Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ζ΄ Κυριακής Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ

(Λουκ. 8, 41-56)

Πῶς ἀκοῦμε;

            Εἶναι μεγάλη εὐλογία νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος κοντά στόν Χριστό. Μέσα στήν Ἐκκλησία του. Ἔστω καί γιά λίγο. Κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό εἶναι μεγάλη δύναμη, ἁγιασμός καί φωτισμός ψυχῆς.

 

            Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μετρήσει τί ὠφέλεια παίρνομε  κάθε φορά πού βρισκόμαστε στήν Ἐκκλησία. Καί ὅσο περισσότερο σηκώνουμε τήν καρδιά μας πρός τά ἄνω καί προσπαθοῦμε νά ἐπικοινωνήσομε, νά μιλήσομε στόν Χριστό καί νά ἀκούσομε τόν λόγο του, εἴτε ἀπό τά τροπάρια, εἴτε ἀπό τά λόγια -τίς προσευχές- τῶν ἱερέων, εἴτε ἀπό τήν εὐλογία τῶν ἱερέων, εἴτε ἀπό ἐκεῖνα πού μιλάει ὁ Θεός μέ τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μυστικά μέσα στίς καρδιές μας, τήν ὥρα πού βρισκόμαστε κοντά του, τόσο περισσότερο παίρνομε φωτισμό καί δύναμη ἀνεξάντλητη.

            Ἔχομε λοιπόν χρέος, ὅταν διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο, νά τό ἀκοῦμε ὄχι μέ τά αὐτιά τοῦ σώματος, ἀλλά μέ τά αὐτιά τῆς καρδιᾶς. Νά μήν ἀφήνομε δηλαδή νά περνᾶ σάν κάποιος ἦχος, ὅπως ἀκοῦμε νά κελαηδᾶ ἕνα πουλί ἤ νά σφυρίζει κάποιος πού περνάει. Ἀλλά νά μπεῖ μέσα στήν καρδιά μας καί νά γίνει πηγή ζωῆς. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή καί πηγή ζωῆς.

            Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε ἔχει πολλά διδάγματα.

            Ἐμεῖς θά ποῦμε λίγα.

Γιά τόν Χριστό δέν ὑπάρχει θάνατος

            Ὁ Χριστός, πήγαινε κάπου, καί τόν συνάντησε ἕνας ἀρχισυνάγωγος. Ἕνας ἀνώτερος κληρικός τῶν Ἑβραίων. Τόν προσκύνησε καί τοῦ εἶπε:

            -Κύριε, λυπήσου με. Ἡ κόρη μου, δώδεκα χρονῶν, εἶναι ἄρρωστη στό κρεβάτι. Πεθαίνει. Ἔλα ἄν μπορεῖς, ἔλα κοντά μου.

            Ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε:

            -Μή φοβᾶσαι. Θά ρθῶ. Πᾶμε.

            Καί ξεκίνησαν γιά νά πᾶνε. Ὅταν ἔφτασαν, τούς εἶπαν:

            -Πέθανε τό κορίτσι, πέθανε.

            Τούς λέει ὁ Χριστός:

            -Δέν πέθανε. Κοιμᾶται.

            Ὅταν ἄκουσαν τά λόγια αὐτά οἱ ἄνθρωποι, γελοῦσαν εἰς βάρος του. Γιατί ἤξεραν ὅτι πέθανε. Ὅπως καί μεῖς ὅταν πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος, τό ξέρομε ὅτι πέθανε καί τό βλέπομε ὅτι πέθανε. Ἄν μᾶς πεῖ κανείς ὅτι δέν πέθανε, χάνομε τό πένθος πού εἴχαμε, καί ἀντί νά κλαῖμε γελᾶμε εἰς βάρος του. Ἔτσι γελοῦσαν καί οἱ Ἑβραῖοι εἰς βάρος τοῦ Χριστοῦ.

            Ἀλλά ὁ Χριστός τούς ἔβγαλε ὅλους αὐτούς ἔξω, μπῆκε μέσα μαζί μέ τούς τρεῖς μαθητές του, τόν πατέρα καί τήν μητέρα τῆς πεθαμένης κοπέλλας, ἅπλωσε τό χέρι του, τήν ἔπιασε ἀπό τό χέρι της καί εἶπε:

            -Κορίτσι, σήκω.

            Καί ἡ κοπέλλα σηκώθηκε, ἀνεκάθισε καί πετάχτηκε ἐπάνω. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ζωή καί πηγή ζωῆς.

            Δίνει ζωή στό σῶμα ὅταν γεννιώμαστε. Αὐτή τή ζωή ἔδωσε στό Λάζαρο, στήν κόρη τοῦ Ἰαείρου, στόν γυιό τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους πού εἶχαν πεθάνει. Γιά νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι γι’ αὐτόν, γιά τήν δύναμή του, δέν ὑπάρχει θάνατος.

            Γιά μᾶς ὅμως ὑπάρχει θάνατος...

            Πεθαίνομε ἕνας-ἕνας καί φεύγομε. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ὀδυνηρότερη καί χειρότερη ἀπώλεια.

            Ὅταν χάσεις λίγα χρήματα, ἔχεις τήν ἐλπίδα ὅτι θά τά βρεῖς.

            Ἀκόμα καί τήν ὑγεία σου ἄν χάσει, ἔχεις τήν ἐλπίδα ὅτι θά ξαναγίνεις καλά.

            Ὅσα καί νά χάσεις ἀπό τά ἐπίγεια, ὑπάρχει ἐλπίδα νά τά ἀντικαταστήσεις ἤ νά τά ἀποκαταστήσεις.

            Ὅταν ὅμως ἔρχεται ὁ θάνατος μιλᾶμε γιά γενική ἀπώλεια. Τά χάνομε ὅλα. Δέν μένει τίποτε.

            Λέγει ἕνα τροπάριο τῆς κηδείας: «Ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».

            Καί ἄν ἔχεις σπίτι; Εἶχες! Δέν ἔχεις πιά.

            Καί ἄν ἔχεις αὐτοκίνητο; Εἶχες. Δέν ἔχεις πιά.

            Καί ἄν ἔχεις ἑκατομμύρια; Εἶχες. Δέν ἔχεις πιά.

            Γι’ αὐτό, ὅταν πεθάνει κάποιος δικός μας, ὅλη τήν ἡμέρα, μέχρι πού νά τόν κηδεύσομε θρηνοῦμε. Κλαίει ὅλη ἡ γειτονιά. Κανένας δέν θέλει νά γελάσει ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ὅλοι ἔχουν τήν καρδιά βαριά γιατί ὁ θάνατος εἶναι ἀπώλεια καί χωρισμός.

            Μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι χειρότερο;

Ναί, ὑπάρχει κάτι χειρότερο

            Ὁ ζωοποιός λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, ὑπάρχει!

            Εἶναι ἡ ἁμαρτία.

            Πρόκειται γιά ἕνα ἄλλο θάνατο, χειρότερο ἀπό τόν θάνατο τοῦ σώματος.

            Γιατί ὁ θάνατος τοῦ σώματος θά ἀναπληρωθεῖ τήν ἡμέρα πού θά ρθεῖ ὁ ἄγγελος,  τήν δευτέρα Παρουσία καί θά σαλπίσει. Καί θά γίνει ἐκεῖνο πού λέμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

            Τότε θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Θά τούς φτειάξει ὁ Θεός καινούργιο σῶμα. Πιό ὑγιές, πιό γερό, πιό ἅγιο, πιό πνευματικό. Καί θά πάρουν πάλι ζωή. Θά ἀποκατασταθοῦν τά σώματα.

            Ἀλλά ἡ ἁμαρτία φέρνει ἕνα μεγάλο κακό.

            Τόν θάνατο τῆς ψυχῆς.

            Τί σημαίνει «θάνατος τῆς ψυχῆς»;

            Παράδειγμα:

            • Ἕνας ἄνθρωπος δέν ἔχει ὄρεξη καί δέν θέλει νά πάει στήν Ἐκκλησία πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή. Τοῦ ἀρέσει νά πηγαίνει στό καφενεῖο, στήν ταβέρνα καί ἀλλοῦ. Στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σταθεῖ.

            Δέν εἶναι πεθαμένος πνευματικά, ψυχικά;

            • Διαβάζει ἐφημερίδες καί περιοδικά, Εὐαγγέλιο, βίο ἁγίου, βιβλίο ἐκκλησιαστικό καί νά τοῦ τό βάζεις μπροστά του, δέν θέλει νά τό ἀνοίξει. Δέν εἶναι μιά μαρτυρία ὅτι ἡ ψυχή του δέν πάει καλά;

            • Νά τοῦ πεῖς νά κάνει προσευχή, οὔτε νά τό ἀκούσει. Τραγούδια, ὅσα θέλεις λέει. Βρωμόλογα καί σόκινγκ, ὅσα θέλεις λέει.

            Δέν εἶναι φανερό, ὅτι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δέν πάει καλά;

            • Ἐλεημοσύνη καί καλωσύνη σέ φτωχό καί σέ πονεμένο δέν ἔχει ὄρεξη νά κάνει. Νά σπαταλήσει γιά ἕνα βραδυνό γλέντι;

            Φυσικά! Ὅσα ἔχει ἡ τσέπη του.

            Δέν εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν πάει καλά ψυχικά;

            Μήπως αὐτά θυμίζουν κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μας;

            Τί πρέπει νά κάνομε;

            Πρέπει νά σκεφθοῦμε, ὅτι ἡ ψυχή μας «δέν πάει καλά».

            Ὁ Χριστός ἀνέστησε τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου καί ἄλλους σωματικά νεκρούς, γιατί εἶναι ζωή καί ζωοποιός, πηγή ζωῆς καί ἀνάσταση. Τούς ἀνέστησε, γιά νά μᾶς πεῖ ὅτι ἔτσι θέλει νά ἀναστήσει καί τίς νεκρωμένες ψυχές μας. Γιατί ἅμα ἡ ψυχή μείνει πεθαμένη, ὅταν ἀναστηθεῖ τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας ὁ ἄνθρωπος, στήν κόλαση θά πάει.

            Ἄν ὅμως ἀναστηθοῦμε πνευματικά καί θεραπευθοῦμε ψυχικά, ἔχομε ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου.

Πόσα δύνανται τά δάκρυα

            Ἦταν ἕνας βασιλιάς τῶν Ἑβραίων, ὁ Ἐζεκίας. Ἀρρώστησε ἄσχημα. Τόν ἐπισκέφθηκε ὁ προφήτης Ἡσαΐας καί τοῦ εἶπε:

            -Ἑτοιμάσου γιατί πεθαίνεις.

            Ὅταν ἄκουσε ὁ Ἐζεκίας ὅτι πεθαίνει, ἔκλαυσε καί εἶπε:

            -Κύριε, λυπήσου με. Λυπήσου με Κύριε.

            Καί ταπείνωσε τόν ἑαυτό του, γονάτισε καί προσευχόταν συνεχῶς. Τόν ξαναβρῆκε ὁ προφήτης Ἡσαΐας καί τοῦ εἶπε:

            -Εἶδε ὁ Θεός τήν λύπη σου καί τό ἐνδιαφέρον σου τό πνευματικό καί σοῦ πρόσθεσε 15 χρόνια. Μή φοβᾶσαι θά ζήσεις 15 χρόνια. Νά ταχτοποιήσεις τό βασίλειο, τά παιδιά σου καί τήν ψυχή σου.

            Δεύτερο παράδειγμα: Ἦταν ἕνας ἅγιος πού λεγόταν Συμεών ὁ διά Χριστόν σαλός. Ἦταν καί στυλίτης. Εἶχε ἕνα φίλο, πού λεγόταν Ἰωάννης. Ζοῦσαν μαζί. Πέθανε Ἰωάννης πρίν ἀπό αὐτόν· ἅγιος ἄνθρωπος. Ὅταν ἔφτασε ὁ Συμεών στόν τόπο τοῦ θανάτου του παρακάλεσε καί εἶπε:

            -Ἀδελφέ μου Ἰωάννη, ἐσύ πού βρίσκεσαι κοντά στόν Χριστό, παρακάλεσέ τον νά ρίξει μιά σταγόνα παρηγοριά στήν ἁμαρτωλή ψυχή μου αὐτή τήν στιγμή, γιατί φοβᾶμαι τόν θάνατο.

Ἀνάνηψε ψυχή μου

            Λησμονοῦμε τίς ἁμαρτίες μας ὅσο εἴμαστε ὑγιεῖς;

            Σκεπτόμαστε νά μετανοήσομε στά γεράματα;

            Τί μεγαλύτερο κρίμα νά θυμᾶσαι ὁτιδήποτε ἄλλο καί νά μή θυμᾶσαι τίς ἁμαρτίες σου καί τήν χάρη τοῦ Κυρίου μας;

            Νά θυμᾶσαι ὁποιαδήποτε λεπτομέρεια ἀπό τή ζωή σου καί νά μή θυμᾶσαι τή ζωή τῆς ψυχῆς σου;

            Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ἔχομε ἀνάγκη νά δοῦμε τό μυστήριο τοῦ θανάτου μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Ὅτι παρά σοι πηγή ζωῆς Κύριε, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς».

            Μόνο σέ σένα Κύριε, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί πρέπει νά ἐρχόμαστε κοντά σου ὥστε «ἐν τῷ φωτί σου» νά δοῦμε φῶς.             Μόνο ὅταν βλέπομε ἐσένα καί εἶναι τά μάτια μας ἀνοιχτά γιά σένα καί ἡ καρδιά μας ἀνοιχτή γιά σένα, θά δοῦμε τό φῶς τῆς ζωῆς.

            Γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ τί πρέπει νά κάνομε;

            Λέει ἕνα τροπάριο: «Ἀνάνηψον οὖν ψυχή μου ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός. Ψυχή μου, ψυχή μου,  ἀνάστα τί καθεύδεις; Τό τέλος ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι». Καί θά πέσεις σέ μεγάλη ταραχή. «Ἀνάνηψον οὖν.  Ἀνάνηψον».

            Γιά νά σέ λυπηθεῖ ὁ Χριστός.

Ἡ κωφάλαλη πού μίλησε

            Ἕνας παπᾶς, πῆγε σ’ ἕνα χωριό νά κοινωνήσει μιά γερόντισσα, ἡ ὁποία ἦταν ὅλη της τή ζωή κωφάλαλη. Καί γι’ αὐτό ἦταν μιά ταλαίπωρη γυναικούλα, πού δέν καταλάβαινε τίποτε. Οὔτε στήν Ἐκκλησία πήγαινε πολλές φορές, οὔτε νά κοινωνήσει, οὔτε μποροῦσε νά συννενοηθεῖ μέ κανέναν. Τήν βρίσκει ὁ παπᾶς, τῆς κάνει νόημα καί τῆς φωνάζει:

            -Θέλεις νά κοινωνήσεις;

            Ἀπάντησε:

            -Ναί, παπούλη, βεβαίως θέλω.

            -Πιστεύεις στόν Χριστό;

            Τῆς τό εἶπε, ἐπειδή δέν τήν ἔβλεπε στήν Ἐκκλησία.

            Ἀπαντάει ἐκείνη: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...». Καί λέει ὁλόκληρο τό «Πιστεύω». Ἡ κωφάλαλη!

            Ὅταν τελείωσε τό «Πιστεύω», τήν κοινώνησε, ἔκανε τόν Σταυρό της καί κοιμήθηκε γεμάτη εἰρήνη καί χαρά.

            Λένε στόν παπᾶ οἱ χωριανοί:

            -Ἦταν κωφάλαλη παπούλη· μά ὅταν τήν ρώτησες ἄν θέλει νά κοινωνήσει μίλησε.

            Καί ὅταν τῆς εἶπες γιά τόν Χριστό ἄνοιξε τό στόμα της καί εἶπε τό «Πιστεύω».

            Τί σημαίνει αὐτό;

            Ἔγινε θαῦμα. Στό πλησίασμα τοῦ Χριστοῦ.

Τό ἀμπέλι περιμένει. Ὁ θάνατος ὄχι

            Ἕνας ἄλλος ἅγιος παπᾶς λεγόταν Σεβῆρος. Πάει ἕνας ἄνθρωπος καί τοῦ λέει:

            -Σέ παρακαλῶ παπούλη τρέξε νά κοινωνήσομε τόν πατέρα μου. Εἶναι ἄρρωστος καί πεθαίνει.

            Τοῦ λέει ὁ παπᾶς:

            -Προχώρα καί ἔρχομαι.

            Κλάδευε τό ἀμπέλι του ἐκείνη τήν στιγμή. Καί σκέφθηκε: «Ἄς περιμένει καί λίγο. Νά ἀποτελειώσω τό ἀμπέλι. Εἶναι ἀνάγκη νά πάω ἀμέσως»; Καί συνέχισε τό κλάδεμα.

            Τοῦ φωνάζει ὁ ἄνθρωπος.

            -Παπούλη, ὁ πατέρας μου πεθαίνει, σοῦ λέω. Τρέξε.

            -Καλά παιδί μου, πήγαινε καί ἔρχομαι.

            Ἔφυγε ἐκεῖνος καί συνέχισε ὁ παπᾶς νά τό κλάδεμα.

            Μά ὅταν τελείωσε καί πῆγε στό σπίτι, βρῆκε τόν ἄνθρωπο πεθαμένο.

            –Παπούλη, ἄργησες!

            Τότε ὁ ἱερέας συναισθάνθηκε τί εἶχε κάνει καί θρηνώντας ἔλεγε στόν ἑαυτό του:

            -Ταλαίπωρε, σοῦ ζήτησε ἕνας ἄνθρωπος τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό, καί σύ προτίμησες νά κλαδεύεις τό ἀμπέλι σου;

            Ἀπό τότε πέρασε τήν ὑπόλοιπη ζωή του, κλαίγοντας καί ζητώντας συγχώρηση ἀπό τόν Χριστό, γιά τήν μεγάλη αὐτή παράλειψη του, νά ἀφήσει νά φύγει χωρίς τήν δύναμη καί τόν ἁγιασμό τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἕνας ἄνθρωπος.

            Γιατί τήν λέμε τήν ἱστορία;

            Δέν εἶναι μόνο γιά τόν παπᾶ ἡ ἱστορία. Εἶναι καί γιά μᾶς. Πού πρέπει νά εἰδοποιοῦμε τόν παπᾶ καί νά τοῦ λέμε:

            -Τρέξε παπούλη καί ἄφησε ὅτι καί ἄν κάνεις. Τρέξε ὅσο μπορεῖς πιό γρήγορα. Γιατί;

            Γιατί ὁ θάνατος δέν περιμένει. Συμβαίνει ὅτι γίνεται σέ ἕνα αὐτοκινητιστικό δυστύχημα. Ἀπό τήν στιγμή πού τράκαραν τά αὐτοκίνητα, ἄντε μετά νά βρεῖς διόρθωση...

            Ἔστι καί ὅταν ἔλθει τό τέλος τοῦ θανάτου, δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά τίποτε. Γι’ αὐτό στά θέματα αὐτά δέν χρειάζεται οὔτε ἀναμονή, οὔτε ἀναβολή, οὔτε πολύ περισσότερο ματαίωση.

Ἡ φτέρνα πού πάτησε τόν θάνατο

            Ρώτησαν ἕνα μεγάλο μεγάλο μουσικό:

            -Πιστεύεις  στό Θεό;

            Ἀπάντησε:

            -Πιστεύω. Πιστεύω.

            -Φοβᾶσαι τόν θάνατο;

            Τούς εἶπε:

            -Ὅποιος ἀκουμπήσει μέ τήν ψυχή του τήν φτέρνα τοῦ Χριστοῦ, δέν λογαριάζει πιά θάνατο.

            Γιά νά μιλάει ἔτσι αὐτός ὁ ἄνθρωπος, φαντασθεῖτε πόσο καλά κατάλαβε τί εἶναι ὁ Χριστός.

            Ναί. «Ὅποιος ἀκουμπήσει τήν φτέρνα τοῦ Χριστοῦ δέν φοβᾶται πιά θάνατο».

            Πῶς θά φοβηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει τόν Χριστό;

            Πῶς θά φοβηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού παίρνει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσα του; Ὄχι μόνο στό στόμα του. Στήν καρδιά του μέσα.

            Πῶς θά φοβηθεῖ θάνατο, ἐκεῖνος πού πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή καί ἀνάσταση;

            Ἀλλά ἐδῶ εἶναι τό πρόβλημα. Φροντίζομε κάθε μέρα νά ἀνακαινίζομε καί νά δυναμώνουμε τήν πίστη πού ἔχομε μέσα μας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου, πηγή ζωῆς καί ἀνάσταση; Ἀμήν.-

Του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Μιχαλίτσι στίς 8/11/1998

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel