Logo
Print this page

Λόγος εκφωνηθείς την 25 Μαρτίου 1942, του Διονυσίου Α. Ζακυθηνού,

Λόγος εκφωνηθείς την 25 Μαρτίου 1942

εις το Πανεπιστήμιον των Αθηνών

του Διονυσίου Α. Ζακυθηνού

από τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», της Γ΄ Λυκείου του 1981

Εις την αίθουσαν αυτήν, επί δεκάδας ετών, μαθηταί και διδάσκαλοι, λόγιοι και φιλόμουσοι προσήρχοντο κατ' έτος, δια να αναπολήσουν, να τιμήσουν και να εορτάσουν. Ευτυχές, υπερήφανον εγέμιζε το πλήθος τους δρόμους του άστεως. Επί του ιερού βράχου, συμβολίζουσα την αιωνίαν ένωσιν της αρχαίας με την νεωτέραν δόξαν, εκυμάτιζεν η γαλανόλευκος.

Και εφέτος, πιστοί εις τας παλαιάς εθνικάς παραδόσεις, συνήλθομεν επί το αυτό, δια να αναπολήσωμεν, όχι όμως και να εορτάσωμεν. Πένθος βαρύ, πένθος ζοφερόν απλώνεται υπέρ την Ελληνίδα γήν. Του πολέμου ο σίδηρος ηφάνισε τας πόλεις, εμάρανε τα δένδρα και τα άνθη. Χώραι ελληνικαί, ποτισμένοι με το τίμιον αίμα και με τα δάκρυα γενεών ολοκλήρων, ευρίσκονται δέσμιαι. Μυριόστομος από παντού ακούεται ο στόνος της δυστυχίας και του πόνου. Και όμως συνήλθομεν. Συνήλθομεν, διότι

επί  το  μέγα ερείπιον

η  Ελευθερία ολόρθη

πλανάται,

η δόξα καλύπτει με τα πτερά της τας πεδιάδας και τα όρη, εις τα λιπόσαρκα στήθη των ανθρώπων δεν εκάμφθη η ψυχή, δεν εξέλιπεν η ελπίς και το θάρρος.

Εις την αίθουσαν αυτήν, όπου επί δεκάδας ετών ηκούσθησαν της χαράς   και της   ελπίδος   τα μηνύματα, μακρά και ατελεύτητος παρελαύνει σήμερον η ένδοξος χορεία των ηρώων. Του Μαραθώνος  τα  τρόπαια,   της  Σαλαμίνος   τα  ξύλινα   συντρίμματα,   του Ακροϊνού και του Κλειδίου τα ανδραγαθήματα, αδελφωμένα με τους ηρωισμούς του Μεσολογγίου και των Δερβενακίων, είναι και παραμένουν τα σύμβολα της   πίστεως,   είναι οι ένδοξοι σταθμοί των μακρών δια την   ελευθερίαν   αγώνων. Και από κάτω η δόξα αγκαλιάζει τα πεδία των νεωτέρων ηρωισμών:  εδώ το Κιλκίς, εκεί η Δοϊράνη και, μακρότερον ακόμη, η Πίνδος με τα χιονισμένα ηπειρωτικά   βουνά.

Προ των ιερών τούτων εικόνων, προ των παλαιών και νέων μαρτύρων της ελευθερίας, η ελληνική ψυχή συντετριμμένη και αιμάσσουσα καλείται να αναπόληση και να προσευχηθή. Ο ψίθυρος των χειλέων, ο πόνος, ο οποίος σφίγγει τον ύπνον των ανθρώπων, ας μη ταράξη τας καρδίας των ηρώων. Και μόνον σεις, των οποίων τα στήθη γεμίζει και αναταράσσει η συγκίνησις και το πένθος, σιωπηλά, με την καρδίαν καθαράν και το πνεύμα ελεύθερον, όρθιοι προσευχηθήτε.

Ας είναι ιερόν το χώμα, πού κρύπτει των μαρτύρων τους τάφους. Ας είναι ανθισμένα τα δένδρα, πού σκιάζουν την γήν την ποτισμένην με το αίμα των. Η άνοιξις και το κελάδημα των πουλιών ας φέρουν εις τα αλβανικά βουνά τον χαιρετισμόν της γλυκύτατης μακρινής πατρίδος. Δύναμιν και ελπίδα ας δίδη ο Θεός εις τους ανθρώπους με τα κομμένα χέρια και με τα κομμένα πόδια, εις τας πενθούσας μητέρας, εις τας χήρας και τα ορφανά.

Και αφού καθίσωμεν επί των ερειπίων και προσευχηθώμεν προ των σεπτών μορφών των μαρτύρων και των ηρώων, ας ενθυμηθώμεν. Το στιβαρόν της ιστορίας χέρι θα μας οδήγηση. Και τότε άπλετον, ανέσπερον θα γεννηθή μέσα εις την ψυχήν μας το φως. Το φως της αληθείας, το φως της πίστεως και της ελπίδος. Και τότε θα πεισθώμεν ότι του έθνους οι αγώνες εθεμελίωσαν και εχάραξαν τον μαρτυρικόν δρόμον προς την ζωήν και την ελευθερίαν.

Η ελληνική επανάστασις, προάγγελος νέας περιόδου του εθνικού   βίου,   αποτελεί   πολύμορφον   ιστορικόν   φαινόμενον.   Άλλ'   αι γενεσιουργοί δυνάμεις, οι παράγοντες, τα   μακρά  στάδια της παρασκευής  των  διαφόρων  εκδηλώσεων  του,   μορφαί  πολύπλευροι  και πολυσύνθετοι καθ'  εαυτάς,  καταλήγουν εις  μίαν θεμελιώδη  αρχήν και δημιουργόν δύναμιν: την   Ιστορικήν   συνείδησιν   του έθνους.   Δύο   μεγάλα   ρεύματα   ιδεών   συγγενών   και   παραλλήλων από μιας και της αυτής αφετηρίας ορμώμενα εμπνέουν και γονιμοποιούν δύο παραλλήλους κόσμους. Το εν χύνεται εις τα βουνά και τας πεδιάδας, φωτίζει τας ταπεινάς καλύβας και γίνεται   θρύλος και γίνεται   τραγούδι   του χωριού και της στάνης. Το άλλο με του νου και της γνώσεως τα ευρήματα κατευθύνει τους πόθους και τας πράξεις των ανθρώπων του πνεύματος, καταφεύγει εις τα ταπεινά εργαστήρια της παιδείας και γίνεται    ιδέα.

Ιδέα και θρύλος, σπουδή του παρελθόντος και τραγούδι, είναι αι εξωτερικαί μορφαί — μορφαί σεπταί, είτε αντιλαλούν εις τα φαράγγια και τα δάση είτε προδίδουν τον μόχθον του γραφείου — είναι αι εξωτερικαί μορφαί των μύχιων πόθων του έθνους.  Και, εάν εις τον μόχθον του γραφείου αδελφώνωνται του αρχαίου μεγαλείου και του βυζαντινού κόσμου αι παραδόσεις, εις τους θρύλους και τα τραγούδια θαμπή η ανάμνησις του λαού έχει διατηρήσει των ανδρειωμένων   και   των   γιγάντων   τους   μύθους,   ενώ   ζωντανή   αντιθέτως παραμένει εις την ψυχήν του της αυτοκρατορίας η  αίγλη.

Η βυζαντινή ιδέα είναι τόσον παλαιά, όσον και η δουλεία, ασφαλώς δε παλαιοτέρα της δευτέρας αλώσεως. Διότι και προ του 1453, ότε το βυζαντινόν κράτος είχε καταφύγει εις την Νίκαιαν, ανάλογος κύκλος παραδόσεων και ιδεών είχε γεννηθή περί την ανάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως. Κυρίως όμως μετά την δευτέραν άλωσιν η λαϊκή ψυχή χρησιμοποιούσα πολλά παλαιότερα στοιχεία και εφευρίσκουσα νέα σύμβολα περιέλαβε με τον θρυλικόν τύπον τους παλμούς και έπλασε τον κύκλον των ελληνικών παραδόσεων.

Οι αρχικοί πυρήνες, περί τους οποίους εστράφη η λαϊκή φαντασία, είχον ως αντικείμενον τον τελευταίον βυζαντινόν αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνον τον Παλαιολόγον, την θεοφύλακτον πόλιν του Βοσπόρου και την Αγίαν Σοφίαν, σύμβολα σεπτά και θρυλικά των εθνικών ονείρων.

Μακρά προεργασία του χρησμού και του Θρύλου είχον παρασκευάσει τα πλαίσια. Τα βιβλία των αστρολόγων, αι οράσεις, αι επιγραφαί και αι γλυπταί παραστάσεις των αρχαίων μνημείων προέλεγον τα «έσχατα της πόλεως». Μελαγχολικάι προβλέψεις των ανθρώπων, τους οποίους συνέχει ο φόβος. Σπέρματα απαισιοδοξίας και συγχρόνως σπέρματα μελλοντικών ελπίδων:

Και  πάλιν  έξεις,  Επτάλοφε,  το  κράτος,

λέγει   ο  χρησμός.

Τον νεκρόν ήδη και πάσι λελησμένον οίδασι πολλοί, καν μηδείς τούτον βλέπη.

Ποίος ήτο ο νεκρός, ο λησμονημένος άπ' όλους, ποίος ήτο ο αόρατος νεκρός; Ανήρ ανώνυμος, λίαν απέριττος και πενιχρός, σκεύος της εκλογής. Όταν οι κατακτηταί θα καταλάβουν την θεοφύλακτον, όταν θα φθάσουν μέχρι του κίονος του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, άγγελος Κυρίου «φέρων ρομφαίαν παραδώσει (αυτώ) την βασιλείαν συν τη ρομφαία  και ερεί αυτώ: λάβε την ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον λαόν Κυρίου». Και τότε οι Έλληνες θα εκδιώξουν τον κατακτητήν «άχρις ορίων Περσίας, εν τόπω καλουμένω Μονοδενδρίω».

Ανήρ ανώνυμος, λίαν απέριττος και πενιχρός. Η ηρωική μορφή του Κωνσταντίνου, στρατιώτου απλού και απέριττου, ενετάχθη εις τους παλαιοτέρους Θρύλους. Την λαϊκήν ψυχήν συνετάραξεν η τύχη του αυτοκράτορας. Η ιστορία αμφιβάλλει. Ο σύγχρονος Φραντζής και ο Νicolo Βarbaro εκφράζουν δισταγμούς περί του θανάτου του, Αρμένιος δε μοναχός του ΙΕ' αιώνος μαρτυρεί ότι έφυγεν επί φράγκικου πλοίου.

Η φήμη ήρπασεν εις τα πτερά της τας αμφιβολίας των συγχρόνων, περιήλθε την κουρσεμένην χωράν, εχαμήλωσεν εις τας ταπεινάς καλύβας, όπου επεκράτει η ελπίς και ο φόβος, και ούτως εγεννήθη ο πανελλήνιος θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά «που καρτερεί την ώρα να 'ρθη ο άγγελος πάλι να τον ξεμαρμαρώση».

Και μέσα εις την βασίλισσαν των πόλεων, αθάνατον, μνημείον της τέχνης, προσκύνημα της χριστιανοσύνης, η Αγία Σοφία, συγκεντρώνει τας σκέψεις και τους πόθους των ανθρώπων. Νοεροί προσκυνηταί, προς αυτήν στρέφονται αδιάκοπα οι σκλάβοι. Ας έμεινεν αλειτούργητος, ας έμειναν βωβά τα σήμαντρα της. Εις τας ψυχάς των δούλων ακούεται ακόμη η αρμονία της μακρινής καμπάνας. Και γίνεται ο ναός, ναός και τέμενος του έθνους. Το μεσονύκτιον της Αναστάσεως του έτους  1522, διηγείται ο ταπεινός και ανώνυμος χρονογράφος, οι δερβίσηδες ήλθον εις τα προαύλια της εκκλησίας και εκεί «ήκουσαν ψαλμωδίαν και είδον και φως μέγα εν τω ναώ».  Ο θυμός εγέμισε τα στήθη των και,  ότε ανεζήτησαν παντού, δια να ιδούν μήπως η χαρμόσυνος φωνή ανεπέμπετο από ανθρώπινα χείλη, «ευθύς εξέλιπε και το φως και η ψαλμωδία». Δεν ήτο  φωνή   ανθρώπων,   η   οποία  εξένισε  τους  αφελείς   δερβίσηδες κατά την νύκτα της Ανασταςεως του 1522. Το φως δεν το είχεν ανάψει χέρι άνθρώπινον. Ήτο ή υπερκόσμιος φωνή των αγγέλων και το φως, το όποιον κατηύγαζε τους θόλους, ήτο ουράνιον. Και από τότε, επί αιώνας ολόκληρους, η θρυλική εκκλησία:

με τα τρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες

ελίκνιζε τα παιδικά όνειρα και τας ανδρικάς ελπίδας των ελληνικών   γενεών.

Ενώ δε η βασιλίς των πόλεων εξέπεμπε προς τας εσχατιάς της ελληνικής γης τους θρύλους του μαρμαρωμένου βασιλιά και της Αγίας Σοφίας, από της Καππαδοκίας τους κάμπους, από τα μετερίζια του Ευφράτου ο Διγενής Ακρίτας, πού τον είχε η Ρωμιοσύνη:

κι  απ'  τα θρονιά τα  ρήγικα,

πιο απάνου, απάνου απ' τα παλάτια,

στους βασιλιάδες βασιλιά,

κατέκτα του Πανελληνίου τας ψυχάς κι εγίνετο το σύμβολον της ανδρείας. Ο στίχος μετουσίωνε τους ελληνικούς αγώνας. Ήρως και σύντροφος, μορφή επική ο Διγενής παρίστατο εις την χαράν του γάμου και της τάβλας, παρίστατο εις το δοκίμιν και το κουρσός, κατέβαινεν εις των νηπίων το προσκέφαλον κι εγίνετο νανούρισμα:

Κοιμήσου, γιε  μου,  καλογιέ,  όμορφε διωματάρη,

για να γληγοροκοιμηθείς και για ν' αργοξυπνήσεις,

να μεγαλώσεις, να γενείς μεγάλο παλικάρι,

να χτενιστείς, να διαρνιστείς, να στολιστείς, ν' αλλάξεις,

να καλικέψεις   τ' άλογο, πού περπατεί και δρέμει

με τα σελοχαλίναρα τα χρυσοκεντημένα,

με τ' ασημένια πέταλα και με τα φταρμιστήρια,

πού στέκει και χιλιμιντρά στο πέργερο δεμένο,

να πάγεις εις τον πόλεμο να λιοντοπολεμήσεις

μ' ούλους σου τους ακράνηδες, μ' ούλους τους στρατολάτες.

Κι εις όποιο πόλεμο βρεθείς, να βγεις κεφαλιωμένος,

να πάρεις χάρες και χαρές, χώρες, χωριά -και κάστρα.

Ο βουρκωμένος ο Ευφράτης τα κύματα του στέλλει ν' απαντήσουν του Πηνειού τα Θολωμένα τα νερά. Της Λυκανδού, της Ποδανδού, της Αναβάρζου τα κοντάρια εις του Ολύμπου και της Πίνδου τ'  ακροβράχια αντιλαλούν.   Δεν είναι  το  Βυζάντιον ο τόπος του μυστικισμού,   δεν  είναι   μόνον  των   προλήψεων  η   χώρα.   Εις  του Χαρσιανού τους κάμπους, εις του Αντιταύρου  τας κλεισούρας,  στα κονταροχτυπήματα με τα φαριά τα μαύρα   τ'  Αρμουροπούλια κι οι Σκληροί, οι Ξάντινοι, οι Πορφύρηδες μάχονται και κουρσεύουν. Εις τον  τουρκοκρατούμενον  ελληνισμόν, από του Πόντου μέχρι του Ταινάρου, ο Διγενής, αθάνατος, παρέχει το υπόδειγμα και το ηρωικόν  στοιχείον.   Κλέφτες  και  απελάται   αδελφώνονται,    ακρίται  και αρματολοί   γεννήματα πολέμων  και   αγώνων,   της    αυτοκρατορίας και της σκλαβιάς τα σύμβολα τα ηρωικά ενσαρκώνουν. Και, όπως εις τ' απόμακρα της Καππαδοκίας άκρα το λαϊκόν τραγούδι περιέβαλε πρόσωπα ιστορικά και γεγονότα, ούτω κι απ' του   Κισάβου τα βουνά εξεπήδησαν σαν γάργαρα νερά τα κλέφτικα  τραγούδια. Το αδιάκοπον του στίχου σμίλευμα, η αναζήτησις των ανωτέρων μορφών εκφράσεως, ολόκληρος η αθόρυβος εργασία του αγνώστου ποιητού, πλην της εθνικής παραδόσεως,   εδημιούργησαν και παράδοσιν πνευματικήν.  Απ' αυτήν θα αντλήσουν  αργότερα αι νεώτεραι   φιλολογικοί   γενεαί.

Ευλογημένα τα έθνη, όσα επότισαν τα νάματα της λαϊκής μούσης. Το ρεύμα της λαϊκής παραδόσεως θα παράσχη εις τον ελληνισμόν όχι μόνον τας πνευματικός προϋποθέσεις δια την διατήρησιν, όχι μόνον τα ηρωικά στοιχεία δια την αντίδρασιν, άλλα και τα σπέρματα της μελλοντικής πνευματικής του δράσεως.

Ο αντίλαλος του δημοτικού τραγουδιού σπανίως φθάνει μέχρι του ταπεινού εργαστηρίου της μαθήσεως και της μελέτης. Ο πνευματικός δυϊσμός του μεσαιωνικού ελληνισμού μετοχετεύεται εις τον νεώτερον βίον του έθνους. Παραλλήλως δηλαδή προς την λαϊκήν πνευματικήν παράδοσιν συνεχίζεται η λογία προσπάθεια, της οποίας αι ρίζαι ρίπτονται βαθύτατα εις τους υστέρους βυζαντινούς χρόνους.

Η δουλεία εύρε τον βυζαντινόν κόσμον εις μεγάλην πνευματικήν ταραχήν. Δύο διακεκριμένα ρεύματα ιδεών αναταράσσουν την ελληνικήν σκέψιν. Εις μάτην υπό τας δογματικάς συζητήσεις, υπό τα άζυμα και ένζυμα, υπό τους Βαρλααμίτας και τους Παλαμιστας ζητούν να κρύψουν βαθυτέρας αντιθέσεις. Η ορθόδοξος, η δύσκαμπτος ανατολική σοφία, ευρίσκεται εις σύγκρουσιν με το αναγεννώμενον πνεύμα του ευρωπαϊκού ελληνισμού. Η  ζείδωρος αύρα του Ταϋγέτου πνέει υπεράνω της Επταλόφου. Επί  αιώνας η  ευρωπαϊκή Ελλάς έμενε κλεισμένη εις τα στενά πλαίσια του ασιατικού δόγματος.

Μακαρισμένος, εσύ, πού μελέτησες

να τον ορθώσεις απάνου στους ώμους σου

το συντριμμένο ναό των Ελλήνων.

Μακαρισμένος ο σοφός του Μιστρά: «Έσμέν γαρ ούν, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», λέγει ο Γεμιστός. Και αποκρίνεται ο Σχολάριος: «Έλλην ων την φωνήν, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι . . . εί τις έροιτό μοι, τις είμι, αποκρινούμαι, χριστιανός . . . ».

Οι δύο αντίθετοι κόσμοι συναντώνται μόνον εις την κοινήν προσπάθειαν της διατηρήσεως και της αναγεννήσεως του έθνους. Και ενώ ο χριστιανός, ο εκπρόσωπος της ανατολικής ορθοδοξίας, συνεβιβάσθη και έκλινε προστατευτικά προς το σκλαβωμένον γένος, ο Έλλην ανυπότακτος, ελεύθερος ηκολουθησε τον δρόμον της ξενιτιάς. Εις την μαρτυρικήν του περιπλάνησιν, εις την διασποράν εις χώρας ξένας και άξενους ηγωνίσθη, εκήρυξεν, ενεθουσίασε και τελικώς εκάμφθη. Δεν ηθέλησε να μείνη απλούς πνευματικός εκπρόσωπος. Πιστός εις την βυζαντινήν παράδοσιν ηκολουθησε την πολιτικήν των τελευταίων βυζαντινών αυτοκρατόρων, η οποία συνίστατο εις την συνεννόησιν μετά της Δύσεως και εις την δια της Δύσεως απελευθέρωσιν των υποδούλων εδαφών. Δια τούτο ακριβώς και η εθνική δράσις των Ελλήνων λογίων της Αναγεννήσεως κινείται εντός ευρύτερων πλαισίων της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Μορφή οικουμενική και επιβλητική, ο καρδινάλιος Βησσαρίων, εν τω μέσω των δισταγμών της Άγιας Έδρας, εν τω μέσω της υποψίας και της επιφυλακτικότητας εις το συνέδριον της Μαντούης, εις την Γαλλίαν και την Νυρεμβέργην εκπέμπει το κήρυγμα της σταυροφορίας. Ο Ιανός Λάσκαρις, ο Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης ικετεύουν τον νικητήν της Νεαπόλεως, τον βασιλέα της Γαλλίας Κάρολον τον Η', να αναλάβη την εκστρατείαν προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος. Αφ' ης στιγμής, έλεγε τω 1525 ο Λάσκαρις προς τον βασιλέα της Γαλλίας Φραγκίσκον τον Α', αφ' ης στιγμής έλαβον γνώσιν των πραγμάτων του κόσμου τούτου, απομακρυνθείς της πατρίδος μου ένεκα της τυραννίας των απίστων μωαμεθανών, δεν έπαυσα να κηρύσσω και να αναζητώ τα μέσα, δια να επανέλθω εις αυτήν με την ιδίαν ελευθερίαν, την οποίαν είχον άλλοτε γνωρίσει. Σήμερον η προσοχή των φυγάδων στρέφεται προς τον Φερδινάνδον τον καθολικόν, αύριον θα στραφή προς τον Μαξιμιλιανόν τον Α', προς τον Κάρολον τον Ε', αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλέα της Ισπανίας.

Αγώνες τραχείς, πικρίαι και δοκιμασίαι αναμένουν τον Βησσαρίωνα, τον Ιανόν Λάσκαριν, τον Μάρκον Μουσούρον και ολόκληρον την πλειάδα των Ελλήνων λογίων. Ο πόθος και η νοσταλγία της μακρινής πατρίδος βασανίζει τας ψυχάς των. Οι θεοί του Ολύμπου, πρόσωπα μυθικά και ιστορικά, αρχαίαι αναμνήσεις εμπνέουν τους ποιητάς: vox diversa sonat. Αλλ' η φωνή των παρηλλαγμένη και αγνώριστος υπό το ψυχρόν αρχαϊκόν ή λατινικόν περίβλημα απηχεί το παράπονον του σκλαβωμένου έθνους.

Και ήλθε το χάσμα, χάσμα εις την πνευματικήν παράδοσιν του ελληνισμού. Περίοδος σκοτεινή, κατά την οποίαν το ελληνικόν στοιχείον και από δημογραφικής και από πνευματικής απόψεως είχεν αρχίσει να κάμπτεται. Ο θεσμός του παιδομαζώματος, βάρβαρος φόρος του αίματος, εμάραινε τας ελληνικάς γενεάς. Αι  πνευματικαί δυνάμεις δια της διασποράς και της μεταναστεύσεως έμειναν χωρίς παράδοσιν και χωρίς συνοχήν. Και ότε κατά τα τέλη του ΙΖ', και κυρίως κατά τον ΙΗ' αιώνα, αι ζωτικαί δυνάμεις αναδύουσαι εκ των μύχιων του έθνους ήρχισαν και πάλιν να αντιδρούν, τα πράγματα είχον τελείως μεταβληθή. Ο άξων της ανατολικής πολιτικής είχε μετατεθή εκ της Ρώμης, της Βενετίας και των Παρισίων εις την Βιέννην και την Μόσχαν.  Και τότε οι Έλληνες ενεθυμήθησαν και πάλιν τους παλαιούς χρησμούς. Τα ξανθά γένη, άλλοτε εχθρικά και   αντίπαλα,  έγιναν  σύμμαχα.   Φιλόπατρις  ποιητής,  ο  Μυρέων Ματθαίος, έγραφε τω 1618:

Ελπίζομεν εις τα ξανθά γένη να μας γλιτώσουν,

να 'λθούν από τον Μόσχοβον να μας ελευθερώσουν.

Ο δε ποιητής - λαός ενσαρκώνων τας προσδοκίας του έθνους ετραγούδησε δειλά και σιγαλά:

Ακόμη   τούτ'   την   άνοιξη,

ραγιάδες, ραγιάδες,

καημένη Ρούμελη,

όσο να ΄ρθει ο Μόσχοβος,

ραγιάδες, ραγιάδες,

να φέρει το σεφέρι

Μοριά και Ρούμελη.

Η ανατολική πολιτική του μεγάλου ομόδοξου κράτους δεν άφησε ξένους τους Έλληνας λογίους. Ενώ ο  Βολταίρος ανέμενε την ανάστασιν των αρχαίων θεών, ο αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος Ευγένιος ο Βούλγαρις αφιέρωνεν εις την Αικατερίνην την Β' αρχαιοπρεπείς ωδάς. Ο Ιωαννίτης λόγιος Αθανάσιος Ψαλίδας έγραφε προς την αυτοκράτειραν: «ταις σαις ακτίσι και η   Ελλάς, η το πάλαι μεν ένδοξος και ευδαίμων δια την Αθηνάν   και τον Άρην, νυν δε άδοξος και δυστυχής δια τον των βαρβάρων θλίβοντα και επιβαρύνοντα ζυγόν, ψυχρά ούσα, θερμαίνεσθαι ήρξατο...». Ανάλογα έγραφον και προς πρίγκηπα Γρηγόριον Ποτέμκιν οι Θεσσαλοί συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας, ο ιερομόναχος Δανιήλ και ο Γρηγόριος ο Κωνσταντάς. Γενικώς δε σημαντική πνευματική δραστηριότης παρατηρείται εις τας ελληνικάς παροικίας της ομοδόξου αυτοκρατορίας.

Η υπό του «ελληνικού σχεδίου» του 1781 προβλεπομένη ανασύστασις της βυζαντινής αυτοκρατορίας υπό τον πρίγκιπα Κωνσταντίνον, ο γάμος της Ζωής - Σοφίας, θυγατρός του δεσπότου της Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγου, μετά του ηγεμόνος Ιβάν του Γ' παρείχον εις τους ατυχείς Έλληνας την ελπίδα της πραγματοποιήσεως της βυζαντινής ιδέας.

Εποχή παρασκευής και ωριμότητας τα τέλη του ΙΗ' και αι αρχαί  του  ΙΘ'   αιώνος.   Η  γαλλική  επανάστασις  είχε παρασκευάσει τας ψυχάς  των  ανθρώπων.   Εμπνευσμένος  οραματιστής  ο   Ρήγας απομακρύνεται φαινομενικώς της βυζαντινής ιδέας, την οποίαν υποτάσσει εις τας φιλελεύθερος αρχάς των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου. Και όμως ουδεμία άλλη μορφή κατώρθωσε τόσον επιτυχώς, εντός των πλαισίων του νεωτέρου πνεύματος,   να   συγκεράση   δύο   παλαιάς   παραδόσεις.   Μορφή   λογίου,   μορφή   λαϊκού ψάλτου της ελευθερίας, ο Ρήγας συνέδεσε τα δύο διεστώτα ρεύματα, έκλεισε μέσα εις την ψυχήν του και την ιδέαν και το τραγούδι. Η ελληνική επανάστασις ενεπνεύσθη από την βυζαντινήν ιδέαν. Ότε εν μέσω γενικής συγκινήσεως ενεκρίνετο το 98ον   άρθρον του προσωρινού  πολιτεύματος  της  Επιδαύρου,   δια  του  οποίου   εδηλούτο ότι «αι πολιτικοί και εγκληματικοί διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους νόμους των αειμνήστων χριστιανών ημών αυτοκρατόρων», αι ψυχαί των εκπροσώπων του αγωνιζομένου έθνους εστρέφοντο προς το  ένδοξον  παρελθόν.   Και  αργότερα  Έλληνες  πρόκριτοι  εξελθόντες εις  αναζήτησιν  βασιλέως επεσκέπτοντο το   Landuiph,  άσημον και   ομιχλώδη   κωμόπολιν  της   Αγγλίας,   όπου  είχον   προσφάτως ανευρεθή οι τάφοι των τελευταίων Παλαιολόγων. Είναι βέβαιον ότι οι  ειρηνικοί  πολίται,  οι  οποίοι  εκοιμώντο  τον  αιώνιον  ύπνον  εις τους τάφους του παρεκκλησίου του Landuiph, ουδεμίαν   ρανίδα   αυτοκρατορικού αίματος είχον εις τας φλέβας των. Το πράγμα όμως δεν έχει σημασίαν. Το διάβημα του έθνους, αναζητούντος εις τας μακρινάς χώρας  του  βορρά τους  επιζώντας νομίμους  συνεχιστάς της βυζαντινής -παραδόσεως, δεικνύει ευγλώττως και το πνεύμα και τας ιδέας των συγχρόνων.

Και ο ιστορικός, ερμηνευτής του παρελθόντος, των φυλών και των ανθρώπων γνώστης, θα σταματήση εις τα πετάγματα του χρόνου, και με τον ένδοξον της ιστορίας πέπλον θα κάλυψη τας πτυχάς της γης. Θα φέρη αργά, βαριά τα βήματα του προς τον Ιερόν Βράχον, εις του Ταϋγέτου τ' αντερείσματα με του Μιστρά τα ερείπια, εις το Μεσολόγγι της Πίνδου θ' αντικρίση τους πολιούς κροτάφους και κάτω, μακριά, την Ροδόπην που ξέφωτη στυλώνει την κορφή της μεσουρανίς . . .

Της γης αυτής το Ιερόν χώμα το άγιασεν ο στίχος- το έβαψε το αίμα των ηρώων, το κάθε πετραδάκι της ανιστορεί τα περασμένα μεγαλεία. Σήμερα κουρασμένη χώρα κύπτει και πάλιν προ της βίας και της δυστυχίας,

Και ο ιστορικός, των ερχομένων οραματιστής, των ιδεών και των ονείρων πλάστης, θα σταματήση εις τα πετάγματα του χρόνου. Είπεν ο σοφός: «το πνεύμα των λαών υποχωρεί εις την ξένην επίδρασιν, αλλά και πάλιν ανορθώνεται, διότι η βία του κατακτητού είναι πρόσκαιρος και το πνεύμα αίδιον» (Η. Τaine).

Αθάνατον το πνεύμα του ελληνισμού, αιώνων αγώνες, αιώνων το έθρεψαν δοκιμασίαι. Κι αν προς στιγμήν εκάμφθη, κι αν εκλονίσθη και ελύγισεν, αδάμαστον και πάλιν θα ανορθωθή. Αύριον τα νώτα της θαλάσσης, καράβια πρωτοτάξιδα θα φέρουν εις τα μακρινά  ακρογιάλια.   Έμποροι  και  ταξιδευτάδες  της  Ανατολής  θα φέρουν τα αρώματα τα εξωτικά, θα φέρουν και της Αθηνάς τα δώρα, της   ειρήνης   και του   ανθρωπισμού   το κήρυγμα:

Ας σταματήσουν τα δάκρυα των σκλάβων. «Ήχος, γλυκύτατος ήχος» ακούεται.

Δεν είν' αηδόνι κρητικό, πού παίρνει τη λαλιά του σε ψηλούς βράχους κι άγριους . . .

Είναι του ποιητή η φωνή, είναι ο χρησμός ο ιερός βγαλμένος απ' τα τρίσβαθα του έθνους. Είναι μαζί και προσευχή και προφητεία:

Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο

και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε,

που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν είδ' ως τώρα,

είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα

όμοια  βαθύ εν΄, ανέβασμα  μας  μέλλεται

προς ύψη ουρανοφόρα.

Zoiforos.GR

Latest from Zoiforos.GR

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR