«Πρόσεξε Μωυσῆ νά φροντίσεις τήν τάδε ἡμέρα τήν 1η τοῦ μηνός, τήν πρώτη τοῦ ἔτους τοῦ προσεχοῦς, πού ἔρχεται, νά ἔχεις ἕτοιμη τήν σκηνή τοῦ Μαρτυρίου». Τόν τόπο τῆς λατρείας. Τήν Ἐκκλησία θά λέγαμε σήμερα.
Ἐκεῖ μέσα θά βάλεις:
τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης.
Ἡ κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦταν ἕνα κιβώτιο πού τό εἶχαν φτειάξει βέβαια ὅπως ἁρμόζει στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὄμορφο δηλαδή καί ἀπό χρυσάφι. Μέσα εἶχε βάλει ὁ Μωυσῆς, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ τίς πλάκες μέ τόν Νόμο, τίς δέκα ἐντολές.
Μία στάμνα μέ μάνα,
καί τήν ράβδο τοῦ Ἀαρών, μέ τήν ὁποία ἔδειχνε ὁ Θεός ὅτι διάλεξε μερικούς ἀνθρώπους νά εἶναι ἱερεῖς.
Θά λέγαμε σήμερα:
Τό ἅγιο Εὐαγγέλιο,
τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, προτύπωση τοῦ ὁποίου ἦταν τό μάνα τό ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.
Καί ἕνα πετραχήλι ἤ πέστε μιά ἱερατική στολή ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα.
Αὐτά εἶναι τά μεγαλύτερα ἱερά στήν Ἐκκλησία μας, αὐτά ἦταν καί στό λαό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰσραήλ.
Αὐτά εἶπε ὁ Θεός νά εἶναι μέσα στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί μέσα στήν κιβωτό τῆς Διαθήκης. Καί εἶπε: «Ἀφοῦ φτειάξετε ἕνα χῶρο θά βάλετε ἕνα μεγάλο καταπέτασμα νά μή φαίνεται ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης. Κάθε μάτι δέν θά φτάνει πρός τά ἐκεῖ. Εἶναι πολύ ἅγια πράγματα αὐτά.
Ἀπ’ ἔξω θά βάλετε ἕνα μεγάλο τραπέζι καί ἐπάνω ἐκεῖ θά βάλετε τήν ἑπτάφωτο λυχνία, καί τό θυμίαμα.
Καί ἀφοῦ τά φτειάξετε ἔτσι θά βάλετε ἄλλο ἕνα καταπέτασμα. Ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου θά κλείνει. Μέσα ἐκεῖ θά μπαίνουν οἱ παπάδες, μόνο γιά νά λατρεύουν τόν Θεό. Ὁ κόσμος νά μένει παραέξω.
Ὅταν ἑτοιμάστηκε ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, εἶπε ὁ Θεός: «Τώρα Μωυσῆ νά τήν χρίσεις μέ τό ἅγιον ἔλαιον τοῦ χρίσματος. Τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ὁλόκληρη καί μετά ὅλα αὐτά πράγματα πού ἔχετε βάλει μέσα κατ’ ἐντολή μου».
Καί ὁ προφήτης Μωυσῆς πῆγε, μαζί μέ τόν Ἀαρών καί τούς ἄλλους ἱερεῖς καί ἔχρισαν τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ὅλα πράγματα πού ἦταν μέσα, μέ τό ἅγιον ἔλαιον τοῦ χρίσματος. Μέ τό ἅγιον μύρον, πού κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ τό εἶχε φτειάξει ὁ Ἀαρών καί ὁ Μωυσῆς.
Ὅταν τελείωσαν, κατέβηκε ἡ δόξα τοῦ Κυρίου στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ἕνα ὑπέρλαμπρον φῶς, ὅπως ἦταν τό φῶς τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα τῆς Μεταμορφώσεως ἐπάνω στό Θαβώρ, καί τήν ἐπεσκίαζε. Τήν ἔκανε ὁλόλαμπρη τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. Τόσο πού οὔτε ὁ Μωυσῆς, οὔτε οἱ ἱερεῖς τολμοῦσαν νά πᾶνε κοντά καί νά μποῦνε μέσα γιά νά τελέσουν λατρευτικές τελετές τήν ὥρα πού ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ χάρη τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγάπη του γιά μᾶς εἶχε κατεβεῖ συμβολικά ἐπάνω στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου γιά νά μᾶς λέγει:
«Ὅποιος θέλει ἔλεος καί χάρη, πρός τά ἐδῶ πλησιάζει. Ἐδῶ ἔχεται. Ἐδῶ τήν ἀναζητεῖ. Ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας. Ἐδῶ ὁ τόπος ἑνώσεως μέ τόν Θεό».
Γιατί τά εἴπαμε αὐτά;
Σήμερα ἔχομε τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Καί λέμε –ἡ πίστη μας τό λέει, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τό λέει- ὅτι ἡ Παναγία ἀφοῦ ἑτοιμαζόταν ἀπό τόν Θεό νά γεννήσει τόν Υἱό του, νά τόν φέρει στόν κόσμο γιά τήν σωτηρία μας, τήν ἐπῆγαν οἱ γονεῖς της καί τήν ἐδέχθησαν οἱ ἱερεῖς καί ἔμεινε εἰς τά ἅγια καί εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων 12 χρόνια γιά νά ἑτοιμάζεται. Πῶς νά ἑτοιμάζεται; Νά γίνει ναός ἅγιος.
Καί ὅταν μετά ἀπό τήν συμπλήρωση τόσης παραμονῆς ἐκεῖ κοντά στούς ἱερεῖς, μέ τήν προσευχή, μέ τήν λατρεία, μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἀφιέρωση καί τήν ἀφοσίωση τήν γιά πάντα στό Θεό· κάποια ἡμέρα κατέβηκε ὁ ἄγγελος Κυρίου ὁ Γαβριήλ, στήν Παναγία, ὅταν ἦταν στήν Ναζαρέτ πλέον τῆς εἶπε: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».
Καί τότε, τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τό ἅγιο Μύρο καί τό ἅγιον ἔλαιον τοῦ χρίσματος, νά εἶναι ἅγιον καί νά ἁγιάζει, αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἁγίασε τήν Παναγία, ὅπως εἶχε ἁγιάσει ἡ δόξα τοῦ Κυρίου -πού κατέβηκε στό ναό- καί τό ἅγιο μύρο τόν ναό τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, πού ἔφτειαξε ὁ Μωυσῆς κατ’ ἐντολήν τοῦ Κυρίου.
Μετά κατέβη ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος τῆς δόξης καί εἰσῆλθε εἰς τήν Παναγία καί συνελήφθη τήν ἡμέρα τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας. Γιά νά μπορέσει νά κάνει ἐκεῖνα πού ἤθελε γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει μέ τό σῶμα του, μέ τό αἷμα του, μέ τόν λόγο του, μέ τήν χάρη του ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τήν κατάπτωση, ἀπό τόν κίνδυνο τῆς αἰώνιας ἀπώλειας.
Ἔτσι, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε ἁγιώτερη ἀπό ὅτι ἦταν τά ἅγια ἐκεῖνα, ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ὁ ναός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γιατί ἐκεῖ μέσα κατέβαινε μόνο ἡ χάρις τοῦ Κυρίου, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, συμβολικά. Νά τό βλέπομε, νά τό ἔβλεπαν τότε, γιά νά ὑποψιάζονται πού εἶναι ἡ σωτηρία.
Μέσα στήν Παναγία κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός τῆς δόξης καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Γι’ αὐτό ἡ Παναγία, σάν ἄνθρωπος, τό τονίζομε μέσα στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί στά τροπάρια, εἶναι πολλές φορές, χιλιάδες φορές ἀνώτερη ἀπό ὅτι ἦταν ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος καί ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Γι’ αὐτό ἔχει μέσα στήν Ἐκκλησία μας μιά ἐντελῶς ἰδιαίτερη θέση. Ποιά εἶναι ἡ θέση της; Ἡ θέση της εἶναι ὅτι ἡ Παναγία εἶναι τόσο μεγάλη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιόν μας, πού πιστεύομε στό Θεό καί τόν λατρεύομε, ὥστε νά εἶναι πάνω ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί πάνω ἀπό ὅλους τούς ἀγγέλους. «Τιμιωτέρα τῶν χερουβίμ, ἐνδοξοτέρα καί τῶν σεραφείμ». Ἀπό ὅλα τά ἀγγελικά τάγματα· ἀνώτερη.
Τόσο πολύ πού σέ κάποιο τροπάριο μέσα στήν Παρακλητική τήν ὀνομάζει ἕνας ἅγιος: «μετά Θεόν, Θεός». Ἄν ἐπιτρέπεται νά φτειάχνομε ἕνα δεύτερο πράγμα ἀνάμεσα στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Νά ποῦμε καί κάτι ἄλλο καταχρηστικά, πού δέν κάνει νά τό λέμε: «Σάν Θεός μετά Θεόν». Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ Παναγία. Τόσο μεγάλη, ὥστε ἀκόμη καί ἐκεῖνος πού ἁπλά τήν ἐπικαλεῖται ἁγιάζεται.
Ἔχομε τόσο ὡραῖες ἱστορίες μέσα στούς βίους τῶν ἁγίων, γιά τό πῶς καί πόσο ἁγιάζονται ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά της. Κάποια διήγηση λέει: ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πού ἔλεγε συνεχῶς τούς χαιρετισμούς ὅταν στό τέλος ἐκοιμήθη εὑρῆκαν ὅτι ἡ καρδιά του εἶχε γίνει χρυσή. Στήν πραγματικότητα εἶχε γίνει πολυτιμότερη ἀπό χρυσή.
Δέν ἦταν ἀνάγκη νά γίνει χρυσάφι ἀπό αὐτό πού ἔχουμε καί φτειάχνουμε σκουλαρίκια καί δαχτυλίδια. Εἶχε γίνει πολυτιμότερη, ἡ ψυχή του καί ἡ καρδιά του ἀπό τήν ἐπίκληση καί τήν προσευχή στήν Παναγία.
Τόσο εἶναι ἅγια ἡ Θεοτόκος, ὥστε καί κάθε τί πού τήν εἰκονίζει, καί αὐτό παίρνει ἀξία. Κανενός ἁγίου οἱ εἰκόνες δέν ἔχουν κάνει τόσα θαύματα ὅσα τῆς Παναγίας. Κανενός ἁγίου τά λείψανα δέν ἔχουν κάνει τόσα θαύματα, ὅσα ἔχουν κάνει οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας. Γιατί;
Γιατί εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ καί ὅπως λέμε, οἱ πρεσβεῖες της εἶναι ἰσχυρές. Δυνατές. Δέν τίς παρακάμπτει ὁ Κύριος. Δέν τίς ἀποσιωπᾶ. Δέν ἀφήνει ποτέ παράκληση τῆς Παναγίας νά πέσει κενή. Χωρίς ἀποτέλεσμα.
Ἀλλά ἄς ποῦμε λίγα πράγματα γιά τό τί σημαίνει «εἰκόνα».
Εἰκόνα εἶναι μία σκιαγραφία, ἕνα ζωγράφισμα πού παριστάνει τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: «Ἡ τιμή τῆς εἰκόνος, ἀνεβαίνει στό πρωτότυπο».
Φιλώντας τήν εἰκόνα δέν φιλᾶμε οὔτε τό ξύλο οὔτε τά χρώματα. Τήν Παναγία φιλᾶμε.
Ὅταν στεκόμαστε μπροστά της καί κάνομε τόν Σταυρό μας, τήν Παναγία χαιρετᾶμε.
Ὅταν προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα, τήν Παναγία προσκυνοῦμε.
Ὅταν τήν ἐπικαλούμαστε, φυσικά δέν ἐπικαλούμαστε οὔτε τό ξύλο, οὔτε τά χρώματα. Οὔτε εἰδωλολάτρες εἴμαστε οὔτε ἀνόητοι. Τήν Παναγία ἐπικαλούμαστε. Καί ἡ Παναγία, ἐπειδή εἶναι Παναγία, ἀκούει. Σέ ὅλο τόν κόσμο καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Καί ἔχει τήν δύναμη καί δέχεται καί κάνει τά τόσα θαύματα.
Διαβάζομε στό συναξάριο τῆς Τρίτης μετά τό Πάσχα, ὅτι μιά γυναίκα ἦταν στή Νίκαια ἐκεῖ πού ἔγινε ἡ Α΄ Οἰκ. Σύνοδος. Εἶχε μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὅταν γινόταν ἡ Εἰκονομαχία πῆγαν νά τῆς τήν πάρουν, νά τήν κάψουν. Ἡ γυναίκα προτίμησε νά τήν ρίξει στή θάλασσα. Καί εἶπε:
–Παναγία μου, σύ εἶσαι ἀνώτερη ἀπό ἐμένα. Ἐγώ δέν μπορῶ νά σέ προστατεύσω. Προστάτευσε τήν εἰκόνα σου καί τόν ἑαυτό σου, ὅπως θέλεις.
Καί τήν πέταξε στή θάλασσα. Τότε εἶδε ἕνα θαῦμα. Δέν ἔπεσε στό πλάι ἡ εἰκόνα σάν ξύλο ἀλλά στάθηκε ὄρθια καί ἔφυγε σάν νά ἦταν καράβι πού ταξίδευε. Ὅταν ἡ γυναίκα τήν εἶδε νά φεύγει μέ κατεύθυνση πρός τήν Δύση, εἶπε στό γυιό της.
–Τρέξε παιδί μου, ὅσο μπορεῖς καί ψάξε νά τήν βρεῖς πού πῆγε. Καί πήγαινε κοντά της νά κάτσεις. Ἐγώ εἶμαι γρηά καί θά πεθάνω. Ἐσύ νά κάτσεις κοντά της γιά νά ἁγιασθεῖς.
Ἔφυγε ὁ γυιός της, πῆγε σέ ἕνα μοναστῆρι καί διηγιόταν σ’ ὅλη του ἡ ζωή τό φαινόμενο. Πέρασαν ἀπό τότε 162 χρόνια. Ἀπό τό 842 μέχρι τό 1004.
Κάποια νύχτα εἶδαν στή Μονή τῶν Ἰβήρων τοῦ ἁγίου Ὄρους οἱ καλόγεροι, μιά στήλη φωτός πού κατέβαινε ἀπό τόν οὐρανό ἤ μᾶλλον ἀνέβαινε ἀπό τήν θάλασσα καί ἔφτανε στόν οὐρανό.
Γεμάτοι ἀπορία κοιτάζουν προσεκτικά καί βλέπουν στή θάλασσα νά στέκει ὄρθια μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἔκαναν νά πᾶνε μέ βάρκες, μά ἡ εἰκόνα ἔφευγε πρός τά μέσα. Δέν μποροῦσαν νά τήν φτάσουν.
Τότε κατάλαβαν καί εἶπαν: «Δέν εἶναι θέλημα Θεοῦ νά τήν πάρουμε μέ τά καράβια μας». Ἄρχισαν λοιπόν προσευχή μέ θυμιάματα καί μέ ἱκεσίες. Καί εἶπαν: «Παναγία μου, ἄν εἶναι θέλημά σου νά ἔλθεις σέ μᾶς δεῖχτο μας».
Καί τότε ἕνας καλόγερος μεγάλος ἀσκητής καί καλός ἄνθρωπος εἶπε: «Κάνω τόν Σταυρό μου καί προχωρῶ. Θά περπατήσω πάνω στή θάλασσα. Ἄν εἶναι θέλημα θά γίνει τό θαῦμα».
Πραγματικά περπάτησε πάνω στή θάλασσα, ἔπιασε τήν εἰκόνα καί τήν πῆγε στό Μοναστῆρι. Τήν ἔβαλαν σέ κάποιο ἀσφαλή τόπο προσπαθώντας νά τήν φρουρήσουν, μήν τήν χάσουν. Μά ἡ Παναγία ἔβγαινε στήν ἐξώπορτα. Τήν ἄλλη ἡμέρα τήν εὕρισκαν στήν ἐξώπορτα. Δεύτερη, τρίτη φορά, τά ἴδια. Τελικά τούς λέει ἡ Παναγία:
-Δέν μέ προστατεύετε σεῖς. Ἐγώ θά σᾶς προστατεύω. Μήν κάνετε λάθος.
Εἶναι ἀπάντηση γιά κείνους πού προσπαθοῦν νά σώσουν τόν Θεό. Καί τήν Ἐκκλησία. Καί τούς ἁγίους του. Ὁ Θεός θά μᾶς σώσει. Ἐμεῖς, δέν θά σώσουμε τόν Θεό. Ἐμεῖς πρέπει νά θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν κάθε ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Δέν ἔχει ἀνάγκη νά τόν σώσουμε. Οὔτε ὁ Θεός οὔτε οἱ ἅγιοι. Οὔτε ἡ Παναγία. Αὐτοί μᾶς περιφρουροῦν.
Θά προσθέσομε κάτι σ’ αὐτή τήν διήγηση.
Μπροστά στήν εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας, κρέμεται ἕνα πολύ μεγάλο κανδῆλι. Θά πηγαίνει περισσότερο ἀπό δύο ὀκάδες. Γύρω στά τρία κιλά. Καί λοιπόν; Αὐτό τό τόσο βαρύ πράγμα, ὅταν τελεῖται ἡ πανύγηρις ἤ γίνονται μεγάλες γιορτές, ξαφνικά ἀρχίζει καί κινεῖται μόνο του. Ὅταν κουνοῦν οἱ μοναχοί τόν πολυέλαιο, κινεῖται καί τό καντῆλι μοναχό του. Πανυγηρίζει ἡ Παναγία μαζί μας. Τό ἀπεκάλυψε στούς μοναχούς:
-Ἔρχομαι καί πανηγυρίζω μαζί σας. Γιορτάζω καί ἐγώ μαζί σας. Καμαρώνω ἐκείνους πού προσεύχονται. Ἐκείνους πού προσεύχονται μέ ζῆλο. Ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Κύριο. Ἐκείνους πού ἀγωνίζονται. Καί προσπαθῶ νά βοηθῶ τούς ἀδυνάτους, ὅσο μπορῶ, πιό πολύ.
Καί ἐμεῖς ἐπικαλούμεθα τήν Παναγία μέσω τῆς κάθε εἰκόνας της νά ἔρχεται ὅταν πανυγηρίζομε καί ἑορτάζομε, κοντά μας. Νά μᾶς βλέπει. Νά καμαρώνει ἐκείνους πού ἀξίζουν νά καμαρώνει. Καί νά βοηθεῖ ὅλο τόν ἄλλο κόσμο. Νά μᾶς σκέπει, νά μᾶς προστατεύει, νά μᾶς ἔχει στή στοργή της, στήν καλωσύνη της καί στήν ἀγάπη της.
Ἀπό κεῖ καί πέρα, δουλειά της εἶναι νά δείξει τό ἔλεός της καί αἰσθητά. Μέ θαύματα πού θά τά χαροῦμε, ὄχι μόνο θά τά χαροῦμε, τά ἔχομε καί ἀνάγκη, γιά νά μᾶς στηρίξουν τούς ὀλιγόπιστους. Νά μᾶς στηρίξουν καί νά μᾶς δυναμώσουν. Νά φωτίσουν τίς καρδιές μας καί τήν διάθεσή μας καί τόν νοῦ μας, νά ἀγωνιζόμαστε καλύτερα καί νά μένομε σταθερότεροι στήν πίστη τοῦ Θεοῦ καί στήν ὑπακοή τοῦ λόγου του.
Μέ τίς πρεσβεῖες της, μέ τίς ἱκεσίες της, μέ τήν χάρη της καί μέ τό ἔλεός της, νά ἀξιωνόμαστε νά ἀσπαζόμαστε τήν ἁγία εἰκόνα της κάθε τόσο καί νά τήν ἐπικαλούμεθα νά ἔρχεται κοντά μας. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Παναγία τῶν Ξένων στίς 20/11/2004.