Ζωηφόρος

Ελληνική Ορθοδοξία..., του Αρχιμ. Ελπιδοφόρου Λαμπρυνιάδη,

Ελληνική Ορθοδοξία,

Οικουμενικό Πατριαρχείο

και η εν ΗΠΑ Εκκλησία

του Αρχιμ. Ελπιδοφόρου Λαμπρυνιάδη

Αρχιγραμματέως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου

του Οικουμενικού Θρόνου

Σεβασμιώτατοι,

Αἰδεσιμ. Κοσμήτωρ π. John Behr,

σεβαστοί πατέρες,

ἀδελφοί καί ἀδελφές,

Αισθάνομαι  ιδιαίτερη χαρά σήμερα να βρίσκομαι στους χώρους της Θεολογικής Σχολής του Αγ. Βλαδιμήρου, ενός φυτωρίου των θεολογικών γραμμάτων και της ιερατικής κλήσεως, το οποίο θεμελίωσε η ρωσσική πνευματικότητα και η διανόηση μεγάλων σκαπανέων του πνεύματος και λειτουργών του υψίστου, όπως οι πατέρες Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Αλέξανδρος Σμέμαν και Ιωάννης Meyendorff.

Εκφράζω τις ειλικρινείς ευχαριστίες μου στους αξίους διαδόχους των ως άνω μεγάλων θεολόγων για την πρόσκλησή τους να συμμετάσχω στο υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου Συμπόσιο αυτό και να έχω την ευκαιρία να διαβιβάσω σε όλους τις πατρικές ευχές και τις Πατριαρχικές ευλογίες της Α. Θ. Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, του Προκαθημένου της Αγίας Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

 (Λυπούμαι  για το γεγονός ότι η λόγω  τής τελευταίας συνεδρίας τής  Αγίας Ιεράς Συνόδου καθυστερημένη  άφιξή μου, δε μου επέτρεψε να παρακολουθήσω τις δύο πολύ ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις των κυρίων Timothy Clark και George Lewis Parsenios).

Το  θέμα το οποίο καλούμαι σήμερα να παρουσιάσω ενώπιον σας είναι  η «Ελληνική Ορθοδοξία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εν ΗΠΑ Εκκλησία». Ξεκινώντας από το περιεχόμενο και την ιστορική εξέλιξη του όρου «Ελληνική Ορθοδοξία» θα προσπαθήσω να διερευνήσω τη σχέση του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και, τέλος, με βάση αυτά θα ερμηνεύσω τη στάση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως επί της εκκλησιαστικής καταστάσεως στις ΗΠΑ και θα παρουσιάσω το όραμά της για το μέλλον της αμερικανικής Ορθοδοξίας.

Η Εκκλησία του Χριστού από της συστάσεως αυτής υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επί της γης και ιδίως από της αρχής της οργανώσεώς της υπό κατά τόπους Επισκόπους επηρεάσθη βαθύτατα, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, από το πολιτικό, διοικητικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χαρακτηριζομένης, ως αυτοκρατορίας, από συγκρητισμό, πολυεθνικότητα, και πολυπολιτισμικότητα, αλλά και από ενιαίο δίκαιο, ενιαία δομή διοίκησης, κοινή γλώσσα, κοινό νόμισμα κλπ. Από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός, μετά την περίοδο των διωγμών κατεγράφη ως γνωστή και ανεκτή, στην αρχή, και επίσημη, εν συνεχεία, θρησκεία της αυτοκρατορίας η ίδια η ταυτότητα της Εκκλησίας επηρεάσθη αλλά και επηρέασε την ταυτότητα του ρωμαίου πολίτη. Δεν θέλω εδώ να επεκταθώ στο πόσο η Θεία Πρόνοια είχε με αυτό τον τρόπο προετοιμάσει το πολιτικό και πολιτισμικό ιστορικό πλαίσιο για την εξάπλωση και εδραίωση της Εκκλησίας του Χριστού, ούτε στο πόσο η πολυεθνική και πολυπολιτισμική ταυτότητα της αυτοκρατορίας διευκόλυναν τον επί των ιδίων εξωτερικών στοιχείων βασιζόμενο χριστιανισμό.

Θέλω  όμως να επιστήσω τήν προσοχή σας  στην έννοια και το περιεχόμενο  του ρωμαίου πολίτη (η κατοίκου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), κυρίως από την εποχή που αυτός άρχισε να έχει ως χαρακτηριστικό της ταυτότητός του τη χριστιανική θρησκεία.

Ο ρωμαίος χριστιανός φυλετικά μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε έθνος, να έχει ως μητρική οποιαδήποτε γλώσσα και παρά ταύτα να είναι πιστός υπαγόμενος στόν ένα Επίσκοπο της πόλεως της προσωρινής η της μονίμου κατοικίας του, όπως από κοσμικής απόψεως υπήγετο στον διοικητή η ρωμαίο έπαρχο της περιοχής. Η ιδιότητά του ως πολίτη της Βασιλείας του Θεού είχε, τηρουμένων των αναλογιών, τα ίδια χαρακτηριστικά της ιδιότητάς του ως πολίτη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας η καταγωγής.

Ανάλογη ήταν και η ταυτότητα της εντός της Αυτοκρατορίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας: Βάση και κριτήριο της οργάνωσης υπήρξε εξ υπαρχής το γεωγραφικό κριτήριο, με ένα επίσκοπο για κάθε πόλη, στον οποίο υπήχθησαν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, χωρίς γλωσσική η άλλη διάκριση, κατά την αποστολική διδασκαλία: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού.» (Γαλ. 3, 28).

Επί τής ιδίας αρχής, οι Εκκλησίες  ονομάζονται σήμερα «Εκκλησία Αλεξανδρείας», «Εκκλησία Αντιοχείας», «Εκκλησία Ιεροσολύμων», «Εκκλησία Ρωσσίας» και ούτω καθ’ εξής, με γεωγραφικούς δηλαδή προσδιορισμούς. Είναι αντιπαραδοσιακό και αντικανονικό από εκκλησιαστικής απόψεως να ονομάζονται τα Πατριαρχεία ως «Ρωσσικόν», «Σερβικόν», «Ρουμανικόν», «Βουλγαρικόν» η «Γεωργιανόν», και οι Πατριάρχες: «Πατριάρχης των Ρώσσων», «των Σέρβων», «των Ρουμάνων», «των Βουλγάρων» η «των Γεωργιανών», διότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί εισάγουν όχι μόνο στη διασπορά, αλλά και στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες το εθνοφυλετικό κριτήριο και διχάζουν το ποίμνιο του επισκόπου του τόπου με βάση την εθνική καταγωγή, αφήνοντας περιθώριο για εισπήδηση εις ετέραν επαρχία και παρ’ ενορίαν πράξη. Αυτό ισχύει και σε επίπεδο τοπικής Εκκλησίας και στη διασπορά, διότι οι ιεροί κανόνες δεν μπορεί να έχουν επιλεκτική και περιπτωσιακή ισχύ, αλλά καθολική.

Η εμπειρία και η διδασκαλία αυτή τής Εκκλησίας αποτυπώθηκε και  στις αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες κωδικοποίησαν  και κατέγραψαν δεσμευτικά για όλο  τόν χριστιανισμό όχι μόνο την άπαξ παραδοθείσα πίστη και το δόγμα της, αλλά τις αρχές της διοικητικής της οργανώσεως. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, εφιστώ την προσοχή σας, δεν εδογμάτισαν εκ του μη όντος, ούτε επέβαλαν όρους εκκλησιαστικής οργανώσεως μη υπαρκτούς μέχρι τότε. Τόσο σε θέματα πίστεως όσο και σε θέματα διοικήσεως κωδικοποίησαν την αποστολική διδασκαλία, την εμπειρία της Εκκλησίας και την πατερική παράδοση. Ούτε χρειάζεται εδώ να επεκταθώ στην παρουσίαση της επαρκώς ήδη αποδειχθείσης εσφαλμένης διακρίσεως των Ιερών Κανόνων σε δογματικούς, μη δυναμένους να αναθεωρηθούν, και σε διοικητικούς, επιδεχομένους τροποποίησιν.

Επανερχόμενος στην ανάλυση τών όρων, υπενθυμίζω ότι η Εκκλησία εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτής που κατά τον 18ο αιώνα ονομάστηκε από δυτικούς ιστορικούς ως Βυζαντινή, ωνομάστηκε Ρωμαϊκή, όταν άρχισαν να εμφανίζωνται σχισματικές και αιρετικές εκκλησιαστικές δομές, οι οποίες έπρεπε να διακρίνωνται από απόψεως ορολογίας. Αυτό έγινε εντονώτερο και καθιερώθηκε στο χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής μετά το Σχίσμα του έτους 1054 και κυρίως μετά την επικράτηση της Οθωμανικής επί της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο αλλόπιστος πλέον Σουλτάνος επικύρωσε και καθιέρωσε και επισήμως τον όρο «Ρωμαϊκόν έθνος» (Rum Milleti Roman nation) προκειμένου περί όλων των χριστιανών Ορθοδόξων κατοίκων της αυτοκρατορίας που κατέλαβε. Για τον Σουλτάνο, όπως άλλωστε και για τον προκάτοχό του Αυτοκράτορα, δεν υπήρχαν διακρίσεις εθνών, αλλά διακρίσεις θρησκειών και ομολογιών. Γι  αὐτό, άλλωστε, και οι πληθυσμοί, οι οποίοι εξισλαμίζοντο δεν ονομάζοντο «Ρωμηοί μουσουλμάνοι», αλλά τούρκοι. Ο εξισλαμιζόμενος «τούρκευε», άλλαζε ταυτότητα.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή, υιοθέτησε  και σεβάστηκε τήν υφισταμένη εκκλησιαστική ορολογία, κατά τήν  οποία ο κατακτημένος ρωμαίος χριστιανός δεν διακρινόταν με βάση τη γλώσσα και την εθνική του καταγωγή, αλλά με βάση την ιδιότητά του ως μέλους της Εκκλησίας.

Έτσι, στις γλώσσες τής Ανατολής (ελληνική, τουρκική, αραβική) τα Πατριαρχεία (Οικουμενικό, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) χαρακτηρίστηκαν ως Rum Orthodox (δηλαδή Roman Orthodox) σε αντιδιαστολή με τη Rum Catholic (δηλαδή Roman Catholic) η με την Αρμενική η τη Συριακή Εκκλησίες.

Πρόβλημα  δημιουργήθηκε όταν με τήν άνοδο  του εθνικισμού (19ος αιώνας) στα Βαλκάνια ο όρος Rum μετεφράσθη ως Greek για να αποτελέσει την αιτία της ανασυγκρότησης και της αυτοτέλειας των Ορθοδόξων λαών και από εκκλησιαστικής απόψεως. Στο μεταξύ, βεβαίως, είχε ιδρυθεί το Ελληνικό Κράτος και κάθε έννοια ελληνικότητας αντιμετωπιζόταν με όρους εθνικιστικούς, δίνοντας έτσι ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο στον αρχικό όρο Rum.

Για να μην επεκταθώ περισσότερο συνοψίζω απλώς ως εξής: Η προέλευση του όρου «ελληνική Ορθοδοξία» έχει λάβει σήμερα ένα περιεχόμενο εθνικού χαρακτήρα, το οποίο διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Ο όρος «Ελληνική Ορθοδοξία» η «Rum Orthodox» αποδίδεται στην αγγλική ορθότερα ως «Roman Orthodox». Όπως ο όρος Roman Catholic δεν μεταφράζεται ως «italian catholic», έτσι και ο όρος «Rum» η «Roman» Orthodox δεν πρέπει να μεταφράζεται ως «Greek Orthodox», με τρόπο δηλαδή που να δίδει εθνικό περιεχόμενο σε μία καθαρά εκκλησιαστική ορολογία.

Η αρχική έννοια του όρου διασώζεται και στις ουνιτικές Εκκλησίας οι οποίες φέρουν δυστυχώς τον ατυχή τίτλο «Greek Catholic». Αυτοί δεν είναι ασφαλώς έλληνες, αλλ  οὐνίτες υποταγμένοι στον Πάπα και ακολουθούν τον Βυζαντινό (βλέπε ανατολικό ρωμαϊκό) ρυθμό.

Επίσης είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όλοι οι σλαβικοί λαοί κατά την προ της εμφανίσεως του εθνικισμού περίοδο δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να ονομάζονται Rum Orthodox και να υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τό  οποίο, να μη ξεχνούμε, ουδέποτε κατέβαλε προσπάθεια εξελληνισμού τους, αφού αυτό ήταν αντίθετο προς τις αρχές και την ίδια την ταυτότητά του ως Οικουμενικού. Ούτε καν την περίοδο του εκχριστιανισμού των Σλαύων επεχειρήθη ο εξελληνισμός τους: αντιθέτως ενισχύθη (ουσιαστικά εδημιουργήθη) η γλώσσα τους με την εκπόνηση ιδιαιτέρου γι  αὐτούς αλφαβήτου και με την υποστήριξη της πολιτισμικής τους ταυτότητας.

Είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία τής Ρωσσίας  από τον 18ο αιώνα και μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν είχε δυσκολία να ονομάζεται «Ελληνο-Ρωσσική»2, η ακόμη και η δική σας Εκκλησία μέχρι το 1971 ονομαζόταν «Russian Orthodox Greek Catholic Church of America»3.

Αφού, λοιπόν, φρονώ, αποδείξαμε επαρκώς  ότι ο όρος «Greek Orthodox» προκειμένου περί των Πατριαρχείων της Ανατολής δεν είναι ακριβής απόδοση της πραγματικής τους ταυτότητας, μπορούμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα τις σημερινές εξελίξεις τόσο στο χώρο της διασποράς, όσο και στα ίδια τα Πατριαρχεία.

Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος, το οποίο από απόψεως ορολογίας ταυτιζόταν με τα Πατριαρχεία της Ανατολής, αυτά διήλθαν περίοδο κρίσεως ταυτότητας.

Το  Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε Αυτοκέφαλο καθεστώς στις Εκκλησίες  Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας και Σλοβακίας (19ος – 20ος αι.) και μετά τη μικρασιατική καταστροφή έχασε σχεδόν όλο το εντός της Τουρκίας ποίμνιό του με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.

Τα  Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων  πέρασαν κρίση ταυτότητας, διότι  η ελληνικότητά τους κινδύνεψε  να ταυτισθεί με τήν τύχη του ελληνικού έθνους και την πολιτική της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επίσης και η Εκκλησία της Ρωσσίας, έχοντας μετατραπεί μετά την κατάργηση του Πατριαρχείου από τον Μέγα Πέτρο σε έναν κρατικό οργανισμό, συμβιβάσθηκε με την πανσλαβιστική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής του Ρωσικού Κράτους κατά τον 19ο αιώνα, διότι αυτή της παρείχε τη δυνατότητα, έχοντας την πλήρη κάλυψη του Κράτους, να προωθή και τα δικά της συμφέροντα. Έτσι, δια της ιδρύσεως της Αυτοκρατορικής Παλαιστινείου Εταιρείας την 28η Μαΐου 1882, δια την παροχή βοήθειας στους ρώσσους προσκυνητές, μετατράπηκε σε όργανο των τσαρικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, προωθώντας ταυτοχρόνως και τα δικά της συμφέροντα σε αυτή την ευαίσθητη περιοχή.

Το  Πατριαρχείο Αλεξανδρείας έστρεψε  τήν προσοχή του στην ιερασποτολή  προς τους λαούς τής Αφρικής. Αφού ανέπτυξε και εδραίωσε την οργανωμένη ιεραποστολή εζήτησε το έτος 2001 επισήμως με γράμματα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την παραχώρησιν της δικαιοδοσίας εφ  ὅλης της ηπείρου. Από τότε προσετέθη στον τίτλον του Πατριάρχου Αλεξανδρείας η φράση «και πάσης Αφρικής» ενώ μέχρι τότε ήταν «και πάσης γης Αιγύπτου» μόνο.

Ο εθνικισμός χτύπησε τήν πόρτα  και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, του οποίου οι παλαιστίνιοι πιστοί εδυσκολεύοντο να καταλάβουν πλέον  γιατί η Εκκλησία τους έφερε  τόν τίτλο «Rum Orthodox» (κακώς μεταφραζόμενο ως greek) ενώ οι ίδιοι ομιλούσαν αραβικά και είχαν αραβική εθνική συνείδηση. Με συνετή όμως ποιμαντική δράση και επίδειξη ευαισθησίας στις ανάγκες του παλαιστινιακού ποιμνίου, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις εκάστοτε αναφυόμενες εθνικιστικές εξάρσεις και κρίσεις.

Νομίζω  ότι ήταν απαραίτητο αυτό το περίγραμμα για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τη σημερινή κατάσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις ΗΠΑ και τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το  Οικουμενικό Πατριαρχείο δέν  είναι εθνικό με τη σημερινή έννοια του όρου. Είναι συνεχιστής τής  πατροπαράδοτης, παραδοσιακής έκφρασης του χριστιανισμού, όπως διαμορφώθηκε αυτός οργανωτικά στο ιστορικό πλαίσιο μιας μη εθνικής, μιας οικουμενικής Αυτοκρατορίας και όπως κατεγράφη και κωδικοποιήθηκε στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.

Οι  Οικουμενικές Σύνοδοι κατέγραψαν την αρχική χριστιανική και αποστολική συνείδηση περί οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου με βάση καθαρά το γεωγραφικό κριτήριο και όχι τη γλωσσική η την εθνική καταγωγή. Η δικαιοδοσία κάθε Εκκλησίας περιεγράφη επακριβώς στις αποφάσεις τους, ενώ οι συγκροτούντες αυτές άγιοι και θεοφόροι πατέρες ήσαν εν γνώσει ότι υπήρχαν περιοχές εκτός των ορίων του ρωμαϊκού κόσμου και εκτός της γνωστής τότε «οικουμένης», τις οποίες ονόμασαν με τον τεχνικό όρο «βαρβαρική». Η ποιμαντική ευθύνη γι  αὐτές τις περιοχές απεδόθη στον Οικουμενικό Πατριάρχη.

 

Οι  γεωγραφικές δικαιοδοσίες τών Εκκλησιών  και τών Πατριαρχείων που συνεστήθησαν αργότερα (ενν. μετά τις Οικ. Συνόδους) περιεγράφησαν επίσης επακριβώς από τους Πατριαρχικούς και Συνοδικούς Τόμους που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξασφαλίζοντας και εκφράζοντας την πανορθόδοξη συνείδηση και συναίνεση.

Είναι αποδεδειγμένο επαρκώς ότι  η Εκκλησία τής Ρωσσίας ανέπτυξε Ιεραποστολική δράση στην Αλάσκα από τον 18ο αιώνα, όταν η περιοχή αυτή αποτελούσε ρωσσικό έδαφος, όπως άλλωστε έπρατταν οι Εκκλησίες των αυτοκρατοριών της εποχής στις απιοκίες τους.

Το  κανονικό ερώτημα εν προκειμένω είναι: η εδαφική επέκταση ενός κράτους συνιστά αυτονοήτως επέκταση δικαιοδοσίας της Εκκλησίας του κράτους αυτού στην εν λόγω περιοχή; Η και το άλλο ερώτημα: Η ανάπτυξη ιεραποστολής σε γεωγραφικό χώρο εκτός δικαιοδοσίας συνιστά ωσαύτως αξίωση δικαιοδοσίας;

Το  κήρυγμα του λόγου του Θεού και η διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού είναι ασφαλώς επαινετέα, ενώ η αγιότητα και η θυσιαστική προσφορά των πρώτων ιεραποστόλων είναι παγκοίνως σεβαστά και αποδεκτά.

Η γεωγραφική, όμως, δικαιοδοσία της Εκκλησίας Ρωσσίας είναι σαφώς περιγεγραμμένη στον Τόμο της Αυτοκεφαλίας που παρέλαβε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το επιχείρημα ότι πρώτη αυτή ευηγγέλισε ένα τμήμα της αμερικανικής ηπείρου δεν είναι εκκλησιαστικό, ούτε και έχει κανονική βάση, αλλά εκφράζει αποικιοκρατική νοοτροπία. Μπορούμε σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε και τα παραδείγματα της ρωσσικής ιεραποστολής στην Κίνα και στην Ιαπωνία, χώρες τις οποίες η Εκκλησία της Ρωσσίας θεωρεί κανονικό της έδαφος! Η ορθή αντιμετώπιση σε ανάλογες περιπτώσεις είναι η του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το οποίον εζήτησε και έλαβε επισήμως την δικαιοδοσία επί του συνόλου της αφρικανικής ηπείρου, όπως προείπαμε.

Η περαιτέρω παρουσία της Ορθοδοξίας στις ΗΠΑ περί τα τέλη του 19ου και κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα έχει τα κοινά χαρακτηριστικά όλης της ορθοδόξου διασποράς σε όλο τον κόσμο: οι ορθόδοξοι οργανώθηκαν εκκλησιαστικά με βάση κυρίως την εθνική καταγωγή και τις Εκκλησίες της προελεύσεώς τους.

Επομένως  δέν είναι δίκαιο να λέμε ότι  με τόν τρόπο αυτό... «διεσπάσθη η ενότητα αυτή και αυθαιρέτως αντικατεστάθη από την ανήκουστη αρχή της “πολλαπλής δικαιοδοσίας”»4.

Τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία  εσεβάσθησαν τον 28ο κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των εκτός των γεωγραφικών ορίων των Ορθοδόξων Εκκλησιών περιοχών. Μόνη εξαίρεση απετέλεσε, δυστυχώς, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο μέσα στην σύγχυση που προκλήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με την ορθή απόδοση και το ακριβές περιεχόμενο του όρου «Ελληνορθόδοξον Πατριαρχείον» «Rum Orthodox Patriarchate» παρασύρθηκε από την έξαρση του αραβικού εθνικισμού και έκανε διαφορετικές εκκλησιολογικές επιλογές για να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζεται από την επικίνδυνα αυξανόμενη τότε αντιδυτική του (του γεωπολιτικού ενν. περιβάλλοντος).

Η εξέλιξη τής παρουσίας τής  Εκκλησίας Ρωσσίας στις ΗΠΑ επηρεάστηκε  βαθύτατα από τίς συνέπειες τής  Οκτωβριανής Επανάστασης του  έτους 1917 και την καθιέρωση στη Ρωσσία του αθεϊστικού καθεστώτος. Η επικοινωνία με το χειμαζόμενο Πατριαρχείο Μόσχας γινόταν όλο και πιο δύσκολη, ενώ κάθε εξάρτηση από αυτό, κατηγορούμενο για συνεργασία με το αθεϊστικό καθεστώς, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία και έντονη διστακτικότητα. Σε αυτό συνετέλεσε αργότερα και το ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, που καθιστούσε αδιανόητο το γεγονός αμερικανοί πολίτες να υπάγονται εκκλησιαστικά στη Μόσχα5.

Ήδη από το 1924, όπως γνωρίζετε, αποφασίστηκε η «προσωρινή αυτονομία» της εν ΗΠΑ παρουσίας της Εκκλησίας Ρωσσίας6. Η Μόσχα αμφισβητούσε την κανονικότητά τους7 ενώ αυτοί μνημόνευαν τον Πατριάρχη Μόσχας τυπικά ως εκκλησιαστική αρχή τους8. Δεν λησμονούμε ότι το έτος 1946 έγινε μία προσπάθεια υπαγωγής υπό τον τότε Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Α’, η οποία δεν καρποφόρησε9. Ανάλογη προσπάθεια έγινε ξανά το έτος 1966, όταν ο Μητροπολίτης Ειρηναίος απευθύνθηκε προς όλους τους Ορθοδόξους Προκαθημένους10.

Είναι γνωστές οι εξελίξεις που οδήγησαν στην απόδοση τής αντικανονικής αυτοκεφαλίας της Μετροπόλια, την οποία μόλις το 1970 το Πατριαρχείο Μόσχας μετονόμασε από «Russian Orthodox Greek Catholic Church of America» σε OCA11.

 

Πέραν του ερωτήματος αν ήταν κανονική η απόδοση «αυτοκεφαλίας» (τήν  οποία δέν είναι τυχαίο ότι  αναγνώρισαν μόνο Εκκλησίες της σοβιετικής σφαίρας επιρροής12), τίθενται τα ερωτήματα:

Η επιδίωξη της τοπικής απεξάρτησης της Μετροπόλια από την Εκκλησία Μόσχας υπαγορευόταν αποκλειστικά και μόνον από ιδεολογικούς λόγους και από εκκλησιολογικές αρχές περί τοπικότητος της Εκκλησίας η ήταν μία αναπόφευκτη επιλογή και ανάγκη της να απεκδυθεί την ενδεχομένη υποψία ότι υπάγεται και κατευθύνεται πνευματικά από μία Εκκλησία κράτους, το οποίο εθεωρείτο η κυρία απειλή κατά των ΗΠΑ13.

Σήμερα, μετά από 40 χρόνια, επαληθεύεται η άποψη του π. Ιωάννου Meyendorff ότι: «Η κριτική την οποία προκάλεσε η αυτοκεφαλία δεν οφείλεται σε κανονικούς η εκκλησιολογικούς λόγους, αλλά στο φόβο ότι η ‘φυλετιστική’ η η εθνοκεντρική δομή των υφισταμένων ‘δικαιοδοσιών’ θα αντιμετώπιζε στο εξής την σοβαρή πρόκληση μιας κανονικής και υγειούς Αμερικανικής Εκκλησίας, η οποία θα ήταν την ίδια στιγμή εντελώς ανοιχτή στη διατήρηση όλων των υφισταμένων εθνικών ηθών και εθίμων των διαφόρων ομάδων ορθοδόξων μεταναστών»;14

Εκτιμούμε την προσπάθεια της OCA να εδραιωθεί στις ΗΠΑ η έννοια και η πραγματικότητα της τοπικής Εκκλησίας. Αυτό, όπως είπαμε παραπάνω, είναι όραμα και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διερωτώμαι μόνο εάν μπορεί κανείς να διεκδικήσει τοπικότητα όταν ουσιαστικά αποτελεί μειονότητα, όταν έχει αγνοήσει όλες τις άλλες εκκλησίες.

Διαβάζοντας την Εγκύκλιο της Ιεραρχίας της OCA, δια της οποίας ανηγγέλθη επισήμως το έτος 1970 η λήψη του «αυτοκεφάλου» καθεστώτος της, υπογράμμισα ότι τότε ετέθη ένας τριπλός στόχος:

«ο στόχος της ένωσης όλων των ορθοδόξων χριστιανών της Αμερικής σε μία εκκλησία».

«ο στόχος της ελεύθερης μαρτυρίας της χριστιανικής πίστεως σε όλο τον κόσμο».

«ο στόχος της πνευματικής αυξήσεως από δυνάμεως εις δύναμιν, δια των ευχών του αγίου πατρός Γερμανού της Αλάσκας».

Και πάλι διερωτώμαι εάν σήμερα, μετά από 40 χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι επετεύχθη κάποιος από τους τρεις αυτούς στόχους. Ο πρώτος στόχος είναι σαφές ότι δεν επετεύχθη. Όσο για τους άλλους δύο στόχους, απλά διατυπώνω το διπλό ερώτημα:

α) χρειάζεται η απόδοση αυτοκεφάλου  καθεστώτος για να επιτευχθούν; Δεν είχατε τις ίδιες ακριβώς δυνατότητες και προ της λήψεως αυτού του καθεστώτος;

και, συναφώς, β) οι άλλες ορθόδοξες  εν ΗΠΑ παρουσίες, οι οποίες δέν  έχουν αυτοκέφαλο καθεστώς, υστέρησαν  σε τίποτε στούς τομείς αυτούς τής  ορθοδόξου μαρτυρίας στον κόσμο  και τής πνευματικής αυξήσεως από δυνάμεως εις δύναμιν;

Συνοψίζοντας  τήν περί τής αποδόσεως «αυτοκεφάλου» καθεστώτος ταπεινή μου γνώμη, επιτρέψτε μου να πω ότι εκ των πραγμάτων φάνηκε ότι στην Εκκλησία όσο καλές και αν είναι οι προθέσεις, η παραβίαση των ιερών κανόνων σε καμία περίπτωση δεν επιφέρουν θετικά αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα των αντικανονικοτήτων αργά η γρήγορα τα βρίσκουμε μπροστά μας, όπως έγινε προσφάτως (2009) με τις αποφάσεις της Δ’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως στο Σαμπεζύ της Γενεύης. Ενώ δηλαδή η OCA ξεκίνησε με την καθ’ όλα επαινετέα αισιοδοξία της ενοποιήσεως όλων των εν ΗΠΑ ορθοδόξων και της εδραιώσεως της συνειδήσεως της τοπικότητας αυτών, σήμερα αποτελεί εμπόδιο και πρόβλημα προς επίλυσιν, διότι δεν είναι Εκκλησία αναγνωρισμένη από όλους τους ορθοδόξους. Και αυτό διότι συμφώνως προς το άρθρο 1 του Κανονισμού Λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων, επικυρωθέντος από την Δ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη: «Πάντες οι ορθόδοξοι επίσκοποι εκάστης Περιοχής, εκ των υπό της Δ’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως καθορισθεισών, οι οποίοι ευρίσκονται εν κανονική κοινωνία μετά πασών των κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, συγκροτούν ιδίαν Επισκοπικήν Συνέλευσιν». Επί πλέον, το άρθρο 2γ των αποφάσεων της ως άνω Πανορθοδόξου Διασκέψεως, προβλέπει σε σχέση με την ορθόδοξη διασπορά ότι: «Αι επί των θεμάτων τούτων αποφάσεις θα λαμβάνωνται καθ’ ομοφωνίαν των Εκκλησιών αι οποίαι εκπροσωπούνται εις την συγκεκριμένην Συνέλευσιν».

Το Οικουμενικό  Πατριαρχείο οργάνωσε τήν εκκλησιαστική  του δικαιοδοσία στις ΗΠΑ μετά τήν μετοίκηση πιστών από τίς  περιοχές τής Θράκης, του Πόντου και Μικράς Ασίας, μετά τη μεγάλη καταστροφή που βίωσε. Το γεγονός αυτό είναι  φυσικό και έχει την ιστορική του εξήγηση. Ίδρυσε την Ελληνική Ορθόδοξο Ι. Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την ίδρυσε για τους έλληνες το γένος. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου περιλαμβάνει αλβανούς, ουκρανούς, καρπαθορώσσους και παλαιστινίους, χωρίς ποτέ κανείς από αυτούς να αισθάνεται εξελληνιζόμενος η μειούμενος από αυτό το γεγονός. Ο ίδιος ο ιδρυτής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης στον ενθρονιστήριο λόγο του ομιλεί περί της ποιμαντικής μερίμνης πάντων των ορθοδόξων χριστιανών της διασποράς, με ιδιαίτερη μνεία των πιστών των Ηνωμένων Πολιτειών15. Ο εν λόγω Πατριάρχης όχι μόνο δεν κάνει διάκριση των πιστών αναλόγως της εθνικής τους καταγωγής, αλλά παραπέμπει ευθέως στις αποφάσεις της Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1872, η οποία κατεδίκασε τον εθνοφυλετισμό. Υπενθυμίζω ότι η εν λόγω Σύνοδος εκήρυξε σχισματικούς όσους έπηξαν «ίδιον θυσιαστήριον» και συνέστησαν «ιδίαν φυλετικήν παρασυναγωγήν», με βάση δηλαδή καθαρώς φυλετικά κριτήρια, τα οποία εκρίθησαν «... ως αντικείμενα τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τοις ιεροίς κανόσι των μακαρίων πατέρων ημών»16.

Η μη δικαιοδοσιακή αυτοτέλεια τής  Αρχιεπισκοπής δέν απετέλεσε  εμπόδιο για τήν πνευματική και οργανωτική πρόοδό της. Τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς σήμερα να ιχυρισθεί ότι η Αρχιεπισκοπή μας υστερεί σε κάτι από την «αυτοκέφαλη» OCA σε οποιονδήποτε τομέα. Αντιθέτως, είδαμε να πραγματοποιούνται στο βίο της, χωρίς να παύσει να είναι άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το όραμα του αειμνήστου Καθηγητού Anton Vladimirovich Kartashoff περί αποκαταστάσεως «του sobornost (τουτέστιν της υπευθύνου συμμετοχής όλου του λαού του Θεού, κλήρου και λαού, στη ζωή της εκκλησίας) από την κορυφή έως τη βάση…»17.

Το  Οικουμενικό Πατριαρχείο πάντα  με κατανόηση αντιμετώπισε τίς ιστορικές  δυσκολίες μέσα από τίς οποίες διήλθε η OCA. Όταν αυτή είχε να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της κανονικότητας αυτής από την Εκκλησία της Ρωσσίας επί σοβιετικής εποχής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατήρησε εποικοδομητική συνεργασία και κοινωνία. Ακόμη και όταν παρά πάσαν έννοιαν κανονικής τάξεως πήρε το ούτω καλούμενο «αυτοκέφαλό» της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το είδε περισσότερο σαν μία διευθέτηση εκκρεμότητας με το Πατριαρχείο Μόσχας και δείχνοντας κατανόηση δεν διέκοψε, εφαρμόζοντας την εκκλησιαστική οικονομία, την κοινωνία μαζί της και εξακολούθησε να συλλειτουργεί με τους ιεράρχες της. Δεν θέλω σήμερα να αναπτύξω τα κατά της εξελίξεως αυτής επιχειρήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα οποία, άλλωστε είναι γνωστά και έχουν καταγραφεί.  Θεωρώ όμως καθήκον μου να υπογραμμίσω τα κοινά οράματα και τις κοινές μας αρχές, οι οποίες αδικούνται συνήθως και χάνονται μέσα στην δικαιοδοσιακή αντιπαράθεση, η οποία μονοπωλεί συνήθως τις σχέσεις μας. Υπενθυμίζω τα λόγια του αειμνήστου Μητροπολίτου Ειρηναίου, ο οποίος στο Χριστουγεννιάτικο Μήνυμά του προς τους Ορθοδόξου Πατριάρχες το έτος 1966 είπε ότι «... η ενότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μία συμφωνία μεταξύ όλων των εθνικών εκκλησιών»18, επομένως, όχι με μονομερείς ενέργειες αμφιβόλου κανονικότητας.

Το Οικουμενικό  Πατριαρχείο δέν ήρθε στην Αμερική  ως εθνική Εκκλησία, για να ιδρύσει  μία εθνική δικαιοδοσία, γιατί αυτό είναι αντίθετο και με τίς εκκλησιολογικές  του αρχές και με τήν ίδια του την ταυτότητα, αλλά και την ιστορία του. Η Αρχιεπισκοπή μας είναι «ελληνική» με την έννοια την οποία σας ανέλυσα στην αρχή του λόγου μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα καταργήσει και θα καταπιέσει την εθνική καταγωγή, τη γλώσσα και τον πολιτισμό των πιστών που συνιστούν τη δικαιοδοσία του, είτε είναι αυτοί έλληνες είτε όχι. Σε αυτό άλλωστε νομίζω ότι συμφωνούμε19.

Του λόγου όντος περί τής Ελληνορθοδόξου Αρχιεπισκοπής στην Αμερική, θέλω να αναφέρω ότι μπορεί κανείς να συναντήσει ενορίες, όπου ομιλείται  ευρέως η ελληνική και όπου οι ιερές ακολουθίες είναι κυρίως στην ελληνική η σε δύο γλώσσες: ελληνική και αγγλική. Υπάρχουν όμως και πολλές ενορίες όπου η ελληνική δεν είναι εν χρήσει και ομιλείται μόνο η αγγλική. Με άλλα λόγια, μπορεί κάποιος να αποκομίσει την εντύπωση μιας κυρίαρχης ελληνικής επιρροής στην εκκλησία, κάτι που όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Περαιτέρω θα ήθελα να επιστήσω τήν προσοχή  σας στο εξής επιχείρημα. Η  ελληνική γλώσσα είναι και αυτή θύμα τής ανόδου του εθνικισμού και έγινε στόχος ακόμη και στις ΗΠΑ με όχημα την ιδέα της απεξαρτήσεως από τις Μητέρες Εκκλησίες. Η ελληνική όμως γλώσσα δεν είναι απλά μία εθνική γλώσσα, αλλά η γλώσσα του Ευαγγελίου, των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, των μεγάλων Πατέρων της Εκκληίας και των πρωτοτύπων λειτουργικών και λατρευτικών κειμένων της Ορθοδοξίας.

Τελικά, διερωτώμαι γιατί η Αρχιεπισκοπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν μπορεί να αποτελεί έκφραση όλης της ενωμένης Ορθοδόξου παρουσίας στις ΗΠΑ, επειδή φέρει στον τίτλο της τον όρο «Ελληνική», ενώ το ίδιο αξιώνει να αποτελέσει η OCA, παρά το γεγονός ότι μέχρι το 1970 έφερε επισήμως τον τίτλο «Ρωσσική» (και «Ελληνική») και μέχρι προσφάτως διοικείτο από ιεράρχες ρωσσικής καταγωγής;20

Η υπό τήν έννοια αυτή «ελληνικότητα» δέν απετέλεσε  εμπόδιο στους πιστούς μας να είναι γνήσιοι αμερικανοί, αφοσιωμένοι πολίτες των ΗΠΑ και πρόθυμοι υπερασπιστές των συμφερόντων της.

Είναι κατανοητή και ίσως δίκαιη ως ένα  βαθμό η δυσκολία ωρισμένων  να δεχθούν τόν όρο διασπορά, ο οποίος εμπεριέχει το στοιχείο τής προσωρινότητας. Ασφαλώς για το μέγιστο μέρος των ορθοδόξων πιστών στις ΗΠΑ – αλλ’ όχι μόνο – το στοιχείο της προσωρινότητος της υπάρξεώς τους στις περιοχές αυτές αποτελεί αναχρονισμό. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε ότι όταν λέμε διασπορά δεν αναφερόμαστε μόνο στους ανθρώπους, στους διεσπαρμένους δηλαδή, αλλά κυρίως – πλέον – στον γεωγραφικό χώρο στον οποίο έχει γίνει αυτή η διασπορά. Υπό την έννοια, λοιπόν, αυτή δεν είναι ούτε υποτιμητικό ούτε αναχρονιστικό να αναφερόμαστε στην ιδιαιτερότητα ενός γεωγραφικού χώρου από εκκλησιαστικής απόψεως με ξεχωριστή ορολογία. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς, ο οποίος δεν παραδέχεται ότι η ποιμαντική μέριμνα των περιοχών εκτός των γεωγραφικών ορίων των τοπικών εκκλησιών απασχολεί σήμερα ολόκληρη την Ορθοδοξία και πρέπει τουλάχιστον να ορισθεί και να ονοματιστεί, ωστε εν συνεχεία να αναλυθεί και να αντιμετωπισθεί. Οι κάποτε διεσπαρμένοι, σήμερα είναι αυτόχθονες, ριζωμένοι χριστιανοί, οι οποίοι άνθισαν και καρποφόρησαν στον τόπο τους.

Αυτό καθ  ἑαυτὸ το αμερικανικό όνειρο, το οποίο επικαλείσθε δικαίως, δεν προϋποθέτει τη διαγραφή της ιστορικής μνήμης και του πολιτισμού των ανθρώπων που την απαρτίζουν, αλλά προωθεί τη δημιουργική σύνθεσή τους στο ανθηρό ψηφιδωτό που λέγεται ΗΠΑ. «Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυτονόητες, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι ίσοι και έχουν προικισθεί από τον Δημιουργό με αναφαίρετα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι το δικαίωμα της ζης, της ελευθερίας και της επιδίωξης της ευτυχίας», λέει η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος Jimmy Carter όμως συμπληρώνει ότι «δεν γινόμαστε ένα δοχείο αφομοίωσης, αλλά ένα όμορφο ψηφιδωτό. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικά πιστεύω, διαφορετικοί στόχοι, διαφορετικές ελπίδες, διαφορετικά όνειρα»21. Ακολουθεί στις απόψεις του αυτές τα βήματα του Αντιπροέδρου Hubert H. Humphrey: «Έχει, ευτυχώς, προ πολλού παρέλθει ο καιρός που οι άνθρωποι αρέσκονταν να θεωρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ένα είδος δοχείου αφομοίωσης, το οποίο έπαιρνε άνδρες και γυναίκες από όλα τα μέρη του κόσμου και τα μετέτρεπε σε ομοιόμορφους αμερικανούς. Είματε, νομίζω, σήμερα πολύ πιο ώριμοι και σοφοί. Καθώς καλωσορίζουμε ένα κόσμο ετεροτήτων, δοξάζουμε την Αμερική των ετεροτήτων – την όλο και πιο πλούσια Αμερική λόγω των πολλών διαφορετικών και ξεχωριστών νημάτων από τα οποία είναι υφασμένη»22.

Κατακλείοντας τήν εισήγησή μου, θεωρώ ότι  οι αντικανονικότητες, έστω και υπαγορευόμενες από ιστορική ανάγκη, δεν αποτελούν ορθές επιλογές, διότι πάντα θα ορθώνονται ενώπιόν μας στην πορεία για την πανορθόδοξη ενότητα και μαρτυρία.

Οι αποφάσεις  της Δ’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως αποτελούν ιστορική ευκαιρία για την Ορθοδοξία και στην Αμερική να υπερβεί τις ανταγωνιστικές νοοτροπίες του παρελθόντος και να δει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο διέπεται από τις ίδιες υπερθενικές αρχές τόσο της OCA όσο και των ΗΠΑ. Ο σεβασμός των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, η τήρηση της ορθοδόξου παραδόσεως και πίστεως αποτελούν τη μόνη ασφαλή οδό εν Χριστώ ενότητος και προκοπής.

Στήν  προσφώνησή του προς τους Προκαθημένους  τών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά τήν Σύναξη του Οκτωβρίου του έτους 2008 στο Φανάρι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είπε τα εξής:

«Ηλεήθημεν υπό του Κυρίου να ανήκωμεν εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, της οποίας πιστός συνεχιστής και εκφραστής εν τη Ιστορία είναι η Αγία Ορθόδοξος ημών Εκκλησία. Παρελάβομεν και διατηρούμεν την αληθινήν πίστιν, ως την παρέδωκαν εις ημάς οι άγιοι Πατέρες δια των Οικουμενικών Συνόδων της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας. Κοινωνούμεν του αυτού Σώματος και Αίματος του Κυρίου εν τη μια Θεία Ευχαριστία, και μετέχομεν των αυτών Ιερών Μυστηρίων. Τηρούμεν κατά βάσιν το αυτό λειτουργικόν τυπικόν, και διοικούμεθα υπό των αυτών Ιερών Κανόνων. Ταύτα πάντα διασφαλίζουν την ενότητα ημών, και παρέχουν θεμελιώδεις προϋποθέσεις δια την μαρτυρίαν ημών εν τω συγχρόνω κόσμω.

 

Παρά  ταύτα, οφείλομεν να ομολογήσωμεν εν ειλικρινεία ότι ενίοτε παρέχομεν  τήν εικόνα ελλιπούς ενότητος ως να μη είμεθα μία Εκκλησία, αλλά συνομοσπονδία  η ομοσπονδία Εκκλησιών… Βεβαίως, η απάντησις εις το ερώτημα τούτο, η οποία συνήθως δίδεται, είναι ότι παρά την διοικητικήν κατάτμησιν η Ορθοδοξία παραμένει ηνωμένη εν τη πίστει, τοις Μυστηρίοις κ.λ.π. Αλλ  εἶναι τούτο αρκετόν; Όταν ενώπιον των μη Ορθοδόξων εμφανιζώμεθα ενίοτε διηρημένοι εις τους θεολογικούς διαλόγους και αλλαχού η όταν αδυνατώμεν να προχωρήσωμεν εις την πραγματοποίησιν της προ πολλού αναγγελθείσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας∙ η στερώμεθα μιας ενιαίας φωνής έναντι των συγχρόνων προβλημάτων και, αντ  αὐτοῦ, συγκροτώμεν διμερείς διαλόγους επί των θεμάτων τούτων μετά των μη Ορθοδόξων∙ η όταν αδυνατώμεν να συγκροτήσωμεν ενιαίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν εν τη λεγομένη Διασπορά συμφώνως προς τας εκκλησιολογικάς και κανονικάς αρχάς της Εκκλησίας ημών∙ πως δυνάμεθα να αποφύγωμεν την εικόνα του μερισμού της Ορθοδοξίας, και δη και επί τη βάσει μη θεολογικών, κοσμικών κριτηρίων;

Έχομεν, όθεν, ανάγκην περισσοτέρας ενότητος, ώστε να εμφανιζώμεθα προς τους έξω  ουχί ως ομοσπονδία Εκκλησιών, αλλ  ὡς μία και ενιαία Εκκλησία. Ο  Θρόνος ούτος δια μέσου τών  αιώνων, και δη και μετά το Σχίσμα, ότε η Εκκλησία της Ρώμης έπαυσε να ευρίσκεται εν κοινωνία μετά των Ορθοδόξων, εκλήθη εκ της κανονικής τάξεως να διακονήση την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως πρωτόθρονος αυτής, όπερ και έπραξε διαχρονικώς συγκαλέσας σειράν όλην πανορθόδοξων Συνόδων επί κρισίμων εκκλησιαστικών θεμάτων, έτοιμος δε πάντοτε να παράσχη την βοήθειαν και συμπαράστασιν αυτού προς εμπεριστάτους Ορθοδόξους Εκκλησίας, οσάκις τούτο εζητήθη απ  αὐτοῦ. Διεμορφώθη ούτω μία κανονική τάξις, δια της οποίας ο συντονιστικός ρόλος του Πατριαρχείου τούτου εξησφάλιζε το ενιαίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, χωρίς το παράπαν να παραβλάπτηται η μειώται η αυτοτέλεια των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών δια τινος επεμβάσεως εις τα εσωτερικά αυτών. Τούτο, άλλωστε, είναι το υγιές νόημα του θεσμού της αυτοκεφαλίας, ότι, ενώ διασφαλίζει το αυτοδιοίκητον εκάστης Εκκλησίας ως προς την εσωτερικήν αυτής ζωήν και οργάνωσιν, επί θεμάτων απτομένων της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας και των προς τους εκτός αυτής σχέσεών της εκάστη αυτοκέφαλος Εκκλησία, δεν ενεργεί αυτοτελώς, αλλ  ἐν συντονισμώ μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εάν ο συντονισμός ούτος εκλείψη η ατονίση, η αυτοκεφαλία καθίσταται «αυτοκεφαλισμός», τουτέστι παράγων διαιρέσεως και ουχί ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Καλούμεθα, λοιπόν, προσφιλέστατοι εν Κυρίω αδελφοί, να συμβάλωμεν δια παντός μέσου εις την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπερβαίνοντες πάντα τοπικισμόν η εθνικοφυλετικόν πειρασμόν ώστε να ενεργώμεν ως ενιαία Εκκλησία, ως εν κανονικώς συγκεκροτημένον σώμα. Τούτο δεν είναι βεβαίως ευχερές. Δεν διαθέτομεν, ως συνέβαινε κατά την Βυζαντινήν περίοδον, πολιτειακόν παράγοντα εγγυώμενον - η ενίοτε και επιβάλλοντα - την ενότητα ημών. Ουδέ επιτρέπει η εκκλησιολογία ημών συγκεντρωτικήν εξουσίαν δυναμένην να επιβάλη άνωθεν την ενότητα. Η ενότης ημών εναπόκειται εις την συνείδησιν ημών. Η συναίσθησις της ανάγκης και του χρέους ημών όπως αποτελώμεν εν συγκεκροτημένον κανονικώς σώμα, μίαν Εκκλησίαν, είναι ικανή να διασφαλίση την ενότητα ημών, άνευ οιασδήτινος έξωθεν επεμβάσεως».

πηγή: http://www.romfea.gr/2009-12-18-11-21-40/25-2009-12-18-08-37-46/5157-Ελληνική-Ορθοδοξία2c-Οικουμενικό-Πατριαρχείο-και-η-εν-ΗΠΑ-Εκκλησία

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel