Ζωηφόρος

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού(2), του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού,

Rate this item
(0 votes)

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού(2)

του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Η πρακτική

Νόμοι και τρόποι του πνευματικού πολέμου κατά τους Πατέρες

Έχοντας υπ’ όψη την πνευματική εμπειρία των Πατέρων μας επιχειρούμε να σημειώσουμε σύντομα και περιληπτικά τα είδη των μελών και των μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται κατά τη μάχη και την πάλη της νόμιμης άθλησης.

Αρετές και πάθη

Ο Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον «Περί αρετών και κακιών» λόγο του μας εισάγει στο θέμα γράφοντας:

«Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις είναι: Νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση· οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι αυτές: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Γι’ αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες. Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά. Ψυχικές αρετές είναι εν πρωτοις οι τεσσερεις γενικώτατες αρετές, οι όποιες είναι: Ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές: Πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, αοργησία, θεία γνώση» και γενικά ολόκληρο το σύστημα του ήθους και του χρηστού βίου.

«Σωματικές αρετές, η μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα τον Θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής: Περιεκτική εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, συνεχής γονυκλισία, ξηροφαγία, φτώχεια, ακτημοσύνη, σιωπή» και όσα δαμάζουν την ορμή της αταξίας του σώματος. Όπου όμως η σωματική ασθένεια εμποδίζει την άσκησή τους αναπληρώνονται με την ταπείνωση και την ευχαριστία.

«Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη» που είναι ο σκοπός της άσκησής μας. «Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και άγνοια» τα οποία ονομάζονται γίγαντες των παθών. «Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους και κυριεύεται από όλα τα πάθη και σημειώνουμε μέρος από αυτά: Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, μισανθρωπία, μνησικακία, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονεικία, ζήλεια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψευτιά, απιστία» και το σύνολο της ψυχικής διαστροφής, που παραμορφώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα και είναι ένα είδος δαιμονισμού.

«Σωματικά πάθη» -αν τα ονομάσουμε έργα της ντροπής δεν κάνουμε λάθος- «είναι: Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, αιμομιξία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη: Κλοπή, Ιεροσυλία, ληστεία, φόνος» και οποιαδήποτε σαρκική χρεοκοπία· «η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου και τον κάνει γήινο και κτηνώδη και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς την εργασία των αρετών.

Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό. Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Αυτές (τις ρίζες) τις γεννά η ηδονή, η άνεση και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Η πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, όπως προείπαμε, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος και η εμπαθής προσκόλληση σ΄ αυτό.

Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη», που άπ’ αυτήν δύσκολα γλυτώνει ο ακουραστος αγωνιστής.

«Γιατί είναι πάρα πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της «ψυχής» γιατί ενώνονται όλες οι κρούσεις σε πάθη και επιθυμίες ψυχικές και σωματικές και ο νόμος της διαστροφής κυριεύει και αλίμονο στην ψυχή στην οποία μαράνθηκε ο φόβος του Θεού και η αγάπη προς αυτόν, από την οποία έρχεται η επιμέλεια των αρετών. Εάν αυτά δεν υπάρχουν έξ’ αιτίας του νυσταγμού της αμέλειας, τότε αιχμαλωτίζει η προσκόλληση στα γήινα με τις ακατονόμαστες ηδονές και ανατρέπεται κάθε ισορροπία. Εάν επικρατήσει η κατάσταση της αμέλειας, τότε αλίμονο!, γεννιέται η συνήθεια, που έχει δύναμη ως δεύτερη φύση και οδηγεί στο θάνατο.

Το τριμερές της ψυχής και η θεραπεία του

Οι θειότατοι Πατέρες μας για να έχουμε ακριβέστερη γνώση για τις ροπές των παθών, μας μίλησαν με σαφήνεια για το τριμερές της ψυχής.

«Η ψυχή του ανθρώπου διαιρείται σε τρία μέρη (ή ιδιότητες ή ενέργειες ή δυνάμεις) το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά: Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος της ψυχής. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών είναι η βέβαιη και αδίστακτη (χωρίς δισταγμό) πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη Ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας η συνεχής μελέτη των λόγων του Πνευματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή και η ευχαριστία προς το Θεό.

Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής: Η ασπλαγχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος» και τα συναφή από τα οποία εξαφανίζεται η έννοια της αγάπης. « Η ίαση και η θεραπεία τους είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλωσυνη.

Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής: Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακατονόμαστη ακαθαρσία, η ασέλγεια, η δίψα του ακόρεστου πλουτισμού και των ηδονών που βρίσκεται η γενική αιχμαλωσία. Η ίαση και θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η σκληραγωγία, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αθάνατων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θείας υιοθεσίας».

Οι λογισμοί και η αντιμετώπισή τους

«Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για τη διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γεννιέται κάθε αμαρτία. Οχτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας: Της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής, της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Το να μας παρενοχλούν η να μη μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί δεν είναι στην εξουσία μας. Το να επιμένουμε όμως σ’ αυτούς ή να μη επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε, αυτό είναι στην εξουσία μας. Εάν δεν αντισταθήκαμε και συνομιλήσαμε μ’ αυτούς, επειδή μας άρεσαν και εάν απέκτησαν εξουσία αυτό οφείλεται στη συγκατάθεσή μας.

Ο τρόπος της κρούσης και επαφής τους με μας, ως θύρα της εισόδου τους, είναι ο νους. Στους λογισμους αυτούς διακρίνουμε τα εξής: Προσβολή, συνδυασμό, πάλη, πάθος, συγκατάθεση» (που πλησιάζει και μοιάζει με την πράξη), ενέργεια και αιχμαλωσία.

«Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση ή παρακίνηση του διαβόλου, για να φανεί η πρόθεσή μας, η προτίμησή μας. Αυτό δεν εξαρτάται από μας και ούτε μας κρίνει. Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός και μ’ ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και η ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας. Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους, που αυτός περιέχει, ή προς συγκατάθεση. Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από το συνδυασμό του λογισμού και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία. Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός, σαν απόφαση. Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε. Και αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη, ακούσια απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και από τη μακροχρόνια συνήθεια.

Όποιος λοιπόν αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε δια μιας και όλα τα επόμενα».

Στο τριμερές της ψυχής, όπως προαναφέραμε, λογιστικό, θυμικό και επιθυμητικό, εάν καταμερίσουμε ανάλογες ενέργειες, ο άνθρωπος ορθοποδεί, εξυγιαίνεται και γίνεται μέτοχος των θείων επαγγελιών. Αυτό είναι το τέλος του σκοπού μας.

Όπως η ενέργεια της έξης (συνήθειας) κυριαρχεί και επιβάλλεται στα πονηρά και παράλογα, ας την εκμεταλλευτούμε για να μας συμπαρασταθεί στην αγαθοεργία και καλωσύνη, ώστε ευκολώτερα να τηρούμε τις εντολές εφ’ όσον η συνήθεια ελαφρώνει το βάρος του αγώνα. Στην περιεκτική πατερική εμπειρία μαθαίνουμε ότι όποιος φοβάται η μάλλον όποιος πιστεύει στο Θεό, φοβάται την κόλαση· όποιος φοβάται την κόλαση, τηρεί τις εντολές· όποιος τηρεί τις εντολές υπομένει τις θλίψεις· όποιος υπομένει τις θλίψεις αποκτά την ελπίδα προς το Θεό και αυτή η ελπίδα χωρίζει το νου από κάθε άσκοπη προσπάθεια· αν από αυτήν αποχωριστεί ο νους, αποκτά την αγάπη προς το Θεό.

Όρος και τρόπος αναμαρτησίας κατά τον μεγαλύτερο ανάμεσα στους ασκητές, Αρσένιο, είναι η ησυχία. Ο ίδιος παρακαλώντας το Θεό να του υποδείξει τρόπο βέβαιο της σωτηρίας άκουσε άπ’ αυτόν:

-Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, διότι αυτά είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας. Δια μέσου αυτών ο άνθρωπος έρχεται σε αίσθηση της ανθρώπινης ευτέλειας όπου βρίσκεται η ταπεινοφροσύνη. αυτή πάλι είναι γέννημα της γνώσης και η γνώση γέννημα των πειρασμών.

Οι επτά σωματικές πράξεις της μετάνοιας

Στην πρακτική των Πατέρων, που αναλύουμε, αναφέρονται και επτά σωματικές πράξεις στις οποίες στηρίζονται οι τρόποι και τα έργα της μετάνοιας.

Ως πρώτη πράξη στη μετάνοια οι Πατέρες τοποθετουν την ησυχία. Είναι η απερίσπαστη διαγωγή. Η απομάκρυνση από τα αίτια, που δημιουργούν τις αφορμές της πτώσης και της ήττας, ειδικά σ’ όσους είναι ασθενείς χαρακτήρες, αλλά και άπ’ αυτόν τον «ως λέοντα περιπατούντα και ζητούντα να μας καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8). Με την ησυχία απέχει ο αγωνιστής απο τη μάταιη και άσκοπη μέριμνα και του επιτρέπεται αν θέλει να στρέψει τη σκέψη και ασχολία του προς το Θεό, άπ’ όπου φωτιζόμενος από τη θεία Χάρη ανακαλύπτει τον εαυτό του, που είναι απαραίτητο καθήκον.

Δεύτερη πράξη θεωρείται η νηστεία. Με αυτήν καταβάλλεται και δεσμεύεται ένας από τους γίγαντες της διαστροφής -η γαστριμαργία- ο ακαταγώνιστος σύμμαχος της φύσης και του διαβόλου. Με αυτήν αιχμαλωτίζει ο τελευταίος τα πλείστα των θυμάτων του. Το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η πράξη το απέδειξε ο Κύριός μας, όταν ανέλαβε με την παρουσία του την ανάπλασή μας, μετά το θείο βάπτισμα στον Ιορδάνη. Ποιος τώρα μπορεί να αμφισβητήσει το βάθρο αυτό της μετάνοιας, της ανάπλασης, της ανάστασης, της σωτηρίας; Εάν ο αναμάρτητος και απαθής νηστεύει -και μάλιστα παρατεταμένα- ποιος θα προφασιστεί αδυναμία η άρνηση; Αφήνω και την άσκηση της δίψας που οι έμπειροι της εγκράτειας προβάλλουν ως άριστο άθλημα κατά των παράλογων ορέξεων.

Την αγρυπνία, ως τρίτη πράξη, συνιστούν οι Πατέρες. Είναι το αποτελεσματικώτερο μέσο του φωτισμού του νου και γεννήτρια της προσευχής. Ο κόρος της υπνηλίας υποβιβάζει άμεσα τη διαύγεια του νου. Μειώνεται η διανοητική ικανότητα της λογικής φύσης να συγκρίνει, διακρίνει, επιλέξει και εφαρμόσει όσα η νόμιμη άσκηση απαιτεί. Η άγρυπνία, ως μέσο της φίλης των Πατέρων μας φιλοπονίας, πάντοτε προηγείτο στους ασκητικούς αγώνες. Και είναι γνωστή η υπερβολική άσκηση των Πατέρων στην αγρυπνία. Επέμεναν στα πολλαπλά οφέλη αυτής της αρετής, επειδή συντελούσε άριστα στη διανοητική εργασία από την οποία εξαρτώνται όλα έφ’ όσον «νους ορά και νους ακούει» και εκλέγει και εκτελεί.

Τέταρτη και Πέμπτη πράξη τοποθετούν οι Πατέρες την προσευχή και την ψαλμωδία. Πράγματι διαιρούσαν την εργασία της προσευχής σε δυο τρόπους, που επικρατούν στην τόσο σημαντική αυτήν παναρετή. Στο όνομα της προσευχής χάραξαν την έννοια της εσωστρέφειας και ειδικά της «κατά μόνας» προς το Θεό συνομιλίας. Εκεί ο καθένας επιρρίπτει τον εαυτό του μπροστά στη θεία ευσπλαγχνία και αγαθότητα και με επίμονη εξομολόγηση, δέηση, ικεσία, παράκληση ή και ευχαριστία αναφέρει τον πόνο και τον πόθο του προς «τον δυνάμενον σώζειν» Χριστό, το Θεό μας. Η ψαλμωδία χρησιμοποιείται στις ομαδικές συναθροίσεις των πιστών. Με την υμνολογία επιτελείται εορταστικώτερα η κοινή προσευχή και αυτό είναι περισσότερο αποδεκτό και εφαρμόσιμο από το λαό.

Έκτη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την ανάγνωση και μελέτη λόγων και παραγγελμάτων που μας κατευθύνουν στην εν Χριστώ πνευματική μας ζωή. Ο λόγος του Κυρίου μας «ο έχων τας εντολάς μου» αυτό σημαίνει: Να μάθει και να κατανοήσει τις εντολές μου, το θέλημά μου και μετά να γίνει τηρητής (τηρών αυτάς). Και αυτός « έστιν ο αγαπών με». Στο Μωσαϊκό νόμο απαιτητικώτερα διέταζε ο Θεός τη μελέτη του θελήματός του και την ενασχόληση με αυτό για να μη παραλείπεται, ως καθήκον, η ακριβής τήρηση και εφαρμογή του. «Εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. α’ 2). Μια από τις σπουδαιότερες φροντίδες αυτού που θέλει να απαλλαγεί από τη λύσσα του «ωρυομενού ως λέοντος» εναντίον μας, κατά τον Παύλο, είναι το να «μη αγνοώμεν τα νοήματα αυτού» (πρβλ. Β’ Κορ. β’ 11). Επειδή οι φίλοι και δούλοι τον Θεού «ουκ ίδίω θελήματι αλλά Πνεύματι Αγίω φερόμενοι ελάλησαν και έγραψαν» (πρβλ. Β’ Πέτρ. α’ 21), είναι πλέον καθήκον η μελέτη και έρευνα των λόγων και των συγγραφών τους προς πλήρη διαφώτιση και μάθηση του αόρατου πολέμο που ασίγαστα διεξάγουμε.

Έβδομη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την επερώτηση των εμπείρων για κάθε λόγο και πράξη. Με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζεται το ταπεινό φρόνημα. Απουσιάζει η αυταρέσκεια και η απειρία. «Τοις ταπεινοίς» δίνει ο Κύριος το φωτισμό και τη Χάρη του.

Το τέλος όλης αυτής της προσπάθειας και ετοιμασίας είναι η υπομονή, ώστε «μήτε θαρρείν μήτε απογινώσκειν»

Τα έργα του «καινού» και του «παλαιού» ανθρώπου

Όταν αναφέρονται οι θεοφόροι Πατέρες μας στον «παρά φύσιν νόμον» φανερώνουν την περιεκτική διαστροφή που προκάλεσε η πτώση και η συνεχής αποστασία του ανθρώπου. Η απέραντη όμως ευσπλαγχνία του Κυρίου μας, με τη σάρκωσή του και όλη την παρουσία του ανάμεσά μας, θεραπευσε το δικό μας τραύμα και μας επανέφερε στην ισορροπία.

Με την παράβαση και παρακοή του θείου θελήματος προβάλαμε το δικό μας θέλημα που γέννησε το θάνατο. Η απαλλαγή μας από αυτήν την ποινή είναι η άρνηση και εγκατάλειψη του θανατηφόρου δικού μας θελήματος και η εξυγίανση της στάσης του ανθρώπου με την επιστροφή στο «κατά φύσιν».

Με την επιμονή στο θέλημά του, ο άνθρωπος, μετέστρεψε τις φυσικές δυνάμεις του νου στο «παρά φύσιν». Τότε επικρατεί το παράλογο. Να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.

Φυσική δύναμη του νου είναι η υγιής έπιθυμία . Αυτή όταν ο νους λειτουργεί «κατά φύσιν» δημιουργεί τον πόθο προς το Θεό, την αγάπη και γενικά κάθε θεοφιλή και ευγενική έφεση. Μετάλλαξε ο εχθρός αυτήν τη δύναμη και την έκανε αισχρή και πονηρή επιθυμία και ο άνθρωπος προτιμά κάθε ακαθαρσία και ρυπαρότητα.

Φυσική δύναμη του νου ο ζήλος. Χωρίς ζήλο για το Θεό δεν γίνεται προκοπή. « Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α’ Κορ. ιβ’ 31) παρακινεί ο Παύλος. Μεταμόρφωσε και εδώ ο εχθρός τον υγιή ζήλο προς το Θεό και την αρετή στο «παρά φύσιν» και μας έκανε να φθονούμε, να ζηλεύουμε και να μνησικακούμε μεταξύ μας.

Φυσική δύναμη τον νου η οργή και η ορμή. Χωρίς αυτές δεν επιτυγχάνεται η αγνότητα. Θα οργισθεί ο άνθρωπος εναντίον του εχθρού που σπέρνει την πονηριά του. Από τη δική μας αμέλεια μετατράπηκε και αυτή η φυσική δύναμη στο «παρά φύσιν». Η οργή μας στράφηκε κατά του πλησίον και δημιούργησε τόσα βλαβερά και ανωφελή.

Φυσική δύναμη του νου το μίσος. Χωρίς μίσος κατά της ποικιλόμορφης κακίας, δεν αποκαλύπτεται τιμή στην ψυχή και δεν ολοκληρώνεται καμμιά ομολογία που είναι ο κεντρικός στόχος και σκοπός μας. Μετέστρεψε και εδώ τη δύναμη αυτήν ο εχθρός στο «παρά φύσιν» μίσος κατά του πλησίον και ερήμωσε την ψυχή, έφερε τον άνθρωπο στο σημείο της διαβολοποίησης και τον έκανε εικόνα τον σατανά!

Επιθυμία, ζήλος, οργή και ορμή, μίσος. Τα φυσικά αυτά ιδιώματα δημιουργήθηκαν στη φύση μας ακέραια και αγνά. Τα μετάλλαξε, τα παραμόρφωσε η παρακοή. Και ο εχθρός μας κρύβεται πίσω άπ’ αυτά και με την παράλογη χρήση των δικών μας δυνάμεων, μας χωρίζει από το Θεό.

Όλα αυτά και όλο το σύστημα της διαστροφής και της φθοράς μετάλλαξε και θεράπευσε ο Κύριός μας με τον πανάρετο βίο του και τη διδασκαλία του.

Ένας τρόπος πρακτικής ωφέλειας και προκοπής στον πνευματικό αγώνα είναι η αποφυγή και απομάκρυνση από τα αίτια. Ο άνθρωπος που ζει ανάμεσα στα αίτια επηρεάζεται και υποχωρεί στις επιθυμίες και τα πάθη. Ο βέβαιος τρόπος απαλλαγής από τα αίτια και τις αφορμές είναι η αύξηση της αγάπης του Θεού.

Όπου, χάριτι Θεού, περισσεύει η αγάπη του, καταργείται η προσπάθεια ανάπαυσης του σώματος. Και ο κόπος αυτός της αυταπάρνησης, επειδή γίνεται για την εντολή, γεννά την ελπίδα. Τότε ενισχύεται η αμεριμνησία και αποκτάται μερική διάκριση για να μαθαίνει ο αγωνιζόμενος την ορθή πρακτική του αόρατου πολέμου.

Ένα από τα μεγαλύτερα έπαθλα της πάλης αυτής είναι να νικήσει ο αγωνιστής την κενοδοξία. Το πρώτο στάδιο προκοπής στη γνώση του Θεού. Όποιος, αλίμονο, παρασύρθηκε στην αισχρότητα του πονηρότατου αυτού πάθους, αποξενώνεται από την ειρήνη. Γίνεται πια θύμα της σκληρότητας και της ταραχής και έχει ως κάλυμμα της γυμνότητάς του την υποκρισία και το ψέμα.

Εκείνος που με την υγιή μετάνοια απέρριψε τα πάθη του σώματος και τα υπόλοιπα ελαττώματα του παλαιού ανθρώπου, προετοίμασε την ψυχή του τίμια και έγινε σκεύος της Χάρης ή μάλλον έγινε ναός του Θεού.

Όποιος με ταπεινοφροσύνη και ακουραστα αγωνίζεται και με τη Χάρη του Χριστού κατακτά αυτήν την αρετή, του αποκαλύπτει ο Θεός τις αμαρτίες του για να μάθει να τις πολεμά. Εάν τον βοηθήσει και το πένθος, που μάλλον είναι βέβαιο, τότε και οι δυο αυτές αρετές εξορίζουν από την ψυχή τα επτά πονηρότατα δαιμόνια, που είναι το σύμπλεγμα του παλαιού ανθρώπου. Τότε η ψυχή τρέφεται από τη γλυκύτητα των δικών της αρετών. Σ αυτόν τον αγωνιστή δεν πλησιάζει ανθρωπαρέσκεια, ούτε ονειδισμός ανθρώπων. Εάν δεν μπορέσει ο άνθρωπος να βαστάσει το σκληρό λόγο του πλησίον και ανταποδώσει τα ίσα, τότε εγείρονται πόλεμοι στη συνείδηση για την ανυπομονησία και κυριαρχεί η αιχμαλωσία της ταραχής. Η προσευχή προς το Θεό, με φόβο, επαναφέρει την ειρήνη και η αγάπη και η μακροθυμία καταστρέφουν την «παρά φύσιν» οργή. Εάν παραμείνουν η ειρήνη, η αγάπη και μακροθυμία, τότε η οργή στρέφεται όχι κατά του πλησίον, αλλά κατά των παθών και των δαιμόνων· στην ψύχή μένει το πένθος και η ταπεινοφροσύνη.

Εκείνος που θα μπορέσει να υποφέρει σκληρό λόγο δύστροπου και ασύνετου ανθρώπου για το Θεό και για την ειρήνη των λογισμών του, θα ονομασθεί «υιός ειρήνης» και θα μπορέσει να αποκτήσει ειρήνη ψυχής, σώματος και πνεύματος. Εάν αυτά τα τρία αποκτηθούν τότε σταματούν οι εχθροί να πολεμούν το νόμο του νου και καταργείται η αιχμαλωσία της σάρκας. Αυτός θα ονομασθεί «υιός της ειρήνης» και το Πνεύμα το Άγιο θα ενοικήσει μέσα του και ουδέποτε θα φύγει από αυτόν.

Ένα από τα πονηρότατα πνεύματα που ακουραστα πολεμούν είναι το πνεύμα της δειλίας. Αυτό εμποδίζει κάθε αγαθή πρωτοβουλία. Ειδικά όταν ο νους επιδοθεί στην κατά Θεό καρτερία, τότε επιφέρει σ’ αυτόν αμέλεια, για να λυγίσει από το βάρος των πόνων της αρετής. Η μόνιμη τότε σωτηρία είναι ο ερεθισμός της αγάπης, η υπομονή και η εγκράτεια και μάλιστα αν διαπιστώσει ο αγωνιζόμενος ότι η αμέλεια είναι το αίτιο της ζημιάς.

Νήψη πολλή χρειάζεται κατά του πνεύματος της λύπης που προκαλεί την αποθάρρυνση και αφήνει ο αθλητής την πάλη. Πώς τότε θα φτάσει στις μεγάλες αρετές οι οποίες είναι να μη θεωρεί κανείς τον εαυτό του ως ενάρετο, να υπομένει ατάραχα την ύβρη και ατιμία και να μη υπολογιστεί η ονομαστεί στις αξίες αυτού του κόσμου;

Ο Κύριος μας είπε: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ. στ’ 24). Ο «μαμωνάς» ορίζεται από τους Πατέρες ως το κοσμικό φρόνημα, που αιχμαλωτίζει τους οπαδούς του «αιώνος τούτου», που αγνοούν το Θεό. Δύο αιτίες περικυκλώνουν την ψυχή. Μιά εξωτερική και μια εσωτερική. Εξωτερική για τη φροντίδα τον «αιώνος τούτου», για την ανάπαυση του σώματος. Η εσωτερική κινεί τα πάθη που εμποδίζουν τις αρετές. Η ψυχή δεν αίσθάνεται την εσωτερική αιτία των παθών, εάν δεν ελευθερωθεί από την έξωτερική αιχμαλωσία.

Ο Κύριος μας διδάσκει πως θα απαλλαγούμε από αυτήν την αιχμαλωσία: «Πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπαρχουσιν, (δηλαδή το θέλημα), ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. ιδ’ 33).

Γνωρίζοντας ο πανάγαθος Δεσπότης μας ότι το θέλημα είναι το αίτιο της διπλής αιχμαλωσίας διέταξε την εκκοπή του. Όταν ο άνθρωπος ενεργεί το θέλημά του, νεκρώνει το νου και όσο η ψυχή μεριμνα για τα εξωτερικά τότε τα εσωτερικά πάθη ενεργούν ελεύθερα. Εάν η ψυχή πεισθεί στην εντολή του Κυρίου και κόψει το θέλημα, τότε ξυπνά ο νους και ευμέθοδα απορρίπτει τα πάθη και οργανώνει τις αρετές. Ο Κύριος θέλει οι δικοί του να είναι υγιείς από τη φαινόμενη ύλη, δηλαδή τις παράλογες ορέξεις και από την κρυμμένη ύλη στην ψυχή δηλαδή τα πάθη. Αυτά ακριβώς κατάργησε με την ενανθρώπησή του. «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν» (Ιω. ιε’ 4) μας παρακινεί ο Κύριός μας. Να «μείνωμεν εν αυτώ» με την πράξη πρώτα και αυτός θα μείνει μαζί μας με την αγνότητα, οσο εμείς μπορούμε.

Οι Πατέρες μας ορίζουν τρεις αρετές απαραίτητες για το φωτισμό και την ανάνηψη του νου: Τη φυσική ορμή, την ανδρεία και την αοκνησία (εργατικότητα). Τρία είδη προκοπής αν αποκτήσει ο νους αισθάνεται ότι έφτασε στην αθανασία: Τη διάκριση, την προόραση και τη βεβαιοπιστία από το θείο φωτισμό.

Τρείς αρετές προκαλούν στο νού θείο φωτισμό: Το να μή θεωρεί κάποιος πονηρό το συνάνθρωπό του, να ευεργετεί όσους τον αδικούν και τον κακοποιούν και να υποφέρει χωρίς ταραχή, αγόγγυστα όλα όσα σνμβαίνουν. Οι τρείς αυτές αρετές γεννούν άλλες τρείς μεγαλύτερές τους. Το να μη θεωρεί κάποιος πονηρούς τους συνανθρώπους του γεννα την αγάπη, με το να ευεργετεί όσους τον κακοποιούν αποκτά την ειρήνη και το να υπομένει αγόγγυστα όλα όσα συμβαίνουν φέρνει την πραότητα. Αξίωσέ μας πανάγαθε Δέσποτα, που είσαι ο θησαυρός των αγαθών, να τις αποκτήσουμε! Αμήν.

Τέσσερεις αρετές αγνίζουν την ψυχή: Η σιωπή, η τήρηση των εντολών, η λιτότητα και αυστηρή αυτάρκεια και η ταπεινοφροσύνη. Ο νούς έχει ανάγκη από τις παρακάτω τέσσερεις αρετές: Της αδιάλειπτης προσευχής προς το Θεό με ταπείνωση, το να επιρρίπτει τον εαυτό του μπροστά στην ευσπλαγχνία του Θεού, να αποφεύγει την κριση για κάθε άνθρωπο και να περιφρονήσει εντελώς τα πάθη που τον ενοχλούν.

Τέσσερεις αρετές περιφρουρούν την ψυχή και την αναπαύουν όταν μάχεται: Η ελεημοσύνη , η αοργησία (έλλειψη οργής), η μακροθυμία και η αντίσταση στις ποικίλες προσβολές της αμαρτίας. Η αντίσταση όμως κατά της λήθης αναπληρώνει όλες αυτές τις αρετές.

Τέσσερεις αρετές χρησιμεύουν πολύ στη νεότητα: Η συνεχής μελέτη, η αοκνησία, η αγρυπνία και η ταπείνωση (το να μη θεωρεί κάποιος τον εαυτό του ως ενάρετο).

Τέσσερεις είναι οι αιτίες της σαρκικής επανάστασης: Η πολυυπνία, η γαστριμαργία (το υπερβολικό φαγητό), η ευτραπελία (αστεϊσμοί) και ο στολισμός του σώματος.

Με άλλες τέσσερεις αιτίες σκοτίζεται η ψυχή: Με το μίσος κατά του πλησίον, την εξουθένωση, τη ζήλεια και το γογγυσμό.

Με τέσσερα πράγματα ερημώνεται η ψυχή: Την άσκοπη περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, τον πολυ περισπασμό, την πολυυλία (αγάπη της ύλης) και τη φιλαργυρία.

Τρία πράγματα αποκτά δύσκολα ο άνθρωπος και όμως αυτά φυλάσσουν τις αρετές: Το πένθος, τα δάκρυα για τις αμαρτίες και τη συνεχή μνήμη του θανάτου.

Τρία μεγάλα κακά εμποδίζουν πάντοτε την απόκτηση των αρετών: Η αιχμαλωσία, η οκνηρία και η λήθη. Αυτή η κατάρα που λέγεται λήθη πολεμά τον άνθρωπο μέχρι την τελευταία του αναπνοή.

Σημειώσαμε σύντομα τα έργα του «καινού» και του «παλαιού» ανθρώπου. « Ο αγαπών την ψυχήν αυτού εις το μη απολέσαι αυτήν» (πρβλ. Ματθ. ι’ 39) αγωνίζεται να φυλάξει τα έργα του «καινού» ανθρώπου. Εκείνος που θέλει την ανάπαυση στη σύντομη αυτή ζωή ενεργεί και πράττει τα έργα του «παλαιού» ανθρώπου και χάνει την ψυχή του.

Πράξη και Θεωρία

Λόγοι ωφέλιμοι από την εμπειρία των Πατέρων

Όταν τηρούμε τις εντολές του Χριστού, δεν προσφέρουμε τίποτε σ΄ εκείνον, γιατί δεν έχει από τίποτε ανάγκη και είναι δωρεοδότης όλων των αγαθών. Τους εαυτούς μας ευεργετούμε με το να προξενούμε σ΄ εμάς την αιώνια ζωή και την απόλαυση των ανέκφραστων αγαθών. Αποδεικνύουμε με την τήρηση των εντολών τη θεοειδή καταγωγή μας και την ευγένειά μας, επειδή δεν δεχόμαστε την κατάπτυστη διαστροφή της κτηνωδίας η της πλάνης.

Αγαθοεργία είναι η τήρηση των εντολών. Στην ουσία όμως δεν είναι σκοπός τα καλά έργα αλλά η πίστη μας προς το Χριστό· αυτή αξιολογείται. Καλά έργα πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν. Αυτά όμως δεν σώζουν τον άνθρωπο. Μόνο η πίστη στο Χριστό σώζει, η οποία εκφράζεται με τα έργα, τα οποία γίνονται ως τήρηση των εντολών. Ούτε λοιπόν πίστη άεργη, ούτε έργα άπιστα ωφελούν.

Η πίστη και υποταγή στο Χριστό από τους ανθρώπους, τους απογόνους της πτώσης και της φθοράς, δεν είναι θέμα προτίμησης και εκλογής αλλά καθήκον επιβεβλημένο. Όποιος μας αντιτάσσεται στο να κατορθώσουμε τις εντολές του Θεού, με κάθε αιτία και αφορμή, είτε πατέρας είναι, είτε μητέρα, είτε οποιοσδήποτε από τους συγγενείς, αποβάλλεται· κατά την εντολή του Χριστου μας «ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’ 37).

Ο Κύριός μας ορίζει σαφέστατα: «Ος αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέση αυτήν ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ιστ’ 25). Η απώλεια της ψυχής είναι αλληγορία. Μεταπτωτικά παραμορφωθήκαμε και πέσαμε στο «παρά φύσιν». «Πεπραμένοι υπό την αμαρτίαν», κατά τον Παύλο, με «εγκειμένην διάνοιαν επί τα πονηρά», αποκτήσαμε εμπαθή και διαφθαρμένη συνήθεια. Αυτήν εννοεί ο Κύριος ότι πρέπει να απολέσουμε για την εντολή του. Τότε, με τη Χάρη του θα «εύρωμεν την ψυχήν» «μεταμορφωθέντες κατ’ εικόνα του πλάσαντος και αναπλάσαντος ημάς εις ζωήν αιώνιον». Χρειάζεται όμως προσοχή. Εάν κάποιος μετά την καλή αρχή του ενάρετου βίου και την πνευματική προαγωγή ραθυμήσει, βλάπτεται. Εάν υποχωρήσει, αναστρεφόμενος ανάμεσα στα εμπαθή αίτια, δεν είναι δύσκολο πολύ γρήγορα, λόγω της συνήθειας που επιστρέφει, «τα έσχατα να γίνουν χείρονα των πρώτων» (Ματθ. ιβ’ 45). Τόση είναι η δύναμη της αμαρτίας όταν επανέρχεται όπως, χαρακτηριστικά το λόγιο αναφέρει, το « πυρ κατά καλάμης, λίθος κατά πρανούς, χαράδρα τας διεξόδους ευρύνουσα».

Η ψυχή όσο βρίσκεται στο «παρά φύσιν», εξαγριωμένη και γεμάτη από τα αγκάθια των ηδονών, είναι κατοικητήριο πονηρών θηρίων, δαιμόνων και παθών. Μπορεί όμως, εάν θελήσει, όσο ζει στον κόσμο αυτόν, με τη θεία Χάρη, να ανανεύσει, να αφυπνισθεί και να έξημερωθεί με την επιμέλεια της κατά Θεό ζωής. Τότε, ω τότε! «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών»; Μεγάλη η χαρά στους ουρανούς για την επιστροφή της. Τα πονηρά θηρία και τα πάθη θα εκδιωχθούν, άγγελοι εξ ουρανού θα συμπαρίστανται και η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος θα ενοικήσει στην ψυχή. Κανείς τότε δεν θα μπορεί να αφαιρέσει τη χαρά και την ευφροσύνη της και κανείς δεν θα την εμποδίσει να καρποφορήσει πολλαπλάσια τη δωρεά τον Χριστού.

Οι Πατέρες μας, ονομάζουν την προσευχή όπλο πνευματικό και απαραίτητο και δεν είναι δυνατό χωρίς αυτό να βγει κανείς στον αόρατο πόλεμο. Καθαρή προσευχή δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς, αν δεν επιμένει καρτερικά κοντά στο Θεό με ειλικρινή και άκακη καρδιά. Γιατί αυτός, ο γλυκύς μας σωτήρας Ιησούς, είναι «ο διδούς ευχήν τοις ευχομένοις και διδάσκων ανθρώπους γνώσιν » (Ψαλμ. 1γ’, 1θ).

Όταν βρισκόμαστε στο στάδιο του αόρατου πολέμου, δεχόμαστε αναρίθμητες προσβολές ποικίλων προλήψεων και παθών. Η διάκριση όμως, μας κάνει σαφείς τις διαφορές ώστε να γνωρίζουμε το καθήκον. Όλα τα πάθη παρενοχλούν ως προσβολή, ως κρούση, ως υπόμνηση και ζητούν την επιστροφή μας στην αισχρότατη δουλεία τους. Αυτό δεν οφείλεται σ’ εμάς. Δεν εξαρτάται από μας να εμποδίσουμε την προσβολή, την κρούση, την υπόμνηση και ούτε μας δημιουργεί κάποια ενοχή. Μπορούμε όμως, εάν θέλουμε, με τη βοήθεια και τη συμμαχία της θείας Χάρης να αντιστεκόμαστε και να μη κάνουμε συνδυασμό μ’ αυτά. Την αντίστασή μας φανερώνει το «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεως σου και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. μθ’, 15) και πάλιν «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε τόπον σου μη αφής» (’Εκ κλ. ι’, 4).

Τρία είναι τα γενικώτερα πάθη, μέσω των οποίων γεννιούνται όλα τα άλλα: Η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία. Σ αυτά ακολουθούν άλλα πέντε πονηρά πνεύματα. Εκείνος λοιπόν που νίκησε τους τρεις αρχηγούς και ηγεμόνες, φονεύει μαζί και τους άλλους πέντε και υποτάσσει όλα τα πάθη.

Μας απευθύνεται συνήθως το ερώτημα: Γιατί, χωρίς τη θέλησή μας, μας ταλαιπωρούν και καταπιέζουν πονηρές μνήμες και ειδικώτερα κατά την ώρα της προσευχής; Όλες αυτές οι εικόνες, που εμφανίζονται είναι αποτυπωμένες αναμνήσεις των προηγούμενών μας πράξεων, οι οποίες δημιούργησαν την ενοχή μας και χρειάζεται γι’ αυτές μετάνοια.

Όταν τα απρεπή αυτά νοήματα παύσουν να υπάρχουν, με τη Χάρη του Χριστού, τότε έχουμε πραγματική μετάνοια και προκοπή, οπότε υπάρχει και πραγματική άφεση.

Όσα από τα πάθη είναι σωματικά καταβάλλονται με σωματική άσκηση και κακοπάθεια. όσα είναι ψυχικά, καταργούνται με ταπεινοφροσύνη, πραότητα και αγάπη.

Την εμπαθή επιθυμία μαραίνει η εγκράτεια ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη· την αγριότητα του θυμού καταπραύνει η αγάπη και η συμπάθεια· το λογισμό που περιπλανιέται εδώ και εκεί, τον συγκεντρώνει η επίμονη προσευχή με ενθύμηση του Θεού και έτσι καθαρίζεται το τριμερές της ψυχής. Αυτό υπονοεί ο Απόστολος όταν λέγει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (`Εβρ. ιβ’ 14).

Εκείνους που ζουν μέσα στον κόσμο και είναι κοντά στα αίτια και τις ύλες των παθών, οι δαίμονες τους πολεμούν και παλεύουν να τους ρίξουν στην αμαρτία που γίνεται με την πράξη. Όσους βρίσκονται μακρυά από τις ύλες και τα αίτια, τους ενοχλούν με τους λογισμούς και τις μνήμες. Και είναι πολύ φοβερώτερος ο δεύτερος πόλεμος από τον πρώτο. Γιατί ο πόλεμος με τα πράγματα έχει ανάγκη από χρόνο και τόπο και ευκαιρίες. Ενώ ο πόλεμος του νου είναι άμεσος και ταχύς, πιο ελεύθερος και δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί. Σ αυτήν την ασώματη μάχη, μας έχει δοθεί ως όπλο η καθαρή και επίμονη προσευχή, γι’ αυτό και έχει νομοθετηθεί να γίνεται αδιάλειπτα.

Κάθε συγκατάθεση εμπαθούς λογισμού προς μια απαγορευμένη επιθυμία, δηλαδή υποχώρηση ηδονική, θεωρείται ενοχή στον αγωνιζόμενο. Προηγείται πάντοτε ο λογισμός με το παθητικό μέρος να σκοτίζει το νου, μετά λυγίζει, κλίνει η ψυχή προς την ηδονή, γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί στην πάλη. Αυτό λέγεται συγκατάθεση. Όταν η κατάσταση αυτή πολυκαιρίσει κινεί το πάθος. Και ύστερα έρχεται σιγά-σιγά η διάπραξη της αμαρτίας.

Η πίστη είναι ένα αγαθό της εσωτερικής διάθεσης της ψυχής. Αυτή γεννά μέσα μας το θείο φόβο. Ο θείος φόβος διδάσκει την τήρηση των εντολών, η οποία λέγεται πρακτική. Η απρόσκοπτη εφαρμογή της πρακτικής, με τη Χάρη του Χριστού, οδηγεί προς την απάθεια και ελευθερία. Γέννημα της απάθειας είναι η αγάπη, η οποία είναι εκπλήρωση των εντολών.

Ο τελειότερος τρόπος της φυσικής λειτουργίας των δυνάμεων της ψυχής είναι ο εξής: Το λογικό μέρος της ψυχής ασχολείται επίμονα και σταθερά με τη θεωρία των αρετών· το επιθυμητικό στρέφεται με ένταση προς τη θεωρία αυτή και το δοτήρα της Χριστό και το θυμικό οπλίζεται κατά των δαιμόνων.

Το ολέθριο πάθος της μνησικακίας οι Πατέρες μας διατάσσουν να το αποστρεφόμαστε με κάθε τρόπο. Αυτό και μόνο μεταστρέφει την ψυχή στο διαβολικό ήθος και είδος και απομακρύνει εντελώς την παρουσία και ενέργεια της Χάρης και επισύρει όχι το έλεος αλλά τη δίκαιη οργή και αγανάκτηση του Θεού, ο οποίος είναι και ονομάζεται αγάπη. Μάλλον να προσεύχεσαι θερμά για χάρη εκείνου που σε λύπησε και να τον ευεργετείς σε ό,τι μπορείς, για να σώσεις την ψυχή σου από το θάνατο και για να μην είσαι χωρίς παρρησία στην προσευχή σου.

Σε ταπεινές ψυχές αναπαύεται ο Κύριος, στις υπερήφανες αναπαύονται όλα τα πάθη της ατιμίας. Τίποτε άλλο δεν δυναμώνει αυτά τα πάθη όσο οι υπερήφανοι λογισμοί και τίποτε άλλο δεν τα ξεριζώνει όσο η μακάρια ταπείνωση. Γι’ αυτό δίκαια ονομάζεται παθοκτόνος.

Εκείνος που πρόθυμα φροντίζει για τη σωφροσύνη με στόχο την μακαριώτατη αγνότητα, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε και απάθεια, δεν πρέπει να λυπάται το σώμα καθόλου. Στο φρόνημα και το λογισμό να έχει πάντοτε ταπείνωση. Πολύ βοηθά και η συνεχής επίκληση του ονόματος του Κυρίου.

Τα εργαλεία, που συντελούν για την απόκτηση των αρετών είναι οι σωματικοί κόποι με γνώση. όπως και τα γεννήματα των παθών τα δημιουργεί η ραθυμία. Η προσοχή και αποχή από την κατάκριση είναι ισχυρή ασφάλεια στους αγωνιζόμενους. Η φυλακή της γλώσσας φανερώνει τον πρακτικό αγωνιστή. Η συμπάθεια γενικά και η κατά δύναμη ελεημοσύνη οδηγεί προς την αγάπη και η αγάπη, όπως πάντοτε, είναι η θύρα της αγνότητας.

Ο άσκοπος περισπασμός είναι η ρίζα των παθών και η σκληροκαρδία γεννά την οργή.

Το πένθος, που η αυτομεμψία προκαλεί, ξεριζώνει όλες τις κακίες χωρίς ταραχή και το να μη ελέγχουμε τον πλησίον φέρνει την ταπεινοφροσύνη.

Προσοχή στους επαίνους των ανθρώπων γιατί γεννάται η υπερηφάνεια ανεπαίσθητα, χωρίς να το καταλάβουμε.

Η μνήμη τού Θεού και ειδικά των θείων κριμάτων προκαλεί το θείο φόβο στην ψυχή· όποιος καταπατεί τη συνείδηση, σκορπίζει ο,τιδήποτε καλό άπέκτησε με κόπο.

Μέγα όπλο κατά της αμέλειας είναι η προς το Θεό αγάπη και η προς αυτήν επίδοση, είναι η εν γνώσει σιωπή.

Η προς τον πλησίον υπακοή, εάν έχει το ίδιο φρόνημα και ζει μαζί μας, είναι σημείο ότι ο νους απέκτησε αίσθηση των αρετών· ενώ η ιδιορρυθμία είναι δείγμα της αγνωσίας.

Ολεθριώτατο πάθος κατά των αγωνιζομένων είναι η κενοδοξία, εάν γίνεται παραδεκτή, όπως κεφάλαιο των αρετών είναι η ταπεινοφροσύνη. Κεφάλαιο των παθών και της κακίας είναι η γαστριμαργία.

Εκείνος που έμαθε να προσπίπτει συνεχώς μπροστά στο Θεό μαζί με άλλα αγαθά που κερδίζει είναι και να υπομένει τα σκώμματα και τις ύβρεις χωρίς ταραχή· τα δάκρυα αυτής της εργασίας δεν επιδέχονται εχθρική επιβουλή.

Σε εκείνον που με αγαθή πρόθεση αγάπησε τον κόπο της περιεκτικής φιλοπονίας γεννάται μίσος προς τα πάθη. Η οκνηρία όμως πάλι τα επαναφέρει χωρίς κόπο.

«Δια πίστεως περιπατούμεν, ου δια είδους» (Β’ Κορ. ε’ 7). Η ενδιάθετη και ορθή πίστη γεννά το φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού παρακινεί στην ακριβή τήρηση των θείων εντολών. Η εφαρμογή των θείων εντολών ολοκληρώνει τη λεγόμενη «πρακτική», που είναι η αρχή και βάση της «θεωρίας». Της θεωρίας καρπός και τέρμα είναι η αγάπη. Κι’ αν ο Θεός μας είναι η αγάπη, «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ι ω. δ’ 16).

Η περιέργεια και η διάχυση των άσκοπων μετακινήσεων είναι επιζήμια γιατί σκορπίζει τη θέρμη της Χάρης και μαραίνει τον αγνό πόθο. Δίκαια λέγει η Γραφή «ρεμβασμός επιθυμίας μεταλλεύει νουν άκακον» (Σοφ. Σολ. δ’ 12).

Μνήμη θανάτου και των μελλόντων

Η πρώτη αρχή και υγιής βάση της ησυχίας είναι η παραμονή σ’ ένα τόπο και η ακριβής τήρηση κατάλληλου προγράμματος με επιμονή.

Στην αρχή, συγκέντρωση του νου από τον ακατάσχετο μετεωρισμό, με πρώτη τη μνήμη του θανάτου. Όχι μνήμη θανάτου αόριστα και γενικά. Μνήμη της τελευταίας στιγμής, της έσχατης, του αποχωρισμού της ψυχής σου από το σώμα. Όπου άγγελοι και δαίμονες παρίστανται και αγωνίζονται ποιος θα πάρει την ψυχή που τρέμει και στενάζει.

Σκέψου το ψέμα και τη ματαιότητα της εδώ ζωής και υπολόγισε πόσο άσκοπη είναι η αιχμαλωσία της ψυχής απ’ αυτήν. Να θυμάσαι την κρίση και τη δικαιοσύνη του Θεού που ακολουθεί αμέσως και που αποδίδεται στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του. Δεν είναι πλέον Θεός ελέους, οικτιρμών και φιλανθρωπίας, όπως στην παρούσα ζωή, αλλά «Θεός εκδικήσεων» και δικαιοσύνης γιατί «εν τω Αδη ουκ έστι μετάνοια».

Εάν η διαγωγή μας δεν ήταν ακριβής και ούτε η μετάνοιά μας τουλάχιστον ολοκληρωμένη και μας απορρίψουν από τη μερίδα των σωζομένων, αυτά που μας περιμένουν και όσους άλλους κατακριθούν, είναι τρομερά και μόνο να τα διηγηθεί κανείς. «Γέενα, λίμνη πυρός, σκώληξ ακοίμητος, βρυγμός οδόντων» και άλλα φρικτά βασανιστήρια και το μεγαλύτερο όλων, η αιώνια παράτασή τους.

Πολλοί συνετοί από τη θεωρία αυτήν απόκτησαν τα σωτήρια δάκρυα και έσβησαν με αυτά το φρικιαστικό τούτο κατάντημα.

Αντίθετη προς τη μνήμη της κρίσης είναι η αντίστοιχη θεωρία των δικαίων. Αυτοί με τη χάρη και το έλεος του Χριστού έγιναν και έμειναν ευλαβείς και προσεκτικοί. Εν αισθήσει περιμένουν τη θεία παναγαθότητα να τους υποδεχθεί και να τους απαλλάξει από τους κόπους και πόνους της εδώ εργασίας τους.

Πόση, ω πόση η προσδοκία και η χαρά τους, όταν θα ακούσουν το κέντρο της αγάπης τους να τους προσκαλεί κοντά του. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια’ 28).

Ως απαρχή συγκέντρωσης και πνευματικής εργασίας αυτός ο τρόπος είναι επωφελέστατος και η δοκιμή θα πείσει τους ενδιαφερομένους.

Περιεκτική κακοπάθεια και προσευχή

Αλλος τρόπος που συνδέεται με την ιερή αυτή ησυχία είναι η κατά δύναμη περιεκτική κακοπάθεια που συμβολίζει την άρση του σταυρού, που πήραμε ως εντολή. Πρώτη και κύρια αρχή η νηστεία, η κατά δύναμη αγρυπνία, η σιωπή και αποκοπή από τους λόγους και τις πράξεις αυτού του κόσμου· ιδιαίτερα όμως -και ανώτερη όλων- η προσευχή, που πρέπει η εμμονή μας σ’ αυτή να είναι κατά το δυνατό μεγάλη. Τόση είναι η σημασία της -ο Παύλος τη δογματίζει αδιάλειπτη- γιατί και στην αιωνιότητα αυτή θα παραμείνει σ’ όσα λογικά όντα δημιούργησε ο Θεός.

Στο έργο της προσευχής οι Πατέρες συνιστούν την επιμονή γιατί η παναρετή αυτή είναι η πιο κουραστική για την πολλαπλή και μεγάλη προσφορά της. Γι’ αυτό διαταχτήκαμε να μη «εκκακώμεν» αλλά να «αιτώμεν, να ζητώμεν, να κρούωμεν» (πρβλ. Ματθ. ζ’ 7) ώστε η πρόθεσή μας να γίνει φανερή ότι « εν αισθήσει και γνώσει» απαιτούμε τη θεία συμπαράσταση. Η προσευχή είναι καθαρή εργασία του νου. Ο νους που συνήθισε στην αδιαφορία και το σκορπισμό δεν θέλει τον περιορισμό και τη δέσμευση στο μονολόγιστο τρόπο της προσευχής. Προσθέστε σ’ αυτό και τις συσσωρευμένες εικόνες των προλήψεων, που είναι τυπωμένες στην οθόνη της φαντασίας και ελκύουν το νου στις παλαιές συνήθειες. Έχουμε όμως και τον πονηρότατό μας εχθρό που αντιστέκεται και πολεμά όσους θέλουν να προσεύχονται. Γενικά οι παλαιές συνήθειες, ως μέρος του κόσμου τούτου, εμποδίζουν την παρουσία της μέλλουσας ζωής.

Η καλή όμως επιμονή, με τη βοήθεια της θείας Χάρης, υπερνικά όλες τις δυσκολίες εάν παραμείνουμε και ζητούμε. Στην αρχή πάντοτε παρουσιάζεται δυσκολία όπως σε κάθε δραστηριότητα. Η δυσκολία όμως δεν είναι δείγμα αποτυχίας η λανθασμένης ενέργειας. Γνωρίσαμε εκ πείρας, παρακινούμενοι από τους πνευματικούς μας πατέρες, να επιμένουμε στην επίκληση του πανάγιου ονόματος του σωτήρα μας, έστω και αν ο νους σκορπίζεται. Η επιμονή γεννά τη συνήθεια και αυτή απαλλάσσει από τον προηγούμενο κόπο της προσπάθειας. Αλλά και ο πανάγαθός μας σωτήρας, που τον επικαλούμαστε με επιμονή, είναι αδύνατο να παραβλέψει αυτούς που προσπίπτουν ικετευτικά. Αυτός που «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. ε’ 8), «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ’ 19).

Τονίζούμε ιδιαίτερα σε όσους θέλούν να μπουν στο στάδιο της πολύαθλης μετάνοιας το θέμα της προσοχής. Οι δολιώτατοι εχθροί μας δεν αργούν να επαναφέρουν τα πάθη και τις συνήθειες, που έχουν ηττηθεί πριν από εμάς, εάν η προσοχή μας νυστάξει για λίγο. Όταν ακούαμε κάποτε τους έμπειρους Γέροντές μας να μας εύχονται πείρα παρά Χάρη απορούσαμε, γιατί δεν γνωρίζαμε τη δύναμη των λόγων τους. Όταν μπήκαμε σιγά - σιγά στο στάδιο της πρακτικής μετάνοιας μάθαμε πρακτικά τη σημασία της ευχής. Όποιος με προσεκτική εργασία στον αόρατο πόλεμο απόκτησε το λάφυρο της πείρας πολλές χάριτες μπορεί να κερδίσει «ου γαρ τα νοήματα των εχθρών του αγνοεί» . Η δωρεάν όμως Χάρη χωρίς πείρα είναι πολύ δύσκολο να κρατηθεί.

Οι έμπειροι Πατέρες κρίνουν ότι ευκολώτερα προκόβει στην αρετή η ψύχή που επιστρέφει με μετάνοια, εάν αγωνίζεται ορθά και με ευλάβεια, παρά αυτή που πρόκοψε αλλά με την αμέλεια επέστρεψε στην προηγούμενη ζωή. Η δεύτερη θα συναντήσει πολλούς αντιπάλους, μετά την προδοσία, όταν θελήσει να επανορθώσει το σφάλμα. Το ολίσθημα προκάλεσε η απροσεξία και γι’ αυτό η θεία Χάρη, που ανέσυρε προηγουμένως από την ακάθαρτη ζωή τον άνθρωπο, έχει προσβληθεί και εύκολα δεν ξαναπροσέρχεται ως σύμμαχος. Τότε η λύσσα της αποθάρρυνσης, που πιέζει προς την απόγνωση, είναι ορμητική και χωρίς έμπειρο οδηγό η έκβαση είναι αμφίβολη.

Η πρόφαση της οικονομίας

Μιά άλλη απατηλή μέθοδος των επίβουλων εχθρών είναι η πρόφαση της οικονομίας λόγω της κόπωσης και της εξάντλησης που συμβαίνει στον αγωνιστή. Τότε οι απατεώνες γίνονται οικτίρμονες και υποκινούν στη δήθεν οικονομία με τη χαλάρωση του προγράμματος. Εδώ χρειάζεται πολλή διάκριση. Όλη η ωφέλεια της προκοπής στο έργο της μετάνοιας προήλθε και από τη θεία Χάρη αλλά και από τον ανθρώπινο παράγοντα, που εκφράζεται με την ακρίβεια της φιλοπονίας. Η επιμονή στο πρόγραμμα είναι η πεμπτουσία του όλου στόχου. Αυτό συμπληρώνει την ομολογία, που είναι ο γενικός πανανθρώπινος σκοπός.

Η πρώτη άρνηση προκάλεσε την πτώση και από αυτήν γεννήθηκε όλη η αθλιότητα της φθοράς και των δεινών. Με την υποταγή και ομολογία, ο Κύριός μας, εγκαινίασε την ανάσταση και σωτηρία και μας επανέφερε στην ισορροπία. Η ακρίβεια του ενάρετου προγραμματισμού είναι η σταθερώτερη ομολογία γιατί, κατά το λόγο του Κυρίου, οπαδοί του είναι όσοι αρνούνται και αυτήν την ψυχή τους «δια τους λόγους των χειλέων του».

Οι Πατέρες ανεπιφύλακτα συνιστούν την ακρίβεια του προγράμματος ως αλάνθαστου σωσιβίου στη διασπασμένη προσωπικότητά μας αφού γίναμε μετά την πτώση θύματα κάθε κακής επιρροής.

Άσκοπες διαχύσεις

Άλλος παράγοντας που προκαλεί ανυπολόγιστη ζημιά στον αγωνιζόμενό στο στάδιο της μετάνοιας είναι οι άσκοπες διαχύσεις. Αυτές παραλύουν την προσοχή της εσωστρέφειας, που στηρίζει την ισορροπία των αισθήσεων και ειδικά του νου, που είναι ο οφθαλμός. Το «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν» (Παρ. δ’ 23) παραμελείται και εύκολα τα πάθη, οι συνήθειες και οι προλήψεις κυριαρχούν. Το «έστωσαν αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λουκ. ιβ’ 35), που ο Κύριος διατάζει, με αυτήν την απροσεξία της κατάργησης της φυλακής καταφρονείται. Η τήρηση της σιωπής είναι το καλύτερο χαλινάρι κατά των διαχύσεων και γενικά του άσκοπου μετεωρισμού. Η συστολή των διαχύσεων και η συγκράτηση της γλώσσας ενισχύουν τη θέρμη και την παραμονή του θείου ζήλου και αυξάνει η προθυμία της ενάρετης ζωής στην οποία εκδηλώνεται η αγάπη προς το Θεό. Δίκαια λοιπού ειπώθηκε σ’ αύτούς που αγωνίζονται με ζήλο «φεύγε, σιώπα, ησύχαζε».

«Πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»

Εάν κατά το ιερό λόγιο «ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού» και « υμών αι τρίχες πάσαι ηριθμημέναι εισίν» (Ματθ. ι’ 3θ), οφείλουμε να αναθέσουμε τα πάντα με την πίστη στο Χριστό και τίποτε σε καμμιά περίπτωση στους εαυτούς μας ή σε κάποιον άλλο παράγοντα. Αυτός ο τρόπος της ανάθεσης των πάντων στο Χριστό, με την πίστη, έχει διπλή ιδιότητα, γιατί δύο είναι τα αίτια και στοιχεία που μας περιβάλλουν.

Το ένα είναι η παντός είδους φιλαυτία, που κατά το σύστημα τον παλαιού ανθρώπου μας πιέζει προς τη φιληδονία και τη φιλαρέσκεια και που μόνο η αυταπάρνηση με την πίστη προς το Χριστό καταβάλλει. Το δεύτερο είναι οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες, που οφείλονται στην πανσωστική πρόνοια του Κυρίου μας και που γίνονται υποφερτοί με την πίστη προς το Χριστό έφ’ όσον «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’23). Τόση είναι η δύναμη αυτής της πίστης, ώστε να περιφρονούνται από τις στρατιές των μαρτύρων και παντοειδών αθλητών και οι γονείς και οι αξίες και ακόμη αυτή η ίδια η ζωή.

Η ενέργεια της πίστης, όταν αναλυθεί πρακτικά, έχει την αρχή της στα ακόλουθα ιδιώματα. Γεννάται η επιθυμία όσων καλών υπόσχονται οι θείες επαγγελίες και ο φόβος για όσες τιμωρίες θα ακολουθήσουν τους αποστάτες. Και τα δύο, επιθυμία και φόβος, διεγείρουν τη συνείδηση προς την τήρηση των θείων εντολών. Η έμπρακτη τήρηση των εντολών διεγείρει μέσα μας το θείο ζήλο, τη θέρμη, την ευλάβεια. Αυτά μειώνουν τον κόπο της προσπάθειας επειδή επικρατεί η καλή συνήθεια και το πρόγραμμα, που είναι το σταθερό σωσίβιο ειδικά στους ασθενείς χαρακτήρες.

Προσοχή και επιμονή

Εκείνος που με τη Χάρη του Χριστού αξιώθηκε να κάνει την καλή αυτήν εργασία οφείλει να έχει πολλή προσοχή και επιμονή γιατί ο εχθρός γνωρίζοντας την προκοπή που θα ακολουθήσει, δεν θα διστάσει να προκαλέσει ζημιά «εξ αριστερών». Με προφάσεις αγάπης και οικονομίας παρακινεί να υποχωρήσουμε στο πρόγραμμα και στην προσοχή, που προκαλούν τη θέρμη και το ζήλο και τότε αρχίζει η οπισθοχώρηση, εάν για λίγο επικρατήσει η αμέλεια.

Εάν κατανοούσαμε τα σωτήρια λόγια του Παύλου «ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις» (Β’ Κορ. ιβ’ 1θ) και «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. γ’ 12), θα καταργείτο η επίμονη αυθάδεια του παράλογου και καταραμένου «γιατί;», που είναι η βάση του δικαιώματος, η σπονδύλική στήλη της αποστασίας και του αναρχισμού, η αιτία της πτώσης και της διαστροφής αυτών που δημιουργήθηκαν «λίαν καλώς» από το δημιούργό.

Η επανόρθωση και αποθεραπεία, που πραγματοποίησε η σάρκωση του Θεού Λόγου βρίσκεται στο ταπεινό φρόνημα, στην απάρνηση του δικού μας θελήματος, στο νόμο της αλληλεγγύης, σύμφωνα με τον οποίο «αλλήλων τα βάρη βαστάζομεν».

Η αιτία της σύνολικής καταστροφής βρίσκεται στη φιλαύτία, που σημαίνει ιδιοτέλεια, αυταρέσκεια και φιληδονία. Η απομόνωση όλων αυτών στηρίζεται στη φιλοπονία, με την αυταπάρνηση που κατορθώνεται από τη Χάρη, με την ευμέθοδο άσκηση.

Μητέρα κάθε παράβασης και προδοσίας είναι η ηδονή και μητέρα κάθε επανόρθωσης και επιτυχίας, με τη βοήθεια της Χάρης, είναι η οδύνη της κόπωσης την οποία προκαλεί η αυταπάρνηση. Αν και είναι απαραίτητη η προσφορά της δικής μας θέλησης με την περιεκτική φιλοπονία, χωρίς τη συνδρομή της θείας Χάρης είναι αδύνατη η επιτυχία σύμφωνα με το λόγο τον Κυρίου ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (’Ιω. ιε’ 5). Η πατερική εμπειρία -παλαιότερη και νεώτερη- μας πείθει ότι οι αγωνιζόμενοι πρέπει να έχουν πολλή προσοχή από τη δυνατή επίθεση της αμέλειας, που ακούραστα συμπορεύεται με τους αγωνιζομένους.

Στην αρχή η ίδια η Χάρη, που προσβλήθηκε, ραθυμεί να επανέλθει. Επανέρχεται με όχι συνηθισμένους πόνους και δάκρυα αλλά και με πολλούς και επίμονους κόπους. Επιπλέον, η αμέλεια που επικράτησε, γίνεται δυσκαταπολέμητη έχοντας συνεργούς τους δαίμονες. Μεγαλύτερο όμως δεινό, που αποτρέπει τη μετάνοια, είναι το πνεύμα της λύπης που υποστηρίζει την αποθάρρυνση.

Χρησιμώτατοι σύμμαχοι της κοπιαστικής αυτής εργασίας είναι οι σωματικοί κόποι και το ταπεινό φρόνημα, όσο μπορεί κανείς, και τα δάκρυα της προσευχόμενης και θλιμμένης καρδιάς. «ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον και άφες πάσας τας αμαρτίας μου» (Ψαλμ. κδ’ 18) και «των δακρύων μου μη παρασιωπήσης» (πρβλ. Ψαλμ. λη’ 13) και πάλι « εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων» (Ψαλμ. μα’ 4, ρα’ 1θ).

Οι πατέρες μας συνιστούν -σαν ένα παρά πολύ αποδοτικό τρόπο άσκησης- τη σύζευξη και συνένωση της πρακτικής με τη γνώση, ως των καλύτερων μέσων προκοπής. Η γνώση αναπτερώνει τη νοερά ουσία στη θεωρία των υψηλότερων πνευματικών θεωριών, ενώ η πρακτική νεκρώνει «τα μέλη τα επί της γης» τις παράλογες δηλαδή σωματικές κινήσεις. Όταν αυτές νεκρωθούν βλαστάνουν τα άνθη των αρετών.

Εκείνος που με αυτόν τον τρόπο σταύρωσε τη σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε’ 16) μπορεί μαζί με τον Παύλο να λέγει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 2θ).

«Εκείνος εστιν ο βαστάζων τα στίγματα του Χριστού εν τη θνητή σαρκί αυτού, ο της σαρκός το άνθος μαράνας δι’ ασκήσεως και υποταγής, ο τους λοιδορούντας και υβρίζοντας ανεχόμενος και συγχωρών και το εξ αυτού μετά ανθρώπων ειρηνεύων» (Πατερική ρήση).

Αρετές και κακίες αλληλοεξαρτώνται

Στήν πρακτική άσκηση δεν έχει τόση σημασία ποιά εργασία είναι επωφελέστερη, γιατί όλες οι αγαθοεργίες ή αρετές συνδέονται και εξαρτώνται η μια από την άλλη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε αρετή έχει τη θέση της και πρέπει να ενεργείται όταν έλθει η ώρα της. Με την εργασία της προσευχής συνδέεται η αγάπη. Με την αγάπη συνδέεται η χαρά, με τη χαρά η πραότητα. Πραότητα χωρίς την ταπεινοφροσύνη είναι ανέφικτη. Από αυτή γεννάται η διακονία. Στην ιερώτατη αυτή σειρά έπονται η ελπίδα, η πίστη και η υπακοή στην οποία βρίσκεται η απλότητα που μακαρίζει ο Κύριος. «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ιη’ 3).

Και οι κακίες πάλι κατά τον ίδιο τρόπο συνδέονται και εξαρτώνται. Το θυμό ακολουθεί το μίσος, την υπερηφάνεια η κενοδοξία και συνεχίζει ο όλεθρος της πτώσης και του θανάτου. Ακολουθεί η απιστία και η σκληροκαρδία από την οποία γεννάται η αμέλεια και απ’ αυτήν η χαύνωση. Μετά ακολουθεί η άνευ όρων παράδοση εάν δεν υπάρξει με τη Χάρη του Χριστού πνευματικά έμπειρος συμπαραστάτης.

Μνήμη Θεού

Ο Κύριος, όπως επανειλημμένα αναφέραμε, λέγει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (’Ιω. ιε’ 5). Στη τάξη και σειρά της πνευματικής εργασίας πιστεύω ότι η πρώτη βάση είναι η μνήμη του Θεού. Όσοι θέλουν να στρατευθούν στην ιερή αυτή άθληση προκαλούμε να βάλουν ως καλή αρχή αυτήν την προσπάθεια. «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή άναπνευστέον» και τότε ως «νομίμως αθλούντες» θα έχουν αχώριστα μαζί τους τον «κραταιόν εν πολέμοις Κύριον».

Όταν η μνήμη του Θεού είναι παρούσα με τη συνεχή επίκληση, ο νους δέχεται φωτισμό ώστε να μην πλανάται στις κρίσεις του· ταυτόχρονα όμως ξυπνά και το ζήλο, που σηκώνει το βάρος του κόπου, ώστε η φιλοπονία να γίνεται υποφερτή. Αυτά είναι τα εισαγωγικά. Εάν η μνήμη του Θεού παραταθεί με περισσότερη επιμονή ξυπνά την αίσθηση της αγάπης του Θεού, που είναι το κεφάλαιο της «εν Θεώ» προκοπής.

Αν και κάθε φιλόπονη εργασία που γίνεται για την κατόρθωση της αρετής είναι επωφελής, δεν είναι ανώτερη της μνήμης του Θεού. Περιστρεφόμενο το πανάγιο όνομα του Κυρίου, με την επίκληση, κάνει αισθητή την παρουσία του ίδιου του σωτήρα, το όνομα του οποίου δεν είναι μια απλή λέξη αλλά μια ζωντανή ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος που οι Πατέρες μας διδάσκουν «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Το ίδιο νόημα έχει και η παρακίνηση του Παύλου σε αδιάλειπτη προσευχή. Σ αυτόν που προσκαρτερεί στην προσευχή «ποιήσει ο Θεός την εκδίκησιν εν τάχει» αφού ημέρα και νύκτα παρακαλεί. Το «γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. κστ’ 41) και «μη εκκακείν εν ταις προσευχαίς» (πρβλ. Λουκ. ιη’ 41) χαρακτηρίζουν την επιμονή που απαιτείται. Με την επιμονή αυτή κάθε μεθοδεία και σατανικότητα του εχθρού ανατρέπεται, αλλά θεραπεύονται και της φύσης οι αστάθειες και ανωμαλίες.

Η θεόσδοτη πατερική διδασκαλία, αλλά και η φυσική συνέπεια, μας πείθει ότι απαραίτητος νόμος και όρος επιτυχίας σε κάθε προσπάθειά μας, είναι να αποθέτουμε στο Θεό τόσο την αρχή όσο και το τέλος του επιδιωκόμενου σκοπού και σ’ αυτόν να αποβλέπουμε. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλ. ρι’ 1θ).

Η θεοειδής κατασκευή μας

Ένας τρόπος για να βρούμε το σκοπό της ζωής μας κοντά στο Θεό, είναι η μνήμη της θεοειδούς μας κατασκευής, ως «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν» με το δεσπότη και Θεό μας. Αρα επιβάλλεται να γίνουμε όμοιοι και να αφομοιωθούμε με το πρωτότυπο.

Δεύτερος τρόπος είναι η ενθύμηση ότι η προσωπικότητά μας υπέστη συντριβή και έχουμε διάνοια « εγκειμένην επι τα πονηρά εκ νεότητός μας».

Τρίτος και επωφελέστατος τρόπος είναι ο ανακαινισμός μας, που έγινε με την παρουσία και το φωτεινό παράδειγμα του ανακαινιστή της φύσης μας.

Εάν οι τρεις αυτοί τρόποι συνεχώς περιστρέφονται στη διάνοια και πρόθεσή μας, ασφαλώς η απόφαση και η δράση μας θα είναι επιτυχημένες και η μερίδα του κλήρου μας θα είναι με τους σεσωσμένους, με τη Χάρη τον Χριστού.

Απομάκρυνση των αιτίων

Η προσεκτική χρήση των μέσων που επιβάλλει η περιεκτική μετάνοια είναι το επόμενο στάδιο για τους φιλόπονους αθλητές. Ο τρόπος, ο τόπος, τα πρόσωπα και τα πράγματα με τα οποία περι- στρεφόμαστε πρέπει να αντιμετωπίζονται «εν σοφία», γιατί ο απαίσιος, επίβουλος και ισόβιος εχθρός, ο νόμος της διαστροφής και ο παλαιός άνθρωπος, εκβιάζουν στη συνεχή παράβαση των σωτηριωδών μέσων της ανάπλασής μας. Εάν το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» το να πέφτουμε στο ίδιο σφάλμα πολλές φορές πως θα το χαρακτηρίσουμε; Και η αιτία είναι το ότι δεν άπομακρύνουμε το αίτιο που πιέζει τη συνήθεια της κακής πράξης.

Σοφά οι Πατέρες μας τονίζουν ότι «παρόντων των αιτίων η μάχη είναι επισφαλής». Η αποφυγή των αισθητών αιτίων είναι ωφέλιμη εάν συνδέεται με τη λογική αντίσταση στα εμπαθή νοήματα. Η μόνη όμως λύτρωση και σωτηρία, από όλα όσα αντιστέκονται και εμποδίζουν την ίασή μας, είναι η Χάρη του Κυρίου μας, που χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να διασωθεί.

Να το συμπέρασμα από όλες τις Γραφές: Η πιο καλή αρχή είναι η απομάκρυνση από τα αίτια, η αντίσταση κατά των αντίθετων νοημάτων και η συνεχής επίκληση του θείου ονόματος του πανάγαθου σωτήρα μας. Ολόκληρος ο δαίδαλος του αίσθητού και αόρατου πολέμου γι’ αυτούς που θέλουν να αξιωθούν των θείων επαγγελιών, περικλείεται στα τρία αυτά είδη.

Όπως περιγράψαμε τους τρόπους και όρους που μας εμποδίζουν στην προκοπή, υπάρχουν και οι ευνοϊκοί όροι που μας βοηθουν στη σωτηρία μας, εάν είμαστε προσεκτικοί και πρόθυμοι.

Αναφέραμε προηγουμένως τη μνήμη της θεοειδούς καταγωγής μας, ως βάσης των σκέψεων και αποφάσεών μας. Περισσότερο όμως στην παρούσα ζωή επιδρά, δυστυχώς, η μεταπτωτικά διεστραμμένη φύση μας. Και το πλέον επείγον μέλημα και καθήκον μας είναι να μην εμπιστευόμαστε τα συναισθήματά μας και τις ευλογοφανείς προφάσεις. «Πάντα ημίν έξεστιν αλλ’ ου πάντα συμφέρει» (Α’ Κορ. στ’ 12). Και αυτή ακόμη η χρεία -που συνδέεται με τη βιολογική μας υπόσταση δεν πρέπει να γίνεται πιστευτή, χωρίς να ελεγχθεί αν πράγματι είναι μόνο χρεία. Μπορεί, κάτω από τα όποια σκιρτήματα, να υποκρύπτεται η πολύμορφη επιθυμία, που με κάθε τρόπο προσπαθεί να μας αιχμαλωτίσει.

Λόγω της «εγκειμένης επί τα πονηρά διανοίας και διαθέσεώς μας», πρέπει να βρισκόμαστε σε επιφυλακή, κατά το «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν ίνα μη εισπηδήση ο θάνατος δια των θυρίδων» (Παρ. δ’ 23). Και αυτά ακόμη τα φοβερά θηρία, από τον ερεθισμό της φυσικής χρείας, πέφτουν στις παγίδες του θανάτου. Ένα πανίσχυρο αντίδοτο σ’ αυτή την επιβουλή είναι για μας η πίστη στην πρόνοια και κηδεμονία του Κυρίου. Με αυτόν τον τρόπο, αφού «αυτώ μέλλει περί ημών» και «ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού», κατευνάζουμε τη βία των προφάσεων στον τομέα της αναγκαιότητας, όπου και στήνεται η παγίδα.

Εάν «ουδείς δύναται ποιήσαι μίαν τρίχα λευκήν η μέλαινα ουδέ προσθήναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα» (Ματθ. στ’ 27), αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα ρυθμίζει η πανσωστική δεξιά του προνοητή Κυρίου και όχι η ανθρώπινη προσπάθεια και μέριμνα; Το « επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ’23), δεν φανερώνει τη θεία κηδεμονία, που είναι μεγαλύτερη από τη δική μας προσπάθεια;

Από την προσωπικότητά μας αφαιρέθηκε μετά την πτώση η κυριότητα και είμαστε πλέον θύματα της επιρροής. Επιδρούν ακώλυτα σε μας όσα μας περιβάλλουν και με αυτά ο εχθρός ερεθίζει τις αισθήσεις στο όνομα δήθεν της χρείας. Εδώ φαίνεται η εξυπνάδα των αγωνιζομένων που «πάση φυλακή» τηρούν την καρδιά τους. Τα αισθητά πράγματα προκαλούν. Μεγαλύτερος κίνδύνος όμως υπάρχει από τα εμπαθή νοήματα που πιέζουν τους αδύνατους χαρακτήρες να υποχωρήσουν γιατί δήθεν είναι ανάγκη και όχι επιθυμία. «Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;». Τους αστήρικτους και όσους παρασύρονται στις ακατονόμαστες προφάσεις της φιλαυτίας και φιλαρέσκειας αποκλαιόμενος ο προφήτης και βασιλιάς Δαυΐδ γράφει: « Είδον ασυνετούντας και εξετηκόμην» (Ψαλμ. ριη’ 158).

Μέγα στήριγμα στη ζωή μας είναι η μελέτη των Γραφών. Ειδικά των διηγήσεων που περιγράφουν τους αγώνες των αθλητών και όσων πέτυχαν το βραβείο των θείων επαγγελιών. Ακούραστα πρέπει να ασχολείται με αυτές όποιος επιθυμεί τη σωτηρία του αφού και αυτές οι αλλοιώσεις μας πιέζουν την πρόθεση με την ξηρασία και μερικές φορές με την αποθάρρυνση.

Αλλοιώσεις

Κακός γείτονας και επίβουλος ειδικά για τους αστήρικτους και αυτούς που αρχίζουν την νοητή πάλη του αόρατου πολέμου είναι οι αλλοιώσεις ή τροπές, όπως τις ονομάζουν οι Πατέρες, τις οποίες αντιλαμβάνεται η διάκριση και η σύνεση των εμπείρων.

Η προσωπικότητά μας, που διασπάστηκε με την πτώση, προκάλεσε την ακαταστασία και την τρεπτότητα, ώστε ο άνθρωπος να μη μένει ποτέ σταθερός σε μια θέση και αίσθηση και γνώμη. Επιδρούν στον ασταθή χαρακτήρα του οι λόγοι, οι σκέψεις, τα πράγματα, τα πρόσωπα, η δίαιτα, το κλίμα και όσα γενικά συμβαίνουν. Σ’ όλα αυτά συμπλέκεται ακούραστα η δαιμονική κακουργία και αλλοιώνει τη σταθερότητα των συναισθημάτων. Όλος αυτός ο δαίδαλος ονομάζεται «αλλοίωσις». Όλος αυτός ο φαύλος κυκλος -των «παρά φύσιν» αλλοιώσεων- αποσβένουν το ζήλο και αμβλύνουν την προθυμία.

Υπάρχούν όμως και οι φυσικές αλλοιώσεις που προκαλούνται από τα δικά μας λάθη, όσες φορές παραβαίνουμε τα καθήκοντά μας και τις εντολές. Εάν «πάσα παράβασις και παρακοή λαμβάνει ένδικον μισθαποδοσίαν» (πρβλ. `Εβρ. β’ 2) άρα «κρινόμενοι υπό του Κυρίου παιδευόμεθα» (Α’ Κορ. ια’ 32) και φυσικά στερούμαστε την παρουσία και ενέργεια της θείας Χάρης, που λυπήσαμε με την έμπρακτη ενοχή μας. Αυτή η αλλοίωση, που οφείλεται στη δική μας ενοχή χρειάζεται μετάνοια και ταπείνωση για να θεραπευτεί. Η πρώτη όμως αλλοίωση, που την περιγράψαμε ως παράλογη, χρειάζεται περιφρόνηση και θερμότερη πίστη στη θεία Πρόνοια, που μας διοικεί και κατευθύνει. Πάντως δεν είναι τόσο εύκολη η αποβολή της, χωρίς ένθεο θάρρος και συμβουλή εμπείρων, επειδή ο εχθρός διάβολος κερδίζει πολλά απ’ αυτήν. Η δική μας δραστηριότητα συνίσταται στο θείο ζήλο και την προθυμία, που είναι, κατά κάποιον τρόπο, η κινητήρια δύναμη. Γνωρίζοντας ο εχθρός αυτήν την κινητήρια δύναμη, στρέφεται εναντίον της για να μας αφοπλίσει και έτσι να μας αποθαρρύνει.

Επιμονή στο πρόγραμμα

Απαραίτητο στοιχείο εναντίον της τροπής και των αλλοιώσεων είναι το πρόγραμμα, ως απαραίτητος κανόνας της μετάνοιας. Το πρόγραμμα γεννά την έξη (συνήθεια) και η έξη απαλλάσσει από τη βία του κόπου. Ευκολώτερα τότε παραμένει ο ζήλος που δεν τον μειώνει η διακοπή χάριν της επιμονής στο πρόγραμμα. Ο άσκοπος ρεμβασμός της ακαταστασίας και επιπολαιότητας παραμερίζεται με την επιμονή στο πρόγραμμα και συνεχίζεται ανεμπόδιστα το απόλυτο καθήκον της μετάνοιας. Εάν και πριν από την πτώση -που η προσωπικότητα ήταν ακέραιη- δόθηκαν εντολές, που ακριβώς δηλώνουν το πρόγραμμα, πόσο μετά την πτώση και συντριβή χρειάζεται προγραμματισμός;

Κλέβοντας φιλόσοφα από το χρόνο του εικοσιτετραώρου, που ολόκληρος δαπανάται χωρίς μέτρο για τα ταπεινά στοιχεία της βιολογικής μας σύστασης, τον αφιερώνουμε στο πρόγραμμα για την ψυχή μας και έτσι υποτασσόμαστε κατά τη Γραφή στο πλήρες μας καθήκον και αποδίδουμε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ’ 21). Για τη βιολογική μας συντήρηση φροντίζουμε, γιατί αν αρνηθούμε να το κάνουμε θα πεθάνουμε. Γιατί αδιαφορούμε στις πνευματικές μας υποχρεώσεις, που ο κίνδυνος είναι φοβερός και η ζημιά θα είναι ανεπανόρθωτη; Εάν προγραμματίσουμε μικρό μέρος της ημέρας για την ψυχή μας, θα γίνει αφορμή επιτυχίας στον αγώνα μας, που θα είναι η σωτηρία μας, η ένωσή μας με το Θεό και η κληρονομιά των θείων επαγγελιών.

Ο εκούσιος προγραμματισμός μας δεν είναι ασφαλώς θεία νομοθεσία, αλλά μια προσοχή. Υπαγορεύεται από την πείρα ώστε να μην παρασυρόμαστε από το παράλογο, που προκαλεί με τα συστήματά του ο κόσμος που μας περιβάλλει. Όπου εφαρμόζεται πρόγραμμα φανερώνεται η εξάρτησή μας από το Θεό, που είναι πλήρης ομολογία ότι είμαστε πιστοί. Με αυτόν τον τρόπο η θεία Χάρη παραμένει ενδημούσα μαζί μας και μόνο έτσι, κατά τον Παύλο, «πάντα ισχύομεν εν τω ενδύναμούντι ημάς Χριστώ» (πρβλ. Φιλ. δ’ 13).

Το σπουδαιότερο μέρος του προγράμματος είναι η τακτική προσευχή. Μετά είναι ο χρόνος της αυτοσυγκέντρωσης, που θα ανακαλύψουμε την ποιότητα του εαυτού μας και θα λάβουμε νέες αποφάσεις για να επανορθώσουμε τη ζημιά που έγινε ή να αυξήσουμε την ωφέλεια, εκμεταλλευόμενοι την προηγούμενη πείρα μας.

Ειδικά σε όσους ζουν μέσα στον κόσμο, απαραίτητος όρος πρακτικής χριστιανικής εργασίας είναι η πριν απο τον ύπνο και πριν από την έναρξη της εργασίας προσευχή. Η μελέτη πνευματικών συγγραμμάτων άγιων και δόκιμων συγγραφέων, των οποίων η πείρα είναι αναγνωρισμένη και αποδεδειγμένη με τον επακολουθήσαντα αγιασμό ή έπαινό τους, είναι απαραίτητη. Για τις αμαρτίες μας ο Θεός επέτρεψε σήμερα την απουσία έμπειρων αγίων ανδρών. «Εξαποστελώ λιμόν επί την γήν, ου λιμόν άρτων ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι τον λόγον Κυρίον» (Αμώς η’ 11). Η μελέτη πνευματικών συγγραμμάτων γίνεται καθήκον, που συμπληρώνει την αγνωσία και απειρία μας, λόγω και του κατακλυσμού των πλανεμένων και σατανικών ιδεών και προκλήσεων, που παρασύρουν όχι μόνο αυτούς που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία αλλά και τους πιστούς. Δίκαια η αποκάλυψη μας πληροφορεί ότι στους δικούς μας έσχατους καιρούς, «ει δυνατόν πλανηθήσονται και οι εκλεκτοί» (πρβλ. Ματθ. κδ’ 22).

Ταπείνωση και Αυτομεμψία

Σωτήριος τρόπος αντίστασης κατά των παθών, τόσο των σαρκικών όσο και των ψυχικών είναι η επίμονη αυτομεμψία, που προκαλεί την αυτογνωσία και την ταπείνωση και κατευνάζει την ορμή των επιθέσεων απ’ όπου και αν προέρχονται. «Εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος» (Ψαλμ. ριδ’ 8), λέγει η Γραφή, γιατί όντως « ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (’Ιακ. δ’ 6).

Κάθε προσβολή του περιεκτικού παραλόγου, είτε από τους δαίμονες είτε από τα πάθη, προέρχεται από τη δική μας υποχώρηση, στην οποία συνεργεί η φιλαυτία, με αποτέλεσμα την υποδούλωση του αυτεξουσίου μας. Ανατρέπει αμέσως το ταπεινό φρόνημα που ετοίμασε η αυτομεμψία και αυτό πρέπει να είναι γνωστό στους εργάτες της μετάνοιας.

Ισχυρότερο όπλο κατά του διαβόλου από την ταπείνωση δεν υπάρχει. Πολλά από τα είδη και μέσα της πρακτικής ζωής της μετάνοιας ο διάβολος είτε τα μιμείται είτε τα περιφρονεί. Μόνο το ταπεινό φρόνημα και την πράξη τρομάζει και φεύγει. Άλλωστε δεν είναι δύσκολο στον ταπεινό άνθρωπο να σκεφτεί τις ατέλειες και τα λάθη του, που ακριβώς μαρτυρούν την πραγματική του μορφή.

Δεν είναι αμαρτωλότητα μόνο το έγκλημα και η ατιμία, στα οποία ο άνθρωπος αναζητεί την ενοχή του. Αλίμονο! Αυτό είναι κτηνωδία και δαιμονισμός. Στον αληθινό χριστιανό αμαρτία και ενοχή θεωρείται η έλλειψη του αγιασμού γιατί και από την κατασκευή μας έχουμε ως φυσική τη θεοείδεια και από την ανάπλασή μας με τη σάρκωση του Θεού Λόγου ανεβήκαμε ψηλότερα εφ’ όσον «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (’Ιω. α’ 12). Πως πάλιν μας παρακινεί προστακτικά «άγιοι γίνεσθε ότι ο πατήρ ημών άγιος εστι» (Α’ Πέτρ. 1,15), εάν δεν κληρονομούσαμε απ’ αυτόν αυτήν την ιδιότητα; Ο παρήγορος και πάνω από κάθε αξία και δόξα λόγος του Κυρίου μας -που μόνο η ενθύμησή του συγκλονίζει και την πέτρινη καρδιά- ποια άλλη σημασία έχει, παρά τον πλήρη θεανθρωπισμό μας, όταν εκφράζεται προς το συνάναρχο Πατέρα: «Συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι… ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμεν» (’Ιω. ιζ’ 21-22).

Η έλλειψη αυτής της αξίας και η απουσία αυτών των συναισθημάτων είναι η αφορμή κάθε θλίψης και πόνου. Εκείνος που επιθυμεί τη σωτηρία και την ανάστασή του πρέπει να πενθεί και όχι να αναζητεί στο πτώμα της αποσύνθεσης, της κτηνωδίας και του δαιμονισμού την ενοχή του.

Δεν είναι ουτοπία ούτε αφηρημένη θεωρία ή διήγηση οι θείες επαγγελίες. Πραγματοποιήθηκαν ανά τους αίώνες και ακομη παρατείνονται και βραβεύουν τους μαθητές του Χριστού και τους τίμιους εργάτες της μετάνοιας που συνεχώς επισφραγίζουν την πραγματικότητα της πατρικής διαθήκης. Αυτοί, υπήκοοι της εντολής -ως γνήσιοι υιοί- κληρονομούν με τον αγιασμό το χαρακτήρα της θεοείδειας του Πατέρα τους.

Με παράπονο εκφράζεται ο Κύριός μας για την αδράνεια και αδιαφορία μας: «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» (Ματθ. ιβ’ 3θ).

Δώσε μας, Πανάγαθε Δέσποτα, το θείο σου φωτισμό και το φόβο σου ώστε πάντοτε μόνο μαζί σου να συνάγουμε, φυλάττουμε και τηρούμε και ποτέ μόνοι μας!

Αφού θέλουμε να ανήκουμε στο Θεό, οφείλουμε αγώνα και προσοχή. Έτσι δεν θα προδώσουμε -με τις αμαρτίες και τα πάθη μας- τη λογική μας θέση και σύσταση, όπως ο Ιούδας αισθητά τον Κύριο και δεν θα τον αρνηθούμε, όπως ο Πέτρος. Άρνηση της λογικής μας φύσης και γνώμης γίνεται όταν -από δειλία ή φόβο- αφήνουμε το καθήκον της αρετής. Κάθε θλίψης και λύπης κατάληξη είναι η χαρά· κάθε κόπου η ανάπαυση και κάθε ατιμίας η τιμή και η δόξα. Και γενικά η κατάληξη και το τέλος όλων των κόπων της αρετής είναι να ενωθούμε με το Θεό και αχώριστα με αυτόν να παραμείνούμε. Ο φιλανθρωπότατος Θεός έγινε άνθρωπος, για να επιστρέψει και ενώσει τη δική μας φύση με τον εαυτό του, αφού η πτώση την είχε διαστρέψει, ώστε και προς τον εαυτό της να επαναστατεί και προς το περιβάλλον να είναι ακατάστατη.

Υπενθυμίζουμε στους φιλόθεους και φιλόπονους, υποκινούμενοι από τους θεόσοφους Πατέρες μας και τούτο: Να μην παραμελούν κάποιο πάθος, που δεν ξερίζωσαν ακόμη γιατί το περιφρονούν ως ασήμαντο. Και τούτο, γιατί ο εχθρός διάβολος -που το φύτεψε- το κρατά ως ενέχυρο και δεν θα αργήσει να επαναφέρει και τα άλλα πάθη, τα οποία με κόπο αποσπάστηκαν. Αυτά εννοεί ο Κύριος λέγοντας «έρχεται ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ’ 30). Η παραμέληση του πάθους η της συνήθειας που επικρατεί είναι κατά κάποιο τρόπο ένα είδος προδοσίας και κρατώντας την ως ενέχυρο ο εχθρός επιτίθεται με αναίδεια. Αλλά και ο αγωνιζόμενος δεν έχει πλήρη παρρησία στην πάλη γιατί «ω τις ήττηται τούτω και δεδούλωται» (Β’ Πέτρ. β’ 19) και ο δούλος στερείται της ελευθερίας που του δίνει την παρρησία στην πάλη και αντίσταση.

Και μια άλλη πάλι μάστιγα και εξαιρετικό εμπόδιο για τους αγωνιζομένους είναι η κακή συνήθεια της πολυλογίας. Αν και κρίνεται πολλές φορές ως αθώα εκδήλωση έχει ολέθρια αποτελέσματα. Χωρίς ο πολύλογος να το αντιληφθεί, πέφτει στην κατάκριση, στο ψέμα, στην ειρωνεία, στη μεγαλαυχία (καύχηση), στους αστεϊσμούς, στη μωρολογία (ανόητα λόγια) και γιατί όχι και στην αισχρολογία που είναι καταρράκωση της προσωπικότητας και ο τέλειος σβησμός του θείου ζήλου και της Χάρης. Δίκαια γράφεται ότι «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν» (Παρ. ι’ 19) αλλά και το Κυριακό λόγιο ας θυμόμαστε που εκφράζει την καταδίκη του «αργού λόγου» (Πρβλ. Ματθ. ιβ’ 36).

Πρώτος κανόνας της πνευματικής μας εργασίας και σπουδής οφείλει να είναι η εκρίζωση και κατάργηση των παθών και της κακής συνήθειας. Δεύτερος άθλος η απόκτηση των αρετών και της άριστης έξης, ώστε άκοπα και σχεδόν χωρίς προσπάθεια να εργαζόμαστε το αγαθό παντού, πάντοτε και σε κάθε περίσταση. Έτσι αποδεικνύουμε την ελευθερία και κυριότητα της «εν Χριστώ» προσωπικότητάς μας αφού απ’ αυτόν λάβαμε την θεοαγχιστεία ώστε με εξουσία να εισερχόμαστε στην υιοθεσία με τη Χάρη του.

 

 

 

 

 

 

Last modified on Wednesday, 08 August 2012 22:05
Login to post comments

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel