Το τι θα απαντούσε εξαρτάται πρώτον από το, αν είναι πραγματικά άγιος, και δεύτερον από το, αν νομίζει ότι είναι άγιος.
Αν πραγματικά είναι άγιος, θα δεχτεί την πρόταση αυτή, επειδή δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και έχει αγάπη. Έτσι θα πει μέσα του, αφού θα βρεθώ στον παράδεισο, αν και είμαι ο πιο αμαρτωλός από όλους, ο πιο ελεεινός και ο ποιο άχρηστος, ευχαρίστως να πάρει τη θέση μου και εγώ τη δική του, γιατί, αν είναι καλλίτερη η δική του, αφού την προσφέρει, ας την δεχθώ. Αλλά και αν είναι χειρότερη, πάλι ας τη δεχθώ από αγάπη γι’ αυτόν.
Αν όμως νομίζει ότι είναι άγιος , δε θα δεχτεί την πρόταση αυτή και θα αλλάξει κουβέντα. Θα πει μέσα του, αφού θα βρεθώ στον παράδεισο σε μία καλή θέση, γιατί να την αλλάξω με αυτόν που δεν είναι καλλίτερος από εμένα, και που δεν μου φαίνεται και τόσο άγιος; Αλλά ας μη λογαριάζει κανείς χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί το λόγο εκεί θα τον έχει ο Οικοδεσπότης.
2. Ο Θεός δεν ελεεί τον άνθρωπο, επειδή τάχα το αξίζει ή επειδή το θέλει ή επειδή τρέχει προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά επειδή ο Ίδιος είναι φιλάνθρωπος, πολυεύσπλαχνος και πολυέλαιος. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει σχετικά για το Θεώ, « Τι ουν ερούμεν; μη αδικία παρά τω Θεώ; μη γένοιτο. τω γαρ Μωϋσεί λέγει· ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτιρήσω ον αν οικτίρω. άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού »( Ρω. θ’, 14-16). Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να θέλει και να επιζητεί το έλεος του Θεού. Πρέπει όμως να γνωρίζει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να το εμποδίζει, γιατί και αυτή η θέλησή του και η προσπάθειά του για την πνευματική του προκοπή γίνεται πάλι με τη βοήθεια της χάρης του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, « μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε· ο Θεός γαρ εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας »( Φιλ. β’, 12-13).
3. Ποιος είναι ο σπουδαιότερος λόγος για τον οποίον ο άνθρωπος πρέπει να δοξάζει το Θεό και γιατί;
Εκτός των άλλων λόγων τους οποίους μπορεί να αναφέρει κανείς, που και αυτοί βεβαίως είναι σπουδαίοι, ο σπουδαιότερος είναι ότι αυτό είναι άξιο και δίκαιο. Είναι άξιο και δίκαιο να δοξάζει ο άνθρωπος το Θεό, γιατί ο Θεός είναι η αξία των αξιών (valor valorum) . Η δόξα ανήκει μόνο στο Θεό και ο Ίδιος ο Θεός είπε, « εγώ Κύριος ο Θεός, τούτό μου εστι το όνομα· την δόξαν μου ετέρῳ ου δώσω ουδέ τας αρετάς μου τοις γλυπτοίς »( Ησ. μβ’, 8). Τους ανθρώπους που δοξάζουν το Θεό θα τους δοξάσει ο Θεός, σύμφωνα με τα λόγια Του, « τους δοξάζοντάς με δοξάσω »( Α’ Βασ. β’, 30). Είναι άξιο και δίκαιο να δοξάζει ο άνθρωπος το Θεό, γιατί ό, τι υπάρχει εκτός του Θεού είναι δημιούργημα Αυτού και κανένα από αυτά δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα του Θεού, και όπως είναι γνωστό, «Ουκ ελάτρευσαν, τη κτίσει οι θεόφρονες, παρά τόν κτίσαντα… ». Όταν ένας καλλιτέχνης δημιουργεί ένα καλλιτέχνημα, δεν είναι άξιο και δίκαιο να επαινείται αυτός ο καλλιτέχνης για το έργο του; Ασφαλώς ναι, για να μείνουμε μόνο σ’ αυτά.
4. Αν ένας άγιος επί της γης θεωρεί αμαρτωλό και ανάξιο του παραδείσου κάποιον άλλον, οποιοσδήποτε και να είναι αυτός,
δεν αποκλείεται αυτός ο άλλος να βρεθεί στον παράδεισο και μάλιστα σε καλλίτερη θέση από αυτόν τον άγιο επί της γης, γιατί μόνο ο Θεός είναι Σωτήρας και Κριτής. Εκεί λοιπόν και τότε θα φανεί, αν αυτός ήταν πραγματικά άγιος ή νόμιζε ότι είναι, γιατί:
α) Αν ήταν πραγματικά άγιος, θα δοξάσει το Θεό και θα χαρεί για το ότι έσωσε ακόμα και αυτόν τον οποίον αυτός τον θεωρούσε κατώτερό του και ανάξιο του παραδείσου.
β) Αν όμως δε χαρεί και δε δικαιώσει το Θεό ούτε τον δοξάσει, τότε, όχι μόνο δεν ήταν άγιος επί της γης, αλλά και μετά το θάνατό του αδικεί τον εαυτό του, δηλαδή τώρα « εν τοις ουρανοίς », χωρίς βέβαια να του φταίει άλλος κανείς.
γ) Αλλά, επειδή το τι θα γίνεται στον παράδεισο δεν είναι δυνατό να περιγραφεί από τώρα, καλό είναι τώρα, « άχρις ου το σήμερον καλείται »( Εβρ.γ’, 13), να ελέγχει και να δοκιμάζει κανείς τον εαυτό του κατά πόσο αισθάνεται μέσα του χαρά, εάν του πει κάποιος, έστω και υποθετικά, ότι ο τάδε ασήμαντος θα είναι στον παράδεισο σε πλεονεκτικότερη θέση από αυτόν. Αν μέσα του αντιδράσει αρνητικά, ας επιζητήσει τον καρπό του Αγίου Πνεύματος που, εκτός των άλλων, είναι η αγάπη και η χαρά.
5. Το πνεύμα του ανθρώπου, δηλαδή η ψυχή του, όπως είναι γνωστό, είναι ενωμένο με το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκεται. Αυτό λοιπόν το πνεύμα, εκτός των άλλων, έχει και την ιδιότητα να γνωρίζει, δηλαδή να γίνεται δέκτης της γνώσης οποιουδήποτε είδους. Αυτή την ιδιότητα δεν την έχουν τα ζώα, γιατί δεν έχουν πνεύμα. Το πνεύμα όμως του ανθρώπου γνωρίζει:
α) Ό, τι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και ό, τι έχει σχέση με τον συγκεκριμένο άνθρωπο στον οποίο ανήκει, σύμφωνα και με τα εξής λόγια του Αποστόλου Παύλου, « τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ; » ( Α’. Κορ. β’, 11).
β) Την κοσμική γνώση και επιστήμη την οποία βεβαίως και αυτή την δίνει ο Θεός, σύμφωνα και με το, «και αυτός έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού·
» ( Σ. Σειρ. λη’, 6).
γ) Την άνωθεν λεγόμενη γνώση και σοφία, δηλαδή ό, τι αποκαλύπτεται άμεσα από το Άγιο Πνεύμα, σύμφωνα και με τα εξής λόγια του Αποστόλου Παύλου, « ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν »( Α’. Κορ. β’, 12).
Την όποια γνώση έχει ο κάθε άνθρωπος προσπαθεί να την εξωτερικεύει κυρίως με το λόγο τον προφορικό ή τον γραπτό. Επειδή όμως μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι το Πνεύμα της Αληθείας, όποιος θέλει να προοδεύει στη γνώση της αλήθειας πρέπει να επιζητεί το Πνεύμα της Αληθείας και να ακούει τα λόγια του Χριστού ο Οποίος είπε στον Πιλάτο, « εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία· πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής »( Ιω. ιη’, 37). Ο Ίδιος ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του, « υμείς δε μη κληθήτε ραββί· εις γαρ υμών εστιν ο διδάσκαλος, ο Χριστός» ( Ματ.κγ’,8). Αλλά και ο Πρόδρομος είπε στους δικούς του μαθητές για το Χριστό, « ον γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα του Θεού λαλεί· ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα » ( Ιω. γ’, 34). Κανένας άνθρωπος δεν είναι αλάθητος παρά μόνο ο Θεός, σύμφωνα με το, « γινέσθω δε ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης » (Ρω. γ’, 4). Είναι ανάγκη λοιπόν να μη καυχάται ο άνθρωπος ούτε και για τις γνώσεις του, σύμφωνα και με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, « τι δε έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α’ Κορ. δ’, 7).
του Ιωάννη Δήμου
από την ιστοσελίδα του: www.sostikalogia.com