Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'
Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Ευλογημένος ας είσαι Χριστέ Θεέ μας, Συ που ανέδειξες πάνσοφους τους αγράμματους ψαράδες, αφού έστειλες σε αυτούς το Άγιο Σου Πνεύμα. Και με αυτούς τράβηξες κοντά Σου όλη την οικουμένη, όπως η σαγήνη των ψαράδων μαζεύει όλα τα ψάρια. Δόξα σε Σένα φιλάνθρωπε Κύριε για όλα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄.
Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το πανάγιον Πνεύμα.
Όταν (τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης) κατέβηκε ο Θεός και δημιούργησε σύγχυση στις γλώσσες των ανθρώπων, τότε χώριζε τα έθνη ο Ύψιστος. Και τώρα που μοιράζει τις πύρινες γλώσσες του Αγίου Πνεύματος, καλεί όλους σε ενότητα (μέσα στην Εκκλησία Του). Έτσι τώρα, όλοι, σύμφωνοι με μια πίστη, δοξάζουμε το Πανάγιο Πνεύμα.