Ζωηφόρος

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας(1),

Rate this item
(0 votes)

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας(1)

Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η Θεοτόκος Μαρία, ή πρώτη μεταξύ των αγίων, ήταν το πρόσωπο το "προκατηγγελμένον υπό των Προφητών" και "εκλελεγμένον εκ πασών των γενεών", νια να συνεργήσει στο μυστήριο της ένσαρκώσεως του Θεού Λόγου.

Το όνομα Μαρία, το όποιο δόθηκε στη Θεοτόκο "κατά πρόγνωσιν και βουλήν του Θεού", ερμηνεύεται "Κυρία". Ό άγιος Νικόδημος δίνει στο όνομα τριπλή ερμηνεία: κυρία, φωτισμό και θάλασσα, πού δηλώνουν αντιστοίχως τη δύναμη, τη σοφία και την αγαθότητα της Θεοτόκου. Από τον Πατέρα έλαβε τη δύναμη, νια να εκπληρώνει σαν Μητέρα στη γη εκείνο πού εκπληρώνει ό Θεός σαν Πατέρας στον ουρανό. Από τον Υιό έλαβε τη σοφία σαν Μητέρα Του, για να μπορεί να συμφιλιώνει τον Θεό με τον άνθρωπο. Από το Άγιο Πνεύμα, τέλος, έλαβε την αγαθότητα σαν Νύμφη Του, νια να μεταδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε όλα τα κτίσματα.

Η αγία ζωή της Θεοτόκου, από αυτή τη γέννηση της, είναι συνυφασμένη με θαυμαστά γεγονότα και γεμάτη από εξαιρετικές ευλογίες. Μόνη αυτή, απ' όλες τις γυναίκες, γεννήθηκε εξ επαγγελίας, δηλαδή ύστερα από αγγελική πρόρρηση.

Ύστερα από τρία χρόνια οδηγήθηκε κατά θεία νεύση στα "Άγια των Αγίων "ως τριετίζουσα δάμαλις", όπου, κατά τον Δαμασκηνό Ιωάννη, "φυτευθείσα και πιανθείσα τω Πνεύματι ώσεί έλαία κατάκαρπος, πάσης αρετής καταγώγιον γέγονεν". Εκεί ή Θεοτόκος Μαρία παρέμεινε δώδεκα χρόνια και τρεφόταν υπερφυσικά με ουράνια τροφή. Την ετοίμαζε έτσι ό Θεός για το μεγάλο υπούργημα της ενσάρκου οικονομίας. Την ετοίμαζε νια να την αναδείξει "κεχαριτωμένη", να την κοσμήσει δηλαδή με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος,

Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, άγγελος Κυρίου αποστέλλεται προς την Παρθένο και της ευαγγελίζεται τη σύλληψη του Υίού του Θεού. Εκείνη ταπεινά και υπάκουα δέχεται την υψίστη τιμή και "πλήρης Πνεύματος Αγίου" αναφωνεί: "Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου, ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού". Με καμία άλλη αρετή ή Θεοτόκος δεν είλκυσε τόσο τη συγκατάβαση του Θεού, όσο με την ταπείνωση. Αυτός πού ταπεινώθηκε μέχρι θανάτου σταυρικού, πράγματι τέτοια ταπεινή μητέρα χρειαζόταν.

Η πρωτοφανής αυτή ταπείνωση, κατά τον άγιο Νικόδημο, δεν έμενε μόνο ριζωμένη στο βάθος της καρδιάς της, άλλ' από κεί ανάβλυζε και πλημμύριζε και στο πανάμωμο σώμα της, στις κινήσεις, στην ενδυμασία, στα έργα και στα λόγια της.

Την άκρα ταπεινοφροσύνη της Θεοτόκου συναγωνίζεται ή καθαρότητα της. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει ότι η Παναγία υπερέβαλλε ακόμη και τους αγγέλους στην καθαρότητα.

Πολλοί επίσης από τους Πατέρες συμφωνούν ότι ή Θεοτόκος ήταν εντελώς ξένη προς την αμαρτία. Ό στίχος του Άσματος "Όλη καλή η πλησίον μου, και άμωμος ουκ εστίν εν σοι", ταιριάζει και χαρακτηρίζει απόλυτα την καθαρότητα της Παρθένου.

Στον Ευαγγελισμό ή Θεοτόκος απαλλάσσεται, με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, κι άπ' αυτόν τον κοινό ρύπο της ανθρωπότητας, το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι αξιώνεται να γίνει θείο κατοικητήριο και να διακονήσει στο υπερφυσικό μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Το μυστήριο αυτό συντελείται χωρίς να φθείρει την καθαρότητα της Παρθένου, διότι η Θεοτόκος συνέλαβε, εκυοφόρησε και εγέννησε τον Κύριο ασπόρως και αφθόρως. Έτσι διατηρήθηκε παρθένος προ, κατά και μετά τη γέννηση του Κυρίου, και έμεινε Άειπάρθενος.

Ολόκληρη ή ζωή της Παναγίας ήταν μια διαρκής θεία δοξολογία. Αλλά και η μακαριά κοίμηση της ήταν ένα αντάξιο επισφράγισμα της ζωής της.

Τρεις ήμερες μετά τον ενταφιασμό της από τους αγίους αποστόλους "μετέστη προς την ζωήν", δηλαδή το θεοδόχο σώμα της μεταφέρθηκε στον ουρανό, όπου είχε προπορευθεί ή αγία ψυχή της, και όπου τώρα απολαμβάνει την έσχατολογική αφθαρσία της αιωνιότητας.

Ό άγιος Μάρκος Εφέσου μελωδεί επιγραμματικά το καταπληκτικό αυτό γεγονός: "Νέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα μετά τριτήν ημέραν ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τω Υίώ συμβασιλεύουσα και αιτούσα την των πταισμάτων ημών άφεσιν".

Ό χρυσορρήμων άγιος, κατάπληκτος από το μεγαλείο της Θεοτόκου, προκαλεί τον πιστό να ερευνήσει και να βρει παρόμοια θαυμαστή ύπαρξη: "Ουδέν εν βίω οίον η Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε, ω άνθρωπε, πάσαν την κτίσιν τω λογισμώ και βλέπε ει έσαν ίσον η μείζον της αγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον την γήν, περίβλεψον την θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον αέρα, τους ουρανούς τη διάνοια ερεύνησαν, τας αόρατους πάσας Δυνάμεις ενθυμήθη και βλέπε εστίν άλλο τοιούτον θαύμα εν πάση τη κτίσει".

Μετά τη θεία μετάσταση ή Θεοτόκος συμβασιλεύει με τον Υιό της στους ουρανούς. Από την τιμητική αυτή θέση συμπαρίσταται δυναμικά στο ανθρώπινο γένος. Έχει το "δύνασθαι του θέλειν ισοτάλαντον", διό έδάνεισε τη σάρκα της "τω παντεχνήμονι Λόγω", ο Οποίος γι' αυτό της είναι αιωνίως χρεώστης, κατά τον άγιο Νικόδημο.

Έχοντας τέτοια δύναμη ή Θεοτόκος, "διαπορθμεύει" σε όλους τις θεϊκές δωρεές, μεσιτεύει με τις σωστικές πρεσβείες της υπέρ των ανθρώπων και επηρεάζει τις βουλές του Υιού της. Η θαυματουργική της χάρη, ξεχωριστή και πιο ισχυρή από των άλλων αγίων, εκδηλώνεται στους ανθρώπους με πολλούς τρόπους. Έτσι η Παναγία εμφανίζεται σαν υπέρμαχος στρατηγός στους πολέμους, άμισθος ιατρός στις αρρώστιες, "ταχεία σκέπη και βοήθεια" σε κάθε ανάγκη.

                                                      * * *

Η ευγνωμοσύνη, η εμπιστοσύνη και η αγάπη του πιστού λαού στην Παναγία αποτυπώνονται στην υμνογραφία, στη λαογραφία, στην τέχνη και στη λατρεία.

Πολλές εκκλησίες και μοναστήρια είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο. Προς τιμήν της φιλοτεχνήθηκαν πλήθος ιερές εικόνες. Άλλα και ύμνοι, τροπάρια, ακολουθίες και εορτές έχουν την αναφορά τους στη Θεομήτορα. Πολλά ιερά προσκυνήματα είναι καθιδρυμένα σε περιοχές, πού σχετίζονται με θαύματα της Παναγίας. Σε παραδόσεις, δοξασίες και λαϊκές παροιμίες τ' όνομα της Θεοτόκου αναφέρεται με εξαιρετική τιμή και ευλάβεια.

Έκτος από τις βασικές θεομητορικές εορτές, η ζωή της εκκλησίας και η λαϊκή ευσέβεια έχουν προσθέσει και άλλες πολλές, πού σχετίζονται με θαυμαστές ενέργειες της Θεομήτορος, με εγκαινιασμούς ναών της ή με ευρέσεις θαυματουργών εικόνων της. Στη Ρωσία οι εορτές της Παναγίας, πού γίνονται προς τιμήν θαυματουργών εικόνων της, ανέρχονται σε διακόσιες.

Τα πολλά αφιερώματα, με τα οποία είναι κατάφορτες οι θεομητορικές εικόνες, αποτελούν μία ακόμη απόδειξη της λαϊκής ευγνωμοσύνης απέναντι της. Κάθε τόπος έχει και μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, καθεμιά με την ιστορία και τους θρύλους της, πού δημιουργούν ατμόσφαιρα θρησκευτικού μυστηρίου.

Από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες πού αναφέρονται στην Παναγία, οι πιο δημοφιλείς είναι οι Χαιρετισμοί της μεγάλης Τεσσαρακοστής και οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου.

Στη Θεοτόκο δόθηκαν πολλές επωνυμίες, επίθετα εκφραστικά και κάποτε παράδοξα, πού αντιστοιχούν στις ιδιότητες της, στους εικονογραφικούς της τύπους, στον χρόνο των εορτών της κ. ά. Τέτοιες ονομασίες είναι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Γοργοϋπήκοος, Πορταΐτισσα, Προυσιώτισσα, Φανερωμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Μυρτιδιώτισσα κ. λ. π.

                                                        * * *

Τα θαύματα της Παναγίας πού, δειγματοληπτικά μόνο, συμπεριλάβαμε στο βιβλίο αυτό, προέρχονται από διάφορες πηγές. Τα προσφέρουμε διασκευασμένα και εμπλουτισμένα με τ' απαραίτητο γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία, χωρίς όμως να αλλοιώνουμε καθόλου την ουσία τους.

Ό αριθμός πού σημειώνεται στο τέλος κάθε κειμένου, μέσα σε αγκύλες, παραπέμπει στην κυριότερη σχετική με το θέμα πηγή, πού βρίσκεται αριθμημένη με αλφαβητική σειρά στο τέλος του βιβλίου.

Στα θαύματα αυτά η Θεοτόκος έρχεται σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους και τα προβλήματα τους. Συχνά εμφανίζεται στον ύπνο η σε εγρήγορση. Άλλοτε η παρουσία της γίνεται αισθητή μόνο με τη φωνή ή με κάποια ευωδιά.

Με όλους αυτούς τους τρόπους επεμβαίνει θαυματουργικά και θεραπεύει αρρώστιες, ενθαρρύνει πολεμιστές, ικανοποιεί ανάγκες, σώζει από κινδύνους, δίνει λύσεις σε προβλήματα και αδιέξοδα. Άλλοτε πάλι καθοδηγεί για την εύρεση ιερών της εικόνων και άλλοτε ευαγγελίζεται ευεργεσίες ή, αντίθετα, προμηνύει συμφορές. Με ανάλογο τρόπο στιγματίζει την αταξία και ασέβεια ή βραβεύει την αρετή. Τέλος, οδηγεί στη μετάνοια, μεταστρέφει αλλόθρησκους και τιμωρεί παραδειγματικά τους βλάσφημους.

Ή ζωντανή όμως αυτή παρουσία της Θεοτόκου τόσο στην ατομική όσο και την κοινή ζωή των χριστιανών, νια να γίνει αντιληπτή και αποδεκτή, προϋποθέτει και εξίσου ζωντανή πίστη. Αυτή την αλήθεια τονίζει χαρακτηριστικά ένα ορθρινό Θεοτόκιο της 10ης Ιανουαρίου:

"Πίσης ηγείσθω μόνη και μη απόδειξις των υπέρ νουν θαυμάτων, Θεογεννήτορ κόρη, των σων τον γαρ ακατάληπτον Θεόν Λόγον τέτοκας, ενδυσάμενον την ανθρωπότητα...".

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Παναγία η Πορταΐτισσα

    Η θαυματουργή Πορταΐτισσα, η εξέχουσα μεταξύ των θεομητορικών εικόνων του Άθω, ήταν αρχικά φυλαγμένη, καθώς διασώζει ή παράδοση, στη μικρασιατική Νίκαια. Μια ευσεβής γυναίκα με τον μοναχογιό της την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους και την τιμούσαν.

Στα χρόνια της δεύτερης εικονομαχίας Βασιλικοί κατάσκοποι ανακάλυψαν την εικόνα και απείλησαν τη γυναίκα πώς θα τη σκοτώσουν αν δεν τους δωροδοκήσει. Εκείνη υποσχέθηκε ότι την επομένη θα τους έδινε τα χρήματα. Και τη νύχτα, αφού προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα, τη σήκωσε με ευλάβεια, κατέβηκε στην παραλία και την έριξε στη θάλασσα λέγοντας:

- Δέσποινα Θεοτόκε, εσύ έχεις τη δύναμη κι εμάς να διασώσεις από τη οργή του Βασιλιά, αλλά και την εικόνα σου από τον καταποντισμό.

Τότε πραγματικά έγινε κάτι θαυμαστό. Ή θαυματουργή εικόνα στάθηκε όρθια στα κύματα και κατευθύνθηκε προς τη δύση. Συγκινημένη ή γυναίκα από το γεγονός γυρίζει στον γιο της και του λέει:

- Εγώ, παιδί μου, για την αγάπη της Παναγίας είμαι έτοιμη να πεθάνω. Εσύ να φύγεις. Να πάς στην Ελλάδα.

Χωρίς αργοπορία το παιδί ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη, κι από κει για τον Άθωνα, όπου εμόνασε. Σαν μοναχός ασκήτεψε στον τόπο πού αργότερα ιδρύθηκε ή μονή των Ιβήρων. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, γιατί έτσι πληροφορήθηκαν οι άλλοι μοναχοί το ιστορικό της θαυματουργής εικόνας.

Πέρασε καιρός. Ό μοναχός από τη Νίκαια πέθανε, και το μοναστήρι των Ιβήρων ιδρύθηκε και ολοκληρώθηκε. Ήταν βράδυ, όταν οι μοναχοί αντίκρισαν ένα παράξενο θέαμα: Ένα πύρινο στύλο πού ξεκινούσε από τη θάλασσα κι έφθανε στον ουρανό.

Το όραμα συνεχίστηκε ήμερες και νύχτες. Κατεβαίνουν οι αδελφοί στην παραλία και βλέπουν με θαυμασμό στη βάση του πύρινου στύλου μία εικόνα της Θεοτόκου. Όσο όμως την πλησίαζαν εκείνη απομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στην εκκλησία και παρακάλεσαν με δάκρυα τον Κύριο να χαρίσει στο μοναστήρι τους τον ανεκτίμητο αυτό θησαυρό. Μεταξύ των μοναχών υπήρχε ένας ευλαβής ασκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ' αυτόν παρουσιάζεται ή Παναγία και του λέει:

- Να πεις στον ηγούμενο και στους αδελφούς ότι θα σας παραδώσω την εικόνα μου, για να σας προστατεύει. Θα μπεις κατόπιν στη θάλασσα, θα περπατήσεις πάνω στα κύματα, κι έτσι θα καταλάβουν όλοι την εύνοια μου για το μοναστήρι σας.

Έτσι κι έγινε. Ό π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στη θάλασσα σαν σε στερεά γη, παρέλαβε με ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα και επέστρεψε στην παραλία. Εκεί συγκεντρωμένοι όλοι οι μοναχοί της επιφύλαξαν τιμητική υποδοχή. Ύστερα την παρέλαβαν και την τοποθέτησαν στο Ιερό βήμα του καθολικού.

Όταν την επομένη ό εκκλησιαστικός πήγε ν' ανάψει τα καντήλια, ή εικόνα έλειπε. Ερεύνησε παντού και την ανακάλυψε στο τείχος, πάνω από την πύλη της μονής. Την επανέφεραν στο καθολικό, αλλά ή εικόνα έφυγε και πάλι. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ή Παναγία παρουσιάζεται στον γέροντα Γαβριήλ και του λέει:

- Να πεις στους αδελφούς να μη μ' ενοχλούν. Δεν ήρθα εδώ νια να φυλάγομαι από σας, αλλά να σας φυλάω. Όσοι ζείτε στο Όρος τούτο ενάρετα, να ελπίζετε στην ευσπλαχνία του Υιού μου. Γιατί, όσο υπάρχει ή εικόνα μου μέσα στη μονή σας, ή χάρη και το έλεος Του θα σας επισκιάζουν πάντοτε.

Ύστερα απ' αυτό οι μοναχοί έχτισαν παρεκκλήσι κοντά στην πύλη κι εκεί τοποθέτησαν την ιερή εικόνα.

Πράγματι η Πορταΐτισσα, καθώς υποσχέθηκε, προστατεύει τη μονή και οικονομεί κάθε της ανάγκη Ή θεραπεία της πριγκίπισσας. Το 1651 οι 365 Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι' αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρηση τους. Αμέσως ή φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε νια εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα.

Εκείνη την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη ή κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα και για τους γιατρούς αθεράπευτα.

Τη θλίψη της πριγκίπισσας και των Βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να μεταβάλει σε χαρά ή θαυματουργή Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει της λέει:

- Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από τη μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταΐτισσα.

Το πρωί ή άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως ή εικόνα δεν επιστραφεί, και αποφάσισαν να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων ιερομόναχων.

Μόλις μαθεύτηκε ό ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, ή πόλη άδειασε. Όλοι, βασιλείς και λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ' ανάκτορα όμως ή πριγκίπισσα κειτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τη μητέρα της και τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.

- Τί; φώναξε. Έρχεται ή Παναγία, κι έμενα με άφησαν εδώ;

Πηδά αμέσως από το κρεβάτι, ντύνεται και τρέχει να υποδεχθεί κι εκείνη την Παναγία. Ό κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα να τρέχει και τα έχασε. Ή συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε ή αγία εικόνα κι έγινε ή τελετή της υποδοχής και της προσκυνήσεως.

- Μεγαλειότατε, είπαν οι απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή εικόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.

- Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ό τσάρος. Σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου σας παραχωρώ μία από τις καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον άγιο Νικόλαο. Επίσης ετήσιο επίδομα από 2.500 ρούβλια, ατέλεια σε ό,τι εισάγετε και εξάγετε από τη χώρα μου, καθώς και δωρεάν μετακίνηση των απεσταλμένων σας.

Το μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932 και της εξασφάλιζε τόσες προσόδους, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τις υλικές της ανάγκες.

***

Παναγία η Νιαμονίτισσα

     Η μυροβόλος Χίος, η «παιπαλόεσσα», κατά τον Όμηρο, για το βραχώδες και ορεινό έδαφος της, εθεωρείτο από τους αρχαίους «ως μία των Μακάρων νήσων» νια τα φυσικά της πλεονεκτήματα

Αυτή ή ονομασία θα της ταίριαζε μεταφορικά και για την ευλάβεια των κατοίκων της. Στην αρχαιότητα ήταν γεμάτη αγάλματα και ειδωλολατρικούς ναούς. 'Αλλά και στη χριστιανική εποχή το πλήθος των ιερών ναών της κινεί την περιέργεια κάθε επισκέπτου. «Ή χιακή κοινωνία, σημειώνει ό Μ. Ίουσηνιάνης το 1606, είναι ευλαβέστατη, ενώ ό κλήρος της πολύ πιο αξιόλογος από άλλων περιοχών». Έχει επίσης να επιδείξει πολλούς αγίους και πολλά μοναστήρια.

Λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού, στους πρόποδες του Προβάτου όρους, προβάλλει το πιο αξιόλογο μοναστήρι της Χίου, η παλαίφατη Νέα Μονή. Το πατριαρχικό αυτό σταυροπήνιο, με τα βασιλικά χρυσόβουλα και τα περίφημα ψηφιδωτά, είναι οχυρωμένο από φυσικά και τεχνητά τείχη και πύργους, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.

Οι κτιριακές εργασίες της μονής άρχισαν το 1034 από τους χιώτες ασκητές Νικήτα, Ιωσήφ και Ιωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στην προσπάθεια τους αυτή είχαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' τον Μονομάχο.

Στα ιστορικά της μονής είναι διάχυτη η παράδοση για τη θαυμαστή εύρεση της Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αυτή τη θαυματουργή εικόνα ανακάλυψαν μέσα σε πυκνός δάσος οι τρεις κτήτορες, τριγυρισμένη από αδιαπέραστα βάτα και χαμόκλαδα.

Ή θεία μορφή της Θεοτόκου παριστάνεται σε μία ιδιότυπη και μοναδική στάση: Κρατά στα χέρια το θείο Βρέφος, αλλά εικονίζεται όρθια, με ανοιχτή τη μητρική αγκαλιά και τα πόδια σε στάση βηματισμού.

Ή ιερή εικόνα της Νιαμονίτισσας σώζεται συχνά η ίδια θαυματουργικά από πυρκαγιές, αλλά και σώζει από σφαγές, επιδρομές και λοιπές περιπέτειες, πού δοκίμασε ή Νέα Μονή στην ιστορική διαδρομή της.

Ο χρυσοχόος.

Κάποτε οί μοναχοί ανέθεσαν σ' ένα Χιώτη χρυσοχόο να επενδύσει με χρυσό ένα μέρος της ιερής εικόνας, για να την προφυλάξουν από τη φθορά. Ό εκκλησιάρχης την τοποθέτησε στον κυρίως ναό, και ό τεχνίτης άρχισε την εργασία του με ευλάβεια.

Ξαφνικά ακούει μία γλυκεία φωνή να του λέει ψιθυριστά:

Ελαφρά χτύπα, ελαφρά" να 'χης την ευχή μου, γιατί ή εικόνα είναι παλαιά!

Σηκώνει τα μάπα ό χρυσοχόος και βλέπει μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με ολόχρυση φορεσιά. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει ποια ήταν, γιατί μπήκε αμέσως στο ιερό βήμα από τη νότια πύλη. Τρέχει να την προφθάσει, αλλά Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στο ιερό, και τότε αναγνωρίζει στη μορφή της πλατυτέρας τη γυναίκα, πού πριν από λίγο του είχε φανερωθεί.

Ή καμπάνα.

Το καμπαναριό της Νέας Μονής μοιάζει με τετράγωνο πύργο και υψώνεται σχεδόν τριώροφο μέχρι τον θόλο του καθολικού. Είναι στεγασμένο με μολύβι και στολίζεται στην κορυφή με ωραίο σιδερένιο σταυρό. Αρχικά είχε τέσσερις καμπάνες και δύο πολυτελέστατα ρολόγια. Όλα όμως εξαφανίσθηκαν το 1822 από τίς ασιατικές ορδές.

Κάποτε μία από τίς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οι μοναχοί τη φόρτωσαν σ' ένα βενετσιάνικο πλοίο και την έστειλαν στη Βενετία για να την ξαναχύσουν.

Το πλοίο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε από ένα κουρσάρικο των πειρατών του Βαρβαρόσσα και κινδύνεψε να βουλιάξει. Οι ναύτες, στη δύσκολη εκείνη στιγμή, επικαλέστηκαν τη βοήθεια της Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ύστερα έσπασαν ένα κομμάτι από την καμπάνα, το έβαλαν για μπάλα μέσα στο κανόνι και χτύπησαν το εχθρικό πλοίο. Το χτύπημα ήταν καιριο και το πειρατικό βυθίστηκε.

Το βενετσιάνικο καράβι συνέχισε το ταξίδι κι έφθασε στον προορισμό του. Ό καπετάνιος, από ευγνωμοσύνη νια τη σωτηρία τους, έφτιαξε με δικά του έξοδα την καμπάνα και την πρόσφερε στην Παναγία. Λέγεται μάλιστα πώς ή καμπάνα αυτή ήταν ή πιο μελωδική άπ' όλες.

Το ξύλο και το σκοινί.

Ένα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ό καπετάνιος, μπροστά στον κίνδυνο, φώναξε με τη θερμή νησιώτικη πίστη του:

- Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σώσε μας! Και σου τάζω μια λαμπάδα τόσο ψηλή, όσο το κατάρτι του πλοίου!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τον λόγο του, και βλέπει πάνω στην αφρισμένη θάλασσα την ίδια τη Θεοτόκο, να κρατά στο χέρι ένα ξύλο κι ένα σκοινί. Ύστερα βυθίστηκε στο κύμα.

Αμέσως ή τρικυμία κόπασε και το πλοίο προσορμίστηκε σώο στο λιμάνι. Έκεί, με μεγάλη τους έκπληξη, ανακάλυψαν σία ύφαλα του μία τρύπα. Ή τρύπα αυτή ήταν φραγμένη μ' ένα κομμάτι ξύλο κι ένα κομμάτι σκοινί...

Το θαύμα της Παναγίας ήταν ολοφάνερο. Αμέσως ξεκίνησαν όλο το πλήρωμα γεμάτοι ευγνωμοσύνη νια τη Νέα Μονή. Προσκύνησαν τη θαυματουργή εικόνα, πρόσφεραν το τάμα τους, μια πελώρια λαμπάδα, κι άφησαν στον έξωνάρθηκα το σωτήριο ξύλο και το σκοινί, τα όποια σώζονται εκεί μέχρι σήμερα.

Για την ίδια αιτία, καθώς λέγεται, υπάρχει στον έξω νάρθηκα κι ένα σφουγγάρι. Με τη χάρη της Νιαμονίτισσας το σφουγγάρι αυτό έφραξε τη σχισμή ενός ιστιοφόρου πλοίου, πού κινδύνευε να κανταποντιστεί.

Το μουλάρι.

Τον 17ο αιώνα, καθώς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ή Νέα Μονή αριθμούσε 100 έως 150 μοναχούς, κι έμοιαζε με μικρή πόλη. Ανάλογος ήταν και ό αριθμός των υποζυγίων για τη μεταφορά των πολλών εισοδημάτων.

Κάποτε ένας προσκυνητής από τη Μυτιλήνη παρέδωσε στον βουρδουνάρη — επιστάτη των ζώων — της Νέας Μονής ένα φορτίο λάδι νια το μοναστήρι. Ό βουρδουνάρης φόρτωσε ένα μουλάρι και ξεκίνησε.

Όταν έφθασαν στο εκκλησάκι του αγίου Φανουρίου, σε μια κακοτοπιά, το ζώο παραπάτησε και γκρεμίστηκε στο βάραθρο μέχρι το ποτάμι. Ό βουρδουνάρης, βέβαιος πώς σκοτώθηκε, δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε όμως στους μοναχούς το θλιβερό επεισόδιο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ακούστηκαν στην πύλη της μονής χτυπήματα και χλιμιντρίσματα. Τρέχει ό πορτάρης ν' ανοίξει, και αντικρίζει το μουλάρι πού είχε γκρεμιστεί. Το πιο θαυμαστό ήταν, πώς είχε φορτωμένα στην πλάτη τα τουλούμια με το λάδι ακέραια. Ό πορτάρης το έβαλε μέσα και το ξεφόρτωσε. Τότε όμως συνέβη το εξής παράδοξο: Το ζώο έπεσε αμέσως στη γη νεκρό. Είχε πια εκπληρώσει την αποστολή του.

Ή ευλαβής δωρήτρια. Κάποια ευλαβής χιώτισα, από το χωριό Καλιμασσιά, αφιέρωσε όλη την περιουσία της στη Νέα Μονή. Κάποτε όμως αρρώστησε και βρέθηκε σε μεγάλη οικονομική ανάγκη. Τότε οι συγγενείς της, αντί να τη βοηθήσουν, την εγκατέλειψαν και την πίκραιναν με λόγια σκληρά:

Ας έρθει, της έλεγαν, να σε κοιτάξει ή Νέα Μονή, αφού της έγραψες την περιουσία σου.

Εκείνη δεν έπαυε να προσεύχεται θερμά στην Παναγία ζητώντας τη βοήθεια της. Κι ένα βράδυ, μέσα στον πόνο και την απελπισία της, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα. Ή γυναίκα αυτή την πλησίασε, την παρηγόρησε και μεταξύ των άλλων της είπε:

- Μη φοβάσαι. Ή ασθένεια σου θεραπεύτηκε. Πάρε αυτό το φλουρί και θα φροντίζω εγώ για σένα.

-  Ποια είσαι; ρώτησε ή άρρωστη.

- Είμαι ή Νέα Μονή.

Με τα λόγια αυτά ξύπνησε ή γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στο δεξί της χέρι το φλουρί. Πήγε στο μοναστήρι, διηγήθηκε τ' όνειρο της στον ηγούμενο Άνθιμο και του παρέδωσε το φλουρί, πού της είχε χαρίσει ή Παναγία.

Θαυμαστά γεγονότα.

Όταν το μοναστήρι μετατράπηκε σε γυναικείο, οί μοναχές έζησαν ορισμένα θαυμαστά γεγονότα:

Το 1959, τα μεσάνυχτα της 4ης Απριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οί καμπάνες. Χτυπούσαν μόνες τους, ενώ συγχρόνως έβγαινε από την εκκλησία μία εκτυφλωτική λάμψη.

Αρκετές φορές κινούνται μόνα τους τα καντήλια μπροστά στη θαυματουργή εικόνα, και συχνά, ενώ οί μοναχές ψάλλουν στο αναλόγιο, ακούγονται βήματα στο ιερό, δυνατοί θόρυβοι και γλυκύτατες ψαλμωδίες. ακούγονται κυρίως όταν ψάλλεται ή Θ' ωδή, το «Άξιον εστί» και οι χαιρετισμοί της Παναγίας.

Με τα θαυμαστά αυτά σημεία ή Νιαμονίτισσα κάνει αισθητή την παρουσία της στο μοναστήρι και μεταδίδει χαρά και παρηγοριά στη μοναστική αδελφότητα. 

Παναγία η Κασσιωπία

     Στα 1530, στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ένας τίμιος νέος, ό Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα από την πόλη στο χωριό του. Στον δρόμο συνάντησε κι άλλους οδοιπόρους, κι έ­τσι βάδιζαν όλοι μαζί συντροφιά. Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, πού μετέφεραν αλεύρι από τον μύλο. Ή παρέα του Στέφανου μπήκε σε πειρασμό.  

- Δεν τους κλέβουμε το αλεύρι; είπαν μεταξύ τους. Κανείς δεν μας βλέπει. Θα το μοιραστούμε και θα το μεταφέρουμε στα σπίτια μας.

  Όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Στέφανο.

— Είναι αμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι υστέρα, δεν θα ξεφύγουμε τη δικαιοσύνη. Θα τιμωρηθούμε σαν ληστές και κακοποιοί.  

Εκείνοι όμως ήταν αποφασισμένοι. Κι όταν πλησίασε ή λεία τους, επιτέθηκαν στα παιδιά, τα έδειραν και άρπαξαν το αλεύρι. Οί νεαροί, δαρμένοι και κακοποιημένοι, πήγαν στα σπίτια τους και διηγήθηκαν το επεισόδιο. Ύστερα ειδοποίησαν τον διοικητή, τον Σίμωνα Μπάιλο, κι εκείνος έστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τους κακοποιούς. Οί στρατιώτες συνέλαβαν σαν ύποπτο μόνο τον Στέφανο, γιατί οί άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, έχοντας πεποίθηση στην αθωότητα του. Απολογήθηκε στους στρατιώτες με ειλικρίνεια, αλλά δεν τον πίστεψαν. Τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή.  

Όταν τον οδήγησαν στον κριτή, ομολόγησε πάλι την αλήθεια:  

-  Βάδιζα με τους ληστές, αλλά μέρος στη ληστεία δεν έλαβα. Άδικα με κατηγορείτε.

Ό δικαστής όμως δεν τον πίστεψε και τον καταδίκα­σε.  

-  Ποια τιμωρία προτιμάς, τον ρώτησε, να σου κόψουν τα χέρια ή να σου βγάλουν τα μάτια;  

Κι εκείνος, περίλυπος, προτίμησε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε λιγότερο οδυνηρή. Με θρήνους και οδυρμούς οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης, όπου εκτελέστηκε ή φοβερή απόφαση. Ό Στέφανος τώρα, ανίκανος για μετακινήσεις, χειραγωγείται από τη μητέρα του. Δεκαοχτώ μίλια από την πρωτεύουσα του νησιού ήταν χτισμένη ή παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ήταν γνωστή για ένα ναό της Θεοτόκου, από τον όποιο περνούσε πλήθος λάου και προσκυνούσαν τη θαυματουργή της εικόνα. Ό Στέφανος αποφασίζει και πηγαίνει στην πόλη αυτή. Θα μένει στον ναό της Θεοτόκου και θα ζητά ελεημοσύνη από τους φιλάνθρωπους. Προσκύνησε με τη μητέρα του τη θαυματουργή εικόνα και παρακάλεσε τον διακονητή μοναχό να του παραχωρήσει ένα κελλάκι για τη διαμονή του. Την πρώτη βραδιά έμειναν μέσα στην εκκλησία. Ή μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε αμέσως. Ό ίδιος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει από τους πόνους. Κάποια στιγμή τον πήρε ένας ύπνος ελαφρός. Νοιώθει τότε δυο χέρια να τον ακουμπούν και να ψηλαφούν τις κόγχες των ματιών του. Ήταν τόσο αισθητό, ώστε ξύπνησε αμέσως και αναρωτιόταν ποιος να τον είχε αγγίξει. Και τότε Βλέπει μπροστά του μια γυναίκα λαμπροφορεμένη και λουσμένη στο φως. Στάθηκε λίγο κι υστέρα εξαφανίστηκε. Γυρίζει ό Στέφανος και βλέπει τα καντήλια αναμμένα. Ξυπνάει τη μητέρα του και τη ρωτάει:  

- Ποιος άναψε τα καντήλια;   

-Σώπα και κοιμήσου, του λέει εκείνη, νομίζοντας πώς το παιδί της ονειρεύεται. Εκείνος όμως επέμενε:  

- Βλέπω την εικόνα της Θεοτόκου. Δεν είναι φαντασίες αυτά πού σου λέω!  

Τότε ή μητέρα ανασηκώθηκε και κοίταξε με ανησυχία και λαχτάρα το πρόσωπο του. Ναί, δεν την απατούσαν τα μάτια της. Ζούσε τη στιγμή εκείνη ένα ολοζώντανο θαύμα: Οί κόγχες του παιδιού της στολίζονταν από δύο γαλανά μάτια! Ενώ, πριν την τύφλωση, τα μάτια του Στέφανου ήταν μαύρα! Αμέσως, μητέρα και γιος ευχαρίστησαν με δάκρυα χαράς την Υπεραγία Θεοτόκο για τη γρήγορη επέμβαση της. Από τον θόρυβο πήρε είδηση ό νεωκόρος μοναχός κι έτρεξε στον ναό για να δει τί συμβαίνει. Το ολοφάνερο θαύμα τον συγκλόνισε κι έφυγε γρήγορα για τη χώρα, για ν' αναγγείλει το γεγονός στον διοικητή. Εκείνος, παραξενεμένος, πήρε μαζί του τους προκρίτους της Κέρκυρας κι επισκέφθηκε τον Στέφανο. Είδε τα νέα μάτια στις κόγχες τους και θαύμασε. Είδε ακόμη, σαν απόδειξη, και το σημάδι στα βλέφαρα του από το πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του όμως ό διοικητής είχε και κάποια αμφιβολία. Γι' αυτό, όταν επέστρεψε στη χώρα, καλεί τον δήμιο και τον ρωτάει:  

- Έβγαλες, πραγματικά, τα μάτια του Στέφανου, όπως είχα διατάξει;  

- Βεβαίως τα έβγαλα. Βρίσκονται ακόμη μέσα σε μία λεκάνη. Ορίστε!  

Ό Μπάιλος κοίταξε ανήσυχος τη λεκάνη. Πράγματι μέσα σ' αυτήν υπήρχαν δύο μάτια, και μάλιστα μαύρα μάτια, όχι γαλανά, σαν κι αυτά πού είχε τώρα ό Στέφανος. Ή αλήθεια αποδείχθηκε με τον πιο εύγλωττο και πειστικό τρόπο. Κι ό ηγεμόνας, αφού ειδοποίησε να φέρουν τον Στέφανο, του ζήτησε συγνώμη και τον αποζημίωσε με πλούσια δώρα. Τέλος, ανακαίνισε μ' επιμέλεια τον περίβολο του ιερού ναού της Θεοτόκου.  

Παναγία η Λιμνιά

    Σε μια γραφική παραλία στον βόρειο Ευβοϊκό, όπου το αρχαίο 'Ελύμνιο, είναι σήμερα χτισμένη ή κωμόπολη της Λίμνης. Στον περικαλλή ναό της είναι θησαυρισμένη ή θαυματουργή εικόνα της πολιούχου της Παναγίας της Λιμνιάς. Στα 1560, καθώς διασώζει ή παράδοση, οταν ήταν σουλτάνος ό Σουλεϊμάν ό μεγαλοπρεπής, ένα τούρκικο πλοίο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Στο πλήρωμα του καραβιού ήταν κι ένας χριστιανός ναύτης, ό λοστρόμος Δημητρός, άνθρωπος ευλαβής και ηλικιωμένος.

Το καράβι πλησίαζε στη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά από τον σορόκο. Ξαφνικά ό άνεμος κόπασε. Τότε ό Δημητρός έδωσε εντολή να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα, για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ό λοστρόμος στο πλάι του καραβιού, πάνω στα κύματα, ένα μεγάλο εικόνισμα. Χωρίς να χάσει καιρό, κατεβαίνει σε μια φελούκα, σηκώνει την ιερή εικόνα άπ' το νερό, και προσκυνάει την Παναγία πού ήταν ζωγραφισμένη πάνω σ' αυτή. Ύστερα ανεβάζει την εικόνα στο κατάστρωμα και την παραδίδει στον πλοίαρχο, στον τούρκο Μεχμέτ. Αμέσως σηκώνεται δυνατός βοριάς, πού κολπώνει τα πανιά. Τ' άλμπουρα τριζοβολούν, ενώ ή πλώρη σχίζει με ορμή τ' αφρισμένο κύμα.

Παρέκαμψαν τις Σποράδες, μπήκαν στον Ευβοϊκό κι έβαλαν πλώρη για τη Χαλκίδα. Μόλις όμως έφθασαν στην περιοχή της Λίμνης, ό άνεμος κόπηκε απότομα και το καράβι ακινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν και πάλι οί βάρκες στη θάλασσα και άρχισαν να το ρυμουλκούν. Ύστερα από ώρες έφθασαν στη βάση του όρους Καντήλι. Εκεί απροσδόκητα ξεσπά καταιγίδα. Τα κύματα σηκώνονται απειλητικά και σπρώχνουν το σκάφος πάλι στη Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν εκεί, ή τρικυμία σταματά και ή θάλασσα πάλι γαληνεύει. Το πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια να κατευθύνει το καράβι στον προορισμό του. Ξεσπάει όμως νέα καταιγίδα, πιο απειλητική, και τους σπρώχνει πάλι στη Λίμνη. Ό καπετάνιος και οι ναύτες έχουν απελπιστεί. Δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω άπ' αυτή τη θαλασσινή περιπέτεια το χέρι της Παναγίας. Τότε φωτίστηκε επί τέλους ό ευλαβής λοστρόμος. Πλησιάζει τον καπετάνιο και του λέει:

- Δεν πρόκειται ν' απαλλαγούμε άπ' αυτή την ταλαιπωρία, αν δεν βγάλουμε σ' αυτήν εδώ τη στεριά την εικόνα της Παναγίας.

Ό πλοίαρχος συμφώνησε και ειδοποίησε το χωριό Καστριά - χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριά από την παραλία - να έρθουν να την παραλάβουν. Δεν άργησε να καταφθάσει ό πιστός λαός, έχοντας επικεφαλής τους ιερείς, με εξαπτέρυγα, σταυρούς και λαμπάδες. Στην παραλία τους περίμενε ό Δημητρός, πού τους παρέδωσε την ιερή εικόνα σαν ατίμητο θησαυρό. Αμέσως φύσηξε φρέσκο αεράκι κι έσπρωξε κατάπρυμα το Ιστιοφόρο με τους ναύτες, κατευθείαν νια τον προορισμό τους. Ήταν το "ευχαριστώ" της Παναγίας, ή ευαρέσκεια της για τον κόπο τους. Στο μεταξύ ή πομπή ξεκίνησε μεγαλόπρεπα από την παραλία για το χωριό. Εκεί, στον ναό της αγίας Αννης, τριγυρισμένον από γέρικες βελανιδιές, πλατάνια και κυπαρίσσια, απόθεσαν τη σεπτή εικόνα. Έψαλαν Παράκληση, δοξολογία, και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για την ανεκτίμητη δωρεά.

Την άλλη μέρα ή εικόνα έλειπε από την εκκλησία. Την αναζήτησαν παντού, και τη βρήκαν στην τοποθεσία της σημερινής Λίμνης. Την επανέφεραν στον ναό της αγίας Αννης, αλλά εκείνη επέστρεψε στον ίδιο τόπο. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, κι έτσι κατάλαβαν οι κάτοικοι πώς ήταν θέλημα της να παραμείνει οριστικά εκεί. Έχτισαν λοιπόν μια μικρή εκκλησία και την τοποθέτησαν μέσα σ' αυτή. Την Ιερή εικόνα ακολούθησαν και οι ίδιοι. Εγκατέλειψαν τα Καστριά και μετοίκησαν στη Λίμνη. Αργότερα, στη θέση του πρώτου ναΐσκου έχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, και τον αφιέρωσαν στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικός εορτασμός προς τιμήν της Παναγίας της Λιμνιάς. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 95 χ 65 εκ. Πάνω σ' αυτή εικονίζεται ή Παναγία ή Γλυκοφιλούσα, ζωγραφισμένη σε σκληρό και βαρύ ξύλο και καλυμμένη με ασημένια επένδυση.

Η Παναγία σώζει τη Λίμνη από τους γερμανούς.

Ένα συγκινητικό θαύμα συνέβη στις ήμερες της γερμανικής κατοχής, τον Ιούνιο του 1944. Το γερμανικό απόσπασμα, πού κατέστρεψε το Δίστομο (10 Ιουνίου '44) κι έσφαξε μέσα σε δύο ήμερες πάνω από εξακόσιους κατοίκους, περνά τώρα απέναντι στην Εύβοια. Σκοπός του ή ολοσχερής καταστροφή της Λίμνης. Ή φάλαγγα έφθασε στην είσοδο της πόλεως. Τότε ακριβώς βλέπει ό γερμανός διοικητής στη μέση του δρόμου ένα χέρι να εμποδίζει τη διάβαση των στρατιωτών, κι ακούει μια φωνή να του λέει:

- Αυτός ό τόπος είναι δικός μου. Δεν θα τον πειράξετε!

Ό διοικητής φοβισμένος κατεβαίνει στη Λίμνη και συναντά τις αρχές. Ζητά γεμάτος αγωνία να μάθει ποια είναι ή Προστάτιδα της πόλεως. 

-Ή Παναγία η Λιμνιά, αποκρίνονται οι προύχοντες. Έχουμε εδώ τη θαυματουργή της εικόνα, ή οποία βρέθηκε μέσα στη θάλασσα.

- Μόνο θεϊκή δύναμη θα μπορούσε ν' ανατρέψει τα σχέδια μου, ομολόγησε ό διοικητής, κι έφυγε από τη Λίμνη άπρακτος.

Η σωτηρία ενός ευλαβούς ναυτικού.

Ό λιμνιός ναυτικός Ευάγγελος Πανταζής διηγήθηκε στους εφημέριους της πόλεως το εξής περιστατικό:

- «Ήταν 14 Δεκεμβρίου του 1960, ώρα 2.30', και ταξιδεύαμε στα στενά του Βοσπόρου με το πλοίο «Παγ­κόσμιος Αρμονία» της εταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στην καμπίνα μου, όταν άκουσα μια υπερκόσμια γυναικεία φωνή να προστάζει:

-Πέσετε στη θάλασσα!

Πρέπει να σημειώσω ότι στην Παναγία μας τη Λιμνιά είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, και την παρακαλούσα πρωί-βράδυ να μας προστατεύει. Ξαφνικά νοιώθω ένα απότομο τίναγμα. Το πλοίο τραντάχτηκε ολόκληρο. Κοιτάζω από το φινιστρίνι και βλέπω το καράβι μας μέσα στις φλόγες. Είχαμε συγ­κρουστεί μ' ένα γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, πού μετέφερε μαζούτ και βενζίνη αεροπλάνων. 'Από τη σφοδρή σύγκρουση ή πλώρη μας κόπηκε στη μέση, ενώ το ξένο πλοίο έπαθε ρήγμα βάθους είκοσι μέτρων. Εγώ στο μεταξύ ετοιμάστηκα  και έπεσα στη θάλασσα από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ενώ κολυμπούσαμε, πολλά δελφίνια γύρω μας είχαν σχηματίσει κλοιό και μας προφύλαγαν έτσι από τους καρχαρίες πού αφθονούσαν στην περιοχή. Δυόμισι ώρες πάλεψα με τα κύματα κι έφθασα κάποτε στις τουρκικές ακτές. Από τα σαράντα ένα άτομα του πληρώματος σωθήκαμε μόνο έντεκα. Τη διάσωση μας αποδίδουμε στην Παναγία μας τη Λιμνιά. Γι’ αυτό ήρθαμε αμέσως στη Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στον ιερό ναό της και την ευχαριστήσαμε νια τη σωτηρία μας».

Η Παναγία της Σκριπούς

    Σεπτέμβριος του 1943. Οι ιταλοί συνθηκολογούν. Μία ομάδα από κατοίκους του Ορχομενού Βοιωτίας πλησιάζουν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λειβαδιάς και ζητούν από την εκεί ιταλική φρουρά να παραδώσει τον οπλισμό της. Διαφορετικά, τους απειλούν πώς θα δεχθούν επίθεση από τους αντάρτες πού βρίσκονται στην περιοχή του Τζαμαλιού (Διονύσου).

Οι ιταλοί αρνούνται να παραδοθούν και ενημερώνουν τους γερμανούς, οί όποιοι αποφασίζουν να κάψουν τον Ορχομενό και να τιμωρήσουν τους κατοίκους.

Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οι γερμανοί στον Ορχομενό και συλλαμβάνουν εξακόσιους ομήρους. Ένα τμήμα μένει στην πόλη, ενώ ένα άλλο με τρία τανκ προχωρεί προς τον Διόνυσο.

Λίγο έξω από τον Ορχομενό είναι χτισμένη ή πιο αρχαία εκκλησία της Βοιωτίας (874 μ.Χ.), αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου - παλιό μοναστήρι της Σκριπούς.

Είναι ακόμη μεσάνυχτα. Ή φάλαγγα έχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τον ναό, όταν ξαφνικά το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Μπροστά τους οι γερμανοί βλέπουν μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με το χέρι υψωμένο σε απαγορευτική στάση. Το δεύτερο τανκ προσπαθεί να προσπεράσει το πρώτο, αλλά πέφτει σ' ένα χαντάκι, ενώ το τρίτο τανκ ακινητοποιείται σ' ένα χωράφι, μέσα από το όποιο προσπαθούσε να περάσει.

Ξημέρωσε ή 10η Σεπτεμβρίου. Ό γερμανός διοικητής Χόφμαν ζήτησε από τους κατοίκους ένα τρακτέρ για να τραβήξει τα τάνκς. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Τα βαριά αυτά άρματα μετακινήθηκαν από το τρακτέρ σαν άδεια σπιρτόκουτα!

-  Θαύμα, θαύμα! φώναξε ό διοικητής και ζήτησε από τους κατοίκους να πάει στην εκκλησία.

Εκείνοι τον οδήγησαν πράγματι στον ναό. Ό γερμανός στη θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισε τη γυναίκα πού εμπόδισε τη φάλαγγα να προχωρήσει!

Έπεσε αμέσως στα γόνατα και φώναξε με θαυμασμό:

- Αυτή η γυναίκα σας έσωσε! Να την τιμάτε και να τη δοξάζετε.

Ό Ορχομενός σώθηκε. Ό Χόφμαν διατάζει να ελευθερωθούν οι εξακόσιοι μελλοθάνατοι και υπόσχεται πώς μέχρι το τέλος του πολέμου ή πόλη δεν θα πάθει κανένα κακό. Οι κάτοικοι ευχαριστούν και δοξολογούν την προστάτιδα Θεοτόκο για την ανέλπιστη σωτηρία τους.

Ό ήλιος γέρνει στη δύση. Τα τάνκς φεύγουν με τα πυροβόλα κατεβασμένα, γιατί νικήθηκαν από την υπέρμαχο Στρατηγό του Ορχομενού.

Από τότε ή 10η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε σαν ήμερα πανηγύρεως. Όσο ζούσε ό Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αυτός σχεδόν κάθε χρόνο. Αφιέρωσε μάλιστα στην Παναγία ένα μεγάλο καντήλι και χρηματοδότησε την πρώτη απεικόνιση του θαύματος.

Παναγία η Σπηλιώτισσα

    Στο μοναστήρι της Σπηλιάς των Άγραφων υπάρχει μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, πού βρέθηκε το 1904 με τρόπο θαυμαστό από τους αδελφούς Αθανάσιο και Παρθένιο. Στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, όλος ό θεσσαλικός κάμπος έχει προσκυνήσει τον Τούρκο. Στο μοναστήρι όμως της Παναγίας της Σπηλιώτισσας, πυργωμένο σαν αετοφωλιά σε μιαν απρόσιτη κορυφή των Άγραφων, δεν έχει πατήσει ό κατακτητής.

Για να φτάσεις ως εκεί έπρεπε να περάσεις ένα κατηφορικό μονοπάτι, απότομο και πλαγιαστό, πού ίσα-ίσα χωρούσε ένας άνθρωπος. Κάτω έχασκε ή άβυσσος.

Στο πανηγύρι της μονής, τον Δεκαπενταύγουστο, μερικοί ευλαβείς προσκυνητές έβλεπαν την ίδια την Παναγία. Την έβλεπαν να στέκεται πελώρια στην άκρη του γκρεμού με ανοιχτά τα χέρια, τείχος γι' αυτούς πού πήγαιναν να την τιμήσουν, μην ξεγλιστρήσει κανείς στο βάραθρο. Λένε ακόμη πώς κανείς ποτέ δεν χάθηκε άπ' όσους κατευθύνονταν εκεί.

Το μοναστήρι λοιπόν είχε γίνει καρφί στο μάτι των απίστων. Το είχαν καημό.  Ολόκληρη τουρκιά να σκοντάφτει σε λίγες πέτρες και ντουβάρια!

Μα πώς να φτάσουν ως εκεί; Έκτος άπ' την κοπιαστική πορεία — ήθελαν δύο μέρες δρόμο από το Μουζάκι σε μέρη άγνωστα και αφιλόξενα -, έπρεπε να περάσουν εκείνο το απόκρημνο μονοπάτι. Κι αν κυλήσει κανείς στον κατήφορο και παρασύρει κι άλλους, και γίνει πανικός και χαθούν οί γενίτσαροι;

Σκέφτηκαν να τους κάνουν αποκλεισμό. Πόσο όμως θα κρατούσαν; Θα 'ρχόταν ό χειμώνας, θα έπεφτε ένα μπόι χιόνι και θα 'πρεπε να φύγουν. Ύστερα εκείνοι οι κατσικάνθρωποι των γύρω χωριών θα σκαρφάλωναν από άλλου και θα έφταναν ως εκεί. Άσε πού τα κελάρια της μονής θα ήταν γεμάτα. Μα κι εκείνα τα σκυλιά τις πιο πολλές ήμερες του χρόνου νηστεύουν του θανατά. Καρφί δεν θα τους καιγόταν, αν τους πολιορκούσαν.

Στέλνουν λοιπόν μήνυμα στους μοναχούς της Σπηλιάς - πράγμα πού και παλιά το είχαν κάνει — για να ‘ρθουν να προσκυνήσουν, να υποταγούν. Κανένα όμως αποτέλεσμα. "Ως κι ό δεσπότης τους έστειλε μήνυ­μα να κατέβουν και να υποταγούν, κρατώντας βέβαια την πίστη τους, αλλά εκείνοι αποκρίθηκαν:

- Άγιε Δέσποτα, σε νοιώθουμε και σε καταλαβαίνουμε. Ό δρόμος σου είναι Γολγοθάς.. Κάνε συ το χρέος σου, κι άσε να κάνουμε κι εμείς το δικό μας.

Τέλος οι τούρκοι αποφάσισαν να τους χτυπήσουν. Ένα πρωί οί καλόγεροι βρέθηκαν ζωσμένοι από τους απίστους.

-  Ανοίξτε! τους φώναξαν. Φίλοι είμαστε. Θα μπούμε σαν επισκέπτες.

- Άπιστους δεν δέχεται ή χάρη της, αποκρίθηκαν οι μοναχοί.

Ύστερα αμπάρωσαν τις πόρτες, ταμπουρώθηκαν και άρχισε ή μάχη. Οι χαράδρες αντιλάλησαν από το ντουφεκίδι. Κάποτε όμως οι βαρείες πόρτες υποχώρησαν και οι Αγαρηνοί όρμησαν μέσα με αλαλαγμούς. Οι καλόγεροι δεν είχαν πια ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. Άρπαξαν μαχαίρια, ξύλα και πέτρες. Ό αγώνας ήταν άνισος, και το αίμα δεν άργησε να πορφυρώσει τα τριμμένα και σκονισμένα ράσα.

Ό ηγούμενος ήταν την ώρα εκείνη στο ιερό κι έκανε την κατάλυση. Οί άπιστοι τον άρπαξαν, τον έδεσαν, τον βασάνισαν. Ύστερα έκαψαν και ποδοπάτησαν τίς αγίες εικόνες και πήγαν κι έφεραν το άγιο δισκοπότηρο, πού είχε ακόμη μέσα την αγία μετάληψη. Ένας τούρκος τότε το άρπαξε και το πέταξε στον γκρεμό.

— Σκυλί! ούρλιαξε ό γέροντας, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Ένα χαντζάρι ανέμισε στον αέρα και κατεβαίνοντας έκοψε το κεφάλι του ηγουμένου.

Τρεις ήμερες οι γενίτσαροι γλεντούσαν τη νίκη τους. Κι όταν κουράστηκαν να γλεντούν, ξεκίνησαν για τον κάμπο.

Ή είδηση της καταστροφής έπεσε στην περιοχή σαν κεραυνός. —  Οι τούρκοι πάτησαν το μοναστήρι της Παναγιάς!

-  Και θαύμα;

- Δεν έγινε.

-Τίποτε;

- Τίποτε.

- Δοξασμένο τ' όνομα σου Μεγαλόχαρη.

Τα νεκρά σώματα των μοναχών έμειναν άταφα. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Μόνο οι παπάδες στα χωριά διάβαζαν κρυφά τρισάγια για τις ψυχές των εθνομαρτύρων.

Κάποτε όμως οί πιο γενναίοι ανηφόρισαν ως το μοναστήρι. Έφθασαν απόγευμα. Μαζί τους είχαν κι έναν παπά. Σφίχτηκε ή καρδιά τους μόλις αντίκρισαν τους σκοτωμένους. Έπλυναν τις πληγές, τους έβαλαν στην εκκλησία και τους ξενύχτισαν. Το πρωί τους ασπάσθηκαν όλους κι υστέρα τους έθαψαν. Χτύπησαν πένθιμα την καμπάνα και κίνησαν νια τα χωριά τους.

Το μοναστήρι έκλεισε. Ποιος ξέρει αν θα έμενε κλειστό για πάντα! Στην καρδιά τους όμως κρυφόκαιε μια σπίθα ελπίδας.

Πέρασε καιρός. Κάποια βραδιά ένα τσοπανόπουλο έβοσκε σε μια βουνοπλαγιά τα πρόβατα του. Ξαφνικά, εκεί πού ρέμβαζε στη νύχτα, είδε στο βάθος της χαράδρας φως. Απόρησε. Τί να 'ταν; Έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Φαινόταν κάτι σαν ένα μεγάλο καντήλι.

Ειδοποίησε τους χωρικούς, κι ένα πρωί κατέβηκαν όλοι μαζί, καμιά δεκαριά, στη χαράδρα. Μαζί τους πήγε κι ένας παπάς. Όταν πλησίασαν κοντοστάθηκαν. Μια ευωδιά ξεχυνόταν γύρω τους. Σταυροκοπήθηκαν και προχώρησαν. Και τότε τί να δουν!

Μπροστά, πάνω σε μια λεία πέτρα ήταν, σφηνωμένο λες, το άγιο δισκοπότηρο. Ήταν το δισκοπότηρο της Σπηλιάς. Μέσα του ανέπαφη μοσχοβολούσε ή τελευταία μετάληψη, πού δεν πρόφτασε ό ηγούμενος να καταλύσει.

Ό παπάς έτρεμε. Όλοι τους τώρα έκλαιγαν. Ήταν μάρτυρες ενός θαύματος.

Ό παπάς σήκωσε ευλαβικά το δισκοπότηρο κι άρχισαν τον ανήφορο. Το τσοπανόπουλο ανέβηκε πετώντας, ειδοποίησε το χωριό και χτύπησαν χαρμόσυνα την καμπάνα. Ύστερα βγήκαν να τους προϋπαντήσουν.

Την άλλη ήμερα ξεκίνησαν όλοι για το μοναστήρι. Οι παπάδες λαμπροφορεμένοι, τα εξαπτέρυγα, τα θυμιατά και κόσμος πολύς. Εκεί απόθεσαν το άγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν και δόξασαν την Παναγία Σπηλιώτισσα για το θαύμα της.

Το τσοπανόπουλο από κείνη την ήμερα έμεινε στο μοναστήρι και το ξανάνοιξε ύστερ' από την καταστροφή. Ήταν διαλεγμένος από την Παναγία. Έγινε καλόγερος, κι όταν αργότερα γέμισε ή Σπηλιά από μοναχούς, ήταν ένας ενάρετος και φωτισμένος ηγούμενος. Και δεν έπαυε να διηγείται με απλότητα και ταπείνωση το θαύμα πού αξιώθηκε να δεί.

Από τότε ή Παναγία πάντα θα κάνει και κάποιο θαύμα στο πανηγύρι της.

Παναγία η Προυσιώτισσα

    Ψηλά, στις έλατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, και σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ή ιερά μονή του Προύσου.

Είναι σταυροπηγιακό και ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, πού φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο και παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται ή θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, πού επονομάζεται Προυσιώτισσα.

Σύμφωνα με την παράδοση, ή εικόνα αυτή ήταν τοποθετημένη σ' ένα ναό της Προύσας. Στα χρόνια της εικονομαχίας (829) την παρέλαβε κάποιος άρχοντας, πού σκόπευε να τη μεταφέρει στην Ελλάδα για ασφάλεια. Όταν όμως έφθασε στην Καλλίπολη, έχασε την εικόνα, ή οποία κατευθύνθηκε θαυματουργικά στο σημείο πού βρίσκεται σήμερα ή μονή του Προύσου. Το γεγονός σύντομα διαδόθηκε. Δεν άργησε να φθάσει και στ' αυτιά του άρχοντα πού τη μετέφερε. Έτρεξε, την αναγνώρισε συγκινημένος, έκάρη εκεί μοναχός και θεωρείται ό πρώτος κτίτωρ της μονής.

Η τιμωρία του γερμανού.

Στο ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Ή τελευταία όμως καταστροφή, πού μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 από τους γερμανούς.

Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μία αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ό γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οί στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο.

Έτσι ό ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.

Η άγνωστη «καλόγρια».

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ό συμμοριτοπόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οί κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους και προσφευγουν νια ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και ή θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.

Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Ή ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν.

Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι και μια καλόγρια γονατιστή.

Οί στρατιώτες απορούν. Πώς ζει αυτή ή μοναχή εδώ,τι στιγμή πού ή Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πώς συντηρείται, τί τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά:

- Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό και ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο.

Οί στρατιώτες, κουρασμένοι από τίς επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της. Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πώς επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους νια να επισκεφθούν τον μητροπολίτη.

Ό επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο.

-  Ό ναός, τους είπε, πού επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας ή θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε...

Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε ή εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη πού συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!

Παναγία η Μαλεβή

    Πάρνωνας, το κατάφυτο Βουνό της Κυνουρίας με τα πολλά μοναστήρια, φιλοξενεί στη βορεινή του πλευρά την ιερά μονή της Παναγίας Μαλεβής.

Ή θεομητορική εικόνα της Κοιμήσεως, πού φυλάσσεται σ' αυτή, ή μυροβλύτισσα και θαυματουργή, έχει σαγηνεύσει τις τελευταίες δεκαετίες το πανελλήνιο.

Το άγιο μύρο αναβλύζει ευωδιαστό από την αγία εικόνα. Συχνά είναι τόσο πολύ, ώστε κατεβαίνει στο προσκυνητάρι και φθάνει μέχρι το δάπεδο του ναού.

Ή γυναίκα με ιό μόρο. Ό αείμνηστος λαϊκός ιεροκήρυκας Δ. Παναγόπουλος, ό όποιος συνετέλεσε πολύ στη διάδοση του θαυμαστού αυτού γεγονότος, διηγεί­ται την εντυπωσιακή γνωριμία του με το άγιο μύρο και το μοναστήρι της Μαλεβής:

«Μετά το τέλος μιας ομιλίας μου, με πλησιάζει κάποια άγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα. Κρατούσε στο χέρι λευκό φάκελο με αρκετό μπαμπάκι, πού άνέδιδε μια πρωτόγνωρη ευωδιά. Μου το προσφέρει και μου λέει:

— Κύριε Παναγόπουλε, αυτό είναι μπαμπάκι με άγιο μύρο από τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της μονής Μαλεβής, πού βρίσκεται στο Άστρος της Κυνουρίας. Σάς το στέλνουν σαν ευλογία και σας περιμένουν να πάτε.

Το πήρα, το ασπάστηκα και το οσφράνθηκα. Ένοιωσα μια ασυνήθιστη και απερίγραπτη ευωδία.

Σ' ένα ακριβώς χρόνο με πλησιάζει πάλι μετά την ομιλία μου μια άγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα, ή οποία μου προσφέρει και μου επαναλαμβάνει ο,τι και την πρώτη φορά.

Τον τρίτο χρόνο συνέβη πάλι το ίδιο. Τότε, σαν να ξύπνησα από λήθαργο, αναρωτήθηκα ποια να ήταν αυτή ή γυναίκα πού με επισκέφθηκε για τρίτη ήδη φορά!

Το 1970 αξιώθηκα να κάνω ένα προσκύνημα στη μονή της Μαλεβής. Πριν ακόμη μπω στο μοναστήρι, με υποδέχτηκε το ουράνιο εκείνο άρωμα πού πριν τρία χρόνια είχα οσφρανθεί από το μπαμπάκι της μαυροφο­ρεμένης γυναίκας.

Ή συγκίνηση μου τη βραδιά εκείνη στο μοναστήρι ήταν απερίγραπτη. Ύστερ' απ' αυτό εφοδιάστηκα με φωτογραφίες και κράτησα στοιχεία για τη μονή και την ιερή εικόνα, με σκοπό να βοηθήσω κι εγώ στη διάδοση του θαυμαστού γεγονότος».

Ή θεραπεία της δόκιμης μοναχής. Μεταξύ των πολλών και ποικίλων θαυμάτων πού ενεργεί ή χάρη της Παναγίας Μαλεβής, είναι χαρακτηριστική ή θεραπεία της δόκιμης μοναχής Βερονίκης, στη μονή αγίου Ιωάννου Θεολόγου, στον συνοικισμό του Παπάγου:

Ή Βερονίκη έπασχε από καρκίνο. Είχε νοσηλευθεί πολλές φορές στο νοσοκομείο της Βούλας. Τελικά επέστρεψε στη μονή της, παράλυτη στα χέρια και στα πόδια, για να πεθάνει εκεί.

Οι μοναχές συμφώνησαν να καρει μεγαλόσχημη την Τετάρτη, 8 Μαρτίου 1970, νια να «φύγει» σαν μοναχή. Ό γιατρός όμως δεν έδινε πολλά περιθώρια ζωής, γι' αυτό αποφασίστηκε να γίνει ή κούρα την Κυριακή της 5ης Μαρτίου στον εσπερινό.

 

 

 

Last modified on Wednesday, 08 August 2012 22:05
Login to post comments

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel