Ζωηφόρος

Δυστυχώς, Επτωχεύσαμεν - Από τί; (Νέο βιβλίο)

Rate this item
(2 votes)

ΔΥΣΤΥΧΩΣ,

ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕΝ

Ἀπό τί;

Ἀρχιμ. Σάββας Δημητρέας

Ἔκδοση

Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού

Πρέβεζα 2013

 

***

Ευχαριστούμε θερμά τον Αρχιμ. π. Σάββα Δημητρέα για την ευλογία του

η ιστοσελίδα www.zoiforos.gr

να δημοσιεύσει αποκλειστικά το νέο πολαπλά ωφέλιμο βιβλίο του

 «ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕΝ Ἀπό τί;»

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση αποσπασμάτων του κειμένου

με αναφορά στον συγγραφέα και στην πηγή πρώτης δημοσίευσης.

***

© ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

EΚΔΟΣΗ Α΄, ΠΡΕΒΕΖΑ 2013

ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ»

ΑΣΠΡΟΒΑΛΤΑ ΘΕΣ/ΚΗΣ • ΤΗΛ. (23970) 23313

Ἀντί προλόγου

Τά κείμενα, πού ἀκολουθοῦν, δέν ἔχουν τόσο σχέση μέ τήν σημερινή οἰκονομική κρίση, ὅσο μέ τά παρακάτω λόγια, πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ Χριστός, μέσα ἀπό τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη:

* * *

«Καυχιέσαι πώς εἶσαι πλούσιος, πώς ἀπόκτησες μεγάλη περιουσία καί πώς δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό τίποτε. Ξεχνᾶς, φαίνεται, πώς στήν πραγματικότητα εἶσαι ταλαίπωρος καί ἀξιοθρήνητος, φτωχός, τυφλός καί γυμνός.

» Γι’ αὐτό σέ συμβουλεύω νά ἀγοράσεις ἀπό μένα

• χρυσάφι καθαρισμένο στή φωτιά, γιά νά πλουτήσεις ἀληθινά·

• λευκά ροῦχα, γιά νά ντυθεῖς καί νά σκεπάσεις τήν ντροπή τῆς γύμνιας σου, καί

• κολλύριο, γιά νά βάλεις στά μάτια σου καί νά μπορεῖς νά βλέπεις.

***

ΔΥΣΤΥΧΩΣ,

ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕΝ!

» Ἐγώ, ὅσους ἀγαπῶ, τούς διαπαιδαγωγῶ μέαὐστηρότητα.

» Γι’ αὐτό δεῖξε ζῆλο καί μετανόησε.

» Νά, στέκομαι μπροστά τήν πόρτα καί χτυπῶ.

Ἄν κάποιος ἀκούσει τήν φωνή μου καί μοῦ ἀνοίξει τήνπόρτα, θά μπῶ στό σπίτι του καί θά δειπνήσω μαζίτου, κι αὐτός μαζί μου...»(Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, 3, 17-20)

* * *

Τά ἑπόμενα κείμενα ἄς ἀποτελέσουν παρότρυνση, γιά νά ἀνοίξουμε πρόθυμα τήν πόρτα μας στόνΜόνο Ἀληθινά Πάμπλουτο Ἐπισκέπτη μας.

1. «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν»

Αὐτή τήν φράση, ὡς θλιβερή διαπίστωση,τήν εἶπε ὁ Τρικούπης τόν Δεκέμβριο τοῦ 1893,ὅταν συζητήθηκε ὁ προϋπολογισμός τοῦ ᾿94.

Τότε διαπιστώθηκε ἐπίσημα ἡ πτώχευση τῆςχώρας καί ὁ Τρικούπης ἔπρεπε νά κάνει στάσηπληρωμῶν στούς διεθνεῖς δανειστές του. Λέγεται ὅτι ξεκίνησε τήν ὁμιλία του στήν Βουλήμέ τήν φράση: «Κύριοι, δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν».

Ἄν διαβάσει κανείς, πῶς σατιρίζει ὁ περίφημος Σουρῆς μέ πικρό χιοῦμορ τά πράγματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, προβληματίζεται καίἀπορεῖ: Μά, τί γίνεται; Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται; Τόσο προφητικός ἦταν ὁ μεγάλοςαὐτός πολιτικός; Τόσο διαχρονικά εἶναι μερικά πράγματα;

Λέει λοιπόν ὁ Σουρῆς σέ ἕνα σατιρικόποίημά του:

Ποιός εἶδε κράτος λιγοστό, σ᾿ ὅλη τή γῆμοναδικό,

ἑκατό νά ἐξοδεύει καί πενήντα νά μαζεύει;

Νά ᾿χει κλητῆρες γιά φρουρά

καί νά σέκλέβουν φανερά,

καί ἐνῶ αὐτοί σέ κλέβουνε,

τόν κλέφτηνά γυρεύουνε;

Κλέφτες φτωχοί καί ἄρχοντες

μέ ἅμαξεςκαί ἅτια,

κλέφτες χωρίς μιά πήχυ γῆ

καί κλέφτεςμέ παλάτια.

Ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες

καί σκάφες γιάψωμί,

ὁ ἄλλος τό ἔθνος σύσσωμο

γιά πλούτηκαί τιμή.

Ὅλα σ᾿ αὐτή τή γῆ μασκαρευτῆκαν:

ὀνείρατα, ἐλπίδες καί σκοποί.

Οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν,

δέν ξέρουμε τί λέγεται ντροπή.

Στή συνέχεια κάνει μιά περιγραφή τοῦτύπου τοῦ νεοέλληνα:

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,

ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,

λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Σπαθί ἀντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,

κάτι μισόμαθε κι ὅλα τά ξέρει.

Κι ἀπό προπάππου κι᾿ ἀπό παπποῦ

συγχρόνως μποῦφος καί ἀλεπού.

Γιά ψωμοτύρι καί γιά καφέ,

τό «δέ βαριέσαι» κι «ὤχ ἀδελφέ».

Ὡσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς,

σάν πιάσει πόστο, δερβέναγας.

Δυστυχία σου, Ἑλλάς,

μέ τά τέκνα πούγεννᾶς!

Ὤ, Ἑλλάς, ἡρώων χώρα,

τί γαϊδάρουςβγάζεις τώρα!

* * *

Πόσο μεγάλες ὁμοιότητες μέ τήν σημερινή ἐποχή! Πόσο ἔντονη ἀναλογία μέ τό σημερινό σύνθημα, πού γράφτηκε σέ κάποιο τοῖχο:«Ψηφίστε Ἀλῆ Μπαμπά! Ἔχει μόνο σαράντα κλέφτες»!...

2. Φτωχοί σέ ἀγάπη

Ὅμως, ὅσο ἐπώδυνη κι ἄν εἶναι ἡ οἰκονομική κρίση τοῦ καιροῦ μας, ὅσο κι ἄν μᾶςκάνει νά ἔχουμε ἕνα σωρό δυσκολίες, δέν θάἔπρεπε νά ἀποπροσανατολιζόμαστε.

Δέν θά ἔπρεπε νά μπερδεύουμε τίς προτεραιότητες.

Δέν θά ἔπρεπε νά ἀδιαφοροῦμε ἤ νάἀσχολούμαστε λιγότερο μέ μιά ἄλλη κρίση καίπτώχευση, ἡ ὁποία στίς μέρες μας ἐξαπλώνεται καί αὐξάνεται ἁλματωδῶς. Μιά κρίση καίπτώχευση, πού δημιουργεῖ πολύ ὀξύτερα προβλήματα καί μεγαλύτερο πόνο ἀπό ὁποιαδήποτε ἔλλειψη πραγμάτων ἤ χρημάτων.

Στούς καιρούς μας πτωχεύουμε δυστυχῶς, πτωχεύουμε ἐπικινδύνως ἀπό τό ἀναγκαῖο ὀξυγόνο τῆς ζωῆς, πού εἶναι ἡ ἀγάπη.

Γιά νά μήν γενικολογοῦμε καί ἀερολογοῦμε μέ κοινοτυπίες, ἄς ἀφήσουμε κάποιασυγκεκριμένα περιστατικά τῆς ἐποχῆς μας, νάμᾶς ἐκφράσουν γλαφυρά αὐτή τήν ἀλήθεια. Ἄςἀναφέρουμε κάποια γεγονότα, πού δείχνουντό μέγεθος τῆς κρίσης καί τῆς πτώχευσης ἀπότό πάγωμα τῶν καρδιῶν, ἀπό τό ἔλλειμματῆς ἀγάπης, στό ὁποῖο ὁδηγεῖ τό φούντωματοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς φιλαυτίας.

Αὐτή ἡ φτώχεια, αὐτή ἡ ἔλλειψη, ἐντοπίζεται πρῶτα στό ζωτικότερο κύτταρο τῆς κοινωνίας, πού εἶναι ἡ οἰκογένεια.

Τί γίνεται ἄραγε στίς οἰκογενειακές σχέσεις, στίς σχέσεις τῶν συζύγων καί στίς σχέσεις γονέων μέ τά παιδιά;

3. Πάμπτωχο παιδί... πλουσίων γονέων

Ἕνα παράδειγμα:

Ὑπάρχει μιά θαυμαστή δραστηριότητακάποιων χριστιανῶν γυναικῶν στήν Ἀθήνα, πούἀσχολοῦνται μέ τίς φυλακισμένες στόν Κορυδαλλό. Μέσα σ’ αὐτή τήν ἐμπειρία τους συνάντησαν καί τήν Ἀλεξάνδρα.

Ἡ Ἀλεξάνδρα εἶναι μιά λεπτή κοπέλα 20ἐτῶν, μέ χέρια καί πόδια γεμάτα σημάδια καίοὐλές ἀπό τίς συχνές ἀπόπειρες αὐτοκτονίας.

Τά δόντια της εἶναι πολύ χαλασμένα, ὅπωςὅλων σχεδόν τῶν ἐξαρτημένων παιδιῶν. Εἶναιτόσο πονεμένη καί ἀπογοητευμένη, πού δένθά ἀργήσει νά ξανακάνει τήν ἀπόπειρά της. Ὁπατέρας της, πολιτικός μηχανικός, γνωστός καίἐπιτυχημένος στό ἐπάγγελμά του. Ἡ μητέρατης ἀκόμα πιό ἐπιτυχημένη. Διαμένει στίς Βρυξέλλες, στέλεχος στίς ὑπηρεσίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὅμως, γιά νά κάνουν καριέρα,δέν ἤθελαν παιδί. Ἔτσι, ἀπό βρέφος ἐγκατέλειψαν τήν Ἀλεξάνδρα στά χέρια τοῦ παπποῦ καίτῆς  γιαγιᾶς...

– Θέλεις, Ἀλεξάνδρα μου, νά μιλήσουμεστούς γονεῖς σου;

– Μά, δέν μ᾿ ἀγαπᾶνε... Μόνο ἡ θείαμου καί ὁ παπποῦς μου μ᾿ ἀγαπᾶνε... καί ἡγιαγιά, πού πέθανε. Οἱ γονεῖς μου δέν νοιάστηκαν ποτέ γιά μένα. Ἀλλά, ἄν θέλετε πάρτε τή μητέρα μου τηλέφωνο.

Τό ἴδιο βράδυ πήραμε τή μητέρα της στίςΒρυξέλλες... Μέ τόσα «μεγάλα θέματα» πούεἶχε στό μυαλό της, ποῦ νά ἔχει καιρό ἡ κ. Κ.γιά τίς ἔγνοιες τῆς κόρης της. Φαίνεται ὅτι σήμερα τῆς εἶναι μεγαλύτερο βάρος, κι᾿ ἀπό τότεπού τή γέννησε.

– Ἔχω πρόγραμμα νά ἔλθω στήν Ἀθήνα,ὡς τό τέλος τοῦ μήνα καί θά συζητήσουμε,μᾶς ἀπάντησε κοφτά καί ἔκλεισε τό τηλέφωνο...

Ὅταν ἦλθε στήν Ἀθήνα, ἡ σκληράδα τηςμᾶς ἔσχισε τήν καρδιά.

– Ἐφ᾿ ὅσον τήν ἀναλάβατε, ἐσεῖς ἔχετετώρα τήν εὐθύνη γιά τήν πορεία τῆς Ἀλεξάνδρας.Αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά τό κάνετε, ἄνθέλετε νά ὁλοκληρώσετε τό ἔργο σας.

Ἔλεγε, ἔλεγε καί δέν ἤξερε κι᾿ αὐτή τίἔλεγε. Ἤθελε νά μᾶς πείσει πώς οἱ ὑποδείξειςτης ἦταν... σοφές.

Τί νά εἰποῦμε στήν κόρη της;

Γνωρίσαμε καί τόν πατέρα... Ὕστερα ἀπότήν ἐπίσκεψή μας ἦλθε καί εἶδε τό μοναχοπαίδι του στή φυλακή, ἀλλά οὔτε ξαναφάνηκε...

Ἡ Ἀλεξάνδρα πέρασε ὅλο τό χειμώνα πικραμένη καί ἀπογοητευμένη. Πηγαίναμε στόκέντρο καί ἐκεῖ μέ τήν ἐργασία ξεχνοῦσαν τήντραγωδία τους καί πετοῦσαν λίγο τό τσιγάροἀπό τό χέρι τους. Προσπαθοῦμε νά τούς ἀνοίξουμε νέους ὁρίζοντες ζωῆς... Πολλές φορές οἱκρατούμενες μᾶς λένε:

– Ἔπρεπε νά μποῦμε στή φυλακή, γιάνά γνωρίσουμε τό Φῶς καί τήν Ἀλήθεια... καίἀνθρώπους πού θά πρόσφεραν χωρίς ἀντάλλαγμα... Κάτι πού ποτέ δέν εἴχαμε διανοηθεῖ.1

* * *

Αὐτό εἶναι τό πρῶτο περιστατικό. Καίδημιουργεῖται τό ἐρώτημα: Τί νόημα ἔχουνοἱ καριέρες τῶν γονιῶν καί τά πλούτη τουςμπροστά στόν πόνο καί στή δυστυχία τῆς κόρης τους; Συγκρίνονται;

Ἀλλά μήπως ἡ κρυάδα τῆς ψυχῆς τουςἀπό τήν ἀπουσία τῆς ἀγάπης, ἀνθρωπιᾶς καίἐνδιαφέροντος, ἡ φτώχεια τῆς καρδιᾶς μέσαστή χλιδή καί στήν ἄνεση τῆς καλῆς τους θέσης, μήπως αὐτά τά πράγματα εἶναι χειρότερη κατάσταση ἀπό τό μπέρδεμα τοῦ παιδιοῦτους; Μήπως εἶναι πιό δυσθεράπευτη ἀρρώστια; Μήπως εἶναι χειρότερη κόλαση;

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, πόσο εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς ἀνιδιοτέλειας καί τῆς προσφορᾶςτῶν χριστιανῶν γυναικῶν, πού θυσιάζουν χρόνο, χρῆμα καί τόσα ἄλλα πράγματα, γιά νάδώσουν ἀγάπη σ᾿ αὐτά τά παιδιά, πού δέν τήνβρῆκαν ἀπό τά φυσικότερα πρόσωπα πού θάἔπρεπε, τούς γονεῖς τους!

Εἶπε κάποιος: «Δίδασκε κάθε στιγμήτό Εὐαγγέλιο. Ἄν χρειαστεῖ κάποιες φορές,χρησιμοποίησε καί λόγια». Θέλει νά εἰπεῖ ὅτιτό σημαντικότερο, οὐσιαστικότερο καί ἀποτελεσματικότερο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται ὄχι τόσο μέ τά λόγια ἀλλά μέ τό ζωντανόπαράδειγμα ἐφαρμογῆς του. Καί πάνω ἀπόὅλα, μέ τήν ἀγάπη!

4. Κύριε καθηγητά, μέ ἀγαπᾶτε;

Ὁ Θόδωρος ἦταν δεκατριῶν ἐτῶν. Ἦτανκοντός, ἀδύνατος, καχεκτικός, χλωμός, ἕναςμπασμένος στή ζωή πιτσιρίκος. Ἦταν ἀμελής,πάντοτε ἀφηρημένος καί κάτι περισσότερο...κλεφτάκος. Κάποιο βράδυ τήν ὥρα τοῦ μαθήματος στό νυχτερινό σχολεῖο πού πήγαινε,κάτω ἀπό τό θρανίο ἔκαιγε ἀποτσίγαρα, πούεἶχε μαζέψει στό δρόμο. Μέ καλωσύνη ὁ καθηγητής τόν παρατήρησε:

– Γιατί, ρέ Θόδωρε, τό κάνεις αὐτό;Ἐμεῖς ἐδῶ στό σχολεῖο σέ ἀγαπᾶμε καί σύβάζεις φωτιά;

– Ἐμένα δέ μέ ἀγαπᾶ κανείς σ᾿ αὐτόντόν κόσμο! Ἦταν ἡ γεμάτη πίκρα καί παράπονο ἀπάντηση.

– Γιατί τό λές αὐτό; Ἔστω ὅτι ἐμεῖς δένσέ ἀγαπᾶμε. Σ᾿ ἀγαποῦν ὅμως οἱ γονεῖς σου.

– Αὐτοί εἶναι πού δέν μέ ἀγαποῦν καθόλου. Μή μοῦ μιλᾶτε γι᾿ αὐτούς!

Ἔπειτα ἀπ᾿ τό γεγονός αὐτό, ἄνθρωποιτοῦ σχολείου ἔψαξαν γιά τήν οἰκογένεια τοῦπαιδιοῦ. Φοβερή ἡ διαπίστωση!

Ὁ Θόδωρος ἦταν ἐξώγαμο παιδί. Ὁ πατέρας ἐξαφανίσθηκε μετά τό «κατόρθωμά» του.Ἡ μητέρα παντρεύτηκε καί ὁ ἄνδρας της δένἤθελε οὔτε νά βλέπει τήν παλιά ἁμαρτία τῆςγυναίκας του. Ἔτσι ὁ Θόδωρος, αὐτός, πούσέ τίποτε δέν ἔφταιγε, ἔμεινε νά πληρώνει τίςἁμαρτίες καί τῶν δύο γονέων του. Εὐτυχῶς πούβρέθηκε ἡ γιαγιά καί τόν συμμάζεψε. Ὅτανὅμως αὐτή ἔφυγε γιά τήν ἄλλη ζωή, ὁ Θόδωρος ἔμεινε κατάμονος σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Μιάγειτόνισσα μάζεψε τό παιδί καί τό ἔβαλε νάκοιμᾶται κάτω ἀπό τή σκάλα της. Ἐκεῖ μέσαστήν σκάφη της, ὅπως ὁ Χριστός μέσα στό παχνί!

Πέρασε ἀρκετός καιρός. Ἄνθρωποι τῆςἘκκλησίας ἔβαλαν σέ καλή δουλειά τόν Θόδωρο· τοῦ νοίκιασαν καί ἕνα ἀνθρώπινο δωμάτιο. Ὁ καθηγητής στό σχολεῖο παρακολουθοῦσε μέ χαρά τόν Θόδωρο, πού ἄρχισε νάστρώνει στά μαθήματά του καί νά μήν παρουσιάζει φαινόμενα κλοπῆς.

Ἕνα Σάββατο, μέ κρύο καί βροχή, τήνὥρα πού τά παιδιά σχόλαγαν, ὁ καθηγητήςβρῆκε τόν Θόδωρο ἀπαγκιασμένο στήν κόγχημιᾶς ἐξώπορτας, ἔξω ἀπ᾿ τό σχολεῖο.

– Τί κάνεις ἐδῶ Θόδωρε; τόν ρωτᾶ.

– Περιμένω, κύριε, νά σταματήσει ἡ βροχή, νά πάω σπίτι.

– Γιατί δέν παίρνεις τό λεωφορεῖο;

– Δέν ἔχω λεφτά, κύριε.

Ἔβγαλε ὁ καθηγητής καί τοῦ ἔδωσε χρήματα.

– Πάρε νά πᾶς μέ τό λεωφορεῖο, καίαὔριο πού εἶναι Κυριακή νά πάρεις γλυκό.

Τά πῆρε ὁ Θόδωρος τά χρήματα καί ἄρχισε νά τρέχει μέσα στή βροχή καί στό σκοτάδι.

Σέ λίγο ὅμως ξαναγύρισε.

– Κύριε καθηγητά, καληνύχτα!

– Καληνύχτα, Θόδωρε. Πήγαινε ὅμωςγρήγορα σπίτι, μήν κρυώσεις.

Ὁ Θόδωρος ἔφυγε καί ἔστριψε στή γωνία, γιά νά πάει στή στάση. Ὁ καθηγητής προχωροῦσε γιά νά πάρει τό αὐτοκίνητό του νάφύγει, ὅταν εἶδε τόν Θόδωρο νά ξαναγυρίζειτρέχοντας.

Πλησίασε τόν καθηγητή, τόν κοίταξε στάμάτια καί λαχανιασμένος τόν ρώτησε:

– Κύριε καθηγητά, μέ ἀγαπᾶτε;

Ὁ καθηγητής ἔσκυψε, ἀγκάλιασε καί φίλησε τό μικρό ἀδικημένο παιδί, πού τοῦ ζητοῦσε λίγα ψίχουλα ἀγάπης, ἀγαθό πού ποτέδέν τό γεύτηκε. Μά κανείς, οὔτε καί ὁ Θόδωρος ἀκόμη, δέν εἶδε τά δάκρυα τοῦ καθηγητοῦ,γιατί ἔβρεχε πολύ.

Σίγουρα ὅμως, Ἐκεῖνος πού κατέβηκε ἀπ᾿τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό ἀγάπη γιάτά παιδιά Του, ἐκεῖνο τό βράδυ, θά εἶπε στούςἀνθρώπους, πού βοήθησαν τόν Θόδωρο: «Ἐφ᾿ὅσον ἐποίησατε», ἔργα ἀγάπης, «ἑνί τούτωντῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποίησατε»!2

Ἄς φανταστοῦμε τί ἀγαπολογία θά ἔπεφτε ἀνάμεσα στό ζευγάρι μέχρι νά προκύψειὁ Θοδωράκης; Τί «ἀγάπη γιά πάντα», τί μηνύματα στά κινητά, ἄν ὑπῆρχαν τότε, τί θάγινόταν! Πόσο ψεύτικα ὅμως ὅλα αὐτά! Πόσοκαμουφλαρισμένος ἀτομισμός καί ἐγωκεντρισμός! Σίγουρα δέν εἶναι τίποτα ἄλλο τά παχιά λόγια γιά «ἀγάπες» σ᾿ αὐτή τήν φάση,παρά καμουφλάρισμα τῆς πραγματικότητας,ὅτι χρησιμοποιεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἁπλά γιάνά περνᾶνε καλά. Καί ὅλα αὐτά μέσα σέ μιάχυδαία ἀνευθυνότητα, πού εἶχε σάν συνέπειατήν ἀπέραντη δυστυχία καί τόν πόνο τοῦ Θόδωρου.

Τί πίκρα καί πόση δίψα γιά ἀγάπη δείχνει τό ἐρώτημά του στόν καθηγητή του στότέλος: «Μ᾿ ἀγαπᾶτε, κύριε καθηγητά;»

Ἦταν καί αὐτό ἕνα ἀκόμη περιστατικό,πού δείχνει τήν τραγικότητα μιᾶς ἄλλης φτώχειας. Τήν ἀθλιότητα καί τήν ταλαιπωρία μιᾶςφτώχειας, ἀσύγκριτα χειρότερης ἀπό τήν ἀνέχεια ὑλικῶν πραγμάτων καί ἀπό κάθε οἰκονομική ἔλλειψη.

5. Οἱ μπαμπάδες τοῦ Σαββατοκύριακου

Τό - δυστυχῶς πολύ συνηθισμένο - πρόβλημα τῶν διαζυγίων καί τήν τραγωδία πούβιώνουν τά παιδιά τῶν χωρισμένων γονιῶν,τό περιγράφει μέ πολύ γλαφυρό τρόπο καί ἡγνωστή δημοσιογράφος Ἕλενα Ἀκρίτα.

Ἔχοντας ἡ ἴδια σχετική ἐμπειρία, ἔγραψε ἕνα κείμενο μέ τίτλο: «Οἱ μπαμπάδες τοῦσαββατοκύριακου»:

* * *

«Οἱ μπαμπάδες τοῦ σαββατοκύριακουἔχουν παιδιά τοῦ σαββατοκύριακου. Παιδιά,πού μοιάζουν μέ ἀεροπορικά εἰσιτήρια. Συγκεκριμένη μέρα καί ὥρα ἄφιξης καί ἀναχώρησης. Παραλαβή: Σάββατο πρωΐ, παράδοση:Κυριακή βραδάκι.

» Τά παιδιά τοῦ σαββατοκύριακου δέντό καταλαβαίνουν. Δέν τό χωράει τό κεφαλάκι τους. Ἄδικα ἡ μαμά λέει καί ξαναλέει πώςοὔτε τό πρῶτο οὔτε τό τελευταῖο εἶναι. Τόσοισυμμαθητές, τόσοι φίλοι. Ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ  Πέτρος, ἡ Μαρία, ὁ Ἀλέξανδρος τῆς διπλανῆςπόρτας καί ὁ Νίκος πού κάθεται στήν τετράδαστό σχολικό. Τόσα παιδιά. Ἡ μισή τάξη.

» Ἡ ἄλλη μισή ὅμως; Αὐτήν, αὐτήν τήνἄλλη μισή ὀνειρεύονται τά παιδιά τοῦ σαββατοκύριακου. Ὅταν γυρίζουν σπίτι, ὁ μπαμπάςτους εἶναι ἐκεῖ. Ὅταν πέφτουν νά κοιμηθοῦντό βράδυ ὁ μπαμπάς τους εἶναι ἐκεῖ. Ὅτανσηκώνουν πυρετό τό βράδυ, ὁ μπαμπάς τουςεἶναι ἐκεῖ. Ὅ,τι καί νά γίνει, ὅποτε καί νά γίνειὁ μπαμπάς εἶναι ἐκεῖ. Τελεία καί παῦλα.

» Οἱ μπαμπάδες τοῦ σαββατοκύριακουβέβαια δέν ξεκίνησαν  ἔτσι. Κάποτε ἀγαπήσανε τή μαμά. Κάποτε πίστευαν ὅτι θά ζήσουνκαί θά γεράσουν μαζί. Τά χρόνια περάσανε.

Γεράσανε χωρίς νά εἶναι μαζί.

» Τίποτα δέν ἔγινε ἀπότομα. Ἀνεπαίσθητα ὅλα. Ὅσο οἱ φωνές δυνάμωναν, τά λόγια σβήνανε. Τά ἀποσιωπητικά πλήθαιναν. Οἱπαύσεις ἁπλώνανε σάν ἐπιδημία. Ἀπό τό σπίτιπέταξε ἡ ψυχή. Μπῆκε τό ψῦχος.

» Καί ὕστερα ἡ «συζήτηση». Ἡ ὁριστική.

Ἡ τελεσίδικη. Τασάκια ξέχειλα ἀπό τίς γόπες.

Καί τά κλισέ: Δέν πάει ἄλλο. Δέν ἐπικοινωνοῦμε πιά. Ἐσύ φταῖς. Ὄχι, ἐσύ φταῖς. Ναί,ἀλλά ἐσύ πρῶτος. Ὄχι, ἐσύ πρώτη. Θυμᾶσαιτότε, πού... Ναί, ἀλλά καί ἐσύ ξέχασες τότε,πού... Δέν μπορῶ ἄλλο. Δέν ἀντέχω ἄλλο.Ὑπάρχει ἄλλος. Ὑπάρχει ἄλλη. Δέν εἶναι ἐκεῖτό πρόβλημα. Τότε, ποῦ εἶναι τό πρόβλημα;Ξέρεις ποῦ εἶναι τό πρόβλημα. Δέν εἶναι ἐκεῖτό πρόβλημα. Εἶναι ἀλλοῦ τό πρόβλημα. Τόπρόβλημα εἶναι ὅτι δέν βρίσκω, ποῦ εἶναι τόπρόβλημα. Ἀλλά ὑπάρχει πρόβλημα.

» Δέν καταλαβαίνω, πῶς φτάσαμε μέχρι ἐδῶ. Οὔτε καί ἐγώ, ἀλλά φτάσαμε μαζίμέχρι ἐδῶ. Μέχρι ἐδῶ καί μή παρέκει. Ποῦθά μείνεις; Σέ ξενοδοχεῖο. Στούς δικούς μου.Στόν Θανάση γιά ἀρχή, μετά βλέπουμε. Καίτό παιδί; Τί θά ποῦμε στό παιδί;

» Τό παιδί δέν ξέρει. Δέν ξέρει ἀκόμαὅτι τώρα, αὐτή τή στιγμή πού παίζει στό χαλί,αὐτή ἀκριβῶς τή στιγμή, γίνεται παιδί τοῦσαββατοκύριακου.

» Ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά μιλᾶνε στήνκουζίνα χαμηλόφωνα. Ἡ ζωούλα του γίνεται συντρίμμια. Δέν ξέρει. Δέν ὑποψιάζεται.Ὁ μπαμπάς θά φύγει. Ἡ μαμά θά κλειστεῖστό μπάνιο μέ πρησμένα μάτια. Δέν ξέρει, δένὑποψιάζεται.

» Τί θά τοῦ ποῦμε, ἀλήθεια; Τά κλασσικά. Τά τυπικά. Τά προκάτ: Ἀγάπη μου, γιάλίγο καιρό ὁ μπαμπάς θά φύγει ἀπό τό σπίτι.

– Γιατί;

– Γιατί θέλει νά μείνει γιά λίγο μόνος

του.

– Γιατί;

– Μήν στενοχωριέσαι ὅμως. Θά ἔρχεται

νά σέ βλέπει.

– Γιατί;

– Καί σ᾿ ἀγαπάει πολύ, πολύ πολύ...

– Γιατί;

– Καί οἱ δύο σέ ἀγαπᾶμε καί ὅ,τι καί ἄνγίνει αὐτό δέν ἀλλάζει μέ τίποτα. Κατάλαβες,καρδούλα μου;

» Ὄχι, δέν κατάλαβε ἡ καρδούλα. Ἡκαρδούλα τσάκισε. Ἡ καρδούλα ἀναρωτιέται, γιατί νά φύγει ὁ μπαμπάς; Μήπως φταίειἐκεῖνο; Μήπως ἐπειδή ἔσπασε τό κρυστάλλινο βάζο μέ τήν μπάλα; Ἐπειδή σκόρπισε τάαὐτοκινητάκια του στό σαλόνι; Ἐπειδή γίνεται μάχη γιά νά πλύνει τά δόντια του; Δέν θάτό ξανακάνει. Δέν θά ξανασπάσει βάζο. Θάμαζεύει τά παιχνίδια καί θά πλένει τά δόντιατου κάθε βράδυ. Τό ὑπόσχεται.

» Τί θέλει αὐτή ἡ βαλίτσα δίπλα στόνμπαμπά; Γιατί σκύβει καί τό ἀγκαλιάζει; Τίεἶναι αὐτά πού τοῦ λέει; Ὅ,τι χρειαστεῖ, μέραἤ νύχτα, νά τόν πάρει στό κινητό, καί ἐκεῖνοςθά ἔρθει ἀμέσως κοντά του. Θά τόν πάρει τόΣάββατο; Θά τόν φέρει τήν Κυριακή; Ποιό Σάββατο, ποιά Κυριακή; Ποιό Σαββατοκκύριακο;

» Ἐκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή, ἀπό παιδί σκέτο γίνεται παιδί τοῦ σαββατοκύριακου.

Τοῦ πρώτου σαββατοκύριακου. Καί θά ἀκολουθήσουν πολλά στά χρόνια πού θαρθοῦνε.

Πολλά σαββατοκύριακα μέ ἕνα σακκίδιο.Μέσα ἡ ἀλλαξιά, πού ἔβαλε ἡ μαμά, τά παιχνίδια του. Ἡ μύτη του κολλημένη στό τζάμι.Νά, σάν ἀκούει τό αὐτοκίνητο τοῦ μπαμπᾶ.Ὄχι οὔτε αὐτό εἶναι οὔτε ἐκεῖνο, ἄργησε λίγο.Ἄργησε πολύ. Θά ρθεῖ; Δέν θά ρθεῖ; Δέν ἦρθε.

» Καμμιά φορά οἱ μπαμπάδες τοῦ σαββατοκύριακου ἔρχονται. Ἀνταλλάσουν δυό ξερές ἀτάκες μέ τή μαμά: Νά τόν προσέχεις.Ἔχει λίγο βῆχα. Μήν περπατάει ξυπόλυτος.Μήν τοῦ ἀγοράσεις πάλι γαριδάκια καί βγαίνω ἐγώ ἡ κακιά.

» Καμμιά φορά οἱ μπαμπάδες τοῦ σαββατοκύριακου δέν ἔρχονται. Ἁπλά τηλεφωνοῦν. Κάτι τούς συνέβη. Κάτι ἀπρόοπτο. Τήνἑπομένη φορά ὁπωσδήποτε 100%΄  τό ὑπόσχεται΄ φιλάει σταυρό. Τό ἑπόμενο σαββατοκύριακο, ὁ κόσμος νά χαλάσει. Ὁ μπαμπάς τοῦσαββατοκύριακου κλείνει τό τηλέφωνο. Ἡμαμά τῆς ὑπόλοιπης ἑβδομάδας μέ μιά σύσπαση χαμόγελου προτείνει στό παιδί λούνα-πάρκ. Ἤ νά πάει νά παίξει μέ τό Γιῶργο.

» Τό παιδί τοῦ σαββατοκύριακου δέν μιλάει. Βγάζει τά παιχνίδια ἀπό τό σακκίδιο, τάἀκουμπάει στό ράφι. Δέν κλαίει, δέν δακρύζει,ἀλλά τώρα ξέρει. Τώρα τό ξέρει πολύ καλάἐκεῖνο τό βάζο δέν ἔπρεπε νά τό σπάσει...»3

* * *

Παραθέσαμε ὁλόκληρο τό κείμενο, γιατί... σπάζει κόκκαλα.

Τελικά τί εἶναι ἡ οἰκογένεια; Τί εἶναι το σπίτι;

Εἶναι ὁ χῶρος πού νοιώθεις ἄνετα, πού ζοῦν οἱ δικοί σου, πού τούς ἀγαπᾶς καί σ᾿ ἀγαπᾶνε, πού θά χαρεῖς καί θά κλάψεις μαζί τους, χωρίς ὑπολογισμούς καί ἀνταπόδοση.

Εἶναι ὑπέροχο αἴσθημα νά μπαίνεις στο σπίτι σου καί ὅλοι νά γίνονται εὐτυχισμένοι, γιατί μπῆκες μέσα. Εἶναι αὐτοί, πού σέ καρτεροῦν, πού σέ περιμένουν, πού σέ δέχονται πάντα, ὅπως καί ἄν εἶσαι, ὅ,τι καί ἄν ἔκαμες.

Καί ὅταν πᾶς μέ σπασμένα τά φτερά, πόσο παρήγορο νά ὑπάρχει ἕνας πατέρας πού θά τρέξει, θά πέσει στό λαιμό σου, θά σέ καταφιλήσει καί θά γιορτάσει, γιατί ἦρθες στο σπίτι!

Εἶναι ὅμως ἔτσι;

Ναί, εἶναι, ὅπου ὑπάρχει τό θεμέλιο. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι λόγια, εἶναι συμμετοχή, εἶναι μοιρασιά. Ὅταν ὅμως κυβερνᾶ ὁ ἐγωϊσμός, ἀλλάζουν τά πράγματα.

Ὁ χωρισμός εἶναι συνήθως καρπός τῆς σύγκρουσης τῶν ἐγωϊσμῶν τῶν συζύγων. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς γονεῖς δέν θέλουν να λείψει τίποτα ἀπό τά παιδιά τους. Μποροῦν ἀκόμα καί τή ζωή τους νά δώσουν γιά αὐτά.

Ἀλλά, ἄν τό παιδάκι, μέ δάκρυα, τούς παρακαλέσει νά μήν χωρίσουν, δέν ἀλλάζουν γνώμη. Γιατί ἡ θυσία τοῦ ἐγώ εἶναι δυσκολότερη ἀπό τή θυσία τῆς ζωῆς.

Καί νά, τά ἀποτελέσματα.

Νά, γιατί εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι εἶναι ἀποπροσανατολισμός καί βάζουμε λάθος προτεραιότητες, ὅταν ἀναλωνόμαστε σέ ἀτέρμονες συζητήσεις γιά τήν κρίση, καί ξεχνᾶμε ὅτι χρειάζεται περισσότερο νά ἀγωνιοῦμε γιά τον κίνδυνο αὐτῆς τῆς ἄλλης πτώχευσης, πού φέρνει τό πάγωμα τῶν καρδιῶν καί τό φούντωμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ μέ πολύ τραγικές συνέπειες.

6. Εἶσαι ὁ πατέρας μου... «τέρας» μου;

Ὅμως ὁ ἐγωισμός τῶν γονιῶν δέν ὁδηγεῖ μόνο σέ διαζύγια. Ὑπάρχουν σίγουρα πολλές περιπτώσεις, πού οἱ γονεῖς μπορεῖ νά μή χωρίζουν ἀλλά νά εἶναι «ἑνωμένοι» σέ μιά οἰκτρά λανθασμένη διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν, πού βλέπει τά παιδιά σάν «προέκταση» τοῦ ἐγωισμοῦ τους ἤ σάν «ἐνίσχυση» τῆς κοινωνικῆς τους «βιτρίνας»! Οἱ γονεῖς αὐτοί ἀδιαφοροῦν γιά τήν οὐσιαστική δίψα τῶν παιδιῶν τους γιά ἀγάπη καί γιά ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς καί καταντοῦν νά τά χρησιμοποιοῦν για τήν δική τους προβολή καί τήν ἀναπλήρωση τῶν δικῶν τους συμπλεγμάτων μειονεξίας.

Ἄς ἀκούσουμε καί τήν κραυγή διαμαρτυρίας ἑνός παιδιοῦ - θύματος αὐτῆς τῆς... τρομοκρατικῆς «ἀγωγῆς», ὅπως δημοσιεύτηκε σέ ἕνα ἔντυπο μαθητικό:

* * *

«Ἡ ὥρα εἶναι 11:45 καί τό βιβλίο τῆς Φυσικῆς ἐδῶ καί δυό ὧρες ἔχει παγώσει στη σελίδα 49. Ὁ «σπουδασμένος» καί «καλλιεργημένος» πατέρας μου ἐκτονώθηκε πάλι.

Αὐτή τή φορά πάνω στήν ἀδελφή μου, ἡ ὁποία ἔπειτα ἀπό ἀτελείωτο μαστίγωμα μέ τη ζώνη βρίσκεται κλειδωμένη στό μισοσκότεινο ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ, δυό ὀρόφους πιό κάτω.

Ἔχει σταματήσει νά οὐρλιάζει καί ἐγώ μέ τον ἀδελφό μου, κλεισμένοι ὁ καθένας στό δωμάτιό του, ψάχνουμε νά βροῦμε τρόπο νά τη βγάλουμε ἀπό ἐκεῖ κάτω, χωρίς νά τό πάρει χαμπάρι τό «τέρας τοῦ σπιτιοῦ», δηλαδή ὁ πατέρας μας. Ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι μας βρίσκεται τό τμῆμα τῆς ἀστυνομίας, ἡ ὁποία ἔχει πάρει «τόν ὕπνο τοῦ δικαίου»...

» Ὁ πατέρας μου εἶναι γιατρός. Σώζει ζωές. Τί ζωές τῶν ἄλλων. Τίς δικές μας τις κατέστρεψε. Ἀπό τότε πού ἤμασταν γύρω στά 6, νομίζω. Στά 12 ἡ κατάσταση εἶχε φτάσει στό ἀπροχώρητο. Ἀκόμη θυμᾶμαι τίς μελανιές σέ ὅλο μου τό σῶμα. Πρέπει νά εἶχα μέρες νά ξαπλώσω ἤ καί νά καθήσω, γιατί πονοῦσα ὑπερβολικά. Ἦταν καλοκαίρι και ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἤμουν μέ τό κοντομάνικο, φοροῦσα τό μπουφάν μου... Διαφορετικά, βλέπεις, θά φαίνονταν οἱ μελανιές καί θα στιγμάτιζα τό ὄνομα τοῦ μπαμπά μου.

» – Εἶμαι ἄνθρωπος, ρέ φίλε. Οὔτε «γάϊδαρος», οὔτε «μουλάρι», οὔτε «ἀποτυχημένη», οὔτε «κατεστραμμένη», οὔτε τίποταπού νά ντροπιάζω τούς γονεῖς μου. Εἶμαι μιάἄριστη μαθήτρια, ἀλλά οἱ γονεῖς μου πάνταἤθελαν κάτι παραπάνω. Ἔγιναν σκληροί, μοῦστέρησαν τά πάντα. Καί ἔχεις τούς συμμαθητές μου νά μοῦ λένε στό σχολεῖο: «Καλά,ἐσύ δέν ἔχεις ἀνάγκη. Ὁ πατέρας σου εἶναιγιατρός, σοῦ παίρνει τούς καλύτερους καθηγητές. Τί ἄλλο θές;».

» – Ναί ρέ, θέλω αὐτό, πού τόσο ἁπλόχερα ἐσένα σοῦ προσφέρουν: Κατανόηση καίἀγάπη. Ἔχεις σκεφθεῖ ποτέ σου νά αὐτοκτονήσεις; Ἐγώ, ἄπειρες φορές. Ἐμένα ἡ μάναμου δέν ἦρθε νά μοῦ πεῖ ποτέ τί ἔχω, ὅτανεἶμαι down, οὔτε συζήτησε ποτέ μαζί μου τάπροβλήματά μου. Πίσω λοιπόν ἀπό τό χαρούμενο χαμόγελοκαί τό προσωπεῖο τοῦ «ὅλαπᾶνε καλά», πού ἀναγκάζομαινά φοράωκάθε μέρα, κρύβεται ὁ συντετριμμένος ψυχισμός μου»4.

* * *

Νά, λοιπόν, πού πολλές φορές ἡ μόρφωση καί τά λεφτά τῶν γονιῶν, ἀντί νά χρησιμοποιοῦνται γιά τήν διαμόρφωση καί ἀνατροφήτῶν παιδιῶν, χρησιμοποιοῦνται μόνο γιά νάτρέφουν... τόν ἐγωισμό τῶν γονιῶν· ἕνα τερατώδη ἐγωισμό, πού τελικά σκοτώνει τήν σωστή ἀγάπη πρός τά παιδιά· σκοτώνει τά ἴδιατά παιδιά.

7. Ἀγάπη... ἐντός τῶν συνόρων

Ὁ φυσικός καί θεόσδοτος χῶρος γιά νάἀσκηθεῖ κανείς στό δύσκολο ἀγώνισμα τῆςἀγάπης εἶναι ἡ οἰκογένεια.

Στό γνωστό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, πούἀκοῦμε στήν Ἐκκλησία τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω, ὁ Χριστός μᾶς περιγράφει πῶς θά γίνειἡ μέλλουσα κρίση καί μᾶς τονίζει ὅτι θά κριθοῦμε μέ βάση τήν ἀγάπη· τήν προσφορά τῆςἀγάπης στόν πεινασμένο, στόν τυφλό, στόνἄρρωστο, στόν ξένο.

Πολλές φορές ὅμως ξενᾶμε ὅτι αὐτή ἡἄσκηση τῆς ἀγάπης πρέπει νά ἀρχίζει, ὄχι ἀπότά ἄρρωστα παιδιά τῆς Ἀφρικῆς. Αὐτό ἴσωςεἶναι μιά ὑπεκφυγή πολύ εὔκολη: μαζεύεις ἕναποσό τό στέλνεις ἐκεῖ καί ἔχεις καί τή συνείδησή σου ἥσυχη ὅτι ἀγαπᾶς. Ἡ ἄσκηση ἀγάπηςπρέπει λοιπόν νά ἀρχίζει ὄχι ἀπό τά παιδάκιατοῦ Τρίτου Κόσμου ἀλλά ἀπό τούς ἀνθρώπουςπού ἔχουμε πολύ κοντά μας.

Αὐτό εἶναι τό δύσκολο. Ἡ ἀγάπη πρέπεινά ἀρχίζει ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦμας. Τόν/τήν ἰδιότροπο-η σύζυγο, τά κουραστικά καί ἀτίθασα παιδιά, τά ἀπαιτητικά ἀδέλφια, τά ἰδιότροπα πεθερικά, τούς ἐνοχλητικούςγείτονες κ.τ.λ.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ στό μυθιστόρημά του«Ἀδελφοί Καραμαζώφ» ἀσχολεῖται καί μ᾿ αὐτότό συνηθισμένο σύμπτωμα γενικῆς ἀγαπολογίας, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό διακηρύξειςκαί ὁράματα, ἀλλά πολύ φτωχή στήν καθημερινή πράξη. Ἀναφέρεται λοιπόν ὁ συγγραφέαςσέ κάποιον γιατρό, ὁ ὁποῖος μίλαγε εἰλικρινάἀλλά καί ἀστειευόταν πικρά.

«Ἐγώ, ἔλεγε ὁ γιατρός, ἀπορῶ καί ὁἴδιος μέ τόν ἑαυτό μου. Ὅσο περισσότεροἀγαπάω τήν ἀνθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο ἀγαπάω τόν κάθε ἄνθρωπο χωριστά.

Στίς ὀνειροπολήσεις μου λαχταράω μέχρι πάθους νά ἐξυπηρετήσω τήν ἀνθρωπότητα. Καίἴσως ἀλήθεια νά δεχόμουνα ἀκόμη καί νά...σταυρωθῶ(!) γιά τούς ἀνθρώπους, ἄν παρουσιαζόταν ἀνάγκη. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτάδέν μπορῶ οὔτε δύο ἡμέρες νά ζήσω στόἴδιο δωμάτιο μέ ἄλλον ἄνθρωπο! Δέν μπορῶνά τό δεχτῶ. Αὐτό τό ξέρω ἀπό πεῖρα. Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νοιώθω πώςμοῦ περιορίζει τήν ἐλευθερία. Μπορῶ μέσασ᾿ ἕνα εἰκοσιτράωρο νά μισήσω καί τόν πιόκαλό ἄνθρωπο, εἴτε γιατί τρώει ἀργά, εἴτεγιατί ἔχει συνάχι καί σκουπίζει συνέχεια τήμύτη του μέ μαντήλι. Γίνομαι, -δέν ξέρω πῶς-ἐχθρός τῶν ἀνθρώπων, μόλις οἱ σχέσεις μαςγίνουν κάπως στενότερες. Μά γι᾿ αὐτό, ὅσοπερισσότερο μισῶ τούς ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο περισσότερο ἀγαπῶ τήν ἀνθρωπότητα στό συνολό της... »... τό ὁποῖο εἶναι καί πολύ πιό εὔκολο,βέβαια!

Ἑπομένως, πρίν ξεκινήσουμε νά βοηθήσουμε τούς ἄλλους ὡς π.χ. γιατροί χωρίςσύνορα στά πέρατα τοῦ κόσμου, ἄς προπονηθοῦμε καί λιγάκι... ἐντός συνόρων. Ἐντόςτῶν συνόρων τοῦ σπιτιοῦ, τῆς γειτονιᾶς μας,ἄς ὑπομείνουμε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα τίς ἰδιοτροπίες καί τίς παραξενιές τῶν πολύ δικῶν μαςἀνθρώπων. Πρῶτα αὐτοί πεινᾶνε καί διψᾶνεγιά κατανόηση, γιά στοργή, γιά τρυφερότητα.

8. Ἀγάπη καί Κρίση

Ἡ Ἐκκλησία τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεωμᾶς θυμίζει τήν ἡμέρα τῆς Μέλλουσας Κρίσης. Τήν ἡμέρα, πού ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦθά κρίνει, θά πιστοποιήσει, θά φανερώσει τήνποιότητα τοῦ καθενός μας μέ κριτήριο τήνἀγάπη. Ἁπλῆ ἡ διήγηση.

Θά μποροῦσε ἴσως ἐδῶ νά μιλήσει ὁ Χριστός, γιά κόλαση καί γιά παράδεισο. Θά μποροῦσε νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση διαφέρουν, στό ὅτι ὁ παράδεισος εἶναι τό«ἀεί εὖ εἶναι» καί ἡ κόλαση εἶναι τό «ἀεί φεῦεἶναι». (Μέ ἕνα γραμματάκι ἀλλάζει καί ἔχειἀντίθετο νόημα ἡ λέξη). Θά μποροῦσε νά μᾶςεἰπεῖ ὅτι ὁ παράδεισος εἶναι θεία καί ἀνεννόητη ἡδονή, καί ἡ κόλαση εἶναι ἀνεκλάλητηὀδύνη. Θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι ὁ παράδεισοςεἶναι «Φῶς καταθέλγον» καί ἡ κόλαση «πῦρκαταφλέγον». Ὁ Παράδεισος, ἡ Βασιλεία τοῦΘεοῦ ὀνομάζεται «Φῶς καταθέλγον» δηλ. Φῶς,πού γοητεύει θέλγει, εὐχαριστεῖ τόν ἄνθρωπο.

Καί ἡ κόλαση ὀνομάζεται «πῦρ καταφλέγον»δηλαδή φωτιά, πού κατακαίει.

Ὅμως ὁ Χριστός δέν μιλάει, γιά νά«ἀναπαύσει» ἤ νά ἐντυπωσιάσει τούς διανοούμενους ἤ τούς κουλτουριάρηδες τῆς κάθεἐποχῆς. Ὁ Χριστός προτιμάει, γι᾿ αὐτό τό μεγάλο θέμα, νά εἰπεῖ αὐτή τήν ἁπλῆ διήγηση, ἡὁποία ἐπικεντρώνεται στήν ἀγάπη· στό νόηματῆς θυσίας.

Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τά εἶπε αὐτά ὁ Χριστός δυό μέρες πρίν Τόν συλλάβουν καί Τόνσταυρώσουν. Ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι, μετά ἀπόαὐτή τή διήγηση, γύρισε ὁ Χριστός στούς μαθητές καί τούς εἶπε: «Οἴδατε ὅτι μετά δύο ἡμέρας τό Πάσχα γίνεται καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν».

Εἶναι ἴσως ἡ τελευταία διδασκαλία τοῦΧριστοῦ στούς ἀνθρώπους: Ἡ διδασκαλία γιάτήν ἀγάπη, στήν ὁποία ταύτισε τόν ἙαυτόΤου μέ τόν πεινασμένο, τόν φυλακισμένο, τόνφτωχό, τόν διψασμένο, τόν γυμνό, τόν ἄρρωστο. Ὄχι ἁπλά τόν ταύτισε, ἀλλά ἔζησε καί ὡςἄνθρωπος τήν ἀνάγκη τῆς ἀγάπης.

Γεννήθηκε, ἐνῶ ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφἔψαχναν νά βροῦν στή Βηθλεέμ τόπο. Καί δένὑπῆρχε τόπος. Δέν πρόλαβε νά γεννηθεῖ, μόλις νήπιο, καί φεύγει ἐξόριστος στήν Αἴγυπτο.

Ταλαιπωρία. Ἀνάγκη. Βρίσκεται σέ ἀνάγκη ὁΧριστός. Ἀργότερα λέει ὁ Ἴδιος: «Τά πετεινάτοῦ οὐρανοῦ καί οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές.

Ἀλλά ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει ποῦ νάγύρει τό κεφάλι Του». Σέ ἀνάγκη πραγματικάσάν ἄνθρωπος βρίσκεται ὁ Χριστός.

Πόσο βαθειά ἀνθρώπινος γίνεται καί στήΓεθσημανῆ, ὅταν πῆγε νά προσευχηθεῖ λίγοπρίν ἀπό τό Πάθος! Ἔνιωσε τότε τήν ἀνάγκηνά ἔχει μαζί Του, ὡς ἄνθρωπος, τήν παρηγοριά, τήν αἴσθηση τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῆςἀγάπης τῶν τριῶν μαθητῶν Του. Καί πόσο πικραίνεται, ὅταν γυρίζει, τρεῖς φορές μάλιστα,πίσω καί τούς βλέπει νά μήν συμμετέχουνστήν ἀγωνία Του ἀλλά νά κοιμοῦνται!

Πόσο ἀνθρώπινη καί πόσο μεγάλη εἶναιαὐτή ἡ δίψα γιά ἀγάπη καί γιά ζεστασιά! Καίπόσο ἀπάνθρωπη εἶναι ἡ παγωνιά τῆς φιλαυτίας!

Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ πρόςΚορινθίους ἐπιστολή του, λέει χαρακτηριστικάκαί τόσο ἀνθρώπινα: «Πῆγα, λέει, στήν Τρωάδα καί μοῦ εἶχε ἀνοίξει θύρα ὁ Χριστός γιά τόεὐαγγέλιο. Ἀλλά δέν βρῆκα ἀνάπαυση, γιατίδέν ἦταν ἐκεῖ ὁ Τίτος ὁ ἀγαπητός μου συνεργός, πού περίμενα». Καί ἔφυγε.

Καί στό ἕβδομο κεφάλαιο μιλάει καί γιάτόν Θεό, πού παρηγορεῖ τούς ταπεινούς. Καίἀναφέρεται πάλι στήν σημασία τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας καί στήν ἀνάγκη τῆς παρηγοριᾶς ἀπό τήν ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τοῦσυνεργάτη του. Πόσο ἀνθρώπινος καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος!

* * *

Μακάρι στόχος μας νά εἶναι ἕνας τέτοιοςπλοῦτος ἀγάπης, ἔστω καί ἄν δέν φτάνουμετόν πῆχυ, ὅσο ψηλά τόν βάζει τό θέλημα τοῦΘεοῦ καί ἡ Ἐκκλησία.

Ὅμως, μόνο μέσα σ᾿ αὐτή τήν πορείακαλλιέργειας τῆς ἀγάπης, μπορεῖ ὁ ἄνθρωποςνά κάνει σωστή διαχείρηση κρίσεων. Μόνο βάζοντας πρώτιστο κριτήριο τήν ἀγάπη πρός τόνΘεό καί πρός τούς ἀδελφούς του, μποροῦμενά ἀντιμετωπίσουμε καί τά πολλά καί ποικίλα προβλήματα, πού δημιουργεῖ ἡ σημερινήοἰκονομική κρίση.

Καί μόνο ἔτσι, στήν Κρίση τήν τελευταίαθά ἔχουμε τήν γλυκειά ἐλπίδα καί προσδοκία νά ἀκούσουμε: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦΠατέρα Μου. Κληρονομήσατε τήν Βασιλεία,πού ἑτοιμάστηκε γιά σᾶς».

***

ΤΑ «ΡΕΒΥΘΙΑ»

1. Τά «ρεβύθια»

Μιά παλιά ἱστορία λέει:Κάποιος, ἔκανε ἕνα τάμα. Ἤθελε κάτι νάγίνει ὁπωσδήποτε. Εἶχε μία ἐπιθυμία.

Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα προσκύνημα τῆςΠαναγίας. Ἀνέβαινε κανείς ἀπό ἕνα μονοπάτι.

Καί εἶπε: «Παναγία μου, κάνε, σέ παρακαλῶ,αὐτό πού θέλω! Καί Σοῦ ὑπόσχομαι, ἐγώ νάἔρθω περπατώντας στή Χάρη Σου, ἔχονταςβάλει μέσα στά παπούτσια μου ρεβύθια. Καίτάζω καί τόν ἀδελφό μου, νά ἔρθουμε μαζί,καί οἱ δυό».

Μετά ἀπό λίγο καιρό πραγματοποιήθηκεαὐτό πού ἤθελε· καί ἔπρεπε νά ἐκπληρώσει τότάμα του. Τό λέει στόν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος διαμαρτυρήθηκε: «Ἐγώ ἀδελφέ, τί σοῦ φταίω;»

Τοῦ λέει ὁ ἄλλος: «Ἔ, τώρα. Ἔβαλα καί ἐσένα στό τάμα καί πρέπει νά τό τηρήσουμε».

Τελικά ὅρισαν τήν ἡμέρα πού θά πήγαιναν.

Ξεκινᾶνε καί οἱ δυό τήν ἀνηφόρα γιά τόπροσκύνημα. Καί τότε, αὐτός πού ἔταξε, βλέπει τόν ἀδελφό του νά μένει πιό πίσω ὑποφέροντας ἀπό τά ρεβύθια πού εἶχε βάλει στά παπούτσιατου. Ὁ ἴδιος ὅμως, πήγαινε μπροστά,περπατώντας πιό ἄνετα. Μετά ἀπό λίγη ὥραὁ ἀδελφός, πού δυσκολευόταν,βλέποντας τόνἄλλο νά εἶναι πιό.... χαλαρός, τοῦ λέει: «Ἀδελφέ, δέν εἴπαμε νά βάλουμε ρεθύβια στά παπούτσια;» «Βεβαίως!», τοῦ ἀπαντάει. «Μάκαλά, ἐσύ πῶς περπατᾶς τόσο ἄνετα; Δένἔχεις βάλει ρεβύθια, ὅπως ἔταξες;» ξαναρωτάει. Καί ὁ ἀδελφός, πού ἔκανε τό τάμα,ἀπαντάει: «Κοίταξε νά δεῖς», τοῦ λέει. «Ἔχωβάλει ρεβύθια στά παπούτσια μου. Ἀλλάἐπειδή στό τάμα δέν διευκρίνησα ἄν θά εἶναιβρασμένα ἤ ἄβραστα, ἐγώ τά ἔβαλα βρασμένα!»...

2. Δοσοληψία ἤ θεραπεία;

Ἀστεία ἡ ἱστορία. Προκύπτουν ὅμως ἀπόαὐτήν σοβαρά ἐρωτήματα: «Ἄραγε ἡ σχέσημας μέ τόν Θεό εἶναι μιά... συναλλαγή; Ἐπιτρέπεται νά βλέπουμε τήν σχέση μας μαζίΤου σάν ἕνα «νταραβέρι» τοῦ στύλ: ‘Σοῦδίνω, γιά νά μοῦ δώσεις’; Ἔχει ἀνάγκη ὁΘεός νά τόν «καλοπιάσουμε» μέ ἀνταλλάγματα, γιά νά μᾶς δώσει κάτι πού Τοῦ ζητᾶμε;

Καί ἄν κάτι τέτοιο εἶναι ἀπαράδεκτο, πόσο  - κυριολεκτικά - βλάσφημο εἶναι νά εὐτελίζουμε αὐτή τήν «δοσοληψία» μας, προσπαθώντας μέ ἐξυπνακίστικεςἐπινοήσεις νά ‘τήνβολέψουμε’ μέ... τό λιγότερο κόστος;»

Σίγουρα, ὅποιος βλέπει ἔτσι τή σχέση τουμέ τό Θεό, ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του. Ὁ τρόπος πούσκέπτεται - τουλάχιστον -δέν φανερώνει ἐξυπνάδα. Φανερώνει μεγάλη ἀνοησία. Μιά ἀνοησία, πού ζημιώνει... ὄχι τόν Θεό, ἀλλά μόνο τόνἄνθρωπο, πού πάει νά βολευτεῖ μέ κουτοπονηριές. Λές κι ὁ Θεός εἶναι (ἥμαρτον, Κύριε!)ἕνα... χαζό παιδάκι, πού μποροῦμε νά τό ἐξαπατοῦμε μέ... βρασμένα ρεβύθια!

* * *

Προφανῶς τό κακό ξεκινάει ἀπό τό τραγικό λάθος νά βλέπουμε τίς ἀσκήσεις, πού μᾶςζητάει ἡ Ἐκκλησία (τήν νηστεία τήν προσευχή,τήν ἐλεημοσύνη κ.τ.τ.), σάν... ἐνοχλητικά «ρεβύθια» στά παπούτσια μας, πού μᾶς ἐμποδίζουν σέ μιά ἄνετη πορεία ζωῆς.

Ὅταν ὅμως μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία σέ τέτοιους κόπους, δέν τό κάνει, ἐπειδή θέλει νάμᾶς στερήσει κάποια χαρά καί εὐχαρίστηση.

Δέν τό κάνει ἐπειδή θέλει νά μᾶς βασανίσει!Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτείνει αὐτά τάἀγωνίσματα, ἐπειδή θέλει νά μᾶς θεραπεύσει!Καί μάλιστα νά μᾶς θεραπεύσει ἀπό τήν βασική καί κύρια ἀρρώστεια μας, πού εἶναι ἡφιλαυτία μας. Ὁ ἐγωισμός μας.

Ἔτσι τό κάλεσμά Της σέ πρόθυμο κόπογιά σωστότερη νηστεία, γιά προσεκτικότερηπροσευχή, γιά συχνότερη συμμετοχή στίς ἱερέςἀκολουθίες καί γιά ἀνιδιοτελῆ προσφορά πρόςτούς ἀδελφούς μας, εἶναι κάλεσμα στήν πιόἀποτελεσματική θεραπευτική ἀγωγή, γιά νάἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν ἐγωισμό μας.

Αὐτός εἶναι ὁ κύριος στόχος! Ὅλοι οἱ  ἄλλοι στόχοι καί ὅλα τά ἄλλα αἰτήματα, ἀποκτοῦν νόημα, μόνο ἄν κατευθύνονται σ’ αὐτόντόν κεντρικό σκοπό τῆς θεραπείας τοῦ ἄρρωστου ἐγώ μας. Ἄν δέν κατευθύνονται πρός τάἐκεῖ, παραμένουν ἁπλῶς αἰτήματα, πού λίγηἕως καθόλου σχέση ἔχουν μέ τόν ἀληθινό ἑαυτό μας. Μέ τήν ἀληθινή ὑγεία καί τήν ἀληθινήχαρά τῆς καρδιᾶς μας.

Ἔτσι προτείνοντάς μας ἡ Ἐκκλησία αὐτάτά «φάρμακα», πού μπορεῖ κάποτε νά προκαλοῦν λίγη κούραση ἤ λίγο πόνο, δέν σημαίνειὅτι δέν μᾶς ἀγαπάει. Ἀντίθετα ἀποδεικνύει ὅτιμᾶς ἀγαπάει ἀληθινά. Λαχταράει τήν ἀληθινήὑγεία καί σωτηρία μας.

Καί ὁ γιατρός, ὅταν ἀναγκάζεται νά παρέμβει μέ τό νυστέριτου ἤ νά μᾶς ταλαιπωρήσει λίγο μέ μιά θεραπεία πού πρέπειἀπαραίτητα νά γίνει, δέν τό κάνει ἐπειδή θέλει νά μᾶςβασανίσει, ἀλλά ἐπειδή θέλει νά μᾶς θεραπεύσει. Ἡ γνήσια καί ἀληθινή ἀγάπη δέν εἶναινά κάνουμε τόν ἄλλο ἁπλῶς προσωρινά νά μήνπονάει· νά μή δυσανασχετεῖ· νά μή δυσφορεῖ.

Ἀγάπη ἀληθινή ἔχει ἐκεῖνος πού βοηθάει τόνἄλλο νά θεραπευθῆ οὐσιαστικά. Ἀγάπη δένἔχει αὐτός, πού βάζει λίγη ἀλοιφή στήν πληγή,γιά νά μήν πονάει καί μετά αὐτή σαπίζει καίγίνεται χειρότερα, ἀλλά ἐκεῖνος πού, μπορεῖνά τσούξει λίγο μέ τό φάρμακο ἤ νά πονέσειμέ τό νυστέρι, ἀλλά βοηθάει στήν ἐπούλωσηκαί θεραπεία τῆς πληγῆς.

Γι’ αὐτό ἀκριβῶς δέν εἶναι τουλάχιστονἔξυπνο - θέλοντας κι ἐμεῖς νά ἀπαλλαγοῦμεἀπό τόν μικρό κόπο τῶν ἀσκήσεων τῆς Ἐκκλησίας - ... νά καταφεύγουμε στήν δῆθεν εὔκολη λύση καί νά τίς κάνουμε «νερόβραστες»(ὅπως ὁ παραπάνω ταμένος ἔβρασε τά ρεβύθια!). Οὔτε ἡ «νερόβραστη» προσευχή, οὔτε ἡ«νερόβραστη» νηστεία, οὔτε ἡ «νερόβραστη»ἐλεημοσύνη ὠφελοῦν. Ἀντίθετα ἀχρηστεύονταικαί γίνονται τυπικές συνήθειες χωρίς θεραπευτικό ἀποτέλεσμα.

Τό κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας (ἰδιαίτερακατά τίς περιόδους τῶν Σαρακοστῶν) νά κάνουμε λίγο περισσότερη νηστεία, λίγο περισσότερη προσευχή, λίγο περισσότερο κόπο καίθυσία, δέν εἶναι κάτι τό τυπικό· δέν εἶναι κάτιτό ἐξωτερικό· δέν εἶναι ἕνα κάλεσμα νά τηρήσουμε κάποιες ἐξωτερικές συνήθειες, γιά νάτά ἔχουμε καλά μέ τό Θεό. Δέν εἶναι καλόπιασμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λάθος ἡ θεώρηση αὐτή.

Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μιά θεραπευτικήἀγωγή πού χρειάζεται σέ μᾶς. Γιά μᾶς. Ὄχιγιά τό Θεό. Εἶναι ἀνάγκη γιά μᾶς, ὅπως ὁἄρρωστος ἔχει ἀνάγκη τό φάρμακό του.

3. Ἀνατομία τῆς φιλαυτίας

Ἄς τολμήσουμε ὅμως νά ἰδοῦμε λίγοπροσεκτικότερα τίς αἰτίες καί τά συμπτώματα τῆς ἀρρώστειας μας, πού - ὅπως εἴπαμε- εἶναι ἡ φιλαυτία μας, ἡ ἐγωπάθειά μας, ὁἀτομισμός μας.

Ἀρχίζοντας ἀπό τά συμπτώματα, βλέπουμε ὅτι αὐτός ὁ ἐγωισμός μας εἶναι τό βασικό ἐμπόδιο

• νά χαροῦμε ἀληθινά τήν ζωή,

• νά ὁλοκληρωθοῦμε σάν ἄνθρωποι,

• καί νά μποροῦμε νά τά βρίσκουμε μέ

τόν ἑαυτό μας, μέ τόν συνάνθρωπό μας καί μέτό Θεό.

Ὅσο εἴμαστε ἐγωκεντρικοί, ἐγωπαθεῖς,φίλαυτοι, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε ἀληθινήχαρά καί ζωή μέ πληρότητα.

Ἔτσι ὁ ἐγωισμός μας καταντάει ὁ χειρότερος δυνάστης μας, ὁ πιό ἀνυπόφορος τύραννος, πού μᾶς ἀδικεῖ, μᾶς ταλαιπωρεῖ καί- πάνω ἀπό ὅλα - μᾶς στερεῖ τήν δυνατότητανά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τούς ἀνθρώπους καίτόν Θεό.

Αἰτία αὐτῆς τῆς ἀρρώστειας καί τῆςἀνελευθερίας μας εἶναι ὅτι ἀπολυτοποιοῦμετό ἐγώ μας καί τίς ἐπιθυμίες του. Θεωροῦμετό ἐγώ μας ἀπόλυτο κριτήριο τῶν πάντων.

Πιστεύουμε ὅτι τό μυαλό μας εἶναι τό πιόἔξυπνο μυαλό τοῦ κόσμου καί ὅτι οἱ ἐπιθυμίεςμας εἶναι οἱ πιό θεμιτές καί ἅγιες ἐπιθυμίες,πού πρέπει μέ κάθε τρόπο νά ἱκανοποιηθοῦν.

Ὅμως ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία τοῦἀνθρώπου δέν εἶναι πάντα κάτι τό θεμιτό καίτό φυσιολογικό. Ἄν ἦταν ἔτσι, οἱ πιό εὐτυχισμένοι καί χαρούμενοι ἄνθρωποι θά ἦταναὐτοί, πού ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἱκανοποιοῦν ὅλες τίς ἐπιθυμίες τους. Ἄν θέλουμε νάεἴμαστε ρεαλιστές, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε σέἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, βλέπουμε ὅτιδέν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Ἄς ἰδοῦμε ἕνα παράδειγμα:

Ὁ ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης καταγόταν ἀπό μιά πλούσια καί περιφανῆ οἰκογένεια τῶν Ἀθηνῶν. Σέ ὅλη του τήν ζωή βούλιαζεστό ψέμα, ὅτι χαρά τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἱκανοποίηση κάθε ἐπιθυμίας ἐδῶ καί τώρα! Πίστεψε στήν ἀπάτη ὅτι, ὅσο περισσότερο καί ὅσοπληρέστερα ἱκανοποιοῦσε τίς ἐπιθυμίες του,τόσο θά χαιρόταν τήν ζωή του.

Αὐτοί πού τόν γνώρισαν, λένε, ὅτι «εἶχεκάνει τήν νύχτα μέρα καί τήν μέρα νύχτα».

Ἀπό τά νειάτα του ξενύχταγε σέ διασκεδάσεις καί κοιμόταν ὅλη τήν ἡμέρα. Ξύπναγεἀργά τό ἀπόγευμα γιά νά γράψει κανένα ποιηματάκι, καί μετά ἔβγαινε ἔξω, «σάν ὁ νέοςἈπόλλων». Τά δοκίμασε ὅλα. Δέν εἶχε καμμιάἀναστολή. Ἤθελε, ὅπως λέει σήμερα ὁ κόσμος, «νά κάνει τή ζωή του».

Γεννᾶται τό ἐρώτημα: Χάρηκε πραγματικά; Ἤτανε εὐτυχισμένος;

Ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς ἀπαντήσει.

Γράφει σέ κάποιο σημεῖο:

«Ξημερώματα. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπ᾿ἔξω. Θέλω νά ἀφήσω μιά κραυγή σ᾿ ἕνα Θεό,πού δέν γνωρίζω:

‘Λυπήσου με, Θεέ μου, στό δρόμο πούπῆρα.

Λυπήσου με, μέσα στήν ἀγανάκτησή μουνά ζῶ δίχως λόγο καί δίχως σκοπό».

Ἄραγε αὐτά εἶναι λόγια ἀνθρώπου εὐχαριστημένου ἀπό τή ζωή του; Ἀφοῦ διασκέδαζεὅλη τή νύκτα ἱκανοποιώντας ὅλες του τίς ἐπιθυμίες, γιατί δέν εἶχε χαρά; Ποῦ ἦταν ἡ χαράτου;

Κάπου ἀλλοῦ γράφει:

«Τά χρόνια μου πῆγαν καί ἐκεῖνα χαμένα,

στό δρόμο, πού πῆρα, δέν βρῆκα κανέναν

πού νά ᾿χει χαρεῖ μερικά».

Μά ὁ δρόμος του ἦταν δρόμος τῆς διασκέδασης, τῆς ἀπόλαυσης, τῆς εὐχαρίστησης!

Γιά τή χαρά τά ἔκανε ὅλα! Τότε πῶς λέει: Στόδρόμο πού πῆρα δέν βρῆκα κανέναν πού νά

᾿χει χαρεῖ ἔστω μερικά χρόνια;

Τελικά, κατέληξε νά χάσει κάθε ἐλπίδαγιά τήν ζωή καί αὐτοκτόνησε!

* * *

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι κάποια πράγματαδέν εἶναι οὔτε τόσο ἁπλᾶ οὔτε «παπαδοκουβέντες», ὅπως λένε μερικοί. Ἄν θέλουμε νάεἴμαστε σέ ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ὅτι κάποια πράγματα εἶναι ψηλαφητά, ἐμπειρικά, χειροπιαστά.

Ἄς πάρουμε καί ἕνα ἀκραῖο παράδειγμα, πού δυστυχῶς εἶναι τόσο συνηθισμένοστήν ἐποχή μας. Πρόκειται γιά τό πρόβλημαμέ τά ναρκωτικά. Ἄραγε, δέν προέρχεται ἀπόἕνα φρόνημα πού πιστεύει ὅτι ἀξία στή ζωήἔχει ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν μας χωρίςἀναβολή καί χωρίς ἀναστολή; Δέν ξεκινᾶνεαὐτά τά καϋμένα τά παιδιά μέ τήν διάθεση:

Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἐλεύθερος, ἀδέσμευτος,νά χαρῶ τή ζωή μου!

Καί τελικά τί γίνεται;

Γράφτηκε σέ μιά ἐφημερίδα:

Μιά πονεμένη μάνα στήν Ἀθήνα, πῆγε σέἕνα δικαστή, γιά νά παρακαλέσει νά πιάσουντό παιδί της, νά τό βάλουν στήν φυλακή! Ἡταλαίπωρη μάνα εἶχε πιστέψει ὅτι ἡ φυλακήἦταν ἡ μόνη ἐλπίδα, πού τῆς εἶχε ἀπομείνει,γιά νά βοηθήσει τό παιδί της νά βάλει ἕναφρένο. Καί ἐκεῖνο τό βράδυ, λέει, πού τόνἔπιασαν, κάθησε στό δωμάτιό της καί ἄνοιξετό ἡμερολόγιό της καί μέτρησε, μέσα σ᾿ αὐτάτά δέκα χρόνια, πού βασανιζόταν μέ αὐτό τόπρόβλημα, πόσους ψυχιάτρους ἄλλαξε ὁ γιόςτης, πόσα ὑποκατάστατα δοκίμασε, σέ πόσεςθεραπευτικές κοινότητες μπῆκε.

Δυστυχῶς ἡ ὠμή πραγματικότητα, αὐτήεἶναι.

4. Τό μυστικό τῆς χαρᾶς

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἄς ἀναρωτηθοῦμε:

Ποιός ἦταν πιό χαρούμενος καί πιό γεμᾶτοςστή ζωή του ἄνθρωπος ἀπό τόν ἅγιο Ἀντώνιο;

Διαβάζουμε στόν βίο του, πού ἔγραψε ὁ μαθητής του ἅγιος Ἀθανάσιος, ὅτι κανείς δέν τόνεἶδε ποτέ σκυθρωπό.

Καί μόνον αὐτό; Ἀναφέρεται σέ ἕνα ἄλλοπεριστατικό ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι πήγαινανσυχνά, γιά νά τόν συμβουλευτοῦν. Ἕνας ὅμωςἀπό αὐτούς δέν τόν ρωτοῦσε τίποτα. Αὐτό συνέβη μερικές φορές, ὁπότε τόν ρώτησε ὁ ἅγιοςἈντώνιος: «Βρέ παιδί μου, κάνεις τόσο κόπο.Ἔρχεσαι ἀπό τόσο μακριά. Γιατί δέν ρωτᾶςτίποτα;» Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀρκεῖ μοιτό ὁρᾶν σε, πάτερ». Δηλαδή, μοῦ φτάνει τόὅτι σέ βλέπω, πάτερ.

Ἤθελε νά εἰπεῖ ὅτι: Ἡ Χάρη, μέ τήνὁποία εἶναι γεμάτη ἡ καρδιά σου, καί τήνὁποία τόσο πλούσια ἀκτινοβολεῖ τό πρόσωπόσου, μοῦ φτάνει γιά νά πάρω ἀπάντηση σέὅλα. Αὐτή καί μόνο μέ γεμίζει.

Πῶς ἀπέκτησε αὐτή τήν Χάρη ὁ ἅγιοςἈντώνιος; Ὄχι φυσικά ἀπολυτοποιώντας τίςἐγωκεντρικές ἐπιθυμίες του καί τά ἐμπαθῆθελήματά του, ἀλλά προσπαθώντας μέ προθυμία νά κάνει, ὅσο τό δυνατόν περισσότεροκόπο καί θυσία, γιά νά ὑπακούει στό θέληματοῦ Θεοῦ. Τό μόνο θέλημα, πού εἶναι ἀληθινά φιλάνθρωπο καί σωτήριο· πού ἀποβλέπει,δηλαδή, στήν ἀληθινή χαρά καί ἐλευθερία μας!

Θά ρωτήσει κανείς: Μά δέν εἶναι στέρησηαὐτό τό πρᾶγμα; Δέν εἶναι καταπίεση; Φυσικά,ΟΧΙ!

Ὅλοι προφανῶς συμφωνοῦμε ὅτι τά σήματα τῆς τροχαίας πού ὑπάρχουν στούς δρόμους δέν ἔχουν τοποθετηθῆ γιά νά μᾶς ... στενοχωροῦν ἤ γιά περιορισμό τῆς ἐλευθερίαςμας. Ὑπάρχουν, γιά νά κάνουν πιό ἀσφαλῆ τήνπορεία μας. Ὅποιος λέει, ὅτι ἐγώ «τή βρίσκω»μέ τήν ταχύτητα, μέ γοητεύει ἡ ταχύτητα,εἶμαι ἐλεύθερος νά κάνω ὅτι θέλω, καί πατάειγκάζι ἐκεῖ πού τό σῆμα θέτει ὅριο τά πενήντα,σίγουρα αὐτός δέν θά χαρεῖ τήν ταχύτητα.

Θά τσακιστεῖ. Ἑπομένως τό σῆμα πού φαινομενικά μέ περιορίζει, δέν μέ δυσκολεύει, δένμοῦ στερεῖ κάτι. Ἀντίθετα μέ ἐξασφαλίζει καίμέ προστατεύει. Μοῦ δίνει τήν δυνατότητανά χαρῶ ἕνα ἀσφαλές καί ἤρεμο ταξίδι.

Τήν Καθαρά Δευτέρα συνηθίζουν τά παιδιά καί πετᾶνε χαρταετούς. Τό σχοινί πούκρατάει τόν ἀετό φαίνεται νά εἶναι ἕνας περιορισμός. Ἄν ὅμως κάποιος, ἐν ὀνόματι δῆθεντῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας ἀφήσειτό σχοινί, τότε ὁ ἀετός τί θά κάνει; Θά πάειψηλότερα ἤ μετά ἀπό ἕνα τρελλό στριφογύρισμα θά τσακιστεῖ στό ἔδαφος;

Τό ἴδιο συμβαίνει καί ὅταν δένουμε τόδενδράκι τό μικρό μέ ἕνα στήριγμα γιά νά μεγαλώσει σωστά καί ἴσια. Φαίνεται ὅτι τό περιορίζουμε λιγάκι, ἀλλά τό δέσιμο δέν τό ζημιώνει, δέν εἶναι γιά κακό του. Γιά ἀσφάλεια εἶναι,γιά ὠφέλεια εἶναι, τήν ἀνάπτυξή του ὑπηρετεῖ.

Ὅπως, σέ αὐτά τά παραδείγματα, κάποιοι φαινομενικοί περιορισμοί δέν στραγγαλίζουν τήν ἐλευθερία μας, δέν μᾶς στεροῦν τήνγνήσια χαρά, δέν εἶναι ἀρνητικά πράγματαἀλλά, ἀντίθετα, εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας καί τῆς γνήσιας χαρᾶς τῆςζωῆς, ἔτσι εἶναι καί οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Τό πλαίσιο, τό ὁποῖο μᾶς θέτει ἡ προτροπή τῆς Ἐκκλησίας, καλώνταςμας νά κάνουμε ὅσο τό δυνατόν πιό πρόθυμα τίς ἀσκήσειςτης, δέν εἶναι ἕνας περιοριστικός φραγμόςστήν ἐλευθερία μας, ἀλλά τουναντίον εἶναι ἡπιό ἰδανική εὐκαιρία νά καλλιεργήσουμε καίνά χαροῦμε αὐθεντικά τήν ἐλευθερία μας.

Γιά παράδειγμα: Τό κάλεσμα γιά νηστεία,δέν εἶναι πρότασηοὔτε γιά ὑγιεινή διατροφήοὔτε γιά δίαιτα· δέν εἶναι κάτι τό τυπικό καίτό ἐξωτερικό· δέν εἶναι κάτι τό δευτερεῦον,ἀλλά εἶναι κάτι τό οὐσιαστικό. Γιατί; Διότιμαθαίνοντας νά λέω ὄχι στήν κάθε λιχουδιά,στήν λιγούρα τῆς στιγμῆς, τότε οὐσιαστικάἀσκοῦμαι νά λέω ὄχι στήν ἐγωιστική ἀπαίτησηἱκανοποίησης κάθε ἐπιθυμίας μου. Καί αὐτότό κάνω, ὄχι γιά νά προοδεύσω σέ μιά ἀνθρωποκεντρική αὐτοκυριαρχία, ἀλλά γιά νάθυμᾶμαι καί νά τιμῶ πιό συχνά καί πιό σωματικά τόν Χριστό καί τά Πάθη Του. Ἔτσιχτυπάω μέ τόν ἀποτελεσματικότεροτρόπο τόνσαρκικό ἐγωκεντρισμό μου, πού ἀποτελεῖ τήνχονδροειδέστερηἔκφραση φιλαυτίας.

Νά, πῶς ἡ νηστεία γίνεται μιά ἀποτελεσματική θεραπευτικήἀγωγή. Καί ἔτσι, θεραπεύοντας τόν ἀτομισμό μου, βγαίνονταςμᾶλλον ἀπό τό ἄρρωστο ἐγώ μου, ἀποκτάωἐπί τέλους τήν δυνατότητα νά ἀγαπήσω ἀληθινά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπό μου.

5. Ἀγάπη καί ἐλευθερία

Σίγουρα ἡ ἀληθινή ἀγάπη δέν εἶναι οὔτελόγια, οὔτε συναισθήματα, οὔτε ἰδέες. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει θυσία. Χωρίς θυσία δέν ὑπάρχει ἀληθινή ἀγάπη. Καί, ἄν δέν ἀρχίσω ἀπότήν μικρή θυσία τῆς νηστείας, δέν μπορῶ νάπάω σέ κάτι περισσότερο.

Ἡ προσπάθεια, τίς ἡμέρες νηστείας, νάθυμᾶμαι τί πρέπει νά φάω καί τί ὄχι, μέ βοηθάει πρακτικά νά ἔχω συχνότερα στό νοῦ μουτήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν Σταυρική Θυσία Τουκαί τό θέλημά Του. Καί αὐτή ἡ μνήμη μέ ἁγιάζει, μέ φωτίζει καί μέ ἐξυψώνει. Μέ βοηθάει νάἀρχίσω νά Τόν ἀγαπῶ εἰλικρινά. Μέ ἕνα λόγο,ἔχει ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν ἐσωτερική μου κατάσταση, δέν εἶναι κάτι τό ἐξωτερικό.

Δέν μᾶς ἁγιάζει ἡ τυπική ἀποχή ἀπό κάποιες τροφές. Ὅλα τά φαγητά εἶναι δῶρα καίεὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο, πού μᾶς ἁγιάζει καίμᾶς ἐξυψώνει εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καίἡ ὑπακοή στό θέλημά Του. Αὐτή ἡ ἐλάχιστηθυσία πού προσφέρουμε, αὐτή ἡ τόσο μικρήἄσκηση, ὅταν τήν κάνουμε ἑκούσια, ταπεινάκαί ὁλόκαρδα, ζεσταίνει τήν σχέση μας μέ τόνΘεό. Τόν Θεό τῆς Ἀγάπης καί τῆς Θυσίας. Τόνμόνο ἀληθινά Φιλάνθρωπο Θεό, πού ὄχι ἁπλῶςνήστεψε γιά μᾶς, ἀλλά δέχθηκε ὕβρεις, κολαφισμούς, μαστίγωση, Σταυρό καί θάνατο! Καίὅλα αὐτά, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήντυραννία τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό τά δεσμά τῶνπαθῶν μας!

Ἕνα τροπάριο τῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου λέει: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τό λάθος νάσιχαθῆ καί νά... φτύσει «τά πατρικά χαλινάρια», πού εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τότε δένὁδηγεῖται σέ ἐλευθερία (ὅπως τό περίμενε),ἀλλά καταντάει νά χάσει καί τήν ἀνθρώπινηἀξιοπρέπειά του καί νά «συζεῖ μέ τούς κτηνώδεις λογισμούς τῆς ἁμαρτίας»! Μέ δυό λόγιακαταντάει νά βάζει στό κεφάλι του ἀφεντικά,  πού τοῦ φορᾶνε τόσο ἀβάσταχτα χαλινάρια,ὥστε μπροστά τους οἱ «πατρικοί χαλινοί» νάεἶναι πραγματικά χάδι γνήσιας ἐλευθερίαςκαί ἀληθινῆς ἀγάπης.

Ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μαςλέει ἐπιγραμματικά: Ὅσα πάθη ἔχει ὁ ἄνθρωπος τόσους καί τυράννους. «Ὅσα πάθη τοσοῦτοι καί δεσπόται», λέει ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς.

Ὀρθά κοφτά.

• Ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά γίνει πραγματικά ἐλεύθερος καί ἑπομένως νά μπορεῖ νάχαίρεται τή ζωή του,

• ἄν θέλει νά ἀποκτήσει τήν ὀμορφιά,πού τόν κάνει εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ,

• ἄν θέλει νά μπορεῖ νά ἀγαπάει πραγματικά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπό του,χρειάζεται νά πολεμάει συνεχῶς τή φιλαυτία του, τόν ἐγωϊσμό του. Αὐτή εἶναι ἡμεγαλύτερη εὐεργεσία, πού μπορεῖ νά κάνειστόν ἑαυτό του.

6. Τυφλός καί παράλυτος

Τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν τιμᾶμετήν μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.Αὐτός ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπό περιφανῆ οἰκογένεια τῆς Κωνσταντινούπολης καί ἦταν πολύμορφωμένος καί καλλιεργημένος.Καί ὅμως, ἡ πιό ἀγαπημένη του προσευχή ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος»! Ὄχιγιατί τοῦ λείπανε γνώσεις· ἀλλά γιατί εἶχε καταλάβει ὅτι, ὅσες γνώσεις καί ὅση μόρφωσηκι ἄν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν μάθει καί «τοῦΘεοῦ τά γράμματα», θά περπατάει μέσα στόσκοτάδι καί «στήν σκιά τοῦ θανάτου».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε καταλάβει ἐκεῖνοπού κατάλαβε καί ὁ παλαιός ἅγιος Ἀρσένιος.

Ὁ Μέγας Ἀρσένιος, παρ’ ὅλο, πού εἶχε τόσομεγάλη μόρφωση, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος νά τόν κάνει δάσκαλο τῶν παιδιῶν του,ἐν τούτοις, ὅταν ἔγινε μοναχός, τόν εἶδαν νά τεντώνει τό αὐτί του καί νά συμβουλεύεται ἕνανἀγράμματο Αἰγύπτιο ἀσκητή. Καί ξαφνιασμένοι οἱ συμμοναστές του τόν ρώτησαν:«Μά πάτερ Ἀρσένιε, τί θές νά μάθεις ἐσύἀπ᾿ αὐτόν τόν ἀμόρφωτο;» Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε:«Ὅλη τήν Ἑλληνική καί τήν Ρωμαϊκή παιδεία τήν παίζω στά δάχτυλα· ἀλλά τήν ἀλφαβήτα αὐτοῦ τοῦ ἀσκητῆ δέν τήν ἔχω μάθει ἀκόμα».

Ἔτσι καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶςεἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι ὑπάρχει μιά ἄλλη«Γνώση», ὑπάρχει ἕνα ἄλλο «Φῶς», πού μᾶςβοηθάει νά δίνουμε ἀληθινό περιεχόμενο στίςλέξεις ἀγάπη, ἐλευθερία, χαρά καί ζωή. Καίγιά νά ἀνοίξουν τά μάτια μας καί νά μπορέσουμε νά ἰδοῦμε αὐτό τό Φῶς, χρειάζεται νάἀκολουθήσουμε μέ ἐμπιστοσύνη τήν θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αὐτή τήν ἀγωγή ἀκολουθοῦσε πιστά καί ὁἅγιος Γρηγόριος φωνάζοντας μέ πόνο «Κύριε,φώτισόν μου τό σκότος»!

Λουσμένος πλέον σ’ αὐτό τό Φῶς, ὁ ἅγιοςΓρηγόριος, ἔγινε καί λαμπρός ἑρμηνευτής τῆςἉγίας Γραφῆς. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι τήν ἉγίαΓραφή, δέν μπορεῖ νά τήν καταλάβει σωστάκάποιος, πού δέν θεράπευσε πρῶτα τά μάτιατου μέσα στό «ὀφθαλμιατρεῖο» τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσοι διάβασαν τήν Ἁγία Γραφή μέ τά ἄρρωστα μάτια τοῦ ἐγωισμοῦ τους, τσακίστηκανστούς γκρεμούς τῶν αἱρέσεων καί τῆς πλάνης.

* * *

Ἄς ἀπολαύσουμε ἕνα «μαργαριτάρι»ἀπό τό τεράστιο ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ ἁγίουΓρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ:

Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος τήν περικοπή ἀπό τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ κατάΜᾶρκον εὐαγγελίου γιά τήν θεραπεία τοῦ Παραλυτικοῦ στήν Καπερναούμ, παίρνει ἀφορμήγιά νά διδάξει τά ἑξῆς:

Ὅπως ὁ παράλυτος ἦταν κατάκοιτος στόκρεββάτι μή μπορώντας νά περπατήσει, ἔτσικαί ἡ ψυχή μας παραλύει πολλές φορές ἀπότήν ὑποδούλωση στά πάθη καί στήν ἁμαρτία.

Παράλυτος ὁ ἄνθρωπος πλέον, δέν μπορεῖ νάκάνει βῆμα πρός τό καλό. Καί πάνω ἀπό ὅλα,δέν μπορεῖ νά περπατήσει πρός τόν ΜοναδικόΓιατρό, πού μπορεῖ νά τόν κάνει καλά καί νάτόν ξαναστήσει στά πόδια του. Τότε ἔχει ἀνάγκη νά βρεθοῦν κάποιοι, νά τόν σηκώσουν καίνά τόν φέρουν μπροστά στό Χριστό ζητώνταςτήν θεραπεία του.

Τέσσερεις σήκωσαν τόν παράλυτο καί τόνἔφεραν στό σπίτι, ὅπου δίδασκε ὁ Χριστός. Καίλόγῳ τοῦ συνωστισμοῦ ἀνέβηκαν καί χάλασαντήν στέγη, καί κετέβασαν ἀπό ἐκεῖ τόν ἄρρωστο μπροστά στόν Χριστό.

Τέσσερεις παράγοντες, λέει καί ὁ ἅγιοςΓρηγόριος, χρειάζονταιγιά νά σηκώσουν τήνπαράλυτη ψυχή μας καί νά τήν «σπρώξουν»πρός τόν Μεγάλο Ἰατρό.

Πρῶτον ἡ αὐτομεμψία· δηλαδή τό νάμάθουμε νά ἀνακρίνουμε τόν ἑαυτό μας καίνά ἀναζητοῦμε μέ εἰλικρίνεια τίς εὐθῦνες πούμᾶς ἀναλογοῦν γιά τό κατάντημά μας. Νά μήνεἴμαστε δηλαδή εὔκολοι, νά λέμε ὅτι ‘πάντοτεφταῖνε οἱ ἄλλοι’.

Δεύτερον, ἡ ἐξομολόγηση· δηλαδή ἡ ταπείνωση τῆς ὁμολογίας τοῦ λάθους μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· καί ἡ διάθεση νά ἐλέγχουμε τόνλογισμό μας ρωτώντας κάποιον ἐμπειρότεροκαί γνωστικότερο ἀπό μᾶς. Ἡ ἐξομολόγησηξεκινάει ἀπό τήν εἰλικρινῆ ἀναζήτηση τοῦ Φωτός καί τοῦ Ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Δέν γίνεται μόνογιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν· γίνεται πρῶταγιά νά ταπεινωθοῦμε ἐλέγχοντας τούς λογισμούς μας καί ἀμφισβητώντας τόν δικό μαςἐγωκεντρικό τρόπο σκέψεως.

Τρίτον, ἡ ἀπόφαση καί ἡ διάθεση γιά διόρθωση. Ἀπόφαση, πού δέν πρέπει νά μένειστά λόγια καί στά «εὐχολόγια», ἀλλά νά προχωράει σέ δυναμικό ἀγῶνα μετανοίας.

Καί τέταρτον, ἡ ἀληθινή προσευχή, πούξεκινάει ἀπό τήν συνειδητοποίηση ὅτι δένἐξαρτᾶται μόνο ἀπό μᾶς τό νά σταθοῦμε στάπόδια μας καί νά ‘περπατήσουμε’ τόν δρόμοτοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό Θεό καίτή δύναμή Του.

Ἀφοῦ ὑπάρξουν αὐτοί οἱ τέσσερεις παράγοντες, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,τότε, ἐκεῖνο πού μένει, εἶναι ‘ἡ ἀποστέγασητῆς ὀροφῆς’. Τί σημαίνει αὐτό; Ὀροφή’ εἶναιτό «ξερό» τό κεφάλι μας· δηλαδή ὁ ἐγωκεντρικός τρόπος σκέψης μας· οἱ «ἀγαπημένοι» μαςἁμαρτωλοί λογισμοί. Ἀποστέγαση’ σημαίνεινά φύγουν «τά μπάζα» τοῦ ἐγωισμοῦ ἀπό τόμυαλό μας· δηλαδή νά «καθαρίσει» τό κεφάλιμας καί νά πάψει ἡ ἀλλοίωση πού ὑφίσταταιὁ τρόπος τῆς σκέψης μας ὑπό τήν ἐπίδρασητῶν παθῶν. Τά πάθη διαστρέφουν τήν ὀπτικήμας ἱκανότητα καί μᾶς κάνουν νά βλέπουμελανθασμένα καί νά ἀξιολογοῦμε λανθασμένατά πάντα. Ἀφοῦ λοιπόν πετάξουμε αὐτά τά«μπάζα», ἀρχίζουμε νά βλέπουμε καθαρότερατόν ἑαυτό μας. Καί ἀναγνωρίζοντας τήν ἀδυναμία μας, ἀναζητᾶμε μέ μεγαλύτερη λαχτάρατήν θεραπευτική δύναμη τοῦ Μεγάλου Ἰατροῦκαί Πατέρα μας, τοῦ Θεοῦ.

Τότε πλέον καί ἡ παράλυτη ψυχή μας, πεσμένη μπροστά στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἀξιώνεται νά ἀκούσει τήν γλυκύτατη φωνή: «Τέκνον,ἀφέωνται σοι αἱ ἁμαρτίαι». Καί τότε πραγματικάμπορεῖ νά ἀναστηθεῖ καί νά περπατήσει.

7. Στάση ἤ πορεία;

Ἕνας ἀπό τούς φημισμένους Πατέρες τῆςἘρήμου στήν Αἴγυπτο τοῦ 4ου αἰώνα, ὁ ἅγιοςΣεραπίων ταξίδευε μιά φορά γιά προσκύνημαστήν Ρώμη. Ἐκεῖ τοῦ εἶπαν γιά μιά περίφημηἔγκλειστη μοναχή, δηλαδή, μιά γυναίκα, πούζοῦσε πάντα σέ ἕνα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτένά βγαίνει ἔξω. Δυσπιστώντας γιά τόν τρόποτῆς ζωῆς της, ὁ ἅγιος τήν ἐπισκέφθηκε καί τήνρώτησε: «Γιατί κάθεσαι ἐδῶ;» Καί ἐκείνη ἡἀληθινή ἀγωνίστρια τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀπάντησε: «Δέν κάθομαι. Ταξιδεύω. Πορεύομαι. Δέν εἶμαι σέ στάση. Εἶμαισέ μιά πορεία».

Τί ἤθελε νά τοῦ εἰπεῖ;

Ἤθελε νά τονίσει ὅτι τήν ἔνταξή μας μέσαστήν «Θεραπευτική Κοινότητα» τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὑπομονή καί ἐπιμονή μας στόν τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, δέν τήν βιώνουμε σάν«μάντρωμα» ἤ σάν «στρούγκα»! Τήν βιώνουμε σάν πορεία πρός τήν ἀληθινή ἐλευθερία!

Ἐλευθερία ἀπό τό ἄρρωστο ἐγώ μας΄ ἐλευθερία ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν καί τήνσκλαβιά τῆς ἁμαρτίας΄ καί τελικά ἐλευθερία καί ἀπό τόν ἴδιο τόν θάνατο! Ἀφοῦ θάνατος, γιά μᾶς, εἶναι μόνο ὁ χωρισμός μας ἀπό τον Θεό, πού εἶναι ἡ Ζωή μας.

Αὐτός ὁ ἐσωτερικός ἀγώνας, ἡ προσπάθεια νά γίνουμε «καινή κτίση», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ διαρκής ἀγώνας νά ἀφήσουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀλλάξει, ὄχι ἁπλῶς τίς ἐξωτερικές συνήθειες, ἀλλά Αὐτός νά γίνει τό κέντρο τῆς ὕπαρξής μας καί ὁ θησαυρός τῆς καρδιᾶς μας, αὐτός ὁ ἀγώνας εἶναι ἡ συνεχής λυτρωτική πορεία μας.

Καί ὅσο περισσότερο γευόμαστε τους γλυκεῖς καρπούς αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, τόσο φεύγει ἡ θλίψη καί ἡ λύπη τῆς ἁμαρτίας· φουντώνει ὁ ἐνθουσιασμός· καί αὐξάνεται ἡ προθυμία μας γιά σταθερότερη πορεία καί παραμονή μέσα στήν ἐλευθερία «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».

Τότε ζεῖ πραγματικά ὁ ἄνθρωπος καί τότε χαίρεται πραγματικά.

Ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ἄν ἔχεις λύπη, κάτι σοῦ λείπει». Ἔπαιζε με τίς λέξεις. Αὐτό πού μᾶς λείπει δέν εἶναι οὔτε τό καλό φαΐ, οὔτε ἡ διασκέδαση οὔτε κάποια ἄλλη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ἐκεῖνο πού μᾶς λείπει εἶναι ἕνα· ἤ μᾶλλον Ἕνας: ὁ Χριστός.

Τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στό κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ: «Ἐλᾶτε κοντά μου, ὅλοι οἱ κουρασμένοι καί φορτωμένοι. Καί ἐγώ θά σᾶς ξεκουράσω. Κοντά μου θά νιώσετε ἀληθινή ἀνάπαυση καί χαρά». Ἡ ἐμπιστοσύνη στά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί στήν θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας Του μᾶς ἀνοίγει τήν πόρτα, για νά ἔλθουν ἐκεῖνα τά δῶρα, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τά ὀνομάζει «χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί εἶναι: ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία..., ἡ πίστη, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια.

Οἱ πολύτιμες καί πανάκριβες αὐτές ἀρετές δέν εἶναι ἰδιώματα τοῦ χαρακτήρα μας.

Δέν γεννιόμαστε μέ αὐτά. Δέν τά ἔχουμε ...κληρονομικά. Γιά νά τίς ἀποκτήσουμε, πρέπει να κοπιάσουμε λιγάκι. Νά ἀγωνιστοῦμε, ὄχι με δικούς μας ἰδιοεφεύρετους τρόπους, ἀλλά ἀκολουθώντας τό δοκιμασμένο - πρῶτα ἀπό τον Χριστό - πρόγραμμα ἀσκήσεων τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἀκολουθήσουμε τόν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.

Λένε μερικοί - τελείως προτεστάντικα σκεπτόμενοι: «Ἐγώ τήν πίστη τήν ἔχω μέσα στήν καρδιά μου. Πιστεύω μέ τόν τρόπο μου.

Μή μοῦ εἰπεῖς γιά νηστεῖες, λειτουργίες και παπάδες». Καί συμπληρώνουν - τελείως φαρισαϊκά σκεπτόμενοι: «Ἐγώ εἶμαι καλύτερος ἀπ᾿ αὐτούς πού πᾶνε στήν ἐκκλησία».

Κάποιος ἔξυπνος ἐφημέριος εἶχε βάλει ἔξω ἀπό τόν Ναό του ἕνα χαρτί, πού ἔγραφε:

«Ἄν αὐτό, πού σέ ἐμποδίζει νά μπεῖς, εἶναι οἱ ὑποκριτές, πού βρίσκονται μέσα, τότε μή διστάζεις. Μπές κι ἐσύ. Ἄλλος ἕνας χωράει!»

Σίγουρα ἡ νηστεία καί ἡ συμμετοχή στην λατρεία δέν εἶναι... ἐφευρέσεις τῶν παπάδων!

Εἶναι τρόποι τροφῆς, θεραπείας καί ζωῆς, πού ὁ Χριστός ὑπέδειξε, γιά νά μένουμε ἀληθινά ἐνσωματωμένοι στήν Ἐκκλησία Του· γιά να ἀπολαμβάνουμε τήν Ζωή καί τήν Ἀγάπη Του.

Ὅποιος, ἀπό τήν μιά λέει ὅτι πιστεύει και ἀγαπάει τόν Χριστό, καί ἀπό τήν ἄλλη ὑποτιμᾶ ἤ ἀπορρίπτει τήν νηστεία καί τήν Λειτουργία, μοιάζει μέ τόν ἄρρωστο, πού εἶναι εὔκολος να πεῖ ὡραῖα λόγια γιά τόν γιατρό του, ἀλλά ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά τοῦ δώσει ὁ γιατρός τή συνταγή, πού τοῦ χρειάζεται γιά νά γίνει καλά, παίρνει τή συνταγή, τήν κάνει κομμάτια και τήν πετάει στά σκουπίδια! Τί θά ὠφεληθεῖ ἀπό τά καλά λόγια γιά τόν γιατρό πού λέει, ἄν δεν ἐφαρμόσει τήν θεραπευτική ἀγωγή, πού τοῦ δίνει;

8. Ρεβύθια ἤ μετάνοια;

Ξεκινήσαμε μέ ἐκείνη τήν ἀστεία ἱστορία μέ τά... ρεβύθια.

Ὁ Χριστός δέν ἔχει καμμιά ἀνάγκη να Τοῦ κάνουμε τέτοια ἀνόητα τάματα. Ἀληθινή καί γνήσια σχέση μέ τόν Χριστό δέν χτίζεται μέ ... μπακαλίστικες δοσοληψίες. Χτίζεται με ἐλεύθερη καί συνειδητή ἀποδοχή τῆς κλήσης Του σέ μετάνοια.

Καί ἡ γνήσια μετάνοια δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ... ἀτομικά πρωταθλήματα στά ἀγωνίσματα τῶν ἀρετῶν. Μετάνοια σημαίνει νά διορθώνουμε συνεχῶς τό τιμόνι τῆς ζωῆς μας με κέντρο καί στόχο τήν σταθερή πορεία μας προς τό Πατρικό μας Σπίτι, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μιά πορεία, πού δέν ἔχει σχέση μέ... ἐγκλεισμούς καί στασιμότητες ἀλλά με τήν συνεχῆ ἄνοδός μας πρός τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα.

***

«ΠΡΟΘΥΜΩΣ ΑΝΑΒΑΙΝΕ»

1. Σύγκριση μέ ποιόν;

Σέ κάποια ἐνορία, πῆγε ἕνας νέος ἱερέας. Πρώτη του φροντίδα ἦταν νά φτιάξει ἕνα ναό κατάλληλο γιά τίς λατρευτικές ἀνάγκες τῆς περιοχῆς. Δύσκολα ὅμως προχωροῦσε το ἔργο λόγῳ ἐλλείψεως χρημάτων. Στήν περιοχή του ζοῦσαν καί δυό ἀδέλφια, πλούσιοι ἐπιχειρηματίες, ἀλλά μέ... πολύ «καλή ὑπόληψη», δηλαδή ἐγνωσμένοι ἀπατεῶνες καί ἀδίστακτοι κλέφτες! Ἔτυχε λοιπόν λίγο μετά τήν ἄφιξη τοῦ νέου ἱερέα, νά πεθάνει ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς.

Ὁπότε πηγαίνει ὁ ἀδελφός του καί λέει στον παπᾶ:

– Πάτερ, πόσα σοῦ λείπουν, γιά νά τελειώσεις τήν ἐκκλησία; Ἐγώ θά στά δώσω, ἀλλά μέ ἕναν ὅρο: Αὔριο, πού θά γίνει ἡ κηδεία τοῦ ἀδελφοῦ μου, νά κάνεις ἕναν λόγο ἐγκωμιαστικό. Νά πεῖς πόσο καλός καί ἔντιμος ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἀδελφός μου.

Τό σκέφθηκε λίγο ὁ παπᾶς καί λέει:

– Ἐντάξει, ἄν μοῦ δώσεις τώρα τά χρήματα, θά τό φροντίσω. Στό ὑπόσχομαι.

Τοῦ πῆρε λοιπόν τά χρήματα· καί την ἄλλη μέρα, στήν κηδεία, βγαίνει στήν ὡραία πύλη ὁ παπᾶς καί λέει:

– Ἀδελφοί μου, πρέπει νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά τόν μακαρίτη, γιατί ὅπως ξέρετε ἦταν πολύ φιλάργυρος καί κλέφτης.

Δυστυχῶς ἦταν ἕνας ἀδίστακτος ἀπατεώνας! Ἀλλά, ἄν τόν συγκρίνουμε μέ τόν ἀδελφό του, θά μπορούσαμε νά εἰποῦμε ὅτι ἦταν καλός καί ἔντιμος ἄνθρωπος!..

Ἔτσι ὁ ἐφημέριος... τήρησε τήν ὑπόσχεσή του!

Ἀνέκδοτο, βέβαια, τό λεχθέν.

«Φωτογραφίζει» ὅμως μιά τάση βολέματος καί ἐφησυχασμοῦ, πού συχνά παρατηρεῖται, ὅταν κάποιος μᾶς θυμίζει τά λάθη μας:

«Ναί, δέν εἶμαι τέλειος. Ἀλλά δέν εἶμαι σαν κι ἐκεῖνον. Μπροστά σ’ ἐκεῖνον εἶμαι... ἀγγελούδι!»

* * *

Ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία μας ἕνα βιβλίο-θησαυρός, πού λέγεται Κλίμακα, καί την ἔχει γράψει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης.

Καί μόνο ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου «φωνάζει» ὅτι, ὅποιος θέλει ἀληθινά νά πλησιάσει τόν Θεό, τότε μόνον ἀνεβαίνει, ὅταν προσπαθεῖ νά βάλει τό πόδι του στό πιό πάνω σκαλοπάτι, ζηλεύοντας αὐτούς πού ἤδη τό ἀνέβηκαν· ὅταν, δηλαδή, συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ αὐτούς πού τόν ξεπέρασαν καί ὄχι μέ αὐτούς πού ἔμειναν πίσω. Δέν τόν συμφέρει νά καμαρώνει ὅτι ξεπέρασε δῆθεν αὐτούς, πού εἶναι στά πιο κάτω σκαλοπάτια γιά δυό λόγους:

Πρῶτον, διότι ποτέ δέν μπορεῖ νά ξέρει μέ σιγουριά, σέ ποιό σκαλοπάτι εἶναι ὁ καθένας. Μόνον ὁ Θεός τό ξέρει!

Καί δεύτερον, διότι μπορεῖ ξαφνικά κάποιος, πού ἦταν ὄντως σέ πολύ χαμηλά σκαλοπάτια, νά τόν ξεπεράσει καί νά βρεθεῖ πολύ ψηλότερα ἀπό αὐτόν.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης μέ τήν Κλίμακά του μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι πάντοτε ὑπάρχει καί ἕνα σκαλοπάτι, πού θά μᾶς ἀνεβάσει ψηλότερα, πάντοτε ἔχουμε πολύ δρόμο ἀκόμη νά κάνουμε. Καί αὐτό τό κάνει, ὄχι γιά νά μᾶς «ψυχοπλακώνει», ἀλλά γιατί δέν θέλει νά μᾶς ἀφήσει νά... βαλτώσουμε σέ μιά ὀλέθρια αὐτάρκεια, πού συχνά ἐκφράζεται μέ τά λόγια: «Ἔ, καλός εἶμαι! Δέν χρειάζονται καί πολλά-πολλά. Μή γίνουμε καί θρησκόληπτοι..!»

Ἀνεβάζοντάς μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, κάθε φορά καί σέ ψηλότερο σκαλοπάτι, δέν μᾶς ὁδηγεῖ οὔτε σ... θρησκοληψίες οὔτε σέ ἀνθρωποκεντρικούς ἀσκητικούς πρωταθλητισμούς.

Ἁπλούστατα, μᾶς ἀποκαλύπτει τό -κάθε φορά καί ὀμορφότερο- μεγαλεῖο τῆς ὑπέρβασης τοῦ ἐγωισμοῦ μας καί τόν -κάθε φορά καί ὑψηλό- τερο- βαθμό ἐλευθερίας μας ἀπό τά πάθη.

2. Εἰκόνες - ξυπνητήρια

Καί ἐπειδή τά ἀνεβάσματα σέ «σκάλες» συνήθως κουράζουν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης μᾶς βοηθάει «σπρώχνοντας» μέ πολύ δυνατές εἰκόνες καί παραδείγματα, πού ἀποτελοῦν ἀληθινά ἐφαλτήρια, ἰδιαίτερα γιά ὅποιον δέν βολεύεται σέ... «βάλτους», ἀλλά ἀναζητάει συνεχῶς καί νέες... «κορυφές».

Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε μερικές τέτοιες πολύ «ζωντανές» εἰκόνες, πού ἀποδίδουν ἀνάγλυφα, ἀφ’ ἑνός τήν τραγωδία τῆς σκλαβιᾶς στά πάθη καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ὀμορφιά τῆς ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ:

• Ὅπως ὁ ξεραμένος βόρβορος, ἡ λάσπη ἡ ξεραμένη, δέν ἱκανοποιεῖ τά γουρούνια, ἔτσι καί ἡ σάρκα, πού «μαράθηκε» ἀπό την ἄσκηση καί τήν νηστεία, δέν ἀναπαύει πλέον τούς δαίμονες.

• Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νά βγάλει το φίδι τό παλιό του δέρμα, ἄν δέν περάσει ἀπό στενή τρύπα, ἔτσι καί ἐμεῖς δέν θά ἀποβάλουμε τόν χιτώνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τίς παλιές μας προλήψεις (δηλαδή, τίς συνήθειες ἀπό παλιές ἁμαρτίες, πού μᾶς καταδυναστεύουν), ἄν δέν περάσουμε ἀπό τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς νηστείας (γιά τό σῶμα) καί τῆς «ἀ-τιμίας», δηλαδή, τῆς ὑπομονῆς σε προσβολές καί περιφρονήσεις (γιά τήν ψυχή).

• Ὅπως τά αὐγά τῶν ὀρνίθων, πού θερμαίνονται, ζωογονοῦνται, ἔτσι καί οἱ λογισμοί, πού τούς «κλωσσᾶμε» καί δέν τους φανερώνουμε μέ τήν ἐξομολόγηση, γίνονται ἔργα.

• Ὅπως τά σύννεφα κρύβουν τόν ἥλιο, ἔτσι καί οἱ πονηρές σκέψεις σκοτίζουν τον νοῦ.

• Ὅπως οἱ ἄνεμοι ταράζουν (ὄχι μόνο τήν ἐπιφάνεια ἀλλά καί) τόν βυθό τῆς θάλασσας, ἔτσι καί ὁ θυμός ταράζει (ὄχι μόνο την ἐξωτερική συμπεριφορά ἀλλά) περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τόν νοῦ.

• Ὅπως ἐκεῖνος πού κρατάει ἀρώματα, προδίδεται - καί χωρίς νά τό θέλει - ἀπό τήν εὐωδία, ἔτσι καί ὅποιος ἔχει μέσα του τη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζεται ἀπό τά λόγια του καί τήν ταπείνωσή του.

* * *

Ἐπίσης πολύ ἐνδεικτικά, θά σταθοῦμε σε μερικά «σκαλοπάτια» τῆς Κλίμακας, γιά να διδαχθοῦμε ἀπό τήν ἀναφορά κάποιων παραδειγμάτων, πού εἶναι πιό κοντά σ᾿ ἐμᾶς και στή δική μας πραγματικότητα.

3. Τό «σαράκι» τῆς μνησικακίας

Μνησικακία, σημαίνει νά θυμόμαστε τό κακό πού μᾶς ἔκαναν· ὄχι μόνο νά μην τό ξεχνᾶμε, ἀλλά καί νά τό «ἀνακατεύουμε» μέσα μας δημιουργώντας ὅλο καί μεγαλύτερη ἔχθρα πρός αὐτόν, πού μᾶς πρόσβαλε.

Λέει ἐπιγραμματικά καί μέ σαφήνεια ὁ θεόσοφος Ἰωάννης γιά τήν μνησικακία ὅτι εἶναι:

«ἰός ψυχῆς», δηλητήριο τῆς ψυχῆς·

«σκώληξ νοός», σκουλήκι τοῦ νοῦ·

«ψυχῆς ἧλος πεπηγώς», καρφί μπηγμένο στήν ψυχή·

«ἀγάπης ἀλλοτρίωσις», ἀποξένωση ἀπό τήν ἀγάπη·

«κάθωρος κακία», διαρκής κακία·

«διηνεκής ἁμαρτία», συνεχής ἁμαρτία.

Ἴσως ὅμως ἡ πιό τραγική συνέπεια τῆς μνησικακίας εἶναι ὅτι καταντάει «προσευχῆς αἰσχύνη», ντροπή τῆς προσευχῆς· γιατί, πῶς θά εἰποῦμε στόν Θεό «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»; Ποιούς ὀφειλέτες «ἀφίεμεν ἡμεῖς»; «Μέ τί μοῦτρα» θά εἰποῦμε αὐτά τά λόγια, ὅταν ἔχουμε μνησικακία;

Σκεφτήκαμε ἄραγε ποτέ, πόσο σημαντική εἶναι ἡ θεραπεία μας ἀπό τήν μνησικακία, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, στήν προσευχή πού μᾶς δίνει νά λέμε πρός τόν Πατέρα Του και Πατέρα μας, βάζει ἐπίτηδες αὐτά τά λόγια:

«ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»;

Δηλαδή, θεωρεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, τό ὅτι πρῶτα ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε συγχωρήσει ὅσα εἰς βάρος μας κάνουν οἱ ἄλλοι!

* * *

Στίς ἀρχές Μαρτίου ἔχουμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου παπα - Νικόλα τοῦ Πλανᾶ. Στον κατανυκτικότατο καί διδακτικότατο βίο του ἀναφέρεται ἕνα περιστατικό, πού ἔχει σχέση με τήν θεραπεία τῆς μνησικακίας.

Διηγεῖται ἕνα πρόσωπο, πού πῆγε νά ἐξομολογηθεῖ στόν παπα-Νικόλα τόν Πλανᾶ, τά ἑξῆς:

«Εἶχα συκοφαντηθεῖ ἀπό κάτι συγγενεῖς. Δέν ἀνταλλάξαμε οὔτε μιά κουβέντα, οὔτε μιά βρισιά, τίποτα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Εἴχαμε ἁπλῶς τίς τυπικές κουβέντες. Ὑπῆρχε, ὅμως, γιά νά εἰπῶ τήν ἀλήθεια, αὐτή ἡ ψύχρα τῆς μνησικακίας, ἡ παγωμάρα.

Ὁταν ἐξομολογήθηκα, εἶπα στόν παππούλη τήν ὑπόθεση καί συγχρόνως ὅτι δεν ἤθελα ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων μέ αὐτή την συγγενή μου, πού εἶχα μνησικακία. «Καλά εἴμαστε ὡς ἐδῶ, ἔλεγα. Ἀφοῦ λέμε καλημέρα. Ἐκείνη παντρεμένη κοσμική, ἐγώ κοντά στόν παππούλη». Τό ἔλεγα καί τό πίστευα ὅτι δέν εἶχα τίποτα μαζί της.

» Ἄν ἦταν ἄλλος ἐξομολόγος, ἴσως να μοῦ ἔλεγε: «Ἔ, ἄς εἶναι παιδάκι μου ὡς ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχεις τίποτα καί λέτε καλημέρα».

Ἔτσι νόμιζα ὅτι θά μοῦ ἔλεγε καί ὁ παπα-Νικόλας, ὅταν ξαφνικά τόν ἀκούω νά μοῦ λέει:

«Ὄχι, παιδί μου, ὡς ἐδῶ. Εἶναι ἀνάγκη να πᾶς στό σπίτι της, νά φᾶς στό τραπέζι της καί νά κοιμηθεῖς ἕνα βράδυ ἐκεῖ. Γιατί ζεῖ μέσα σου τό πάθος».

» Κεραυνός νά μοῦ ἔπεφτε, λιγότερη ἐντύπωση θά μοῦ ἔκανε, (συνεχίζει ἡ κυρία πού εἶχε τό πρόβλημα καί ἡ ὁποία... κατά τ᾿ ἄλλα δέν εἶχε τίποτα μέ τό πρόσωπο!).

» Θά μποροῦσα νά πιῶ τό πικρότερο καί δυσωδέστερο φάρμακο, παρά νά κάνω αὐτό πού μοῦ εἶπε. Τότε εἶδα, πόσο πάθος φώλιαζε μέσα μου κρυφό. Οὔτε ἐγώ ἡ ἴδια δέν τό εἶχα καταλάβει. Μά ἔλα, πού ἔπρεπε νά κάνω ὑπακοή.

» Μέ τρεμάμενα πόδια πῆγα στό σπίτι της. Εὐτυχῶς ἡ εὐχή τοῦ παππούλη τούς φώτισε καί μέ δεχτήκανε καλά. Τόσο αὐτή, ὅσο καί ὁ ἄντρας της καί ἡ μάνα της.

» Βάλαμε νά φᾶμε τό μεσημέρι καί ἐγώ τούς ἔβλεπα ἀπό μέσα μου σάν «διαβολική τριάδα», καί τούς τρεῖς: Τό ἀντρόγυνο και τή μάνα. Δέν θά μπορέσει ποτέ ἡ φαντασία νά περιγράψει τόν ψυχικό μου ἀγώνα ἐκείνης τῆς μέρας. Τό μεσημέρι κοιμηθήκαμε στό ἴδιο δωμάτιο μέ τήν συγγενή μου.

» Μόλις κοιμήθηκα, εἶδα ὁλόκληρο τον σατανά δίπλα μου νά μοῦ λέει: «Ἐδῶ ἦρθες, μωρή, νά κοιμηθεῖς; Φτοῦ, νά χαθεῖς!»

» Αὐτό ἦταν ὄνειρο μέν ἀλλά μέ φοβερή ἐνάργεια. Λύσσαξε ὁ διάβολος γιατί τόλμησα νά κάνω αὐτό τό βῆμα τῆς συμφιλίωσης.

» Ξύπνησα συντετριμμένη καί λέω στην συγγενή μου: «Εἶδα ἕνα πολύ κακό ὄνειρο».

«Καί ἐγώ εἶδα ἕνα πολύ κακό ὄνειρο», μοῦ λέει αὐτή. Οὔτε τήν ρώτησα τί εἶδε, οὔτε με ρώτησε αὐτή. Ἔλλειπε ἡ οἰκειότητα. Ἀπό τότε, ὅμως, ἐπανήλθαμε στήν πρώτη σειρά τῆς ἀδελφοσύνης καί εἴμαστε σύν Θεῷ πολύ ἀγαπημένες».

* * *

Δέν ἔχει ἄδικο, ἑπομένως, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅταν στόν λόγο του περί μνησικακίας λέει μεταξύ τῶν ἄλλων: «Μήν θεωρεῖς ὅτι εἶναι ψιλό, ἀσήμαντο πάθος αὐτή ἡ σκοτομήνη, δηλαδή, αὐτή ἡ νύχτα χωρίς φεγγάρι, αὐτό τό σκοτάδι τῆς μνησικακίας. Μήν νομίζεις ὅτι εἶναι ἀσήμαντο πάθος, γιατί πολλές φορές καταλαμβάνει καί τούς πνευματικούς ἀνθρώπους».

Καί σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο λέει ὁ μέγας ἀνατόμος τῆς ψυχῆς, ἅγιος Ἰωάννης: «Γιά τό ὅτι ὑπάρχει γνήσια μετάνοια στόν ἄνθρωπο, τεκμήριο εἶναι ἡ ἀμνησικακία, δηλαδή, τό νά μην ὑπάρχει αὐτό τό πάθος. Αὐτός πού ἔχει μνησικακία καί νομίζει ὅτι ἔχει μετάνοια, μοιάζει μέ ἐκεῖνον, πού ἐνῶ κοιμᾶται, νομίζει ὅτι τρέχει»!

Καί πότε παίρνει κάποιος μνησίκακος «ἐξιτήριο» ἀπό... τό νοσοκομεῖο; Πότε εἶναι σίγουρος ὅτι θεραπεύτηκε ἀπό αὐτό τό πάθος;

Ἀπαντάει πάλι ὁ Σιναΐτης ἅγιος: «Τότε θά καταλάβεις, ὅτι ἔχεις ἀπαλλαγεῖ ἀπό την σαπίλα αὐτοῦ τοῦ πάθους, ὅταν, ὄχι ἁπλῶς προσεύχεσαι γι᾿ αὐτόν πού ἀντιπαθεῖς, ἀλλά, ὅταν μάθεις ὅτι αὐτό τό πρόσωπο ἔπεσε σε σωματικό ἤ ψυχικό κακό καί τό νοιώσεις σαν νά ἔγινε σέ σένα!»

4. Τό «ψυχοπλάκωμα» τῆς ἀκηδίας

Στεκόμαστε καί σέ ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι τῆς «Κλίμακας», στήν ἀκηδία. Πρόκειται ὄχι γιά σκαλοπάτι... ἀνόδου, ἀλλά κυριολεκτικά γιά κατρακύλα στήν πλήρη ἀνορεξία γιά κάθε τι τό πνευματικό, στήν τέλεια βαριεστημάρα καί παντελῆ ἔλλειψη διάθεσης νά κουνήσουμε ἔστω καί τό δάχτυλάκι μας γιά κάποια διόρθωση.

Ὁ διάβολος, γράφτηκε κάπου, μᾶς κρατάει δεμένους μέ δύο πονηρά τεχνάσματα: Ἤ μᾶς πείθει ὅτι ἡ διόρθωση εἶναι πολύ εὔκολη καί σύντομη, καί ἑπομένως ἄς τήν ἀναβάλλουμε ἐπ᾿ ἀόριστον, γιατί ἔχουμε τάχα χρόνο.

Ἤ μᾶς ἀπογοητεύει ὅτι δέν ὑπάρχει διόρθωση, καί ἑπομένως δέν ἀξίζει νά βάλουμε ποτέ ἀρχή γιά νά διορθωθοῦμε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τήν ἀκηδία, την ἀνορεξία γιά κάθε ἀγῶνα, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀπελπισία ὅτι δέν ἀλλάζουν τά πράγματα, δέν ἔχουμε νά κάνουμε καί πολλά, «ἄστα να μπᾶνε», «δέν βαριέσαι, ὅπου βγάλει».

Μέ αὐτό τό δεύτερο τέχνασμα κορόϊδευε ὁ διάβολος ἕνα χριστιανό, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶχε τήν σύνεση νά ζητήσει τή συμβουλή ἑνός ἁγίου πνευματικοῦ. Ὁ πνευματικός, ἀφοῦ ἄκουσε με προσοχή τά ζητήματα πού τόν ἀπασχολοῦσαν, τοῦ εἶπε τήν παρακάτω διδακτική ἱστορία:

* * *

Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε ἕνα χωράφι, πού λόγῳ τῆς τεμπελιᾶς του καί τῆς ἀμέλειάς του ἔμενε χέρσο καί γέμιζε ἀπό ἄγρια χόρτα καί ἀγκάθια. Ἐπί τέλους, μετά ἀπό καιρό, ὁ ἄνθρωπος αὐτός σκέφθηκε νά περιποιηθεῖ το χωράφι του καί νά τό καλλιεργήσει.

Ἔστειλε τότε τόν γιό του νά τό καθαρίσει. Τό παιδί πῆγε. Ἀλλά ὅταν εἶδε τό χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια, ἀπογοητεύθηκε, καί εἶπε μέσα του: «Πότε θά μπορέσω ἐγώ νά ξεριζώσω ὅλα αὐτά τά ἀγκάθια καί νά καθαρίσω τό χωράφι; Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω; Δέν βρίσκω ἄκρη».

Ξάπλωσε λοιπόν σέ μιάν ἄκρη καί ἀποκοιμήθηκε. Βαρέθηκε. Δέν ἔκρινε σκόπιμο ὅτι ἀξίζει νά ξεκινήσει ἀπό κάπου.

Σέ λίγες ὧρες ξύπνησε, κοίταξε πάλι το πλῆθος τῶν ἀγκαθιῶν καί ἡ ἀπογοήτευσή του διπλασιάστηκε. Ξάπλωσε πάλι στά πλούσια ἀγριόχορτα.

Πέρασε ἔτσι ἀρκετές μέρες, ἄλλοτε κοιμώμενος καί ἄλλοτε στριφογυρίζοντας ἀπό τή μιά πλευρά στήν ἄλλη, ὅπως στρέφεται ἡ πόρτα. Ἔτσι διαβάζουμε καί στίς Παροιμίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὥσπερ θύρα στρέφεται ἐπί τοῦ στρόφιγγος, οὕτως ὀκνηρός ἐπί τῆς κλίνης αὐτοῦ». Ὅπως γυρνάει ἡ πόρτα στην  στρόφιγγα, ἔτσι καί ὁ τεμπέλης στριφογυρίζει στό κρεββάτι του!

Ἐν τῷ μεταξύ ἔρχεται ὁ πατέρας του, να ἰδεῖ τί ἔκανε ὁ γιός του στό χωράφι. Βλέποντάς τον νά τεμπελιάζει ἀναποφάσιστος τοῦ λέει: «Γιατί, παιδάκι μου, δέν ἔκανες τίποτα μέχρι τώρα;» Τό παιδί ἀπάντησε: «Ξέρεις πατέρα, κάθε φορά πού ἀποφάσιζα νά δουλέψω, βλέποντας αὐτό τό πλῆθος ἀπό τά ἀγριόχορτα καί τά ἀγκάθια ἔχανα ἀμέσως τήν ὄρεξή μου γιά δουλειά καί ξάπλωνα καί κοιμόμουνα. Ἔτσι δέν ἔκανα τίποτα μέχρι τώρα».

«Παιδί μου, μή στενοχωριέσαι», ἀπάντησε ὁ στοργικός πατέρας. «Θά σοῦ δώσω ὅμως μιά συμβουλή καί θέλω νά τήν τηρήσεις. Κάθε μέρα νά ξεχερσώνεις ἔκταση ἴση μέ τό μέγεθος τοῦ σώματός σου. Πόσο τόπο πιάνεις, ὅταν ξαπλώνεις; Τόσο νά καθαρίζεις! Καί θά ἰδεῖς τότε, ὅτι, ὅσο θά προχωρεῖ ἡ ἐργασία σου, τόσο θά διώχνεις πιό εὔκολα τήν τεμπελιά καί την ἀμέλεια».

Πραγματικά ὁ γιός πῆρε θάρρος και ἀκουλούθησε τή συμβουλή τοῦ πατέρα του.

Ἔτσι σέ λίγο χρόνο καθαρίστηκε τό χωράφι ἀπό τά ἀγριόχορτα καί τά ἀγκάθια.

* * *

Ἔτσι καί σύ λοιπόν ἀδελφέ μου, συνέχισε ὁ ἔμπειρος πνευματικός· λίγο-λίγο να ἐργάζεσαι καί νά κόβεις τά πάθη σου καλλιεργώντας τήν ψυχή σου.

Καί ὁ Θεός, βλέποντας τό εὐλογημένο πεῖσμα σου καί τήν ἁγία βία, πού ἀσκεῖς στόν ἑαυτό σου, θά σέ δυναμώσει νά καθαρίσεις τελείως τό χωράφι τῆς καρδιᾶς σου ἀπό τά ἀγριόχορτα τῶν παθῶν.

* * *

Ἐδῶ ἄς θυμηθοῦμε καί ἐκεῖνο τό σημεῖο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, πού ρωτάει ὁ Χριστός τόν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου νεαροῦ:

«Πόσος χρόνος ἐστί»; Πόσο καιρό εἶναι ἔτσι τό παιδί σου;

Ἄραγε ὁ Χριστός δέν ἤξερε; Εἶχε ἀνάγκη νά ρωτήσει γιά νά μάθει ὁ Χριστός; Ὄχι, βέβαια. Ἤξερε ὁ Χριστός. Ἀλλά, ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευτές, ἐπίτηδες τόν ρώτησε.

Θέλει νά μᾶς διδάξει ὅτι, ὅσο περισσότερο ἀφήνουμε τά πάθη καί τίς κακές μας συνήθειες ἀθεράπευτες, τόσο περισσότερο ριζώνουν μέσα μας καί ἐπηρεάζουν νοῦ, ψυχή καί σῶμα.

Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλωθεῖ στά πάθη, ἀλλοιώνεται τελείως τό φρόνημά του. Διαστρέφεται ὁ τρόπος πού βλέπει καί ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα. Καί ἔτσι παραμορφώνει και τόν τρόπο πού τά ἀντιμετωπίζει.

Στοιχειώδης σύνεση εἶναι νά μήν ἀφήνουμε νά χρονίζουν τά τυχόν ἀγκάθια τῶν παθῶν μέσα μας. Ἄς «καθαρίζουμε» κάθε μέρα, τουλάχιστον ὅσο εἶναι τό στρῶμα πού κοιμόμαστε. Ἔστω τόσο λίγο, ἀλλά κάτι νά κάνουμε.

Γιατί, ὅταν μένουν καί παλιώνουν καί ἀποκτοῦν γερές ρίζες, τότε ἔρχεται κάποια στιγμή καί ἡ ὀλέθρια ἀπελπισία, τήν ὁποία τόσο «λαχταράει» ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀντίδικός μας διάβολος.

5. Ἡ κορυφή τῆς διάκρισης

Τά τελευταῖα καί ψηλότερα σκαλοπάτια τῆς Κλίμακας ἀναφέρονται στίς μεγάλες ἀρετές τῆς ταπείνωσης, τῆς διάκρισης, τῆς πνευματικῆς σύνεσης καί τῆς ἀγάπης.

Σίγουρα ἡ διάκριση εἶναι μία ἀπό τις πιό δύσκολες ἀρετές, γιατί προϋποθέτει τους κόπους πολλῶν ἄλλων ἀρετῶν, ὅπως τῆς ὑπομονῆς, τῆς πραότητας καί τῆς ταπεινοφροσύνης.

Ἄς θαυμάσουμε καί ἄς ζηλέψουμε την διάκριση τοῦ Μεγάλου Παχωμίου, ὅπως ἔλαμψε σέ ἕνα περιστατικό στό Κοινόβιό του. Γιατί, λέει σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ἡ Κλίμακα:

«Ὅταν ὁ φτωχός βλέπει τόν θησαυρό τοῦ βασιλέως, ταπεινώνεται καί παύει νά ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του». Ἔτσι κι ἐμᾶς. Μᾶς ὠφελεῖ, ἔστω καί ἄν εἴμαστε πολύ φτωχοί, να βλέπουμε τίς μεγάλες ἀρετές τῶν ἁγίων.

Πρέπει νά εἰποῦμε ἐν παρενθέσει ὅτι το περιστατικό, πού θά ἀναφέρουμε, μᾶς θυμίζει πώς κάθε μοναστήρι, ὅπως καί κάθε ἐνορία μέσα στό κόσμο, εἶναι ἕνα θεραπευτήριο.

Καί στά θεραπευτήρια δέν πᾶνε αὐτοί πού (νομίζουν ὅτι) εἶναι ὑγιεῖς, ἀλλά οἱ «κακῶς ἔχοντες», οἱ ἄρρωστοι, πού ἀναζητοῦν τήν θεραπεία τους. Ἑπομένως, ἄς μήν περιμένουμε μέσα σ’ αὐτά τά θεραπευτήρια νά τούς βρίσκουμε ὅλους ὑγιεῖς καί... ἁγίους.

Ὁ ἅγιος Παχώμιος, λοιπόν, εἶχε ὀργανώσει τά πρῶτα κοινόβια στήν Αἴγυπτο. Οἱ βιογράφοι του μιλᾶνε γιά ἑπτά χιλιάδες ἀνθρώπους, πού εἶχε ὑπό τήν εὐθύνη του. Τούς εἶχε βέβαια κατατμήσει σέ μικρότερες ὁμάδες και εἶχαν τούς προϊσταμένους τους, μέ τελική ἀναφορά σ᾿ αὐτόν.

* * *

Κάποτε ἕνας ἀπό αὐτούς τούς προϊσταμένους ἀντιμετώπιζε ἕνα δύσκολο ἀδελφό. Ὁ ἐν λόγῳ ἀδελφός εἶχε κάποιο μπέρδεμα λογισμῶν, πού τόν ὁδήγησε κάποια στιγμή στην ἀπαίτηση νά γίνει οἰκονόμος-διαχειριστής στήν ὁμάδα του.

Ὁ προϊστάμενος ἔκρινε ὅτι ὁ ἀδελφός αὐτός δέν κάνει γι᾿ αὐτήν τήν δουλειά. Ἀλλά ἐπειδή δέν μποροῦσε νά τόν πείσει, ἔβλεπε, δηλαδή, ὅτι εἶχε «φορτώσει» καί δέν ἔπαιρνε ἀπό λόγια, νόμισε ὅτι ἦταν καλύτερα να τοῦ εἰπεῖ: «Ξέρεις, ὁ πατέρας Παχώμιος εἶπε νά μήν σέ κάνουμε, γιατί βλέπει ὅτι δέν εἶσαι ἀκόμη ἕτοιμος γι᾿ αὐτό». Ἐπικαλέστηκε τον ἅγιο Παχώμιο μήπως καί τόν φρενάρει καί τον προβληματίσει.

Δυστυχῶς ὁ χειρισμός αὐτός ἔφερε ἀντίθετα ἀποτελέσματα: Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά ὁ ἀδελφός φούντωσε ἀπό θυμό καί τράβηξε τόν προϊστάμενο μέ βίαιο τρόπο λέγοντάς του: «Ἔλα νά πᾶμε σ᾿ αὐτόν, καί νά εἰπεῖ μπροστά μου ὅ,τι θέλει». Ὁ προϊστάμενος τον ἀκολούθησε μέ φόβο καί λύπη, χωρίς νά ξέρει ποιό θά εἶναι τό τέλος τῆς ὑπόθεσης.

Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ, βρῆκαν τόν ἅγιο να εἶναι ἀνεβασμένος σέ μιά σκάλα καί νά κτίζει ἕνα τοῖχο. Πλησιάζοντας τότε ὁ ἀδελφός ἐκεῖνος μέ μεγάλο θυμό λέει στόν ἅγιο Παχώμιο: «Κατέβα κάτω, ψεύτη, καί πές μου το λάθος μου, γιατί δέν κάνω γιά οἰκονόμος;»

Φυσικά ὁ ἅγιος δέν εἶχε ἐνημερωθεῖ για τίποτα. Ὁ προϊστάμενος νόμιζε ὅτι μόλις θα ἔλεγε στόν ἀδελφό ὅτι καί ὁ ἅγιος δέν τον ἐνέκρινε, θά ἔληγε ἐκεῖ τό θέμα. Αὐτός ὅμως τόν ἅρπαξε καί τόν πῆγε ἐκεῖ, χωρίς νά ἔχει ἐνημερωθεῖ ὁ ἅγιος Παχώμιος.

Βλέπει λοιπόν ξαφνικά πάνω ἀπό την σκάλα ὁ Παχώμιος ἕναν μαινόμενο ἀδελφό, νά ἀφρίζει ἀπό θυμό καί νά τοῦ φωνάζει αὐτά τά λόγια. Καί ἐνῶ ἐκεῖνος σιωποῦσε, ἀποθρασύνθηκε περισσότερο ὁ ἀδελφός λέγοντας: «Μουγκάθηκες λοιπόν καί δέν ἔχεις τίποτα νά ἀπολογηθεῖς; Ποιός σέ ἀναγκάζει νά λές ψέματα; Καί μάλιστα ἐσύ πού λές ὅτι εἶσαι διορατικός, ἐνῶ εἶσαι στραβός;»

Τότε ὁ ἅγιος, χωρίς νά ξέρει τί ἐννοοῦσε ὁ ἀδελφός μέσα στόν θυμό του, τοῦ ἀποκρίθηκε ἤρεμα: «Ἥμαρτον, ἀδελφέ΄ συγχώρα με. Ἐσύ δέν ἔκανες ποτέ κανένα σφάλμα;»

Ἄς θαυμάσουμε τήν αὐτοσυγκράτηση, τήν ταπείνωση, τήν ψυχραιμία, καί τήν σύνεση τοῦ ἁγίου. Σάν ὑπερπροϊστάμενος θά μποροῦσε νά τοῦ εἰπεῖ: «Ποιός εἶσαι, ρέ καί μιλᾶς ἔτσι; Ἄντε φύγε ἀπό ἐδῶ, ἐξαφανίσου! Καί θα ἰδοῦμε, πότε θά σέ φωνάξω νά τά εἰποῦμε».

Ἀντίθετα ὁ ἅγιος Παχώμιος τοῦ εἶπε: «Ἔσφαλα, ἀδελφέ. Ἐσύ δέν ἔχεις κάνει ποτέ λάθος;» Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης μέσα στήν Κλίμακα: «Ἐν καρδίαις πραέων, ἀναπαύσεται Κύριος. Ψυχή δέ ταραχώδης, διαβόλου καθέδρα». Λόγια δωρικά, ἐπιγραμματικά, σαφέστατα. Ὁ Κύριος θά βρεῖ ἀνάπαυση καί θα θρονιαστεῖ στίς καρδιές ἐκείνων, πού ἔχουν τήν πραότητα ὡς ἀρετή· δηλαδή, ὡς κατάκτηση μετά ἀπό κόπο καί ἀγώνα καί ὄχι ὡς ἰδίωμα τοῦ χαρακτήρα τους. Ἡ πραότητα θέλει πολύ κόπο καί ἀγώνα, γιά νά κατορθωθεῖ.

«Ψυχή δέ ταραχώδης, διαβόλου καθέδρα». Ὄχι ἁπλά σέ μιά ἀκρούλα βάζει την οὐρά του ὁ διάβολος, ἀλλά τόν θρόνο του ἔχει ὁ διάβολος μέσα στήν ψυχή πού θυμώνει, ὀργίζεται καί ταράζεται. Καί τήν βλέπουμε τήν «διαβόλου καθέδρα» στήν συμπεριφορά τοῦ ἀδελφοῦ στό περιστατικό μέ τόν ἅγιο Παχώμιο!

Ἀκούγοντας, λοιπόν, ἐκεῖνος αὐτή την ἀπάντηση ἀπό τόν ἅγιο, νά τοῦ λέει μέ ἡρεμία, «ἔσφαλα, βρέ ἀδελφέ· ἐσύ δέν ἔκανες ποτέ σου λάθος;» ἐκεῖ πιά κόπασε ἡ καταιγίδα. Ἡσύχασε. Ἠρέμησε «τό θηρίο».

Καί κατεβαίνοντας ὁ γέροντας ἀπό την δουλειά του ἀναζήτησε τόν προϊστάμενο. Τον βρίσκει νά κλαίει μέ τσακισμένη τήν καρδιά καί τόν ρωτάει: «Τί συμβαίνει;» Ἐκεῖνος ἀποκρίνεται: «Μᾶς ζητοῦσε, γέροντα, ἕνα διακόνημα ἀνώτερο ἀπό τήν ἀξία του. Καί ἐγώ βλέποντας ὅτι δέν μποροῦσα νά τοῦ τό ἀρνηθῶ, γιατί δέν θά μέ ἄκουγε, ἀνέφερα ἐσένα, νομίζοντας ὅτι θά ἡσυχάσει. Γιατί ξέρουμε ὅτι ἀπό τόν Θεό σοῦ ἔχει δοθεῖ τό χάρισμα νά μήν σοῦ ξεφεύγουν εὔκολα οἱ δολιότητες. Καί νά, αὐτός ὁ ἀνόητος, μαζί μέ τά ἄλλα κακά του, ἔβρισε καί ἐσένα».

Ὁ Παχώμιος τότε τοῦ λέει: «Δέν ἦρθες να μέ ρωτήσεις ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἄκουσέ με. Δῶσε του αὐτό πού ζητάει, ὥστε μέ τόν τρόπο αὐτό, νά γλυτώσουμε τήν ψυχή του ἀπό τόν ἐχθρό. Διότι εἶναι δυνατόν, και κακός ἄνθρωπος, εὐεργετούμενος, νά ἔρθει σέ κάποια συναίσθηση τοῦ καλοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νά συμπάσχουμε μέ τους ἀδελφούς μας. Κάνε καί ἐσύ ὑπομονή καί ἀνέξου τον. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Να βαστάζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο· οἱ δυνατότεροι τούς ἀδύνατους».

Ἔτσι πῆγε ὁ προϊστάμενος καί εἶπε στον ἀδελφό νά ἀναλάβει τό πόστο πού ζητοῦσε. Καί ἐκεῖνος μόλις τό ἄκουσε, πῆγε μπροστά στόν ἅγιο Παχώμιο μέ μεγάλη συναίσθηση και ἀγκαλιάζοντας τόν σεβάσμιο γέροντα τοῦ ἐξομολογήθηκε: «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, εἶσαι πιο ψηλά ἀπ᾿ ὅσο νομίζουμε. Γιατί εἴδαμε πῶς νίκησες μέ τό καλό, καί λυπήθηκες ἐμένα τον ἄμυαλο καί ἁμαρτωλό. Ἄν δέν μακροθυμοῦσες ἀλλά ἔλεγες τίποτα ἐναντίον μου, θά ἔφευγα μακριά ὄχι μόνο ἀπό ἐδῶ ἀλλά καί ἀπό τον Θεό. Ὄχι ἁπλῶς θά παρατοῦσα τό μοναστήρι, ἀλλά ἄθεος θά γινόμουνα. Ἄς εἶσαι εὐλογημένος, γιατί χάρη σέ σένα ζῶ!»

6. Τό καρφί καί τό δοκάρι

Ἄς ἰδοῦμε καί ἕνα πιό σύγχρονο παράδειγμα, τό ὁποῖο δείχνει, ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη διάκρισης, καί ἡ ἀπουσία πλατειᾶς καρδιᾶς· ἀπουσία καρδιᾶς μέ ἀγάπη, ὑπομονή καί ταπείνωση.

Σέ κάποιο συνέδριο Ἐξομολογητικῆς, πού ἔγινε πρίν λίγα χρόνια στήν Ἀθήνα, κάποιος ὁμιλητής, ἔμπειρος πνευματικός, ἀνέφερε και  μερικά παραδείγματα ἀπό τήν πείρα του. Στεκόμαστε σέ ἕνα:

* * *

Ἄνδρας καρκινοπαθής, ὀγδονταέξι ἐτῶν, νοσηλεύεται σέ νοσοκομεῖο. Κάποια ἀδελφή, βλέποντας τόν θάνατό του νά πλησιάζει, τον παροτρύνει νά ἐξομολογηθεῖ στόν πνευματικό τοῦ νοσοκομείου. Ἐκεῖνος τελικά δέχεται.

Στήν πρώτη ἐρώτηση τοῦ πνευματικοῦ:

«Πόσο καιρό ἔχεις νά ἐξομολογηθεῖς, ἡ ἀπάντησή του, συγκλονιστική, ἦταν:

«Ἔχω ἑβδομήντα χρόνια! Ἀπό τά δεκαέξι μου δέν ἔχω ἐξομολογηθεῖ, οὔτε ἐκκλησία πῆγα. Καί αὐτό, μέ τό συμπάθιο, ὀφείλεται σ᾿ ἕνα συνάδελφό σου, πάτερ.

» Ἤμουν δεκαέξι ἐτῶν μαστορόπουλο, καί πῆγα σ᾿ ἕνα ναό στοῦ Ψυρρῆ νά ἐξομολογηθῶ. Μόλις ἄνοιξα τό στόμα μου καί εἶπα στόν παπᾶ τήν πρώτη ἁμαρτία, ὅτι βλασφημῶ τά θεῖα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε κοφτά: «Ἀφοῦ βλαστημᾶς τά θεῖα, τότε τί ἦρθες νά ἐξομολογηθεῖς;» Καί μέ ἔδιωξε.

» Ἀπό τότε δέν ξαναπῆγα ἐκκλησία, ἑβδομήντα χρόνια τώρα. Καί οὔτε εἶχα σκοπό να ἐξομολογηθῶ, ἄν αὐτή ἐδῶ ἡ ἀδελφή δέν μοῦ ἔλεγε τόσα πολλά γιά σένα. Καί τό σπουδαιότερο, ἄν δέν περίμενα μήπως ὁ Θεός μέ λυπηθεῖ καί συγχωρήσει τίς πολλές ἁμαρτίες μου, (ἐδῶ ἄρχισε νά κλαίει), καί μέ ἀξιώσει ἔστω καί για μιά μόνο φορά νά ἰδῶ ἐκεῖνον τόν ἄγγελο, την μακαρίτισσα τήν γυναίκα μου, πού ἔχει πεθάνει ἐδῶ καί ἕνα χρόνο· καί πού, ἐνῶ ἐγώ μέχρι τό θάνατό της εἶχα καί ἄλλη γυναίκα σπιτωμένη ἀπέναντι, ἐκείνη δέν μοῦ εἶπε οὔτε μιά λέξη ποτέ!»

Ἐπισφράγισε μέ λυγμούς τήν ἀφήγησή του. Ὁ πνευματικός μποροῦσε νά συνεχίσει τό ἔργο του. Ὁ ἀσθενής ἐξομολογήθηκε αὐτή τή μοναδική φορά στή ζωή του καί μετά ἀπό λίγες μέρες ἀναχώρησε γιά τό αἰώνιο ταξίδι.

Ἡ ἀδιάκριτη ἀντιμετώπιση ἑνός πνευματικοῦ, κράτησε μιά ψυχή ἑβδομήντα ὁλόκληρα χρόνια μακριά ἀπό τά λυτρωτικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἔμπρακτη ὑπομονή, μακροθυμία καί ἀγάπη μιᾶς ἁπλοϊκῆς γυναίκας, πού σήκωσε καρτερικά τόν σταυρό τῆς συζυγικῆς ἀπιστίας γιά δεκαετίες, ὁδήγησε τά βήματα τοῦ ἄσωτου στό ἐξομολογητήριο ἔστω και μετά τόν θάνατό της.

* * *

Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης στήν Κλίμακα, στόν ὄγδοο λόγο «περί ἀοργησίας και πραότητος». Ἄν θέλεις ἤ μᾶλλον νομίζεις ὅτι πρέπει νά ἀφαιρέσεις τό κάρφος ἀπό τόν ὀφθαλμό τοῦ ἄλλου, πρόσεξε μήπως, ἀντί ἰατρικῆς σμίλης, χρησιμοποιήσεις κανένα δοκάρι· ὁπότε θά ἀνοίξεις καί θά καταστρέψεις ἐντελῶς τό μάτι. Δοκάρι εἶναι ὁ βαρύς λόγος καί οἱ ἀπρεπεῖς ἐξωτερικοί τρόποι. Ἐνῶ τό ἄλλο, ἡ ἰατρική σμίλη, εἶναι ἡ -μέ ἐπιείκεια- συμβουλή καί διδασκαλία καί ὁ -μέ μακροθυμία και εὐσπλαγχνία- ἔλεγχος.

Δικαιολογημένα, ἴσως, φέρει κάποιος την ἀντίρρηση: «Τό νά βλαστημᾶς τό Θεό θεωρεῖται ἁπλῶς κάρφος;» Ναί, ἄν ἔπαιρνε κανείς ὑπόψιν τά δεδομένα του, τήν ἡλικία του, τήν ζωή του, τίς καταβολές καί τό περιβάλλον του, μπορεῖ καί νά ἦταν ἕνα κάρφος.

Στό κάτω-κάτω ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη οὔτε ἀπό εἰσαγγελεῖς, οὔτε ἀπό δικηγόρους, οὔτε ἀπό ἐκδικητές. Μιμητές τῆς εὐσπλαγχνίας Του θέλει ὁ Χριστός. Μιμητές τῆς μακροθυμίας καί τῆς ἀγάπης Του, μᾶς θέλει ὁ Χριστός.

7. Τό ἰδεῶδες τῆς «κότας»

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δείχνει τή Κλίμακα τῶν ἀρετῶν καί μᾶς προτρέπει: «Προθύμως ἀνάβαινε». Ἄρχισε τό ἀνέβασμα μέ προθυμία· ὄχι σάν ἀγγαρεία.

Ἐμεῖς ὅμως, δυστυχῶς, πολλές φορές προτιμᾶμε τό ξάπλωμα στήν πολυθρόνα, και τήν παράδοση στά χαζοκούτια (τηλεόραση, κινητό, διαδίκτυο), γιά νά βοσκᾶμε καί να τρῶμε μπόλικο κουτόχορτο στά λιβάδια τῶν σήριαλς, καί γιά νά μᾶς πετᾶνε μπαλάκι ἀπό τήν μεσημεριανή χαζοβιόλα, στόν ἀπογευματινό πληρωμένο ντελάλη τῆς προπαγάνδας τους. Ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ καταντᾶμε θλιβεροί θεατές σέ μιά παρέλαση ὑπερεκτιμημένων τίποτα, πού ἀποφαίνονται ἐπί παντός ἐπιστητοῦ ὡς λαμπεροί στάρ καί ἐπώνυμοι εἰδικοί τοῦ μηδενός. Στήν οὐσία, δηλαδή, ὑπερεκτιμημένα τίποτα.

Κάποιοι ἐλεύθεροι στίχοι ἑνός σύγχρονου ποιητῆ λένε:

«Ἰδού ὁ στόχος τῆς κοινωνίας στόν νέον αἰώνα:

» Ὁ πολίτης νά εἶναι ἱκανοποιημένος,

» μέ ὅσα τοῦ δίνουν χωρίς ἀντίρρηση.

» Τοῦ δίνουνε fast food καί coca-cola.

» Ἄφθονα σήριαλς γιά νά ἀντλεῖ «διδάγματα ζωῆς».

» Καί ἕνα computer, ἀλήθεια, γιά νά παίζει».

Τί ἄλλο θέλει;

Ἔ, καί οἱ κότες στό κοτέτσι τους μέ λίγο καλαμπόκι καί λίγο χορταράκι μιά χαρά εἶναι.

Τί ἄλλο θέλουν;

Ἀλίμονό μας, ἄν ἔχουμε ἰδεῶδες μας, το ἰδεῶδες τῆς κότας.

Τό θέμα εἶναι νά μποροῦμε καί νά θέλουμε νά ἀπεγκλωβιστοῦμε ἀπό αὐτήν την εὐτέλεια, τήν φτώχεια καί τήν ἐξαθλίωση, και νά ἀκολουθοῦμε τό «προθύμως ἀνάβαινε».

Νά μή θέλουμε νά μένουμε στάσιμοι, ἐκεῖ πού εἴμαστε. Μέ τό «δέ, βαριέσαι» δέν ἀλλάζει τίποτα. Γιατί ἔτσι, ὄχι ἁπλῶς μένουμε στάσιμοι, ἀλλά ἀφηνόμαστε στόν κατήφορο τῆς παγίωσης τῶν κακῶν καί ἐμπαθῶν συνηθειῶν μας.

Σίγουρα τό «προθύμως ἀνάβαινε», κοστίζει, στοιχίζει, θέλει κόπο, ἔχει ζόρι. Τό θέμα εἶναι νά τό τολμᾶμε, νά τό θέλουμε, νά μποροῦμε νά τό ἐπιλέγουμε, ὄχι γκρινιάζοντας, ὄχι βαρυγκομώντας, ὄχι ὠχαδελφιστικά: «ὤχ, ἔχουμε καί αὐτό τώρα»!

Αὐτή ἡ προθυμία γιά ἀνάβαση στήν Κλίμακα τῶν ἀρετῶν μπορεῖ νά εἶναι καρπός και συνέπεια μόνο μιᾶς ὑγιοῦς ὅρασης καί θέασης τῶν πραγμάτων, καί ἑνός φωτισμένου θελήματος. Δέν ἀρκεῖ ἡ παρότρυνση, ἡ ἐπισήμανση, ἡ συμβουλή. Τό «προθύμως ἀνάβαινε» δέν ἐπιβάλλεται. Δέν ἔχει κάνενα νόημα, ὅταν ἐπιβάλλεται. Γιατί, ἁπλούστατα, τότε δέν εἶναι «πρόθυμη» ἀνάβαση ἀλλά θλιβερή ἀγγαρεία...

Ἄν δέν θελήσουμε νά τό κατανοήσουμε, νά τό ἀγαπήσουμε, νά τό τολμήσουμε, να κάνουμε ἔστω ἕνα βῆμα πρός τά πάνω, τότε καταδικάζουμε τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό νά εἶναι κάτι πολύ ψεύτικο. Νά εἶναι, ἴσως, τίποτα· κάτι πολύ ἐπιφανειακό. Νά εἶναι μια βιτρίνα μόνο.

8. Οἱ «φυλές» τῆς Ἀνάστασης

Αὐτή ἡ θλιβερή βιτρίνα «σχέσης» με τόν Χριστό φαίνεται πολύ καθαρά σέ πολλές ἐκφράσεις τῆς «θρησκευτικῆς» ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, πού συνήθως ἰσχυρίζονται ὅτι «πιστεύουν μέ τόν τρόπο τους». Ἰδιαίτερα «λαμπερή», ὅμως, ἀποκαλύπτεται αὐτή ἡ «βιτρίνα» στόν τρόπο, πού γιορτάζουν τό Πάσχα.

Κάποιος δημοσιογράφος κατάφερε ἀρκετά πετυχημένα νά «φωτογραφήσει» τίς ποικίλες κατηγορίες «πιστῶν» τήν νύχτα τῆς Ἀνάστασης. Ἀπέδωσε μέ πολύ γλαφυρό τρόπο, τό πῶς ἔχει καταντήσει νά γιορτάζεται ἡ Ἀνάσταση πλέον στήν ταλαίπωρη Ἑλλάδα ἀπό τήν πλειονότητα τῶν λεγομένων ἤ γραφομένων «χριστιανῶν». Ἄς ἀφεθοῦμε γιά λίγο στον «φακό» του:

* * *

«Ἡ φωνή τῆς στρουμπουλῆς ὀξυζεναρισμένης κυρίας κατάφερε νά ἀκουστεῖ μέσα ἀπό τήν ἔνταση τῶν μεγαφώνων, μέχρι την ἐξέδρα μέ τούς ἱερεῖς: «Καλέ, θά τό πεῖς να τελειώσουμε; Ἔχουμε ξυλιάσει ἐδῶ ἔξω».

» Ὁ γηραιότερος ἐξ αὐτῶν τήν κεραυνοβόλησε μέ τό πιό αὐστηρό βλέμμα του. Πλησίασε τά χείλη του στό μικρόφωνο. Ἀλλά ἀντί νά ψάλλει τό «Χριστός Ἀνέστη», πού ὅλοι περίμεναν, τῆς ἀπάντησε γεμᾶτος ὀργή: «Ἀντίχριστη!». Οἱ ἀντιδράσεις τῶν παρευρισκομένων, ποικίλες. Ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, γελάσανε. Μερικές κυρίες γύρισαν καί κοίταξαν τήν κυρία πού φώναξε, χαρίζοντάς της μερικά ὑποτιμητικά «τς, τς, τς, ...». Ἕνας κύριος ντυμένος μέ κοστούμι, αἰσθητικῆς τοῦ 40, ἄρχισε μόνος του νά ψέλνει τό «Χριστός Ἀνέστη», ἔτσι ἀπό ἀντίδραση...

» Τελικά, (λέει ὁ δημοσιογράφος), αὐτή ἦταν ἄλλη μιά ρουτινιάρικη Ἀνάσταση, σε μιά ἐκκλησία κάποιας γειτονιᾶς σέ μιά πόλη τῆς Ἑλλάδος. Θέλετε νά μᾶς πιστέψετε, πιστέψτε μας. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι σχεδόν ὅλοι ἔχετε ζήσει μιά παρόμοια σουρεαλιστική κατάσταση. Ἄλλος πιό light, ἄλλος πιό βαριά καί ἀσήκωτη. Γιατί οἱ ἀλλοτριωμένοι ἄνθρωποι, ἔχουν - πῶς νά τό κάνουμε - τίς ἀλλοτριωμένες γιορτές τους. Ἀλλοτριωμένοι ἄνθρωποι, ἀλλοτριωμένες γιορτές. Δέν αἰσθάνεσθε ἀλλοτριωμένοι;

Ἔτσι εἶναι, ἄν ἔτσι νομίζετε.

Ὅπως καί νά ἔχει πάντως, ἡ Ἀνάσταση γίνεται ὅλο καί περισσότερο ἕνα μεταλλαγμένο κάτι, πού καθόλου δέν θυμίζει, αὐτό πού πραγματικά πρέπει νά εἶναι. Ποιός φταίει; Ἴσως οἱ διάφορες «φυλές» τῆς Ἀνάστασης. Ἄς τίς δοῦμε μέ τήν σειρά:

1. Ὁ ἀδιάφορος: Φτάνει στόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας γύρω στίς δώδεκα παρά πέντε, φορώντας τό πιό coolὕφος. Παρατηρεῖ ἀφηρημένα τά ἀστέρια, τά λουλούδια στά γύρω μπαλκόνια. Ἔχει τήν ἔκφραση βαριεστημένου περιηγητῆ σέ ἕνα κόσμο, πού τόν ξέρει τόσο καλά, ὥστε νά τόν βαριέται θανάσιμα.

Πραγματικά ἀπορεῖς γιά τήν ἀπόφασή του, νά ὑποβάλει τόν ἑαυτό του σέ κάτι τόσο κουραστικό. Καλύτερα νά καθόταν σπίτι. Το ἴδιο σκέφτεται καί αὐτός. Τί νά ᾿κανε ὅμως; Ἀκολούθησε τήν οἰκογένεια καί τούς φίλους. Ἔτσι γιά τό καλό τῆς μέρας. Ἔ καί, δέν βαριέσαι πέντε λεπτά εἶναι μέχρι νά ποῦν το «Χριστός Ἀνέστη» καί μετά πᾶμε σπίτι για τήν μαγειρίτσα...

2. Ὁ βιαστικός. Ἔχει ὅλα τά στοιχεῖα, πού χαρακτηρίζουν καί τόν ἀδιάφορο ἀλλά ἔχει καί μιά ἐπιπλέον ἔνταση: κοιτάζει συνεχῶς τό ρολόϊ του. Γυρίζει στούς διπλανούς του καί κάνει σχόλια τοῦ στύλ: «Μά καλά, ὅλη τή Λειτουργία θά ποῦν ἀπόψε; Γιατί δέν... πηδᾶνε τά ἐπουσιώδη νά φτάσουμε στο «Χριστός Ἀνέστη», νά τελειώνουμε» ἤ «Ὤχ, ὁ παπα-Γιάννης θά ἀναστήσει; Καλά Χριστούγεννα!».

Γιατί βιάζεται τόσο; Ρωτῆστε τον. Τό πιο πιθανόν εἶναι, νά μήν ἔχει νά σᾶς ἀπαντήσει τίποτα. Ἁπλά βιάζεται. Ἀπό κεκτημένη ταχύτητα, ἀπό πλήξη, ἀπό στύλ....

3. Ὁ «φτιαγμένος», πού ἔρχεται ἀπό τήν πόλη στό χωριό γιά Πάσχα. Ἐπιστρέφει στό χωριό κάθε Πάσχα, φορτωμένος ὅλη την αἴγλη, πού δίνει σ᾿ ἕνα - κάποτε ἁγνό – παιδί τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, ἡ διαμονή του ἐδῶ καί δεκαετίες στήν πρωτεύουσα. Καταφθάνει στήν ἐκκλησία μέ τό ὁλοκαίνουργιο 4Χ4 Jeep του, ἔστω κι ἄν εἶναι δυό τετράγωνα πιο κάτω τό σπίτι του. Θά πάει μέ τό Jeep του στήν ἐκκλησία! Κολοκοτρωναίϊκα, πού λέμε. Κάνει ὅσο πιό πολλή φασαρία μπορεῖ μέσα κι ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, χαιρετώντας τους πάντες μέ στεντόρεια φωνή. «Καλῶς σᾶς βρήκαμε, Γεωργία μου. Ἡ οἰκογένεια καλά; Πάντα καλά». «Γειά σου, βρέ Γιώργη. Ἔ, ἤρθαμε κι ἐμεῖς νά δοῦμε τήν μάνα μου, ἄν και εἴχαμε δουλειά στήν Ἀθήνα. Εἶμαι πνιγμένος. Πολλή δουλειά, βρέ παιδί μου». Μέ κουστούμι ἀτσαλάκωτο, φοράει γραβάτα καί δακτυλίδι-σφραγίδα, δῶρο τῆς... μακαρίτισσας τῆς πεθερᾶς του. Ἡ γυναίκα του συναγωνίζεται

ὡς πρός τήν ἐμφάνισή της τόν... καρνάβαλο.

Τά παιδιά τους κυνηγᾶνε ἀλύπητα ὅλες τις γάτες τοῦ περιβόλου ἤ παίζουν, φορητά ἠλεκτρονικά, κάνοντας τά ἄλλα παιδιά, τά χωριατάκια, νά σκάσουν ἀπό τήν ζήλεια τους.

«Ὠραία οἰκογένεια!», πού λένε μέ μισό στόμα οἱ γειτόνισσες. Κατά τά ἄλλα ποιά Ἀνάσταση;

Ὅλα γιά τήν πασαρέλα γίνονται.

4. Ὁ κουλτουριάρης. Μοιάζει ἀρκετά με τόν ἀδιάφορο ἀλλά εἶναι πιό κόσμιος. Μιλάει σιγά μέ τούς διπλανούς του κουλτουριάρηδες γιά παλαιότερα ἀξέχαστα Πάσχα τῆς ζωῆς τους. «Στό Ἅγιον Ὄρος πού ἀναστήσαμε ὑπό τό φῶς τῶν κεριῶν, πού κι ἐγώ δέν τό πιστεύω ὅτι συγκινήθηκα. Στήν Ἁγία Πετρούπολη, πού ἔψαλλε ὅλο τό ἐκκλησίασμα μέ κάτι φωνές, μά τί φωνές! Λαός μέ κουλτούρα, βλέπεις. Ἤ στό Πεκίνο, πού βρέθηκα ἀπό ἀντίδραση. Εἶχα ἀποφασίσει νά μήν ξαναπαραστῶ σε ἀνάσταση, καί πῆγα νά δῶ τό Σινικό Τεῖχος. Ἔγραψα καί κάτι σχετικό τότε». Ἀκολούθως κοιτάζει μέ συγκρατημένη εἰρωνεία τήν κυρία, πού ψάλλει δίπλα του «θανάτῳ θάνατον Πατήσια...» ἀνεβοκατεβάζοντας τήν λαμπάδα της, καί ἀναχωρεῖ μέ τήν ἐξ ἴσου κουλτουριάρα κολλητή του - «ἄν μείνουμε ἄλλο, θα ἁρπάξουμε καμμιά φωτιά» - γιά τήν παραδοσιακή μαγειρίτσα, καί ἀμέσως μετά γιά την ἀνάγνωση τοῦ νέου μυθιστορήματος τοῦ Κούντερα, τό ὁποῖο πραγματεύεται τό ἀπραγματοποίητο..., πού διατρέχει ὁλόκληρη τή ἰδιοσυγκρασία τοῦ ὑποκειμένου, χωρίς νά παρεμβαίνει κ.τ.λ. κ.τ.λ. «ἄν μέ κατάλαβαίνεις». Τι καταλαβαίνει, τώρα, βέβαια...

Τελειώσαμε καί μέ τόν κουλτουριάρη.

5. Ὁ τουρίστας. «Τό κρουαζιερόπλοιο θά διανυκτερεύσει ἀπόψε στό νησί. Καί αὔριο πρωΐ-πρωΐ θά ἀναχωρήσουμε γιά Μύκονο, ὅπου καί θά σουβλίσουμε τά ἀρνιά». Ὁ ξεναγός τους συνέστησε νά μήν χάσουν μέ τίποτα τό Greek Easter (ἑλληνικό Πάσχα), πού εἶναι very traditional (πολύ παραδοσιακό). Βγαίνουν ἔξω σάν νά εἶναι ἕνα κοπάδι.

Οἱ φωτογραφικές μηχανές ἀνάβουν΄ σταυροί, παπάδες, βεγγαλικά, μποῦκλες, πού ἁρπάζουν φωτιά ἀπό τή λαμπάδα τῆς πισινῆς, ὅλα καταγράφονται θολά, κουνημένα, ἀπροσδιόριστα, στά πιό σύγχρονα μοντέλα πού κυκλοφοροῦν στήν ἀγορά. Ἀγοράζουν φαναράκι ἤ λαμπάδα. Ἡ προσπάθεια τους νά τήν κρατήσουν ἀναμμένη, εἶναι συγκινητική. Κοιτάζουν πάντα μέ θαυμασμό. Στήν δική τους πατρίδα δέν ἔχουν τέτοιο show.

Κλείνουν σαστισμένοι τά αὐτιά τους στήν ἔκρηξη τῶν βεγγαλικῶν· τούς ἀρέσει ὅμως. Στήν ἐπιστροφή στό πλοῖο, ὅσοι ἐξ αὐτῶν εἶναι ἐπαρκῶς τολμηροί, θά φᾶνε ἕνα περίεργο μαυροζούμι. Ὁ σερβιτόρος τό λέει mageiritsa.

6. Τό top model, γιά νά τελειώσουμε μ᾿ αὐτό. Ντυμένη μέ ὅ,τι καλύτερο βρῆκε στην μπουτίκ «Ἀριάδνη» - διατίθενται καί μεγάλα νούμερα - καί ὅτι φο-μπιζού ἀνέσυρε ἀπό τά βάθη τῆς μπιζουτιέρας της· καί τό τακούνι το δωδεκάποντο καί βάλε, πού μπορεῖ νά τήν πεθαίνει στό κότσι, ἀλλά, τί στό καλό; Γιά ἕνα τεταρτάκι; Ὅσο διαρκεῖ πιά μιά «ἀξιοπρεπής» Ἀνάσταση. Μαλλί κάγκελο, μέ τό κόκκινο τό extension πάνω ἀπό τό δεξί αὐτί, να λάμπει μέσα στή νύκτα. Καί τόνοι ἀποπνικτικοῦ ἀρώματος καί ὕφος ἐλαφρῶς σνόμπ. Ἀλλά καί εὐγενικά καταδεκτικό, μέρα πού εἶναι, πρός τούς ταπεινούς ἰθαγενεῖς, πού - ὁποία τιμή! - τήν ἔχουν ἀνάμεσά τους. Δίπλα της, ὁ περήφανος ἀρραβωνιαστικός. Μέ κουστούμι στήν τρίχα, μέ λουστρίνι μυτερό, ἀπό ἐκεῖνο πού περισσεύει τουλάχιστον 15 ἑκατοστά ἀπό ἐκεῖ πού τελειώνουν τά δάκτυλα, καί στρίβει πρός τά πάνω. Μέ τό πουράκι στό χέρι, γιατί εἶναι καί θεριακλής, καί μέ τό κινητό μέ ἀνοικτό bluetooth στό ἄλλο χέρι, μπάς καί σκάσει καμμιά μπίζνα τό βράδυ τῆς Ἀνάστασης και τήν χάσει...

* * *

Αὐτές εἶναι, κατά τόν δημοσιογράφο, οἱ βασικές «φυλές» τῆς Ἀνάστασης, καρποί μιᾶς «νερόβραστης» καί ἐπιφανειακῆς σχέσης με τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πέρα ἀπό τό ἀστεῖο τῆς ὑπόθεσης, καλό εἶναι νά μήν ἔχουμε τήν... φιλοδοξία, νά ἀνήκουμε σέ κάποια ἀπό αὐτές.

Νά μᾶς φυλάει ὁ Θεός, νά μήν φτάσουμε ποτέ σέ τέτοιο κατάντημα τάχα ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης.

Καί νά μᾶς ἀξιώνει, νά ἀναζητοῦμε και νά κοπιάζουμε κάθε φορά γιά ἕνα «σκαλί» παραπάνω στό ἀνέβασμα

• σέ μεγαλύτερη αὐτογνωσία·

• σέ πιό φωτισμένη «διάκριση»· καί

• σέ πιό συνειδητή συμμετοχή στήν ζωή

τῆς Ἐκκλησίας.

1. “Κάποια ρόδα μαραίνονται...”, σελ. 27-28, ἐκδόσεις Η ΔΑΜΑΣΚΟΣ

2. “Μόνος πρός μόνον... στήν Μπαρανκίγια”, σελ. 37-39 - ἐκδόσεις ΚΑΡΔΙΑΣ

3. Ἐφημ. “ΤΑ ΝΕΑ”

4. Μαθητ. ἐφημ. “SCHOOLIGANS”, τ.10/2007

***

Περιεχόμενα

Ἀντί Προλόγου .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕΝ

1. «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν» .. . . . . . . . . . . . . . . 9

2. Φτωχοί σέ ἀγάπη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11

3. Πάμπτωχο παιδί... πλουσίων γονέων .. . . . 12

4. Κύριε καθηγητά, μέ ἀγαπᾶτε; .. . . . . . . . . . . 15

5. Οἱ μπαμπάδες τοῦ Σαββατοκύριακου .. . . 19

6. Ὁ πατέρας μου... «τέρας» μου;... .. . . . . . . . . . 25

7. Ἀγάπη... ἐντός τῶν συνόρων .. . . . . . . . . . . . . . 28

8. Ἀγάπη καί Κρίση .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 30

ΤΑ ΡΕΒΥΘΙΑ

1. Τά ρεβύθια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37

2. Δοσοληψία ἤ θεραπεία; .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 38

3. Ἀνατομία τῆς φιλαυτίας .. . . . . . . . . . . . . . . . . 42

4. Τό μυστικό τῆς χαρᾶς .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46

5. Ἀγάπη καί ἐλευθερία .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49

6. Τυφλός καί παράλυτος .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 51

7. Στάση ἤ πορεία; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 56

8. Ρεβύθια ἤ μετάνοια; .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59

ΠΡΟΘΥΜΩΣ ΑΝΑΒΑΙΝΕ

1. Σύγκριση μέ ποιόν; .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63

2. Εἰκόνες - ξυπνητήρια .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 66

3. Τό «σαράκι» τῆς μνησηκακίας .. . . . . . . . . . . 67

4. Τό «ψυχοπλάκωμα» τῆς ἀκηδίας .. . . . . . . . 72

5. Ἡ κορυφή τῆς διάκρισης .. . . . . . . . . . . . . . . . 76

6. Τό καρφί καί τό δοκάρι .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 81

7. Τό ἰδεῶδες τῆς «κότας» .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 84

8. Οἱ «φυλές» τῆς Ἀνάστασης .. . . . . . . . . . . . . . 88

***

ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ

• Προσευχητάρι, Πρέβεζα 2002, ἔκδ. Ζ’.

Ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ

• Ὁ Ὅσιος Παΐσιος, Πρέβεζα 2002, ἔκδ. Γ´

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριατσιανίνωφ

• Τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου, Πρέβεζα1992, ἔκδ. Β´.

† Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου

• Σελίδες Ἡμερολογίου, Πρέβεζα 2012.

† Μητροπολίτου Σηλυβρίας Αἰμιλιανοῦ

• ῾Η ἰδιαιτερότης τῶν Χριστιανῶν, Πρέβεζα 1994.

• ῾Υπεύθυνοι, Συνυπεύθυνοι, ᾿Ανεύθυνοι, Πρέβεζα 1995.

• ῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Πρέβεζα 1999.

• Ἡ Ἐκκλησιαστικότητα - λησμονημένη, Πρέβεζα 2004.

• Γιά μιά ἐνορία ζῶσα, Πρέβεζα.

Ἀρχιμ. Σάββας Δημητρέας

• Δίδαξόν με τά δακαιώματά Σου, Πρέβεζα1998, ἔκδ. Ε´.

• Κατεύθυνον τά διαβήματά μου, Πρέβεζα 2012.

Ἀρχιμ. Βαρνάβα Λαμπροπούλου

• Μηνύματα ἀπό τήν Λυχνία, τ. A΄, Πρέβεζα 1994, ἔκδ. Β´.

• Μηνύματα ἀπό τήν Λυχνία, τ. Β΄, Πρέβεζα 2003, ἔκδ. Β´.

• Μηνύματα ἀπό τήν Λυχνία, τ. Γ΄ Πρέβεζα 2005, ἔκδ. Γ´.

• Θέλω νά αἰσθανθῶ τόν Θεό, Πρέβεζα 2009, ἔκδ. Β´.

• Αναζητώντας ἐλευθερία, Πρέβεζα 2010.

Ἀρχιμ. Νίκωνος Κουτσίδη

• Μαρτυρίες Φωτός, Πρέβεζα 2011.

Ἀρχιμ. Γρηγορίου Λίχα

• Παναγία Γαρζενικιώτισσα, Πρέβεζα 1998.

• Ἕνα ὄνειρο πού τρίζει, Πρέβεζα 2002.

• Πέρα ἀπό προσχήματα, Πρέβεζα 2005.

• Χάσματα καί περάσματα, Πρέβεζα 2006.

• Μοτίβο εὐτυχίας, Πρέβεζα 2009.

• Ἑόρτιες Ἀνταύγειες, Πρέβεζα 2010.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΙΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ 105-481 00 ΠΡΕΒΕΖΑ

ΤΗΛ.: 26820 25847, FAX: 26820-21073, E-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

 

 

Last modified on Friday, 25 October 2013 16:47
Login to post comments

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel