Logo
Print this page

«Λυχνία» Ιούλιος 2003

Μηνιαίο Περιοδικό Ι.Μ.Νικοπόλεως & Πρεβέζης Αρ. Φύλλου 240 Ιούλιος 2003

«ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΛΑΘΟΣ ΜΑΣ» του + Ν.Μ.

«ΠΑΡΤΕ ΤΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ!...»

«ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΕ ΘΑΥΜΑΣΕΙ;» του Ἀρχιμ. Β.Λ.

«ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ» του Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

 

ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΛΑΘΟΣ ΜΑΣ

 

            Ὅποιος τό ἀκούει, ἀπορεῖ καί παραξενεύεται.

 

            Ἔχομε τή γνώμη, ὅτι οἱ ἰδέες εἶναι πράγματα ἄκακα· καί ἀνένοχα!

 

            Λάθος μας. Μεγάλο λάθος μας!

 

*            *            *

 

            Τό μεγαλύτερο καί χειρότερο λάθος μας εἶναι τό λάθος μας στίς ἰδέες μας· καί στίς ἀπόψεις μας. Γιατί οἱ ἰδέες εἶναι τό ὑπόβαθρο ὅλων μας τῶν πράξεων.

 

            Ἀλλά ἄς τό προσέξωμε.

 

            Ἀπό ὅλα τά λάθη μας, τά λάθη σέ ζητήματα πίστης, δηλαδή σέ ζητήματα ἐσωτερικῆς μας τοποθέτησης, εἶναι πάντοτε τά χειρότερα καί ὀλεθριώτερα.

 

            Νά. Ἕνας ἔκαμε στήν ζωή του λάθος. Πίστεψε, ὅτι ὁ Χριστός ΔΕΝ εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρας τοῦ κόσμου.

 

            Πόσο θά τοῦ στοιχίσει;

 

*            *            *

 

            Ἀλήθεια.

 

            Πόσο θά τοῦ στοιχίσει ἐδῶ, σ’ αὐτήν τήν ζωή!

 

            Καί πόσο θά τοῦ στοιχίσει στήν «ἄλλη», στήν αἰώνια ζωή!

 

            Καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθῆ!

 

+ὁ Ν.Μ.

 

ΠΑΡΤΕ ΤΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ!...

 

            Ὅσο νά ΄βγαινε ὁ ἕνας, ἄλλος χτυποῦσε τήν πόρτα. Αὐτό συνέβαινε σέ κάθε σπίτι. Καιρός πολέμου. Ἡ πείνα εἶχε ξαπλωθεῖ ὡς τήν Ἤπειρο.

 

            Καί περνοῦσαν αὐτοί ὁμαδικά καί ζητιάνευαν. Φτωχοί σέ φτωχούς...

 

            Καί νά τί συνέβηκε κάποια μέρα στό μεγαλοχώρι τῆς Δρόπολης:

 

*            *            *

 

            Ὁ γέρο-Γιῶργος (θυμᾶμαι ἀκόμα τό ὄνομά του), βγαίνοντας ἀπό τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ, ἄρχισε νά ἀνεβαίνει τά σκαλίδια τοῦ ἄλλου.

 

            -Μέ συμπονεῖτε -εἶπε καί ἅπλωσε τό χέρι-, ὅ,τι ἔχετε... Καί νά ΄χετε τήν εὐχή τοῦ Θεοῦ!

 

            -Τί νά σοῦ δώσω παππούλη, ἡ κακόμοιρη; Οὔτε ψωμί, ἀλλά οὔτε καί λίγο γάλα δέν ἔχω γιά τήν γριά καί ἄρρωστη μητέρα μου, πού καίγεται στόν πυρετό.

 

            Ὁ γέρο-ζητιάνος πού εἶχε δεῖ τόσα καί τόσα, πού εἶχε περάσει χωριά καί πόρτες, συγκινήθηκε. Ἔσκυψε στό ραβδί του καί προχώρησε μέσα. Εἶδε τή γριά στό κρεββάτι κατάχλωμη! Καί δάκρυσε.

 

            -Γαλά; Γάλα; Νά, ἔχω ἐγώ! Μοῦ τό ἔδωσαν σέ κάποιο σπίτι. Πάρτε το, δέν εἶναι ντροπή. Ὅλοι φτωχοί εἴμαστε... Καί περαστικά σας.

 

            Μπόρεσε καί τό πρόσθεσε μέ πνιγμένη φωνή. Καί ἄφησε κάποιο μικρό δοχεῖο πού βαστοῦσε στό χέρι του!

 

            Καί ἀκουμπώντας ξανά στό γέρικο ραβδί του, τράβηξε γιά κάπου ἀλλού.

 

            Τόν κοιτοῦσα καί ἔλεγα:

 

            -Καημένε καί μεγαλόκαρδε Ἠπειρώτη!...

 

(Ἐφημερίδα ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2003, σελ. 12)

 

ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΕ ΘΑΥΜΑΣΕΙ;

 

            Σέ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ θαυμάζομε τήν δύναμή Του καί τήν ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς. Καί Τόν δοξάζομε.      Σέ μερικά θαύματά Του ὅμως, βλέπομε καί τόν Χριστό νά θαυμάζει μερικούς ἀνθρώπους. Καί νά τούς δοξάζει.

 

            Ἕνα τέτοιο περιστατικό εἶναι καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου (Ματθ. 8, 5-14). Ἕνας ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος πού δέν ἦταν κἄν Ἰσραηλίτης, ζητάει ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τόν κατάκοιτο δοῦλο του. Καί ὅταν ὁ Χριστός δέχεται νά πάει στόν σπίτι του, γιά νά τόν θεραπεύσει, ὁ ἀξιωματικός τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά μπεῖς κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Πές μόνο ἕνα λόγο καί θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλος μου. Φτάνει ἡ ἐντολή σου. Καί ἐγώ ἔχω στρατιῶτες ὑπό τήν ἐξουσία μου. Καί ὅταν λέω σέ κάποιον «ἔλα», αὐτός ὑπακούει καί ἔρχεται· καί ὅταν λέω στόν ἄλλον «κάνε αὐτό», αὐτός ὑπακούει καί τό κάνει»!

 

            Τότε ὁ Χριστός θαύμασε τήν μεγάλη πίστη του. Καί εἶπε πρός αὐτούς πού Τόν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι τόση πίστη, οὔτε ἀνάμε¬σα στούς Ἰσραηλίτες δέν βρῆκα».

 

*    *    *

 

            Δέν εἶναι μικρό πρᾶγμα νά θαυμάζει ὁ Χριστός ἕναν ἄνθρωπο! Ὑπάρχει ἆραγε μεγαλύτερη δόξα; Μεγαλύτερη τιμή; Ὁ Θεός νά θαυμάζει ἕναν ἄνθρωπο! Νά τόν δοξάζει!

 

            Καί ὁ Θεός δέν δοξάζει τόν ἄνθρωπο γιά τά χαρίσματα, πού τοῦ ἔχει δώσει. Τόν θαυμάζει καί τόν δοξάζει γιά τίς ἀρετές του· πού γιά νά τίς ἀπο¬κτή¬σει ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε καί ὁ ἴδιος τό δικό του χεράκι· τήν δική του προσπάθεια· τόν δικό του ἀγῶνα. Γιά τόν Θεό, ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγκειται στά ὡραῖα μάτια καί στό παλληκαρίσιο ἀνάστημα. Ὁ Θεός δέν τιμάει καί δέν θαυμάζει σέ μᾶς τά δικά του δῶρα. Ὁ Θεός πάνω ἀπό ὅλα τιμάει καί θαυμάζει σέ μᾶς, τόν δικό μας ΚΟΠΟ καί τήν δική μας φιλότιμη ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, νά καλλιεργήσωμε - ὅσο μποροῦμε περισσότερο - τά χαρί¬σμα¬τα πού μᾶς ἔδωσε.

 

            Καί ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, εἶναι φανερό, ὅτι εἶχε δουλέψει πάνω στόν ἑαυτό του μέ καθαρή συνείδηση. Δέν «καβάλησε τό καλάμι»  ἐξ αἰτίας τοῦ ἀξιώματός του. Ἐγνώριζε καί ἀνεγνώριζε τήν ἀδυναμία του καί τίς ἀτέλειές του. Καί αὐτή ἡ αὐτογνωσία του τόν ἔκανε ταπεινό καί προσγειωμένο.

 

            Γι' αὐτό, βλέποντας τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δέν αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά Τόν δεχθῆ οὔτε κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του!

 

*    *    *

 

            Μπορεῖ ποτέ νά ἔχει «ταπείνωση» καί «αὐτογνωσία» ὁ ἄνθρωπος, πού  

 

           ΑΠΑΙΤΕΙ ἀπό τόν Θεό - θέτοντάς Του μάλιστα καί χρονικές προθεσμίες - νά τοῦ φανερώσει ἤ νά τοῦ δώσει πράγματα: ὑγεία, ζωή, εὐτυχία, δουλειά!...

 

           δέχεται τυχόν ὁράματά του ἤ «ἀποκαλύψεις», μέ σιγουριά ὅτι προέρ¬χον¬ται ἀπό τόν Θεό;

 

           ζητεῖ ἀπό τόν Θεό σημεῖα καί θαύματα, θεωρώντας τόν Θεό ὑποχρεωμένο νά τοῦ κάμει ὅ,τι Τοῦ ζητάει;

 

            Οἱ ἅγιοι, ποτέ δέν θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ἄξιο, νά λάβουν ἀπό τόν Θεό χαρίσματα. Τό μόνο πού Τοῦ ζητοῦσαν μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή στήν προσευχή τους, ἦταν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τήν συγ¬χώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τήν λύτρωσή τους ἀπό τήν αἰωνία κόλαση τοῦ χωρισμοῦ τους ἀπό τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του.

 

            Καί ὅταν κάποτε ὁ Θεός τούς ἔδινε κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμά Του, πολλοί Τόν παρακαλοῦσαν νά τούς τό πάρει πίσω, φοβούμενοι τήν ἔπαρση καί τήν ὑπερηφάνεια.

 

            Τό μεγαλύτερο, λοιπόν, χάρισμα πού θά ἦταν καλό νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ταπείνωση ἐκείνου τοῦ ἑκατοντάρχου. Εἶναι ὁ μόνος σίγουρος τρόπος γιά νά «χωρέσει» ὁ Χριστός κάτω ἀπό τήν στέγη τῆς ψυχῆς μας.

 

                                                                                                                          Ἀρχιμ. Β.Λ.

 

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

 

ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ

 

            Οἱ γονεῖς μας, ὁ πατέρας μας καί ἡ μητέρα μας, εἶναι ἱερά πρόσωπα γιά μᾶς. Ἔχουν ἀπό τό Θεό μεγάλη χάρη καί εὐλογία. Μά πιό μεγάλη ἀπό αὐτούς χάρη καί εὐλογία ἔχουν οἱ ἱερεῖς μας.

 

           Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἱερεῖς καί στούς γονεῖς μας εἶναι πολύ μεγάλη. Εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο μεγάλη εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν παροῦσα ζωή καί στήν αἰώνια.

 

           Οἱ γονεῖς, γεννοῦν παιδιά, γιά τήν παροῦσα ζωή· οἱ ἱερεῖς, γιά τήν ἄλλη.

 

            Οἱ γονεῖς, δέν μποροῦν, οὔτε νά σώσουν τά παιδιά τους, οὔτε νά τά προφυλάξουν· οὔτε ἀπό ἀρρώστειες· οὔτε ἀπό τόν θάνατο! - Οἱ ἱερεῖς, μποροῦν. Καί σώζουν. Ψυχές ἄρρωστες. Ἀπό τό χεῖλος τῆς ἀπωλείας! Κάνουν καί σταματάει τό κατρακύλισμα: μέ τά λόγια τους· μέ τίς συμβουλές τους· καί μέ τίς εὐχές τους.

 

           Οἱ γονεῖς, ἄν τά παιδιά τους πρόσβαλαν κανέναν μεγάλον, δέν μποροῦν νά τά προστατεύσουν! - Οἱ ἱερεῖς, μᾶς βγάζουν ἀσπροπρόσωπους, ἀκόμη καί ἄν ἐναντίον μας ἔχει ὀργισθῆ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεός ἔχει δεσμευθῆ νά τούς ἀκούει.

 

(Περί Ἱερωσύνης, Λόγ. Γ, 6)

 

Μετάφραση: +ὁ Ν.Μ.

 

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR