Στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας που είναι και το μεγαλύτερο νησί του Ιονίου, γνωστό από την αρχαιότητα με το όνομα «Σάμος» λόγω του εξαιρετικά ορεινού εδάφους του, βρίσκεται κτισμένη σε περιοχή με πλούσιες φυσικές ομορφιές, φημισμένα σπήλαια και ιστορικά μοναστήρια η όμορφη παραθαλάσσια κωμόπολη της Σάμης με φυσικό λιμάνι που αποτελούσε, όπως και σήμερα, ένα σημαντικό σταυροδρόμι επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδος και Δύσης.
Η Σάμη της Κεφαλληνίας, γνωστή και με την ονομασία «Σάμος» ήδη από την ομηρική εποχή, διαδραμάτισε έναν σημαντικότατο ρόλο από την προϊστορική περίοδο (3000 -1100 π.Χ.), αφού συμμετείχε στην εκστρατεία των Ελλήνων εναντίον της Τροίας με δώδεκα πλοία. Η αρχαιότερη καταγεγραμμένη μαρτυρία για τη Σάμη απαντάται στην Ιλιάδα (Β΄, 631-634: «… αὐτάρ Ὀδυσσεύς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους, οἵ ρ’ Ἰθάκην εἶχον καί Νήριτον εἰνοσίφυλλον, καί Κροκύλει’ ἐνέμοντο καί Αἰγίλιπα τρηχεῖαν, οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠ δ’οἵ Σάμον ἀμφενέμοντο…» ), ενώ τον 5ο π.Χ. αιώνα η Σάμη αναφέρεται από τον Θουκιδίδη ως μία από τις τέσσερις πόλεις –κράτη της Κεφαλληνίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον διαπρεπή γεωγράφο Στράβωνα (64π.Χ. -19μ.Χ.), ο οποίος αναφέρει την Κεφαλληνία ως τετράπολη: «Τήν δέ Κεφαλληνίαν, τετράπολιν οὖσαν, οὔτ’αὐτήν εἴρηκε τῷ νῦν ὀνόματι, οὔτε τῶν πόλεων οὐδεμίαν πλήν μιᾶς εἴτε Σάμης εἴτε Σάμου». Η σπουδαία γεωγραφική θέση της Σάμης και του λιμανιού της συντέλεσε στο να χρησιμοποιηθεί τον Οκτώβριο του 1571 από τον στόλο των συμμαχικών χριστιανικών δυνάμεων ως ορμητήριο για την περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου «καί εἰς τάς ἑπτά τοῦ ὀκτωβρίου μηνός ἡμέραν κυριακήν, ἐβγῆκεν ἡ ἁρμάδα τῶν χριστιανῶν ἐκ τήν Κεφαλληνίαν ἐκ μέρους Σάμος καί ἡ ἁρμάδα ἡ τούρκικη ἐβγῆκεν ἐκ τήν Ναύπακτον». Τον 18ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1760 εμφανίσθηκαν τα πρώτα δείγματα οικιστικής εγκατάστασης στη «ρίβα της Σάμος», όπως ήταν γνωστή η νεοεμφανιζόμενη κωμόπολη της Σάμης, η οποία με βασιλικό διάταγμα στις 8 Ιανουαρίου 1866 και με επίσημη ονομασία «Αιγιαλός Σάμης» ορίσθηκε ως η πρωτεύουσα του νεοσυσταθέντος Δήμου Σαμαίων. Το 1914 η ιδρυθείσα το 1912 Κοινότητα Αιγιαλού μετονομάσθηκε σε Κοινότητα Σάμης για να διατηρηθεί το ιστορικό τοπωνύμιο, γνωστό ήδη από την ομηρική εποχή.
Η Σάμη της Κεφαλληνίας με τη μακρόχρονη ιστορία που ξεκινά από τους αρχαϊκούς χρόνους, διαθέτει και μία πολύτιμη και ξεχωριστή θρησκευτική πολιτιστική κληρονομιά χάρη στα ιστορικά της μοναστήρια, αλλά και στις αγιασμένες μορφές που έλαμψαν με τη θεοφιλή βιοτή και τη θαυματουργική τους χάρη, και καταλαμπρύνουν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την όμορφη παραλιακή κωμόπολη βρίσκεται σε μία μαγευτική τοποθεσία με υπέροχη θέα η ιδρυθείσα το 1721 ιστορική ιερά μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου των Αγριλίων, η οποία χάρη στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Αγριλιώτισσας αποτελεί αξιόλογο θεομητορικό προσκύνημα της περιοχής, αλλά και όλης της Κεφαλληνίας, ιδιαιτέρως στην ετήσια πολυπληθή πανήγυρη της μονής, την 15η Αυγούστου. Στη μονή έφτασε τον Ιούνιο του 1777 ο φλογερός εθναπόστολος και φωτεινός διδάσκαλος του Γένους, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 -1779), ο οποίος κήρυξε τον θείο λόγο και καθοδήγησε πνευματικά τον λαό του Θεού. Μάλιστα εις ανάμνηση της ευεργετικής του παρουσίας ανεγέρθηκε τη δεκαετία του 1990 στον προαύλιο χώρο της μονής περικαλλές παρεκκλήσιο επ’ ονόματί του και καθιερώθηκε να εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη του.
Όμως η περιοχή της Σάμης Κεφαλληνίας σεμνύνεται με τη φωταυγή παρουσία τον 4ο μ.Χ. αιώνα των ομολογητών Αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος, οι οποίοι κατέφυγαν, ασκήτευσαν, εκοιμήθηκαν και φανερώθηκαν θαυματουργικώς στην περιοχή της Σάμης, προς τιμήν τους δε ανεγέρθηκε παλαίφατη ιερά μονή μετά τη θαυματουργική ανεύρεση των ιερών τους λειψάνων. Η περιώνυμη αυτή μονή, η οποία φέρει την προσωνυμία «Ιερά Μονή Αγίων Φανέντων», διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην κοινωνική και πνευματική ζωή του μεγαλύτερου νησιού του Ιονίου και αποτέλεσε για αιώνες το λατρευτικό κέντρο της τιμητικής προσκύνησης των τριών Αγίων, οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι άγιοι στην εκκλησιαστική ιστορία της Κεφαλληνίας. Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή. Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί. Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων. Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η διπλή διαχρονική ονομασία του μεγαλύτερου νησιού του Ιονίου με τα ονόματα Κεφαλληνία και Σάμος, αλλά και η διπλή ονομασία του ανατολικού τμήματος του νησιού και της ευρισκόμενης σ’ αυτό κωμοπόλεως με τα ονόματα Σάμος και Σάμη, δημιούργησαν σε μερικούς μελετητές, όπως στον γεωγράφο Filippo Ferrari(1551 -1626) και στον επιφανή Σάμιο ιστοριοδίφη και συγγραφέα Επαμεινώνδα Σταματιάδη (1835 -1901), την εσφαλμένη άποψη ότι ο γεωγραφικός χώρος της πνευματικής παλαίστρας των τριών ομολογητών Αγίων και της ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων δεν είναι η Κεφαλληνία που από την ομηρική ήδη εποχή ονομαζόταν Σάμος, αλλά το ομώνυμο περιώνυμο αιγαιοπελαγίτικο νησί με την ένδοξη ιστορία, τους πλούσιους αρχαιολογικούς θησαυρούς και τις απαράμιλλες φυσικές ομορφιές, χωρίς όμως να μαρτυρείται και να επιβεβαιώνεται η επίγεια παρουσία των Αγίων στο νησί ούτε μέσα από την τοπική προφορική παράδοση ούτε μέσα από κάποιο ιστορικό αρχαιολογικό εύρημα. Παρόλα αυτά η φιλοπατρία του εκ Σάμου καταγομένου Επαμεινώνδα Σταματιάδου και η αγάπη του για την πολιτιστική κληρονομιά του ακριτικού αιγαιοπελαγίτικου νησιού τον οδήγησε όχι μόνο στον γεωγραφικό προσδιορισμό της «νήσου Σάμου» του Αιγαίου Πελάγους ως τόπου δράσεως των τριών Αγίων, αλλά και στην πολιτογράφησή τους ως Σαμίων Αγίων, δηλαδή στο ότι οι τρεις στρατιωτικοί Άγιοι είχαν σαμιακή καταγωγή! (Επαμεινώνδα Σταματιάδου: Σαμιακά, ήτοι Ιστορία της Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τόμος 4, εν Σάμῳ 1886). Όμως ο γεωγράφος Στράβωνας αναφερόμενος στον Όμηρο, διαπιστώνει ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί το όνομα Σάμος για το νησί, το οποίο ονομάζεται τώρα Κεφαλληνία: «Σάμον δὲ τήν νῦν Κεφαλληνίαν, ὡς καί ὅταν φῇ», ενώ σύμφωνα με τη γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια Baudrandus (II, 198) παρατίθεται ως τρίτο λήμμα για την ερμηνεία του όρου «νήσος Σάμος» το ακόλουθο: «Σάμος, νήσος του Ιονίου Πελάγους κατά τον Πλίνιο και Λίβιο, που ονομάσθηκε και Σάμη σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα και μετά Κεφαλληνία, όπου υπάρχει επίσης και πόλη Σάμος».
Η ανεγερθείσα στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών λειψάνων των τριών ομολογητών Αγίων ιστορική ιερά μονή, γνωστή μέχρι σήμερα ως «Μονή των Αγίων Φανέντων», είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης, την οποία ο Τίτος Λίβιος κατέγραψε ως «Κυάτιδα» και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλληνίας από τους Νορμανδούς το 1185 άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, η οποία οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου και φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Περί τα τέλη του 15ου αιώνα η παλαίφατη μονή επανασυστάθηκε και μέχρι τον 18ο αιώνα αναδείχθηκε σε φημισμένη και ακμαιότατη μονή της Κεφαλληνίας με σημαντική πνευματική κίνηση χάρη στην πολυπληθή μοναστική της αδελφότητα. Μάλιστα η πνευματική της ακτινοβολία προσέλκυσε πολλούς μοναχούς, αλλά και πολυάριθμους προσκυνητές και ξένους περιηγητές. Κατά τον 17ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1633 επί των ημερών του ηγουμένου Σεραφείμ Ζερβού ανακαινίσθηκε η μονή, όπως επιβεβαιώνει και η διασωθείσα σχετική επιγραφή. Η πνευματική ακτινοβολία και ακμή της μονής των Αγίων Φανέντων και η αισθητή παρουσία και επιρροή της στην επιχώρια κοινωνία μαρτυρείται και από τον πλούτο που διέθετε, αφού κατείχε μεγάλες εκτάσεις σε ολόκληρο το νησί μαζί και με τη νησίδα του Πεταλά στις Εχινάδες. Στη δικαιοδοσία της είχε επίσης πέντε μετόχια, με σπουδαιότερο αυτό της Παναγίας στο Λουτρό της Σάμης, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στον ενοριακό ναό της παραθαλάσσιας κωμοπόλεως της Σάμης, γνωστής στα αρχειακά κείμενα με την προσωνυμία «ρίβα της Σάμος» και κτισμένης στον μυχό του ομώνυμου μεγάλου κόλπου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η φυλασσόμενη σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης ιστορική και αριστουργηματική εικόνα της Παναγίας Λουτριώτισσας του ναού της Παναγίας στο Λουτρό, αποτελεί αφιέρωμα του αρχιναυάρχου του Βενετικού στόλου Σεβαστιανού Venier στην ιερά μονή των Αγίων Φανέντων μετά τη νικηφόρο νίκη στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Η εικόνα ιστορήθηκε εκ νέου το 1736 επί των ημερών του ηγουμένου της μονής Ραφαήλ Άννινου και λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα στις 23 Αυγούστου, κατά την πανήγυρη της εορτής της Αποδόσεως της Κοιμήσεως Θεοτόκου, η οποία αποτελεί κορυφαία θρησκευτική εκδήλωση για τη Σάμη, αλλά και για ολόκληρη την Κεφαλληνία. Στις αρχές του 19ου αιώνα η μονή των Αγίων Φανέντων οδηγήθηκε σε ερήμωση εξαιτίας της θρησκευτικής πολιτικής των Άγγλων στα Επτάνησα, αφού απαγορεύθηκε από τη φράγκικη Διοίκηση του Ιονίου Κράτους η προσέλευση νέων μοναχών. Το 1953 οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν με ανεπανόρθωτες καταστροφές την Κεφαλληνία, κατερείπωσαν και το ιστορικό μοναστήρι των τριών ομολογητών Αγίων. Έτσι ερειπώθηκε το καθολικό της μονής που είχε οικοδομηθεί πάνω σε προγενέστερα θεμέλια αρχαίου ναού μαζί και με τα κελιά που εκτείνονταν και στις πέντε πλευρές του κτηριακού συγκροτήματος της παλαίφατης μονής. Η μονή διέθετε επίσης φημισμένη βιβλιοθήκη, ηγουμενείο, τράπεζα και ξενώνες, ενώ αξιομνημόνευτος ήταν και ο υψηλός αμυντικός πύργος με το κατώι, τα δύο πατώματα και τη σοφίτα που λειτουργούσε ως οχυρό για την αντιμετώπιση κάθε εχθρικής ενέργειας. Η μονή διέθετε σε απόσταση εκατό μέτρων κοιμητηριακό ναό επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου, ο οποίος κοσμούνταν με θαυμάσιες τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, ενώ εξυπηρετούσε και τις λατρευτικές ανάγκες του οικισμού Βίγλα.
Σήμερα δίπλα στα ερείπια της ιστορικής ιεράς μονής των Αγίων Φανέντων έχει ανεγερθεί νεόδμητο παρεκκλήσιο, το οποίο αποτελεί και το επίκεντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν των Αγίων, των οποίων η μνήμη εορτάζεται κατ’ έτος πανηγυρικά την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Από το έτος 2013 καθιερώθηκε και η επίσημη τέλεση ετήσιας λαμπράς αρχιερατικής πανηγύρεως προς τιμήν των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλληνίας την Κυριακή των Μυροφόρων (Γ΄ Κυριακή από του Πάσχα) εις ανάμνηση της μετακομιδής τμημάτων ιερών λειψάνων και των τριών Αγίων από τη Βενετία στη Σάμη Κεφαλληνίας το Σάββατο των Μυροφόρων 2 Μαΐου 2009, κατόπιν συντονισμένων ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κ. Σπυρίδωνος, Ποιμενάρχου της Τοπικής Εκκλησίας από τις 3 Ιουνίου 1984, προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Τα επιστραφέντα ιερά λείψανα των Αγίων Φανέντων φυλάσσονται σε περίτεχνη αργυρή λειψανοθήκη στον ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης, όπου βρίσκεται προς προσκύνηση και η αριστουργηματική εφέστια εικόνα των τριών Αγίων. Η παλαιά αυτή εικόνα, η οποία αποδίδει αριστουργηματικά τις μορφές των τριών Αγίων, προέρχεται από το τέμπλο του καθολικού της μονής, ιστορήθηκε το 1654 και απεικονίζει τον Άγιο Γρηγόριο ως σεβάσμιο γέροντα, τον Άγιο Θεόδωρο ως μεσήλικα και τον Άγιο Λέοντα ως νεαρό.
Η ευρισκόμενη νοτιοανατολικά της κωμοπόλεως της Σάμης και οικοδομηθείσα πάνω στα ερείπια παλαιότερων κτισμάτων παλαίφατη ιερά μονή των Αγίων Φανέντων αποτέλεσε για αιώνες ένα από τα σπουδαιότερα και πλουσιότερα μοναστήρια της Κεφαλληνίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με την τοπική ιστορία και την επιχώρια κοινωνία. Πρωτίστως όμως αποτελεί τον ευλογημένο τόπο της φωταυγούς παρουσίας και της θαυματουργικής φανέρωσης των ομολογητών Αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος, των εν Σάμῃ διαλαμψάντων και πεφανερωθέντων, τις πρεσβείες των οποίων επικαλούμεθα για την κατά Θεόν πνευματική μας ζωή και σωτηρία.
Βιβλιογραφία
Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Σάμη - Εισαγωγική σπουδή στην Ιστορία της, Έκδοση Αδελφότητος Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, 1998.
Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Οι Άγιοι Φανέντες - Οι ομολογητές άγιοι της Κεφαλονιάς Γρηγόριος - Θεόδωρος - Λέων, Εκδοτικός Οίκος Π. Κυριακίδη Α.Ε., Αθήναι 2005.
Αντζουλάτου Γεωργίου Φ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Δύο συναξάρια του 14ου αιώνα αναφέρονται στην Κεφαλονιά, Περιοδικό «Κυμοθόη», τεύχος 14-15, Αργοστόλι, Σεπτέμβριος 2005.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Πηγή: http://syndesmosklchi.blogspot.gr/2013/06/blog-post_29.html