Τὸ τέμπλο ἢ ἀλλιῶς φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου ἢ μέγα εἰκονοστάσι ἢ ἁπλά εἰκονοστάσιο εἶναι ἕνα βυζαντινῆς καταγωγῆς ἀρχιτεκτονικὸ μοτίβο, τὸ ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ τὸν τοῖχο ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τὸ Ἅγιο Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ βρίσκονται σήμερα οἱ Δεσποτικὲς καὶ ἄλλες ἱερὲς εἰκόνες.
Ἔτσι ὀνομάζεται στοὺς ὀρθοδόξους ἱεροὺς ναοὺς μία ξύλινη ἢ μαρμάρινη κατασκευή, ἡ ὁποία χωρίζει τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα. Τὸ Ἱερὸ Βῆμα, χῶρος «ἄβατος» καὶ πολὺ ἱερός, φράσσεται καὶ προστατεύεται ἀρχικὰ μὲ τὴν κατασκευὴ αὐτή, ἕνα χαμηλὸ δηλαδὴ κιγκλίδωμα, τὸ ὁποῖο προοδευτικὰ ὑψώνεται καὶ εἶναι γνωστὸ ὡς φράγμα Πρεσβυτερίου, Τέμπλο ἢ καὶ Εἰκονοστάσι (ἀργότερα)… Ἡ κατασκευὴ αὐτὴ δύναται νὰ παραλληλισθεῖ μὲ ἀνάλογα κιγκλιδώματα σὲ ταφικὰ μνημεῖα -καὶ ἰδιαίτερα στοὺς τάφους μαρτύρων- τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς κύριο σκοπὸ ἀφενὸς τὴ διαφύλαξη τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου τῶν Μαρτυρίων-Ναῶν, καὶ ἀφετέρου τὴν τοποθέτηση προσκυνηματικῶν ἱερῶν Εἰκόνων (πρβλ. καὶ τὸν ὅρο «Εἰκονοστάσιον», ὁ ὁποῖος βέβαια ἐπικρατεῖ ἀργότερα, 11ος αἰ.).
Τὸ τέμπλο ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ κομμάτια τὰ ὁποῖα τὸ συνθέτουν· τὰ μέρη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται τὸ φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου εἶναι: α) τὸ ἐπιστύλιο μὲ εἰκόνες ποὺ παριστάνουν σκηνὲς ἀπὸ τὸ Δωδεκάορτο (τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ τέμπλου), β) τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες ποὺ παριστάνουν τὴν Παναγία, τὸν Χριστό, τὸν Ἅγιο στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς καὶ τὴν Δέηση γ), τὰ βημόθυρα μὲ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ Ἁγίους.
Η κεντρική τοῦ θύρα ὀνομάζεται Ὡραία Πύλη, ἐνῷ οἱ πλαϊνὲς παραπόρτια. Πρὶν ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ὑπάρχει ὁ σολέας, ἕνα εἶδος ὑπερυψωμένου διαδρόμου πανω στὸν ὁποῖο γίνεται η μετάληψη τῶν πιστῶν. Ὁ σολέας συμβολίζει τὸν ποταμὸ τοῦ πυρός, ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τοὺς δίκαιους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Στὶς σειρὲς τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου οι ἱερὲς μορφὲς τοποθετοῦνται μὲ ἁρμονικὴ τάξη καὶ αὐστηρὴ συνέπεια.
Οἱ μορφὲς τοῦ φράγματος – τέμπλου ποικίλλουν ἀναλογα με τὶς ἐποχὲς καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς λατρείας. Ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως κατηγορίες τέμπλου: α) μαρμάρινο (κυρίως τὸν 4ο μὲ 5ο αἰώνα), β) ξυλόγλυπτο, κατασκευασμένο δηλαδὴ ἀπὸ ξύλο ποὺ κοσμεῖται μὲ εἰκόνες καὶ γ) κτιστὸ ποὺ κοσμεῖται μὲ τοιχογραφίες.
Ἱστορία τοῦ τέμπλου
Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται κάποια ἰδιαίτερα κτήρια ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν συνάθροιση τοῦ λαοῦ καὶ την τέλεση τοῦ πρώτου καὶ σημαντικότερου μυστηρίου, τῆς Θείας Εὐχαριστίας δηλαδή, διαχωρίσθηκε καὶ ξεχώρισε ὁ τόπος, ποὺ ἐτελεῖτο αὐτὴ ἀπὸ τὸ πρεσβυτέριο. Τὸ φράγμα λοιπὸν τοῦ πρεσβυτερίου γνώρισε μία πάρα πολὺ μεγάλη ἐξέλιξη. Πῆρε διάφορες μορφὲς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πρὶν καταλήξει στὴ σημερινὴ μορφή. Ἀπὸ ἕνα χαμηλὸ καὶ ἁπλὸ διαχωριστικὸ φράγμα μεταξύ του ἱερατείου καὶ τοῦ λαοῦ κατέληξε γιὰ παράδειγμα στὴν Ὀρθόδοξη Ρωσία ἕνα πανύψηλο τεῖχος, τὸ ὁποῖο σὲ πολλὲς περιπτώσεις φθάνει μέχρι καὶ τὴν ὀροφή.
Ἡ τέχνη ἀλλὰ καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ χρησιμοποιήθηκε κατὰ καιροὺς γιὰ τὴν κατασκευὴ ποὺ ποικίλλουν. Ἀρχικὰ χρησιμοποιήθηκε κατὰ κόρον τὸ ξύλο ἢ ὁ σίφηρος ἀλλὰ στὴν πιὸ ἐκλεπτυσμένη καὶ μεταγενέστερή του μορφή, τὸ μάρμαρο ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἀπέδωσε λαμπρότητα καὶ πολυτέλεια. Ὁ χριστιανικὸς ναός, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα παίρνει ἕνα σταθερὸ προσανατολισμὸ μὲ τὸ Ἱερὸ Βῆμα πρὸς ἀνατολάς, ὡς γνωστὸν χωρίζεται κατὰ μίμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα (ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης στραμμένος στὴν ἀνατολὴ) σὲ τρία μέρη: τὸν πρόναο, ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς κατηχουμένους, τὸν κυρίως Ναό, στὸν ὁποῖο παραμένουν οἱ πιστοὶ καὶ στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ἀπὸ τὸν δ΄ αἰ. μὲ τὸ διάταγμα τῆς Ἀνεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) καὶ τὴν ἀνέγερση τῶν ναῶν, τὸ τέμπλο μὲ τὰ καταπετάσματα ὑπάρχουν γιὰ νὰ εἶναι τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀθέατο στοὺς πιστοὺς (οὔτε νὰ ἀκοῦν οὔτε νὰ βλέπουν).
Τὸν ε΄καὶ στ΄ αἰ. ὑψηλὸ καὶ χαμηλὸ τέμπλο συνυπάρχουν, ἐνῷ ἀπὸ τὸν ζ΄αἰ. δὲν πιστοποιεῖται πλέον χαμηλὸ τέμπλο (φράγμα). Ἡ μορφὴ τοῦ τέμπλου παγιώθηκε μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καὶ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Η Ἀναίμακτος θυσία γινόταν πάντα μὲ κλειστὰ τὰ βημόθυρα καὶ τὰ παραπετάσματα. (ἀπὸ τὴ Μεγάλη Εἴσοδο μέχρι τὸ «Μετὰ φόβου»).
Στὶς παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς ἀρχικῶς λοιπὸν τὸ τέμπλο εἶχε τὴ μορφὴ χαμηλοῦ κυγκλιδώματος, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «κιγκλίδες, κάγκελλοι, κάγκελλα» καὶ οἱ εἴσοδοι «καγκελοθύρια» ἢ «Ἅγια Θύρα». Κατασκευάζονταν ἄλλοτε ἀπὸ ξύλα ποὺ πλέκονταν χιαστί, ἄλλοτε ἀπὸ μέταλλο καὶ ἄλλοτε ἀπὸ λίθο, ὅποτε ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τετράγωνους πεσσίσκους, μεταξὺ τῶν ὁποίων παρεμβάλονταν ἀνάγλυφες ἢ ἀμφιγλυφὲς πλάκες ποὺ ὀνομάζονταν «στήθεα» ἢ «θώρακες» καὶ διακοσμοῦνται μὲ διάφορα θέματα π.χ. μὲ τὸν ἐντὸς κύκλου σταυρό, τὸ μονογράφημα τοῦ Χριστοῦ, κληματίδες ἢ πτηνὰ κ.λπ. Ἡ ὡραία Πύλη ἐξαίρεται ὅμως εἴτε μὲ ἕνα τόξο πάνω ἀπὸ αὐτήν, ποὺ στηρίζεται σὲ δύο κίονες ἢ μὲ τὴ διαμόρφωση ἑνὸς προστώου. Τοποθετοῦνται δηλαδὴ τέσσερις κίονες καὶ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὴν ἕνας μικρὸς θόλος ἢ πλάκα.
Ἀργότερα τὸ φράγμα καὶ ὁλόκληρο τὸ Βῆμα ἀνυψώνεται περισσότερο καὶ πάνω στοὺς πεσσίσκους τοποθετοῦνται μικροὶ κίονες ποὺ ἑνώνονται στὴν ἀπόληξή τους μὲ τὸ ἐπιστύλιο. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοποθετοῦνται τὰ βῆλα (κουρτίνες). Οἱ εἰκόνες ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς κολῶνες θὰ τοποθετηθοῦν ἀργότερα, τὸν 14ο αἰώνα ὅπου τότε καταργοῦνται τὰ βῆλα καὶ τὴ θέση τους καταλαμβάνουν οἱ εἰκόνες. Ἑκατέρωθεν τῆς Ἁγίας Πύλης τοποθετοῦνται εἰκόνες τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου, ἐνῷ στὰ ὑπόλοιπα κενὰ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ, ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι κ.τλ. Ἀπὸ τὸν 8ο μὲ 9ο αἰ. ἐπικρατεῖ τὸ ὑψηλὸ τέμπλο καί, ἐπειδὴ διακοσμεῖται πλουσιότερα, ὀνομάζεται «κοσμήτης». Στὴ Ρωσία ἡ ἀνύψωση φθάνει μέχρι καὶ τὴν ὀροφὴ τοῦ ναοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαδίδεται καὶ σὲ ἀρκετὲς περιοχὲς τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου.
Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰώνα τὸ ρωσικὸ τέμπλο διατηρεῖ σχετικὰ μέτριες διαστάσεις καὶ κάποια τεκμήρια ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ὕψος του δὲν εἶναι τέτοιο ποὺ νὰ ἐμποδίζει τοὺς πιστοὺς νὰ παρακολουθήσουν τὴ λειτουργικὴ δράση ποὺ ἐκτυλίσσεται στὸ ἱερό. Εἶναι μόνο στὸν 15ο αἰώνα, ποὺ ἀρχίζει νὰ πλαταίνει στοὺς καθεδρικοὺς ναοὺς καὶ στὶς μεγάλες μοναστικὲς ἐκκλησίες, πάνω ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα πέτρινα ἢ ξύλινα κιγκλιδώματα ὕψους περίπου 1.5 μ., μὲ τὰ ὑπερμεγέθη ἰκριώματα τοῦ τέμπλου τῶν πέντε βαθμίδων, πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συστοιχίες τῶν μεσιτῶν καὶ τὶς εἰκόνες τῶν τότε ἁγίων, περιλαμβάνει μία 4η καὶ 5η συστοιχία, ἀφιερωμένες στοὺς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες.
Τὸ ἱερὸ Βῆμα λοιπὸν χωρίζεται ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ μὲ το τέμπλο, τὸ ὁποῖο διαμορφώθηκε σταδιακὰ ὅπως ἀναφέρθηκε ἤδη ὅποτε πῆρε τὴ σημερινή του μορφή. Τὸ σημερινὸ τέμπλο, ὅπως δείχνει καὶ ὁ M. Winkler, εἶναι καταρχὴν τὸ χώρισμα πού, ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, τὸν καιρὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομόνωνε τὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸν ναό. Ὄντας διαφανές, (ἀποτελούμενο γενικὰ ἀπὸ ἕνα πέτρινο ἢ μαρμάρινο ἰκρίωμα, ἐλάχιστα ἀνασηκωμένο καὶ διακοσμημένο μὲ χριστιανικὰ ἐμβλήματα), συμβόλιζε τὴ διάκριση καὶ ταυτόχρονα τὴ συνάντηση, ἀλλὰ χωρὶς χωρισμό, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, τοῦ αἰώνιου, οὐράνιου κόσμου καὶ τοῦ ἐφήμερου, γήινου κόσμου, τῆς ἔνδοξης Ἐκκλησίας ποὺ ἔχει ἤδη ἀνεβεῖ στοὺς οὐρανούς, στὸν Χριστὸ καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βασανίζεται καὶ μάχεται.
Σήμερα, στὰ εἰκονοστάσια βρίσκονται ἀφενὸς ζωγραφισμένες μεγάλες εἰκόνες, ἀφετέρου, κάτω ἀπὸ αὐτές, εἶναι ἀνηρτημένες μικρὲς εἰκόνες μὲ τὸ ἴδιο θέμα γιὰ προσκύνηση. Οἱ μεγάλες εἰκόνες ποὺ παρετίθενται σὲ αὐτὸ εἶναι αὐτὲς της Παναγίας ἀπὸ ἀριστερά, τοῦ Χριστοῦ στὰ δεξιά, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστοῦ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς ἀριστερά της Παναγίας.
Ἡ Θεολογία τοῦ τέμπλου
Τὸ τέμπλο ἢ φράγμα δὲν εἶναι καινοτομία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνέχεια ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τό τέμπλο ἀντικατέστησε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ (τοῦ Σολομῶντος), ὅπου ἔκρυβε τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν κυρίως Ναό.
Τὸ Εικονοστάσιο ἢ Τέμπλο χωρίζει τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναό, διαχωρίζει τὴν ἁψίδα μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριο. Ὡστόσο δὲν ἀποτελεῖ διαχωριστικὸ τοῖχος, ἀλλὰ συνδετικὸ κρίκο μεταξὺ τῶν δύο κόσμων, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ. Εἶναι ἕνα σύνορο ποὺ χωρίζει τὸν ἀνθρώπινο κόσμο (κυρίως ναὸς) ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο (ἱερὸ βῆμα). Τὸ σημερινὸ τέμπλο ποὺ βλέπουμε στὶς ἐκκλησίες μας διαμορφώθηκε ἔτσι ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ «μπαρὸκ» (εἰκονοστάσια Ρωσίας, Βαλκανίων, Ἱεροσολύμων καὶ Ἁγίου Ὄρους). Πάνω στὸ εἰκονοστάσι τοποθετοῦνται οἱ ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστης μας. Στὸ πάνω μέρος τοῦ εἰκονοστασίου βρίσκεται τὸ λεγόμενο δωδεκάορτο. Ἐπίσης τοποθετοῦνται στὸ πάνω μέρος τοῦ εἰκονοστασίου σὲ μικρὸ μέγεθος οἱ εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν. Στὴν κορυφὴ τοποθετεῖται ὁ σταυρὸς μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο ποὺ ἀπεικονίζουν τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διακόσμηση μὲ τὴν ἄμπελο συνήθως συμπληρώνει τὴν ὅλη εἰκόνα τοῦ εἰκονοστασίου. Οι πιστοὶ εἶναι τὰ κλήματα ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ἄμπελο τὴν ἀληθινὴ γιὰ νὰ πάρουν τὴ θεία ζωὴ καὶ νὰ ἀνέβουν στὰ οὐράνια.
Τὸ Ἅγιο Βῆμα πολὺ νωρὶς συνδέθηκε μὲ τὸν χῶρο τοῦ ὑπερώου ὅπου ελαβε χώρα ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος. Συμβόλιζε ἐπίσης τὸ θεοδόχο ὄρος Σινᾶ, στὸ ὁποῖο καλυμμένο «ζόφῳ καὶ γνόφῳ καὶ θυέλλῃ» εἰσέρχεται ὂ ἱερέας σὰν ἄλλος Μωυσὴς γιὰ νὰ τελετουργήσει τὸ μυστήριο.
Πολλοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ τέμπλο καὶ εἶδαν διάφορους συμβολισμούς σ’ αὐτό, ἰδιαιτέρως ὅμως ἐξαίρονται τὰ βημόθυρα, ἡ Ὡραία Πύλη.
Σ’ αὐτὰ εἶδαν την Θεοτόκο, ἢ ὁποία γίνεται ἡ θύρα τὴν ὁποία διέρχεται ὂ Χριστὸς γιὰ νὰ ἔλθει στὸν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν μὲ τὴν διακονία Της στὸ μυστήριο τῆς Δεσποτικῆς Οἰκονομίας ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε ἡ Πύλη ποὺ βλέπει ἀνατολικά. Γι΄ αὐτὸ πρὶν ἀρχίσει τὴ Θεία Λειτουργία ὁ λειτουργὸς ἱερέας, ἀνοίγοντας τὴν Ὡραία Πύλη – ἐπὶ τῆς ὁποίας ἁγιογραφεῖται συνήθως ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου – λέγει τὸ κατανυκτικὸ τροπάριο «Τῆς εὐσπλαχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν εὐλογημένη Θεοτόκε…». Ζητᾶ ἔτσι ἀπὸ τὴν Παναγία ν’ ἀνοίξει τὴν πύλη τῆς μητρικῆς Της ἀγάπης γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ Χριστός μεσα στους πιστους και αυτοί να εισελθουν μεσα σ’ Αὐτόν.
Θὰ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι τὸ τέμπλο δὲν εἶναι κάτι ποὺ διαχωρίζει τὸ ἱερὸ ἀπὸ τὸ βέβηλο, τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὸ μὴ Ἅγιο. Ἴσως σὲ κάποια στιγμή – σὲ ἐποχὲς καὶ περιστάσεις δύσκολες – νὰ ἀπέκοψε τρόπον τινὰ τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν τελεσιουργία τοῦ Μυστηρίου τῶν Μυστηρίων. Παρόλα αὐτὰ ἀντιθέτως συμβολίζει κάτι τὸ τελείως διαφορετικό.
Ἄλλες φορές ἁπλό, ἄλλες πιὸ σύνθετο, διαφορετικὸ ἀπὸ ναὸ σὲ ναὸ τὸ τέμπλο, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, χωρίζει καὶ ταυτόχρονα ἑνώνει τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴ Γῆ, Τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο! Ἄλλως μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι εἶναι προορισμένο γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπό. Προορισμένο νὰ συμβολίζει τὴ συνάντηση καὶ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τοῦ Οὐρανοῦ μὲ τὴ Γῆ, μὲ τὴ συμμετοχὴ ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας στὴ μεσιτεία καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναδικοῦ Μεγάλου Ἱερέα, τὸ τέμπλο δὲν μοιάζει νὰ ἔχει παρεκτραπεῖ ἀπὸ τὸ σκοπό του, ἀφοῦ σταματᾶ καὶ συλλαμβάνει, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν προσευχὴ τοῦ χριστιανικοῦ συνόλου, ἀντὶ νὰ τὴν ὁδηγεῖ καὶ νὰ την ἀναμειγνύει, ὅπως τὸ νερὸ ἀναμειγνύεται μὲ τὸ κρασὶ τῆς Εὐχαριστίας, στὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία.
Ἐξάλλου δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς κλῆρος καὶ λαὸς συμμετέχουν στὰ Μυστήρια καὶ πὼς ὅλοι μαζί, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας πορευόμαστε πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Θεός ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς ἑνώνει, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς χωρίζει. Ἡ Θεολογία τοῦ τέμπλου ἐν κατακλείδι εἶναι ὁ προορισμὸς ἐκεῖνος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ τοῖχος ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τὸ ἱερὸ ἀπὸ τὸν ὑπολοιπο Ναό, ποὺ ναὶ μὲν χωρίζει, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἑνώνει μυστικὰ Θεὸ καὶ άνθρωπο!
Λειτουργική σημασια τοῦ τέμπλου – Λειτουργική Ἀναγέννηση
Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση στοχεύει στὴν κατάργηση τοῦ τέμπλου στὴ σημερινή του μορφή, ποὺ ἐπιτείνει τὴ διάκριση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ ἀναγέννηση αὐτὴ δὲν συνιστᾶ την ἐπαναφορὰ τοῦ πρωτοχριστιανικοῦ μοντέλου, ἀλλὰ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε μετὰ τὸ θρίαμβο τῶν εἰκόνων, μὲ «στήλους» (ἐξ οὗ καὶ ὁ γνωστὸς ὅρος «ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων») καὶ χαμηλὰ θωράκια, στὸ ὕψος τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσαν νὰ τοποθετηθοῦν μικρὲς φορητὲς εἰκόνες, ἀντὶ τῶν γιγαντιαίων σημερινῶν. Στοχεύει μὲ ἄλλα λόγια στὴν ἐπαναφορὰ τῆς ὀρθόδοξης ναοδομίας στὴν ἀρχική της μορφὴ (παλαιοχριστιανικὴ ἢ πρώιμη βυζαντινή), μὲ ἀνάδειξη τῶν στοιχείων ἐκείνων ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πρωτοποριακὴ ἐπανάσταση τῆς βυζαντινῆς τεχνοτροπίας τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπογραμμίζει (α) τὴ φωτεινότητα τοῦ χώρου, καὶ (β) τὸ εὐρύχωρο στὴ λειτουργικὴ διαρρύθμιση τοῦ χώρου. Μὲ ἁπλὰ λόγια στόχος αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης εἶναι ἡ συμμετοχὴ τῶν λαϊκῶν ποὺ θὰ πρέπει νὰ μετατραποῦν ἀπὸ ἁπλοὶ θεατὲς καὶ παθητικοὶ δέκτες τῶν τελουμένων σὲ ἐνεργητικοὶ συλλείτουργοι.
Ὅπως καὶ νἄχει, τὸ τέμπλο μικρὸ ἢ μεγάλο, ξύλινο ἢ μαρμαρινο, μὲ θαυμαστό, μεγαλοπρεπῆ διακοσμο ἢ μὲ ἁπλὸ διακοσμο τὸ τέμπλο συμβολίζει τὴν ἕνωση τοῦ Οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ, τὴν ἐπικοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Κατεβαίνει ὁ Οὐρανός, ὁ Θεὸς στὴ γῆ κατὰ τὴν τελεσιουργία ἐνός μυστηρίου καὶ εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει τοὺς πιστούς . Τὸ τέμπλο δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ, ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ πρίν, ὅτι διαχωρίζει τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὸ μὴ Ἅγιο· σὲ καμμία περιπτωση δὲν γίνεται κάτι τέτοιο. Τὸ φράγμα κυριολεκτικὰ καὶ ἀνθρώπινα, ὑλικὰ χωρίζει τὸν ἀνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, νοητά, πνευματικὰ καὶ ψυχικὰ ὅμως τοὺς ἑνώνει. Μὲ τὰ γήινα μάτια φαίνεται ἡ ἀποκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πλήρης ἕνωση καθὼς στὸ τέμπλο σταματοῦν καὶ ἀνεβαίνουν οἱ προσευχὲς τῶν πιστῶν στὸν Οὐρανό, στὸν Θεό.
Μαρίας Χατζηγκούμα
Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας ΑΠΘ
Ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Ἀρχαιολογίας Ε΄ ἑξαμήνου
πηγή:
http://proskynitis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_7116.html