Ζωηφόρος

Η καρδιά της Κρητικής Επανάστασης χτυπά στο Αρκάδι(8-11-1866),

Η καρδιά της Κρητικής Επανάστασης

χτυπά στο Αρκάδι(8-11-1866)

Επιμέλεια κειμένου: κ. Αργυρώ Δελή, Φιλόλογος

από το περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου

«ΧΡΙΣΤΟΣ & ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος 30, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2010

***

Και μέσα στον αναβρασμό, πού ο χάρος εβρουχάτο,

βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω

φωτιά, καπνός και κτίρια, κορμιά κομματιασμένα,

άντρες και γυναικόπαιδα στ' ανέφελ' ανέβαινα.

Τρόχαλος έγιν' η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης

κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' ακρ' ως ακρ' η Κρήτη.

(Δημοτικό Τραγούδι)

Άλλη μια επέτειος και η ανάγκη να ριχτεί φως στα γεγονότα μας έκανε να ανατρέξαμε στ' αυλάκια της Ιστορίας. Εκεί πού η Κρήτη αναμετράται με το θάνατο, για να σώσει τα παιδιά της από τη σκλαβιά και να τους χαρίσει ένα μέλλον εθνικά υπερήφανο...

Η θέση των χριστιανών της Κρήτης δε βελτιώθηκε ούτε μετά την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν (σουλτανικό φιρμάνι) το 1856. Η φορολογία αντί να ελαττωθεί έγινε πιο δυσβάστακτη. Συχνές ήταν οι καταδιώξεις και οι φόνοι των χριστιανών για ασήμαντες η ανύπαρκτες αιτίες. Οι προσπάθειες του νέου, από το 1863, διοικητή Κρήτης, Ισμαήλ-πασά ήταν να αφοπλιστούν οι κάτοικοι και να διορίζονται πιστά όργανα του στις δημογεροντίες. Επιπλέον, μεροληπτούσε υπέρ των Σφακιανών, για να ενθαρρύνει έριδες μεταξύ των χριστιανών και να αποτρέψει την ενότητα εναντίον του.

Από την άλλη, η προσάρτηση των Ιονίων νήσων το 1864 στην Ελλάδα αναπτέρωσε τις ελπίδες των Κρητικών για Ένωση, και γι' αυτό αποφάσισαν ορισμένοι πρόκριτοι των δυτικών επαρχιών τη σύνταξη αναφοράς προς το σουλτάνο, με αίτημα να εφαρμοστούν τα προνόμια του φιρμανίου του 1858. Απάντηση δεν έλαβαν. Το Νοέμβρη του 1864 ενημέρωσαν την ελληνική κυβέρνηση, ότι σκόπευαν να επαναστατήσουν, αποτράπηκαν όμως. Οι πρόκριτοι απευθύνθηκαν επίσης στους προξένους των ξένων δυνάμεων στα Χανιά, και στις 15 Μάη 1865 υπέγραψαν «μυστικό υπόμνημα» ζητώντας τη συνδρομή τους για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Αυτός ήταν ο πόθος κάποιων Κρητικών, γιατί πολλοί άλλοι το θεωρούσαν ακατόρθωτο και ζητούσαν να γίνει η Κρήτη υποτελής ηγεμονία με χριστιανό ηγεμόνα, ή τουλάχιστον, να απαλλαγεί από τους δυσβάστακτους φόρους και να ανακληθεί ο Ισμαήλ-πασάς.

Ο σουλτάνος τηρεί αδιάλλακτη στάση και 4.600 Αιγύπτιοι στρατιώτες αποβιβάζονται στη Σούδα. Οι χριστιανοί οργανώνονται, πολλοί φυγαδεύουν τις οικογένειες τους μακριά από την Κρήτη, ή απομακρύνονται στα δύσβατα ορεινά μέρη. Σχηματίστηκαν πέντε ένοπλα σώματα: στην επαρχία Σελίνου με οπλαρχηγούς τον Κριάρη και Κορκίδη, στην Κίσαμο υπό το Σκαλίδη, στην Κυδωνιά υπό το Χατζημιχάλη Γιάνναρη, στον Άγιο Βασίλειο του Ρεθύμνου, στο Μυλοπόταμο από το Σκουλά και στις ανατολικές επαρχίες επίσης. Μεγάλη επιρροή ακόμα απέκτησαν δύο ιερομόναχοι, ο Παρθενίας Κελαϊδής και ο Παρθένιος Περίδης, οι όποιοι, ως εγγράμματοι, ανέλαβαν τη διπλωματική αλληλογραφία της Γενικής Συνέλευσης.

Η Ένωση κηρύχτηκε επίσημα στις 21 Αυγούστου 1866 στο χωριό Ασκύφου, ενώ από την Ελλάδα καταφθάνουν οι πρώτοι εθελοντές και πολεμοφόδια. Πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών είναι στις Βρύσες, ενώ στην Κρήτη ήρθε ο Μουσταφά-πασάς ως γενικός διοικητής, ο όποιος επιχειρεί εκστρατείες στην Κυδωνιά και στον Αποκόρωνα. Γίνονται μεγάλες καταστροφές στην ύπαιθρο, όχι μόνο σπιτιών, άλλα «διό πυρός και όξινων κατέστρεψε μέχρις εδάφους» σχολεία και εκκλησίες και τάφοι ακόμη Βεβηλώθηκαν.

Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του στον Αποκόρωνα ο Μουσταφάς προχώρησε στο Ρέθυμνο. Ήδη, λίγες μέρες προηγουμένως από το χωριό Επισκοπή είχε στείλει επιστολή στον ηγούμενο της Μονής Αρκαδίου, Γαβριήλ Μαρινάκη, απειλώντας τον ότι, αν δεν υποτασσόταν, θα βάδιζε με όλη του τη δύναμη εναντίον του Μοναστηρίου, το όποιο φιλοξενούσε μεγάλο αριθμό γυναικόπαιδων και γερόντων από τα γειτονικά μέρη, πού είχαν σπεύσει να ασφαλισθούν εκεί μετά τις πρώτες ταραχές.

Ο ΓαΒριήλ όμως, θαρραλέος και άφοβος, ήταν αποφασισμένος να αντιμετωπίσει στο Αρκάδι τον Μουσταφά. Σε αύτη την απόφαση παρέμεινε σταθερός και αμετακίνητος, παρόλο πού ο Κορωναίος, επανειλημμένα αφ' ότου έφθασε εκεί, είχε προσπαθήσει να τον πείσει να εγκαταλειφθεί η Μονή και να οργανωθεί άλλου η άμυνα, εφ' όσον, αντίθετα με ό,τι πίστευαν, δεν ήταν ιδιαίτερα οχυρή και γρήγορα θα υπέκυπτε. Ο Γαβριήλ όμως απέρριψε τη γνώμη του Κορωναίου, καθώς και την ιδέα να γκρεμισθούν ορισμένα οικήματα γύρω από το Μοναστήρι, για να μην καταληφθούν από τους Τούρκους, οι όποιοι ενδεχόμενα θα τα χρησιμοποιούσαν σαν προμαχώνες για να εκπορθήσουν ευκολώτερα το Αρκάδι. Είχε την ελπίδα, ότι σύντομα θα έφθαναν ενισχύσεις από τα γειτονικά μέρη και έτσι περιορίσθηκε να μεταβεί στο Αμάρι για να ζητήσει βοήθεια, ενώ ο Κορωναίος έσπευδε στη Μονή Πρέβελη του Αγ. Βασιλείου, για να οργανώσει σώματα πολεμιστών. Οι ενέργειες τους όμως δεν είχαν παρά πενιχρά αποτελέσματα. Λίγοι Μυλοποταμίτες μόνο έφθασαν και κατέλαβαν τους γειτονικούς λόφους γύρω από το Αρκάδι.

Έτσι στις αρχές Νοεμβρίου μέσα στο Μοναστήρι, έκτος από τα γυναικόπαιδα, δε βρίσκονταν παρά οι καλόγεροι, μερικά μέλη της επαναστατικής επιτροπής και λίγοι πολεμιστές μαζί με 40 εθελοντές, συνολικά 250 άνδρες, υπό την αρχηγία του γενναίου Πελοποννήσιου ανθυπολοχαγού Ίω. Δημακοπούλου, τον οποίο ο Κορωναίος είχε αφήσει εκπρόσωπο του, αναχωρώντας οριστικά από τη Μονή λίγες μέρες πριν, επειδή θεωρούσε Βέβαιη την εκπόρθηση της από τους Τούρκους.

Πραγματικά ο Μουσταφάς, ξεκίνησε από το Ρέθυμνο το βράδυ της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου με στρατό 15.000 ανδρών, Τουρκοαιγύπτιων, Αλβανών και ντόπιων, χωρισμένων σε τρεις φάλαγγες.

Η επίθεση άρχισε αμέσως, άλλα ως το μεσημέρι δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι κλεισμένοι στο Αρκάδι, παίρνοντας θάρρος από τον Γαβριήλ και το φρούραρχο Δημακόπουλο, αντιστέκονταν ακλόνητοι σης ορμητικές επιθέσεις των εχθρών. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται κρίσιμη από το απόγευμα, οπότε οι Τούρκοι κατέλαβαν τον ανεμόμυλο και τους σταύλους του Μοναστηρίου, όπως είχε προβλέψει ο Κορωναίος, με αποτέλεσμα να περισφιχθεί ο κλοιός των αμυνομένων. Και τότε όμως απέρριψαν τις προτάσεις του Σουλεϊμάν για παράδοση, ενώ έστελναν απεγνωσμένο μήνυμα στον Κορωναίο: «προφθάσατε μίαν ώραν ταχύτερον, διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς». Εκείνος όμως ελάχιστες ελπίδες πια τους έδινε: «Θέλομεν πράξει πάν το δυνατόν, όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, άλλα μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου πράξατε ό,τι η συνείδησίς σας υπαγορεύει». Ήταν φανερό ότι πλησίαζε το τέλος. Την ίδια εκείνη νύχτα οι Τούρκοι έστειλαν αγγελιοφόρους στο Ρέθυμνο, ζητώντας επειγόντως πυροβόλα μεγάλης ολκής για να γκρεμίσουν το τείχος.

Πολύ πριν ξημερώσει η επόμενη μέρα και αφού έφθασαν τα πυροβόλα, ανάμεσα στα οποία ήταν και η «μπουμπάρδα κουτσαχείλα» μήκους 2 - 2,50 μ., οι Τούρκοι άρχισαν επίμονο πυρ κατά της Μονής. Σύμφωνα με το Βενέρη οι Τούρκοι εκείνη τη μέρα έκαναν τρεις εφόδους. Στη δεύτερη, φαίνεται κατά το απόγευμα, γκρεμίσθηκε από το βομβαρδισμό η δυτική πύλη. Αμέσως τα άγρια στίφη με αλαλαγμούς όρμησαν προς την αυλή, ενώ από παντού οι επαναστάτες τους χτυπούσαν προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Εκεί, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, εξελίχθηκαν φοβερές σκηνές αλλοφροσύνης. Από τα γυναικόπαιδα πού γλύτωναν από τη σφαγή άλλα έτρεχαν προς τα κελλιά της ανατολικής πτέρυγας, και άλλα έσπευδαν να ασφαλισθούν στην πυριτιδαποθήκη. Σύντομα όλη η αυλή καλύφθηκε από πτώματα Τούρκων και χριστιανών, ενώ νέα στίφη πατώντας πάνω στους σκοτωμένους έμπαιναν στο Μοναστήρι.

Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε στην πυριτιδαποθήκη, πού ανατινάχθηκε από τον ηρωικό Κωνστ. Γιαμπουδάκη (ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από τον Έμμ. Σκουλα). Μαζί του χάθηκαν όσα γυναικόπαιδα βρίσκονταν εκεί και στα γειτονικά κελλιά αλλά και πολλοί Τούρκοι. Αμέσως μετά οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν τους κρυμμένους στο ηγουμενείο, ενώ άλλοι έκαψαν το ναό και λεηλάτησαν τα Ιερά κειμήλια. Όπως έγραφε ανώνυμος Άγγλος «ούτε αύτη η έξαλλος φαντασία ημπορεί να συλλαβή την φρικαλεότητα της διαδραματισθείσης σκηνής. Οι Αλβανοί και Κρήτες Μουσουλμάνοι απέκαμον φονεύοντες ...». Όταν αργότερα έφθασε ο Κορωναίος με ενισχύσεις, όλα είχαν τελειώσει. Άλλωστε καμιά πολεμική ενέργεια δεν ήταν δυνατό να αναληφθεί, γιατί με την ξαφνική βροχή πού μεταβλήθηκε σε χιονοθύελλα, τα όπλα των επαναστατών είχαν αχρηστευθεί.

Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, από τα 964 άτομα πού είχαν κλεισθεί στο Αρκάδι κατόρθωσαν να διαφύγουν μόνο 3 ή 4 και αιχμαλωτίσθηκαν 114. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Ο ηγούμενος Γαβριήλ φονεύθηκε προτού ανατιναχθεί η πυριτιδαποθήκη, ενώ ο Δημακόπουλος και λίγοι ακόμα εθελοντές πού αιχμαλωτίσθηκαν, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο με λογχισμό. Τεράστιες όμως ήταν και οι τουρκικές απώλειες. Οι νεκροί και οι τραυματίες θα πρέπει να ξεπέρασαν τους 1.500. Πολύ σωστά λοιπόν ο Σακόπουλος ονομάζει την τουρκική νίκη «καδμεία», αφού η θυσία στο Αρκάδι ήταν γεγονός «εφάμιλλον άλλων αξιομνημόνευτων επεισοδίων της εθνικής ημών Ιστορίας. Άξιον να εγείρη τον θαυμασμόν και την συμπάθειαν...».

Όπως ήταν φυσικό, τεράστιος υπήρξε ο αντίκτυπος από το μεγαλειώδες ολοκαύτωμα. Συγκίνηση κατέλαβε όλους στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και πύρινα άρθρα άρχισαν να γράφονται υπέρ των Κρητών και της επαναστάσεως. Όταν μάλιστα άρχισαν να φθάνουν στο εξωτερικό περισσότερες λεπτομέρειες από το συγκλονιστικό δράμα, μεγάλωσε η κατακραυγή εναντίον της τουρκικής βαρβαρότητας. Ενθουσιώδη κυρίως ήταν τα άρθρα του ρωσικού τύπου. Στη Γαλλία θυμήθηκαν την επανάσταση του 1821. Βαρυσήμαντο ήταν και το άρθρο της 18ης Δεκεμβρίου των «Τimes» του Λονδίνου, το όποιο, αφού συσχέτιζε το Αρκάδι με το Μεσολόγγι, έγραφε: «...δεν αμφιβάλλομεν ότι ο Κρητικός άγων θα δρέψη τους καρπούς του φρικαλέου τούτου κατορθώματος...», και πιο κάτω, «Καιπερ' διαρκώς ποθούντες την όσον το δυνατόν επί μακρότερον χρόνον αναβολήν του Ανατολικού ζητήματος, πάντες, ούχ ήττον ημείς οι εν Αγγλία, είμεθα φιλέλληνες μάλλον ή φιλότουρκοι και ουδείς ημών εύχεται να παραταθη αιωνίως η Τουρκική κυριαρχία...».

Έκτος από τα άρθρα πού δημοσιεύθηκαν στον διεθνή τύπο, μεγάλοι άνδρες, όπως ο Γαριβάλδη, ο Τομαζέο και ο Βίκτωρ Ουγκώ ύμνησαν τους Κρητικούς και τους αγώνες τους. Η φιλελληνική και φιλοκρητική όμως κίνηση δε σταμάτησε μόνο εκεί. Ξένοι εθελοντές και δημοσιογράφοι έφθασαν λίγο αργότερα στην Κρήτη για να ενισχύσουν από κοντά την επανάσταση. Ουσιαστικότερη ακόμη βοήθεια πρόσφεραν τα διάφορα κομιτάτα πού ιδρύθηκαν στην Ευρώπη και στην Αμερική, με σκοπό τη διεξαγωγή εράνων για ενίσχυση του αγώνα και περίθαλψη των γυναικόπαιδων.

Σημαντικές ήταν και οι χρηματικές συνεισφορές από τη Ρωσία, όπου διοργανώθηκαν θεατρικές παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις για την ενίσχυση του Κρητικού αγώνα. Ιδιαίτερη τέλος κίνηση εκδηλώθηκε και στην Αμερική, ιδίως στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη, χάρη στο θερμό φιλέλληνα Samuel Ηowe, πού όχι μόνο πρωτοστάτησε στην ίδρυση φιλοκρητικών κομιτάτων στην Αμερική, άλλα έφθασε και ο ίδιος στην Ελλάδα το Μάϊο του 1867 με χρήματα για την ανακούφιση των προσφύγων. Φροντίδα ιδιαίτερη του Howe, πού πήγε και στην Κρήτη, ήταν η αποστολή τροφίμων στο νησί για να μην αναγκάζονται τα γυναικόπαιδα, από έλλειψη αναγκαίων, να το εγκαταλείπουν.

Κι ο απόηχος τη θυσίας στο Αρκάδι φτάνει μέχρι σήμερα...

Βιβλιογραφία:

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ'

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel