Γνωρίζουμε πως χρησιμοποιείται στο Ισραήλ κυρίως προς το τέλος του 1ου αιώνα αλλά και κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ.. Με τη λέξη ραββίνος χαρακτηρίζεται ο διδάσκαλος της Τορά (Νόμος) κατά τους πέντε πρώτους αιώνες μ.Χ.. Ο ρόλος του ραββίνου είναι να διδάσκει και να ερμηνεύει το Νόμο, αποτελώντας έναν από τους πιο σημαντικούς θεσμούς του ραββινικού Ιουδαϊσμού, ο οποίος αρχίζει να κεντρικοποιείται και να λαμβάνει αυτή τη μεγάλη σημασία αμέσως μετά την καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ.
Ενώ αρχικά οι ραββίνοι διορίζονταν από μεγάλους διδασκάλους ως συνεχιστές του έργου τους, από τον 4ο αιώνα και μετά ο τίτλος του ραββίνου έπρεπε να αποδίδεται σε όποιον πληρούσε τις παρακάτω προϋποθέσεις: πρωτίστως, έπρεπε να είναι κάποιος ώριμος άνδρας που θα είχε ήδη τη δική του οικογένεια και θα διαπνεόταν από το απαιτούμενο ήθος και τη σοφία. Επίσης, ο ραββίνος έπρεπε να είναι μαθητής κάποιου αναγνωρισμένου διδασκάλου του Νόμου, ούτως ώστε να έχει εμβαθύνει στη μελέτη και την ερμηνεία του. Τα προσόντα αυτά προβλέπονταν καθώς μετά την καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ αποδόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο Νόμο, ο οποίος πλέον διέθετε όλη τη σοφία μέσα του και οδηγούσε στον ουράνιο ναό μέσω του θεσμού του ραββίνου, που πλέον ενσάρκωνε το σοφό λειτουργό και μεσολαβητή μεταξύ θείου και ανθρώπινου.
Με αυτόν τον τρόπο ο ραββίνος αποτελεί το νέο ιερέα της Τορά και στο πρόσωπό του αναδεικνύεται ένα παράδειγμα προς μίμηση που οδηγεί κάθε πιστό Ιουδαίο στην αγιότητα.
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε πως με τον όρο ραββίνος χαρακτηριζόταν μόνο ο διδάσκαλος της Παλαιστίνης ως ένδειξη σεβασμού προς την ιερότητα της Ιερουσαλήμ ως του κέντρου διδασκαλίας και ερμηνείας του Νόμου, ο οποίος όπως προαναφέραμε, μετά την καταστροφή του ναού αποτελούσε το κέντρο λατρείας για τους Ιουδαίους.
Αναστασία Φελούκα