Logo
Print this page

Κράτος, θρησκεία και πολιτιστική ετερότητα στην Ευρώπη του αύριο, του Ιωάννη Σ. Πέτρου,

Κράτος, θρησκεία

και πολιτιστική ετερότητα

στην Ευρώπη του αύριο

του Ιωάννη Σ. Πέτρου

Καθηγητή Α.Π.Θ.

Το ζήτημα των σχέσεων θρησκείας και δημοκρατίας, αλλά και εκείνο της πολιτιστικής ετερότητας απασχολούν έντονα τη σύγχρονη Ευρώπη. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται από κράτη και κοινωνίες που έχουν μεγάλη ιστορία και πλούσια πολιτιστική παράδοση, συμμερίζονται ορισμένες κοινές θεμελιώδεις αρχές και αξίες και ταυτόχρονα έχουν ιδιαίτερα πολιτιστικά δεδομένα έχει δημιουργήσει εκ των πραγμάτων έναν πολιτιστικό πλουραλισμό. Ο πλουραλισμός αυτός έχει όλες τις πιθανές διαστάσεις του: γλωσσικές, θρησκευτικές, εθνικές, αντιλήψεων και προτιμήσεων. Οι αλλαγές, εξάλλου, που επήλθαν την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα προσέθεσαν και άλλους λόγους που κατέστησαν επιτακτική τη συζήτηση των θεμάτων αυτών. Τέτοιοι λόγοι είναι: η κατάλυση του παγκόσμιου διπολισμού και η αλλαγή των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η δημιουργία ανοικτών κοινωνιών, η μετακίνηση πληθυσμών (παλιότερη και πρόσφατη), οι συγκρούσεις σε ορισμένες γειτονικές περιοχές της Ένωσης, η αμφισβήτηση σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτιστικών δεδομένων της Ευρώπης μέσω της αναφοράς σε θρησκευτικές αντιλήψεις κ.ά.

Καταρχήν πρέπει να δούμε τις προϋποθέσεις λειτουργίας των θρησκειών που προσφέρουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη και τις δυνατότητες που παρέχονται σε αυτές για την ανάπτυξη του έργου τους. Κατόπιν θα αναφερθούμε σε ορισμένες αλλαγές που απαιτούνται να γίνουν από μέρους των θρησκειών για να μπορέσουν να λειτουργήσουν σωστά μέσα στο σύγχρονο ευρωπαϊκό κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Τέλος, θα δούμε το ζήτημα της πολιτιστικής ετερότητας και του σεβασμού της, και αν υπάρχουν όρια στο σεβασμό αυτό.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη Δημοκρατία προσφέρει ουσιαστικές διασφαλίσεις για την επιτέλεση του έργου των θρησκειών. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση να αποδεχθούν και εκείνες ορισμένους όρους που προσδιορίζουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Εδώ ανακύπτουν ορισμένα προβλήματα γιατί οι θρησκείες σε πολλές περιπτώσεις δεν παρακολούθησαν τις εξελίξεις ή τις παρακολούθησαν με εξωτερικό επικοινωνιακό τρόπο και όχι ουσιαστικό. Τώρα όμως είναι υποχρεωμένες να αποδεχθούν τους όρους που προσφέρει η δημοκρατία με την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και μάλιστα, να ενσωματώσουν πολλούς από αυτούς στον τρόπο εσωτερικής λειτουργίας τους. Επομένως, τίθενται ζητήματα σχέσεών τους με την κοινωνία και ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας των ίδιων των θρησκειών.

Κατά βάση η δημοκρατία προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο για τη λειτουργία των θρησκειών κατοχυρώνοντας την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, και το σεβασμό της πολιτιστικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ετερότητας, όπως αναφέρεται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου πολίτη (άρθρα 10 και 22). Τα ίδια ισχύουν για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα στην Ελλάδα κατοχυρώνονται συνταγματικά η θρησκευτική ελευθερία, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα (άρθρα 13, 5, 1 και 4-25 του Συντάγματος αντίστοιχα). Αυτά αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία πρέπει να στηριχθεί κανείς 1

για να συζητήσει το θέμα της θέσης και του ρόλου των θρησκειών μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας έχει ουσιαστικές συνέπειες στην αντιμετώπιση των πολιτών, των θρησκειών και των μειονοτήτων, θρησκευτικών και μη, από μέρους του κράτους.

1.Το κράτος είναι υποχρεωμένο να σέβεται την όποια επιλογή των πολιτών του στο θρησκευτικό και συνειδησιακό πεδίο. Αυτό σημαίνει ότι είναι ελεύθεροι αφενός να θρησκεύονται ή να είναι αδιάφοροι θρησκευτικά ή ακόμη και άθεοι και αφετέρου να έχουν κατά συνείδηση όποιες φιλοσοφικές αντιλήψεις θέλουν.

2. Το κράτος πρέπει να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή φιλοσοφική τοποθέτησή τους. Επομένως δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οποιεσδήποτε διακρίσεις για λόγους θρησκευτικούς ή άλλους. Επίσης, το κράτος πρέπει να αντιμετωπίζει ισότιμα όλες τις θρησκευτικές κοινότητες ανεξάρτητα από το μέγεθός τους και τις ιδιαίτερες αντιλήψεις που καλλιεργούν αρκεί αυτές να μην είναι αντίθετες προς τη δημόσια και δημοκρατική τάξη.

3. Το κράτος πρέπει να διασφαλίζει τις επιλογές των πολιτών του έναντι των αξιώσεων των θρησκευτικών θεσμών, στην περίπτωση που θέλουν να επιβάλουν σε αυτούς τις απόψεις τους.

4. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το κράτος πρέπει να είναι ουδέτερο θρησκευτικά και φιλοσοφικά. Αυτό είναι απόρροια της διάκρισης κράτους και κοινωνίας, πολιτικής και θρησκείας που είναι χαρακτηριστικά της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας και κουλτούρας. Η θρησκεία είναι ιδιωτική / προσωπική υπόθεση των πολιτών και το κράτος δεν μπορεί να τους επιβάλει άμεσα ή έμμεσα οποιαδήποτε επιλογή είτε υπέρ είτε κατά της θρησκείας. Η κατάσταση αυτή δεν έχει καμία σχέση με την επιβολή της αθεΐας, όπως υποστηρίζουν για λόγους επικοινωνιακούς τοπικοί θρησκευτικοί φορείς. Αντίθετα, το κράτος είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει τον πλουραλισμό (θρησκευτικό, πολιτιστικό κ.ά.) που υπάρχει στη σύγχρονη κοινωνία.

5. Οι θρησκείες είναι ελεύθερες να δρουν στην κοινωνία, να διαδίδουν τις απόψεις τους και να επιτελούν ελεύθερα τις λατρευτικές τους πρακτικές.

Τα ίδια όμως ισχύουν τόσο για τους θρησκευτικούς θεσμούς όσο και για τους πολίτες. Η διασφάλιση του δικού τους δικαιώματος σημαίνει ότι πρέπει να σεβαστούν το αντίστοιχο δικαίωμα στους συμπολίτες τους και στις άλλες θρησκευτικές κοινότητες, ανεξάρτητα από το αριθμητικό τους μέγεθος.

Τα ζητήματα αυτά που κατοχυρώνονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στα Συντάγματα των κρατών-μελών της Ε.Ε. δεν μπορούν να τεθούν υπό την κρίση δημοψηφισμάτων. Αποτελούν θεμελιώδεις αξίες και δεδομένα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν μετά από τρεις αιώνες βαθμιαίας πρακτικής εφαρμογής τους και να γυρίσουμε πίσω πριν από το 18ο αιώνα, επειδή κάτι τέτοιο μπορεί να επιθυμούν θρησκευτικοί παράγοντες.

Τα πράγματα δεν φαίνονται να είναι τόσο σαφή και καθαρά στην πράξη όσο παρουσιάζονται στη θεωρία. Οπωσδήποτε όμως η θεωρία που αναπτύχθηκε σύντομα είναι η βάση πάνω στην οποία μπορεί να γίνει η συζήτηση. Απλώς πρέπει να αναζητήσουμε τις εφαρμογές της μεταβάλλοντας σχέσεις και πρακτικές που δεν εναρμονίζονται με αυτήν και να αντιμετωπίσουμε διάφορα προβλήματα που ανακύπτουν στο πραγματικό πεδίο και φυσικά διαφέρουν από χώρα σε χώρα.

Παράλληλα όμως τίθενται ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των ίδιων των θρησκειών. Οι περισσότερες και ιδίως οι παραδοσιακές Εκκλησίες της 2

Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, διαμόρφωσαν τη δομή και την πρακτική τους με την προσαρμογή τους σε ένα μη δημοκρατικό παρελθόν και σε μια κοινωνία με ιεραρχήσεις και αποκλεισμούς. Πολλές φορές χρησιμοποιώντας μια απολογητική γλώσσα υποστηρίζουν είτε ότι όλα λειτουργούν σε αυτές «δημοκρατικά», είτε ότι έχουν άλλο χαρακτήρα και δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη δημοκρατία. Υπάρχει στο θέμα αυτό ένα σοβαρό ερώτημα: Γιατί ενώ προσαρμόστηκαν στις κοινωνικές και πολιτικές δομές του παρελθόντος, τώρα αρνούνται να ακολουθήσουν αρχές που διαμόρφωσαν οι ίδιες και να προσαρμοστούν στα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα; Για να γίνει κατανοητό αυτό θα πρέπει να αναφερθεί μια βασική αρχή που ίσχυσε στο παρελθόν για την Εκκλησία της Ανατολής. Σύμφωνα με αυτήν «τα εκκλησιαστικά πράγματα κατά συνήθεια ακολουθούν τη μεταβολή των πολιτικών πραγμάτων». Το ίδιο απαιτείται να κάνουν και στη σύγχρονη εποχή. Το μεγάλο ζήτημα που πρέπει να τις απασχολήσει στον 21ο αιώνα είναι αφενός να αποδεχθούν τους όρους της δημοκρατίας στη σχέση τους προς το κράτος και την κοινωνία, και αφετέρου να αναζητήσουν τρόπους οι δημοκρατικές διαδικασίες και δομές να αντικαταστήσουν τις συγκεντρωτικές ιεραρχικές δομές τους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχθούν τη συμμετοχή των μελών τους στη διοίκηση, τη δημιουργία κανόνων για θεσμοθετημένο έλεγχο του έργου και της λειτουργίας τους, την ισότητα συμμετοχής ανδρών και γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας τους, τον πλουραλισμό της κοινωνίας, την ελευθερία επιλογής των πολιτών και την ύπαρξη άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, να πραγματοποιήσουν έναν ελεύθερο διάλογο με την κοινωνία, να αποδεχθούν ότι το κράτος δεν μπορεί να έχει θρησκευτικές υποχρεώσεις και ότι οι αστικές υποθέσεις των πολιτών είναι διαχωρισμένες από τις θρησκευτικές και ότι είναι αναγκαίος ο δημόσιος έλεγχος των οικονομικών τους.

Η ελευθερία της θρησκευτικής δράσης δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια της αποδοχής του άλλου, ούτε μπορεί να γίνει δεκτό ότι εκείνο που θεωρείται ως «ορθό» θρησκευτικά έχουν δικαίωμα να το επιβάλουν με τη χρήση της κρατικής εξουσίας. Η αποδοχή ή η απόρριψη των αντιλήψεών τους είναι θέμα ελευθερίας του ανθρώπου και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε υποχρέωσή του απέναντι στο κράτος. Αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να είναι σεβαστή η αρχή του διαχωρισμού της πολιτικής από τη θρησκεία και η μη εκμετάλλευση του θρησκευτικού λειτουργήματος για την προβολή και προώθηση «πολιτικών» θέσεων.

Ό,τι ισχύει για τις θρησκευτικές επιλογές των πολιτών και την ατομική και συλλογική έκφρασή τους, το ίδιο ισχύει και για την όποια πολιτιστική ετερότητα. Δεν είναι μόνο η έλευση μεταναστών, αλλά και ο πλουραλισμός που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη, ιδίως στη μεταπολεμική περίοδο, με τις ποικίλες αναζητήσεις και επιλογές των πολιτών της. Ο πολιτιστικός πλουραλισμός και τα δικαιώματα των πολιτών κατοχυρώνονται πρώτα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και κατόπιν πιο ολοκληρωμένα με τον πρόσφατο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου πολίτη. Ζητήματα, βέβαια, ανακύπτουν στην καθημερινή πράξη, που μπορεί να αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, αλλά και στις σχέσεις τους με το κράτος. Αυτά όμως απαιτούν μια συστηματική και συνεχή προσπάθεια εμπέδωσης του σεβασμού του άλλου και της διαφορετικότητας σε τοπικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ίσως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι γενικές αντιλήψεις περί ανοχής καλύπτουν τη διάσταση αυτή. Περισσότερο όμως 3

τίθενται ζητήματα από το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι οργανωμένες θρησκείες αντιδρούν, άλλοτε φανερά και άλλοτε καλυμμένα, στην ιδέα και την πρακτική της αποδοχής του άλλου. Αυτό δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί μέσα από νομικές κατοχυρώσεις, αλλά απαιτεί τη συνεργασία και το διάλογο μεταξύ τους και ιδίως την αποδοχή του γεγονότος ότι οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ανοικτές κοινωνίες. Το πλέον ουσιαστικό είναι ότι όλοι ανήκουμε σε μια ευρύτερη οικογένεια την Ευρωπαϊκή και αποδεχόμαστε κάποιες βασικές αρχές και αξίες, ενώ ταυτόχρονα είμαστε ενταγμένοι σε εθνικές συλλογικότητες. Αλλά οι τελευταίες υπερβαίνονται σε διάφορες περιπτώσεις μέσω των κοινών ενδιαφερόντων που τέμνουν οριζόντια τις τοπικές ενότητες και δημιουργούν συμπράξεις ανάμεσα σε αυτούς που είναι ανοικτοί στη συνεργασία παρά τη διαφορετικότητα και αφήνουν πίσω εκείνους που αντιμετωπίζουν με καχυποψία, ίσως και φόβο ή εχθρότητα, την κατάσταση αυτή. Το δεδομένο αυτό μπορεί να αμβλυνθεί με μια συστηματική προσπάθεια που στοχεύει στην κατανόηση της αναγκαιότητας για σύμπραξη και συνεργασία. Στην περίπτωση αυτή αναζητεί κανείς τα στοιχεία που ενώνουν και κατανοεί ότι δεν εμποδίζεται να έχει και να διατηρεί τη διαφορετικότητά του. Το σημαντικό όμως είναι ότι και η διαφορετικότητα αυτή δεν είναι στατική και αμετάβλητη. Αντίθετα, είναι μεταβαλλόμενη και πλουραλιστική, γιατί υπόκειται στις επιλογές και την ελευθερία των πολιτών.

Το όλο αυτό πλαίσιο θεωρώ ότι απηχεί βασικές διαστάσεις της ευρωπαϊκής κουλτούρας, η οποία στηρίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην ελευθερία του ανθρώπου και τη δημοκρατία, που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό μεταξύ των άλλων το διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής. Το πλαίσιο αυτό που αποδίδει το σύγχρονο πλουραλιστικό και δημοκρατικό μοντέλο παρέχει τη δυνατότητα στον καθένα να εκφραστεί και να αναπτυχθεί με τον τρόπο που επιθυμεί, αρκεί η συμπεριφορά και η δράση του αυτή να μην προσβάλει τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας που αναφέρθηκαν. Ενώ όμως το μοντέλο αυτό μπορεί να καλύψει όλους, μοντέλα που είναι φοβικά απέναντι στο διαφορετικό ή δεν μπορούν να δεχθούν την ελευθερία έκφρασης και δράσης αφενός επιτρέπουν μόνο σε εκείνους που τα υποστηρίζουν να ζήσουν, και αφετέρου δημιουργούν εμπόδια σε όλους εκείνους που αποδέχονται την ανοικτή κοινωνία και παρέχουν μια λανθασμένη εικόνα για επιμέρους σύνολα.

Διάφορα γεγονότα τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει το σοβαρό ερώτημα: υπάρχουν όρια στο σεβασμό του άλλου; Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με αντιλήψεις και ιδίως πρακτικές που περιέχουν στοιχεία επιβολής ή παραβίασης της ανθρώπινης ελευθερίας, και τα οποία υποστηρίζεται ότι έχουν θρησκευτική θεμελίωση ή οφείλονται σε τήρηση παραδόσεων. Οι πρακτικές αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις βασικές αρχές και αξίες της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Ως κριτήρια, λοιπόν, για τον προσδιορισμό των ορίων του σεβασμού του άλλου μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο σεβασμός της ανθρώπινης ελευθερίας και οι βασικές αρχές της δημοκρατίας. Η αποδοχή αυτών δεν σημαίνει αφομοίωση, αλλά ομαλή ένταξη όλων στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Τελευταία εμφανίζονται προβλήματα κοινωνικής αμφισβήτησης σε συνδυασμό με διάφορες μορφές παραβατικών δράσεων. Είναι, βέβαια, μια εύκολη εξήγηση να αποδώσει κανείς τα προβλήματα αυτά στις θρησκευτικές διαφορετικότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζεται εδώ πως αυτές δεν παίζουν 4

αρνητικό ρόλο σε διάφορες περιπτώσεις. Το σημαντικό όμως είναι ότι βαθμιαία κατανοείται πως η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη-μέλη και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι υποχρεωμένες πλέον να ασχοληθούν με ιδιαίτερη προσοχή με τα θέματα του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα θέματα αυτά δεν έχουν πάντοτε άμεση σχέση με τις πολιτιστικές ετερότητες, αλλά οφείλονται σε διάφορους άλλους κοινωνικούς παράγοντες. Αυτό σημαίνει ότι όσο υπολογίζεται η σημασία της ισχυρής και ανταγωνιστικής Ευρώπης, αλλά τόσο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κοινωνική συνοχή. Τα θέματα του κοινωνικού αποκλεισμού μπορεί να απαιτούν γενικές πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά και ιδιαίτερη κοινωνική εργασία με τις διάφορες κατηγορίες ανθρώπων, ιδίως νέων, που περνούν ή αισθάνονται ότι βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο. Η ιδιαίτερη αυτή εργασία απαιτεί και τον εντοπισμό των ιδιαίτερων αιτίων που προκαλούν το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο εντοπισμός των αιτίων μπορεί να δείξει και τις απαιτούμενες πολιτικές και δράσεις.

Τέλος, οι θρησκευτικοί φορείς είναι υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να εργαστούν προς την κατεύθυνση της κοινής συνύπαρξης, αποφεύγοντας να προκαλούν, φανερά ή καλυμμένα, τις τάσεις φοβίας απέναντι στο ανοικτό κοινωνικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κοινωνιών της και να συνηθίσουν στην ιδέα ότι πρέπει να διαλεχθούν ουσιαστικά με τη σύγχρονη κοινωνία και να σεβαστούν την ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων. 5

Πηγή: http://canonlaw.web.auth.gr/protagoras/protagoras/documents/Petrou.pdf

Αναδημοσίευση από: http://exagorefsis.blogspot.com/2009/06/blog-post_8113.html

Zoiforos.GR

Latest from Zoiforos.GR

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR