Logo
Print this page

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Θ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Ο ΑΦΡΟΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ

(Λουκ. 12, 16-21)

Ἔχετε ἀξία γιά μένα

            Μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχομε τήν εὐκαιρία νά προσευχηθοῦμε στόν Θεό καί νά ἔλθομε σέ ἐπικοινωνία μαζί του.

 

            Ἄν ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους· μέ τόν πατέρα μας, τήν μητέρα μας, τούς ἀδελφούς μας εἶναι πράγμα ἱερό, τότε πολύ περισσότερο, δέν ὑπάρχει ἱερότερο πράγμα, ἀπό τό νά ἐρχόμαστε σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Πατέρα μας τόν ἐπουράνιο. Τόν δημιουργό μας.

            Ἐκεῖνον πού γιά μᾶς καί γιά τήν σωτηρία μας, ἔστειλε κοντά μας τόν μονογενή Υἱό του. Γιά νά μή μᾶς ἀφήσει νά χαθοῦμε, μέσα στό πελάγωμα τῶν σκέψεών μας, τῶν αἰσθημάτων μας καί τῶν πράξεών μας καί νά ὁδηγηθοῦμε μακρυά του, στήν ἀπώλεια.

            Βλέποντάς μας, σιγά-σιγά νά τόν ξεχνᾶμε, κατέβηκε ὁ Θεός στή γῆ καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Γιά νά μᾶς δείξει ὅτι δέν εἴμαστε γιά αὐτόν μυῖγες καί κουνούπια, πού μᾶς χρειάζεται ἐντομοκτόνο, γιά νά ψοφήσομε, ἐξ’ αἰτίας τῶν  ἔργων μας. Οὔτε εἴμαστε καρέκλες καί τραπέζια, πού ἔτσι καί χαλάσουν, πᾶνε γιά τήν φωτιά.

            Ἀλλά εἴμαστε παιδιά του.

            Ἦλθε καί ὑπέφερε γιά μᾶς. Ἐπόνεσε γιά μᾶς.        Σταυρώθηκε γιά μᾶς. Ὁ ἀθάνατος Θεός, πέθανε γιά μᾶς.    Καί μᾶς ἔδωσε τόν ἑαυτό του δῶρο, νά τόν τρῶμε καί νά τόν πίνομε, γιά νά παίρνομε τή ζωή του. Τήν ἀληθινή ζωή, τήν αἰώνια ζωή.

            Ἐρχόμαστε τόσο πολύ κοντά του τρώγωντας καί πίνοντας τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ὥστε γινόμαστε ἕνα μέ τόν Χριστό. Καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἀπό κάθε λέρα καί ἀπό κάθε βρῶμα· σώματος καί ψυχῆς.

            Πόσες εἶναι οἱ εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς; Ὅσοι καί οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου στό χεῖλος τῆς θαλάσσης.             Ποιός θά μπορέσει νά τίς ἀριθμίσει καί νά τίς μετρήσει;

            Πρέπει νά διαβάζει κανείς μέρα-νύχτα τό Εὐαγγέλιο, τά λόγια τῶν ἁγίων καί νά τά φιλοσοφεῖ ἕνα-ἕνα. Καί τότε θά δεῖ ὅτι οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, εἶναι τόσο πιό μεγάλες, τόσο πιό πολλές, τόσο πιό πολύτιμες ἀπό ὅσο τίς εἶχε φαντασθεῖ, ὥστε ἡ πραγματικότητα ἀπέχει ἀπό ἐκεῖνο πού φανταζόταν, ὅσο ὁ οὐρανός ἀπό τήν γῆ.

Βλέπομε τόν ἑαυτό μας

            Μιά ἀπό τίς μεγάλες εὐεργεσίες του, φῶς στή σκέψη μας, στό μυαλό μας καί στήν καρδιά μας, εἶναι τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου του. Αὐτά πού μᾶς εἶπε. Γιά νά μᾶς φωτίσει· νά μήν περπατᾶμε στό σκοτάδι.

            Αὐτό γίνεται καί στό σημερινό εὐαγγέλιο.

            Ἀκούσαμε γιά ἕναν ἄνθρωπο, πού μπορεῖ νά μᾶς μοιάζει καί νά βλέπομε τήν φωτογραφία μας, στό πρόσωπό του. Ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε κάνει ἕνα λάθος. Ποιό ἦταν τό λάθος του;

            Εὐφόρησε ἡ χώρα του, ἔκανε πολλά εἰσοδήματα καί ὅταν τά μάζεψε εἶπε: «Τώρα πού θά τά βάλω; Δέν χωρᾶνε στίς ἀποθῆκες μου... Λοιπόν, θά τίς γκρεμίσω, νά φτειάξω ἄλλες μεγαλύτερες· νά τά μαζέψω ὅλα. Καί ἀφοῦ τά μαζέψω ὅλα, θά πῶ στήν ψυχή μου: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά. Ἐπιτυχία, εὐτυχία. Ἀναπαύου. Ἀπό δῶ καί πέρα ξάπλα. Φάγε, πίε καί εὐφραίνου». Τί καλύτερο»;

            Γι’ αὐτό βλέπομε τήν φωτογραφία μας σ’ αὐτό τόν ἄνθρωπο. Λίγο-πολύ ὅλοι τά θέλομε τά πλούτη καί τά εἰσοδήματα, ὥστε νά μήν κοπιάζομε στή δουλειά. Ξάπλα, φαῒ, πιοτό, καί διασκέδαση.

            Ἀλλά τί λέει τό Εὐαγγέλιο; Ἐπενέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί τοῦ εἶπε: «Ἄνθρωπε, κάνεις λάθος. Μεγάλο λάθος».

            Ποιό εἶναι τό λάθος;

            «Μάθε ὅτι τώρα πού τά μάζεψες ὅλα, ἀπάνω πού εἶπες, τέρμα τά βάσανα, ἀπό δῶ καί πέρα καλοπέραση καί διασκέδαση, τώρα πεθαίνεις. Τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ».

            Λάθος λοιπόν. Τεράστιο λάθος. Γιατί;

            Γιατί εἶπες στήν ψυχή σου, πώς ἔχει νά φάει, νά πιεῖ, νά ἀναπαύεται καί νά διασκεδάζει. Μά τήν ψυχή σου δέν τήν ὁρίζεις. Οὔτε τά ἀγαθά σου...

            «Τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Ὅταν λέει «ἀπαιτοῦσι», στόν πληθυντικό, ἐννοεῖ πολλοί. Ὄχι ὁ Θεός Πατέρας μας πού εἶναι ἕνας. Κάποιοι ἄλλοι πολλοί τήν ζητᾶνε τήν ψυχή σου καί τήν δικαιοῦνται ἀπό ἐκεῖνα πού ἔκανες. Καταλαβαίνομε ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ πολλοί. Τά δαιμόνια.

            Μήπως ὅμως βλέπομε τόν ἑαυτό μας ζωγραφισμένο, στήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, παρότι εἴμαστε ὅλοι φτωχοί;             Ναί. Λίγο-πολύ μᾶς ἀγγίζει.

Ἡ χειρότερη ἀποτυχία

            Ὑπάρχει χειρότερη ἀποτυχία γιά ἕναν ἄνθρωπο, ἀπό τό νά θέλει νά ἀναπαύεται, νά τρώει καί νά πίνει καλά καί νά ἐξασφαλίζει μιά ἄνετη ἐπίγεια ζωή; Πόση θά εἶναι;

            Καί περιοριζόμενος σ’ αὐτά, νά ἀφήσει νά χάσει τήν αἰώνια ζωή; Πού δέν τελειώνει ποτέ; Πόσο μεγάλο εἶναι τό λάθος του; Νά τί μᾶς θυμίζει σήμερα ὁ Χριστός.

            Τί εἶναι αὐτό τό λάθος;

            Ἀπάντηση. Σκοτάδι.

            Ποῦ σκοτάδι;

            Στό μυαλό, καί στήν καρδιά.

            Ὑπάρχει χειρότερο σκοτάδι ἀπό ἐκεῖνο πού εἶναι στό μυαλό, καί στήν καρδιά;

            Νά εἶναι σκοτάδι στό δωμάτιο, θά ξημερώσει. Πόσο θά διαρκέσει ἡ νύχτα;

            Νά στραβωθεῖ κανείς λιγάκι; Μικρό τό κακό. Κάποιος ἄλλος εἶχε στραβωθεῖ ἀλλά προέλεγε τά μέλλοντα. Προέβλεπε τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Στραβά τά μάτια τοῦ σώματος, ἀνοιχτά τά ἄλλα· τῆς ψυχῆς.             Ἔβλεπε τόν Θεό καί τά βουλήματά του. Τήν θέλησή του, τήν ἀγαθότητά του καί τήν καλωσύνη του γιά ὅλο τόν κόσμο. Καί προέλεγε τά γεγονότα μέ ἀκρίβεια.

            Ὅπως τά εἶπε, ἔγιναν. Ἔτσι ἔγινε ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ μας γιά μᾶς.

            Στραβός ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, μά ἔβλεπε τόν Χριστό στή γῆ. Ἔβλεπε ἐκεῖνα πού δέν τά βλέπουν οἱ ἀνοιχτομάτηδες.

            Τί σημαίνει αὐτό; Δέν ὑπάρχει χειρότερο σκοτάδι ἀπό ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στό μυαλό καί στήν καρδιά. Καί σέ κάνει νά τά βλέπεις ὅλα διεστραμμένα. Νά τά βλέπεις ὅλα λάθος.

            Τί σημασία ἔχει βλέπεις ὅτι τό πρόβατο εἶναι ἄσπρο ἤ μαῦρο, τήν στιγμή πού δέν βλέπεις τά σπουδαιότερα πράγματα;

Πότε θά ξημερώσει

            Νά θυμηθοῦμε ἕνα παλιό τραγουδάκι πού ἔλεγε:

            «Πότε θά κάνει ξαστεριά; Πότε θά ξημερώσει»;

            Τί θέλει νά πεῖ τό τραγουδάκι; Ὅταν κανείς ἔχει σκοτάδι, ὅτι εἴδους σκοτάδι καί ἄν εἶναι, τί ἄλλο νά ποθήσει παρά τό φῶς; Πότε θά κάνει ξαστεριά; Πότε θά ξημερώσει;

            Βέβαια αὐτό τό τραγούδι μιλάει, γιά τό φῶς τῆς ἡμέρας, γιά τό φῶς καλύτερων ἡμερῶν, γιά τό φῶς τῆς ἐλευθερίας ἀπό μιά τυραννία, ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο κακό πού φοβᾶται ὁ κόσμος.

            Γιά φαντασθεῖτε ὅμως πόσο μεγάλο καλό εἶναι νά ποθεῖ κανείς τό ἀληθινό φῶς, νά προσεύχεται καί νά λέει: «Πότε θά κάνει ξαστεριά; Πότε θά ξημερώσει; Γιά μένα καί γιά σένα; Γιά τόν καθένα μας χωριστά. Πότε θά ξημερώσει»;

            Καί ἄν τό λέει γιά ὅλο τόν κόσμο, χίλιες φορές καλύτερα. Πότε θά ξημερώσει;

            Ὄχι ὅταν ἀρχίζεις νά ξεχωρίζεις τά δένδρα ἀπό τούς βράχους. 

            Ἀλλά ὅταν βλέπεις ἀπέναντι σου ἕναν ἄνθρωπο καί στό πρόσωπό του, βλέπεις τόν ἀδελφό σου. Ὄχι ὅταν ἁπλά τόν ξεχωρίζεις ἀπό τό σκύλο σου. Ἀλλά ὅταν τόν βλέπεις σάν ἀδελφό σου. Τότε ἔχει ἀρχίσει καί ξημερώνει μέσα στήν καρδιά σου.

            Ἅμα δέν βλέπεις τόν ἄλλο ἄνθρωπο σάν ἀδελφό σου, ἀλλά τόν βλέπεις ζημία σου ἤ ἐμπόδιό σου, δέν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμη νά ξημερώνει μέσα σου.

            Ἄν πάλι δέν ἔχεις μάτια νά δεῖς τόν Πατέρα σου τόν ἐπουράνιο, καί ἁπλά τόν φαντάζεσαι μέ τό νοῦ χωρίς νά ζεῖ στήν καρδιά σου, δέν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμη νά ξημερώνει μέσα σου.

            Καί ἅμα δέν ξεχωρίζεις τί εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνεις γιά τόν Θεό Πατέρα καί γιά τόν ἀδελφό σου καί πῶς νά στέκεις ἀπέναντί τους δέν ξημέρωσε ἀκόμη μέσα σου.

            Αὐτή εἶναι ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίσει τήν ἀλήθεια, ὄχι μόνο τζάμπα ἦλθε στόν κόσμο, ἀλλά ὅπως εἶπε ὁ Χριστός «καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός».

            Γιατί «καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός»;            Πεῖτε ὅτι ἔζησε 100 χρόνια. Καί ὅτι ἀπό τότε πού γεννήθηκε μέχρι πού πέθανε, λύπη καί στενοχώρια δέν εἶδε ποτέ. Καί γλεντοῦσε τόσο πολύ, πού τόν μακάριζαν ὅλοι οἱ ἀνόητοι τοῦ κόσμου τούτου.

            Μά δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ποιός μᾶς μακαρίζει;

            Μᾶς μόνο ἀρκεῖ νά ἀκοῦμε ἐπαίνους;

            Καί πιό τό κέρδος; Τί εἶναι τά 100 χρόνια μπροστά στήν αἰωνιότητα;

            Εἶπε ὁ Χριστός: «καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος». Ὅποιος δέν τά σκέπτεται αὐτά ἔχει σκοτάδι. Πῶς τόν ὀνόμασε ὁ Χριστός τόν πλούσιο ἐκεῖνο πού εἶχε τό σκοτάδι; «Ἄφρονα». Μυαλό κουκούτσι σημαίνει τό «ἄφρων». Ἤ τρελλός. Ποιός εἶναι τρελλός; Ἐκεῖνος πού ἔχει σκέψεις ἀντίθετες ἀπό τό σωστό καί ἀπό τό συμφέρον του.    Αὐτός εἶναι ὁ τρελλός.

Εἶσαι ἐποικοδομητικός;

            Εἶπε ὁ Θεός στόν ἄφρονα: «Ἅ δέ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται»;    Αὐτά πού ἑτοίμασες, σέ ποιόν θά πᾶνε; Ποιός θά τά πάρει; Ποιός θά τά ἐπωφεληθεῖ;

            Ἐκεῖνος τά ἤθελε γιά τόν ἑαυτό του.

            «Ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά». Ὅμως κάποιος ἄλλος θά τά πάρει. Αὐτό τό «κάποιος ἄλλος», μᾶς λέει κάτι ἀκόμη:

            Ὅλοι, εἴτε τό ἔχομε καταλάβει, εἴτε δέν τό ἔχομε, σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή ἐργαζόμαστε μέσα σ’  ἕνα ἅγιο σύνολο πού λέγεται κοινωνία, οἰκογένεια, Ἐκκλησία. Καί μέσα σ’  αὐτό τό ἅγιο σύνολο ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι ἐποικοδομητικός. Καί γίνεται ἐποικοδομητικός ὅταν ἔχει μέσα του ἀγάπη καί καλωσύνη. 

            Ἀρχίζει ἀπό τούς δικούς του καί τήν ἁπλώνει σέ ὅλο τόν κόσμο. Σέ ποιούς τήν  ἁπλώνει; Σέ κείνους πού θέλει ὁ Θεός. Γιατί ἔρχεται ὥρα πού χρειάζεται νά βγάλεις ἀπό τό στόμα σου καί ἀπό τό στόμα τῶν παιδιῶν σου καί νά τό δώσεις σέ κάποιον ἄλλο, γιατί καί κεῖνος εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά ζεῖ κάτω ἀπό τήν στοργή Ἐκείνου. Καί ἀπό τήν  στοργή τῶν παιδιῶν Ἐκείνου

            Ἅμα ἐσύ δέν τόν φροντίζεις ἔπαυσες νά θεωρεῖς τόν Θεό Πατέρα καί τό παιδί του ἀδελφό σου. Τότε εἶναι πού ἀρχίζει τό σκοτάδι καί μπαίνει μέσα σου σύνεφο.

Τό κλειδί τῆς Βασιλείας

            Μιά γυναίκα πήγαινε στό δρόμο της. Φαινόταν πολύ φτωχή, βασανισμένη καί νηστική. Κρατοῦσε ἕνα παιδί ἀπό τό χεράκι του. Καί κεῖνο ἦταν εἰκόνα τῆς φτώχειας. Προχωρώντας στό δρόμο βλέπουν μιά ἄλλη φτωχή γυναίκα πού ἅπλωνε τό χέρι καί ζητοῦσε κάτι. Τότε ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη της ἡ φτωχή γυναίκα κάποια δεκαρούλα, τήν ἔδωσε στό παιδί καί τοῦ εἶπε:

            -Δῶστο παιδάκι μου σ’ αὐτή τήν γυναίκα. Εἶναι πιό φτωχή ἀπό μᾶς.

            Φτωχή στήν τσέπη ἡ γυναίκα αὐτή, ἀλλά πλούσια σέ καρδιά. Σκοτάδι γύρω της, ἀπό τήν πλευρά τοῦ «τί θά φᾶμε σήμερα καί πῶς θά περάσομε αὔριο». Ἀλλά φῶς μέσα της ἀπό τήν ἐλπίδα καί ἀπό τήν ἀγάπη. Μήπως ἦταν πιό πλούσια ἀπό τούς πλούσιους; Καί μήπως αὐτός ὁ πλοῦτος εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ἐκεῖνον πού ζηλεύομε;

            Λέει μιά ἱστορία ὅτι ἦταν μιά γυναίκα πολύ κακή.

            Πέθανε καί πῆγε στήν πόρτα τοῦ Παραδείσου. Ὁ ἄγγελός της ἀπό πίσω.

            Ὅλοι ἔχομε ἕναν ἄγγελο φύλακα ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπάει.     Προσπαθεῖ σ’ ὅλη τή ζωή νά μᾶς φέρει σέ θεογνωσία, μέ τίς ἀγαθές σκέψεις πού μᾶς ρίχνει καί μέ τά κεντρίσματα στή συνείδηση πού μᾶς κάνει, γιά νά στρεφόμαστε πάντα στό καλό.

            Παρουσιάστηκαν στόν ἀπόστολο Πέτρο καί ὁ ἄγγελος ἄρχισε νά παρακαλεῖ:

            -Ἀπόστολε τοῦ Χριστοῦ Πέτρε, βρές κάποιον τρόπο νά  τήν πάρομε καί αὐτή τήν γυναίκα στόν Παράδεισο. Τήν λυπᾶμαι. Δυστυχισμένη καί ταλαίπωρη ζωή πέρασε.

            -Κάτι τοσουλάκι καλό νά τῆς βροῦμε καί τήν βάζομε, λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ψᾶξε νά βρεῖς.

            Ψάχνει ὁ ἄγγελος δέν βρίσκει τίποτε.

            -Ψάξε λιγάκι καλύτερα. Ἕνα τιποτένιο πράγμα ζητᾶ ὁ Χριστός καί μᾶς ἐλεεῖ. Ψάξε νά βρεῖς κάτι.

            Ξανάψαξε λοιπόν ὁ ἄγγελος καί θυμήθηκε, ὅτι κάποια μέρα εἶχε δώσει ἕνα κρεμμύδι σ’ ἕνα φτωχό.

            -Πᾶρτο καί ξεφορτώσου με, τοῦ φώναξε... Καί τοῦ τό πέταξε νευριασμένη.

            -Ἐντάξει, λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Φτάνει τό κρεμμύδι αὐτό, φτάνει.

            Καί λέει στή γρηά.

            -Κράτα γερά τό κρεμμύδι καί θά βάλω τόν ἄγγελο νά σέ τραβήξει στόν Παράδεισο.

            Βλέποντάς την, νά τήν τραβάει ὁ ἄγγελος, κάποιοι πού στέκονταν ἐκεῖ καί δέν εἶχαν ἐλπίδα νά μποῦν στόν Παράδεισο ἁρπάχτηκαν ἀπό τά πόδια της.

            Ἐκείνη τότε θυμήθηκε τήν κακία πού εἶχε σ’ ὅλη της τή ζωή καί τούς φώναξε:

            -Ὄχι. Δικό μου εἶναι τό κρεμμύδι.

            Μά μέ τίς φωνές, κόπηκε τό κρεμμύδι καί δέν μπόρεσε νά τήν τραβήξει ὁ ἄγγελος. Τελικά ἔμεινε ἀπ’ ἔξω.

            Δέν θέλει ἑρμηνεία ἡ ἱστορία.

            Πρέπει κάτι τέτοια πράγματα νά τά σκεπτόμαστε.

            Καί νά σκεπτόμαστε, ὅτι χειρότερη ζημία στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ κακία. Πού εἶναι τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ζητᾶ ὁ Χριστός νά ἔχομε. Ἀγάπη καί καλωσύνη.

Πληρώνεις ἐλάχιστα. Κερδίζεις τά πάντα

            Ὁ Χριστός ἔχει τόση ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία πού μᾶς παίρνει κοντά του, γιά τιποτένια πράγματα. Νά τά μετρήσομε;

            Εἶναι αὐτά πού θά πεῖ τότε πού θά δικάσει τόν κόσμο.

            Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι κληρονομήσατε τήν Βασιλείαν...

            Ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν...

            Πολύ ὡραῖο πράγμα. Νά δώσεις μιά φέτα ψωμί καί νά σέ παίρνει ὁ Χριστός στή Βασιλεία του.

            Ἐδίψασα καί ἐποτίσατέ με.

            Τοῦ Θεοῦ τό νερό. Ἔ!  Δῶστο στόν ἀδελφό σου μέ χαρά.

Μή στενοχωριέσαι ὅτι θά κουραστεῖς.

            Προχωρεῖ παρακάτω καί βραβεύει πιό ἀστεῖα πράγματα πού δέν εἶναι τίποτε.

            Ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθέ με...

            Ἤμουν ἄρρωστος καί ἤλθατε καί μέ εἴδατε. Τί ἔδωσες στόν ἄρρωστο;

            Μόνο καλωσύνη. Οὔτε κἄν νερό. Καί τί ἄλλο;

            Μιά εὐχή. «Ἄντε περαστικά. Περαστικά». Τοῦ ἔδωσες  μιά μικρή τριχούλα μέσα ἀπό τήν καρδιά σου. «Ἔλα δέν εἶναι τίποτε». Λίγα ὡραῖα λογάκια.

            Ἤμουν στή φυλακή καί ἤλθατε.

            Ἄ! Ἐδῶ κάνατε λιγάκι τολμηρό πράγμα. Ἤρθατε νά δεῖτε ἕνα καταφρονεμένο ἄνθρωπο. Ξέρεις τί σημασία ἔχει νά πᾶς νά δεῖς καταφρονεμένο ἄνθρωπο;

            Ὁ Χριστός ἦταν καταφρονεμένος κάποιες φορές ὅταν ζοῦσε μαζί μας. Καί ντρεπόντουσταν γιά λογαριασμό του.             Πηγαίνοντας νά δεῖς ἕνα καταφρονεμένο, πᾶς νά ἐπισκεφθεῖς τόν Χριστό. Τί πᾶς νά τοῦ δώσεις; Τίποτε.

            Ἀλλά τί; Νά τοῦ πεῖς:

            -Καί ἐγώ κοντά σου. Καί ἐγώ τιποτένιος εἶμαι. Ἄντε, ὅλα νά τά φέρει ὁ Θεός καλά.

            Γράφει ἕνας ἀπό τούς μοντέρνους ἀνθρώπους ὁ Ὄσκαρ Οὐάιλντ. Αὐτός στά νειάτα του ἦταν παλιόπαιδο. Λέγει λοιπόν ὅτι μιά μέρα τόν συνέλαβαν, τοῦ πέρασαν χειροπέδες καί τόν πήγαιναν γιά τήν φυλακή. Καθώς περνοῦσε ἀπό τήν κεντρική πλατεῖα ὁ κόσμος τόν γιουχάιζε. Καί ἐνῶ ὅλοι τόν γιουχάιζαν, ἕνας ἔβγαλε τό καπέλο του, ἔσκυψε καί τόν χαιρέτισε.

            Τό γεγονός τό ἔγραψε σ’ ἕνα βιβλίο του μέ τήν παρατήρηση: «Ἔκανε μιά χειρονομία ὁ πονόψυχος αὐτός καί μιά ἐνέργεια πού πάει τόν ἄνθρωπο κατευθεῖαν στόν Παράδεισο».

            Ποιά ἦταν ἡ ἐνέργεια αὐτή; Ἔδειξε ἀγάπη, συμπόνια.

            Ἀπό κεῖ ἀρχίζομε τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς καρδιᾶς μας καί τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι γινόμαστε χριστιανοί.

            Ποτέ θά κάνει ξαστεριά; Πότε θά ξημερώσει;

            Ἀρχίζει καί ξημερώνει τήν στιγμή πού βλέπεις τόν διπλανό σου, τό παιδί σου, τόν ξένο, τόν ἄγνωστο· ἀδελφό σου.   Καί ἀπό τότε πού ἔχεις προθυμία καί καλωσύνη στήν καρδιά σου.

            Ἄς δοῦμε ἀδελφοί μου τό λάθος τοῦ «πλουσίου πού εὐφόρησε ἡ χώρα του».

            Καί ἄς καταλάβομε, ὅτι μπορεῖ νά μήν εἶναι πλούσιος αὐτός πού ἔχει τά ἴδια μυαλά.

            Μπορεῖ νά εἶναι πολύ φτωχός. Ἀλλά νά σκέπτεται σάν τόν ἀνόητο πλούσιο.

            Καί νά φροντίσομε νά ἀποκτᾶμε καλά αἰσθήματα. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Ἐλαία στίς 23/11/2003

Related items

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR