Ζωηφόρος

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού(1), του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού,

Rate this item
(0 votes)

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού(1)

του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Το απαραίτητο της ασκήσεως

Η αγωνία για τον όλεθρο, που επιβάλλεται δυναμικά σ΄ όλο τον κόσμο και η κραυγή της απόγνωσης, που από παντού ακούεται, μας έδωσαν την αφορμή και το σύνθημα να γράψουμε τα όσα περιλαμβάνονται σ΄ αυτό το βιβλίο.

Ο όλεθρος στον οποίο οδηγούνται αναπόφευκτα οι άνθρωποι, οφείλεται ασφαλώς στη λανθασμένη χρήση των νοημάτων· αυτήν ακολουθεί η λανθασμένη χρήση των πραγμάτων που αποτελεί το πρακτικό βίωμα των ανθρώπων. Κατά τη Γραφή «ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ΄7). Είναι φυσική ανάγκη και συνέπεια, κάθε ενέργειά μας να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά κάθε ενέργειά μας μπορεί να υπόκειται, πέρα από την ελεύθερη επιλογή και προτίμηση, στη δουλεία, για την οποία ο θεόσοφος Πέτρος μας ειδοποιεί «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19)

Αυτή η αποκάλυψη του Πέτρου μας πληροφορεί για το μυστήριο αυτής της χρεοκοπίας όλων των ανθρώπων, οι οποίοι στενάζουν λόγω της δυναμικής επιβολής του ολέθρου. Ερευνώντας τη ρίζα του «ηττήματος» (Α΄Κορ. στ΄ 7) και της δουλείας που επακολουθεί, βρίσκουμε ότι είναι φυσική συνέπεια της μεταπτωτικής μας καταδίκης.

Η ίδια η Γραφή μας ερμηνεύει ότι η αρρωστημένη αυτή συνέπεια έγινε σε μας μόνιμο τραύμα στην παρούσα ζωή. «Και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς· ου προσθήσω έτι του καταράσασθαι την γην, δια τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η΄ 21). Μετά την πτώση, μας επιβλήθηκε η ηττοπάθεια και η ροπή «επί τα πονηρά» εκεί δηλαδή που βρίσκεται το σύμπλεγμα του παραλόγου.

Αυτήν τη συμφορά μας, θρηνεί ο Παύλος περιγράφοντας με πικρία την καταδίκη: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ.ζ΄24). Και πραγματικά. Αποκτήσαμε σώμα θανάτου μαζί με το σωματικό θάνατο που ακολούθησε την πτώση.

Όσο λοιπόν, αυξάνουν οι οδύνες των ολέθριων συνεπειών, που κληρονομικά μεταφέρουμε, τόσο ταυτόχρονα αναπτύσσεται και η συναίσθηση της ανάγκης για την υπερνίκησή τους. Όσο και αν φαίνεται φθαρμένη και καταστραμμένη η προσωπικότητά μας με την πτώση, δεν χάθηκε το κεντρικό σημείο της δύναμής μας, που είναι η θέληση. Και όντας κύριος της θέλησης του ο άνθρωπος, έχει δικαίωμα επιβολής της κρίσης του. Να γιατί ο Παύλος μας υπενθυμίζει ότι αν και «πάντα ημίν έξεστιν, αλλ΄ ου πάντα συμφέρει»(πρβλ.Α΄Κορ.στ΄12).Με την ελεύθερη θέληση επιλέγουμε τις επιταγές της λογικής , που δεν θα είναι άλλες παρά το επιβεβλημένο καθήκον του προορισμού μας. Το «ου πάντα συμφέρει» μας πείθει ότι βαδίζουμε σύμφωνα με κάποιο σκοπό που βιαζόμαστε να επιτύχουμε.

Το σώμα όμως του θανάτου, το οποίο φορέσαμε μετά την πτώση, ο λεγόμενος «παλαιός άνθρωπος» (Ρωμ. στ΄6, Εφ. δ΄ 22, Κολ. γ΄ 9), αντιστέκεται δυνατά και ο ταπεινός και αδύναμος άνθρωπος σύρεται βίαια παντού. Στο έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του ο Παύλος κάνει ακριβέστερη περιγραφή αυτής της δυστυχίας: «Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ΄ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω… ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται» (Ρωμ.ζ΄19,21). Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται στο νόμο της διαστροφής, που ως δεύτερη φύση μας επιβάλλεται αν δεν αντισταθούμε.

Πέραν όμως του νόμου της διαστροφής, που επιμένει αδιάλειπτα είναι και η παρουσία του σατανά, που είναι αδίστακτος και ανύστακτος εχθρός του ανθρώπου. «Ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Και τώρα «τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλμ. ρστ΄ 43). Το ισχυρό αντίδοτο αυτής της διαμάχης, αδελφοί μου, για να ανασυρθεί «το θνητόν υπό της ζωής» (Β΄ Κορ. ε΄ 4) είναι η περιεκτική άσκηση.

Εδώ στην «κοιλάδα του κλαυθμώνος» (Ψαλμ. πγ΄ 7), της μόνιμης εξορίας μας, υπάρχει η βίαιη ώθηση του γενικού ολέθρου. Και ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή. Το «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν» αυτό σημαίνει. Η «καρδία είναι το ταμείο, όπου προβάλλονται τα νοήματα και λαμβάνονται οι αποφάσεις» (πρβλ. Ματθ. ιε΄ 18-19). Χρειάζεται λοιπόν, διαρκής και ανύστακτη άμυνα για να καταπολεμεί ο άνθρωπος τις αντιθέσεις και να σωθεί απ αυτές. Η άσκηση μας επιβάλλεται ως απαραίτητο μέσο εξυγίανσης, για να επιτελέσουμε σωστά το καθήκον μας. Εφ΄ όσον λοιπόν, το νόημα της ύπαρξής μας δεν βρίσκεται στα πάθη και στο νόημα του παραλόγου - από τα οποία απειλούμαστε και στο παρόν και στην αιωνιότητα- αναπόφευκτα υπάρχει το πρόβλημα της καταπολέμησής τους για τη σωτηρία μας. Αυτό το πράγμα επιτυγχάνεται στη ζωή των λογικών υπάρξεων με ελεύθερο αγώνα, δηλαδή με την άσκηση.

Η άσκηση άλλωστε είναι από τα αρχαιότατα επιτεύγματα του ανθρώπου. Αρχίζει αμέσως με την έξοδο του ανθρώπου από τον Παράδεισο στον τόπο εξορίας του. Η άσκηση προβαλλόταν από τον άνθρωπο, που αισθανόταν την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Ιδιαίτερα όμως επέμενε στην άσκηση για να επιτύχει τις θρησκευτικές του αναζητήσεις.

Ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, που υποδουλώθηκε στο νόμο της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί με κανένα άλλο τρόπο να απαλλαγεί από τη βιαιότητα του παραλόγου παρά μόνο με την άσκηση. Λέγει ο Εκκλησιαστής: « Εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής» (Εκκλ. ι΄ 4) και πάλιν: «Αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ΄ υμών» (Ιακ. δ΄ 7).

Με την είσοδό μας στη ζωή απαιτείται ασφαλώς η επίγνωση και η προσπάθεια για πραγμάτωση του προορισμού μας. Η αρχική μας κατασκευή έγινε «κατ εικόνα και ομοίωσιν» του δημιουργού. Και η ανάπλασή μας απέδειξε αυτήν την αλήθεια.

Δίκαια πληροφορούμαστε ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι Χριστώ» (πρβλ. Β΄ Κορ. ε΄ 15). Και αυτό ακριβώς δείχνει το κεντρικό σημείο του προορισμού μας. Κανόνας της ανθρώπινης φύσης θεωρείται η ηθικότητα. Η σαφής πληροφορία ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν» μας ανεβάζει σε ανώτερο καθήκον. Επειδή ανήκουμε ολοκληρωτικά στην κυριότητα και εξουσία του ανακαινιστή μας Ιησού Χριστού, οφείλουμε πλήρη υποταγή στο θείο θέλημα και άρα η ευθύνη της αποστασίας μας είναι βέβαιη και καταστροφική.

Πέραν όμως της ευθύνης της παρακοής και αποστασίας, γεννάται και το θέμα της προσωπικής μας σωτηρίας και εξυγίανσης, που είναι αποτέλεσμα της ακριβούς πρακτικής εφαρμογής των εντολών του ιατρού και σωτήρα μας. Εάν κατά τη Γραφή «ψυχή η αμαρτάνουσα αποθανείται» (Ιεζ. ιη΄ 20) τότε κλείνει κάθε στόμα και καθίσταται υπόδικος όλος ο κόσμος στο Θεό. Άρα δεν τίθεται πλέον θέμα επιλογής ή προτίμησης αλλά απόλυτου καθήκοντος. Ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα, που είναι σαφές και εκφράζει ελεύθερα την προτίμησή του: ή γίνεται οπαδός της «στενής και τεθλιμμένης οδού» που οδηγεί στη ζωή, τη Βασιλεία και όλο το πλήρωμα των θείων επαγγελιών ή εκλέγει την «πλατείαν και ευρύχωρον οδόν», που οδηγεί οριστικά στην απώλεια (πρβλ. Ματ. ζ΄ 13-14, Λουκ. ιγ΄ 24). Και εκτός της αλήθειας που περιέχεται στον ανωτέρω λόγο της θείας αποκάλυψης, υπάρχει και η μακρόχρονη και σαφέστατη ιστορία που υποδεικνύει την πραγματικότητα. Και «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».

Εάν ένα και μόνο πρόσωπο, ένας και μόνο άνθρωπος γινόταν υπήκοος και εφαρμοστής των εντολών του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, του σωτήρα και ανακαινιστή μας, ήταν αυτό μόνο αρκετό για να μας αποδείξει την αλήθεια ότι «πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού» (Ψαλμ. ρμδ΄ 13). Αλλά από τότε μέχρι σήμερα εκατομμύρια αθλητών επισφραγίζουν καθημερινά, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, τη μοναδική αυτήν αλήθεια. Η απέραντη στρατιά των αθλητών και ηρώων του μεγαλοπρεπούς αυτού θριάμβου, με το διαρκές και ακαταπόνητο στοιχείο της άσκησης, πέτυχε το σκοπό της και υποκινεί και μας επίμονα σ΄ αυτό . Τώρα «τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλμ. ρστ΄ 43).

Αναλύσαμε σύντομα το απαραίτητο της άσκησης και το ότι σε όλη την κοινωνική μας ζωή και αγωγή είναι απόλυτα αναγκαίο. Τώρα περισσότερο θα ασχοληθούμε με το κεντρικώτερό μας θέμα. Να δώσουμε με συντομία και σαφήνεια τη γενική εικόνα της ορθόδοξης χριστιανικής άσκησης. Γιατί, όπως ο Κύριος επεσήμανε, «ενός δε εστι χρεία» (Λουκ. ι΄ 42).

Για μας τους ορθοδόξους, χριστιανός είναι μόνο εκείνος, ο οποίος δέχεται το Χριστό, ως την απόλυτη αλήθεια και δικαιοσύνη, ως το μόνο Θεό δημιουργό και σωτήρα. Ο Χριστιανισμός αποτελεί για μας μοναδική αποκλειστικότητα, που δεν δέχεται συμβιβασμό, επιμειξία ή εξέλιξη. Με βάση τους λόγους του ίδιου του λυτρωτή μας πιστεύουμε ότι «ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. ια΄ 27) και «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι εμού» (Ιω. ιδ΄ 6) και «εάν μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών» (Ιω. η΄ 24).

Τονίσαμε τη σημασία της άσκησης ως του πιο κατάλληλου μέσου γι αυτούς που αγωνίζονται και προσπαθούν να επιτύχουν το σκοπό τους. Δεν κρύβουμε όμως, ότι και αυτό το κατόρθωμα δεν είναι ο σκοπός αλλά ένα επωφελέστατο μέσο. Ο παράγοντας της ελευθερίας, της εξυγίανσης και αυτής της ανάστασής μας είναι μόνο η θεία Χάρη. Η σπουδή και η προσπάθειά μας να βρισκόμαστε σε επιφυλακή, φανερώνει αυτό το οποίο ομολογήσαμε στο βάπτισμα ότι «αποτασσόμεθα τω σατανά και πάσι τοις έργοις και τη πομπή αυτού και συντασσόμεθα τω Χριστώ». Με την εκούσια εκλογή και ταυτόχρονα προτίμηση, εκδηλώνεται η ελευθερία μας ως λογικών υπάρξεων και αποδεικνύεται η θεοειδής καταγωγή μας.

Ερχόμενοι με την πίστη στη θεογνωσία, διδασκόμαστε αμέσως τα απαραίτητα καθήκοντα διαμέσου των οποίων θα πάρουμε μέρος στις θείες επαγγελίες. Ο Κύριός μας, μας πείθει ότι δεν αρκεί και δεν μας ωφελεί να γνωρίζουμε αφηρημένα μόνο ότι υπάρχει ο Θεός. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ζ΄ 21). Θα πάρει μέρος στις επαγγελίες μου μόνο «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς» (Ιω. ιδ΄ 21). Ο «έχων», δηλαδή όποιος φρόντισε να μάθει τα νοήματα και το σκοπό των εντολών μου και μετά να γίνει «τηρών», δηλαδή να τις εφαρμόσει. Και τονίζει τη σημασία της τήρησης των εντολών· «εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιω. ιδ΄ 21). Και επαναβεβαιώνει: «Ο μη αγαπών με τους λόγους μου ου τηρεί» (Ιω.ιδ΄ 24).

Αλλωστε η ανακεφαλαίωση όλου του νόμου δεν είναι σ αυτές τις δύο εντολές; «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. ιβ΄ 30-31). Με τις δύο εντολές αποδεικνύεται η ακεραιότητα της ανθρωπίνης προσωπικότητας και παρέχεται το δικαίωμα στον άνθρωπο να γίνει κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού του.

Τονίσαμε και προηγουμένως ότι η άσκηση δεν είναι σκοπός αλλά μέσο. Μέσο όμως αναγκαίο και απαραίτητο προς εξυγίανση και επιστροφή στην αξία του καθολικού μας προορισμού.

Η θεία αποκάλυψη είναι η βάση της υγιούς μας γνώσης. Από αυτήν γνωρίσαμε τους εαυτούς μας, τον κόσμο που μας περιβάλλει και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Η αποκάλυψη, ως απόρροια και ενέργεια της θείας Χάρης, αλάνθαστα μας οδηγεί στην υγιή φύση των πραγμάτων στην οποία ο δημιουργός και προνοητής Θεός τα έταξε προς τον τελικό τους στόχο κατά το θεοπρεπή τους σκοπό.

Είναι γεγονός ότι η πτώση του ανθρώπου αλλοίωσε σε τρόπο και χρόνο τη ροή των πραγμάτων, πράγμα όχι άγνωστο στον πανσθενουργό Θεό Λόγο «δι ου τα πάντα εγένετο». Έτσι γεννήθηκε η αναγκαιότητα της προσπάθειας, από την πλευρά του ανθρώπου που πάσχει για να ισορροπήσει και να ανακτήσει την υγεία της φθαρμένης φύσης.

Και ένα μέρος της παναγάπης του σεσαρκωμένου Θεού Λόγου ήταν και αυτό. Να μην ενεργήσει προστακτικά, να μη διατάξει τον τρόπο επιστροφής του καταπεσόντος ανθρώπου, αλλά να υποδείξει με φιλανθρωπία, πρακτικά, την επιστροφή και να τονίσει τη σημασία των θείων εντολών. Ποια πρόφαση μπορεί να δικαιολογήσει την ανθρώπινη αυθάδεια και ραθυμία αφού ο γλυκύς μας Ιησούς «ήρξατο ποιείν τε και διδάσκειν» (Πραξ. α΄ 1).

Να, λοιπόν που όχι μόνο η λογική, αλλά και η αποκάλυψη, μας συνιστά αλλά και μας επιβάλλει την ανάγκη της άσκησης ως απόλυτου μέσου για την επιτυχία του σκοπού μας.

Εάν «οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε΄ 24), είναι πλέον καταφανές, ότι μόνο με την άσκηση θα πετύχουμε την προαγωγή μας. Μας συναρπάζει ο Παύλος, ως ο πιο ακριβής γίγαντας της άσκησης, διδάσκοντάς μας καθαρά ότι το πήλινό μας σώμα, «η σαρξ, επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός, ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θέλητε ταύτα ποιήτε» (Γαλ. ε΄ 17). Δεν είναι λοιπον, θέμα πρόθεσης ή εκλογής η άσκηση, αλλά επιταγή και απόλυτα απαραίτητη.

Εάν δανεισθούμε τα λάφυρα της μοναστικής άσκησης, όσο και αν φαίνεται τολμηρό, δεν θα αποτύχουμε στην ουσία. Εξ άλλου τι άλλο είναι ο μοναχισμός παρά μια μορφή της χριστιανικής πραγματικότητας, που εφαρμόστηκε με επιτυχία;

Σκοπός και στόχος, όπως αναφέραμε προηγουμένως, είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού . Εμείς, κατά τον Παύλο, «πεπραμένοι υπό την αμαρτίαν» (Ρωμ. ζ΄ 14) πιεζόμαστε να πράξουμε «ο ου θέλομεν κακόν» (Ρωμ. ζ΄ 19). Ποιός άλλος παράγοντας ή σύμμαχός θα μας απαλλάξει «εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ.ζ΄ 24). Η προσφυγή μας στην ασκητική εμπειρία της μοναστικής αγωγής είναι αναγκαία και απαραίτητη επειδή η μάχη και η πάλη για την ελευθερία μας είναι πολλαπλή και ποικίλη. Και προς τα πάθη, τις έξεις και τις συνήθειες αλλά και «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφ. στ΄ 12) και όλων των δυνάμεων του. Η λεπτομερέστερη άμυνα στον πνευματικό αυτόν αγώνα βρίσκεται όντως στα συστήματα της μοναστικής πολιτείας και δεν υπερβάλλουμε όταν τα συνιστούμε ως παράδειγμα στη ζωή του καθενός μας.

Η άσκηση, όπως αναφέραμε προηγουμένως, αποβλέπει στην εκπλήρωση του σκοπού και του νοήματος της χριστιανικής μας ιδιότητας. Το παν στην πρακτική μορφή της άσκησης έγκειται στην πραγμάτωση συμφωνίας της θέλησης και της ζωής μας με το θέλημα και τη ζωή του ίδιου του σωτήρα και Θεού μας. «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιω. ιε’ 4). Είναι η απόλυτη συμφωνία και συνάντηση. Ενας από τους πιο σπουδαίους όρους αυτής της συμφωνιας είναι η προσευχή και γι’ αυτό αποτελεί την κορυφή όλων των αγωνιστικών εργασιών. Είναι μάλλον το κέντρο από το οποίο κάθε άλλη ενέργεια παίρνει τη δυναμή της και επιτυγχάνει την επικυρωσή της.

Ο Κύριός μας, η αυτοαλήθεια, μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (’Ιω. ιε’ 5). Και ο αποτελεσματικός τρόπος επαφής μας μαζί του είναι η προσευχή. Ο ίδιος μας προκαλεί: «Αιτείτε…, ζητείτε…, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’ 7). Κανένας, λοιπόν ας μη εγκαταλείψει τον άθλο της προσευχής. Κάθε αρετή, που φανερώνει τήρηση των θείων εντολών είναι επαινετή και ωφέλιμη. Η προσευχή όμως είναι το μέσο που έχει τη μεγαλύτερη αξία στην επαφή με το δημιουργό μας. Δίκαια οι θεόσοφοι Πατέρες μας την κράτησαν και τη συνιστούσαν σε μας ανεπιφύλακτα. Αλλωστε πως ο Παύλος λέγει το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ε’ 17) αν δεν είχε τόση σημασία;

Το «χωρίς εμου ου δύνασθε ποιείν ουδέν» αποκαλύπτει την πληρότητα της αδυναμίας μας και άρα βιαζόμαστε να συναντήσουμε το σωτήρα μας. Και ο πρακτικώτερος τρόπος αυτής της συνάντησης είναι η προσευχή. Και η αναγκαιότητα της μοναστικής αποταγής, που οι μοναχοί παντοτε επεδίωξαν με ζήλο, κατανοείται στο σημείο αυτό. Και στην περίοδο της Π.Δ, την περίοδο της παράδοσης και του Νόμου, όσοι ευαρέστησαν το Θεό δια μέσου της προσευχής δικαιώθηκαν. Προσευχής που γινόταν, με τόσο πόνο και επιμονή, ώστε να αποτελεί πλέον κανόνα γι’ αυτούς που θέλουν να ανακτήσουν όσα έχασαν.

Η προσευχή μπορεί να έχει πολλές μορφές στην έκταση και την έκφρασή της. Μορφοποιείται ανάλογα με την περίσταση ή ανάγκη που επικρατεί. Κάθε άνθρωπος που χρειάζεται αντίληψη και βοήθεια στρέφεται προς το « δυνάμενον σώζειν Θεόν» και μορφοποιεί την προσευχή του βάσει της ανάγκης που επικρατεί. Παράκληση, ικεσία, δέηση, έντευξη, εξομολόγηση, ευχαριστία, δοξολογία και ότι άλλο παρουσιάζει η πιεστική ανάγκη.

Η κορυφαία όμως θέση της προσευχής είναι η συνάντηση με το σωτήρα Θεό, που γίνεται από αγάπη. Αυτή χαρακτηρίζεται «καθαρά προσευχή» και αυτό είναι το ζητούμενο από τους ήρωες της αποταγής. Είναι ισόβια και έμπονη, και οι φλογεροί εραστές του νοητού Νυμφίου «διώκουσιν ει και καταλάβουσιν εφ’ ω και κατελήφθησαν» (Φιλ. γ’ 12).

Εγκράτεια-νηστεία

«Μεταλαβούσα η Εύα της του φυτού παρηκόου βρώσεως παρεισάγει την φθοράν». Να, η πρώτη πύλη της εξόδου και της αποστασίας μας από τη ζωή. Και το αντίδοτο; Αμέσως το μεταδίδει η εγκράτεια, το απαραίτητο χαλινάρι στο αρχικό μας ολίσθημα. Γι’ αυτό ο πάνσοφος διδάσκαλος, ο Παύλος διατάσσει: «Πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται» (Α’ Κορ. Θ’ 25) και «υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α’ Κορ. θ’ 27). Η μαρτυρία αυτή είναι η πιο σπουδαία απόδειξη της οφειλόμενης αγωνιστικότητας, που την ενεργεί η σύντροφος της ζωής μας άσκηση. Θέλοντας να επιτύχουμε τον κύριο στόχο τον προορισμού μας δεν υποχωρούμε σε κανένα σημείο της άσκησης, που έχουμε προγραμματίσει. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’ 8). «Ούτω τρέχομεν, ίνα καταλάβωμεν» (πρβλ. Α’ Κορ. θ’ 24). Αυτό να έχουμε υπόψη μας: «Ει πως καταντήσωμεν εις την εξανάστασιν των νεκρών» (πρβλ. Φιλ. γ’ 11). Οφείλουμε «μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β’ Κορ. στ’ 3).

Γι’ αυτό το λόγο και ο διδάσκαλος και σωτήρας μας Ιησούς έθεσε τα θεμέλια της ασκητικής μας αγωγής όταν αναχωρούσε μετά το βάπτισμα στον Ιορδάνη ποταμό στην έρημο. Εκεί ως πρώτο βήμα της εξυγίανσής μας έβαλε τη νηστεία. «Και ήγετο εν τω Πνεύματι εις την έρημον… και ουκ έφαγεν ουδέν εν ταις ημέραις εκείναις» (Λουκ. δ’ 2).

Και στην περίοδο τον μωσαϊκού νόμου η εγκράτεια με τη νηστεία είχε την πρώτη θέση στην περιεκτική αγωνιστικότητα. Τη νηστεία χρησιμοποιούσαν στους διάφορους αγώνες όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες και γενικά όσοι είχαν πρόθεση να γνωρίσουν το θείο θέλημα ή να απαλλαγούν από κινδύνους και περιπέτειες ή, το σπουδαιότερο, να επιτύχουν άφεση, συγχώρηση των παραπτωμάτων και να συμφιλιωθουν με το Θεό.

Το κέντρο της πανανθρώπινης χρεοκοπίας και προδοσίας βρίσκεται στη φιλαυτία. Είναι ένας από τους γίγαντες των παθων, που δια της φιληδονίας εισάγει και επιβάλλει το σύνολο του παραλόγου και της διαστροφής. Αλλο σωσίβιο από αυτά τα πάθη δεν υπάρχει από την εγκράτεια και τη νηστεία. Αυτός είναι ο λόγος, που το μεγαλύτερο μέρος της χριστιανικής αγωνιστικότητας βρίσκεται σ’ αυτές τις δύο αρετές. Κατά τους Πατέρες είναι ο πρώτος σταθμός.

Όσοι θέλουν να απαλλαγούν από την εξουσία τον παλαιού ανθρώπου και από όλο το σύμπλεγμα της διαστροφής, ας κρατήσουν την εγκράτεια και τη νηστεία ως τη μόνη λύτρωση και ας επισυνάψουν συγχρόνως και την προσευχή. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα των αγωνιστών μέσα στους αιώνες, που με αυτά τα μέσα πέτυχαν με το παραπάνω το σκοπό που επεδίωκαν.

Να και η αψευδής, η αληθινή μαρτυρία του μεγάλου ήρωα της ιερώτατης αυτής πάλης -του προφήτη Δαβίδ- που μας προσκαλεί στο θρίαμβο. «Τα γόνατά μου ησθένησαν από νηστείας και η σάρξ μου ηλλοιώθη δι’ έλαιον» (Ψαλμ. ρη’ 24). Μαζί με τη νηστεία συνιστά και άλλους τρόπους κακοπάθειας ως κατάλληλα όργανα φιλοπονίας. Με αυτά πλήττεται η φιληδονία που οδηγεί στο θάνατο. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. α’ 13). Τα δεινά και το θάνατο γέννησε η φιλαρέσκεια και φιλαυτία που ήταν εκλογή και προτίμηση τον ανθρώπου μετά τη πτώση. Η πρακτική κατάργηση αυτών των στοιχείων και των μέσων της φθοράς και του θανάτου είναι ακριβώς το αντίθετο. η φιλοπονία. Ονομάζεται και σταυρός αλλά και «στενή και τεθλιμμένη οδός η απάγουσα προς την ζωήν» (Ματθ. ζ’ 14).

Για να αποδείξει ο σωτήρας και λυτρωτής μας το απαραίτητο της θεραπείας και της κατάργησης των αιτίων της δικής μας φθοράς και του θανάτου, εφάρμοσε τις εντολές και ο ίδιος, όταν με την κένωσή του βρισκόταν μαζί μας, διδάσκοντας την πρακτική μέθοδο της ανάπλασής μας. Πόσο έγινε η άσκηση κανόνας και δόγμα ζωής ας μη αμφιβάλλει κανένας.

Διπλή είναι η υπόσταση της φύσης μας. Διπλός και ο αγώνας της άσκησης. Εγκράτεια σωματική και βιολογική. Εγκράτεια ηθική και πνευματική. Εγκράτεια βιολογική με εγκράτεια και αποχή όσων όρισε η Εκκλησία, αλλά εγκράτεια και στις υπόλοιπες αισθήσεις που προκαλούν. «Ο εμβλέψας προς το επιθυμήσαι» (πρβλ. Ματθ. ε’ 28) ήδη αμάρτησε. Όπως ο άνθρωπος ισορροπεί με την εγκράτεια, όταν παραφέρεται με την αίσθηση της γεύσης, έτσι πρέπει να πράττει και στις υπόλοιπες αισθήσεις για να μη επικρατήσει η ορμή του παραλόγου. Πόσα παραδείγματα ανθρώπων δέν συναντούμε στην ιστορία, που άφησαν αφύλακτη την όραση να ορμά και παρασύρθηκαν σε λάθη και πάθη ασύγγνωστα που μέχρι και πολέμους πολυάριθμους και κοινωνικές αναστατώσεις προκάλεσαν! Αναφερθήκαμε στην άσκηση από την πλευρά της εμπάθειας του ανθρώπου. Εκεί όπου το σύστημα του παλαιού ανθρώπου ερεθίζει τους δικούς του και όσοι θέλουν με την ανάλογη αντίσταση απαλλάσσονται από αυτό.

Η θετική όμως αξία της άσκησης βρίσκεται στην αναμόρφωση του χαρακτήρα, στην απόκτηση των αρετών, στην κάθαρση της καρδιάς, στην ολοκλήρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, οπότε στο «κατ΄ είκόνα» προστίθεται το « καθ’ ομοίωσιν» και ολοκληρώνεται ο σκοπός του ανθρώπινου προορισμού.

Οι πραγματικοί εραστές αυτής της τελειότητας δεν θα χρειαστούν αναζητήσεις και παραδείγματα αν ατενίσουν τη ζωή και το παράδειγμα του λυτρωτή και σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Πέρα από την ακριβέστατη διαγωγή του πανάρετου βίου του θα κερδίσουν την ευλογία του για την ευγενική προτίμηση της μίμησης. Και αυτό μας επισημαίνει ο Παύλος ότι το κέρδισε. «Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού» (Α’ Κορ. ια’ 1). Και πόσοι μετά τον Παύλο αντέγραψαν υπέρ εκ περισσού τον Κυριό μας!

Θά μας επιτραπεί να σχολιάσουμε εκτενέστερα το είδος αυτό της άσκησης για να γίνει καταληπτή, ιδιαίτερα σ’ αυτούς που απορούν για την επιμονή και τη σχολαστικότητα αυτών που άσκούνται εν Χριστώ σε αυστηρότερα επίπεδα.

Το σφάλμα των πρωτοπλάστων επέφερε τη διπλή παράβαση και ενοχή τους. Ανέτρεψε την ορθή κρίση του δημιουργού -με την αθέτηση της εντολής- και οδήγησε σε πρακτική χρήση του απαγορευμένου πράγματος. Ο άνθρωπος αχρείωσε το ψυχικό κάλλος και την ακεραιότητά του με την παρακοή, αφού αθέτησε το θείο θέλημα και απόφαση και συνέτριψε ταυτόχρονα και το αισθητό μέρος του εαυτού του με τη γεύση και μετοχή του απαγορευμένου.

Από τότε η ταλαίπωρη φύση μας δέν έχει ελευθερία να εφαρμόσει τη δική της θέληση αλλά σύρεται βίαια όπου τη συναντήσει το παράλογο.

«Η γαρ αμαρτία αφορμήν λαβούσα δια της εντολής (μάλλον παρακοής) εξηπάτησέ με και δι’ αυτής απέκτεινεν… ο γαρ κατεργάζομαι ου γινώσκω. ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ… οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τούτ’ έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν. το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουκ ευρίσκω. ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω… συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμα λωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ. ζ’ 11-23). (Γιατί η αμαρτία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που της πρόσφερε η εντολή, με εξαπάτησε και με θανάτωσε μ’ αυτήν… Ετσι δέν ξέρω ουσιαστικά τι κάνω· δέν κάνω αυτό που θα ‘θελα να κάνω, αλλά αντίθετα, ότι θα ‘θελα να αποφύγω… γιατί γνωρίζω ότι δέν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στο είναι μου, το καλό. Απόδειξη, πως θέλω να κάνω το καλό, δέν βρίσκω όμως τη δύναμη να το μετατρέψω σε πράξη. Κι’ έτσι δέν κάνω το καλό που θα ‘θελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δέν θέλω… Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος τον Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται στο νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου. είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της).

Η ακριβής ανατομική περιγραφή, που μας κάνει ο Παύλος, αποκαλύπτει την περιεκτική διαστροφή που μας προκάλεσε η πτώση δια της παρακοής. Όσοι θέλουν να απαλλαγούν από την καταδίκη του θανάτου και να επιστρέψουν στα αγαθά των θείων επαγγελιών του σωτήρα μας Χριστού, μόνο με την άσκηση και τη φιλοπονία θα επιτύχουν αυτόν το σκοπό.

Σημειώσαμε το διπλό τρόπο της ήττας και υποταγής στο νόμο του παραλόγου. Ο αγώνας τώρα έγινε και έμεινε διπλός. Και κατά το σώμα, τη σάρκα και κατά την ψυχή. «Οι γάρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν, οι δε κατά πνεύμα τα του πνεύματος. Το γάρ φρόνημα τις σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η’ 56).

Και κατά τη δημιουργία το σώμα προηγήθηκε της ψυχής και γι’ αυτό τα έργα της σαρκός τα λεγόμενα «πρακτικά» προηγούνται της «θεωρίας». Με βάση αυτήν τη διάκριση όλοι οι μέχρι τώρα αγωνιστές ξεκινούσαν από την πρακτική μορφή, των έργων του σώματος.

Στη σωματική δραστηριότητα λειτουργούν οι αισθήσεις από τις οποίες εξαρτάται και συνίσταται η βιολογική μας υπόσταση. Είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από τις σωματικές μας αισθήσεις και ευκολώτερα υποχωρούμε στους ερεθισμούς τους, γιατί η ζωή μας συνδέεται με αυτές. Αυτό το γνωρίζει και ο παμπόνηρος εχθρός μας διάβολος και γι’ αυτό επιμένει περισσότερο πιέζοντας στον τομέα των αισθήσεων. Και γίνεται πιστευτός προφασιζόμενος τους νόμους της ζωής η της υγείας η και αυτής ακομα της ανάπαυσης χωρίς την τήρηση των οποίων είναι αδύνατο να ζήσουμε. Έτσι με τις προφάσεις στο θέμα ζωή και υγεία μας πείθει να υποχωρούμε σε δήθεν οικονομίες. Και το δόλωμα τον εχθρού επιτυγχάνει, ιδιαίτερα αν η φυση και ο χαρακτήρας είναι αδύνατος.

Είναι γεγονός ότι ο εχθρός μας διάβολος, ο οποίος ανύστακτα και ακούραστα μας πολεμά δεν μπορεί κατ’ ευθεία να μας παρασύρει παρά μόνο με κάποιο μέσο. Επομένως είναι απαραίτητη η προσοχή μας στα διάφορα μέσα της ζωής και αναστροφής μας. Σ αυτό το σημείο οι θεόσοφοι Πατέρες φανέρωσαν όλη την ευφυΐα και προσοχή τους ώστε να εκμηδενίσουν σχεδόν όλα τα μέσα η τεχνάσματα του πονηρού. Στην υμνολογία της Εκκλησίας περιγράφεται το πρώτο αίτιο της καταδίκης μας. «Δια βρώσεως εξήγαγε τον Παραδείσου ο εχθρός τον Αδάμ» (Μακαρισμοί Α’ ήχου). Και στην αναγκαιότητα της τροφής, που συνδέεται με την επιβίωση επικάθεται το δόλωμα του εχθρού. Ολοι όμως «οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε’ 24) και με αθλητική αντίσταση και επιμονή διέφύγαν τις παγίδες.

Οι γενναίοι μας πρόγονοι έδωσαν την προτεραιότητα της άσκησής τους στην περιεκτική φιλοπονία, που ντύθηκαν ως θώρακα και στη λιτότητα της διατροφής· εφάρμοσαν αυστηρότατη νηστεία, ώστε ο εχθρός δεν μπόρεσε να τους παγιδέψει με καμμιά πρόφαση. Ετσι απέφυγαν τους κινδύνους της ηδυπάθειας, στην οποία βρίσκεται η λύσσα της φιλαυτίας και φιληδονίας, που αιχμαλωτίζει τα θύματά της με τις ευλογοφανείς αναγκαιότητες. Επειδή η φύση μας συνδέεται με ύλες και πράγματα στα οποία εδρεύει η ηδονή, γι’ αυτό υπάρχει ο κίνδυνος ολισθήματος προς τη φιληδονία, που είναι όπως ένας κακός γείτονας.

Οι ήρωες Πατέρες μας έκαναν διαχωρισμό μεταξύ των δύο αρχών και αιτίων που κυριεύουν τη φύση μας. Βρίσκονται σχεδόν παράλληλες αλλά απέχουν η μια από την άλλη όσο «αι άνατολαί από δυσμών» . Η μια λέγεται χρεία (ανάγκη) και η άλλη επιθυμία . Εάν δεν τις ξεχωρίσουμε κυριαρχούν στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Η πρώτη, η χρεία , είναι τα απαραίτητα στοιχεία από τα οποία συντηρείται η φύση μας. Μπορεί ο αγωνιζόμενος να την ελαττώσει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά αλλά είναι αδύνατο να την καταργήσει. Όσοι εφάρμοσαν αυτόν τον κανόνα της λιτότητας και αυτάρκειας εξουδετέρωσαν τον εχθρό που τους πολεμούσε και που εισέβαλλε με την πρόφαση της επιθυμίας δημιουργώντας τα πάθη, στα οποία βρίσκεται η ήττα και η προδοσία.

Η δεύτερη αρχή, η επιθυμία , αν βρει έδαφος, τότε υποτάσσεται η ελευθερία και η θέληση και ολόκληρη η προσωπικότητα του ανθρώπου. Εισβάλλει το παράλογο και η διαστροφή και όπως λέει ο λαός, δεν τρώει ο άνθρωπος για να ζει, αλλά ζει για να τρώει η μάλλον να σπαταλά και να φθείρει.

Όπως στη χρήση της δίαιτας οι αληθινοί αγωνιστές απέρριψαν εντελώς την παράχρηση της επιθυμίας, ως παράλογη και διακόνησαν τη φύση μόνο με τη χρεία, έτσι ας γίνεται και για τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής, όπου ως «πιστοί οικονόμοι» θα χαρακτηριστούμε από τον επιστάτη Κύριό μας και θα μακαριστούμε, όπως ο ίδιος υπόσχεται. Το νόημα της περιεκτικής ομολογίας, που οφείλουμε εμείς οι πρώην αρνητές, ολοκληρώνεται στην προσοχή, να αρνούμαστε τη σπατάλη, που η ακατάσχετη επιθυμία επιβάλλει. Η παράλογη χρήση της επιθυμίας που οδηγεί στη σπατάλη είναι πάντοτε φανερή· ειδικά σήμερα στις σύγχρονες κοινωνιες όπου ξεπέρασε κάθε φραγμό και εμπόδιο, ώστε να κινδυνεύει και η ίδια η υγεία και η ζωή. Διασαλεύεται και αυτή ακόμη η φυσική αρμονια των στοιχείων, με την οικονομική λεηλασία που γίνεται, ώστε να σείονται διεθνώς τα θεμέλια της κοινωνικής ζωής.

Μετάνοια

Δυο θρασείς και αυθάδεις επαναστάσεις έκανε ο άνθρωπος στην άφρονα ιστορία του. Την πρώτη κατά του δημιουργού Θεού και τη δεύτερη κατά του εαυτού του και της φύσης του.

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας παρά μόνο η ειλικρινής μετάνοια και στις δύο αυτές επαναστάσεις για να ανακτήσει αυτά που έχασε. Τόσο η επιστροφή στο Θεό και η εξάρτηση απ’ αυτόν, όσο και η πειθαρχία στους φυσικούς νόμους και κανόνες, χρειάζονται άσκηση με αυστηρότητα και με ακρίβεια. Η απελευθέρωσή μας από την υποταγή στη βία του παραλόγου, την οποία η διεστραμμένη αγωγή μας επέβαλε ως δεύτερη φύση, χωρίς πάλη και αγώνα δεν κατορθώνεται. Αυτός είναι ο λόγος, που η πατερική γραμμή και γενικά ο αυστηρός ασκητισμός είναι απαραίτητα.

Μια μορφή της επαναστατημένης φύσης του ανθρώπου περιγράφεται από τον προφήτη Δαυΐδ. «Ανθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη’ 21). Το πλήρωμα της διαστροφής σ’ όλη την έκτασή του! Και αν ο άνθρωπος δεν αμυνθεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της παράλογης συνήθειας πεθαίνει το διπλό θάνατο. Η αυστηρότητα της ασκητικής πορείας των Πατέρων εκφράζει την επιτυχία και επανόρθωση από τον όλεθρο που προκάλεσε στη φύση μας η εκούσια άρνηση του θείου θελήματος.

Πέραν όμως των φυσικών νόμων του καθήκοντος γεννάται και άλλη υποχρέωση στη λογική μας φύση. Η απομίμηση και αντιγραφή του πρότυπου βίου του Κυρίου μας. Όλες οι πτυχές του πανάρετου βίου του Κυρίου μας για μας τελέστηκαν, για να μάθουμε πρακτικά τον τρόπο του καθήκοντος μας αφού πάθαμε ολοκληρωτική διαστροφή μετά την πτώση. Και ο νόμος της υγείας επιβάλλει την επιστροφή και ο φόρος της αγάπης περισσότερο μας προκαλεί.

Αν και η απόλυτη ενοχή και ευθύνη μας, μας υποχρεώνει να αισθανόμαστε πόσο οφείλουμε, η μακρά πείρα της εν Χριστώ ζωής φανερώνει ότι ο Θεός και σωτήρας μας συμπεριφέρεται σε μας σαν να είμαστε ίσοι με αυτόν και απόδειξη είναι ότι δεν μας επιβάλλεται δια της βίας. Ο ίδιος λέγει «όπου ειμί εγώ και ο διάκονος ο εμός έσται» (’Ιω. ιβ’ 26) με την προϋπόθεση ότι ο διάκονος τον ακολουθεί μέχρι τέλους «αίρων τον σταυρόν αυτού» (πρβλ. Ματθ. ιστ’ 24). Τούτο θα συμβαίνει σε όσους αντιλαμβάνονται τη σωτηρία όχι ως μεταφορά σε κάποια ευτυχέστερη θέση άλλ’ ως θέωση. Αυτή όμως εξαρτάται απόλυτα από τη συμπεριφορά μας στη ζωή αυτήν, εάν κατά πάντα γίνουμε όμοιοι με αυτόν.

Επανειλημμένα ο Πατέρας, στο ιερό ευαγγέλιο, μαρτυρεί ότι ο Χριστός είναι ο αγαπητός του Υιός. Και όμως ο Χριστός λέγει ότι όλοι όσοι εκτελούν το θέλημα τον Πατρός αγαπώνται άπ’ αυτόν όσο και ο Υιός του. «Ου περί τούτων δε (δηλαδή των Αποστόλων) ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ… και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς…, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι…και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν… και εγνώρισα αυτοίς το όνομά σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ην ηγάπησάς με εν αυτοίς η, καγώ εν αυτοίς» (’Ιω. ιζ’ 20-26).

Αυτή η ομολογία που ουδέποτε ακούστηκε από στόμα κτιστό σε όλη την πανανθρώπινη ιστορία, είναι μόνη της ικανή να πληροφορήσει ότι ο εκφραστής αυτού του μεγαλείου είναι πράγματι ο μόνος Θεός και είναι περιττή κάθε άλλη έρευνα και μαρτυρία. Είναι φανερό, ειδικά στους δικούς μας καιρούς, ότι μειώθηκαν και παραχαράκτηκαν οι αληθινές διαστάσεις της θείας αποκάλυψης για την ανθρώπινη ύπαρξη και τον τελικό της προορισμό. Η πραγματική άγνοια κάθε γεγονότος εμποδίζει την κατανόηση της αξίας του και την κατάκτησή του. Για τον άνθρωπο ειδικά απαιτείται νψηλότερη προσοχή και νήψη, για να επιτύχει το στόχο του, γιατί μέσω του ανθρώπου ανακαινίζεται και όλη η κτιστή φύση, που υποτάχτηκε στη φθορά. «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ’ 26) κατά το λόγο του Κυρίου. Πράγματι «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α΄ Ιω. ε’ 19). Το πονηρό έγκειται στην υποδούλωση του ανθρώπου στην αμαρτία. Η αποκατάσταση του ανθρώπου από τη συνολική διαστροφή στην πρωτόκτιστη φύση και ακόμη περισσότερο στην «περίσσειαν της χάριτος», την όλη θεία ζωή, τη μεταμόρφωση, τη θέωση, την οποία προκάλεσε η σάρκωση του Θεου Λόγου, επιτυγχάνεται με τη συνεργασία και των δύο, του Θεού και του ανθρώπου.

Εδώ θα υπενθυμίσουμε πάλι, στους φιλομαθείς, ότι χωρίς το βασικό μέσο της άσκησης τίποτε δεν κατορθώνεται. Γιατί, ως προς το Θεό υπάρχει αμετάβλητα η θετική πραγματικότητα. Ο Θεός θέλει πάντοτε και «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4). Στον ταπεινό άνθρωπο όμως η πραγματικότητα είναι αρνητική και θεραπεύεται μόνο με την επίμονη άσκηση. Να γιατί η Εκκλησία μετά τη λήξη των διωγμών επινόησε τη φυγή και την έρημο. Ο ασθενής και επιρρεπής στην κακία, άνθρωπος, αδυνατούσε παρόντων των αιτίων να επιτύχει στη διαρκή και συνεχή πάλη και μάχη και ως λύση προτεινόταν η αποκοπή από τα αίτια.

Η σταθερή υπόμνηση του Κυρίου μας σ’ αυτούς που θέλουν να αθλήσουν για να στεφανωθούν, η σαφής υπόδειξη του ύψιστου αξιώματος στο όποιο μας οδηγεί η δωρεά του Χριστού, αποκαλύπτεται στην εντολή του « έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματθ. ε’ 48) και «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16). Ο στόχος είναι η απαλλαγή και ελευθερία από τα στοιχεία του θανάτου και η κατάκτηση των θείων επαγγελιών. Οι κατά καιρούς αθλητές και ζηλωτές των υπερφυσικών μυστηρίων αγάπησαν ολόψυχα την περιεκτική φιλοπονία, στην οποία κρύβεται το νόημα του Σταυρού και κέρδισαν την ανάσταση και υιοθεσία, στις όποιες υπάρχει το πλήρωμα των θείων δωρεών .

Η εξουσία της Θειας υιοθεσίας

«Εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26). Με τη σάρκωσή του ο Θεός Λόγος έγινε και «Υιός ανθρώπου» ομοούσιος με μας. Κάθε τί που εξεπλήρωσε στην επίγεια ζωή του, επόμενο είναι, να είναι κατορθωτό σε όλο το ανθρώπινο γενος. Εάν στον Ιησού Χριστό, κατά τον Παύλο, «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9) και είναι αυτός το «μέτρον πάντων», παραδεχόμαστε ότι αυτό που βεβαιώνουμε για την ανθρωπότητα του Χριστσύ μαρτυρεί το πλήρωμα γενικά των δυνατοτήτων της δικής μας φύσης. Άρα δίκαια και αληθινά είναι γραμμενο ότι «όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α’ 12). Σε μας τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι» (`Εβρ. β’ 17), αν και κατ’ ουσία ήταν Θεός, δεν μειώνει τη δυνατότητα να ακολουθούμε το παράδειγμά του. «Θαρσείτε, λέγει, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. ιστ’ 33). Ποιον Κόσμο; Εδώ εννοεί τη διάθεση που βρίσκεται «εν τω πονηρώ», το νόμο της διαστροφής, τον παλαιό άνθρωπο και όσα οδηγούν στη φθορά και το θάνατο. Δεν νικήθηκε ο κόσμος μαγικά, με τη θεοπρεπή μόνο εξουσία χωρίς την προσφορά της ανθρώπινης θέλησης, αλλά με την εκούσια πάλη και αντίσταση. Πρώτα εκδηλώνεται η δική μας θέληση και μετά η ενέργεια της Χάρης. «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού» (Αποκ. γ’ 21). Η εμμονή μας στο στοιχείο της άσκησης είναι θετική. «Νήψατε, γρηγορήσατε· ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη· ω αντίστητε» (Α’ Πέτρ. ε’ 8-9). Ο σύγχρονος άνθρωπος, αφού παραδόθηκε ολόκληρος στο έρεβος του αναρχισμού, παραιτείται από κάθε πρωτοβουλία αντίστασης κατά του παραλόγου. Θεωρεί μάλιστα την υποχρεωτική αποφυγή της αμαρτίας ως ανελεύθερο μέσο που στρέφεται κατά της ελευθερίας του και αυτό ακριβώς είναι ο θρίαμβος του εχθρού μας διαβόλου!

Η έμπρακτη και πανάρετη του Κυρίου μας βιοτή είναι ο ακριβής κανόνας της πανανθρώπινης ζωής και έτσι «παν στόμα φράζεται και καθίσταται υπόδικος άπας ο κόσμος τω Θεώ». Η εκούσια παράβαση του θείου θελήματος από τον άνθρωπο, θεμελίωσε την πρακτική αποστασία με διπλή πλέον ενοχή· έναντι των φυσικών νόμων της ύπαρξής μας, η οποία εξαρτάται οντολογικά από το πρώτο αίτιο της καταγωγής μας και έναντι του δημιουργού και Πατέρα μας Θεού, που προσβάλαμε και υποτιμήσαμε.

Η διπλή αυτή ανθρώπινη ενοχή έγινε εκούσια, χωρίς βία. Η επανόρθωση έπρεπε να γίνει έμπρακτα από τον παραβάτη. Η φιλάνθρωπη όμως οικονομία του σωτήρα μας Χριστού μετρίασε την πικρία της δίκαιης ποινής. Ανέλαβε το ρόλο του υπεύθυνου και αφού εφάρμοσε απόλυτα την υποταγή με την ενανθρώπησή του μετάλλαξε την υπεύθυνη δουλεία της εξάρτησης στη φιλότιμη απομίμηση του πανάγαθου βίου του. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» (Ρωμ. ια’ 33).

Απαραίτητο μέσο στον άνθρωπο για να προσέλθει στους όρους και τρόπους της ανάστασής του είναι η ορθή και υγιής πίστη προς το Θεό. Η είσοδος σ’ αυτήν την πίστη είναι η φανέρωση του Θεού, που από αγάπη αποκαλύπτεται.

Και πριν τη σάρκωση, ο Θεός Λόγος εμφανιζόταν δια συμβόλων και ενεργειών μέσω των πιστών του δούλων, των δικαίων και προφητών. Όταν όμως ήλθε «το πλήρωμα του χρόνου», φανερά και με παρρησία έζησε μαζί μας και μας δίδαξε έμπρακτα την οφειλόμενη αλήθεια και αυτό πλέον έγινε το πανανθρώπινο καθήκον. «Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ιστ’ 16-17). «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον· ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12). «Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος αυτού» (Α’ Κορ. β’ 10). «Ο ην απ’ αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών,… και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγού της ζωής…»(Α’ Ιω. α’ 1). Παρουσιάσαμε τις μαρτυρίες αυτές της Αγίας Γραφής για την επικύρωση της αλήθειας της αποκάλυψης, για να γίνει κατά πάντα πιστευτή. Δεν υπάρχει, λοιπόν, άλλος δρόμος προς τη θεία επίγνωση παρά μόνο η ακριβής τήρηση όλων όσων πρόσταξε ο Χριστός ως ο μόνος σωτήρας του κόσμου .

Το καθήκον που πηγάζει από την πίστη

Αφού γνωρίσαμε με την πίστη προς το Θεό το πραγματικό μας καθήκον, οφείλουμε υποταγή για την εξασφάλιση της επαγγελίας. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος έστιν ο αγαπών με» (Ιω. ιδ’ 21) και «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται» (Ματθ. ζ’ 21). Το θέμα της πίστης δεν είναι απλώς κάποια γνώση, αλλά επιβεβλημένο και απαραίτητο καθήκον. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια’ 29) και « ου ζητώ το θέλημα το εμόν αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιω. ε’ 3θ) και « ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών» (Ματθ. ια’ 29).

Γνωρίσαμε από την αποκάλυψη την καταγωγή μας και διαπιστώνουμε έμπρακτα με την παρουσία του σωτήρα μας τη θεοειδή μας φύση και ότι αυτός μας ανέσυρε από τη φθορά και το θάνατο. Δεν απομενουν πλέον περιθώρια έρευνας αλλά απόλυτης υποταγής και εξάρτησης. Τότε η θεία Χάρη, που χάσαμε με την παρακοή και την πτώση και που επανήλθε με την παρουσία του σωτήρα μας, θα μας επαναφέρει στην ισορροπία, στην ανάσταση, στη ζωή. Και τότε «όσοι λήψονται αυτόν δώσει αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (πρβλ. Ιω. α’ 12). Όχι όσοι τον άκουσαν μόνο, αλλά «όσοι έλαβον αυτόν» δηλαδή όσοι τον πίστεψαν, τον μιμήθηκαν, τον αντέγραψαν, τον αγάπησαν.

Η αναρίθμητη στρατιά των μαθητών του Χριστού, που ακολουθεί χωρίς παρέκκλιση το ιερώτατο πρότυπο από τότε μέχρι σήμερα, τηρεί με ακρίβεια τους δύο όρους της υποταγής. Έτσι αυτή προάγεται με επιτυχία στο βραβείο και η αλήθεια του Κυρίου μας εξακολουθεί και τώρα να επισφραγίζεται και όχι μόνο «τω καιρώ εκείνω». Οι δύο όροι, που αναφέρουμε κατά τους Πατέρες μας είναι η «πράξη» και η «θεωρία». Στην πρακτική μορφή της πάλης και μάχης ο κάθε άνθρωπος αρχικά αντιστέκεται στα πάθη και τις συνήθειες και εισάγει σε αντίθεση προς αυτά την επίδοση στα καλά. Με τη συνεχή πρακτική μορφή της αγωνιστικότητας ολοκληρώνεται η ομολογία της υγιούς θέσης του πιστού ότι «αποτάσσεται κατά πάντα τω διαβόλω και συντάσσεται τω Χριστώ». Τότε η θεία Χάρη, που έχει θέση μητέρας, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την παλαιά αιχμαλωσία του νόμου της διαστροφής και τον εισάγει στους όρους και λόγους του «καινού ανθρώπου του κατά Χριστόν κτισθέντος» και τότε γίνεται «καθαρός τη καρδία». Τότε ολοκληρώνει η λεγόμενη «πράξη» τη διακονία της και λαμβάνει θέση πλέον η λεγόμενη «θεωρία». «Μακάριοι, όντως, οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’  και όχι μόνο «όψονται» αλλά και θα κατακτήσουν, και θα απολαύσουν και θα χαρούν και «κανένας δεν θα μπορέσει να πάρει τη χαρά τους» (πρβλ. Ιω. ιστ’ 22).

Με αυτά τα καθήκοντα θα ασχοληθούμε στη συνέχεια και παρακαλούμε για την επιείκεια των αναγνωστών. Όπως στη δημιουργία προηγήθηκε η κατασκευή του σώματος έτσι προηγουνται πάντοτε και τα σωματικά έργα. Αυτός είναι ο λόγος που και στο παθητικό μέρος προέχουν τα αισθητά λάθη και πάθη που υπηρετούνται από τις αισθήσεις, οι όποιες συντηρούν τη βιολογική μας ύπαρξη. Όπου υπάρχουν «αι διατροφαί και τα σκεπάσματα» και όσα συνδέονται με τη ζωή κατά τον Παύλο, οι αισθήσεις πιεζόμενες από την παράλογη επιθυμία υποκύπτουν στην παράχρηση και έτσι δημιουργούνται τα πάθη και οι «παρά φύσιν» συνήθειες. Εκεί υπάρχει η παραμόρφωση, ο «παλαιός άνθρωπος», το «σώμα του θανάτου» (Ρωμ. ζ’ 24).

Σε αυτήν την τερατώδη διαστροφή έχει τις διατριβές και τις θέσεις του ο «όφις ο αρχαίος», ο διάβολος. Εδώ του επέτρεψε ο Θεός να διατρίβει μετά την αποπλάνηση του πρωτοπλάστου. Αυτό μεταφορικά σημαίνει το λόγιο «και γην φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου»(Γεν. γ’ 14). Παραμένοντας ανύστακτα στους κεντρικούς νόμους και λόγους της συντήρησής μας, καταπιέζει άκουραστα κάθε βιολογική μας κίνηση προς υπερβολή ή έλλειψη και αλλοιώνει κάθε ισορροπία και τάξη στη ζωή μας, την ατομική και την κοινωνική και μας παρακινεί σε αποστασία από το καθήκον και επανάσταση κατά του εαυτού μας και του δημιουργού Θεού. Γι’ αυτήν την κατάσταση θρηνεί ο Παύλος λέγοντας «ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ’ 24). Η άσκηση, λοιπόν, είναι κάτι που χρειάζεται, και όχι στοιχείο ανελευθερίας.

Τη διαρκή ετοιμότητα τονίζει ο Κύριος λέγοντας το «έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λούκ. ιβ’ 35). Ο Παύλος παροτρύνει να ενδυθούμε την πανοπλία της Χάρης επί μέρους και ολοκληρωτικά για να μπορέσουμε να αντισταθούμε κατά την ημέρα της πάλης και «άπαντα κατεργασάμενοι στήναι» (Εφεσ. στ’ 13).

Το παράδειγμα του Κυρίου μας, ο οποίος μετά το βάπτισμα εξήλθε «εις την έρημον…πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. δ’ 1) έγινε η αρχή του θριάμβου της ταπεινής μας φυσης κατά του κακού, της αμαρτίας και του θανάτου. Από τότε αναρίθμητα πλήθη ηρώων και αθλητών περιφρονούν τον πονηρό και τα όργανά του και ανεβάζουν την ανθρώπινη οντότητα στους πατρικους κόλπους κατά την προαιώνια βουλή.

Last modified on Wednesday, 08 August 2012 22:05
Login to post comments

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel