Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀρχίζει μέ τήν φράση: «Ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ...»
Καί συνεχίζει: «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου».
Παράξενο πράγμα. Ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι μιά «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Καί σήμερα καί πάντοτε ἡ ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι φωνή στήν ἔρημο.
Ἡ πάλη μέ τό κακό, ξεκίνησε κάποια στιγμή, μέσα στόν Παράδεισο καί μετέβαλε τόν Παράδεισο σέ ἔρημο. Καί ἔπαυσε νά ὑπάρχει ἐπίγειος Παράδεισος. Καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος, σιγά-σιγά μεταβλήθηκε σέ ἔρημο. Ὅπως μετεβλήθη σέ ἔρημο, ἡ ἄλλοτε πανεύφορη περιοχή, πού λέγεται σήμερα Σαχάρα.
Τί νά πρωτοθυμηθεῖ κανείς;
Τά ἐγκλήματα, τήν διαφθορά, τήν ἀνηθικότητα; Τό μίσος κατά τοῦ καλοῦ στό ὁποῖο καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν ξεφύγει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Φτάνοντας μέχρι τό σημεῖο νά καίει καί ἀκόμη καί ἐκκλησίες.
Πρίν ἀπό καιρό, ἄνθρωποι πού λάτρευαν τόν σατανᾶ, ἔκαψαν στήν Βοιωτία τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία εἶχε γίνει κατά τή Γερμανική κατοχή ἕνα καταπληκτικό θαῦμα. Τότε ἡ Παναγία εἶχε φωνάξει στόν κόσμο:
-Παιδιά μου κρυφτεῖτε· γιατί ἔρχονται νά σᾶς σφάξουν οἱ Γερμανοί.
Καί μέ τή δύναμή της ἀκινητοποίησε τά τάνκς.
Τό ἴδιο καί στήν Κρήτη ἔκαψαν μιά ἄλλη ἐκκλησία καί σκότωσαν ἀνθρώπους.
Τό κακό ὅταν προχωρήσει, καταντάει σέ μίσος κατά τοῦ καλοῦ. Σέ σατανισμό. Σέ θεοποίηση τοῦ κακοῦ.
Ἀλλά δέν φτάνει ὁ ἄνθρωπος μ’ ἕνα πήδημα στό Σατανισμό. Πρῶτα φεύγει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπάει τόν κόσμο καί τά «ἐν τῷ κόσμῳ».
Ἀγαπάει ὄχι τήν ψυχή του, ὄχι τόν Θεό καί τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλά τόν ἑαυτό του, σάν σαρκικό ὄν, καί τά ἐν τῷ κόσμῳ.
Γι' αὐτό, ὅταν βλέπει κανείς τόν ἄνθρωπο, νά ξεφεύγει ἀπό τήν ζωή τοῦ πνεύματος καί νά γίνεται σάρκα, πρέπει νά βλέπει τήν ἔρημο νά προχωράει καί νά διαλύει τά πάντα.
2. Ἡ ἔρημος γίνεται εὔφορη γῆ
Λέει τό Εὐαγγέλιο: «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου». Ἐκτιμεῖστε την, ἀγαπεῖστε την, προσπαθεῖστε νά τήν φτειάξετε τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου. Ποῦ; Μέσα σας. Στήν καρδιά σας πρῶτα καί μετά στά ἔργα. Στήν ἀντίληψη καί στήν κατανόησή σας πρῶτα καί μετά στά ἔργα.
Γιατί πάντοτε ἐκεῖνο πού ἔχει ἡ καρδιά βγαίνει καί στά ἔξω.
Λέγει ἕνας ἀπό τούς μεγάλους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας: «Θέλεις νά γνωρίσεις ἕναν ἄνθρωπο; Νά καταλάβεις τί εἶναι; Κοίταξέ τον πῶς συμπεριφέρεται καί πῶς μιλάει. Γιατί ὅλα, καί χειρονομίες καί μορφασμοί καί τρόπος συμπεριφορᾶς καί λόγια, ἐκφράζουν τό ἐσωτερικό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς. Βγαίνουν ἀπό τήν καρδιά».
Ὤ! ἀδελφοί μου. Ἄν θελήσομε νά ρίξομε μιά ματιά στόν κόσμο, πόση πίκρα θά βγάλομε. Γιατί αἰσθανόμαστε ὅτι καί σήμερα βρισκόμαστε σέ μιά ἔρημο.
Ἀλλά στήν ἔρημο αὐτή, δέν εἴμαστε μόνοι.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο, τό σπουδαῖο μήνυμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἐνανθρωπίσεώς του, τήν ὁποία ἑορτάζομε.
Κάποιος βρίσκεται κοντά μας.
Ξέρετε... Χειρότερη μορφή ἐρήμου στόν κόσμο δέν ἦταν δυνατό νά φαντασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦταν καρφωμένος πάνω στό Σταυρό καί γύρω του, δεξιά καί ἀριστερά του, ἦταν δύο ληστές. Καί μπροστά του ἀναρίθμητα πλήθη Ἰουδαίων πού τόν ἐνέπαιζαν καί τόν κορόιδευαν.
Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου.
Γιατί μέσα στόν κόσμο, στό κέντρο τοῦ κόσμου, εἶναι ὑψωμένος ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ἐπάνω του εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Ξέρομε, ὅτι ἀπό τούς δύο ληστές ὁ ἕνας σώθηκε. Καί ἕνας στρατιώτης εἰδωλολάτρης, τόν ὁμολόγησε πρῶτος Θεό καί Βασιλέα τοῦ κόσμου.
Ἀπό τότε ἄρχισε ἡ ἔρημος νά ξαναγίνεται εὔφορη γῆ. Γεμάτη καρπούς πνευματικούς. Τίς πιό πολλές φορές μυστικούς καί ἄγνωστους. Γιατί τελεσιουργεῖται τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀφώνως καί ἀθορύβως, χωρίς κραυγές καί χωρίς ἐπίδειξη καί χωρίς ντόρο. Μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἐν σιγῇ. Καί ἐν ἡσυχίᾳ.
Ὅπως μέ σιγή καί μέ ἡσυχία κατῆλθε ἀπό τόν οὐρανό ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου Ἰησοῦς Χριστός καί ἐσαρκώθη εἰς τήν κοιλία τῆς Ἁγίας Θεοτόκου. Καί ἐν σιγῇ, χωρίς νά τόν καταλάβουν οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί σοφοί τοῦ κόσμου, ἐγεννήθη σέ μιά ἄκρη στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ γιά νά τό μεταβάλει σέ οὐρανό καί σέ θρόνο.
3. Ἐκείνη φταίει
Ὅμως γιά νά ξαναγίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό «ἔρημος», «Παράδεισος» καί γιά νά ξαναγίνει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ὁμοίωση του, χρειάζεται κόπος καί ἀγώνας. Χρειάζεται φροντίδα. Δέν θά γίνει μόνη της αὐτή ἡ ἀλλαγή.
Κάποια φορά, εἶχε πάει ἕνας ἱερέας σέ μιά φυλακή καί κουβέντιαζε μέ ἕνα φυλακισμένο κατάδικο. Αὐτός πάνω στή συζήτηση, ἄνοιξε τό στόμα του καί ἔβρισε τήν μητέρα του.
-Ἐκείνη φταίει.
Πάγωσε ὁ παπᾶς. Τήν ἤξερε τήν μητέρα του.
-Τί λές παιδί μου; Τήν μητέρα σου βρίζεις; Αὐτή εἶναι ἅγια γυναίκα.
Τοῦ λέει ὁ κατάδικος:
-Ποιά ἅγια γυναίκα; Πού μέ ἄφησε καί κατάντησα ἐδῶ.
-Αὐτή ἡ γεμάτη ἀγάπη γυναίκα;
-Ναί, τοῦ λέει. Αὐτή. Ξέρεις πῶς μέ μεγάλωσε; «Παιδάκι μου, ἔφαγες καλά; Θέλεις τίποτε; Κοιμήθηκες καλά; Σ’ ἀρέσει κάτι ἄλλο; Θέλεις νά πᾶς ἔξω περίπατο; Χρειάζεσαι χρήματα;»
Δέν μοῦ εἶπε ποτέ λέξη γιά τήν πορεία τήν πνευματική. Ὅσο ἤμουνα κοντά της καί μέ εἶχε ὑπό τήν σκέπη της, μπορεῖ νά ἤμουνα καλός, μά δέν μποροῦσα νά τό χωνέψω ὅτι θά μέ κρατάει μόνιμα ἀπό τό χέρι. Ὅταν δόθηκε ἡ εὐκαιρία ξεπόρτισα. Καί ἄοπλος, γιατί ποτέ δέν μοῦ ἔδωσε διδάγματα, πιάστηκα στήν παγίδα τῆς ἁμαρτίας καί κατάντησα ἐδῶ. Πές μου παπούλη, ποιός φταίει;
Εἶχε δίκιο ὁ κατάδικος.
Λέει ἕνας ἅγιος: «Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία, ἡ μεγαλύτερη τύχη, ἡ μεγαλύτερη εὐκαιρία γιά ἕναν ἄνθρωπο εἶναι νά συναντήσει στή ζωή του, ἔστω καί μιά φορά ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, πού θά τοῦ διδάξει τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ καί θά τόν κάνει νά καταλάβει τί σημαίνει ζωή ἐν Χριστῷ. Ζωή κοντά στόν Χριστό, ζωή μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς».
4. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος
Ἀκούσατε τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο;*
«Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε». Δηλαδή, παιδί μου Τιμόθεε, ἔχε τά μάτια τῆς ψυχῆς σου ἀνοικτά. «Κακοπάθησον». Ἀγάπα τήν κακοπάθεια. Μήν ἀγαπᾶς τήν διασκέδαση καί τήν ψεύτικη χαρά τοῦ κόσμου. Γιατί θά σέ ἀπατήσει.
«Ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ». Ὅταν βρίσκεις τήν εὐκαιρία, μίλαγε στούς ἄλλους γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί συνεχίζει.
Τό βλέπεις; Ἐγώ «ἤδη σπένδομαι». Μετά ἀπό λίγο θά μέ σφάξουν. Ἡ ζωή μου θά τελειώσει, ὅπως δέν τό θέλει κανείς. Ἀλλά αὐτό δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμένα. Λοιπόν τζάμπα πῆγε ἡ ζωή μου; Καταστράφηκε;
Ὄχι! Διότι « ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος». Θά πεθάνω καί θά πάρω τόν στέφανο τῆς δόξης «ὅν ἀποδώσει μοι Κύριος, ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» τῆς δευτέρας Παρουσίας του, ὁ δίκαιος κριτής.
Καί συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐ μόνον δέ ἐμοί», ὄχι μόνο σέ μένα. Δέν εἶμαι ἐγώ μόνο προνομιοῦχος, «ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ».
Ἀλλά καί σέ ὅλους ἐκείνους πού ἀγάπησαν τήν παρουσία του ἐπάνω στή γῆ. Πού θεώρησαν τήν ἐπιφάνειά του, τήν ἐνσάρκωσή του, τήν ἐνανθρώπισή του, τήν θυσία του πάνω στό Σταυρό σάν τό μεγαλύτερο ἀγαθό, σάν τήν μεγαλύτερη εὐεργεσία τοῦ κόσμου ὅλου. Σάν τήν μεγαλύτερη εὐεργεσία γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Σέ ἐκείνους πού τόν Χριστό τόν ἔβαλαν στήν καρδιά τους. Τόν κατάλαβαν, τόν πίστευσαν καί τόν ἀγάπησαν.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Εἶχε τόν Χριστό δίπλα του, γιατί ἦταν γυιός τοῦ Ἰωσήφ. Ἀλλά ποῦ νά καταλάβει καί πῶς νά καταλάβει ὅτι ὁ Χριστός ἦταν Θεός; Δέν ἦταν τόσο εὔκολο. Νόμιζε πῶς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος συνηθισμένος. Ἀλλά κάποια φορά, τόν κατάλαβε καί τόν πίστευσε. Γιατί εἶχε τά μάτια του ἀνοιχτά. Ἔνηφε. Παρακολουθοῦσε ἄγρυπνα, γιά νά διακρίνει τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί νά πιστεύσει.
Μετά ἔγινε μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί ἀπόστολος. Καί πρῶτος ἱεράρχης τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ. Ἔφτειαξε τήν Λειτουργία τήν ὁποία τελοῦμε τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Κήρυξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὡραία ἐπιστολή του, πού τήν ἔχομε στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί προφορικά.
Κήρυξε καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα καί μέ τήν ἁγία του ζωή καί μέ τήν ἱερωσύνη του καί μέ τήν νηστεία του καί μέ τήν προσευχή του.
Ἡ νηστεία του ἦταν, ὅτι ποτέ δέν ἔφαγε κάτι ἔμψυχο.
Οὔτε κρέας, οὔτε ψάρι, οὔτε κάτι ἄλλο. Ἀλλά ἔτρωγε σ’ ὅλη του τή ζωή μόνο χορταρικά.
Προσευχόταν συνεχῶς, ὅπως μᾶς παραδίδει ἡ ἱστορία, παρακαλώντας τόν Κύριο νά ἐλεεῖ τόν λαό του καί νά καταπέμπει τό Πνεῦμα του τό Ἅγιο γιά νά τόν φωτίζει, νά παύει νά εἶναι ἔρημος καί νά γίνεται εὔφορο χωράφι τῆς θείας χάριτος.
Τόσο πολύ προσευχόταν, ὥστε τά γόνατά του ἀπό τίς πολλές γονυκλισίες εἶχαν σκληρύνει. Εἶχαν γίνει ὅπως γίνονται τά γόνατα τῆς γκαμήλας. Πού ἐπειδή πολλές ὧρες στηρίζεται στά γόνατα σκληραίνει τό δέρμα στό σημεῖο ἐκεῖνο. Ἔτσι εἶχε γίνει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ἀπό τήν πολλή προσευχή γιά τόν ἑαυτό του, γιά τούς ἄλλους καί γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
5. Μή μᾶς κατηγορήσουν τά παιδιά μας
Καί ἐμεῖς σήμερα, μέσα στήν ἱερά κατάνυξη τῆς Θείας Λειτουργίας, ἄς κατανοήσομε περισσότερο τήν ἀνάγκη νά νήφομε, νά ἀγαπᾶμε τήν κακοπάθεια, νά ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί νά νά κηρύττομε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Στόν ἑαυτό μας πρῶτα, διαβάζοντάς το.
Καί στούς ἄλλους κηρύττοντάς το μέ ζῆλο καί μέ θέρμη. Γιά νά μή μᾶς ζητήσει λόγο ὁ Θεός.
Καί γιά νά μή μᾶς κατηγορήσουν τά παιδιά μας καί οἱ δικοί μας, ὅτι δέν τούς δείξαμε -ὅπως ἔδειχνε ὁ Πρόδρομος, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καί οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι- τήν ὁδό τοῦ Χριστοῦ.
Εἴθε νά μᾶς φωτίζει ὁ Κύριος πρός τήν κατεύθυνση αὐτή. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο στίς 31/12/1995