Ζωηφόρος

Ντοκουμέντα για την εκκλησιαστική περιουσία, του Γιώργου Ν. Παπαθανασοπούλου,

Ντοκουμέντα

για την εκκλησιαστική περιουσία

του Γιώργου Ν. Παπαθανασοπούλου

 

 Η εξέλιξη της σχέσης Πολιτείας και Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία αρχίζει από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους και φθάνει έως τις ημέρες μας. Σήμερα φέρνουμε ως ντοκουμέντο στοιχεία από τη σχετική μελέτη του Μητροπολίτου Λαρίσης και μετά Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δωροθέου Γ’ του Κοτταρά (1888-1957) και την αλληλογραφία που είχε ως Οικονομικός Επίτροπος της Εκκλησίας με τον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα. Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος ως Μητροπολίτης Λαρίσης εθεωρείτο ειδικός στα θέματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και έλαβε μέρος σε όλες τις συσκέψεις και συζητήσεις που έγιναν με τις ελληνικές κυβερνήσεις στο μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό διάστημα 1949-1951 και αφορούσαν τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε απομείνει. Ήταν ο πρώτος που κατήγγειλε ότι οι κυβερνήσεις έπαιρναν την περιουσία της Εκκλησίας για να μοιραστεί στους φτωχούς και ακτήμονες, ενώ μοιραζόταν στους συγγενείς και φίλους τους! Τα όσα συνέβησαν στις συναντήσεις και στις συζητήσεις εκείνες ο κυρός Δωρόθεος τα αποκάλυψε στο βιβλίο που έγραψε και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Αστήρ» το 1951 και έχει τίτλο «Η εξέλιξις του αναπαλλοτριώτου της εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρι σήμερον».

Στην επιστολή που απέστειλε στις 24 Νοεμβρίου του 1949 στον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα ο Μητροπολίτης Λαρίσης γράφει ότι προσεκλήθη από τη Βουλή να εκφράσει τις απόψεις της Εκκλησίας για το άρθρο 143 του σχεδίου Συντάγματος «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων της αγροτικής περιουσίας». Στην ομιλία του στους βουλευτές σημείωσε μεταξύ άλλων:

  • Η Εκκλησία δεν είναι ιδιώτης, είναι όλος ο ορθόδοξος λαός και εκπληρώνει και σκοπούς κοινωνικούς εξυπηρετώντας έτσι το κράτος.
  • Στην Επανάσταση του 1821συνέδραμε τον Αγώνα με όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που είχε. Ο ιστορικός της εποχής Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων έγραψε σχετικά: «Αι κατά τόπους Εκκλησίαι και Μοναί συνεισέφερον προθύμως λυχνίας αργυράς και κηροπήγια και εί τι άλλο των εκτός της Θείας Τραπέζης καθιερωμένων χρυσών και αργυρών σκευών, προς διατροφή των αγωνιζομένων πενήτων, κουφίζουσα το δυνατόν τας φοβεράς ανάγκας του πολέμου. Συνήχθησαν δε περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι ή οκάδες αργυρού 800».
  • Μετά την Απελευθέρωση η Εκκλησία, το 1833, προσέφερε στο Κράτος και στην περιοχή των Αθηνών, που είναι η νέα πρωτεύουσα, 1.119.464 τετραγωνικά μέτρα και 168.478 τετραγωνικών πήχεων αστικών οικοπέδων καθώς και 2.552.600 στρέμματα κτημάτων περί την μικρή τότε σε έκταση και πληθυσμό πόλη. Έτσι κατασκευάστηκαν δεκάδες μεγάλων κτιρίων, μεταξύ των οποίων η Ακαδημία, τα Νοσοκομεία Αρεταίειο, Αιγινίτειο, Ευαγγελισμός, Συγγρού, Σωτηρία, Παίδων και Αγία Ελένη, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο και πολλά άλλα διδακτήρια, νεκροταφεία, πλατείες, σανατόρια, γυμναστήρια και αλσύλια.

Σε άλλη του επιστολή ο Μητροπολίτης Δωρόθεος προς τον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1951, γράφει μεταξύ των άλλων:

  • Το 1917 αρχίζει η απαλλοτρίωση των μεγάλων κτημάτων των Ιερών Μονών για την αποκατάσταση αγροτών, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, χωρίς η Εκκλησία να εκφράσει παράπονο, αν και έναντι αυτών χορηγήθηκαν μόνο 46 εκατομμύρια σε ομολογίες, που εξανεμίστηκαν με τον Νόμο 18/44. Στη συνέχεια κατελήφθησαν με εξαναγκαστική σύμβαση αντί 63 εκατομμυρίων, 200.000 τετραγωνικά μέτρα στη μέση των Αθηνών, αξίας τριακοσίων εκατομμυρίων προπολεμικών δραχμών. Τελικά η Εκκλησία δεν έλαβε ούτε μία δραχμή...
  • Το 1947 και μετά το «αντιεκκλησιαστικό» Νομοθετικό Διάταγμα 327/47

ρευστοποιήθηκε μοναστηριακή περιουσία, με το επιχείρημα ότι αυτά θα δοθούν εις ακτήμονες γεωργούς και κτηνοτρόφους.

Μεταξύ αυτών:

1) Κτήματα Ιεράς Μονής Λειμώνος στη Μυτιλήνη εκ 2.220 στρεμμάτων και 6.429 ελαιοδένδρων. Αυτά μισθώθηκαν αντί 28.853.500 ετησίως, ενώ ο ΟΔΕΠ είχε πετύχει μίσθωμα 114.856.000* δρχ. Την ημέρα που γραφόταν η επιστολή το μίσθωμα θα υπερέβαινε τα 250.000.000!

2) Ελαιόκτημα Κορωνησίας στην Πρέβεζα από 2.000 ελαιόδενδρα. Μισθώθηκε αναγκαστικά αντί 3.340.000 ετησίως, ενώ ο ΟΔΕΠ είχε πετύχει μίσθωμα 26.500.500 δρχ.

3) Αγρόκτημα Χάρακας-Λεγραινών από 1045 στρέμματα, έκταση ακαλλιέργητη.

4) Καλλιεργήσιμες εκτάσεις περιφερείας Βάρης-Κορωπίου 600 περίπου στρεμμάτων.

5) Κτήματα νήσου Αμοργού Ιεράς Μονής Χοζοβιωτίσσης εκ στρεμμάτων 728. Μισθώθηκαν αναγκαστικά αντί 3.899.500, ενώ ο ΟΔΕΠ είχε πετύχει ετησίως 22.371.000.

6) Κτήματα Ιεράς Μονής Κατερινούς Ακαρνανίας, 230 στρεμμάτων. Δόθηκαν για 725.000 δρχ, αντί των 1.248.100, που είχε πετύχει ο ΟΔΕΠ, για τα 213 μόνο στρέμματα.

7) Στην περιοχή της Άμφισσας 3.300 στρεμματα, από τα οποία τα 600 καλλιεργήσιμα. Τελεί υπό ενοικιοστάσιο βοσκών, με μικρό μίσθωμα.

8) Καπνοκτήματα περιφερείας Γραμματικούς της Ακαρνανίας, εκτάσεως 263 στρεμμάτων. Κατέχονται αυθαίρετα από τον συνεταιρισμό. Ο ΟΔΕΠ είχε πετύχει ετήσιο μίσθωμα 9.655.000 δρχ.

  • Εν όψει της νέας Νομοθεσίας ο Μητροπολίτης Λαρίσης εκ μέρους της Εκκλησίας σημείωσε στην Κυβέρνηση ότι η Εκκλησία δεν αρνείται τη βοήθεια Της προς τους ακτήμονες γεωργούς και κτηνοτρόφους αρκεί:

1) Να γίνει δεκτό ότι η ρευστοποιητέα και διατηρητέα μοναστηριακή περιουσία είναι αδιαίρετη εκκλησιαστική.

2) Ότι αυτά που θα παραχωρήσει θα τύχουν της νόμιμης αποζημίωσης. Και

3) Να παραχωρηθούν οι εκτάσεις Της εις επισήμως ανεγνωρισμένους και πραγματικούς ακτήμονες γεωργούς και κτηνοτρόφους, κατόπιν ωρισμένης διαδικασίας προς πιστοποίηση της ακτημοσύνης τους.

Σημειώνεται ότι ο Μητροπολίτης Λαρίσης σχολιάζοντας το Νόμο 1072 του 1919 για τις τότε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις σημειώνει: « Όταν ο δημευτικός Νόμος 1072 εψηφίσθη και εφηρμόσθη μεγάλα και συμπαγή εκκλησιαστικά κτήματα των Ιερών Μονών Πεντέλης, Πετράκη, Μεγάλου Σπηλαίου, Οσίου Λουκά, Δομβούς, Ταξιαρχών, των Μετεώρων και άλλων πολλών, εκτός άλλων μικροτέρων εις έκτασιν κτημάτων, διενεμήθησαν ως τα πολλά ουχί εις πραγματικώς ακτήμονας γεωργούς ή ομογενείς πρόσφυγας, αλλ’ εις συνεταιρισμούς, τους οποίους συνέπηξαν γηγενείς κτηματίαι πλούσιοι, μάλιστα αντί μικράς αποζημιώσεως, την οποίαν και δεν κατέβαλον».

Για το δημευτικό Ν.Δ. 327 του 1947 ο Μητροπολίτης Λαρίσης σε επιστολή του προς τον τότε Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, με ημερομηνία 19 Ιουνίου 1951, έγραψε, μεταξύ των άλλων:

« Είναι ανάγκη νε υπενθυμίσωμεν το τελευταίον δημευτικόν Ν.Δ. 327/47 <Περι αναγκαστικής μισθώσεως γαιών δι’ αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργών και κτηνοτρόφων> δια του οποίου το Κράτος αστοργώτατα συμπεριφερόμενον διαρπάζει εκκλησιαστικήν περιουσίαν και μισθώνει αυτήν αναγκαστικώς εις το δέκατον του λαμβανομένου μισθώματος, πολλάκις δε εις μη γεωργούς ή κτηνοτρόφους. Είναι, τέλος, ανάγκη να υπενθυμίσωμεν προς Υμάς, ότι το Κράτος, παρά πάντα νόμον και αστόργως φερόμενον, μηδεμίαν απολύτως αποζημίωσιν εχορήγησεν ή, αν εχορήγησεν, αύτη ήτο μηδαμινή. Και είναι ανάγκη μετά ταύτα να υπενθυμίσωμεν, ότι εις την ποινικήν γλώσσαν το Κράτος εν προκειμένω υπερέβη τα όρια του αδικήματος, προσομοιάσαν εαυτό αυτόχρημα προς ληστήν αφαιρούντα το παν και καταλείποντα τον ληστευθέντα αναλγήτως εν μέση οδώ στερούμενον των πάντων.[...] Εζήτησεν επί πλέον η Εκκλησία Κύριε Πρόεδρε, και τούτο δείγμα της απεριορίστου συμπαθείας Αυτής προς τους εκ των τέκνων Της ακτήμονας, όπως διαμοιράση Αύτη εις έκαστον τούτων, επί τη βάσει επισήμου πίνακος περί της ακτημοσύνης του, το ανήκον εκ της ούτω παραχωρουμένης εκκλησιαστικής περιουσίας, τούτο δε, διότι είναι δι’ Αυτήν πικρά η εκ του παρελθόντος πείρα, δεδομένου ότι, εις πάσας τας ενεργηθείσας παραχωρήσεις, ως επί το πολύ, γαίαι και αστικά κτήματα μοναστηριακά παρεχωρήθησαν υπό του Κράτους ουχί εις ακτήμονας, χάριν και μόνον των οποίων εδόθησαν, αλλ’ εις πλουσίους και κτηματίας, και εις επισήμους ακόμη, αλλά και και προς τους πολιτικούς φίλους των τότε κυβερνώντων, χαρακτηρισθέντας ως ακτήμονας, οίτινες επώλησαν μετά ταύτα τας εκτάσεις αυτάς καταστάντες πλουσιώτεροι εν ονόματι της φιλανθρωπίας και αναλώμασι των πτωχών αναπήρων και ακτημόνων».

Στην επιστολή της 30ής Μαρτίου 1951 προς τον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα ο Μητροπολίτης Λαρίσης σημειώνει ότι, μετά τις δημεύσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας, της έχουν απομείνει τα λουτρά της Βουλιαγμένης και ολίγα αστικά κτήματα και ελαιόδενδρα, από τα οποία ποριζόταν 1.500.000.000 δρχ., την ώρα που οι τακτικές δαπάνες της ήσαν 5.500.000.000. Το έλλειμμα καλυπτόταν με δανεισμό από το Δημόσιο. Τελικά και μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1952 υπήρξε η υπόσχεση ότι οι απαλλοτριώσεις που έγιναν τότε ήσαν οι τελευταίες και ότι το Κράτος αναλαμβάνει τη μισθοδοσία των κληρικών της. Το Κράτος φάνηκε για μιαν ακόμη φορά αναξιόπιστο, οι απαλλοτριώσεις συνεχίστηκαν και με τον Νόμο Τρίτση (1700/1987) επιχειρήθηκε η κρατικοποίηση και όσης περιουσίας είχε απομείνει. Η Εκκλησία προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαιώθηκε. Οι δημεύσεις έτσι δεν ολοκληρώθηκαν, αλλά η απληστία του Κράτους δεν σταμάτησε να υπάρχει και συνεχίζεται έως σήμερα... Υπάρχουν κάποιοι στην Ελλάδα που δεν θα ήθελαν να υπάρχει όχι μόνο εκκλησιαστική περιουσία, αλλά η ίδια η Εκκλησία. Σημειώνεται ότι από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους έως σήμερα ουδόλως έχουν θιγεί οι περιουσίες των Καθολικών και των Προτεσταντών αλλά και των Τεκτόνων στην Ελλάδα.-

Αγιολογιο

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel