Το Μέγα Σάββατο (19-4-2014) η εφημερίδα των Αθηνών «ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», δημοσίευσε άρθρο του κ. Άγγελου Γουνόπουλου με θέμα: «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ: Η Εκκλησία του φτωχού λαού». Πρόβαλε μια πτυχή του παπισμού τη λεγομένη «Θεολογία της Απελευθέρωσης», η οποία έχει προκαλέσει εδώ και μισό αιώνα πολλές συζητήσεις, και εξ απόψεως Ορθοδόξου.
Συμφωνούμε με τα ιστορικά στοιχεία του αρθρογράφου καθώς και με τη θέση του, ότι ο Χριστός και η διδασκαλία Του αποβλέπουν στην καθολική σωτηρία του ανθρώπου, στην οποία εντάσσεται και η κοινωνική απελευθέρωση. Συμφωνούμε επίσης ότι η κοινωνική κακοδαιμονία του κόσμου, είναι αποτέλεσμα της έκπτωσης του ανθρώπου από την αυθεντική θεοδημιούργητη φύση του, στην αμαρτία και στα πάθη. Η υποδούλωσή του στην αμαρτία διετάραξε σοβαρά την αρμονική σχέση των ανθρωπίνων προσώπων και διέσπασε την ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα της κοινωνικής αδικίας, των οποίων αψευδής μάρτυρας είναι η ιστορία. Επειδή σήμερα υπάρχει πολλή σύγχυση περί του τι είναι Ορθόδοξο και αυθεντικό και τι αντορθόδοξο και νόθο, θεωρήσαμε σκόπιμο να αναφερθούμε συντόμως στην «Θεολογία της Απελευθέρωσης» και να την αξιολογήσουμε με βάση την μόνη αυθεντική Θεολογία της Εκκλησίας, την Θεολογία των αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, την οποία διακρατεί ως πολύτιμο θησαυρό και ως κόρην οφθαλμού μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης» γεννήθηκε μέσα στους κόλπους του παπισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Λατινική Αμερική. Εμφανίστηκε ως ένα ριζοσπαστικό θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα, το οποίο πρόβαλε την ανάγκη αναπροσανατολισμού του θεολογικού λόγου προς τα κρίσιμα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, (καταπίεση, κοινωνική αδικία, συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των πλουσίων κ.λ.π.), υπό το φως της Βίβλου. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα βιβλικά εκείνα χωρία, στα οποία στηλιτεύεται το κοινωνικό κακό και προβάλλεται η αγάπη προς τους φτωχούς, η δικαιοσύνη και η κοινωνική αλληλεγγύη, γι’ αυτό και βρήκε μεγάλη απήχηση στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις του φτωχού λαού. Ιδιαίτερα εμπνεύσθηκε από το βιβλίο της Εξόδου, όπου ο Θεός παρουσιάζεται ως υπερασπιστής και απελευθερωτής των Εβραίων από τον τυραννικό και καταπιεστικό ζυγό των Αιγυπτίων. Σύμφωνα με τον Γκουστάβο Γκουτιέρες, παπικό ιερέα και θεολόγο, ηγετική μορφή του εν λόγω κινήματος, «ο Χριστός είναι πρώτα από όλα ο Θεός των φτωχών», «όλη η Βίβλος, από την ιστορία του Κάϊν και του Άβελ, χαρακτηρίζεται από την αγάπη και την προτίμηση που δείχνει ο Θεός για τους αδύναμους». Η «Χριστολογία» του κινήματος περιστρέφεται κυρίως γύρω από το ερώτημα: «ποιός είναι ο Χριστός για τους φτωχούς της Λατινικής Αμερικής;». Με την «Εκκλησιολογία» του επιζητεί νέες μορφές εκκλησιαστικής ζωής, απαλλαγμένης από τον ταξικό κληρικαλισμό του παπισμού, ενώ η «Εσχατολογία» αναπτύσσεται με τρόπο, που να μην οδηγεί στην απόσυρση από την ιστορία, αλλά στη στράτευση σε μία έμπρακτη αλληλεγγύη.Είναι ένα κίνημα που χαρακτηρίζεται από έντονο εγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό με απολυτοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων.
Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης», γεννημένη μέσα στα σπλάγχνα του παπισμού, αποτελεί μια ακόμη τρανταχτή μαρτυρία της πλήρους, από πάσης απόψεως, χρεοκοπίας του. Πως όμως έφθασε σ’ αυτό το κατάντημα; Ας κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Ο παπισμός, αφ’ ότου αποσχίσθηκε από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, περιέπεσε σε φρικτές κακοδοξίες, εξέπεσε της Θείας Χάριτοςκαι μεταβλήθηκε σε εγκόσμιο κρατικό οργανισμό. Ειδικοί μελετητές, με κορυφαίο τον αείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο και καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη, βλέπουν τον παπισμό ως αναβίωση της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με χριστιανικό προσωπείο. Οι Φράγκοι, καταληψίες του Πατριαρχείου της Δύσης τον 11ο αιώνα, μετέφεραν στον Παπισμό το βαρβαρικό πνεύμα του φεουδαρχισμού, μεταβάλλοντας συν τω χρόνω την Εκκλησία σε κρατικό σύστημα φεουδαρχικού τύπου. Με τον καιρό ο παπισμός μετεξελίχτηκε σε κοσμικό κράτος και μάλιστα με τον διαβόητο «Περί Περιβολής Αγώνα» ο Πάπας περιβλήθηκε τον τίτλο του αντιπροσώπου του Χριστού στη γη, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες. Αυτός έχριε και καθαιρούσε ηγεμόνες. Το υπερκράτος του ήταν μια μεγέθυνση των φεουδαρχικών μεσαιωνικών κρατών, με απολυταρχική τυραννική εξουσία από τον ίδιο. Οι κοινωνικές ταξικές δομές που εφάρμοσε,θεμελιώθηκαν στον ιεροκρατικό απολυταρχισμό του, φραγκικής εμπνεύσεως, «Κράτους του Θεού»: Στην κορυφή ο Πάπας, κάτω από αυτόν το «κολλέγιο» των Καρδιναλίων, κάτω από αυτούς οι «επίσκοποι», κάτω από αυτούς ο παπικός κλήρος και τα μοναχικά τάγματα. Στη βάση ο λαός, ο οποίος δεν είχε κανέναν άλλο ρόλο, από το να υπακούει τυφλά και να υποτάσσεται στον Πάπα, τον «αντιπρόσωπο του Χριστού στη γη»! Εδώ και χίλια χρόνια δεν υπήρξε απολυταρχικότερος θεσμός από τον παπισμό, τον οποίο μάλιστα έντυσε με «δογματική» και «συνοδική» περιβολή, με το περί «πρωτείου» και «αλαθήτου» του «ρωμαίου ποντίφικος» δόγμα, στην Α΄ και Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ώστε δι’ αυτού εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ψήγματα συνοδικότητος και συλλογικότητος στον παπισμό. Την απόλυτα ανελεύθερη και ταξική αυτή κοινωνική δομή του παπισμού,μετέφεραν στη συνέχεια και μετέδωσαν διά των παπικών ιεραποστόλων οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, τις οποίες κατέκτησαν. Οι παπικοί ιεραπόστολοι, προκειμένου να επιβάλουν τον παπισμό στους ντόπιους πληθυσμούς των χωρών αυτών, συμπορεύτηκαν και συνταυτίσθηκαν με τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, οι οποίες προκειμένου να επιτύχουν τούς στόχους τους, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην εκμετάλλευση, στην καταπίεση, στο δουλεμπόριο, ακόμη και σε πολεμικές αναμετρήσεις με τους ντόπιους πληθυσμούς. Έτσι γεννήθηκε το κίνημα της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», ως φυσικό επακόλουθο της κοινωνικής τραγικότητας, που βίωνε και βιώνει ο λαός στις χώρες αυτές. Λατινοαμερικανοί παπικοί «επίσκοποι» ηγήθηκαν δήθεν αυθόρμητα να «απελευθερώσουν» τις εξαθλιωμένες μάζες στο όνομα του Χριστού. Πολλοί χαιρέτησαν το κίνημα και στήριξαν σ’ αυτό τις ελπίδες τους, θεωρώντας το ως μια αυθεντική «χριστιανική κοινωνική επανάσταση». Σ’ αυτή την παγίδα έπεσαν δυστυχώς και πολλοί Ορθόδοξοι με κοινωνική ευαισθησία, βλέποντάς το ως απαρχή μια νέας εποχής για την επικράτηση του κοινωνικού μηνύματος του Ευαγγελίου. Δεν μπόρεσαν όμως να διακρίνουν, ότι ήταν ένα ακόμα δόλιο τέχνασμα του φεουδαρχικού παπισμού κατά του καλπάζοντος τότε μαρξισμού, ο οποίος μεσουρανούσε στα μισά του 20ου αιώνος και τροφοδοτούσε με ψεύτικες ελπίδες τους εξαθλιωμένους λαούς. Έγινε, όπως αποδείχτηκε, ο ισχυρός κυματοθραύστης κατά της μαρξιστικής επέλασης στη Λατινική Αμερική! Απόδειξη ότι ο παπικός «κλήρος», που εφεύρε και ηγήθηκε του κινήματος της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», παρέμεινε απόλυτα πιστός στον παπικό θεσμό και τη «θεολογία» του, ο οποίος ευθύνεται για την φεουδαρχική και απολυταρχική δομή των μεσαιωνικών και συγχρόνων κοινωνικών δομών!
Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης» είναι ένα κίνημα εντελώς ξένο με την Ορθόδοξη πίστη μας και την δισχιλιόχρονη εκκλησιαστική μας πορεία. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο να φέρει νέους τρόπους οργανώσεως της κοινωνικής ζωής. Δεν ήρθε απλά ως ένας κοινωνικός επαναστάτης, για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις κοινωνικές του πληγές, να πατάξει την εκμετάλλευση των πλουσίων προς τους φτωχούς, την κοινωνική αδικία, την καταπίεση των ισχυρών απέναντι στους αδυνάτους, την συσσώρευση του υλικού πλούτου στα χέρια ολίγων κ.λ.π. Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να απελευθερώσει καθολικά τον άνθρωπο από την δουλεία των παθών και της αμαρτίας, από την δουλεία της φθοράς και του θανάτου:«Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστί της αμαρτίας… Εάν ο Υιός υμάς ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιω.8,34,36), λέγει ο Κύριος. «Εξ ύψους κατήλθες ο εύσπλαγχνος, ταφήν κατεδέξω τριήμερον, ίνα ημάς ελευθερώσης των παθών…», ψάλλει η Εκκλησία. Ήρθε να σώσει «παγγενή τον Αδάμ», αδιακρίτως κοινωνικής τάξεως, οικονομικής καταστάσεως, η φυλετικής προελεύσεως. «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ.3,27), διακηρύσσει ο Παύλος. Αυτή την απελευθέρωση έχει ανάγκη πρωτίστως και κυρίως ο άνθρωπος. Χωρίς αυτή την πνευματική απελευθέρωση,κάθε άλλη προσπάθεια κοινωνικής απελευθερώσεως είναι ανώφελη, καταντά ματαιοπονία. Ενώ όταν υπάρχει αυτή, (η πνευματική), ως προϋπόθεση, τότε έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο και η άλλη, η κοινωνική. Όταν απελευθερωθεί η καρδιά του ανθρώπου από την φιλαυτία και τον εγωκεντρισμό, όταν μάθει να αγαπά τον πλησίον «ως εαυτόν», τότε λύνονται αμέσως όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Παράδειγμα οι λεγόμενες «αγάπες» της αρχαίας Εκκλησίας, όπου «του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώέλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ήν αυτοίς άπαντα κοινά… ουδέ γαρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς» (Παρξ.4,32-33). Αυτή η κοινοκτημοσύνη των αποστολικών χρόνων συνεχίζεται και διασώζεται μέχρι σήμερα στα κοινόβια μοναστήρια μας, τα οποία αποτελούν το ιδεώδες της κοινωνικής ζωής της Εκκλησίας και η βάση πάνω την οποία μπορεί να στηριχθεί μια ιδανική κοινωνία.
Η Εκκλησία δεν απολυτοποιεί τα κοινωνικά συστήματα και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, απλούστατα διότι γνωρίζει, ότι αυτά αδυνατούν από μόνα τους να προσεγγίσουν και να καταπολεμήσουν την αιτία του κακού. Η Εκκλησία δίδει προτεραιότητα στο πρόσωπο, στην ανάγκη οντολογικής μεταμορφώσεως του ανθρώπου, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοτική λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων. Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στο κοινωνικό επίπεδο, χωρίς να προχωρεί στο οντολογικό, καταλήγει αναπόφευκτα στη διάψευση και στην απογοήτευση. Αυτό πάλι δεν σημαίνει, ότι η Εκκλησία αδιαφορεί για τους καταπιεστικούς κοινωνικούς θεσμούς, για την κοινωνική αδικία, την τυραννία την εκμετάλλευση κ.λ.π. Ο Δομήτωρ της Εκκλησίας μας διασάλπισε ηχηρώς ότι «πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Λουκ.18,24). Οι άγιοι Πατέρες στα συγγράμματά τους και στην ποιμαντική τους διακονία με πολλή δριμύτητα στηλιτεύουν και καυτηριάζουν την πλεονεξία, την απληστία και την φιλαργυρία των πλουσίων και κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, ενώ παράλληλα επιδίδονται σε έργα φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, χωρίς πάντως ποτέ να διανοηθούν να μεταβάλουν την Εκκλησία σε κοινωνικό θεσμό. Παραπέμπουμε ενδεικτικώς στις ομιλίες του Μεγάλου Βασιλείου: «Προς τους πλουτούντας», «Εις το καθελώ μου τας αποθήκας», «Εν λιμώ και αυχμώ» και στις πάμπολλες αναφορές στα θέματα αυτά του αγίου Ιωάννουτου Χρυσοστόμου στις ομιλίες του στα ερμηνευτικά του υπομνήματα.
Περαίνοντας τον σύντομο σχολιασμόμας,υπογραμμίζουμε ότι ο παπισμός υπήρξε μοιραίος θεσμός για την ανθρωπότητα. Δεν υπήρξε απλώς μια αίρεση, που διέστρεψε τις αλήθειες της πίστεως, περισσότερο από κάθε άλλη αίρεση, αλλά υπήρξε επί πλέον μια αστείρευτη πηγή αντικοινωνικών και απάνθρωπων πρακτικών. Αψευδής μάρτυρας η ιστορία, η οποία μαρτυρεί το εγκληματικό παρελθόν και το παρόν του παπισμού! Οι σύγχρονοι του Κυρίου Ιουδαίοι ρωτούσαν: «εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;» (Ιω.1,47). Και εμείς ρωτάμε: «από τον παπισμό, τη ρίζα πασών των πλανών και των δεινών της ανθρωπότητος, είναι δυνατόν να προέλθει κάτι καλό;».
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Ο υπεύθυνος
Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος Θεολόγο