Ζωηφόρος

Θείος και ανθρώπινος έρωτας, του π. Σωτηρίου Ο. Αθανασούλια,

Θείος και ανθρώπινος έρωτας.

Ορθόδοξη αλήθεια και πεπλανημένες θεωρήσεις

του π. Σωτηρίου Ο. Αθανασούλια

Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο

«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,

τεῦχ. 72, Ἰαν. – Φεβρ. 2011

Ὁ ἔρωτας, ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» τοῦ Χριστιανισμοῦ

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἀπό τήν ἐλεύθερη διακίνηση καί ἀνταλλαγή ἀγαθῶν καί προϊόντων στήν πολυπολιτισμική καί διαπολιτισμική κοινωνία πού ζοῦμε. Ἡ ἀνταλλαγή τέτοιων στοιχείων δέν εἶναι, βέβαια, χαρακτηριστικό μόνο τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός εἰδικότερα (προχριστιανικός καί χριστιανικός) δέν ὑπῆρξε ποτέ ἕνα κλειστό σύστημα. Πάντα εἶχε τήν ἱκανότητα νά διακρίνει καί νά ἐπιλέγει θετικά στοιχεῖα ἀπό ἄλλους πολιτισμούς καί νά τά ἐντάσσει ὀργανικά στό σῶμα του, χωρίς νά ὑφίσταται οὐσιαστικές ἀλλοιώσεις. Εἶχε, ἐπίσης, τή φυσική ἱκανότητα νά διακρίνει κάθε κατώτερο ἤ ἀρνητικό στοιχεῖο καί νά τό ἀπορρίπτει. Κάτι τέτοιο δέν φαίνεται νά συμβαίνει στίς μέρες μας, ὅπου πολιτισμικά προϊόντα διακινοῦνται καί προσλαμβάνονται ἄκριτα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλοιώνεται ἡ οὐσία τόσο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅσο καί τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας. Ἕνα πρόχειρο ἀλλά ἐνδεικτικό παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου εἶναι ὁ ἁγιο-Βασίλης τῆς δυτικῆς σύγχυσης, ὁ γνωστός Santa-Claus μέ τήν κόκκινη κάπα καί τά ὁλόλευκα γένια, πού ἐπινοήθηκε, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπό μιά διαφήμιση τῆς Coca Cola, πρωτοεμφανίσθηκε δέ ὡς ἅγιος Νικόλαος καί «μετωνομάστηκε» στήν πορεία σέ ἁγιο-Βασίλη. Εἶναι τόσο ἰσχυρή ἡ παρουσία του τίς μέρες τῶν ἑορτῶν, πού ἔχουμε σχεδόν ξεχάσει τόν πραγματικό Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀσκητικό Ἱεράρχη μέ τά μαῦρα γένια.

Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τήν «ἑορτή» τοῦ «ἁγίου» Βαλεντίνου, πού ἔχει εἰσαχθεῖ τά τελευταῖα χρόνια στή χῶρα μας. Ὁ δυτικῆς προελεύσεως «ἅγιος» προβάλλεται ἀπό ἕνα κύκλωμα ἐμπόρων - κερδοσκόπων καί ἀπό τά μέσα διαμορφώσεως τῆ κοινῆς γνώμης ὡς προστάτης τοῦ ἔρωτα καί τῶν ἐρωτευμένων, μέ ἀποτέλεσμα νά κερδίζει συνεχῶς ἔδαφος μεταξύ μικρῶν καί μεγάλων, θρησκευομένων καί ἀθέων! Στή συγκεκριμένη περίπτωση δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά ἐπορευματοποίηση ἀνθρώπινων αἰσθημάτων, ἀλλά καί γιά μιά βαθύτατη σύγχυση, πού προκαλεῖται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, σχετικά μέ τό ποιός εἶναι Ἅγιος καί ποιός δέν εἶναι, ποιός πρέπει νά τιμᾶται καί ποιός ὄχι, τί εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τόν Θεό καί τί δέν εἶναι.

Ἡ «ἑορτή» τοῦ «ἁγίου» Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου) φέρνει κάθε φορά στό προσκήνιο τό θέμα τοῦ ἔρωτος καί τήν ἔναντι αὐτοῦ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία τόν «φυσικό» ἔρωτα τῶν ἀνθρώπων ἤ τόν ἀπορρίπτει; Μήπως ἀποδέχεται τόν ἁγνό καί γνήσιο ἔρωτα καί ἀπορρίπτει μόνο τίς χυδαῖες ἐκδηλώσεις του; Συμβιβάζεται ὁ ἔρωτας πρός ἀνθρώπους (πρός τό ἄλλο φῦλο) μέ τόν ἔρωτα πρός τόν Θεό; Ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα μέ τή χριστιανική ἀγάπη; Στά ἐρωτήματα αὐτά θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό τεῦχος αὐτό τοῦ ἐντύπου μας. Τό θέμα, βέβαια, εἶναι πολύ μεγάλο καί εἶναι ἀδύνατο νά ἐξαντλήσουμε ὅλες τίς πλευρές του. Θά περιορισθοῦμε, λοιπόν, ἀναγκαστικά στή σχέση τοῦ θείου μέ τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα, καί σέ ἄλλο τεῦχος θά μᾶς δοθεῖ, ὅπως πιστεύουμε, ἡ εὐκαιρία νά ἀσχοληθοῦμε πιό ἀναλυτικά μέ ἄλλες πλευρές, ὅπως τό Μυστήριο τοῦ Γάμου, οἱ προγαμιαῖες καί ἐξωγαμιαῖες σχέσεις κ.λπ.

Ἡ ἀπάντηση στά παραπάνω ἐρωτήματα εἶναι ἀναγκαία καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο. Στά πλαίσια τῆς σφοδρῆς ἐπίθεσης ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό διάφορες ἀρχαιολατρικές ὁμάδες, πού ἐπιδιώκουν τήν ἐπιστροφή στήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία, προβάλλονται οἱ ἰσχυρισμοί ὅτι ὁ Χριστιανισμός κατέστρεψε τόν κόσμο τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔρωτα, πού δῆθεν ὑπῆρχε στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἐπέβαλε τή στέρηση καί τό σκοτάδι, μετέβαλε κάθε ἀξία σέ ἀπαξία, κάθε ἀλήθεια σέ ψέμα, κάθε ἐντιμότητα σέ ἀχρειότητα, ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη κατάρα καί διαστροφή, ἐπέβαλε τή σεξουαλική καταπίεση, πού εἶναι τό φαρμακερό δηλητήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποτελεῖ θρησκεία ἀνέραστων καί σκοταδιστῶν κ.λπ. Τέτοιες ἐκφράσεις «πολιτισμένων» καί «φωτισμένων» συνανθρώπων μας καί πολύ χειρότερες συναντᾶμε συχνά στό διαδίκτυο καί σέ ἀρχαιολατρικά ἔντυπα καί περιοδικά. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τά πράγματα μέ τή σειρά.

Ἡ «ἑορτή» τοῦ «ἁγίου» Βαλεντίνου

Ἡ ἱστορική ἀλήθεια σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ «ἁγίου» Βαλεντίνου δέν εἶναι καθόλου ξεκάθαρη. Τά ἐλάχιστα ἱστορικά στοιχεῖα συμπλέκονται μέ θρύλους καί παραδόσεις προχριστιανικῆς προέλευσης. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Ἅγιος μέ τό ὄνομα Βαλεντῖνος («Οὐαλεντῖνος) τιμᾶται στίς 24 Ὀκτωβρίου. Πρόκειται γιά Μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας, πού μαρτύρησε μαζί μέ ἄλλους δύο, τούς Μᾶρκο καί Σωτήριχο. Τό μόνο στοιχεῖο πού γνωρίζουμε γι’ αὐτούς εἶναι ὅτι μαρτύρησαν «κατά γῆς συρόμενοι». Πέραν αὐτοῦ δέν γνωρίζουμε τίποτε ἀπολύτως. Ἡ σχέση τους μέ τόν «ἅγιο τῶν ἐρωτευμένων» φαίνεται ἐντελῶς ἀπίθανη. Ἄλλος Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας φέρεται μέ τό ὄνομα Βαλεντίων καί τιμᾶται στίς 24 Ἀπριλίου. Αὐτός, ὅμως, μαρτύρησε σέ μιά πόλη τῆς Βουλγαρίας καί τά λίγα στοιχεῖα πού γνωρίζουμε γιά τή ζωή του δέν συμφωνοῦν μέ τίς παράδοσεις πού κυκλοφοροῦν γιά τόν «ἅγιο τῶν ἐρωτευμένων».

Σύμφωνα μέ τήν πιό διαδεδομένη ἀπό τίς παραδόσεις αὐτές, ὁ Βαλεντῖνος εἶναι ἅγιος τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καί ὑπῆρξε Ἱερεύς στή Ρώμη τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Κλαυδίου τοῦ Β' τόν 3ο μ.Χ. αἰ. Λόγω τῶν αἱματηρῶν ἐκστρατειῶν τῆς ἐποχῆς καί τῆς ἄρνησης τῶν πολιτῶν νά μετέχουν σ’ αὐτές μέ πρόφαση τίς οἰκογενειακές τους ὑποχρεώσεις, ὁ αὐτοκράτορας ἀπαγόρευσε αὐστηρά γιά ἕνα διάστημα τούς γάμους. Τότε ὁ Βαλεντῖνος μαζί μέ ἕναν ἄλλον Ἱερέα, ὀνομαζόμενο Μάριο, τελοῦσαν κρυφά γάμους ζευγαριῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνουν ἀντιληπτοί ἀπό τίς ἀρχές καί νά θανατωθοῦν μέ φρικτά μαρτύρια. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση αὐτή, ὁ «ἅγιος» Μάριος σχεδόν ξεχάστηκε, ἐνῶ ὁ «ἅγιος» Βαλεντῖνος παρέμεινε στή μνήμη τῶν ἀνθρώπων, ὡς προστάτης τῶν ἐρωτευμένων.

Πιό πιθανή φαίνεται μιά ἄλλη ἐκδοχή, πού συνδέει τήν ἑορτή τῶν ἐρωτευμένων μέ ἀρχαῖες εἰδωλολατρικές συνήθειες. Αἰῶνες πρό Χριστοῦ οἱ Ρωμαῖοι γιόρταζαν τήν ἴδια ἐποχή (14-15 Φεβρουαρίου) μιά αἰσθησιακή ἑορτή πρός τιμήν κάποιου Λούπερκους, κυνηγοῦ λύκων, πού ὀνομαζόταν «Λουπερκάλια» (Lupercallia). Μέρος τῆς ἑορτῆς ἦταν καί τό ἔθιμο τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων μεταξύ «ἀγαπημένων», ὅπως γίνεται καί σήμερα στήν περίπτωση τοῦ «ἁγίου» Βαλεντίνου. Σύμφωνα μέ ἄλλο ἔθιμο, ἔβαζαν τά ὀνόματα νέων κοριτσιῶν σ' ἕνα κουτί, ἀπό τό ὁποῖο οἱ ἄντρες ἐπέλεγαν λαχνούς καί κατέληγαν συνήθως στήν πορνεία καί τά ὄργια μέ τήν «τυχερή» τῆς κλήρωσης. Ἡ ἑορτή, φαίνεται, συνεχίστηκε καί στή χριστιανική ἐποχή, ὅπου ἔγιναν προσπάθειες κατάργησής της. Ὅμως, αὐτό πού τελικά κατορθώθηκε, ἦταν ν' ἀλλάξει χαρακτῆρα καί ἀπό Λουπερκάλια νά μεταβληθεῖ σέ ἑορτή τοῦ «ἁγίου» Βαλεντίνου!

Πρόκειται, λοιπόν, γιά εἰδωλολατρικῆς προέλευσης ἑορτή, πού δέν ἔχει σχέση μέ τή Χριστιανική πίστη καί Παράδοση. Εἶναι μιά προσπάθεια διείσδυσης ξένων (εἰδωλολατρικῶν - αἰσθησιακῶν) στοιχείων ἐντός τοῦ Χριστιανισμοῦ. Νά γιατί τήν συμπαθοῦν ἰδιαίτερα οἱ σύγχρονοι ἀρχαιολατρες! Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί τίς δικές τους ἀπόψεις γιά τό θέμα.

Ὁ ἔρωτας στήν ἀρχαία Ἑλλάδα

Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ὁ Χριστιανισμός διέστρεψε τήν περί ἔρωτος ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων δέν εὐσταθεῖ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι στήν ἀρχαία Ἑλλάδα δέν ὑπῆρχε μία συγκεκριμένη, ἀλλά πολλές ἀντιλήψεις περί ἔρωτος. Ὁ Χριστιανισμός, ἀντίθετα, ἔχει μία συγκεκριμένη καί διαχρονική ἀντίληψη στό θέμα. Ὅπως εἶναι γνωστό, στήν ἀρχαία Ἑλλάδα συνατᾶμε ἀντιλήψεις καί πρακτικές ἀπό τίς πιό ἀκραῖες γιά τά χριστιανικά δεδομένα, ὅπως ἡ πορνεία, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ παιδεραστία, ὁ βιασμός κ.λπ., μέχρι ἀντιλήψεις παραπλήσιες μέ τή χριστιανική ἤ καί πιό «ἀσκητικές» ἀπό τή χριστιανική.

Γιά παράδειγμα, ἀπό τή μιά πλευρά οἱ πρόγονοί μας εἶχαν ἱεροποιήσει ἤ θεοποιήσει τά σαρκικά πάθη, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτά τά συναντᾶ κανείς ἀκόμη καί στόν «τέλειο» κόσμο τῶν θεῶν. Ἔτσι ὁ Δίας, ὁ μέγας θεός τῶν ἀρχαίων, μοιχεύει ἐπανειλημμένα μέ θεές (Δήμητρα, Θέμιδα, Μνημοσύνη, Λητώ, Αἴγινα, Καλλιστώ κ.ἄ.) καί θνητές (Νιόβη, Λύδα, Δανάη, Λάρισα, Νέμεση, Εὐρώπη, Λαοδάμεια, Ἰώ κ.ἄ). Ὅταν συναντᾶ ἐμπόδια, μεταμορφώνεται (συνήθως σέ ζῶο), γιά νά πετύχει τόν σκοπό του. Σέ κάποια περίπτωση, γιά νά παραπλανήσει τήν Ἥρα, μεταμόρφωσε τήν ἐρωμένη του σέ ἀρκούδα. Οἱ θεοί διδάσκουν ἐπίσης τήν παιδεραστία καί τήν ὁμοφυλοφιλία: Ὁ Ἀπόλλων ἐπιθυμεῖ τόν Ὑάκινθο καί κακοποιεῖ τόν ἀντίζηλό του ποιητή Θάμυρι. Ὁ Δίας θέλγεται ἀπό τόν ὡραῖο Γανυμήδη καί τόν ἀπαγάγει μέ δόλο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν αἱμομιξία: Ὁ Ποσειδῶνας καταδιώκει ἐρωτικά τήν ἀδελφή του Δήμητρα, πού μεταμορφώνεται σέ φοράδα γιά νά τόν ἀποφύγει. Ὁ Δίας ἐπίσης συνέρχεται μέ τήν ἀδελφή του καί γενιέται ἡ Περσεφόνη. Ἡ Ἀφροδίτη ἐμπνέει σέ μιά θνητή, τή Σμύρνα, αἱμομικτικό ἔρωτα πρός τόν πατέρα της! Τά παραδείγματα εἶναι ἐνδεικτικά καί διακαιολογοῦν ἀπόλυτα τή γνώμη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὅτι «οἱ Ἕλληνες διά τοῦτο εἰσι βδελυκτοί, ὅτι τά πάθη ἐθεοποίουν, τήν μέν ἐπιθυμίαν Ἀφροδίτην, τόν δέ θυμόν Ἄρην, τήν δέ μέθην Διόνυσον προσειπόντες» (Ζ' ὁμ. Πρός Ρωμαίους).

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἐκπρόσωποι τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ ἐκφράζουν ἀντιλήψεις σχεδόν ταυτόσημες μέ τίς χριστιανικές. Ὁ Πυθαγόρας συμβούλευε τίς μαθήτριές του «νά προσέχουν καί τοῦτο: νά ἔχουν σχέσεις μόνο μέ τούς συζύγους τους». Ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι «τό μικρό ἀγόρι πρέπει ν' ἀνατρέφεται μ' αὐτόν τόν τρόπο, ὥστε νά μήν ἀναζητᾶ στά πρῶτα του 20 ἔτη τήν συνουσία ... (Οἱ Πυθαγόρειοι) θεωροῦσαν ὅτι πρέπει νά περισταλοῦν ὅλες οἱ παρά φύση γεννητικές λειτουργίες, καθώς καί αὐτές πού γίνονται μέ ἀκόλαστο τρόπο, καί νά παραμείνουν ὅσες γίνονται μέ σωφροσύνη καί νομιμότητα, ὅσες δηλαδή στοχεύουν στήν τεκνοποιία». Ὁ Δημόκριτος ἀποδοκίμαζε τίς σαρκικές ἀπολαύσεις, διότι, ἔλεγε, καταβάλλουν τή συνείδηση διά τῆς ἡδονῆς. Ἀκόμη καί ὁ Ἐπίκουρος, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ἡδονισμοῦ, ἔλεγε ὅτι «ὁ σοφός δέ θά συνευρεθεῖ μέ γυναῖκα, μέ τήν ὁποία οἱ νόμοι ἀπαγορεύουν κάτι τέτοιο ... Οἱ Ἐπικούριοι πιστεύουν ὅτι ὁ σοφός δέ θά ἐρωτευτεῖ. Ἀκόμη, ὅτι ὁ ἔρωτας δέν εἶναι θεόπεμπτος ... Ἡ συνουσία ποτέ δέν ὠφέλησε. Καλό θά ἦταν καί νά μήν ἔβλαπτε» (ὅλες οἱ μαρτυρίες στό http://www.oodegr.com/neopaganismos/politismos/sex1.htm).

Ἔννοια καί οὐσία τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης

Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅταν ἐρευνᾶ τόν ἄνθρωπο γιά νά κατανοήσει τό βάθος καί τήν οὐσία του, δέν ξεκινᾶ ἀπό περιγραφές τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς στήν παροῦσα κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παροῦσα κατάσταση εἶναι ἡ μεταπτωτική (ἡ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀρρωστημένη κατάσταση, ἀφοῦ μέ τήν πτώση «κατηρρώστησεν τοῦ ἀνθρώπου ἡ φύσις», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Κατά συνέπειαν, κάθε ἀνθρωπολογική ἀνάλυση, πού βασίζεται στόν μέσο ὅρο τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ σύγχρονου (μεταπτωτικοῦ) ἀνθρώπου, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό περιγραφή τῆς ἀσθένειας ὡς ὑγείας, τοῦ παρά φύσιν ὡς φυσιολογικοῦ. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ αὐθεντικός ἄνθρωπος, ὁ φυσικός ἄνθρωπος εἶναι ὁ προπτωτικός, δηλ. ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πρίν παρεμβληθεῖ ἡ ἀσθένεια τῆς πτώσεως.

Οἱ παραπάνω παρατηρήσεις ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης ἀντίληψης περί ἔρωτος. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά ἱερά κείμενα ῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1,26). Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶχε κάποια δεδομένη (σχετική, βέβαια) ὁμοιότητα μέ τόν Θεό («κατ’ εἰκόνα»), ἀλλά καί τή δυνατότητα νά ὁμοιάσει ἀκόμη περισσότερο («καθ’ ὁμοίωσιν»). Αὐτή τή φυσική δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά θέλει νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεό, νά ἐπιθυμεῖ τόν Θεό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν ὀνομάζουν «θεῖο ἔρωτα». Διαπνεόμενος ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος ἀγαπᾶ πρῶτα «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του» τόν Θεό (πρβλ. Λουκ. 10,27) καί κατά δεύτερο λόγο ἀγαπᾶ ὁλόκληρη τήν δημιουργία, δηλ. τόν φυσικό κόσμο, τούς συνανθρώπους του καί, φυσικά, τά πρόσωπα τοῦ ἄλλου φύλου, μέ μιά ἰδιαίτερη, ἀλλά ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἰδιοτέλεια ἀγάπη.

Ὅμως, ἡ πτώση διέστρεψε ὅλες σχεδόν τίς φυσιολογικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι καί ὁ θεῖος ἔρωτας μετεστράφη σέ ἔρωτα καί ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἑαυτό του. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ πλέον τόν Θεό, ἀλλά τόν ἑαυτό του (διέπεται ἀπό τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως), μέσω δέ τοῦ ἑαυτοῦ του ἀγαπᾶ πράγματα πού τόν περιβάλλουν καί, διά τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης, συνδέεται μέ τά πράγματα τοῦ κόσμου μέσω ἰδιοτελῶν (ἐμπαθῶν) σχέσεων. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως καί τῆς ἁμαρτίας, ὁ μέσος ἄνθρωπος πού γνωρίζουμε, συνεχίζει νά ἀγαπᾶ, ἀλλά ἡ ἀγάπη του αὐτή δέν εἶναι ἡ γνήσια χριστιανική ἀγάπη, ἡ ὁποία κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Α' Κορ. 13,5) «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (δέν ζητᾶ ἀνταπόδοση), ἀλλά ἡ ἰδιοτελής μεταπτωτική ἀγάπη, πού «ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (ζητᾶ ἀνταπόδοση καί ἱκανοποίηση). Στήν αὐθεντική ἀγάπη παρεισφρύει τό στοιχεῖο τοῦ πάθους. «Πάθος ἐστί κίνησις ψυχῆς παρά φύσιν, ἤ ἐπί φιλίαν ἄλογον, ἤ ἐπί μῖσος ἄκριτον, ἤ τινος, ἤ διά τι τῶν αἰσθητῶν» (τό πάθος εἶναι κίνηση τῆς ψυχῆς παρά φύσιν, εἴτε πρός μιά παράλογη ἀγάπη, εἴτε πρός ἕνα ἄκριτο μίσος γιά κάποιο ἀπό τά αἰσθητά), κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητῆ. Τό πάθος εἶναι ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Τό πάθος εἶναι ἐμπόδιο μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Τό πάθος τυφλώνει τόν πνευματικό ὀφθαλμό, ὥστε ὁ ἄνθρωπος οὔτε βλέπει, οὔτε αἰσθάνεται τόν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ ἰσχυρές ἐμπαθεῖς σχέσεις μέ πρόσωπα καί πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, τόσο ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό, καί ἀντίθετα, ὅσο χαλαρώνουν οἱ ἐμπαθεῖς του σχέσεις μέ πρόσωπα καί πράγματα τοῦ κόσμου, τόσο ἰσχυροποιεῖται ἡ σχέση του μέ τόν Θεό. Νά γιατί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι, γιά νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος πραγματικά τόν Θεό, πρέπει νά «μισήσει» τόν κόσμο.

Ὅ,τι συμβαίνει στίς ἄλλες μορφές ἀγάπης, συμβαίνει καί στόν ἀνθρώπινο ἔρωτα, τήν ἀγάπη μεταξύ προσώπων τοῦ ἄλλου φύλου. Ὁ «ἁγνός» καί «ἰδανικός» ἔρωτας, ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως δέν συνδέεται μέ σαρκικές σχέσεις καί ὁ ὁποῖος ἔχει τόσο ὑμνηθεῖ ἀπό ποιητές καί καλλιτέχνες, δέν εἶναι τόσο ἰδανικός, ὅσο φαίνεται μέ τήν πρώτη ματιά. Ἀντίθετα, ἔχει ἔντονα τά στοιχεῖα τῆς ἰδιοτέλειας καί τοῦ πάθους (πάθους, μέ τήν ὀρθόδοξη, πατερική ἔννοια). Κέντρο τῆς σχέσης δέν εἶναι τό ἄλλο πρόσωπο, γιά τό ὁποῖο κάποιες φορές «θυσιάζεται» κάποιος, ἀλλά τό ἐγώ, τό ὁποῖο θέλει νά ἱκανοποιηθεῖ μέσω τοῦ ἀγαπώμενου προσώπου. Πρόκειται γιά ἀγάπη, πού ὁπωσδήποτε «ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (τήν ἀνταπόδοση καί ἱκανοποίηση). Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τόν κατά βάθος ἐμπαθῆ χαρακτῆρα αὐτῆς τῆς σχέσης, ἄς ἀναλογισθοῦμε πῶς αἰσθάνεται κάποιος ἄν τό ἀγαπώμενο ἀπ’ αὐτόν πρόσωπο ἀγαπᾶται ἐξ ἴσου καί μέ τήν ἴδια ἔνταση καί ἀπό κάποιον ἄλλο, τόν φίλο ἤ τόν «πλησίον» του, ἤ ἄν τό ἀγαπώμενο πρόσωπο μοιράζει ἐξ ἴσου τήν ἀγάπη του στόν ἀγαπῶντα καί σέ ἄλλα πρόσωπα.

Τά παραπάνω σημαίνουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀπορρίπτει τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα; Εἶναι φανερό ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις σαφῶς τόν ἀπορρίπτει. Πρόκειται γιά τίς περιπτώσεις πού διεκδικεῖ ἀπόλυτη ἀποκλειστικότητα καί ἀποβαίνει ἐμπόδιο πρός τόν θεῖο ἔρωτα, δηλ. τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὄντως, στίς περισσότερες περιπτώσεις ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας λειτουργεῖ ὡς ἀπολυτοποίηση (δηλ. θεοποίηση) τοῦ ἄλλου προσώπου καί ἀποκλείει κάθε δυνατότητα ἀνάπτυξης ἄλλου (θείου) ἔρωτα. Ἀπ’ αὐτό φαίνεται πόσο σφάλουν, ὅσοι ὑποστηρίζουν, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά ἀποτελέσει βαθμίδα γιά νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος στόν θεῖο ἔρωτα. Ἀποδεκτός γίνεται ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, ὅταν ἀποκαθαίρεται, κατά τό ἐφικτό, ἀπό τά ἐμπαθῆ καί ἰδιοτελῆ του στοιχεῖα. Τότε, χωρίς νά ἀποβάλλει τόν συναισθηματικό του χαρακτῆρα μπορεῖ νά ἀποτελέσει παράγοντα βαθύτατης γνωριμίας τῶν ἀνθρώπων, ἀνακάλυψης τῶν κοινῶν τους στοιχείων καί, κατά συνέπειαν, οἰκοδόμησης μιᾶς σωστῆς σχέσης. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπ’ ὅσους γνωρίζουν τήν μέθοδο τῆς θεραπείας τῶν παθῶν καί τῆς ἀποκατάστασης τῆς πνευματικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου.

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἀγάπη ἤ ὁ ἔρωτας δέν εἶναι κάτι ἁπλό καί ἑνιαῖο, ὅπως πιστεύουν, ὅσοι κρίνουν ἐπιφανειακά τά πράγματα ἤ ἀπορρίπτουν τίς σχετικές θέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μιά κατάσταση μέ πολλές διαβαθμίσεις. Στίς κατώτερες βαθμῖδες βρίσκεται ἡ «ἀγάπη» πού βασίζεται στό στυγνό συμφέρον: Ἡ «ἀγάπη» μεταξύ τῶν μελῶν μιᾶς ὁμάδας ληστῶν συγκροτεῖ τήν ὁμάδα ἑνωμένη, γιατί ἔτσι ὑπαγορεύει τό κοινό συμφέρον, ἡ ληστεία. Καθῆκον τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νά ἀνέρχεται ἀπό τίς κατώτερες στίς ἀνώτερες βαθμῖδες τῆς ἀγάπης. Ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ μεταβολή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης, πού ζητᾶ ἀνταπόδοση, σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» καί ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει τούς πάντες καί τά πάντα, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς, ὅπως χαρακτηριστικά τόνισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Μιά τέτοια ἀγάπη ἐπιτυγχάνεται μόνο «ἐν Χριστῷ» καί διά τοῦ Χριστοῦ (ἀφοῦ «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστιν», Α' Ἰω. 4,8) καί προϋποθέτει τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη. Νά γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν περί ἀγάπης, ἀναφέρονται ἐκτενῶς στό ζήτημα τῶν παθῶν.

Κορυφαία ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας. Ὅποιος ἀποκτήσει αὐτήν τήν ἀγάπη, μέσω τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ ὅλον τόν κόσμο καί καθίσταται αὐτό πού ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ἀποκαλεῖ «ἐλεήμων καρδία». Γράφει χαρακτηριστικά: «Καρδία ἐλεήμων ἐστι καῦσις ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζῴων καί τῶν δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα. Καί ἐκ τῆς πολλῆς καί σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης καί συνεχούσης τήν καρδίαν καί ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ καί οὐ δύναται βαστᾶσαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἤ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Διά τοῦτο ὑπέρ τῶν ἀλόγων καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχήν μετά δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς καί ἱλασθῆναι αὐτούς» (Καρδία ἐλεήμων εἶναι ἡ καρδιά πού καίγεται γιά ὁλόκληρη τήν κτίση, γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τά ὄρνια, γιά τά ζῶα, γιά τούς δαίμονες καί γιά ὅλα τά κτίσματα. Στήν ἀνάμνηση καί στή θέα τους τρέχουν ἀπό τά μάτια δάκρυα κι ἀπὸ τήν πολλή καί σφοδρή ἀγάπη, πού συνέχει τήν καρδιά, δέν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ ἤ νά ἀκούσει ἤ νά δεῖ κάποια βλάβη ἢ μικρή φθορά μέσα στήν κτίση. Γι’ αὐτό καί γιά τά ἄλογα ζῶα καί γιά τά ἑρπετά καί γιά τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθείας καί γι’ αὐτούς πού τόν βλάπτουν, κάθε στιγμή προσφέρει προσευχή μέ δάκρυα, γιά νά τούς διαφυλάξει καί νά τούς ἐλεήσει ὁ Θεός) (Ἀσκητικά, Λόγος πα').

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel