Ὁ λόγος γιά τόν ὁποίο, ὅταν ἐγκαταλείψαμε τήν μονή Προυσοῦ, ἐγκαταβιώσαμε στην μονή Δοχειαρίου ἦταν ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Γοργοϋπηκόου, τήν ὁποία ἰδιαίτερα εὐλαβοῦντο οἱ Κολλυβάδες καί ἀπ’ ὅπου πέρασαν ἄφησαν εἰκόνες -ἀντίγραφα καί διηγήσεις τῶν θαυμάτων Της. Ὡς διάδοχοι τῶν Κολλυβάδων, ἀπό τούς Γεροντάδες μας, Ἀμφιλόχιο Πάτμιο καί Φιλόθεο Λογγοβαρδίτη, προτιμήσαμε νά ἀσκήσουμε τήν μοναχική πολιτεία στίς ἀγαπητές αὐλές τῆς Γοργοϋπηκόου, παρά τήν ἐγκατάλειψη καί τήν ἀνέχεια τῆς Μονῆς. Συναντήσαμε, βέβαια, πολλές δυσκολίες. Κάποιες ἀπ’ αὐτές σχετίζονται μέ τήν εἰκόνα τῆς Γοργοϋπηκόου.
Πρῶτα–πρῶτα γιά τό ὄνομα Γοργοϋπήκοος. Πολλοί πεπαιδευμένοι ἀμφισβήτησαν τό ὄνομα Γοργοϋπήκοος καί ἐπέμεναν ὅτι ὀνομάζεται Γοργοεπήκοος. Ὅμως, στήν χειρόγραφη παράδοση τῆς Μονῆς, τήν ὁποία ὑποστηρίζει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος, φέρεται ὡς Γοργοϋπήκοος. Αὐτό τό ὄνομα θέλησε νά δώση ἡ Παναγία στήν εἰκόνα Της.Οἱ φιλόθεες ἀδολεσχίες ἀμφισβητοῦν τό θαῦμα καί τά γενόμενα στόν χῶρο τῆς Εἰκόνος. Ἐμεῖς λοιπόν, Γοργοϋπήκοο τήν παραλάβαμε καί Γοργοϋπήκοο τήν ὀνομάζουμε καί τήν ψάλλουμε καί τήν μεγαλύνουμε. Καί ἀφήνουμε τούς φιλολογοῦντες στίς ἐρεσχελίες τους καί στήν κλονισμένη πίστη τους, στό μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλωθέντος μοναχοῦ γιά τήν ἀσέβειά του νά μαυρίζη τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.
Δεύτερη δυσκολία ἦταν ὅσον ἀφορᾶ τήν παράκληση τῆς Γοργοϋπηκόου. Στό πανάγιο ὄνομά Της ὑπάρχουν τρεῖς παρακλήσεις· μία μέ ἱκετευτικό καί παραμυθητικό χαρακτῆρα, ποίημα Ἰωάννου μοναχοῦ, σύμφωνα μέ τό «Ὑγράν διοδεύσας», μία θριαμβευτική τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ναξίου, στούς ἴδιους εἱρμούς, καί μία ἄλλη, τοῦ ἰδίου, σύμφωνα μέ τό «Ἁρματηλάτην Φαραώ». Ἡ πρώτη ἀπό αύτές ἦταν ἡ μόνη γνωστή καί τήν χρησιμοποιούσε ἀνέκαθεν τό μοναστήρι. Ἦταν μάλιστα τυπωμένη σέ βιβλιαράκια καί ἐψάλλετο ἀπό τούς χριστιανούς. Ὁ νῦν ἡγούμενος μέσα ἀπό τά χειρόγραφα ἀνέσυρε τήν ἄγνωστη μέχρι τότε παράκληση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἡ ὁποία παιανίζει τά θαύματα τῆς Γοργοϋπηκόου καί τραγουδᾶ τά μεγαλεῖα Της μέ τίς αὖρες τοῦ Ἀρχιπελάγους. Ὡς Ἀρχιπελαγίτης τήν μελοποίησε καί τήν ἔβαλε σέ χρήση στό μοναστήρι του. Αύτή ἡ παράκληση ψάλλεται τριανταδύο χρόνια τώρα. Καί τά μικρά παιδιά ἀκόμη τήν ψάλλουν στούς δρόμους καί οἱ μαννάδες στίς κάμαρες τῶν ἄρρωστων παιδιῶν τους καί οἰ χειρώνακτες στήν δουλειά τους καί οἱ ὁδηγοί στό τιμόνι τους.
Δυστυχῶς ὅμως στήνἘκκλησία ὑπάρχουν τά πιό ἀνυπόληπτα πρόσωπα. Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο χῶρο, θά βρῆς τήν ἀνυποληψία. Τό ζήσαμε αὐτό σέ ὅλο τό μεγαλεῖο του μετά τήν ἑπταετία.Ἡ Ἐκκλησία ἐκθρονίζει ἐπισκόπους πού οὐδέποτε ἔδωσαν ἀφορμή σκανδαλισμοῦ, οὔτε ἐν ἔργῳ οὔτε ἐν λόγῳ. Ποῦ σκανδάλισε ὁ Λαρίσης Θεολόγος, ποιόν φαρμάκωσε ὁ Παραμυθίας Παῦλος ὁ ἁπλοῦς, ὁ Ἠλίας ὁ Βόλου καί ὁ πολυμαθέστατος καί διδακτικώτατος Νικόδημος Γκατζιρούλης, καί ἀντικαταστάθηκαν μέ ἀνθρώπους, πού στήν πατρίδα μου τούς χαρακτηρίζουν «σημειωμένους»( ὀνόματα δέν θά μνημονεύσω); Κανείς άπό αὐτούς δέν εἶπε: «Μά πῶς θά πάω ἐγώ νά ἀντικαταστήσω τόν ἁπλό, τόν ἀκατηγόρητο, τόν φτωχό, τόν φίλεργο; Πέστε μου ποῦ ἔφταιξε, γιά νά ἀναπαύσω τήν συνείδησή μου καί νά τόν ἀντικαταστήσω». Τίποτα ἀπό αὐτά, ἀλλά μέ κεκαυμένη τή συνείδηση προχώρησαν καί ἀνέβηκαν στούς θρόνους τῶν ἁγίων Νικολάου Χαλκίδος, Κωνσταντίνου Καρδίτσης καί λοιπῶν καί λοιπῶν...
Τά ἴδια συμβαίνουν καί στά γράμματα. Πρό ἐτῶν ὁ ἡγούμενος ἑνός μετοχίου τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους πῆρε τόν παρακλητικό κανόνα, ὅπως ψάλλεται στήν μονή Δοχειαρίου, τόν παραποίησε λίγο καί τόν κυκλοφόρησε σέ κασέτες, λές καί οἱ πατέρες τῆς μονῆς Δοχειαρίου ἦταν λίγοι, γιά νά ψάλουνε τήν Παναγία, λές καί ἡ μονή Δοχειαρίου εἶναι ἐγκαταλελειμμένη καί δέν διαθέτει πιστούς διακόνους νά ψάλουν τά μεγαλεῖα τῆς Γοργοϋπηκόου. Εἶναι σάν νά πιάσουμε ἐμεῖς οἱ Δοχειαρίτες νά ψάλουμε τόν παρακλητικό κανόνα τῆς μονῆς Προυσοῦ( πού τό δικαιούμαστε ἄλλλωστε, διότι περάσαμε ἀπό κεῖ καί κτίτορες ἐγενόμεθα) ἤ τῆς μονῆς τοῦ Κύκκου. Ὤχ, αὐτή ἡ ἀνυποληψία μέσα στόν χῶρο τῆς μοναδικῆς ἀριστοκράτισσας ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας!
_Ἡγούμενέ μου, δέν ἔχει κανόνες εἰς τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἔχει ἰδιόμελα νά παιανίσης μέ τούς μοναχούς σου, παρά παρέκαμψες τήν πιό πλούσια ὑμνολογία καί πιάστηκες μέ τόν κανόνα τῆς Γοργοϋπηκόου; Λές καί τά παιδιά Της, οἱ διακονητές Της, εἶναι ἄμοιροι μουσικοῦ ταλέντου καί ἄφωνοι καί ἄκαρδοι.
Τότε εἶπα: «Λίγο τό κακό, ἄς μήν ὁμιλήσω». Τώρα ὅμως γλυκόφθογγος ἀηδών τῶν Ἀθηνῶν κυκλοφορεῖ κασέτα, στήν ὁποία καταπιάνεται νά ἀποδώσει ἐκεῖνος « ἐγκαρδιώτερα»τήν παράκληση τῆς Γοργοϋπηκόου. Καί πράγματι ἡ καλλιέπεια ρέει ἀπό τά χείλη του σάν ποταμός χρυσόρροος...
-Χριστιανέ μου, δέν εἶναι στήν ἴδια τάξη τοῦ μικροῦ καί τοῦ μεγάλου παρακλητικοῦ κανόνα ὁ κανόνας τῆς Γοργοϋπηκόου»· εἶναι κτῆμα τῆς μονῆς Δοχειαρίου καί παρακαταθήκη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου σ’ αὐτό τό ἅγιο μοναστήρι. Πότε ἦρθες νά ἐρευνήσης τήν χειρόγραφη παράδοση τῆς λατρείας στήν μονή Δοχειαρίου; Τήν βρῆκες ἕτοιμη καί τήν τσαμπουνᾶς καί τήν γυροφέρνεις σάν τό κατάξερο ψωμί μέσα στό στόμα σου, γιά νά γλυκαθῆς. Μήτε τό ψάχνεις, μήτε τό ἐρευνᾶς, μήτε ρωτᾶς, σάν νά εἶναι ἡ μονή Δοχειαρίου ἐρημοκκλήσι στίς παρυφές τοῦ Ἄθωνα. Ἄν εἶσαι μεγάλος μουσουργός καί μουσικός, ἑκατοντάδες ὕμνοι ὑπάρχουν στίς βιβλιοθῆκες τῶν Μονῶν ἄγνωστοι στούς πολλούς. Γιατί δέν παίρνεις ἕναν ἀπό αὐτούς νά ψάλης, παρά ὑποκλέπτεις σάν τό πεινασμένο ποντίκι τό τυρί μέσα ἀπό τό στόμα τῶν Δοχειαριτῶν μοναχῶν καί τό παρουσιάζεις κασέρι, λές καί ἐμεῖς τό προσφέρουμε φέτα ξυνισμένη, πού ἔχει τή δυνατότητα μόνον ὁ φτωχός λαός νά τήν γεύεται;
Ἐπιτέλους πότε θά σταματήσει αὐτή ἡ ἀνυποληψία μέσα στήν Ἐκκλησία; Πότε θά ἀρχίσουμε νά σεβώμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον; Πότε θά παρουσιαζώμαστε σπουδαῖοι μέ τούς δικούς μας κόπους, μέ τίς δικές μας μελέτες; Πότε τό φῶς πού θά ἐκπέμπουμε θά εἶναι ἀπαύγασμα τῆς καρδιᾶς μας καί τῆς ζωῆς μας; Ὄχι πιά κλέφτες μέσα στήν Ἐκκλησία. «Αὐτός πού δανείζεται- λέγει ἡ Ἁγία Γραφή- αὐτό πού φτιάχνει εἶναι τοῦ δανειστῆ, δέν εἶναι τοῦ δανειζομένου.»
Καί ὁ ραδιοφωνικός σταθμός τοῦ Πειραιᾶ ἄς προσέξη νά μήν καταντήση κίτρινο φύλλο. Ὅλα τά χρόνια ἔβαζε τόν κανόνα τῶν Δοχειαριτῶν καί τώρα τόν ἀπέρριψε καί βάζει τόν κανόνα τόν μελίρρυτο ἑνός παπᾶ, πού ἴσως ποτέ δέν ἦρθε νά προσκυνήση τήν Παναγία, καί ὅταν τόν ἀκοῦς ἔρχεται στόν νοῦ σου ἡ τραγουδίστρια Φεϊρούζ ἀπό τόν Λίβανο.
Ἡ παράκληση αὐτή δέν βγαίνει οὔτε ἀπό τόν φλοῖσβο τῆς θάλασσας οὔτε ἀπό τήν αὔρα τῶν βουνῶν· βγαίνει ἀπό τίς θυρίδες τῶν κέντρων διασκεδάσεως. Ψάλλει σάν αὐτόν πού ἔχασε τόν ἔρωτά του καί ψάχνει νά τόν βρῆ. Ψάλλει μέν μέ πάθος, ἀλλά ὄχι μέ θεῖο πόθο. Σ’ αὐτήν τήν ψαλμώδηση δέν ὑπάρχει τίποτε αὐθόρμητο, τίποτε πηγαῖο· ἀπίθανα ψεύτικη. Καλή φωνή, μπερδεμένη ὅμως μέ τό σύγχρονο τραγούδι τοῦ ξεχασμένου ἔρωτα. Εὐχαρίστως ἀκούγεται ἀπό παθιασμένους ἀνθρώπους, ἀλλά δέν ψάλλεται στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι βιωματική, εἶναι φτιαχτή, ἐπειδή αὐτός πού ψάλλει δέν βρῆκε τήν ἀγάπη του γιά τήν Παναγία· δέν ἔγινε ἡ Παναγία ἀποκούμπι στή ζωή του. Προσπαθεῖ μέ ἐπιτηδεύσεις καί μέ φωνή τρυφερή, ἀλλά ἄκαρπη, νά ἑλκύση τήν ἀγάπη τῆς Παναγίας.
Τά αἰώνια πράγματα εἶναι αὐθόρμητα, πηγαῖα, καί ὄχι μέ φτιασίδια καί ἐπιτηδεύσεις. Ἡ ψαλμωδία βγαίνει μέσα ἀπό τά σπλάγχνα τῶν πιστῶν καί πλαταίνει τό στόμα τους, γιά νά διαλαλῆ αὐτά πού διηγοῦνται ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς ψάλλουμε τόν ἔρωτά μας, αὐτόν πού γνωρίζουμε καλά, ὅπως μᾶς τόν δίδαξαν οἱ πατέρες μας. Ἡ παράκληση τῆς Γοργοϋπηκόου συνεχίζει τήν αἰώνια ἑλληνική ψαλμωδία, εἶναι ὁ ἀπόηχος τῶν αἰώνων μέσα στήν τρικυμισμένη θάλασσα, πού λέγεται ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Ἡ ὕμνηση τῆς Παναγίας δέν ἐκφράζεται μέ μουσικές ἐπιτηδεύσεις. Ἡ Παναγία εἶναι λατρευτή ἀπό τούς Ἀγγέλους καί ἀπό τούς ἀνθρώπους, στούς ὁποίους δέν ἔφθασε τό ὕφος τό λυρικό καί παθιασμένο.
Ἡ παράκληση τῆς Γοργοϋπηκόου ψάλλεται ἀπό πονεμένα στόματα καί στό ὄνομά Της σταυροσημειώνονται χέρια ροζιασμενα. Καί οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού τήν ψάλλουν εἶναι καταπονημένες, δέν ἔχουν ἀκόμα ἐλαφρώσει. Βγάζουν καημούς ὅπως τούς ἔχουν μέσα τους· ὄχι μελοδράματα. Μαννάδες πού ἔχουν χάσει τά δόντια τους, ἔχουν ξεφλουδίσει τά χέρια τους στίς μπουγάδες, στόν φοῦρνο, στήν λάτρα τοῦ σπιτιοῦ, παπποῦδες πού ἔχουν μαδήσει οἱ πώγωνες καί τά μουστάκια τους στ’ ἀλέτρι, τό τσαπί καί τό δικέλλι, γυναῖκες πού κλείνουν τά μάτια τῶν νεκρῶν τους, χειρώνακτες πού κύρτωσαν στό μεροδούλι καί ξαποσταίνουν, ἀκουμπώντας στήν ὄχερη τοῦ άλετριοῦ, καί θυμοῦνται τά περασμένα καί ὀνειρεύονται τί θά τούς ἀπαντήση τό ξημέρωμα τῆς ἄλλης μέρας. Ὄχι τρυφερές κοπέλες, πού δέν τίς ἄγγιξε ἡ τυράγνια τῆς ζωῆς.
Ἡ παράκληση εἶναι γιά τόν πολύ λαό, ὄχι γιά τον καλλικέλαδο ψάλτη καί τόν φτιασάρη παπᾶ. Μέσα ἀπό μιά παράκληση βιογραφεῖς τή ζωή τοῦ Ἕλληνα, τοῦ τυραννισμένου, τοῦ καταπιεσμένου, τοῦ καταπονημένου. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μάννα τοῦ πόνου, τῆς ἀλήθειας, τοῦ ἀνυπέρβλητου. Μακάρι νά τό καταλάβη ὅποιος ψάλλει παράκληση καί ὄχι νά φτιάχνη φωνή ἀνοίκεια στή φύση του.
Ψάλε μιά τέτοια παράκληση κι ἐμεῖς μαζί σου.
Ἔπειτα, ἄν θέλη κανείς νά βγῆ στό μεϊντάνι ψάλτης καί συγγραφέας, ἄς μάθη πρῶτα δυό γκλίτσες γράμματα, ὅπως λέγαν οἱ παλιοί. Δέν εἶναι αἰσχύνης ἄξιον στίς μέρες μας νά κυκλοφορεί κασέτα μέ λάθη άκόμα καί στήν ἀπαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου; Πενήντα χρόνια πίσω ἡ Ἐκκλησία, στούς ὀλιγογράμματους παπᾶδες τῆς ὑπαίθρου; Τό συνοδευτικό κείμενο στή θήκη τοῦ CD, ἀποτελεῖ κατά τό ἥμισυ καί πλέον ἕνα κακότεχνο ἐγκώμιο στόν μουσουργό! Αὐτοσυστήνεται καί χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του μέ ἀλλεπάλληλους πομπώδεις προσδιορισμούς καί σχήματα λόγου. «Πολύ μογίσαντι»,( ἀντί τοῦ ὀρθοῦ «πολλά μογήσαντα») «ἀόκνως συλλέξαντι»,( ἀπό ποῦ ἆραγε καί μέ τόσο κόπο; Μήπως ἀπό τό βιβλιαράκι τῆς Παρακλήσεως τῆς Μονῆς Δοχειαρίου;) Εἶναι ὁ «ἡδυμόλπως ᾄσας», μήπως καί «ὁ γοργῶς ὑπακούων»,ἀντί γιά τήν Παναγία, ἀφοῦ, ἐκτός ἀπό τή λανθασμένη χρήση ὅλων τῶν πτώσεων στή μακροσκελέστατη αὐτή περίοδο, χρησιμοποιεῖ ἐδῶ καί ἀρσενικό γένος; Παρομοιάζει τόν ἑαυτό του με νυκτικόρακα ἀγρυπνοῦντα καί καλλικέλαδον ἀηδόνα ἀγλαΐζουσαν! Εἶναι καί θήτης! Φαίνεται πώς ἐκεῖνο τό «θῆτα» στή θήκη τοῦ CD εἶναι κυριολεκτικό καί ὄχι ...ὀρθογραφικό λάθος. Θῆτες λοιπόν καί σήμερα οἱ ἱεροθύτες; Καί ἀφοῦ εἶναι ὄντως ἔτσι, γιατί θέλουν νά παρουσιάζωνται γνῶστες τῆς ἀρχαίας γλώσσας μας καί νά τήν χειρίζωνται γιά ἐντυπωσιασμό τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν; Εἶναι ὁ «ἀλεξίσας» ( ἀντί τοῦ ὀρθοῦ: ἀλεξήσας) μέν «τά τοῦ βίου τερπνά καί ἡδέα», ἀλλά «δι’ ἑαυτόν»!!! Ἐπισυνάπτει δέ ἀρχαιοπρεπῶς καί τό ἀνύπαρκτο «ποίκλιν», ἀντί τοῦ «ἐπίκλην» καθώς καί τό νεοελληνικό «ἐσέ» πλαισιώνοντας τά πάντα μέ πλείστους σολοικισμούς καί βαρβαρισμούς. Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές καί γιά τούς ἐπαΐοντες παραθέτουμε αὐτούσιο τό ἀσυνάρτητο συνοδευτικό κείμενο τοῦ CD, καί τήν ἐπιεικέστατη διόρθωσή του ἀπό τόν καλό μελετητή.
«Τῷ πολύ μογίσαντι, τῷ ἀόκνως συλλέξαντι, τῷ ἡδυμόλπως ᾄσαντι, Σύ, τῷ γοργῶς ὑπακούοντι, ἀγάπης πολλῆς καί χρέους καί τιμῆς ὡς νυκτικόραξ ἀγρυπνῶν, ὡς καλικέλαδος ἀηδών ἀγλαΐζουσα, πρόσδεξαι θῆτα τοῦ Υἱοῦ σου καί λειτουργόν, τόν ἀλεξίσαντα τά τοῦ βίου τερπνά καί ἡδέα δι’ ἑαυτόν, τόν μόνον ἐράσμιον Χριστόν. Τόν ποίκλιν λέγοντα Ἀλέξιον, τόν ταπεινόν ἱερουργόν, πρόσδεξαι σύν τοῖς λοιποῖς πρός σέ κράζοντα, Γοργοεπήκοε βοηθέ, καί μεσίτευσον ἐν τάχει δι’ αὐτόν καί τοῖς ἀκούουσι ταῦτα, τά ἑαυτοῦ δι’ ἐσέ συλλεγέντα. Καί αὐτοῖς τε καί αὐτῷ πάντα τά πρός σωτηρίαν ἐξ αὐτῶν γεννηθέντα ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν παράσχου, μήτηρ Θεοῦ, ἡ Παναγία ἠμῶν.»
(Οι υπογραμμίσεις τῶν λαθῶν δικές μας)
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟ
«Τόν πολλά μογήσαντα, τόν ἀόκνως συλλέξαντα, τόν ἡδυμόλπως ᾄσαντα, ἐξ ἀγάπης πολλῆς καί χρέους καί τιμῆς, ὡς νυκτικόρακα ἀγρυπνοῦντα, ὡς καλλικέλαδον ἀηδόνα ἀγλαΐζουσαν, Σύ, ἡ Γοργῶς Ὑπακούουσα, πρόσδεξαι· τόν θύτην τοῦ Υἱοῦ Σου καί λειτουργόν, τόν ἀλεξήσαντα τά τοῦ βίου τερπνά καί ἡδέα δι’ Αὐτόν τόν μόνον ἐράσμιον Χριστόν. Τόν ἐπίκλην καλούμενον Ἀλέξιον, τόν ταπεινόν ἱερουργόν μή παρίδῃς σύν τοῖς λοιποῖς πρός Σέ κράζοντα, Γοργοϋπήκοε βοηθέ, ἀλλά μεσίτευσον ἐν τάχει ὑπέρ αὐτοῦ καί τῶν ἀκουόντων τά μελῳδήματα ταῦτα τά ὑπ’αὐτοῦ διά Σέ συλλεγέντα. Παράσχου δέ πᾶσιν ἡμῖν τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα, Μῆτερ Θεοῦ, ἡ Παναγία ἡμῶν».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ –ΣΧΟΛΙΑ
1. «Τῷ πολύ μογήσαντι....ἄσαντι.»Τό ρήμα τῆς πρότασης «πρόσδεξαι» ἀπαιτεῖ ἀντικείμενο σέ αιτιατική πτώση. Οἱ ἀλλεπάλληλες δοτικές πρέπει νά μετατραπούν σέ αιτιατικές.
2. «Πολύ»: διορθώνουμε: πολλά: γιατί παραλείπεται τό σύστοιχο ἀντικείμενο καί παραμένει ὁ ἐπιθετικός του προσδιορισμός στόν πληθυντικό ἀριθμό καί στό οὐδέτερο γένος.
3. «Μογίσαντι»= μογήσαντι: διορθώνουμε μέ η γιατί τό ομηρ. ρῆμα εἶναι μογέω (κατά τό ποιέω-ῶ)
4. «Τῷ γοργῶς ὑπακούοντι»: Προφανῶς ἐδῶ ἀναφέρεται στήν Παναγία. Ἡ δοτική ἀρσενικοῦ γένους πρέπει νά μετατραπῆ σέ ὀνομαστική θηλυκοῦ γένους πού θά προσδιορίζη τό Ὑποκείμενο τῆς πρότασης: «Σύ, ἡ Γοργῶς ὑπακούουσα».
5. «ἀγάπης πολλῆς καί χρέους καί τιμῆς»: πρέπει νά μετατραπούν σέ ἐμπρόθετους προσδιορισμούς τῆς αἰτίας ἤ σέ δοτική τῆς αἰτίας: ἐξ ἀγάπης.....(:ἀναγκαστικό αἴτιο: ἡ αἰτία πού προκαλεῖ τήν ἐνέργεια τοῦ ρήματος).
6. «ὡς νυκτικόραξ...ἀγλαΐζουσα».: Η πτώση καί πάλι ἀτυχῶς ἀλλάζει ἀπό δοτική σέ ὀνομαστική, ἐνῶ ἡ σύνταξη ἀπαιτεῖ τήν αἰτιατική, ἀφοῦ πρόκειται ξανά γιά τό ἀντικείμενο τοῦ ρήματος πρόσδεξαι.
7. «Καλικέλαδον»: Ἡ λέξη γράφεται μέ δύο λ.
8. Χωρίζουμε τή μακροσκελέστατη περίοδο σέ δύο περιόδους μέ τήν ἄνω τελεία.
9. «Θῆτα»! : ὁ θής, τοῦ θητός, τόν θῆτα, οἱ θῆτες: ἡ κατώτερη κοινωνική τάξη τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας. Προφανῶς ὁ συγγραφέας ἤθελε νά γράψη «θύτην».
10. «ἀλεξίσαντα»: τό ρῆμα ἀλέξω σχηματίζει τύπους ὡς ἐκ ρήματος ἀλεξέω( κατά τό ποιέω- ῶ: ἀλεξήσαντα: θά γραφῆ μέ η.
11. «δι’ ἑαυτόν»: Νοηματικά δέν μπορεῖ νά σταθῆ: ἀπομάκρυνε τά τερπνά γιά τόν ἑαυτό του; Πρέπει νά διορθωθῆ : «δι’ Αὐτόν τόν μόνον ἐράσμιον Χριστόν».
12. «Ποίκλιν»! : Δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ λέξη. Τό ἐπίκλην: κατ’ ἐπωνυμίαν, ὀνόματι.
13. «Λέγοντα»: διορθώνουμε:λεγόμενον ἤ καλούμενον.
14. «Πρόσδεξαι»: τό ρῆμα ἐπαναλαμβάνεται καί στή δεύτερη πρόταση. Μπορεῖ στή β΄πρόταση νά ἀντικατασταθῆ :π.χ. «μή παρίδῃς».
15. «Μεσίτευσον δι’ αὐτόν»: εἶναι νεοελληνική σύνταξη. Στήν ἀρχαία ἑλληνική ἡ πρόθεση διά +αιτ. δηλώνει αἰτία. Διορθώνουμε: «ὑπέρ αὐτοῦ».
16. «Τοῖς ἀκούουσι»: Διορθώνουμε σέ γενική: «καί (ὑπέρ) τῶν ἀκουόντων», ἀφοῦ συνδέεται παρατακτικά(μέ τό σύνδεσμο καί) μέ τό ὑπέρ αὐτοῦ καί ἔχει τόν ίδιο συντακτικό ρόλο.
17. «Τά ἑαυτοῦ»: εἶναι κτητική ἀντωνυμία. Τό ὀρθό εἶναι τά ὑπ’ αὐτοῦ συλλεγέντα. Συμπληρώνουμε τή λέξη «μελῳδήματα» γιά περισσότερη σαφήνεια.
18. «ἐσέ»!: ἡ ἀντωνυμία στήν ἀρχαία ἑλληνική εἶναι: «σέ». Διορθώνουμε: «διά Σέ».
19. «Καί αὐτοῖς τε καί αὐτῷ... ἐξ αὐτῶν».: ἐπανάληψη τῆς λέξης αὐτός. Περισσότερο δόκιμη ἡ ἔκφραση: πᾶσιν ἡμῖν.
20. «Τά γεννηθέντα ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν παράσχου...» Ποιά γεννηθέντα ἐν ταῖς καρδίαις νά παράσχῃ; Καί ἀφοῦ ἔχουν γεννηθῆ γιά ποιό λόγο νά τά παράσχῃ ἐκ νέου;
21. «Μήτηρ»: εἶναι κλητική πτώση. Διορθώνουμε: Μῆτερ.
22. «ἠμῶν»:Ἡ ἀντωνυμία δασύνεται: ἡμῶν.
23. Μακροπερίοδος λόγος, ἀσάφεια, ἀπώλεια νοήματος.
Καί μιά τελευταία ἀπορία: Καλά ὁ θύτης· οἱ ἐργαζόμενοι στό στούντιο, θῆτες καί αὐτοί; Ἤ ἀκολουθοῦν τή δικηγορική ρήση: «Πλήρωσέ με καί κάνω μήνυση καί στόν ἑαυτό μου»;
Ὤχ αὐτή ἡ ἀνυποληψία μέσα στό χῶρο τῆς μοναδικῆς ἀριστοκράτισσας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος