Ζωηφόρος

Περιδεής συνείδηση: Ένδειξη αρετής ή παθολογική αυτοκατάκριση; της Βασιλικής Ματιάκη,

Περιδεής συνείδηση:

Ένδειξη αρετής ή παθολογική αυτοκατάκριση;

της Βασιλικής Ματιάκη


Θεολόγου

            Κανένα πραγματικά γεγονός ούτε αυτή ακόμη η παρακοή δεν οδήγησε τα πράγματα τόσο γρήγορα και τελικά στην έξοδο του ανθρώπου από τον Παράδεισο, όσο η αποφυγή της προσωπικής ευθύνης απέναντι στην αμαρτία. Ο Θεός έδωσε την ευκαιρία της μετανοίας στους Πρωτοπλάστους και τη δυνατότητα αναγνωρίσεως του δικού τους σφάλματος. Δεν αναγνώρισαν τα δικά τους σφάλματα αλλά καταλόγισαν την ευθύνη της διάπραξης του αμαρτήματος, ο ένας στον άλλο. Οι άνθρωποι νομίζουν πως γνωρίζουν τον εαυτό τους γι' αυτό πιστεύουν ακλόνητα πως φταίει κάποιος άλλος για τα δικά τους σφάλματα. Άραγε πόσο εύκολο είναι να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του;

Το να πορευθεί κανείς στην οδό της αυτογνωσίας προϋποθέτει μία μακρά ασκητική αγωγή και έναν ισόβιο αγώνα. “Η αυτογνωσία είναι το αποτέλεσμα μιας Ορθόδοξης ψυχοθεραπείας πού περιλαμβάνει υπακοή σε όλες τις μικρές και τις μεγαλύτερες εντολές του Θεού πού θα μπορέσουν να λειτουργήσουν σαν πνευματικοί καθρέφτες μέσα μας (1)”. Η αυτογνωσία είναι δώρο του Θεού που καλλιεργείται πάνω στην υγιή αντίδραση απέναντι στην αμαρτία και την ενοχή, προϋποθέτει την αυτοκριτική και την αυτοκατάκριση αλλά πάντοτε αποτελεί την έξοδο στο φως της εν Χριστώ ελευθερίας. Η καθήλωση στο στάδιο της αυτοκατάκρισης και της αυτοτιμωρίας χωρίς την αισιόδοξη προοπτική της ένωσης με το Θεό είναι δείγμα λανθασμένης θρησκευτικότητας με τραγικές για τον άνθρωπο συνέπειες, ο οποίος τελικά εγκλωβίζεται σε ένα φαύλο κύκλο αμαρτίας, ενοχών και τύψεων, που απειλεί πραγματικά την σωτηρία του.

Αμαρτία ενοχή, μετάνοια: η έξοδος από το αδαμικό πλέγμα

“πάσα η ποικιλία των αρετών εις ένα καταλήγει, τον της μετάνοιας όρον(2)

                        Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας ο Χριστιανός δε διακρίνεται ανάλογα με τις αρετές ή τις κακίες του, αλλά ανάλογα με τη διάθεσή του να μετανοήσει ή να παραμείνει στην αμαρτία. Η μετάνοια αποτελεί την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος της χριστιανικής ζωής, είναι η “καθολική εντολή που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να εκπληρώσει και όλες τις άλλες εντολές”(3). Ο Χριστός άλλωστε δε ζήτησε από τους ανθρώπους να γίνουν λιγότερο αμαρτωλοί αλλά να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό.

Η χριστιανική ζωή λοιπόν είναι ζωή μετάνοιας, δηλαδή συναισθήσεως της αμαρτίας και συνδέεται με το πνευματικό πένθος και τα δάκρυα. Το πένθος και τα δάκρυα δεν είναι όμως αρνητική ή απαισιόδοξη κατάσταση αλλά δημιουργική και χαροποιός.

            Η αμαρτία ωστόσο είναι ηθικό πρόβλημα το οποίο κατανοείται ως παράβαση ή αθέτηση του θελήματος του θεού. Είναι επίσης και ψυχολογικό πρόβλημα το οποίο διέρχεται από συγκεκριμένα στάδια που μπορούν να συνοψισθούν στα εξής(4):

Α) Το αίσθημα της ενοχής: η διάπραξη της αμαρτίας γεννά το αίσθημα της ενοχής το οποίο προκαλεί εσωτερική ψυχική δυσαρμονία.

Β) Το αίσθημα κατωτερότητας-αυτομείωσης: το ένοχο άτομο βιώνει την αμαρτία ως αποτυχία μιας σωστής αξιολογικής επιλογής και καθηλώνεται στην ψυχική κατάσταση της δυσαρμονίας.

Γ) Το αίσθημα της ηθικής κρίσης: σε αυτό το στάδιο που είναι και το πιο σημαντικό το άτομο προσπαθεί να διαχειριστεί το πρόβλημα και να επιλέξει τη λύση του επιχειρώντας μια "έξοδο" από την κατάσταση της μείωσης και της στασιμότητας. Η προσπάθεια μπορεί να καταλήξει: α) στην αποδοχή της ενοχής, β) στην αποδοχή της ενοχής και την ενεργοποίηση προς αποκατάσταση του προβλήματος, γ) στην απώθηση και απόρριψη της ενοχής.

Ο πιστός με την περιδεή συνείδηση μοιάζει να μην μπορεί να αποδεσμευτεί από το τελικό στάδιο που είναι και το λυτρωτικό στάδιο. Το αίσθημα της ηθικής κρίσης γίνεται ένα μόνιμο φαινόμενο γι' αυτόν που τον αλυσοδένει σε ένα ενοχικό σύμπλεγμα τύψεως και απελπισίας που πολλές φορές φαίνεται ότι προσάπτει μια δικανική και νομικίστικη αντίληψη στην έννοια “παράβαση της εντολής”.

            Η μετάνοια δεν είναι ατομική εξιλέωση ούτε μέσο για τη δικαίωση και τον ησυχασμό της ψυχολογικής συνείδησης, η αμαρτία δεν είναι ατομική ενοχή που μετριέται με μέτρα της Ηθικής και ούτε η εξομολόγηση είναι ένα είδος ψυχολογικής και ηθικιστικής συναλλαγής όπου εξασφαλίζεται η άφεση ως εγωιστική αυτάρκεια της συνείδησης του ανθρώπου. Οι παραπάνω προϋποθέσεις εκφράζουν ευσεβιστικές τάσεις πρακτικής ευσέβειας και όταν βιώνονται στην παραφθορά τους συνιστούν μια αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, που υπονομεύει την ίδια τη δομή της Εκκλησίας(5). Τον ίδιο κίνδυνο εγκυμονεί και η σχολαστική προσκόλληση στο “γράμμα του νόμου”, ο περιορισμός δηλαδή της Χάρης του Θεού σε ένα ακροθιγώς, νομικό πλαίσιο επιβεβλημένων κανόνων.

Ο Νόμος της Εκκλησίας, δουλεία ή ελευθερία;

            Οι Ιεροί κανόνες στη ζωή της Εκκλησίας, διαμορφωμένοι από οικουμενικές και τοπικές συνόδους, από τη αγιοπνευματική χάρη των πατέρων και των αγίων της, ρυθμίζουν όχι μόνο τις εξωτερικές σχέσεις που αφορούν στην διοικητική της διάρθρωση αλλά θέτουν και τα όρια της προσωπικής μετοχής ή αποκοπής του κάθε μέλους από το σώμα της(6).

            Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν(7). Οπωσδήποτε το πρόβλημα της ελευθερίας της Εκκλησίας από κάθε νόμο τέθηκε πολύ νωρίς στη ζωή της Εκκλησίας. Είναι γνωστή η παύλεια θεολογία των επιστολών σχετικά με τη σωτηρία δια πίστεως και όχι διά νόμου. Ο Χριστός είναι το τέλος του Νόμου, η κατάλυσή του, καθώς αυτός ολοκληρώθηκε ως αμαρτία και θάνατος στο Σταυρό του Χριστού. Παρομοίως, η συσσωμάτωση των πιστών με το βάπτισμα που είναι μετοχή στο θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού, είναι ελευθερία από κάθε Νόμο.

            Η Εκκλησία στην πρώτη αποστολική σύνοδο δικαίωσε την θεολογία του Παύλου. Αρνήθηκε ωστόσο την τήρηση του Νόμου, την ύπαρξη αντικειμενικών νομικών προϋποθέσεων της σωτηρίας. Οι εκκλησιαστικοί κανόνες αντίθετα αποτελούν το όριο της παρέκκλισης από το βίωμα της Εκκλησίας και διευκρινίζουν όχι το περιεχόμενο της προσωπικής αποτυχίας αλλά την περιοχή του αυθεντικού βιώματος της σωτηρίας(8). Μέχρι και τα τέλη του 7ου αι. και συγκεκριμένα ως την Πενθέκτη εν Τρούλλω οικουμενική Σύνοδο το σύνολο σχεδόν των κανόνων αναφέρονται σε ζητήματα εκκλησιαστικής ευταξίας, κύρους των χειροτονιών, κ.ά. Από την Πενθέκτη σύνοδο και μετά οι κανόνες που δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν περιπτωσιακές ανάγκες αρχίζουν να συστηματοποιούνται και να καταγράφονται σε ένα λεπτομερειακό προσδιορισμό αμαρτημάτων και των αντίστοιχων κυρώσεων(9). Η τελική κωδικοποίηση δημιουργήθηκε το 1793 από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη στο Πηδάλιον.

            Φαινομενικά, οι κανόνες προκαλούν την εντύπωση ότι κυριαρχεί κάποια μορφή νομικού καθεστώτος στη ζωή της Εκκλησίας, στην πραγματικότητα όμως ρυθμίζουν τη ζωή των Χριστιανών και συμβάλλουν στη διατήρηση της ενότητας και της αρμονίας της Εκκλησίας(10). Έτσι και τα επιτίμια έχουν θεραπευτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα και όχι ποινικό και δικαιωτικό, αποσκοπώντας στη θεραπεία από τη νόσο της αμαρτίας. Ο πιστός με την περιδεή συνείδηση φαίνεται πως παραμένει σε μια δικανική αντιμετώπιση των κανόνων της Εκκλησίας, που η τυχόν παράβασή τους συνιστά αιτία δίκαιης θείας τιμωρίας, (θεοδικίας). Η νομική αυτή ηθική απομακρύνει ουσιαστικά την εσχατολογική προοπτική και εκκοσμικεύει την Εκκλησία.

Αιρετικές δοξασίες στην σύγχρονη Εκκλησία, μύθος ή πραγματικότητα;

            Η παρερμήνευση των παραπάνω κριτηρίων αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία διαφόρων θρησκευτικών κινημάτων στο Χριστιανισμό, της Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας ιδιαιτέρως της πρώτης. Παρά-δειγμα αποτελεί το φαινόμενο του Πιετισμού ή Ευσεβισμού, ένα κίνημα που αναπτύχθηκε στο Λουθηρανισμό, το οποίο δραστηριοποιήθηκε από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και αργότερα. Απέβλεπε στο πρωτείο της πρακτικής ευσέβειας σε αντιδιαστολή προς την δογματική θεολογία στην οποία είχε αρχικά δώσει προτεραιότητα η Μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις αυτού του θρησκευτικού κινήματος, ο Θεός ανακαλύπτεται στη θρησκευτική πράξη και η γνώση του προϋποθέτει την αναγέννηση του ανθρώπου μέσα από την ηθική συνέπεια του ευαγγελικού νόμου.

            Οι συνέπειες του πιετισμού, δηλαδή η διάσταση ανάμεσα στην ηθική και το δόγμα, ο περιορισμός της ευσέβειας στο ατομικό πεδίο προσπάθειας, η ταύτιση του εκκλησιαστικού ήθους με τις συμβατικές κατηγορίες της κοινωνικής ηθικής δεν αποτελούν παρελθοντικές διαπιστώσεις και ούτε αναφέρονται αποκλειστικά στο χώρο της προτεσταντικής εκκλησίας. Ως φαινόμενο άσκησε μεγάλη επιρροή σε όλο τον Προτεσταντισμό και πυροδότησε την ίδρυση νέων θρησκευτικών κινημάτων (Μεθοδιστές, Αναβαπτιστές)(11).

            Ο Καλβίνος με τη σειρά του απομάκρυνε τελείως το Θεό από τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ο Θεός, σύμφωνα με τις θεωρίες του, πρέπει να είναι αντικείμενο φόβου και πάνω σε αυτή την αντίληψη στηρίχθηκε η προτεσταντική ηθική με τις αυστηρές ηθικές αρχές και τον εγκόσμιο ασκητισμό.

            Επιρροές σε θέματα κυρίως πρακτικοηθικού χαρακτήρα άσκησε η δυτική θεολογία στην ορθόδοξη Ανατολή, και φυσικά και στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με την ποιμαντική των φραγκολατίνων μοναχών, καπουτσίνων, ιησουιτών(12). Κατάλοιπα αυτής της επιρροής βρίσκονται ακόμη και σήμερα σε πολλούς πιστούς καθώς η πρακτική ευσέβεια μετατρέπεται σε εθιμική συνέχεια, γίνεται μέρος του πολιτισμού και παγιώνεται με την πάροδο του χρόνου.

Ορθόδοξα κριτήρια ψυχοπνευματικής υγείας: συνταγές ψυχικής ευφορίας

            Τα κριτήρια της ψυχικής υγείας κατά την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι δυνατό να αφορούν μόνο στο ψυχικό στοιχείο του ανθρώπου καθώς ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ολιστικά. Αναφέρονται στον «όλο» άνθρωπο και στη ζωή του και είναι θεία και ανθρώπινα.(13) Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο «ουδέν γαρ έστι φυσικόν κακόν»,η υγεία ταυτίζεται με το «κατά φύσιν» ενώ η ασθένεια με το «παρά φύσιν». Ποια είναι όμως τα κατά φύσιν κριτήρια;

Α) Η θεία Αποκάλυψη - Αγία Γραφή (Θεός)(14)

Καλό είναι οτιδήποτε θέλει ο Θεός, δηλαδή το θέλημα του Θεού, εφόσον Αυτός είναι ο δημιουργός και γνωρίζει τί είναι νοσηρό και τί ωφέλιμο. Άρα η ορθή πίστη είναι το αγαθό, ενώ η άγνοια του θεού είναι η αμαρτία. Η ψυχική και ηθική υγεία εξαρτάται και καθορίζεται από τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό.

Β) Η ηθική συνείδηση (άνθρωπος)(15)

Η ικανοποίηση της ηθικής συνείδησης είναι η ανάπαυση που νιώθει η ήρεμη υγιής ψυχή από την εσωτερική πληροφόρηση του επαίνου εκ μέρους του Θεού.

Γ) Η γνώμη των πολλών (Εκκλησία)(16)

Το τελευταίο κριτήριο τονίζει ότι το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, ο λαός του Θεού δηλαδή, η γνώμη του, αποτελεί ασφαλές κριτήριο ψυχοπνευματικής υγείας.

Όταν ο άνθρωπος ακολουθεί τα παραπάνω κριτήρια τότε οι πράξεις του και οι σκέψεις του χαρακτηρίζονται από παρρησία. Εκείνος που διαθέτει παρρησία αισθάνεται χαρά και βεβαιότητα προς την αλήθεια της πίστης, γενναίο και ακατηγόρητο ήθος, αίσθημα καθαρό-τητας(17). Εκείνος που διαθέτει παρρησία γνωρίζει ότι οι θλίψεις κατά Χριστόν, ο αγώνας του ανθρώπου στην επίγεια ζωή, είναι χαρά που προκύπτει από το βαθμό της πνευματικής του υγείας, είναι με ένα λόγο χαρμολύπη, όπως είναι η συμμετοχή στο θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού που οδηγεί στη θέωση.

       Τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται ή πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις, όπου υπάρχει ανάγκη ποιμαντικής προσέγγισης των πιστών, είτε ως διαγνωστικά μέσα είτε ως παιδαγωγικά νουθετήματα. Στόχος των προϋποθέσεων αυτών είναι η καλλιέργεια της παρρησίας, του αισθήματος χαράς και βεβαιότητας που χαρίζει την ψυχοπνευματική υγεία, απόρροια της εν Χριστώ ελευθερίας.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

            Ο ποιμαινόμενος με την περιδεή συνείδηση είναι ένας πιστός χριστιανός που χρειάζεται ειδική ποιμαντική αντιμετώπιση. Τα αισθήματα ενοχής, το έντονο αίσθημα αυτοκατάκρισης, η διαρκής πάλη με την αμαρτία και την ενοχή υψώνουν θεόρατα εμπόδια στην πνευματική του πορεία. Η περιδεής συνείδηση είναι αρρωστημένη και αποτελεί πηγή λανθασμένης θρησκευτικότητας.

            Τα αίτια της εμφάνισης της περιδεούς συνείδησης είναι ως επί το πλείστον θρησκευτικά (μερικές φορές και ψυχολογικά: Διαταραχές του συναισθήματος, Ψυχαναγκασμοί, κ.ά.) όπως οι ευσεβιστικές τάσεις που χαρακτηρίζουν τους θρησκόληπτους και τυπολάτρες πιστούς. Πολλές φορές οι ίδιοι γίνονται όργανα χειραγώγησης, συσπείρωσης και πόλωσης στα χέρια φιλόδοξων αιρετικών θρησκευτικών κινημάτων, (Μάρτυρες του Ιεχωβά Πεντηκοστιανοί, κ.ά.) ομολογιών (Προτεσταντισμός) ή σχισματικών Εκκλησιών εξυπηρετώντας την εγκαθίδρυση κραταιής εσωτερικής συνοχής που εκφράζεται συχνά με μορφές θρησκευτικού φανατισμού.

Άλλοτε η στάση τους είναι αποτέλεσμα μίμησης ισχυρών προτύπων ζωής και σκέψης όπως είναι τα γονεϊκά πρότυπα και οι ποιμένες ή οι δάσκαλοι. Ένα παιδί μεγαλώνοντας σε ένα στενό οικογενειακό περιβάλλον ή σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και θρησκευτικό, όπου κυριαρχούν περιδεείς τάσεις, είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη η συνέχιση της ίδιας θρησκευτικής στάσης. Η σχολαστική τήρηση των κανόνων, επίσης, δηλώνει ελλιπής γνώση των δογματικών αληθειών της Εκκλησίας ή λανθασμένη ερμηνεία τους και γι΄ αυτό το λόγο χρειάζεται επισταμένη πνευματική καθοδήγηση στις θρησκευτικές αλήθειες.

Η ποιμαντική προσέγγιση του πιστού με την περιδεή συνείδηση όπως και κάθε πιστού είναι μια προσωποκεντρική προσέγγιση. Δεν περιορίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και εξωτερικούς τύπους, αλλά συμμερίζεται τον προσωπικό πόνο, την αγωνία, τις προσδοκίες του πιστού. Η ποιμαντική αυτή εκφράζεται με σεβασμό στην ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου. Η ορθόδοξη πνευματική ζωή δεν είναι ιδεολογία αλλά αλήθεια και ζωή που σέβεται την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου, τις καταβολές του, τις κλίσεις του. Από την άλλη πλευρά η ελευθερία δεν είναι ασυδοσία, αλλά πρόσκληση για ολοκληρωτική απαλλαγή από την πηγή της αμαρτίας που είναι ο εγωισμός. Η Εκκλησία στο πνευματικό της έργο δεν απορρίπτει ούτε αποκλείει κανέναν από τη σωτηριολογική της προοπτική. Ο Χριστός δεν κάλεσε τους ανθρώπους να γίνουν λιγότερο αμαρτωλοί ή ενάρετοι, αλλά να μετανοήσουν και να δεχθούν τη Χάρη που τους προσφέρει. Oι κόποι της μετάνοιας, ο φόβος του θανάτου και η απειλή της κολάσεως είναι θεραπευτικά μέσα με τα οποία επιδιώκεται η πνευματική υγεία. Η νόσος της αμαρτίας χρειάζεται διάκριση εκ μέρους του πνευματικού πατέρα για να αντιμετωπιστεί, αλλιώς μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο είτε στην απόγνωση είτε στην ελευθεριότητα. Η αρετή της διάκρισης είναι “μείζων πασών των αρετών”.

Υποσημειώσεις:

  1. 1.Βλ. Άρθρο Αρχ. Παναούση Εφραίμ, στο περιοδικό Ι. Μ. Σάμου «Μεταμόρφωσις», τόμος, 166, Φεβρ. 2010, με τίτλο Αυτομεμψία: Μια σπάνια και σημαντική αρετή.
  2. 2.Μάρκου Ερημίτου, Περί μετανοίας 1, PG 65, 965
  3. 3.Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, τομ. Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 126-127.
  4. 4.Βλ. Ι. Κορναράκη, Ποιμαντική, εκδ. Ωμέγα, Θεσσαλονίκη 1970, σ.70-72.

   5.   Βλ. Χ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, εκδ. Αθήνα, Αθήνα 1970, σ. 108-115.

   6.   Βλ. Χ. Γιανναρά , Η ελευθερία του ήθους, ό.π., σ. 129.

   7.   Ιωάν. 19,7.

8. Βλ. Χ. Γιανναρά, Η ελευθερία…, ό.π., σ.133-134.

9.   Ό.π., σ. 135.

10.   Βλ. π. Β. Καλλιακμάνη, Από το φόβο στην αγάπη, ό.π., σ. 125.      

11. Βλ. λήμμα από http://el.wikipedia.org

12.   Βλ. π. Β. Καλλιακμάνη, ό.π., σ. 35.

13.   Εις Εφ. 5, 4 PG 62, 41.

14. Εις Β΄Τιμ. 8, 4 PG 62, 647.

15.   Εις Ψαλμ. 111, 4, PG 55, 296.

16. Εις Ματθ. 68, 673, PG 58, 643.

17.   Εις Β΄Κορ. 2, 6, PG 61, 401.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel