια μέρα ἐκεῖ. Καί θά καταλάβομε τί σοφά κάναμε πού ἀφήσαμε ἐκεῖνα πού φαίνονται σπουδαῖα, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι φθαρτά, πρόσκαιρα καί μηδαμινῆς ἀξίας. Καί ἀναζητήσαμε τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πού δέν φαίνεται, ἀλλά εἶναι αἰώνια καί θά ἰσχύει γιά πάντα.
Τί ἀξίζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ;
Τί σημασία ἔχει ἡ χάρη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ;
Στή Ρωσία ἦταν μιά πλούσια γυναίκα ἀλλά ἄθεη. Εἶχε ἕνα καλό σύζυγο· πέθανε. Ἔμεινε μέ ἕνα παιδάκι. Καί τό παιδάκι της, αὐτό πρίν φτάσει δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε καί πέθανε. Στήν ἀρρώστεια του, βασανίστηκε πολύ. Τόσο πολύ, πού ὅταν πέθανε τό λείψανό του, εἶχε τήν ἔκφραση τοῦ πόνου. Τό ἔβλεπε κανείς καί καταλάβαινε ὅτι ὑπέφερε πολύ. Ὅτι πέθανε μέ φρικτούς πόνους.
Ἡ μάνα ὄντας ἄθεη τό ἑτοίμασε καί δέν ἔβαλε ἐπάνω του οὔτε εἰκόνα οὔτε σταυρό.
Πάει μιά ἁπλή γριούλα καί τῆς λέει:
-Δέν βάλαμε εἰκόνα πάνω στό λείψανο. Σταυρό δέν βλέπω.
-Ὄχι, τῆς ἀπαντᾶ. Ἐγώ δέν τά πιστεύω αὐτά. Δέν χρειάζεται.
Ὅμως ἡ ἁπλή γριούλα, ἔβγαλε ἕνα μικρό σταυρό πού φοροῦσε καί τόν ἔβαλε πάνω στό στῆθος τοῦ μικροῦ. Μόλις ἀκούμπησε τόν Σταυρό, ἄλλαξε ἡ ὄψη του. Τό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ γέμισε χαμόγελο. Σάν νά εἶχε πεθάνει γεμάτο χαρά. Τό βλέπει ἡ μητέρα του καί φωνάζει:
-Ζωντανό εἶναι. Χαμογελάει.
Ἀλλά τό παιδί δέν εἶχε ξαναζήσει.
Καί ὅταν ἡ μητέρα τό ἀκούμπησε καί τό εἶδε παγωμένο καί διαπίστωσε ὅτι εἶχε ἀλλάξει ἡ ὄψη του ἀπό τήν στιγμή πού ἀκούμπησε ὁ Σταυρός ἐπάνω του, γονάτισε, ἄρχισε νά προσεύχεται καί νά λέει: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου πού δέν ἤξερα τί ἔκανα καί τί προτιμοῦσα στή ζωή μου».
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της, ἀφιερώθηκε στά καλά ἔργα. Νά ἐξυπηρετεῖ ὅλους τούς ἀνήμπορους, ὅλους τούς φτωχούς, ὅλους τούς ἀρρώστους.
Καί ὅταν πέθανε, ἁγίασε· ἡ πρώην ἄθεη.
Τί τήν ἔκανε καί ἁγίασε;
Μέχρι τότε –αὐτό εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου- εἶχε σκοτάδι καί νά δέν ἔψαχνε γιά τό φῶς.
Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλάβει ποιό εἶναι τό φῶς, τότε ξέρει τί κάνει.
Γι’ αὐτό, ἡ μεγαλύτερη ἐξυπνάδα, ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία, τό μεγαλύτερο κατόρθωμα, ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία στόν ἄνθρωπο, εἶναι νά φροντίζει νά γνωρίζει τόν Χριστό.
Καί νά γνωρίζει τήν σημασία πού ἔχουν τά ἐπίγεια, τά αἰώνια, οἱ πράξεις του καί ὅλα ὅσα γράφει τό Εὐαγγέλιο καί ὅσα γίνονται μέσα στήν ἅγια μας Ἐκκλησία.
Λέμε ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τίμιος καί ζωοποιός. Δέν εἶναι δυό ξυλαράκια. Ὅταν λέμε ζωοποιός, δέν ἐννοοῦμε ὅτι δίνει ζωή μόνο σέ ἕνα πεθαμένο ἄνθρωπο ἀλλά καί σέ μιά πεθαμένη ψυχή. Καί ἡ ζωή αὐτή εἶναι χαρά.
Γιατί τό παιδί, γέμισε χαρά ὄντας πεθαμένο;
Γιατί τοῦ ἔλειπε ἡ εὐλογία, πού δέν ἐπέτρεπε ἡ μάνα του νά τό ἐπισκιάσει... Γι’ αὐτό χαμογέλασε ἀπό χαρά ὅταν δέχθηκε τήν εὐλογία.
Τό χαμόγελο τοῦ πεθαμένου παιδιοῦ, γέμισε φῶς τήν σκοτισμένη μητέρα. Ἔπαυσε πιά νά φροντίζει γιά τά βόδια, γιά τά χωράφια, γιά τίς κοινωνικές σχέσεις καί γιά τό σπίτι περισσότερο ἀπό τήν ψυχή της. Καί ἔπαυσε νά ζητᾶ τά ἐπίγεια καί νά ἀδιαφορεῖ γιά τήν ψυχή της καί γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τά λόγια μας μᾶς φανερώνουν
Κουβεντιάζομε μέ μερικούς ἀνθρώπους καί ὅταν τούς μιλᾶμε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ λένε «φιλοσοφίες» τοῦ τύπου.
-Ἡ ψυχή θέλει ψίχαλα, καί ἡ κοιλιά θέλει κομμάτια.
- Ναί, ἀδελφέ. Τά κομμάτια πού θέλει ἡ κοιλιά τά βλέπεις καί ζυγιάζονται.
Ἀλλά ἡ ψυχή δέν θέλει ψίχαλα, θέλει μεγαλύτερα κομμάτια. Μόνο πού δέν ζυγιάζονται μέ τίς ζυγαριές μας.
Ἡ ψυχή καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ζητᾶ ἀπό τόν ἄνθρωπο πόνο, ἀγάπη, καλωσύνη. Τά νά πονᾶς τόν ἄλλο εἶναι «μεγάλο κομμάτι καί πολύ βαρύ» γιατί παύεις νά σκέπτεσαι τόν ἑαυτό σου καί κάνεις θυσίες γιά τούς ἄλλους.
Οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μακρυά ἀπό τόν Θεό πονᾶνε μόνο τόν ἑαυτό τους· τήν σάρκα τους. Εἶναι ἐγωκεντρικοί. Τά θέλουν ὅλα δικά τους.
Οἱ ψυχές τους, εἶναι παγωμένες γιά τό καλό καί πρόθυμες γιά τήν ἁμαρτία.
Καί ἐπειδή εἶναι τέτοιο τό φρόνημα τους, ἔχουν στόμα ἀνοικτό. Κοροϊδεύουν καί εἰρωνεύονται.
Λέει ἕνας ἅγιος: «Ὅσο πιό ἄδειος εἶναι ἕνας ντενεκές, τόσο πιό πολύ βροντάει».
Ὅσο πιό πεθαμένος πνευματικά εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τόσο πιό ἀχαλίνωτος εἶναι στά λόγια του.
Ὅσο πιό πολύ ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης τοῦ Χριστοῦ, τόσο τό στόμα του τό ἀνοίγει γιά νά λέει: «Δόξα σοι Χριστέ σωτήρα μας. Δόξα γιά τό ἔλεός σου, δόξα γιά τήν καλωσύνη σου καί γιά τό φῶς σου».
Καί τό ἔχει πολύ σφιχτό, στό νά λέει λόγια καί μάλιστα ἄσχημα ἐναντίον ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου.
Καλότυχος ὅποιος συντρώγει μέ τόν Χριστό
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ.
Μᾶς ἔδωσε τό σῶμα του καί τό αἷμα του, γιά νά προγευόμαστε καί γιά νά ἑτοιμαζόμαστε γιά κείνη τήν ἐπουράνια Βασιλεία του.
Τά τίμια Δῶρα τά ἔχομε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐπάνω στό τραπέζι τοῦ Χριστοῦ πού σέ διάκριση ἀπό τά ἄλλα τραπέζια λέγεται «Ἁγία Τράπεζα».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει, τρώει τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Χριστός μιλώντας μας γιά τήν Θεία Κοινωνία εἶπε: «Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος πού θά φάει ψωμί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Πραγματικά. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος πού θά τρώει μαζί μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Ἀμμουδιά στίς 13/12/1998