Logo
Print this page

Μεγαλείο ψυχής,

Μεγαλείο ψυχής

Από το βιβλίο «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» του Νικολάου Π. Βασιλειάδη

 

Οι  σημερινοί έφηβοι και νέοι δε δοκιμάσατε την πικρή πείρα, πού γεύτηκαν το παιδιά του 1940 - 1945. Δε σας δόθηκαν ευκαιρίες να ζήσετε γεγονότα, πού συγκλονίζουν τον άνθρωπο και τον κάνουν να ριγήσει από άγιους ενθουσιασμούς για την Πατρίδα. Γι' αυτό και μεταφέρω ένα παρά­δειγμα μικρού παιδιού οπό κείνα, πού, στα χρόνια του 1940- 1945, είχαν μεταβληθεί σε... πραγματικούς γίγαντες! Κοιμήθηκαν παιδιά και ξύπνησαν ώριμοι άνδρες! Έτσι έγραψε τότε ο Γ. Α. Βλάχος, από τους πιο μεγάλους δημοσιογράφους των χρόνων εκείνων.

Στα μέσα Νοεμβρίου του 1941 ήλθε από την Κέρκυρα στην πρωτεύουσα ό Σπύρος, ένα παιδάκι δώδεκα χρονών. Είχε τραυματιστεί τα Χριστούγεννα του προηγούμενου χρόνου (1940) κατά τη διάρκεια ενός φοβερού ιταλικού βομβαρδισμού. Γιατί από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, πού ο φασισμός μας κήρυξε τον πόλεμο, οι Ιταλοί βάλθηκαν να βομβαρδίζουν, σχεδόν κάθε μέρα, την ανοχύρωτη Κέρκυρα, Συνεχώς επί τρία δεκαπενθήμερα, με ελάχιστα διαλείμματα, οι «ιππότες του θανάτου» του κόμητα Τσιάνο (έτσι αποκαλούσαν οι Ιταλοί τους αεροπόρους τους) εξορμούσαν προς το νησί των Φαιάκων και ξερνούσαν σίδερο και φωτιά. Στο νησί δεν υπήρχε ούτε στρατιωτικός στόχος ούτε αντιαεροπορικά τηλεβόλα ούτε άλλη κάλυψη. Κι αυτό ήταν πού ανέβαζε τον πυρετό της... μαχητικότητας των «ηρωικών» Ιταλών αεροπόρων!...

Το πρωί των Χριστουγέννων του 1940 οι σύμμαχοι έστειλαν μερικά αγγλικά αεροπλάνα στην ταλαιπωρημένη Κέρκυρα για να ρίξουν στα Ελληνόπουλα λίγα ρούχα, γλυκά και παιχνίδια. Χύθηκαν τα βασανισμένα παιδιά στους δρόμους, δέχτηκαν το βομβαρδισμό με τ' απροσδόκητα δώρα ως «μάννα εξ ουρανού» και τα φοβισμένα προσωπάκια πήραν να γελούν, να ψάλλουν τα κάλαντα, να γιορτάζουν Χριστούγεννα.

Το απόγευμα όμως της ίδιας ημέρας ήλθαν πάλι «οι Ιππότες» καβάλα στα σιδερένια πουλιά τους. Πού να φαντασθούν οι Έλληνες, πώς οι Ιταλοί θα σκόρπιζαν και την ήμερα, πού αντήχησε το «επί γης ειρήνη» των αγγέλων, τον όλεθρο και την καταστροφή στην ήσυχη πόλη τους. Ανυ­ποψίαστοι για τον «ιπποτισμό» του φασισμού δεν έκλεισαν τα παιδάκια τους στα καταφύγια. Άλλωστε, υστέρα άπ' τα πρωινά ουρανόσταλτα δώρα, νόμιζαν πώς τ' αεροπλάνα ήταν συμμαχικά και ξανάρθαν για να συμπληρώσουν την προσφορά τους με απογευματινά δώρα. Αλλά ο ιταλικός «ιπποτισμός», εκφράζοντας το σεβασμό του στο μεγάλο γεγονός της ημέρας με το δικό του τρόπο, άρχισε να... βομβαρδίζει και να πολυβολεί την Κέρκυρα με περισσότερη λύσσα οπό κάθε άλλη φορά! Τα παιδάκια, πού ανυποψίαστα χύθηκαν στους δρόμους με υψωμένα τα βλέμματα και τα χέρια προς τον ουρανό, δέχτηκαν αντί για δώρα βροχή από σφαίρες. Τότε ήταν πού ο μικρός Σπύρος, ένα από κείνα τα παιδάκια, έχασε το δεξί του χέρι· του το 'κοψαν Χριστουγεννιάτικα οι «Ιππότες» με τα πολυβόλα τους!... Έτσι μόλις τώρα, Νοέμβριο του 1941, κατάφερε με μύριες δυσκολίες και ταλαιπωρίες να φθάσει με τη μητέρα του στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Αθηνών για να του βάλουν «ένα προσθετικό μηχάνημα», επειδή το χεράκι του είχε κοπεί από ψηλά.

Γιατροί, αδελφές, υπηρετικό προσωπικό πρόσφεραν τις επιστημονικές τους γνώσεις, τη νοσηλεία, τις φροντίδες τους με ιδιαίτερη στοργή στο μικρό Σπύρο. Ο ίδιος όμως έδειχνε τέτοια ωριμότητα και τέτοια διάθεση, πού όλοι έμεναν να τον κοιτάζουν απορημένοι. Κι όταν με κάποια τρυφερά λόγια προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν γιατί θα 'μενε ανάπηρος από τέτοια ηλικία, ο Σπύρος, πού 'χε το όνομα του μεγάλου αγίου της Κέρκυρας — του Άγιου Σπυρίδωνος — πεταλούδιζε τα μεγάλα του βλέφαρα, άνοιγε διάπλατα τα όμορφα λαμπερά ματάκια του, κάρφωνε το καθαρό βλέμμα του σε γιατρούς κι αδελφές και απαντούσε θυμόσοφα:

«Δεν πειράζει. Στην Κέρκυρα, ξέρετε, υποχρεώνουν οι Ιταλοί όλο τον κόσμο να χαιρετάει σηκώνοντας ψηλά το δεξί του χέρι για το (Σαλούτο Ρομάνο). Εγώ γλίτωσα άπ' αυτή την αγγαρεία. Τους την έφτιαξα των Ιταλών!...» Τέτοιος ο λαός μας, τέτοια και τα παιδιά του. Μέσα στον πόνο και τη θλίψη του· μέσα στη λύσσα του εχθρού, πού χτυπούσε «στο ψαχνό» για να σκορπίσει τον τρόμο αδιαφορώντας για τ' αθώα θύματα, ο Έλληνας διατηρούσε τη θυμοσοφία του. Το ηθικό μεγαλείο της ψυχής, όχι μονάχα των μεγάλων, αλλά και των μικρών, σύντριβε την υλική βία και ντρόπιαζε τα βαρβαρισμό. Τα παιδιά «τους την έφτιαχναν των Ιταλών» κι έτσι, όταν δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο δυναμικότερο, γελούσαν με τον ηττημένο εχθρό, πού ζούσε με την αυταπάτη του νικητή. 

Τούτ' η άρνηση της υποταγής, τούτ' η γενναία και περήφανη αποδοχή της οποιασδήποτε θυσίας ήταν οδυνηρότατα πλήγματα εναντίον του κατακτητή. Γι' αυτό και το αδούλωτο τούτο φρόνημα στοίχιζε σε μικρούς και μεγάλους στερήσεις, διωγμούς, φυλακίσεις, εκτελέσεις, αίμα, πολύ άψα!... Άλλα τι με τούτο; Μεγάλοι και μικροί δεν έχασαν ποτέ την αγωνιστική τους διάθεση. Και παράλληλα προς τη μαχητική κι ένοπλη αντίσταση, εύρισκαν ευκαιρίες να περιγελούν το φασισμό και το ναζισμό.

Οι έφηβοι κι οι νέοι, πού ζείτε τώρα σε καιρούς ειρήνης, θ' άξιζε τον κόπο να μεταφερθείτε για λίγο σε 'κείνα τα χρόνια και να προβληματισθείτε. Σ' όσους μάλιστα έχουν υποβαθμισμένη την αγάπη προς την Πατρίδα, τέτοια γεγονότα λένε πολλά.

Zoiforos.GR

Latest from Zoiforos.GR

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR