Ζωηφόρος

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και το Εκπαιδευτικό ιδεώδες, του Μιχαήλ Τρίτου,

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός

και το Εκπαιδευτικό ιδεώδες

του Μιχαήλ Τρίτου

Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής

του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Από το βιβλίο του

«Ο Κοσμάς ο Αιτωλός Ο Φωτιστής του Γένους – Ο Προφήτης»,

Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας 2009

***

Ο ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ

α. Η κατάσταση της ελληνικής Παιδείας από την άλωση της ΚΠόλεως μέχρι την εποχή του αγίου Κοσμά.

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους (1453) αποτελεί την κρισιμότερη περίοδο της ιστορίας του Ελληνισμού τόσο για τη βιολογική του υπόσταση όσο και για την πνευματική του συνοχή1. Ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας (15ος-16ος αι.), η πτώση της παιδείας έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ορθώς γίνεται λόγος για «ρήγμα στην πολιτιστική παράδοση του Γένους»2.

Οι λόγοι πού προκάλεσαν το θλιβερό αυτό για τον Ελληνισμό φαινόμενο ήταν τρεις: Η φυγή των λογίων στη Δύση, η δημογραφική αναστάτωση και η έσχατη ένδεια του πληθυσμού, κυρίως όμως ο μαρασμός της αστικής τάξεως3.

Την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει σ' αυτή την περίοδο η παιδεία του Ελληνισμού διατυπώνει επιγραμματικά ο πρώτος μετά την άλωση Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος: «...ούτω της των λόγων τέχνης αμελουμένης μη μόνον σοφίας κινδυνεύομεν στερηθήναι και μαθημάτων, αλλά και την φωνήν ημών αγνοήσαι»4. Γιατί, όπως συνεχίζει ο ίδιος, αυτοί πού έμειναν, και με την αμάθειά τους και με την αδιαφορία τους συνετέλεσαν στο να μη εκδηλώνονται ανώτερες πνευματικές ενασχολήσεις.

Γενικά, μπορούμε να πούμε πώς κατά τον πρώτο αιώνα μετά την άλωση λείπει η οργανωμένη σχολική παιδεία, στον τουρκοκρατούμενο χώρο5, οι δε προσπάθειες είναι ασυντόνιστες και αποβλέπουν κυρίως στο να καλύψουν άμεσες ανάγκες, αφού στο μεγαλύτερο ποσοστό τους προσφέρουν εντελώς στοιχειώδεις γνώσεις.

Η πρώτη μετά την άλωση περίοδος (1480-1530) υπήρξε ακόμη πιο ζοφερή, αφού κατ' αυτήν λείπουν εντελώς τα σχολεία στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές χώρες. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να αποδοθεί στην απουσία ικανών λογίων να ασκήσουν το έργο του δασκάλου και γενικά στην επιδείνωση των δυσμενών συνθηκών6.

Μια κάποια πνευματική κίνηση αρχίζει να εμφανίζεται μετά το 1540, χάρη στην παρουσία τριών αξιόλογων λογίων, του Παχωμίου Ρουσάνου, του Ερμοδώρου Ληστάρχου και του Θεοφάνους Ελεαβούλκου. Την ίδια εποχή λειτουργούν, έστω και σε υποτυπώδη μορφή, σχολεία στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτμο, Γιάννινα και Κύπρο. Στις λοιπές ελληνικές επαρχίες έχουμε μικρά ενοριακά σχολεία, οπού διδάσκονται τα λεγόμενα κολυβογράμματα, δηλ. η ανάγνωση και η γραφή, από την οκτώηχο, το ψαλτήρι και τα άλλα λειτουργικά βιβλία. Η στέγαση τους γινόταν στους νάρθηκες των εκκλησιών ή σε κάποιο κελλί7. Όσον άφορα τώρα τον όρο «κρυφό σχολειό», αυτό, όπως παρατηρεί ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, «ως προς τη διαθρυλούμενη μορφή του, έχει οπωσδήποτε υπόσταση, με την έννοια, ότι την οργανωμένη παιδεία, αδυνατή για την εποχή αύτη, αναπλήρωνε η ανεπίσημη και ταπεινή φροντίδα της Εκκλησίας στους νάρθηκες των ναών και στις μονές»8.

Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται κυρίως από τα μέσα του 17ου και τις αρχές του 18ου αι., με τον πολλαπλασιασμό των σχολείων. Σ' αυτό συνέβαλαν: η κατάργηση του παιδομαζώματος, η σύσταση κοινοτήτων, η ανάπτυξη του εμπορίου και η γενικότερη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών του λάου, η ευρεία διάδοση των εκτυπουμένων στη Βενετία, τη Βιέννη και άλλου ελληνικών βιβλίων, η επαφή με τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και άλλοι παράγοντες. Με διάφορα ονόματα (Ακαδημία, Μουσείο, Ελληνομουσείο, σχολείο, σχολή) κάλυψαν τον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τις άλλες περιοχές οπού άκμαζε το ελληνικό στοιχείο9.

Αυτός ο εκπαιδευτικός οργασμός, πού σημειώθηκε κατά τον 18ο αι., συνεχίστηκε εντονότερος και κατά τις δύο δεκαετίες του ιθ' αι., όταν άρχισε η ελληνική επανάσταση. Τότε, σε μυριάδες αριθμούνται οι εγγράμματοι και σε εκατοντάδες οι λόγιοι και οι συγγραφείς10.

Στα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού η παιδεία δεν βρισκόταν στην άθλια κατάσταση των δύο πρώτων μετά την άλωση αιώνων, αφού σας πόλεις λειτουργούσαν αρκετά Ελληνοσχολεία. Όμως στην ύπαιθρο η κατάσταση ήταν διαφορετική. Ιδιαίτερα οι απομονωμένες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας είχαν πολλά και σοβαρά προβλήματα. Οι εξισλαμισμοί, οι ληστείες, οι βαριές και άγριες φορολογίες είχαν επιφέρει μια συνεχή αιμορραγία σε έμψυχες και υλικές δυνάμεις.

Η απαιδευσία και η ηθική εξαθλίωση συντηρούσαν ένα πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο στο λαό11. Εκεί το Γένος «ήτο βυθισμένον εις απόλυτον αγραμματείαν»12. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός σε μια φράση της Γ' Διδαχής του περιγράφει παραστατικά την τραγικότητα της καταστάσεως: «Δεν βλέπετε, έλεγε, πώς αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία»13; Γι' αυτό ο Κοσμάς ο Αιτωλός, βλέποντας ότι η έλλειψη οργανωμένης παιδείας είχε συντελέσει στη γενικότερη κατάπτωση του πολιτιστικού και ηθικού επιπέδου, δίνει προτεραιότητα στο θέμα της παιδείας. Στη μάθηση και την πρόοδο στήριζε το λυτρωμό του Γένους. Πριν από το Ρήγα, τον Κοραή και τον Καποδίστρια πρώτος ο Κοσμάς είδε αυτή την ανάγκη14. Από το σύνολο των επιστολών του μονάχα τρεις δεν είναι αφιερωμένες στην παιδεία. Όλες οι άλλες ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την ίδρυση και λειτουργία των σχολείων και την εδραίωση της ελληνικής γλώσσας. Η προσφορά του Κοσμά στον τομέα αυτό υπήρξε ηρωική και γιγάντια. Κανένας ποτέ δεν μπόρεσε, έστω και κατέχοντας εξουσία, να ιδρύσει τόσα σχολεία, όσα αυτός, με τόσο ανύπαρκτα μάλιστα μέσα15. Με το τείχος των σχολείων αυτών σταμάτησε σε μια πολύ κρίσιμη εποχή τον εξισλαμισμό του Γένους και το κύμα του αφελληνισμού του.

Ο ίδιος, πριν ξεκινήσει για τον επανευαγγελισμό του Γένους, με πολύ ζήλο και πάθος αγωνίστηκε για την προσωπική του μόρφωση. Σε δυο σημεία των Διδαχών του μιλάει για την παιδεία του:

«Εγώ, χριστιανοί μου, έφθειρα την ζωήν μου εις την σπουδήν σαράντα-πενήντα χρόνους, εγώ εδιάβασα και περί ιερέων και περί ασεβών και περί άθεων και περί αιρετικών, τα βάθη της σοφίας ερεύνησα»]6.

Αλλού πάλι γράφει:

«Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα όπου μου εχάρισεν ο Κύριος μου, με αξίωσε και εμένα τον αμαρτωλόν και έμαθα πεντέξι γράμματα ελληνικά, έγινα και καλόγερος»11.

Πρωτοποριακό πράγματι γίνεται το σύνθημα του πατρο-Κοσμά για δωρεάν παιδεία σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Το αγαθό της παιδείας προβάλλεται καθολικά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από χρήματα, πού συγκεντρώνονται είτε από εράνους, είτε από τα βακούφια, είτε από τα έσοδα των εκκλησιαστικών κτημάτων. Όπου πήγαινε ρωτούσε:

«Καλά, παιδιά μου, μου εχαρίσετε τα παιδιά σας, αμή να ιδούμεν, έχετε και σχολείον όπου να διαβάζουν, να μανθάνουν γράμματα τα παιδιά μας; —Δεν έχομε, άγιε του Θεού. —Τέτοια παιδιά αγράμματα μου εχαρίσετε; Τί τα θέλω; Χάρισμα σας. Παιδιά ωσάν τα γουρουνόπουλα να έχω δεν το καταδέχομαι, διατί είμαι υπερήφανος. Χάρισμα σας. Ωσάν θέλετε χαρίσετε μου και ένα σχολείον εδώ εις την χωράν σας να μανθάνουν τα παιδιά μας γράμματα, να ήξεύρουν που περιπατούνε και τότε νάν τα εύχωμαι να ζήσουν, να προκόψουν»18.

Σε άλλο πάλι σημείο των Διδαχών του έλεγε:

«Αμή δεν είναι καλά να βάλετε όλοι, σας να κάμετε ένα ρεφενέ, να βάλετε και επιτρόπους νάν το κυβερνούν το σχολείον, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδία και πλούσια και πτωχά χωρίς να πληρώνουν»;19.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια επιστολή του αγίου Κοσμά προς τους κατοίκους της Σενίτσας, κώμης του Δελβίνου, με την οποία προτρέπει τους κατοίκους της να ιδρύσουν σχολείο, όπου να σπουδάζουν τα παιδιά δωρεάν. Λόγω της σπουδαιότητας, πού παρουσιάζει, την παραθέτουμε ολόκληρη. Έχει δε ως έξης:

«Ευγενέστατοι και αγαπητοί αδελφοί οι κατοικούντες την χωράν Σενίτσαν, σας ασπάζομαι, και παρακαλώ τον άγιον Θεόν δια την ψυχικήν και σωματικήν σας υγείαν. Εγώ ως δούλος ανάξιος, αδελφοί μου Χριστιανοί, του Θεού ημών, περιερχόμενος και διδάσκων το κατά δύναμιν τους χριστιανούς με άδειαν των αρχιερέων, ήλθα και εδώ εις την χωράν σας και βλέπων ότι δεν έχετε σχολεϊον να διαβάζωσι τα παιδιά σας χωρίς πληρωμήν, επαρακίνησα τους χριστιανούς και έδωσα το κατά δύναμιν και προαίρεσιν δια το σχολείον σας' πρέπει δε και η ευγένεια σας πάντες να βοηθήτε πάντοτε το σχολείον σας εξ ιδίων πόνων ή κοινώς από την χωράν ή από τα βακούφια, δια να λάβητε και παρά θεού τον μισθόν σας και τιμήν παρά των ανθρώπων. Είμαι δε και εγώ χρεώστης να παρακαλώ τον Κύριον τον ευλογούντα την χωράν σας και το σχολείον σας και τα παιδιά σας και να σας αξίωση να ζήσητε και εδώ καλά και θεάρεστα και να σας βάλη εις τον παράδεισον να ευφραίνησθε να δοξάζητε την Παναγίαν Τριάδα. Αμήν. Έβαλα δε και επίτροπον με την γνώμην πάντων τον κυρ Λέκκαν τον Κύρκου και επιστάτας και βοηθούς αυτού όλην την χωράν, μάλιστα δε τον παπά κυρ Νίκαν και τον κυρ Γκύνον Δήμου και τον κυρ Σπύρον Ντένε και τον κυρ Σπύρον Αθανασίου να κυβερνώσι το σχολείον καθώς ο Κύριος του φωτός τους φωτίσει.

Ταύτα και υγιαίνετε εν Κυρίω.

αψοθ' Ιουλίου 28

Κοσμάς ιερομόναχος ευχέτης σας»20.

Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του αγίου, Σάπφειρος Χριστοδουλίδης, «Εκατάστησε Σχολεία πανταχού δια μέσου της διδασκαλίας του, τόσον ελληνικά, όσον και εις τα χωρία, δια να πηγαίνουν τα παιδία εις αυτά, και να μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα, και εκ τούτων να στερεώνονται μεν εις την πίστιν και την ευσέβειαν, να οδηγώνται δε εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν»21.

Ο αριθμός των σχολείων, πού ίδρυσε ο Κοσμάς, είναι πράγματι εκπληκτικός. Τον απολογισμό του έργου του στον τομέα της ιδρύσεως σχολείων μας τον δίνει ο ίδιος σε γράμμα του προς τον αδελφό του Χρύσανθο, γραμμένο λίγο πριν από το μαρτυρικό του τέλος, όπου σημειώνει μεταξύ άλλων: «...έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθαν, δέκα, σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον μου βεβαιούντος δια των επακολουθησάντων σημείων»22.

β. Οι αντιλήψεις του Κοσμά του Αιτωλού για την Παιδεία.

Για τον Κοσμά ο Χριστός και η Εκκλησία πρέπει να κατέχουν κεντρική θέση στο ελληνικό σχολείο. Το παιδευτικό του αίτημα είναι σαφές: η μόρφωση πρέπει να οδηγεί στην Εκκλησία, στο Θεό, στη θέωση, πού αποτελεί το δεοντολογικό στόχο της ανθρωπινής υπάρξεως:

«Διατί από το σχολείον μανθάνομεν το κατά δύναμιν η είναι Θεός, τι είναι αγία Τριάς, τί είναι άγγελοι, αρχάγγελοι, τί είναι δαίμονες, τί είναι Παράδεισος, τί είναι Κόλασις, τί είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τί είναι αγία Κοινωνία, τί είναι Βάπτισμα, τί είναι το άγιον Ευχέλαιον, ο τίμιος Γάμος, τί είναι ψυχή, τί είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος»23.

Η άθρησκη και αντιχριστιανική παιδεία, πού πολλοί με επίφαση ψευδοπροοδευτισμού επιβάλλουν σήμερα στην πατρίδα μας, εύρισκε τον Κοσμά δυναμικά αντίθετο. Σε μια προφητεία του είχε πει πώς «το κακό θα σας έρθη από τους διαβασμένους»24 εννοώντας το πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού25, παραποιημένο, όπως έφθασε και στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση26.

Ο μεγάλος αυτός εθναπόστολος του δούλου Γένους θεωρούσε την αμέλεια για την ίδρυση σχολείων βαρύτατο αμάρτημα. Γι' αυτόν ο δρόμος για τον παράδεισο, κοντά στα άλλα, περνάει από το σχολείο. Σε άλλο σημείο των Διδαχών του γράφει:

«Καλύτερα να έχης εις την χωράν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν, το σχολείον ανοίγει τές εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια. Ανίσως και δεν ήτανε σχολεία, που ήθελα εγώ να μάθω να σας διδάσκω»27

Στο δίλημμα πτωχά και γραμματισμένα ή πλούσια και αγράμματα παιδιά, ο πατρο-Κοσμάς επιλέγει χωρίς συζήτηση το πρώτο. Η ύπαρξη σχολείων είναι θέλημα Θεού. Γι' αυτό προτρέπει τους γονείς:

«Να κάμετε τρόπον εδώ εις την χωράν σας δια σχολείον, να βρήτε ένα διδάσκαλον και να τον πληρώνετε να σας μαθαίνη τα παιδιά σας, ότι αμαρτάνετε πολύ να τα αφήνετε αγράμματα και τυφλά και μη μόνον φροντίζετε να τους αφήσετε πλούτη και υποστατικά και μετά τον θάνατον σας να τα τρων και να τα πίνουν και να σας οπισολογούν.

Καλύτερα να τα αφήσετε πτωχά και γραμματισμένα παρά πλούσια και αγράμματα. Έτσι αρέγει του Θεού και έτσι να κάμετε δια να αξιωθήτε να πηγαίνετε μαζί με τα παιδιά σας εις τον παράδεισον, εις την κατοικίαν των αγγέλων και να συγχαίρεσθε και να συνευφραίνεσθε πάντο

τε»28.

Τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της παιδείας του αγίου Κοσμά είναι το ανθρωποπλαστικό και φρονηματιστικό της στοιχείο. Ο μεγάλος αυτός παιδαγωγός του δούλου Γένους πίστευε πώς χωρίς παιδεία ο άνθρωπος εξαγριώνεται. Μονάχα η παιδεία αμβλύνει την τραχύτητα των ανθρωπίνων ενστίκτων, ανεβάζει τον άνθρωπο πάνω από το υλικό και το ζωώδες και καλλιεργεί τον ενδιάθετο κόσμο του ανθρώπου. Έλεγε με πικρό παράπονο ο άγιος των Σκλάβων στους ακροατές των κηρυγμάτων του:

«Δεν βλέπετε πώς αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία; Δια τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε κάθε τρόπον να έχετε σχολεία εις τές χώρες σας δια να καταλαμβάνετε το άγιον Εύαγγέλιον, να μη περιπατήτε εις το σκότος»29.

Σέ άλλο πάλι σημείο των Διδαχών του ονομάζει άνθρωπο μονάχα αυτόν πού έμαθε γράμματα:

 «Και ωσάν το μάθης το παιδί σου τα γράμματα, αδελφέ μου, τότε λέγεται άνθρωπος, μα αν δεν το μάθης τα γράμματα, είναι ωσάν το γουρουνόπουλο30.

Ξεχωριστό ήταν το ενδιαφέρον του για τη μόρφωση του κλήρου. Ήθελε μορφωμένο κλήρο ο πατρο-Κοσμάς, γιατί ήξερε ότι οι ιερείς ήταν η προφυλακή του Γένους και έπρεπε να σηκώσουν στους ώμους τους το μεγάλο βάρος διατηρήσεως της εθνικής συνειδήσεως των ραγιάδων αδελφών μας.

«Δια τούτο σας συμβουλεύω, άγιοι ιερείς, τώρα οπού έχετε καιρόν, να καθίσετε να διαβάσετε δια να καταλάβετε παραμικρόν τί λέγει το άγιον Ευαγγέλιον. Ωσάν έχετε τον τρόπον, όποιος παπάς ή κοσμικός θέλει να μάθη γράμματα ελληνικά, ας σηκωθή απάνω να μου το ειπή να τον ευλογήσω και εγώ να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε»31.

Απευθυνόμενος κάποτε σε μέλλοντα κληρικό του είπε:

«Λέγω μόνον δια εσένα, παιδί μου, όπου μέλλεις να γένης παπάς, πρέπει πρώτον να είσαι καθαρός ωσάν τον άγγελον, να μάθης γράμματα ελληνικά, να εξεύρης να εξηγάς το Ευαγγέλιον και την Αγίαν Γραφήν»32.

Η βαθύτερη ευαισθησία του πατρο-Κοσμά εκδηλώνεται στη σπουδή της ελληνικής γλώσσας και στην ισχυροποίηση των ασθενών εθνολογικά και γλωσσικά διαμερισμάτων της εθνότητας, ιδίως των βορειοτέρων. Και τούτο, γιατί όπως ο ίδιος έλεγε.

«Η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και αν δεν σπουδάξης εις το Ελληνικόν, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογά η Εκκλησία μας»33.

Αναγνωρίζοντας τον πολιτισμικό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας επέκρινε επιμελώς όσους μιλούσαν βλάχικα ή αρβανίτικα και σύσταινε παντού τη χρήση της ελληνικής, ως γλώσσας επίσημης της Εκκλησίας και των ιδιωτικών σχέσεων.

«Όποιος χριστιανοί, άνδρας και γυναίκα, υπόσχεται μέσα στο σπίτι του να μη κουβεντιάξη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνω να μου το πή και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν από τον καιρόν πού εγεννήθη έως τώρα και να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσουνε και να λαβή μίαν συγχώρεσιν, όπου αν έδινε χιλιάδας πουγγιά δεν την εματάβρισκε»34.

Ήταν τόσο δυνατή η προσπάθεια για την κατάργηση της διγλωσσίας, ώστε οι Ρουμάνοι αντέδρασαν στην κατάταξη στο Ορθόδοξο αγιολόγιο της μνήμης του με Πατριαρχική και Συνοδική πράξη. Η αντίδραση αυτή των Ρουμάνων οφείλεται στο μίσος, πού έτρεφαν κατά του Κοσμά, επειδή με τους αγώνες του χτύπησε το βλάχικο ιδίωμα, το οποίο η Ρουμανία θέλησε να το εκμεταλλευτεί εθνικιστικά35. Όπως παρατηρεί ο ακαδημαϊκός Αντώνιος Κεραμόπουλος, «Οι έξω των συνόρων της Ελλάδος ιστοριογραφούντες Κουτσόβλαχοι κακολογούσαν τον "μαύρον εκβιαστήν" Κοσμάν τον Αιτωλόν και το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, διότι τούτο, ασκούν αντιρουμανικήν πολιτικήν κατά τον ιη' αι., έστειλε τον ενάρετον ιεροκήρυκα Κοσμάν, όν λατρεύουσιν ως άγιον η Δυτική Στερεά και Μακεδονία και όλη η Ήπειρος και Θεσσαλία, όχι εις την καρδίαν της Ρουμανίας, ην εκυβέρνα εκκλησιαστικώς, άλλ' εις τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, άτινα ακούοντα φιλιππικούς κατά της επεισάκτου και χρόνους δουλείας αναμιανησκούσης λατινογενούς γλώσσης, επανήλθεν εις την ελληνικήν γλώσσαν αμέσως από της μιας ημέρας μέχρι της άλλης»36.

Η αγάπη του πατρο-Κοσμά για την ελληνική γλώσσα ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία πού «είναι εις την ελληνική»37. Η ελληνική γλώσσα ήταν για τον Κοσμά: Ευαγγέλιο, υμνολογία, λατρεία, θεολογικοί όροι, πού δεν αντικαθίστανται και δεν αποδίδονται, όταν μεταφρασθούν. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος πού ο άγιος Κοσμάς χτυπούσε τη διγλωσσία38. Ήθελε εθνική ομοιογένεια και ομοψυχία ο άγιος Κοσμάς, χωρίς γλωσσικές ρωγμές στο εθνικό σκάφος. Γιατί πίστευε πώς μονάχα έτσι θα μπορέσει να έρθει γρηγορότερα «το ποθούμενον», η ήμερα της εθνικής του Γένους αναστάσεως.

γ. Σύγχρονα προβλήματα προσανατολισμού της ελληνικής παιδείας.

Αν θα θέλαμε να εκτιμήσουμε τη σημερινή κατάσταση της ελληνορθόδοξου παραδόσεως στη σύγχρονη ελληνική παιδεία, για τη θεμελίωση και εδραίωση της οποίας αγωνίστηκε ο άγιος Κοσμάς, θα μπορούσαμε να πούμε πώς, ενώ θεωρητικά είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, στην πράξη διακωμωδείται και περιφρονείται. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται θλιβερά και απαράδεκτα περιστατικά, όπως η πλαστογράφηση της ιστορίας, η αποκοπή από τις ρίζες του Έθνους, η περιφρόνηση της παραδόσεως, ο παραμερισμός της μακραίωνης πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στα σύγχρονα σχολεία η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Κυκλοφορούν διδακτικά βιβλία διαποτισμένα από τον ιστορικό υλισμό, πού αποκηρύσσεται στις κοιτίδες του, καθώς και στην πατρίδα μας πολύ ενωρίτερα από τους εισαγωγείς του39. Ο εκκλησιασμός των μαθητών καθίσταται προβληματικός. Ενθαρρύνονται οι εκτρεπόμενοι εκπαιδευτικοί. Με τα μέσα μαζικής ενημερώσεως δημιουργείται έντονη αντιπνευματική ατμόσφαιρα. Στα διδακτικά βιβλία διοχετεύονται αντιθρησκευτικές θέσεις. Το Βυζάντιο και ο πολιτισμός του υποτιμούνται. Η αποστολή και η συμβολή της Εκκλησίας στους αγώνες του Έθνους αποσιωπάται. Στα αναγνωστικά βιβλία λείπει κάθε αναφορά στη θρησκεία, την πίστη και την Εκκλησία, με μακροπρόθεσμο στόχο την αλλοίωση της Ελληνορθόδοξου ταυτότητας του Έθνους. Γενικά, όπως επισημαίνει η εγκύκλιος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, «επιχειρείται αλλοίωση του παραδοσιακού μορφωτικού ιδεώδους μέσα στους χώρους της εκπαιδεύσεως για να υποβαθμιστούν τα χριστιανικά του στοιχεία»40.

Ποιοί όμως είναι οι λόγοι πού υπαγορεύουν τον Ελληνορθόδοξο προσανατολισμό της σύγχρονης ελληνικής παιδείας; Αναμφίβολα η παιδεία, στο σύνολο της θεωρούμενη, αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, πού είναι στενά συνδεδεμένο με την ιστορική ιδιοσυστασία και την ιδεολογική φυσιογνωμία του κάθε λαού. Πάντοτε έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό, τον οποίο προσφέρει η γενιά των ενηλίκων στη γενιά των παιδαγωγουμένων. Ο ιδεολογικός αυτός προσανατολισμός πηγάζει από τα ιδανικά και τις αξίες, πού διέπουν τη σκέψη και τη ζωή της γενιάς πού ασκεί την αγωγή. Το κράτος με το σχολείο εκφράζει θεσμικά αυτή τη σχέση. Τόσο με το Σύνταγμα όσο και με άλλα νομοθετικά κείμενα ορίζει τους σκοπούς της αγωγής σύμφωνα με το πιστεύω του λαού. Οι σκοποί αυτοί πραγματώνονται με τη διδασκαλία των μαθημάτων ιδεολογικού προσανατολισμού. Μάλιστα το κράτος έχει χρέος να κατοχυρώνει νομοθετικά αυτό πού φρονεί ο λαός και επιθυμεί να προσφέρει στα παιδιά του, επειδή αναγνωρίζεται ως εντολοδόχος και ενσαρκωτής της λαϊκής βουλήσεως.

Οι Έλληνες κατά 95% και πλέον είναι Ορθόδοξοι χριστιανοί. Ο λαός μας έχει θρησκευτική ομοιογένεια. Αυτή τη δοκιμασμένη πείρα του παρελθόντος επιθυμούν να προσφέρουν και στην ερχόμενη γενιά, χωρίς την παραμικρή παραγνώριση του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων εκείνων, πού δεν είναι ορθόδοξοι ή και χριστιανοί. Βασικό μέσο προσφοράς αυτής της πολύτιμης κληρονομιάς είναι το σχολείο, δια μέσου του οποίου οι Έλληνες από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους προσφέρουν στα παιδιά τους και την ελληνορθόδοξη πίστη και ζωή.

Αυτή η δοκιμασμένη Ελληνορθόδοξη παράδοση προστατεύεται και από το ισχύον Σύνταγμα του 1975, πού απηχεί και το πιστεύω της συντριπτικής πλειονότητας του Ελληνικού λαού. Στο άρθρο 16, παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος αναγράφεται: «Η παιδεία αποτελεί βασικήν αποστολήν του Κράτους, έχει δε ως σκοπόν... την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών»41.

Αν αύριο οι Έλληνες αλλάξουν πίστη και δίκαιο, φυσικό είναι αυτή η αλλαγή να εκφραστεί και μέσα στο σχολείο. Σήμερα όμως οι Έλληνες, όπως απέδειξαν και με την παταγώδη αποτυχία του πολιτικού γάμου, δεν ζητούν κάτι τέτοιο και καλόν θα είναι ορισμένοι αμφισβητίες της Ελληνορθόδοξου παραδόσεως να μην αυτοαναγορεύονται σε εκφραστές της λαϊκής βουλήσεως.

Εξ άλλου για τον Ελληνισμό η Ορθοδοξία δεν αποτελεί ένα απλό ειδυλλιακό στοιχείο, αλλά μια ζωντανή εντελέχεια, πού του εξασφάλισε βιωσιμότητα και δύναμη και πού συνεχίζει να γονιμοποιεί και να τρέφει τη νεοελληνική μας διάρκεια. Δεν γνωρίζουμε τί μορφή θα είχε η Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς την ελληνική κληρονομιά. Ωστόσο είναι κοινή συνείδηση πώς χωρίς την Ορθοδοξία Ελλάδα δεν θα υπήρχε σήμερα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας ιστορικός, «Το Ελληνικόν Έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν αυτού αξίαν, ειμή δια της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας»42.

Η Ορθοδοξία βοήθησε τον Ελληνισμό να ξεπεράσει τη βαθιά πολιτική και πολιτιστική κρίση πού περνούσε, όταν εκείνη εμφανίστηκε. Πανίσχυρα κέντρα πνευματικής αφυπνίσεως του ελληνικού λαού αναδείχτηκαν όλες οι Εκκλησίες πού ιδρύθηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Όπως γράφει σύγχρονος πανεπιστημιακός δάσκαλος «η Ορθοδοξία συνετέλεσε στην εξυγίανση ή ολοκλήρωση του αρχαίου ελληνικού ανθρωπισμού, ο οποίος είχε πολλά κενά, ελλείψεις και στίγματα»43. Χωρίς την Ορθοδοξία ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θα είχε ταφεί κάτω από τα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου.

Το Βυζάντιο «συνυφασμένο με την Ορθοδοξία, επιτελεί νέα θαύματα και καταστέφει με νέας δόξας το ελληνικόν όνομα»44. Διατηρεί για χίλια ολόκληρα χρόνια την πνευματική κληρονομιά της αρχαιότητας από τις επιθέσεις βαρβάρων λαών. Πέτυχε τη συνένωση των πολιτών του βυζαντινού κράτους σε μια ενιαία και κοινή εκπολιτιστική προσπάθεια, ώστε δικαιολογημένα ο Jorga να πει πώς «η Ορθοδοξία υπήρξεν ο κύριος παράγων εξελληνισμού»45.

Αν σήμερα υπάρχουν κλασικές σπουδές και μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, αυτό κυρίως οφείλεται στους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας, σε πολλά μοναστήρια και χριστιανικά βυζαντινά αντιγραφικά εργαστήρια, τα όποια διέσωσαν και διέδωσαν τα έργα των αρχαίων συγγραφέων. Ο γνωστός βυζαντινολόγος Κάρολος Ντήλ διακήρυξε: «η σύγχρονος Ελλάς οφείλει πολύ περισσότερα εις το χριστιανικόν Βυζάντιον παρ' όσα εις τας Αθήνας του Περικλέους και του Φειδίου»46.

Εκεί όμως οπού η προσφορά της Ορθοδοξίας στον Ελληνισμό υπήρξε γενναιότερη, ήταν η περίοδος μετά την πτώση της βασιλεύουσας και τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε η Ορθοδοξία είδε σαν ιστορικό της χρέος τη συντήρηση του Ελληνισμού. Και ανταποκρίθηκε στο χρέος αυτό τετρακόσια και πλέον χρόνια με απόλυτη συνέπεια. Δικαιολογημένα ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος δήλωσε: «Χωρίς την Ορθοδοξίαν το όνομα της Ελλάδος δεν ήθελεν ίσως υπάρχει σήμερον η εντός βιβλιοθηκών και εις σοφών τίνων αναμνήσεις»47.

Γενικά η Ορθοδοξία απέβη για το Γένος μας «πνοή ζωογόνος, έμπνευσις και καθοριστική αρχή της αυτοσυνειδησίας του, ενοποιός δύναμις, πηγή λυτρώσεως και ελπίδα αναστάσεως εις περιόδους εθνικών περιπετειών»48.

Επομένως, το ελληνορθόδοξο ιδεώδες, πού κυριολεκτικά διέπλασε τον αρχαίο, βυζαντινό και νεότερο Ελληνισμό και συνέβαλε στη διατήρηση μιας δισχιλιόχρονης πολιτιστικής συνέχειας, δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθεί από το ελληνικό σχολείο. Λόγοι δηλ. ιστορικοί, εθνικοί και πολιτιστικοί, καθιστούν επιβεβλημένη την εμφύσηση του στους μαθητές. Μονάχα πρόσωπα προκατειλημμένα και ανιστόρητα είναι δυνατόν να ζητούν τον εξοβελισμό αυτού του μεγέθους από το γνωστικό πεδίο του μαθητή.

Πράγματι η ελληνορθόδοξη αγωγή, όπως την οραματίστηκε και την εξέφρασε ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός, έχει μια μοναδική διαχρονική παιδαγωγική σημασία και αξία. Κατά πρώτον ανταποκρίνεται στο παιδαγωγικό και επιστημονικό αίτημα της αγωγής του όλου. Ικανοποιεί θεμελιώδεις προδιαθέσεις της ανθρωπινής υπάρξεως. Οξύνει την κριτική σκέψη. Ρίχνει πλούσιο φως στα αιχμηρά υπαρξιακά και μεταφυσικά του ερωτήματα. Δημιουργεί ανώτερα οντολογικά βιώματα. Προσφέρει σύστημα αξιών. Ορίζει το νόημα του υπάρχειν μέσα στον κόσμο. Οδηγεί στον αξιολογικό έλεγχο των διαφόρων ιδεολογιών49. Προσφέρει την λύτρωση, την οποία καμιά άλλη ενδοκοσμική και πολιτιστική αξία δεν μπορεί να προσφέρει. Επί πλέον ικανοποιεί όλα τα μορφολογικά αιτήματα της νεότερης ψυχολογικής τυπολογίας και παιδαγωγικής, συνδυάζοντας στη ζωή τα στοιχεία της ενδοστρέφειας και εξωστρέφειας, τα οποία κατά τον Γιούγκ συνιστούν τον ολοκληρωμένο τύπο του ανθρώπου, καθώς και το αίτημα του Σπράγγερ, για αρμονική ικανοποίηση όλων των έμφυτων αξιολογικών τάσεων και προδιαθέσεων της ψυχής με τη βίωση και την πραγματοποίηση αντιστοίχων αξιών50.

Η Ελληνορθόδοξη αγωγή αποτελεί μια παρεμβολή στη ζωή των νέων, αφού είναι ένας τέλειος ανθρωπισμός. Όχι ένας ανθρωπισμός δυτικού τύπου, ο οποίος έχει καθαρώς ενδοκοσμικό χαρακτήρα και αδιαφορεί τελείως για τη σχέση ανθρώπου και Θεού, με συνέπεια την αδυναμία θεμελιώσεως της αξίας του ανθρώπου, αλλά ένας θεοκεντρικός ανθρωπισμός, ριζωμένος εκεί όπου ο άνθρωπος έχει τις ρίζες του, ανθρωπισμός άρτιος, ανθρωπισμός της ενσαρκώσεως51.

Η Ελληνορθόδοξη παιδαγωγική προσφέρει μια ολοκληρωμένη μόρφωση και παιδεία, ώστε να αποφεύγονται οι επικίνδυνες ακρότητες και μονομέρειες. Εδώ δεν έχουμε ούτε έναν άκρατο δογματισμό, πού οδηγεί στην τυπολατρεία ούτε μια εγκόσμια κοινωνική διάσταση, πού την υποβιβάζει σε απλό κώδικα ηθικής52. Στην Ελληνορθόδοξη αγωγή έχουμε ένα τέλειο συνδυασμό ατομικότητας και κοινωνικότητας, μεταφυσικού και ιστορικού, θείας αυθεντίας και ανθρώπινης ελευθερίας, ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, ιστορικής θεωρήσεως και αλληγορικής ερμηνείας, αιωνίου και παροδικού, ενανθρωπήσεως του Θεού και θεώσεως του ανθρώπου53.

Σε αντίθεση με την παιδαγωγική των ολοκληρωτικών συστημάτων, πού βλέπουν τον άνθρωπο σαν άτομο, έννοια καθαρά βιολογική και οικονομική, η παιδαγωγική της Ορθοδοξίας βλέπει τον άνθρωπο ως πρόσωπο, έννοια ηθική και πνευματική. Η ορθόδοξη αγωγή δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Συναναπτύσσει αρμονικά τις νοητικές, συναισθηματικές και βουλητικές δυνάμεις του ανθρώπου. Προσφέρει άφ' ενός μεν ενιαία ερμηνεία της υπάρξεως, άφ' ετέρου δε μια πίστη για δράση, πού ξεπερνάει την απλή κοινωνική συμμόρφωση και τα σύνορα του θνητού τούτου κόσμου. Τέλος χαρίζει στην ανθρώπινη προσωπικότητα χαρακτηριστική ολοκλήρωση, αφού της προσφέρει μια γαλήνια αυτοσυγκέντρωση προσπαθειών54.

Όλα τα προηγούμενα δικαιώνουν απόλυτα τον Μεγάλο Διδάχο του Γένους πατρο-Κοσμά τον Αιτωλό, πού πάσχιζε για τον ελληνορθόδοξο προσανατολισμό της παιδείας.

Ιδιαίτερα σήμερα, καθώς ζούμε ήδη στην μετά ΟΝΕ εποχή, κατά την οποία θα οδηγηθούμε σε έναν πολιτιστικό και πνευματικό συγκρητισμό των λαών της Ευρώπης, η Ορθοδοξία καλείται στην ενεργότερη παρουσία και προσπάθεια για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας του εθνικού και πνευματικού μας βίου. Όπως έχει παρατηρηθεί «Δεν πηγαίνουμε στην Ε.Ο.Κ. για να αλωθούμε, αλλά για να αλώσουμε πνευματικά την Ευρώπη. Δεδομένου ότι Ευρωπαίοι διανοούμενοι πιστεύουν ότι πολλά έχει να ωφεληθεί η Ευρώπη από την άμεση επαφή με την ελληνική κλασσική κληρονομιά και την νεοελληνική χριστιανική ορθόδοξο ζωή και πραγματικότητα»55.

Η ελληνορθόδοξη παράδοση, για την οποία αγωνίστηκε και έχυσε το αίμα του ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αποτελεί γεγονός και απόλυτη πραγματικότητα, μπροστά στην οποία πρέπει να σταθούμε γονυκλινείς. Αποτελεί το πιο βασικό παραδοσιακό μας στοιχείο. Και αν αποξενωθούμε από αυτό θα έρθει σιγά σιγά η αποξένωση μας και από όλα τα άλλα παραδοσιακά μας γνωρίσματα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1.Αλκή Αγγέλου, «Η κατάσταση της Παιδείας στις υπόδουλες ελληνικές χώρες», ΙΕΕ 10 (1974), σ. 367.

2.Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία — Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 1988, σ. 133.

3.Αγγέλου, ο.π., σ. 367.

4.Ό. π.

5.Παν. Χ. Ζιώγα, Προβλήματα παιδείας του Ελληνισμού κατά τον πρώτο αιώνα της τουρκοκρατίας, Θεσ/νίκη 1982, σ. 13.

6.Αγγέλου, ο.π., σ. 376.

7.Αγγέλου, ο.π., σ. 376.

8.Μεταλληνού, Τουρκοκρατία, ο.π., σ. 133. Βλ. και Τ. Γριτσόπουλου, Το Κρυφό Σχολειό, Αθήναι 1979.

9.Βασ. Βλ. Σφυρόερα,  Οι Έλληνες  επί Τουρκοκρατίας,   Αθήναι 1975, σ. 94.

10.Ό. π. σ. 95.

11.Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός απόστολος της ενότητας του Έθνους, Αθήναι, 1980, σ. 10.

12.Κων. Κούμα, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τ. ιβ', εν Βιέννη 1831, σ. 555.

13.Διδ. Ε', Ίωάν. Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία), εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1979, σσ. 266-267 (στο εξής με τη συντομογρ. Μεν.).

14.Κ. Σ. Κώνστα, Ό Άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός, εν Αθήναις 1976, σ. 124.

15.Π.Β. Πάσχου, Κοσμάς ό Αιτωλός, Αθήνα 1985, σ. 116. Πρβλ. Αθαν. Π. Κανελλοπούλου, Διαλογισμοί για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, Αθήνα 1972, σ. 17.

16.Διδ. ΑΙ, Μεν., σ. 142.

17.Διδ. ΑΙ, Μεν., σ. 117.

18.Διδ. ΑΙ, Μεν., σ. 142.

19. Ό. π.

20.Έφημ.  «Φωνή της  Ηπείρου»,  αριθ.  φύλλ.  654/20.1.1906,  σ.  4. Πρβλ. έφημ. «Ο Πύρρος», αριθ. φύλλ. 144/26.1.1906, σ. 1.

21.Χριστοδουλίδου, ο.π., σ. 20.

22.Πάσχου, ο.π., σ. 128.

23.Διδ. ΑΙ, Μεν., σ. 142.

24.Πάσχου, ο.π., σ. 115.

25.Ό Διαφωτισμός (Aufklarung),   πού απλώνεται σε όλο τον ιη' αι., ήταν το πνευματικό εκείνο κίνημα, που επιζητούσε να παραμερίσει όλες τις αυθεντίες που στηρίζονταν πάνω στην παράδοση και να επιλύσει όλα τα προβλήματα με βάση τον ορθό λόγο.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι: η εμπιστοσύνη στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, ο κριτικός έλεγχος και η άρνηση των παραδόσεων και κάθε αυθεντίας, η προσδοκία αναπλάσεως της κοινωνίας με τη δύναμη της ανθρώπινης λογικής, την οποία θεωρεί σαν πρωταρχική πηγή αλήθειας.

Παρά τις αναμφισβήτητα θετικές του πλευρές, ο Διαφωτισμός έφερε στη χώρα μας ξένα προς την εθνική μας παράδοση στοιχεία, όπως το πνεύμα της θρησκευτικής αδιαφορίας και τη νόθευση της θρησκευτικής παραδόσεως του λαού μας.

Γενικά ο Διαφωτισμός «δίδει το προβάδισμα στη γνωσιολογία σε βάρος της μεταφυσικής. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αδυνατίζουν, ενώ παράλληλα επικρατεί η τάση για εγκόσμια ευδαιμονία. Το κέντρο βάρους από την αγιότητα μετατίθεται στην κοσμική σοφία και περαιτέρω στην επίγεια απόλαυση. Θεοποιείται η επιστήμη και υποτιμάται η θρησκεία. Βλ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, απόστολος της ενότητας του Έθνους, Αθήναι 1980, σ. 10.

26.Την ίδια άποψη με τον Κοσμά θα εκφράσει σχεδόν αυτολεξεί και ο Παπουλάκος, πού έζησε τον άθεο διαφωτισμό στη μόλις απελευθερωμένη Ελλάδα. Βλ. Μητροπολίτου Δημητριάδος Χριστοδούλου, Οι ιδεολογικές κατευθύνσεις της παιδείας κατά τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (πολυγραφημένη ομιλία, πού εκφωνήθηκε στο Βόλο στις 30 Ιανουαρίου 1980).

27. Διδ. Α΄1, Μεν., σ. 142.

28.Διδ. Α'2, Μεν., σ. 173.

29.Διδ. Ε', Μεν., σσ. 266-267.

30.Διδ. Β'2, Μεν., σ. 210.

31.Διδ. Ε', Μεν., σ. 281.

32.Ό.π., σ. 279.

33.Διδ. Β'2, Μεν., σ. 209.

34.Φάνη Μιχαλόπουλου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήνα 1940, σ. 47.

35.Κ. Φαλτάϊτς, Ο άγιος Κοσμάς εις το στόμα του Ηπειρώτικου λάου, Αθήνα 1929, σ. 12, όπου εύστοχα ό σ. προσθέτει: «Εϊδικώτερον θα είχον να αναφέρω ότι οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί της Ηπείρου επί της εποχής του Αγίου Κοσμά είχον ήδη ελληνικήν μόρφωσιν την οποίαν εκινητοποίησεν έτι περισσότερον η διδαχή και αι εν γένει ενέργειαι του Αγίου». Πρβλ. Άγγ. Παπακώστα, «Η συναρίθμησις εις αγίους και ιερομάρτυρας της Εκκλησίας του Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779)», ΕΗΧ, ΝΚ2 (1962), σσ. 9-15.

36.Άντων. Κεραμοπούλου, Τί είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1939, σ. 75, σημ. 1.

37.Δίδ. Β'2, Μεν., σ. 209.

38.Ίωάν. Πάλλη, «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ως ιεραπόστολος και παιδαγωγός του Γένους», Κοινωνία 24 (1981), σ. 175.

39.Αχ. Γ. Λαζάρου, «Εκκλησία  και  Τουρκοκρατία» Ελευθερία (Λαρίσσης) 31.3.1985, σ. 8. Πρβλ. του ιδίου, «Θεώρηση της Επαναστάσεως του 1821» (sine ira et studio), Ελληνοχριστιανική Αγωγή 334 (1986), σσ. 69-76.

40.Άθαν. Ι. Δεληκωστοπούλου, Ορθοδοξία —η σύγχρονη πρόκληση, Αθήνα 19862, σ. 267.

41.ΦΕΚ Α' 111/9.5.1975.

42.Κων. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. β', σσ. 316 και 95.

43.Εύαγγ. Θεοδώρου, Οικοδόμοι Πολιτισμού, Αθήναι 1968, σ. 303.

44.Λέων. Φιλιππίδου, Ελλάς πιστεύουσα, Αθήναι 1937, σσ. 13-14.

45.Κων. Αμάντου, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τ. α', σ. 59.

46.Charles Diehl, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, μτφρ. Έμμ. Καψαμπέλη, Αθήναι, 1923, σ. 8.

47.Θεοδώρου, ό.π., σ. 304. Πρβλ. Κων.  Μουρατίδου, Εκκλησία - Πολιτεία - Σύνταγμα, Αθήναι 1975, σ. 17.

48.Βαρνάβα Δ. Τζωρτζάτου, Ή Ορθοδοξία και ημείς εν Αθήναις 1981, σ. 6. 

49.Εύαγγ. Θεοδώρου, «Το μάθημα των θρησκευτικών», Κοινωνία 25 (1982), τεύχος 1, σ. 37.

50.Του ίδιου, «Ο αγών για την ολοκλήρωση) της προσωπικότητας», Διάλογος με τον Φοιτητή, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1970, σ. 70.

51.Μέγα Λ. Φαράντου, Δογματική και Ηθική, Αθήναι 1973, σ. 179.

52. J. Maritain, Humanisme integral, Paris 1968, σ. 81.

53.Κων. Μουρατίδου, «Η θρησκευτική παιδεία σήμερα», Κοινωνία 25 (1982), τεύχ. 1, σ. 31.

54. Fr. Poerster, Religion und Charakterbildung, Munchen 1925, σ. 237.

55. Άνθιμου Ρούσσο, Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας για την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ, Αθήναι 1979, σ. 22.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel