Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι Θεός γεμάτος ἀπό ἀγάπη καί ἦλθε στόν κόσμο καί σταυρώθηκε γιά μᾶς, γιά νά μᾶς σώσει, εἶναι σέ ὅλες του τίς λεπτομέρειες φῶς καί ὁδηγός. Καί μᾶς βγάζει ἀπό τήν κενότητα τῆς δικῆς μας σκέψης, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στό πλάτος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στό πλάτος τῆς ἤρεμης καί τῆς γεμάτης ἀπό καλωσύνη καί ἀγάπη ζωῆς.
Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε ὅτι ὁ Χριστός εἶχε πάει σέ ἕνα χωριό. Ἐκεῖ, τό Σάββατο, πῆγε στήν Ἐκκλησία, στή Συναγωγή τῶν Ἑβραίων. Στή συναγωγή, ἦλθε μιά γυναίκα ἡ ὁποία ἦταν συγκύπτουσα, εἶχε δηλαδή καμπουριάσει ἐντελῶς. Τόσο πού δέν μποροῦσε νά σηκώσει τό κεφάλι της κατά πάνω. Ἀλλά ἔβλεπε μόνο τό χῶμα μπροστά της. Εἶχε γίνει σάν γκλίτσα θά λέγαμε. Ἡ μέση της εἶχε μόνιμα λυγίσει.
Ὁ Χριστός ὅταν τήν εἶδε τήν συμπόνεσε, τήν λυπήθηκε, γιατί εἶναι ἀγάπη καί τῆς εἶπε: «Γύναι, ἀπολέλυσαι ἀπό τῆς ἀσθενείας σου». Δηλαδή σέ ἐλευθερώνω, σέ ἀποδεσμεύω, σέ λύνω ἀπό τήν ἀρρώστια πού ἔχεις.
Δεκαοκτώ χρόνια ἦταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση. Καί μόλις ἄκουσε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σέ μιά στιγμή, ἀνορθώθηκε. Σηκώθηκε ὄρθια καί ἔγινε εὐθυτενής ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· καί ἐδόξαζε τόν Θεό.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
Τό γεγονός αὐτό μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι παντοδύναμος. Ὅτι λέει γίνεται. Δέν χρειάζεται φάρμακα. Δέν χρειάζεται μηχανήματα. Δέν χρειάζεται ἐγχειρήσεις. Δέν χρειάζεται τίποτε.
Εἶπε καί ἔγιναν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ. Τά φυτά, τά δένδρα, τά πουλιά, τά ζῶα· ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι καί πεῖ νά περάσει μιά ἀρρώστια, περνάει ἀμέσως γιατί εἶναι παντοδύναμος.
Ὁ λόγος του δέν ἔχει φραγμό.
Ξέρομε, ὅτι μίλησε κάποια φορά καί φώναξε πεθαμένο ἄνθρωπο καί γύρισε ἀπό τήν ἄλλη ζωή. Τέσσερες ἡμέρες ἦταν στό μνῆμα.
Καί μιά ἄλλη μέρα θά φωνάξει πάλι καί θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ πεθαμένοι ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ καί θά ξαναζήσουν στήν αἰώνια ζωή, τήν γεμάτη εὐτυχία καί χαρά, κοντά του. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν δύναμη ἔχει.
Ὅμως, ἐνῶ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ τόν ἀκοῦνε οἱ πέτρες καί τά νεκρά καί ἀνύπαρκτα πράγματα, οἱ ἀρρώστιες, τά πάντα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν τόν ἀκοῦμε, ὅταν δέν θέλομε· ὅταν δέν τό κάνομε προσπάθεια μας καί δέν τόν ἀφήνομε νά μπεῖ μέσα μας.
Αὐτό ἔγινε καί τότε στή συναγωγή τῶν τῶν Ἑβραίων. Ἀντί νά δοξάσουν ὅλοι τόν Θεό καί νά ποῦν: «Θεέ μου, τί δωρεά εἶναι αὐτή, νά ἀκοῦμε τέτοιο λόγο καί νά βλέπομε τέτοια θαύματα καί τέτοια σημεῖα...»... ὁ ἀρχισυνάγωγος γύρισε στή γυναίκα, μή ἔχοντας τί νά πεῖ στόν Χριστό (τί νά τοῦ πεῖ; Ἔκανες λάθος πού τῆς εἶπες «λύσου ἀπό τήν ἀρρώστια σου»; καί ἔγινε καλά;)... καί τῆς λέει:
-Κοίταξε κυρά μου, οἱ ἄρρωστοι πᾶνε στούς γιατρούς, τίς ἐργάσιμες μέρες. Τό Σάββατο εἶναι ἀργία, δέν ἐπιτρεπόταν νά ρθεῖς γιά θεραπεία. Ἁμαρτία εἶναι.
Τοῦ λέει ὁ Χριστός:
-Ὑποκριτή! Θεατρῖνε πού παίζεις θέατρο, ἐσύ τί κάνεις; Τό Σάββατο ἡμέρα ἀργίας γιά τούς Ἑβραίους, δέν λύνεις τό γαϊδούρι σου καί τό βόιδι σου καί πᾶς στή βρύση τόσο δρόμο, νά τά ποτίσεις; Τό γαϊδούρι καί βόιδι ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία, ἀπό αὐτή τήν γυναίκα πού περιμένει δεκαοχτώ χρόνια δεμένη ἀπό τήν ἀρρώστια της;
Δεκαοχτώ χρόνια δεμένη, ὄχι λίγες ὧρες πού περιμένουν τά ζῶα στό παχνί... Αὐτή λοιπόν, δέν τήν λυπήθηκες, ἀλλά διαμαρτύρεσαι πού τήν λύσαμε ἡμέρα Σάββατο, νά πιεῖ καί αὐτή τό νερό τῆς ὑγείας;
Τό μεγάλο μας λάθος
Σέ κάποια ἄλλη ἀνάλογη περίσταση ὁ Χριστός εἶχε πεῖ:
-Ἄν πέσει τό βόιδι σου καί τό γαιδούρι σου σέ λάκκο ἡμέρα Σάββατο, δέν τό βγάζεις; Τό ἀφήνεις νά μείνει καί νά ψοφήσει; Εἶπες ποτέ, ἄστο θά τό βγάλω αὔριο; Δέν τό ὁρίζει καί ὁ νόμος καθαρά, ὅτι ἄν πέσει τό βόιδι σου καί τό γαϊδούρι σου στό λάκκο θά τό βγάλεις ἡμέρα Σάββατο;
Καί τί κόπο θέλει νά τό τραβήξεις!
Τί δουλειά θέλει γιά νά βγεῖ ἀπό τό λάκκο ἕνα βόιδι!
Δέν φτάνει ἕνας ἄνθρωπος. Πρέπει νά μαζευτοῦν πέντε-δέκα γεροί ἄνδρες γιά νά μπορέσουν νά τό κάνουν. Καί ποτέ δέν λέμε «ἄστο γι’ αὔριο».
Αὐτή τήν γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια πεσμένη σέ μιά τέτοια κατάσταση, δέν πρέπει νά τήν βγάλομε καί νά τήν ἐλευθερώσουμε ἡμέρα γιορτῆς;
Τί σέ κάνει καί ἔχεις τέτοιες ἰδέες;
Τί ἄλλο; Ἡ σκληροκαρδία. Τί εἶναι σκληροκαρδία;
Ἀπάντηση: Τό ἀντίθετο ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι καλωσύνη καί ἀγάπη.
Βλέπομε λοιπόν ἐδῶ, μιά γυναίκα δεμένη, ἄρρωστη, πού στέκει μπροστά σ’ ἕναν ἄνθρωπο σκληρόκαρδο, πού δέν δίνει σημασία στόν πόνο τοῦ ἄλλου, ἀλλά στέκει κολλήμενος στόν ἑαυτό του καί στίς ἰδέες του.
Καί βλέπομε ἀκόμη, τόν Χριστό γεμάτο καλωσύνη.
Ἐμεῖς τί κάνομε; Μέσα ἀπό αὐτή τήν ἱστορία, τί βλέπομε, τί καταλαβαίνομε;
-Ἐμεῖς... κοιτάζομε τήν δουλειά μας, λένε μερικοί.
Τί σημαίνει κοιτάζω τήν δουλειά μου; Νά, κοιτάζω πῶς θά φτειάξω τόν ἑαυτό μου. Δηλαδή;
Κοιτάζομε τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά ντυθοῦμε, τί θά ἀποκτήσομε περισσότερο γιά τό σπίτι μας. Ὅμως ἀδελφοί, αὐτό εἶναι τό μεγάλο μας λάθος. Γιατί;
Πῶς ζεῖς; Μαζεύεις, παίρνεις, διασκεδάζεις, θυσιάζεις τόν ἑαυτό σου γιά τό φαΐ καί τήν διασκέδαση. Τί εἶναι ἀνώτερο;
Σύ εἶσαι ἀνώτερος ἤ τό φαΐ σου καί ἡ διασκέδασή σου;
Ἀγωνίζεσαι νά ἀποκτήσεις σπίτια, αὐτοκίνητο, χρήματα πολλά. Τί εἶναι ἀνώτερο; Τά χρήματα, ἤ ἐσύ ὁ ἴδιος;
Θά ἔδινες ποτέ τή ζωή σου γιά χρήματα καί αὐτοκίνητα; Ἔστω καί γιά ἑκατομμύρια καί γιά δισεκατομμύρια;
Εἶπε ὁ Χριστός: «Τί θά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τήν ψυχή του»; Μέ τί τόν ἀνταλλάσσεις τόν ἑαυτό σου; Τήν ψυχή σου, τή ζωή σου, πόσο τήν ἐκτιμᾶς; Μέ τί τήν πουλᾶς; Πόσο τήν πουλᾶς; Νά σοῦ δίνανε Ἑλλάδα ὁλόκληρη, πούλαγες τόν ἑαυτό σου καί τή ζωή σου;
Δέν θά βρεθεῖ τόσο ἀνόητος ἄνθρωπος. Καί τήν Ἀμερική ἄν σοῦ δίνανε, τί πιά;
Ὁ ἑαυτός μας ἀδελφοί, μᾶς τό λέει ἡ φύση μας, γιατί μᾶς ἔφτειαξε ὁ Θεός νά τό καταλαβαίνομε, ἐνῶ εἶναι ἕνα μικρό κομματάκι μέσα στόν κόσμο, εἶναι πολυτιμότερος ἀπό ὁλόκληρο τόν κόσμο.
«Τί ὠφελήσει τόν ἄνθρωπον ἐάν κερδίσει τόν κόσμο ὅλο καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή αὐτοῦ»;
Ἅμα χάσει τήν ψυχή του; Ἄν χάσει τόν ἑαυτό του; Τί θά ὠφεληθεῖ;
Τί θά ὠφεληθεῖ ἅμα πάει στήν κόλαση τήν αἰώνια, ἔστω καί ἄν ἔχει κερδίσει γιά λίγα χρόνια, κάτι ἀπό τά ἐπίγεια πού τόσο τά κυνηγᾶμε;
Ὑπάρχει χειρότερη λάθος σκέψη; Χειρότερη κακή ἐκτίμηση;
Γι’ αὐτό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, μή ψάχνεις γιά πράγματα πού ἔχουν μικρότερη ἀξία ἀπό σένα. Ψάξε νά βρεῖς ἐκεῖνο πού ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό σένα. Καί γιά τό ὁποῖο ἀξίζει νά κοπιάσεις. Καί αὐτό εἶναι ἡ ζωή κοντά στό Θεό, ἡ αἰώνια ζωή.
Δέν ψάχνομε ἔτσι γιά τήν ἀλήθεια
Κάποια φορά, εἶχαν συνέλευση οἱ γάτες καί τά σκυλιά. Σάν γάτες καί σκυλιά, δέν μποροῦσαν νά τά πᾶνε ποτέ καλά. Σέ ὅλα εἶχαν διαφορετική γνώμη.
Τό θέμα πού τά ἀπασχολοῦσε ἦταν:
Σέ τί ἀναλύεται ὁ ἀριθμός 9;
Βγῆκε μιά γάτα καί εἶπε:
9 εἶναι: 8 σύν ἕνα.
Πετιέται ὁ ἀρχηγός τῶν σκύλων καί λέει:
-Λάθος. Τό 9 εἶναι: 10 πλήν ἕνα.
Καί ἄρχισαν νά τρώγονται μεταξύ τους, οἱ γάτες μέ τά σκυλιά, ἄν τό 9 σημαίνει 8+1 ἤ 10-1.
Ἐπειδή τρώγονταν χωρίς νά μποροῦν νά ὁμονοήσουν, παρουσιάστηκε ἕνας πίθηκος καί τούς λέει:
-Γιατί τρώγεστε;
-Αὐτό καί αὐτό λέμε. Ποιός ἔχει δίκιο;
-Νά μέ συγχωρήσετε, τούς ἀπαντᾶ. Ἐσεῖς δέν ψάχνετε νά βρεῖτε ποιός ἔχει δίκιο καί ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἐσεῖς θέλετε ἁπλά ὁ ἕνας νά ἐπιβληθεῖ στόν ἄλλο. Ἄντε, γειά σας. Φαγωθεῖτε ὅσο θέλετε.
Καί σηκώθηκε ὁ πίθηκος καί ἔφυγε. Γιατί;
Γιατί δέν ψάχνανε γιά τήν ἀλήθεια.
Νά ποῦμε τώρα τό συμπέρασμα.
Σέ πόσα πράγματα καθημερινά, προδίδομε τήν ἀλήθεια, ποδοπατοῦμε τήν ἀλήθεια, ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ἀλήθεια, γιατί θέλομε ἁπλά νά περάσει τό δικό μας;
Νά γίνει ἐκεῖνο πού ἐπιμένομε καί θέλομε ἐμεῖς;
Τί μᾶς λέει αὐτό; Μᾶς λέει, ὅτι ὅσο ἐπιμένομε σέ μιά τέτοια ἐγωιστική διάθεση, ὅλο στραβά θά πηγαίνομε.
Τί ἔκανε τόν τόν ἀρχισυνάγωγο νά πεῖ:
-Τίς έργάσιμες ἡμέρες ἔπρεπε νά ρθεῖς.
Εἶχε ἐγωισμό. Δέν ἤθελε νά πεῖ τήν ἀλήθεια.
Καί ἐμεῖς, σέ πολλά θέματα, δέν μᾶς ἀρέσει νά κοιτάξομε μέ ἀνοικτά μάτια νά δοῦμε τήν ἀλήθεια. Ἅμα ψάχναμε θά τήν βρίσκαμε καί θά τήν εἴχαμε καταλάβει πολύ καλά.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ὁ ἄνθρωπος ὁ προκατειλημμένος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν δαιμονισμένο. Στό δαιμονισμένο, ὁ διάβολος μπῆκε μέ τό ζόρι μέσα του.
Ἐκεῖνος πού ἔχει προκατάληψη καί δέν θέλει νά ψάξει γιά τήν ἀλήθεια, γιατί ἔτσι τοῦ φάνηκε κάτι, καί ἔτσι θέλει, καί δέν θέλει νά φανεῖ ὅτι ἄλλαξε γνώμη, εἶναι χειρότερος ἀπό τόν δαιμονισμένο. Γιατί τόν διάβολο τόν βάζει μέσα του μόνος του. Τοῦ ἀνοίγει ὁ ἴδιος μέ τό θέλημά του, τήν πόρτα νά μπεῖ καί νά κάτσει μέσα στήν καρδιά του καί νά θρονιαστεῖ στή ζωή του».
Ἀπό ποῦ ἀρχίζει ἡ καλή ζωή; Κατά Θεόν καλή ζωή;
Ἀπό τό ὅτι ἐγώ ἀνοίγω τό Εὐαγγέλιο, διαβάζω καί λέω: «Θεέ μου, ὁδήγησέ με νά καταλάβω τήν ἀλήθεια. Νά βρῶ τόν δρόμο σου».
Καί ὅταν βρίσκω ὅτι κάτι ἀπό τήν σκέψη μου, ἀπό τά αἰσθήματά μου, ἀπό τίς διαθέσεις μου, εἶναι ἀντίθετο στό λόγο τοῦ Θεοῦ, τό πετάω κάτω καί τό ποδοπατάω.
Ἅμα δέν τό κάνεις αὐτό, νά ποδοπατήσεις κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά ποδοπατήσεις τόν ἑαυτό σου... στό δρόμο τοῦ Θεοῦ δέν θά μπεῖς ποτέ.
Τί σημαίνει μετάνοια;
Γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός, ὅτι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ μετάνοια.
Τί σημαίνει μετάνοια;
Πρέπει νά ἀλλάξομε «τρόπον σκέπτεσθαι». Τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο σκεπτόμαστε.
Ἄν δέν φροντίσομε, τά πράγματα πού δέν εἶναι καθόλου σωστά νά τά ἀξιολογήσομε μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι μέ κοσμικά κριτήρια, ποτέ δέν θά μετανοήσομε σωστά.
Ἡ μετάνοια, δέν εἶναι μόνο νά ἐξομολογηθεῖς στό Θεό καί στόν παπά· νά ζητήσεις συγχώρηση· νά πᾶς νά κοινωνήσεις. Ἀλλά μετάνοια οὐσιαστική εἶναι, ὅταν πηγαίνω νά ἐξομολογηθῶ, νά ἔχω μέσα μου τήν ἀπόφαση, ὅτι αὐτά τά ἀντίθετα μέ τό Εὐαγγέλιο πρέπει νά τελειώνουν ἀπό τή ζωή μου.
Νά μήν τά ξαναθέλω.
Νά μήν ξαναεπιτρέψω στόν ἑαυτό μου νά γυρίσω σέ τέτοιες καταστάσεις.
Ἔτσι εἶναι ἡ πνευματική ζωή. Ἅμα τήν ἀναλύσει ὅμως κανείς, διαπιστώνει ὅτι ζώντας κατά Θεόν, φεύγει ἀπό τήν στενή καρδιά, πού κάνει τή ζωή, τήν σκέψη καί τά αἰσθήματα πικρά καί μαῦρα καί βγαίνει στήν πλατωσιά τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς πίστης καί τῆς ἐλπίδος στό Θεό. Ὅποιος αὐτές τίς ἀρετές, φροντίζει νά τίς ἀποκτάει καί νά τίς ἔχει ἡ καρδιά του καί ἡ ψυχή του, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ζωή εἶναι πάντοτε χαμογελαστή καί γλυκειά.
Καί ἡ γλύκα αὐτή εἶναι πολυτιμότερη ἀπό κάθε διασκέδαση καί κάθε καλοπέραση.
Γι’ αὐτό, ἡ ζωή κοντά στόν Χριστό, εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία καί γιά ὅσο θά εἴμαστε στήν γῆ.
Καί ὅποιος ζεῖ κοντά στόν Χριστό, ἔχει νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή.
Λέει ἕνας μεγάλος σοφός τοῦ σύγχρονου κόσμου:
«Ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία στόν κόσμο, ὁ πιό ἀνόητος μέσα στόν κόσμο ξέρετε ποιός εἶναι; Ἐκεῖνος πού ὑποψιάζεται ὅτι ὑπάρχει καί ἄλλη ζωή, μετά θάνατον ζωή, καί παρά ταῦτα, δέν κάνει τίποτε γιά νά βρεθεῖ σέ κείνη τή ζωή καλά».
Εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι τετραγωνικά σοφή αὐτή ἡ κουβέντα;
Ἀναντίρρητη σοφία εἶναι κρυμμένη σ’ αὐτή τήν κουβέντα, ὅτι «ὁ πρύτανις τῶν ἀνοήτων εἶναι ἐκεῖνος πού πιστεύει ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή, κρίση καί ἀνταπόδοση, Παράδεισος καί κόλαση καί δέν κάνει τίποτε γιά νά πάει στόν Παράδεισο καί νά ἀποφύγει τήν κόλαση».
Αὐτή τήν σοφία μᾶς δίνει ὁ Θεός μέ τόν ἅγιο καί φωτιστικό του λόγο.
Νά τόν ἀκοῦμε, νά τόν διαβάζομε, νά τόν βάζομε μέσα στήν καρδιά μας, γιά νά ἀποκτήσομε τήν κατά Θεόν φρονιμάδα, σύνεση καί σοφία νά ἀγωνιστοῦμε νά γίνομε ἀληθινοί φίλοι του καί νά ἀποκτήσομε τήν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Καμαρίνα στίς 8/12/2002