Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΑ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΙΠΝΟ

(Λουκ. 14, 16-24)

1. Καλεσμένος στό τραπέζι τοῦ Χριστοῦ. Τί πιό θαυμαστό;

 

            Κάθε φορά πού μαζευόμαστε πνευματικά στήν Ἐκκλησία, ἔχομε ὑποχρέωση νά ποῦμε λίγα λόγια πνευματικά, λόγια οὐσίας Καί νά κάνομε μία ἀναδρομή στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί στά δικά μας προβλήματα.

            Ἐμεῖς, ξέρουμε τί εἶναι πλοῦτος, τί εἶναι χαρά, τί εἶναι αὐτάρκεια καί τί εἶναι προβλήματα.

            Ἀλλά δέν ἀρκεῖ νά ξέρουμε τί εἶναι ὁ πλοῦτος.

            Γιατί ἤ ἔχεις κάτι καί τό ἀπολαμβάνεις, ἤ τί τό θέλεις καί τό ξέρεις;

            Ξέρουμε ἀκόμη τί εἶναι χαρά, τί εἶναι εἰρήνη, τί εἶναι γλέντι, τί εἶναι καλό φαγητό. Ἀλλά ἅμα δέν μπορεῖς νά τά ἀπολαύσεις, τί νόημα ἔχει μόνο νά τά ξέρεις;

            Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἔστω καί ἄν ξέρεις γιά κάποια πράγματα ὅτι εἶναι ἀληθινά καί αἰώνια ἀγαθά καί ἀκόμη ξέρεις πώς μπορεῖς νά τά βρεῖς, ἀλλά δέν κάνεις καμία προσπάθεια θετική καί οὐσιαστική γιά νά τά κερδίσεις, ἔ, αὐτό εἶναι ἄλλο εἶδος ἀνοησίας.

            Τό Εὐαγγέλιο μᾶς μίλησε σήμερα γιά τέτοιους προβληματισμούς.

            Ἕνας βασιλιάς, πού συμβολίζει σ’ αὐτή τήν περίπτωση τόν Θεό, ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, καί ἐκάλεσε πολλούς. Καταλαβαίνομε, μόνο πού τό ἀκοῦμε, ὅτι εἶναι ὁ Χριστός αὐτός πού καλεῖ. Καί ὅτι σάν Θεός, προσφέροντας αὐτός ὁ ἴδιος ἕνα μεγάλο δεῖπνο, προσφέρει κάτι τό πάρα πολύ σπουδαῖο καί ὑψηλό. Κάτι, πού ἄν ξέραμε καί ἄν ἐκτιμούσαμε σωστά τί καί ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς καλεῖ καί μᾶς τό προσφέρει, θά λέγαμε ὅτι εἶναι τό ὡραιότερο πράγμα στόν κόσμο.

            Ἀκούγοντας κάποιος τόν Χριστό νά μιλάει γιά τήν Βασιλεία του, εἶπε: «Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος πού θά ἀξιωθεῖ νά βάλει στό στόμα του, ἔστω καί μιά μπουκιά ψωμί στή Βασιλεία σου». Δηλαδή, τό πᾶν εἶναι νά ἔλθει κανείς καί νά εἶναι κοντά σου Χριστέ μου.

            Καί ἄς εἶναι μόνο γιά μιά μπουκιά ψωμί.

2. Δικαιολογίες· πᾶρε τήν μιά καί χτύπα τήν ἄλλη

            Μᾶς λέει λοιπόν τό Εὐαγγέλιο ὅτι τήν πρόσκληση γιά τό βασιλικό τραπέζι, τήν ἔλαβαν πολλοί. Καί ὁπωσδήποτε πρίν τήν λάβουν, ἤξεραν ὅτι ἑτοιμάζεται τό τραπέζι καί κάποια στιγμή θά κληθοῦν καί αὐτοί. Μέχρι τότε, δέν φαίνεται νά ἦταν τοποθετημένοι ἀρνητικά. Ἀλλά ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα, ἄρχισαν νά «μαζεύουν» τά λόγια τους καί νά ἀναιροῦν ὅσα ἔλεγαν πρίν.

            Ὁ πρῶτος, λέει τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός τό λέει, εἶπε: «ἀγρόν ἀγόρασα».

            Ἀγόρασα χωράφι καί θά πάω νά τό δῶ. Δέν ἔρχομαι.

            Ἐξετάζομε νά δοῦμε, σκέφτηκε καλά;

            Ἄν πήγαινε στό φαγητό, στό τραπέζι, τό βράδυ πού θά γινόταν, θά ἔφευγε τό χωράφι ἀπό τήν θέση του καί δέν θά μποροῦσε νά πάει νά τό δεῖ τήν ἄλλη μέρα τό πρωί; Μ’ ἄλλα λόγια, ἀφοῦ τό χωράφι ἐκεῖ θά ἦταν, μποροῦσε νά πάει νά τό δεῖ καί αὔριο καί τήν παραπέρα ἡμέρα. Συνεπῶς ἡ ἀπάντηση του ἦταν λάθος. Καί ἡ ἐκτίμησή του ὅτι ὑπάρχει λόγος καί ἀνάγκη νά λείψει ἀπό τό δεῖπνο, εἶναι λάθος ἤ ψέμα.

            Ἕνας ἄλλος εἶπε: «Ἐγώ ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια. Καί θέλω νά τά δοκιμάσω». Πέντε ζευγάρια βόδια, θέλουν δουλειά πολλή γιά νά τά δοκιμάσει κανείς. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου δέν φτάνει.

            Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν εἶπε, «ψάχνω τώρα νά τά ἀγοράσω, καί θέλω νά τά δῶ».

            Τά ἔχω «ἀγοράσει» εἶπε.

            Μά τά ἀγόρασες, τά ἔκλεισες στό σταῦλο σου, δέν μπορεῖς νά τά δοκιμάσεις τήν παραπέρα ἡμέρα;

            Πάλι λάθος ἐκτίμηση. Πρόκειται γιά ἀδικαιολόγητη βιασύνη; Ἤ γιά ψέμα. Ποιό εἶναι χειρότερο ἀπό τά δυό;

            Καί τά δυό εἶναι, «πᾶρ’ τό ἕνα καί χτύπα τό ἄλλο».

            Ὁ τρίτος καλεσμένος εἶπε: «Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες παντρεύτηκα. Δέν θά ἀφήσω τήν γυναίκα μου τήν νύχτα μοναχή της καί ἐγώ θά τρέχω γιά τραπέζια καί γιά γεύματα». Καί συμπλήρωσε: «Ἔχε με παρητημένον, μή μέ λογαριάζεις στούς ἀνθρώπους πού θά κάτσουν στό τραπέζι».

            Ἐρώτημα: Τήν ἔχανε τήν γυναίκα του ἅμα πήγαινε στό τραπέζι; Δέν θά ἦταν καί αὔριο δική του; Καί ὅλη τους ἡ ζωή δική τους δέν ἦταν· νά ζοῦν μαζί;

            Καί ἐδῶ λάθος ἐκτίμηση, λάθος συμπεριφορά. Γιατί;

            Γιατί ὁ βασιλιάς πού καλεῖ στό δεῖπνο, δέν εἶναι κάποιος ἐπίγειος βασιλιάς, ἀλλά εἶναι ὁ Βασιλιάς ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ Θεός καί Κύριος. Γι' αὐτό, τό «ὄχι» δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε εὔκολο, οὔτε νά ψάχνει κανείς γιά φτηνές δικαιολογίες. Γιατί ποιόν ζημιώνει; Τόν Βασιλιά ἤ τόν ἑαυτό του;

            Ἐκεῖνον πού προσφέρει τό δεῖπνο ἤ τόν ἑαυτό του;

            Καί ὅταν μάλιστα τό θέμα εἶναι ὁλοκάθαρο, ὅτι πρόκειται γιά τόν Θεό καί γιά τήν Βασιλεία του τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη, ἐκεῖνος πού κάνοντας ρηχές, πρόχειρες καί ἁπλές σκεψοῦλες λέει, «ἔχε με παρητημένον»· εἴτε τό λέει ἐπιπόλαια, εἴτε τό τοποθετεῖ μέσα του συνειδητά, πόσο λάθος ἐκτίμηση κάνει;

            Καί πόσο, γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του;

            Πόσο τόν ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του;

            Μήπως μένει ὁ Θεός ποτέ ρέστος;

            -Ψᾶχτε καί βρεῖτε ἄλλους, εἶπε, νἄρθουν στό γεῦμα.

            -Ποιούς;

            -Βγεῖτε στά σταυροδρόμια, θά βρεῖτε ἐκεῖ ἀνθρώπους νά ρθοῦνε.

            Θά ἔλεγε κανείς: «Μπράβο! Ἔτσι θά ἔπρεπε νά γίνονται τά γεύματα τῶν βασιλέων. Νά ταΐζουν ἐκείνους πού βρίσκονται στά σταυροδρόμια, τά φτωχαδάκια. Ὄχι τούς πλούσιους, τούς ἐκλεκτούς τους. Ἔτσι  πάει καλύτερα τό πράγμα».

            Ὁ Θεός δέν φτωχαίνει ποτέ.

            Ἐμεῖς φτωχαίνομε ὅταν δέν ἐκτιμᾶμε τά πράγματα σωστά.

3. Ἀνεκτίμητη εὐλογία

            Ἄς προσέξομε μιά διδακτική ἱστορία. Ὁ Διονύσιος Σολωμός εἶχε φίλο του, τόν Ἀλέξανδρο Μαντζόνι, πού εἶναι ὁ μεγαλύτερος ποιητής τῆς Ἰταλίας. Καί ὁ Ἀλέξανδρος Μαντζόνι καί ὁ Διονύσιος Σολωμός, ἦταν πολύ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.

            Κάποια ἡμέρα φάνηκε ὅτι ἄνοιξε ἡ τύχη στόν Μαντζόνι. Τοῦ λέει ἕνας γνωστός του:

            -Ἔχομε μιά μεγάλη εὐκαιρία σήμερα!  Θά γεμίσομε τίς τσέπες μας λεφτά. Μόνο τρέξε. Ἤ προλάβαμε ἤ τά χάσαμε.

            Ὁ Ἀλέξανδρος Μαντζόνι, πήγαινε στήν Ἐκκλησία γιά νά κοινωνήσει. Τόν ρώτησε:

            -Καί τί θά εἶναι αὐτά τά πράγματα πού θά κερδίσομε;

            -Μεγάλα ποσά, πολύ χρῆμα, ὠφέλεια γιά ὅλη σου τή ζωή.

            -Μεγαλύτερο ἀπό αὐτό πού πάω νά πάρω, τοῦ ἀπάντησε, δέν γίνεται. Καί δέν ἐννοῶ μέ κανένα τρόπο νά τό χάσω.

            Καί τόν ἄφησε σύξυλο, τόν φίλο του πού ἤθελε νά τοῦ ἀνοίξει τήν τύχη του καί πῆγε στήν Ἐκκλησία, ὅπου καί ἐκοινώνησε ὅπως εἶχε προγραμματίσει τά ἅγια μυστήρια. Πῆρε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

            Ἐρώτημα: Βρίσκεις ἐσύ κάτι ἀνώτερο;

            Θέλεις νά πᾶς νά κοινωνήσεις, καί ἀφήνεις τήν Θεία Κοινωνία, γιατί λαχταρᾶς κάποιο χρηματικό ποσό, πού θά σοῦ προσφερθεῖ κάτω ἤ ἐπάνω ἀπό τό τραπέζι καί θά τό φᾶς, θά τό βάλεις στήν τσέπη σου;

            Σωστά ἐκτιμᾶς ἤ λάθος;

            Ἐδῶ εἶναι πού χωλαίνομε. Ἐδῶ εἶναι πού τήν πατᾶμε. Νομίζομε ὅτι ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στή Βασιλεία του, εἶναι ἕνα μικρό ἐπεισόδιο μέσα στή ζωή μας. Μιά λεπτομερειούλα. Καί χάνομε τίς μεγαλύτερες εὐκαιρίες, πού ὅταν τίς ἐκμεταλλευτεῖ κανείς, γίνεται ἴσος μέ τόν ἀπόστολο Πέτρο, μέ τόν ἅγιο Δημήτριο, μέ τήν ἁγία Παρασκευή καί μέ τούς ἄλλους ἁγίους. Ὅταν ἐκτιμήσει τά πράγματα σωστά καί ἀνταποκριθεῖ σωστά.

            Ποιό εἶναι τό χρέος μας;

            Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε φαιά οὐσία καί κρίση. Ἔστω καί ἄν ἔχομε κάπως λιγότερο μυαλό, δέν ἔχομε ὅλοι τό ἴδιο, ὅλοι ὅμως ἔχομε κρίση σωστή καί βλέπομε καί καταλαβαίνομε πόσο ἀξίζουν οἱ δωρεές τοῦ Χριστοῦ.

            Πότε; Ὅταν θέλομε.

            Ἄν δέν θέλομε δέν καταλαβαίνομε τίποτε.

            Λέει ὁ Χριστός: «Καλότυχοι ἐκεῖνοι πού ψάχνουν νά μέ βροῦν καί μέ περιμένουν. Ὅταν θά ρθῶ θά φορέσω ποδιά καί θά τούς ὑπηρετήσω. Θά τούς βάλω νά ξαπλώσουν καί θά τούς βάζω ἐγώ μέ τό κουταλάκι τό φαγητό καί τά ἀγαθά μου στό στόμα».

            Τώρα μᾶς βάζει ὁ Χριστός μέ τό δικό του χέρι, δηλαδή μέ τό χέρι τῶν ἱερέων, τό μεγαλύτερο ἀγαθό του στό στόμα. Τήν Θεία Κοινωνία. Ἔτσι ἐκείνη τήν ἡμέρα, θά μᾶς βάζει στό στόμα, ὅλα του τά ἀγαθά, «τά ὁποῖα μάτι δέν εἶδε, αὐτί δέν ἄκουσε, καρδιά δέν μπόρεσε ποτέ νά τά ἐπιθυμήσει», γιατί εἶναι τόσο μεγάλα καί τόσο ὡραῖα.

            Καί πάλι ἐρχόμαστε στό ἐρώτημα:

            Δαπανᾶς λίγη φαιά οὐσία, γιά νά καταλάβεις τί εἶναι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ;

            Δέν δαπανᾶς;

            Τότε λές τοῦ Χριστοῦ: «Ἔχε με παρητημένον, μή μέ ὑπολογίζεις».

            Ἀλλά τό «μή μέ ὑπολογίζεις» σημαίνει: «Νά μήν ὑπολογίζει ὁ Χριστός ὅτι θά πᾶς ἐκεῖ, στή Βασιλεία του, ἀφοῦ ἐσύ δέν κάνεις τίποτε καί δέν ἀγωνίζεσαι νά βρεθεῖς κοντά του».

            Τίνος ἡ εἶναι ζημία;

4. Εὐεργεσία γιά ζῶντες καί νεκρούς

            Τό 1937, μαρτύρησε στή Ρωσία ἕνας ἅγιος πού ὀνομάζεται Κρονίδης. Ἦταν ἱερομόναχος καί ἡγούμενος. Ἐνάρετος καί ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔχει γράψει πολλά πράγματα, τά ὁποῖα τά ἔζησε καί τά ἄκουσε. Λέγει λοιπόν:

            «Κάποια φορά, μιά μεγάλη κυρία, ἄθεη, τόν Χριστό τόν εἶχε βγάλει ἀπό τή ζωή της. Ἀλλά συνέβη νά ἀρρωστήσει τό παιδί της. Καί ἡ ἀσθένειά του τό ὁδήγησε γρήγορα στό θάνατο. Ὁ θάνατος τοῦ μικροῦ, ἑπτά χρονῶν ἦταν, ἦταν τόσο ὀδυνηρός, πού ὅταν ἔκλεισε τά μάτια του καί παρέδωσε τήν ψυχή του, φαινόταν στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου του, ὅτι εἶχε «μαρτυρήσει» ἀπό τούς πόνους.

            Ἡ μητέρα του, ἔστω καί ἄθεη, χωρίς νά πιστεύει στήν αἰώνια ζωή, τό κοίταζε, ἔκλαιε καί ἔλεγε: «Τό ἀγγελούδι μου πού ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πονεμένο. Τόσο πονεμένο πού φαίνεται καί στό λείψανό του».

            Ἐνῶ ἐκείνη ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε, μπῆκε στό χῶρο πού εἶχαν τό φέρετρο μέ τό λειψανάκι του, μία γρηούλα εὐσεβής. Πλησίασε καί εἶδε τό παιδί, μέ τήν ἔκφραση τοῦ πόνου ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του. Καί ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό της ἕνα σταυρουλάκι πού φοροῦσε, τό ἀκούμπησε μέ εὐλάβεια στό κούτελο της καί μετά τό ἄφησε στό στῆθος τοῦ παιδιοῦ. Ἀμέσως τό νεκρό παιδάκι ἄλλαξε ἔκφραση καί χαμογέλασε.

            Τό πρόσεξε ἡ μάνα του καί φώναξε:

            -Χαμογελάει, χαμογελάει τό παιδάκι μου. Ζεῖ.

            Τῆς εἶπε ἡ γριά:

            -Χαμογελάει. Ἀλλά δέν ζεῖ. Πεθαμένο εἶναι. Ὅμως ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Σταυροῦ τό ἔκανε καί γελάει».

            Ἐρώτημα τώρα.

            Ἄν ἕνα πεθαμένο παιδί ἡ ζωοποιός δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ τό ἔκανε νά ἀλλάξει ἔκφραση καί νά γελάει τόσο, πού ἐνθουσιάστηκε ἡ μητέρα του, γιά φαντασθεῖτε τί κάνει μέσα μας, ὄχι ἕνα ἁπλό ἀκούμπισμα στό κούτελό μας τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀλλά ἡ Θεία Κοινωνία, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας.

            Καί σκεφθεῖτε, γιατί βάζομε ἐκεῖ πού θάβομε τά λείψανα τῶν πεθαμένων συγγενῶν μας ἕνα σταυρό. Καί γιατί ἔχομε εὐχή καί πόθο πρίν νά φύγομε ἀπό τήν παρούσα ζωή, νά κοινωνήσομε. Καί ἀκόμη, γιατί ὅλοι ἐμεῖς ὅταν δέν προλάβουμε ἕναν ἄνθρωπο νά τόν κοινωνήσομε, πρίν νά φύγει, στενοχωρούμεθα, μένομε λυπημένοι καί πολλές φορές λέμε: «Νά πάω ἐγώ νά κοινωνήσω γιά τόν πατέρα μου, πού πέθανε χωρίς τήν Θεία Κοινωνία ἤ γιά τό παιδί μου. Γιά νά ἰσχύσει σάν νά τήν πῆρε ἐκεῖνος τήν Θεία Κοινωνία. Καί ἀπό τό δικό μου στόμα νά γίνει στή δική του ψυχή, ζωή καί ἀνάσταση».

            Ὅποιος σκέπτεται τήν δύναμη, τήν ἀγαθότητα καί τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς καλεῖ κοντά του γεμίζει ἡ καρδιά του. Καί παίρνει τήν ἀπόφαση κάτι νά κάνει γιά τήν ψυχή του καί τήν αἰώνια ζωή.

            Καλότυχος ἐκεῖνος πού κάνει ὅσα περισσότερα μπορεῖ.

            Ἐκεῖνος πού δέν σκέπτεται ἔτσι, λίγο μυαλό ἔχει, λίγη κρίση ἔχει, λίγη σοβαρότητα ἔχει.

            Νά εὐχηθοῦμε καί νά προσευχόμαστε ὅλοι νά μᾶς φωτίζει ὁ Κύριος· καί νά μήν ἐγκαταλείψει κανέναν σέ τέτοια νοοτροπία πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια.

            Βαδίζομε γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς.

            Ἡ καλύτερη ὑποδοχή της εἶναι νά ἀγαπήσομε τήν παρουσία του καί νά προσπαθήσομε νά πᾶμε μερικά βήματα πιό κοντά του. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

 

διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στόν Καλόβατο στίς 14/12/2008

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel