Ζωηφόρος

Πανθρησκειακή Ευρώπη και Ορθοδοξία, του Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων & πάσης Ἀλβανίας Ἀναστασίου,

Πανθρησκειακή Ευρώπη

και Ορθοδοξία

ὑπό Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου

καί πάσης Ἀλβανίας

κ.κ Ἀναστασίου

Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἐπιτίμου Μέλους τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν

Ἰόνιο Πανεπιστήμιο 20.3.07

Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος εἶχαν διατυπωθεῖ πολλές προβλέψεις ὅτι ἡ θρησκεία σύντομα θά ἔσβηνε στήν Εὐρώπη. Στό ξεκίνημα ὅμως τοῦ 21ου  αἰῶνος, παράλληλα μέ τήν ἐκκοσμίκευση καί τή θρησκευτική ἀδιαφορία, παρατηρεῖται σέ παγκόσμια κλίμακα μιά ἀναζωπύρωση τοῦ θρησκευτικοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τό Ὑπερβατικό, γιά τό Θεῖο. Μιά μεταφυσική ἀναζήτηση μέ μεγάλη ρευστότητα. Ὁρισμένοι ζητοῦν νά τήν ἱκανοποιήσουν μέ θρησκευτικές ἀντιλήψεις ἰνδικῆς προελεύσεως (ἰνδουϊστικές ἤ βουδδιστικές σχολές κ.λπ.). Ἔτσι, συχνά προσφέρονται στό ἀνυποψίαστο κοινό μεταλλαγμένα προϊόντα διαφόρων θρησκευτικῶν θεωριῶν ποικίλης προελεύσεως, πού προτείνουν μιά ἀόριστη πνευματικότητα ἡ ὁποία τελικά ὁδηγεῖ σέ ἕνα ἀπροσδιόριστο κενό. Σέ μεγαλύτερο ὅμως βαθμό, τό κοινό τῆς Εὐρώπης ἐπηρεάζεται τελευταίως ἀπό περίεργες μεταφυσικές ἰδέες. Χαρακτηριστικά τήν ἀποκαλύπτουν τά μπέστ σέλλερ τῆς παιδικῆς λογοτεχνίας. Γιά τά παιδιά τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἕνας ἀπό τούς πιό ἀγαπημένους ἥρωες ἦταν ὁ Oliver Twist τοῦ Dickens. Στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰῶνος, τή θέση του ἔχει πάρει ὁ Χάρυ Πότερ τῆς G.K. Rowling. Στήν ἱστορία τοῦ Oliver Twist, τό Καλό καί τό Κακό προσδιορίζονται σέ μεγάλο βαθμό μέ κοινωνικούς ὅρους. Στίς περιπέτειες τοῦ Χάρυ Πότερ, αὐτά ἀνήκουν στή σφαίρα τῆς μεταφυσικῆς καί ἐκπορεύονται ἀπό τή μοίρα. Στήν πρώτη περίπτωση, ἡ τραγικότητα τῆς ζωῆς μεταμορφώνεται μέ τήν παρέμβαση ἑνός εὐγενοῦς διανοουμένου.

Ἀντίθετα, ὁ ἥρωας τῶν σημερινῶν παιδιῶν βρίσκει καταφύγιο στόν σκοτεινό κόσμο τῆς φαντασίας, διότι τό ὁρατό περιβάλλον τοῦ εἶναι ἐχθρικό. Τό μαγικό ραβδί στό χέρι του ἀλλάζει τήν εἰκόνα τοῦ κόσμου. Πρόθεσή του εἶναι νά ὁρίσει τό περιβάλλον του χρησιμοποιώντας μεταφυσικές ἀόρατες δυνάμεις τοῦ σύμπαντος.

Ἡ ἐκπληκτική ἐπιτυχία τοῦ βιβλίου στό εὐρύ ἀναγνωστικό κοινό σέ πάρα πολλές χῶρες φανερώνει τήν ἰδιαίτερη γοητεία πού ἀσκεῖ σήμερα ἡ φυγή στό φανταστικό, σέ κόσμους μαγικούς, Συγχρόνως ὅμως φανερώνει τό ἐνδιαφέρον γιά μιά περιοχή, πού ὑπερβαίνει τήν κλασική λογική στήν ὁποία στηρίχθηκε ὁ Εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός, δίνοντας ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή κριτική λειτουργία τοῦ ὀρθοῦ λόγου σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.

Τά θρησκευτικά ἐνδιαφέροντα καί οἱ κοινότητες πού τά ἐκπροσωποῦν ἐξακολουθοῦν νά διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο στή σύγχρονη Εὐρώπη, ἡ ὁποία παρουσιάζει σήμερα μιά γενικότερη πολυμορφία. Ὅπως ἐπισήμανε ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς στό βιβλίο του Ἐλεύθερο πνεῦμα, “Ἡ Εὐρώπη εἶναι ἕνα σύμπλεγμα ἀπό ἄπειρες ἀντιθέσεις. Διαφορετικές καί πολύ συχνά ἀντίθετες ψυχικές διαθέσεις γεννιοῦνται στόν Βορρᾶ καί τή Μεσημβρία, στή Δύση καί τήν Ἀνατολή. … Τό εὐρωπαϊκό πνεῦμα προϋποθέτει τήν κατανόηση τῆς ἁρμονίας τοῦ εὐρωπαϊκοῦ συνόλου. … Ἡ μεγάλη ἀξία αὐτοῦ τοῦ συνόλου εἶναι ὅτι κατόρθωσε νά ἑνώσει σέ μιά ἀνώτερη σύνθεση τίς ἀντιθέσεις πού τό ἀποτελοῦν”i. Οἱ ἀντιθέσεις στήν Εὐρώπη συνυφαίνονται μέ τίς μεταφυσικές πεποιθήσεις τῶν πολιτῶν της, τίς ἀρχές καί παραδόσεις πού ἔχουν οἱ διάφορες θρησκευτικές κοινότητες.

Α΄

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ

1. Κατά πλειοψηφία, οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι, ὡς γνωστόν, χριστιανοί. Εἶναι ὅμως ἀπό αἰῶνες διηρημένοι σέ διάφορες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες.

Ὑπενθυμίζω λιτά ὅτι ξεχωρίζουν τρία σύνολα: Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, πού ἀποτελοῦν τό πιό συσπειρωμένο συγκρότημα∙ οἱ Ὀρθόδοξοι, ὀργανωμένοι σέ Αὐτοκέφαλες τοπικές Ἐκκλησίες∙ καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, διαφοροποιημένοι σέ μεγαλύτερες ἤ μικρότερες ὁμάδες. Ὅλες οἱ χριστιανικές κοινότητες διακρίνονται γιά μιά ἔντονη ἱστορική αὐτοσυνειδησία.

Ὁ βασικός ὅρος στίς εὐρωπαϊκές γλῶσσες γιά τή θρησκεία εἶναι religion (Religion, religione). Σύμφωνα μέ τήν πιθανότερη ὑπόθεση, ἡ λέξη δηλώνει ἀφ’ ἑνός τόν δεσμό μέ τό Θεῖο καί ἀφ’ ἑτέρου τόν δεσμό ὁ ὁποῖος ἑνώνει τούς ἀνθρώπους πού συμμερίζονται κοινές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ὁ ὅρος ὑπαινίσσεται ταυτόχρονα διαχωρισμό ἀπό κάτι ἀλλά καί ἑνότητα τῶν μελῶν μιᾶς συγκεκριμένης κοινότητοςii.

Τό δεύτερο χαρακτηριστικό, ἡ ὀργανωμένη κοινότητα ἐπί τῇ βάσει θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων, θά ἔλεγα, ἡ ὁριζόντια διάσταση, εἶναι προφανής. Ἡ κάθετη ὅμως διάσταση, ἡ σχέση μέ τόν Θεό, ἡ πίστη, παρουσιάζεται συνήθως ἐξασθενημένη. Ὅσο καί ἄν ὁρισμένοι ἀνεπίγνωστα τά συγχέουν, τυπική ὁμολογιακή ταυτότητα καί αὐθεντική πίστη δέν ταυτίζονται. Πολλοί δηλώνουν Καθολικοί, Ὀρθόδοξοι, Λουθηρανοί κ.τ.λ., ἐνῶ συγχρόνως προσθέτουν ὅτι δέν πιστεύουν σέ Θεό∙ π.χ. ἐπίσημη στατιστική στή Σουηδία ἀναγράφει ὅτι οἱ χριστιανοί ἀποτελοῦν τό 91%iii, ἐνῶ παλαιότερη ἔρευνα, τοῦ 1990, ὑπολογίζει τό ποσοστό ὅσων πιστεύουν σέ Θεό στό 45%iv. Βεβαίως, οἱ στατιστικές γύρω ἀπό θρησκευτικά θέματα εἶναι πολύ σχετικές.

2. Ἀναμφισβήτητο πάντως παραμένει τό γεγονός ὅτι ἡ χριστιανική πίστη σέ πολλές ἐκ παραδόσεως χριστιανικές κοινωνίες ἔχει διαβρωθεῖ ἀπό τήν ἀντιθρησκευτική προπαγάνδα καί γενικά τήν ἐκκοσμίκευση πού ἔφερε ἡ Νεωτερικότητα. Σύμφωνα μέ στατιστική τοῦ 1990, σέ 15 χῶρες τῆς Εὐρώπης κατά μέσον ὅρο τό 70% δηλώνουν ὅτι πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά μόνο τό 61% ὅτι πιστεύουν σέ ψυχή, τό 43% σέ ζωή μετά θάνατο, τό 33% σέ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐνῶ τό 40% δέν ἐκκλησιάζονται ποτέv. Χῶρες πού ὑπέστησαν τή συστηματική ἀθεϊστική ἐκπαίδευση στό παλαιό ἀνατολικό μπλόκ ἐμφανίζουν μεγαλύτερη κάμψη πίστεως. Π.χ. στήν Τσεχία, μόνο τό 33% αὐτοπροσδιορίζονται χριστιανοίvi, ἐνῶ στήν Ἀνατ. Γερμανία τό ποσοστό εἶναι ἀκόμη μικρότερο.

Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Εὐρώπη (σεκουλαρισμός, secularization) δέν εἶναι ὁμοιογενής. Εὔκολα διακρίνονται τρεῖς μορφές: α) Ἡ ἁπλή θρησκευτική ἀδιαφορία. β) Ἡ ἀντιπάθεια καί ἀντίθεση πρός τή χριστιανική πίστη. γ) Ὁ μαχητικός σεκουλαρισμός, πού ζητεῖ νά ἐπιβάλει τίς ἀπόψεις του, νά ἐξοβελίσει τή θρησκεία ἀπό τήν κοινωνική ζωή, νά τήν περιορίσει σέ ἰδιωτική ὑπόθεση. Μέ ἄλλα ἐπιχειρήματα ζητεῖ νά προωθήσει τό παλαιό σοβιετικό πρότυπο γιά τόν περιορισμό τῆς θρησκείαςvii. Στή γνωστή διαδικασία τῆς συντάξεως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος;, οἱ φονταμεταλιστές τῆς laicité εἶχαν ἀποφασιστική ἐπιρροή.

3. Στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰῶνος, μέ ἐντυπωσιακότερο τρόπο πρόβαλε στήν Εὐρώπη ἡ δυναμική τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ παρουσία του βέβαια δέν εἶναι κάτι νέο στήν ἤπειρό μας. Ἱστορικά ἔχουν ὑπάρξει διάφορες φάσεις: συγκρούσεως μέ τόν Χριστιανισμό, ἀνοχῆς, συνυπάρξεως. Μουσουλμανικές κοινότητες ὑπάρχουν ἀπό αἰῶνες ὄχι μόνο στά Βαλκάνια ἀλλά καί στή Δυτ.

Εὐρώπη. Ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός τους στήν ἐποχή μας προέρχεται ἀπό μετανάστες, συνήθως παλαιῶν εὐρωπαϊκῶν ἀποικιῶν. Ὑπολογίζονται σέ περίπου 4 ἑκατομμύρια στή Γαλλία, 2.5 στή Γερμανία, 2 στή Μ. Βρεττανία, μισό ἑκατομμύριο στήν Ὁλλανδία καί ἄλλο τόσο στήν Ἰταλία, 300 χιλιάδες στό Βέλγιο, κ.λπ..viii

Τόν τελευταῖο καιρό, ἰδίως μετά τήν 11η Σεπτεμβρίου 2001, βλέπουμε νά διαμορφώνονται δύο ροπές. Ἀφ’ ἑνός μέν, στίς τάξεις νεαρῶν μουσουλμάνων, μιά στροφή στό ἀκραῖο μαχητικό Ἰσλάμ (ραντικαλισμός), καί σύμπραξη μέ ἰσλαμιστές ἄλλων ἠπείρων σέ τρομοκρατικές ἐνέργειες, ὅπως στό Λονδίνο καί τή Μαδρίτη∙ ἀφ’ ἑτέρου δέ σέ πολλές δυτικές

κοινωνίες ἡ ἰσλαμοφοβία. Μιά ἔρευνα ἀπό τό «Εὐρωπαϊκό Παρατηρητήριο γιά τή ξενοφοβία καί τόν ρατσισμό», πού εἶναι συμβουλευτικό ὄργανο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, ἔδειξε ὅτι ἡ ἰσλαμοφοβία στήν Εὐρώπη δυναμώνει. Ὁ ἀριθμός ὅσων διάκεινται ἀρνητικά στούς μουσουλμάνους παρουσίασε αὔξηση κατά 60% σέ ἕνα χρόνοix. Εὐτυχῶς, δέν λείπουν καί παραδείγματα εἰρηνικῆς συνυπάρξεως μουσουλμάνων καί χριστιανῶν, ὅπως στήν Ἀλβανία καί στήν Ἑλλάδα. Ἐλπίζουμε νά μήν ἀποδειχθοῦν εὔθραυστα.

Ἡ Εὐρώπη βεβαίως, μετέχοντας στά ἀνά τήν ὑφήλιο δρώμενα, φαίνεται ἀποφασισμένη νά ἀντιδράσει δυναμικά. Τό κύριο ὅμως μέλημα γιά τούς Εὐρωπαίους δέν εἶναι êπλῶς ἡ καταπολέμηση τῆς ἰσλαμικῆς τρομοκρατίας.

Ὅπως καί ἄλλοτε μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἐπισημάνω, τό κρίσιμο σημεῖο γιά τήν ἤπειρό μας σήμερα εἶναι ὅτι τό Ἰσλάμ εἰσέρχεται σέ μία Εὐρώπη στήν ὁποία ἡ χριστιανική συνείδηση καί ζωή εἶναι διαβρωμένες ἀπό τήν ἀδιαφορία καί τήν ἐκκοσμίκευση. Μέ λαούς πού λέγονται μέν χριστιανικοί, ἀλλά δέν ἐμπνέονται ἀπό τίς χριστιανικές ἀξίες, δέν ζοῦν τή χριστιανική πίστη. Αὐτό τό ἔλλειμμα πίστεως, μέ τά πολυποίκιλα κενά πού ἀφήνει, μπορεῖ νά στοιχίσει πολλαπλά στή νέα συνύπαρξη, διευκολύνοντας εὐρύτερη ἐπιρροή τοῦ Ἰσλάμ. Ἕνα θρήσκευμα μέ πίστη καί ἐνθουσιασμό διαθέτει σφρίγος ἐπιδράσεως, πράγμα τό ὁποῖο στερεῖται μία χαλαρή θρησκευτική κοινωνία πού στηρίζει τήν ἰσχύ της πρωτίστως στόν τεχνολογικό ἐξοπλισμό.

Τό πιό σημαντικό λοιπόν γιά τήν πνευματική ἀντίσταση καί δημιουργικότητα τῆς Εὐρώπης εἶναι νά ξαναβρεῖ τήν καρδιά της, τή ζωντανή χριστιανική πίστη. Σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι μεγάλη καί ἡ συμβολή της ὀφείλει νά εἶναι οὐσιαστική.

Β΄

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

1. Σχέσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων. Δογματικά, οἱ Ὀρθόδοξοι τονίζουμε ὅτι ἀνήκουμε «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», ὅτι εἴμαστε αὐτή ἡ Ἐκκλησία. Ἀσφαλῶς, ἡ εὐχαριστιακή μας συνείδηση καί ἡ ἐπισκοπική ἀποστολική διαδοχή καί δομή ἐξασφαλίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρέπει ὅμως νά ὁμολογηθεῖ ὅτι κάθε τόσο ἐμφανίζονται ζητήματα πού τήν πληγώνουν. Κατά καιρούς ἡ κατάσταση ἐπιδεινώνεται, ὄχι λόγω διαφορετικῶν θεολογικῶν τοποθετήσεων ἀλλά ἕνεκα ἄλλων, μή καθαρῶς ἐκκλησιαστικῶν αἰτίων.

Ἀρκετές Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔζησαν σέ περιβάλλον ὁμοιογενές, ἀποτελώντας τή συντριπτική πλειοψηφία τῆς χώρας (π.χ. Ἑλλάδα, Ρουμανία, Σερβία). Ἐξαίρεση σ’ αὐτό ἀπετέλεσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως –τό ὁποῖο, ὅπως καί τά ἄλλα

πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, ζεῖ καί ἀκτινοβολεῖ τήν Ὀρθοδοξία σέ περιβάλλον ἀλλόθρησκο. Μέ τίς τελευταῖες ἐξελίξεις, διάφορες Ὀρθόδοξες ὁμάδες, συνήθως μετανάστες ἀπό τήν Ἀνατολική Εὐρώπη, ἔχουν μετακινηθεῖ σέ εὐρωπαϊκές χῶρες. Ἔτσι, σήμερα πολυάριθμες Ὀρθόδοξες ἐνορίες μοιάζουν μέ νησίδες στό ἀρχιπέλαγος τῆς Εὐρώπης.

Στίς συνθῆκες αὐτές διαμορφώνονται διάφορες τάσεις: Ἡ μία τείνει πρός τήν πλήρη προσαρμογή ἤ καί τήν ἀφομοίωση μέ τήν νοοτροπία τῆς πλειοψηφίας. Ἡ ἄλλη τείνει στή δημιουργία γκέττο, γιά νά περισωθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη ταυτότητα. Ἔχουμε εὐτυχῶς καί περιπτώσεις, π.χ. στή Γαλλία, ὅπου ἔχει ἀποφευχθεῖ τόσο τό γκέττο ὅσο καί ἡ ἀφομοίωση.

Καθώς ἡ Εὐρώπη ἐξελίσσεται πολιτικά, διακρίνονται δύο ἰδιαίτερες περιοχές: Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἀφενός, καί ἀφετέρου, οἱ χῶρες πού ἀκόμη βρίσκονται ἐκτός, μέ κύρια πολιτική ὀντότητα τή Ρωσία.Ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ νά ἀποτελέσει πνευματική γέφυρα πού νά συνδέει ὁλόκληρη τήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο, ἀξιοποιώντας τόν πλοῦτο τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ πού δημιουργήθηκε τόσο στή Δύση ὅσο καί στήν Ἀνατολή. Ἡ Ὀρθοδοξία ὀφείλει νά συμβάλει στήν προσπάθεια συνδιαλλαγῆς, στήν ἁρμονική συμβίωση ἡ ὁποία βασίζεται στόν σεβασμό τῶν ἰδιαιτέρων παραδόσεων, σέ μιά ἑνότητα πού στηρίζεται στή συμφιλιωμένη διαφορετικότητα. Βεβαίως, σ’ αὐτή τήν προσπάθεια δέν εἴμαστε μόνοι μας. Ὅλες οἱ χριστιανικές Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης ὑπογραμμίζουν αὐτό τό χρέος.

Συγχρόνως, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουμε νά ἔχουμε τό θάρρος γιά μιά σοβαρή αὐτοκριτική. Ἡ διαφορά μεταξύ θεωρίας καί πράξεως, τήν ὁποία παρουσιάζουμε, εἶναι ἐνίοτε θεαματική. Ὑπάρχουν πολλές ἀσυνέπειες καί τραυματικές καταστάσεις πού ζητοῦν διορθωτικές κινήσεις. Π.χ., ἡ ὀρθή κατανόηση τῶν σχέσεων Ἔθνους καί Ὀρθοδοξίας, τά ὁποῖα πολλές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ταυτίζουν. Διάφορα ἐπίσης φολκλορικά στοιχεῖα ἀλλοιώνουν τήν καθαρότητα τῶν παραδόσεων καί τῆς λατρευτικῆς μας ζωῆς – τόσο, πού συχνά νά βλέπουμε μιά «Ὀρθοδοξία μπαρόκ».

Ἕνα ἄλλο λεπτό θέμα εἶναι ἡ ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων στή σύγχρονη ζωή. Ὁρισμένοι τούς ἐπικαλοῦνται ὅπως οἱ Ἑβραῖοι τό Ταλμούδ. Οἱ Κανόνες ὅμως δείχνουν κατεύθυνση σκέψεως καί συμπεριφορᾶς. Εἶναι ποιμαντικά μέτραφάρμακα, πού σκοπό ἔχουν τή θεραπεία καί τήν ὀρθή καθοδήγηση τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου. Ἡ δόση ἐντούτοις καί ἡ τελική χρήση τῶν φαρμάκων ἐπαφίεται στόν ἰατρό, τελικά σέ ἕνα ὑπεύθυνο στήν Ἐκκλησία πρόσωπο, στόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Ὑπάρχουν Κανόνες πού ἤδη στήν πράξη ἔχουν τεθεῖ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση σέ ἀχρηστία∙ π.χ. ἕνας Κανών, ἀπαγορεύει μέ ποινές τό νά συμφάγει Ὀρθόδοξος κληρικός μέ Ρωμαιοκαθολικό.... [«Μεθ’ οἱουδήποτε τῶν ἑτεροδόξων ἡ συνεστίασις γέγονε, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ ὁ συνεστιασθείς τοῦ ἐγκλήματος ἀπολέλυται», μέ ποινή ἀναλόγως τῆς περιπτώσεως, «ἐν δυσίν ἤ τρισί τεσσαρακοσταῖς»]x. Ἄλλος Κανών γράφει: «ὅτι οὐ δεῖ ὁδοιπορεῖν ἄνευ ἀνάγκης ἤ βίας ἐν Κυριακῇ»xi.

Συχνά ἡ προσοχή πολλῶν ἀποσπᾶται σέ ἐπί μέρους καί παραθεωροῦνται τά βαρύτερα τοῦ νόμου: «ἡ κρίσις καί τό ἔλεος». Εὔκολα ὑμνοῦμε τή χριστιανικῆ ἀγάπη, ἀλλά τήν περιορίζουμε στόν ἑαυτό μας, τό πολύπολύ, στούς δικούς μας, ἀδιαφορώντας γιά τόν ἄλλο, τόν ξένο, τόν

διαφορετικό. Ἐκθειάζουμε τή λιτότητα καί τήν ταπείνωση, ἐνῶ κινούμεθα στούς ρυθμούς τῆς ἀνέσεως, τῆς χλιδῆς καί τῆς ἀλαζονείας. «Τί δέ μέ καλεῖτε, Κύριε, Κύριε,», θά μᾶς ἔλεγε καί σήμερα ὁ Χριστός, «καί οὐ ποιεῖτε ἅ λέγω» (Λουκ. 6:46).

2. Οἱ σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους χριστιανούς ἔχουν περάσει ἀπό διάφορες φάσεις. Σήμερα, διακρίνονται δύο τοποθετήσεις: Τήν πρώτη ἐκπροσωπεῖ μία νοοτροπία κλειστή, καχυποψίας γιά τούς ἄλλους, ἡ ὁποία συχνά ἀνατρέχει στό παρελθόν μέ ἀρνητικά ἰδεολογήματα καί ἐπισημαίνει τούς κινδύνους ἀπό τίς ἐπαφές μέ τίς ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες. Τή δεύτερη ἐκφράζουν ὅσοι πιστεύουν στήν προσέγγιση καί συνεργασία τῶν χριστιανῶν. Συνήθως οἱ πρῶτοι θέτουν τό ἐρώτημα: Καί τί ἔχουμε νά πάρουμε ἀπό τή Δύση; Οἱ δεύτεροι τονίζουν ὅτι ἡ ὀρθή τοποθέτηση εἶναι: Τί μποροῦμε ἐμεῖς νά προσφέρουμε; Καί ἀσφαλῶς, πολλά ἔχουμε νά μοιρασθοῦμε ἀπό κοινοῦ. Κάτι αὐτονόητο, πού ὅμως εὔκολα παραθεωροῦν ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὅτι οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι δέν ἐπέλεξαν, μέ διάθεση νά προσχωρήσουν σέ αἵρεση, τή χριστιανική ὁμολογία στήν ὁποία σήμερα ἀνήκουν, ἀλλά γεννήθηκαν σέ χώρα στήν ὁποία ἐπί αἰῶνες ἡ ὁμολογία αὐτή ἐπικρατεῖ. Π.χ. ὁ Νορβηγός στή Λουθηρανή Ἐκκλησία, ὁ Σκωτσέζος στήν Πρεσβυτεριανή. Πῶς τούς κρίνουμε διότι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι;

Οἱ ὑπερσυντηρητικοί ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἐπαφές μας μέ τούς ἑτεροδόξους ἀπειλοῦν νά ἀλλοτριώσουν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἦθος καί ὅτι ἡ συμμετοχή μας στήν οἰκουμενική κίνηση – τήν ὁποία ἄκριτα χαρακτηρίζουν ὡς «παναίρεση» – εἶναι προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν δυσκολεύονται μάλιστα νά βάλουν στούς ἀντιφρονοῦντες ἐτικέττες, ὅπως «αἱρετικοί», «οἰκουμενιστές» (ἄγνωστη λέξη στό ἑλληνικό λεξιλόγιο, πού γνωρίζει ἀπό αἰῶνες μόνο τό «οἰκουμένη», «οἰκουμενικός»). Πολλοί ὅμως πιστεύουμε ὅτι εἶναι χρέος μας νά συμμετέχουμε στούς κοινούς προβληματισμούς προσφέροντας τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρίαxii. Τή γραμμή αὐτή ἔχουν υἱοθετήσει ἀπό ἐτῶν οἱ Σύνοδοι τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὑπενθυμίζω καί τίς πρόσφατες διακηρύξεις στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Πάπα κ. Βενέδικτο ΙΣΤ.xiii.

Τό βασικό ἐρώτημα εἶναι, ποιός τελικά ἀποφασίζει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τό ἑκάστοτε πρακτέο καί γιά τό τί εἶναι αἱρετικό; Ὁ Ἄλφα ἤ ὁ Βήτα εὐσεβής μοναχός ἤ κληρικός; Διότι τάχα αὐτός αὐτεπάγγελτα «ἐκπροσωπεῖ» τόν λαό, χωρίς μάλιστα νά τόν ρωτᾶ; Μήπως ἔτσι κινδυνεύουμε νά διολισθήσουμε σέ ἕνα τύπο «πρεσβυτεριανῆς Ὀρθοδοξίας»; Ἀλλά ἕνα τέτοιο εἶδος δέν τό γνωρίζει ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση.

Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων ἔχει τήν εὐθύνη νά λαμβάνει ἀποφάσεις στά κρίσιμα θέματα καί νά καθορίζει τήν ἑκάστοτε Ὀρθόδοξη στάση.

Προφανῶς, ὑπάρχουν πολλά προβλήματα θεολογικά, ἐκκλησιολογικά, πρακτικά, τά ὁποῖα χωρίζουν τούς χριστιανούς τῆς Εὐρώπης. Θά χρειασθεῖ ἀσφαλῶς ὑπεύθυνη καί συστηματική συζήτηση ἐπί διαφόρων θεμάτων. Κανείς δέ ἀπό ὅσους μετέχουμε στίς διαχριστιανικές σχέσεις δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀρνηθεῖ τήν Ὀρθόδοξη ταυτότητά του ἤ νά κάνει συμβιβασμούς στήν πίστη του προδίδοντας τήν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἄλλωστε, ἡ οὐσιαστική συμβολή μας δέν εἶναι ὁ συμβιβασμός ἤ ἡ σιωπή, ἀλλά ἡ σοβαρή κριτική σκέψη, ἡ προσφορά τοῦ θησαυροῦ τῆς Ὀρθόδοξης παραδόσεως καί θεολογίας πού συνδέει ὀργανικά τό σήμερα μέ τήν ἀποστολική ἐποχή.

Γενικά, πάντως, θά ἦταν τραγικό, ἐνῶ οἱ πολιτικές, ἐπιστημονικές, πολιτιστικές, οἰκονομικές δυνάμεις προωθοῦν τήν ἑνότητα τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης στηρίζοντας ἔτσι τήν εἰρήνη καί τήν ἀσφάλεια τῆς ἠπείρου, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ἐπιχειρήσουν νά ὑψώσουν παραπετάσματα ἀνάμεσά τους. Κάτι χειρότερο: Θά ἦταν σκάνδαλο.

3. Τό πρόβλημα τῶν σχέσεων τῶν χριστιανῶν μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν εἶναι πολύ συνθετότερο. Γενικά παρουσιάζει δύο πλευρές. Ἡ πρώτη εἶναι πρακτική: Ἡ ἀναγκαία συμβίωση μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση πρόκειται γιά ἕνα «διάλογο ζωῆς», ὅπου ἡ μόνη ἐνδεδειγμένη στάση εἶναι ἡ εἰρηνική συνύπαρξη, ὁ σεβασμός τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί γενικά τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τοῦ ἄλλου. Ἀλλά ἀκόμη, ἡ συνεργασία σέ θέματα κοινωνικῆς ἁρμονίας καί προόδου.

Ἡ δεύτερη εἶναι θεωρητική: Ἡ κατανόηση τῶν ἄλλων θρησκειῶν ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς. Ὅπως ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νέου Ἀδάμ, ἔχει παγκόσμιες συνέπειες, τό ἴδιο καί ἡ ζωή τοῦ μυστικοῦ Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει παγκόσμια ἐμβέλεια καί ἐνέργεια. Οἱ προσευχές της καί τά ἐνδιαφέροντά της ἀγκαλιάζουν τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει τή Θεία Εὐχαριστία καί τή δοξολογία της ὑπέρ τῶν πάντων. Ἐνεργεῖ ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἀκτινοβολεῖ τή δόξα τοῦ ζῶντος Κυρίου σέ ὅλη τή κτίσηxiv.

Μιά στάση ζωῆς, ἡ ὁποία σέβεται τίς θρησκευτικές ἀρχές καί ἀπόψεις τῶν ἄλλων, δέν σημαίνει συγκρητισμό καί ἀλλοτρίωση τῆς χριστιανικῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἀντίθετα, ἀπαιτεῖ οὐσιαστική γνώση τῆς πίστεώς μας μαζί μέ μία συνεχῆ βίωσή της ἐν μετανοίᾳ, ταπεινοσύνῃ καί γνησίᾳ ἀγάπῃ.

Τό μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πανηγυρική συλλειτουργία στή Βηθλεέμ στίς 7 Ἰανουαρίου τοῦ 2000 τόνισε:

«Προσβλέπομεν πρός τάς ἄλλας μεγάλας θρησκείας, ἰδίᾳ δέ τάς μονοθεϊστικάς, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, προτιθέμενοι νά οἰκοδομήσωμεν ἔτι πλέον τάς προϋποθέσεις διαλόγου μετ’ αὐτῶν ἐπί τῷ τέλει τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως ὅλων τῶν λαῶν ... Ἡ Ὀρθόδοξος

Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τήν μισαλοδοξίαν καί καταδικάζει τόν θρησκευτικόν φανατισμόν, ὁποθενδήποτε ἤθελον ἐκδηλωθῆ τοιαῦτα φαινόμενα»xv.

Γενικά, ὑποστηρίζει τήν ἁρμονική συνύπαρξη τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί μειονοτήτων καθώς καί τήν ἐλευθερία συνειδήσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί τοῦ κάθε λαοῦ.

Ἰδιαίτερα στίς σχέσεις Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε μακραίωνες ἐμπειρίες, οὐσιαστικότερες ἀπό αὐτές τῶν Δυτικῶν. Ἀφενός βαθιά τραυματικές ἀπό τήν πίεσή του, ἀφετέρου ἐμπειρίες εἰρηνικῆς συμβιώσεως. Σήμερα, ἕνα σοβαρό πρόβλημα πού μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό κοινοῦ μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευμάτων εἶναι ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Τά οἰκολογικά ζητήματα, τά ὁποῖα βρίσκονται πλέον στό κέντρο τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος, ἀποτελοῦν εὐρύ πεδίο δημιουργικοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου καί συνεργασίας.

Γενικότερα πιστεύω ὅτι ἡ ἐνδεδειγμένη Ὀρθόδοξη στάση στή σύγχρονη πολυθρησκειακή κοινωνία εἶναι τό μαρτυρικόἱεραποστολικό φρόνημα. «Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1:8). «Ἐσχάτου», μέ ὅλες τίς ἔννοιες. Δίνουμε τήν μαρτυρία τῆς πίστεώς μας ὅπου ὁ Θεός ἀνοίγει μιά πόρτα: σέ περιβάλλοντα μή Ὀρθόδοξα, μή χριστιανικά, ἀδιάφορα ἤ ἀθεϊστικά –στήν Εὐρώπη, στήν Ἀφρική, σέ διεθνεῖς ἤ παγκόσμιους ὀργανισμούς. Χωρίς ἀπαίτηση νά γίνουν οἱ θέσεις μας ἀποδεκτές, χωρίς πνεῦμα προσηλυτισμοῦ, χωρίς ὑπεροψία. χωρίς ἀνησυχία ἤ φοβίες. Μέ σεβασμό στήν προσωπική ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Τά ὑπόλοιπα τά κατευθύνει ὁ Θεός. Αὐτή ἡ ἐσωτερική διάθεση μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἐπικοινωνοῦμε ἄνετα προσφέροντας τήν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία πρός κάθε κατεύθυνση∙ καί σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἄλλες θρησκευτικές ἤ κοσμοθεωριακές πεποιθήσεις. Ὅ,τι καί νά πιστεύουν ἤ νά μήν πιστεύοπυν, δέν παύουν νά ἔχουν τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τοῦ πλασμένου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.

4. Ἔντονο παρουσιάζεται σήμερα τό ἐνδιαφέρον τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης γιά τήν ἀνάπτυξη μιᾶς κοινωνίας δικαιοσύνης καί ἀλληλεγγύης.

Στόν κοινωνικό τομέα, οἱ Ὀρθόδοξοι καλούμεθα, σέ συνεργασία μέ ὅλους τούς χριστιανούς τῆς Εὐρώπης, νά συμβάλουμε στή στήριξη καί ἐνδυνάμωση τῶν βασικῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν πού διαμόρφωσαν θετικά τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό: Ἀναφέρω ἁπλῶς μερικές: α) Τονισμός τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. β) Σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φύλου, παιδείας, θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. γ) Σημασία τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας. δ) Εὐθύνη τοῦ κάθε πολίτη γιά τήν πρόοδο τοῦ συνόλου.

Παρά τήν πρόοδο καί τίς πολλές ἐξελίξεις τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁρισμένα χαρακτηριστικά τοῦ ἀνθρώπου παραμένουν σταθερά στούς αἰῶνες: Ἡ πλεονεξία, ἡ βία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ὑποκρισία, ἡ αἴσθηση μοναξιᾶς καί κενοῦ. Ποιός θά μεταφέρει παλμό ζωῆς; Χρειάζεται πίστη καί ἐνθουσιασμός γιά τήν πορεία τῆς Εὐρώπης, πίστη στόν ἄνθρωπο καί τό μέλλον του. Κρυστάλλινη πηγή αὐτοῦ τοῦ εἴδους πίστεως εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ μεγαλειώδης ὅμως συμβολή τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὑπῆρξε καί παραμένει εἰς τό διηνεκές ἡ ἀρχή τῆς ἀγάπης, μέ τό εὖρος, τό βάθος καί τό ὕψος πού δόθηκε στήν ἔννοιά της. Μέσα σ’ αὐτήν, ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ὁ τονισμός τῆς συγγνώμης. Ἡ δυνατότητα συγχωρήσεως ἐξουδετερώνει ἀντιθέσεις καί πολύμορφες ἔχθρες, γιά νά ὁδηγήσει στήν οὐσιαστική συμφιλίωση ἀτόμων καί λαῶν. Ἡ ἔμπνευση πού προσέφερε ἡ χριστιανική πίστη σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους γιά τή βίωση τῆς συγχωρητικότητος καί τῆς ἀγάπης εἶναι ἱστορικά ἀναμφισβήτητη. Χωρίς ἀγάπη, ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός χάνει τήν πνοή, τή δύναμη καί τήν ὀμορφιά του. Καί ἡ Ὀρθοδοξία ὀφείλει νά εἶναι μιά ἀστείρευτη πηγή ἀγάπης.

5. Εἰδικότερα στή σύγχρονη θεολογική ἀναζήτηση, πολύ σημαντικός εἶναι ὁ θεολογικός πλοῦτος τῆς πατερικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Σέ κρίσιμη καμπή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀντιμετώπιζε κινδύνους, τόσο ἀπό τή μετωπική συνάντηση μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική Φιλοσοφία ὅσο καί ἀπό τή στατική προσκόλληση σέ μιά ἐξωτερική εὐσέβεια καί τυπολατρία, οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον καί τῶν δύο αὐτῶν ἄκρων μέ διορατική σοφία καί μέ ἁγιοπνευματικό θάρρος.

Πέτυχαν νά προχωρήσουν πέρα ἀπό διανοητικά διλήμματα σέ νέες τομές καί διατυπώσεις πού ἀξιοποιοῦσαν ὅ,τι καλύτερο εἶχε νά προσφέρει στήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη συναντώντας τό ἀποφασιστικό νέο τοῦ Εὐαγγελίου, τό ὁποῖο ἄνοιγε καινούργιους ὁρίζοντες στόν νοῦ, τήν καρδιά, τήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ συνδυασμός τῆς ἐσωτερικῆς δυναμικῆς τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος μέ τόν ἀέναο προβληματισμό τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀνθρωπότητος γονιμοποιεῖ ἐκ νέου σέ κάθε ἐποχή τή δημιουργική σκέψη πού ἔχει χαρίσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο.

Ἡ πατερική θεολογία παραμένει ζωογόνος πηγή γιά τή θεολογία τοῦ σήμερα καί τοῦ αὔριο, ἡ ὁποία, ὅπως ὑπογράμμισε ὁ ρουμάνος θεολόγος π. Δημήτριος Στανιλοάε, “πρέπει νά εἶναι ἀνοικτή στή συνολική ἱστορική καί κοσμική πραγματικότητα, ἀλλά συγχρόνως πρέπει νά εἶναι πνευματική. Πρέπει νά βοηθήσει ὅλους τούς χριστιανούς νά ἀποκτήσουν μιά νέα πνευματικότητα, ἀνάλογη καί πρός τίς παγκόσμιες διαστάσεις τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας καί πρός τήν παγκόσμια ἀνθρώπινη κοινότητα”xvi.

Ἰδιαίτερα στό λεπτό θέμα τῶν σχέσεων χριστιανικῆς πίστεως καί θετικῶν ἐπιστημῶν, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀποφύγει νά ἐπιζητεῖ νά κηδεμονεύσει τήν ἐξέλιξη τῆς ἐπιστημονικῆς προσπαθείας, νά σπεύδει νά λαμβάνει θέση γιά κάθε ἐμφανιζόμενο νέο ἐπιστημονικό ἐρώτημα, ὅπως ὑπῆρξαν ἐπιρρεπεῖς ὁρισμένες Ἐκκλησίες στή Δύση. Γιά τήν Ὀρθόδοξη συνείδηση ἡ ἐλευθερία τῆς ἔρευνας ἀποτελεῖ θεόσδοτο δῶρο στόν ἄνθρωπο.

Εὐτυχῶς, στήν Ἀνατολική παράδοση ἔχει ἀποφευχθεῖ κατά τό δυνατόν κάθε σύγκρουση μεταξύ ἐπιστήμης καί θεολογίας, λόγω τῆς διπλῆς μεθοδολογίας τῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων, ἡ ὁποία θεμελιοῦται στήν ὀντολογική διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου.

Συγχρόνως ὅμως μέ αὐτή τήν κατάφαση, ἡ χριστιανική σκέψη ἐπισημαίνει: πρῶτον, τούς κινδύνους πού κρύβονται πίσω ἀπό ὁρισμένα ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα∙ δεύτερον, τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως∙ καί τρίτον, τήν ὕπαρξη μιᾶς ἄλλης “γνώσεως”. Ἡ τελευταία δέν ὑπάγεται ἄμεσα στό ἐπιστημονικό πεδίο, ἀποδεικνύεται ὅμως πολλαπλά ἀπαραίτητη γιά τήν ὀρθή ὁριοθέτηση τῆς ἐλευθερίας καί τήν ἀξιοποίηση τῶν καρπῶν τῆς ἐπιστήμης μέ τόν περιορισμό τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, μέ τόν τονισμό τῆς τελικῆς ἑνότητος ἀλήθειας, κάλλους καί ἀγάπης.

Τέλος, ἰδιαίτερη ἀξία στή σύγχρονη εὐρωπαϊκή θρησκευτική ἀναζήτηση, ἔχει, κατά κοινή ὁμολογία, ἡ ἔνταση καί τό εὖρος τοῦ λειτουργικοῦ βιώματος τῆς Ὀρθοδοξίας, καί τοῦ συχνά συνηρτημένου ἀσκητικοῦ ἤθους. Σ’ αὐτό τό τελευταῖο θά προσέθετα τήν ἐπίμονη ἑορταστική ἀναφορά στήν Ἀνάσταση. Ἑνωμένοι ὀργανικά μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος προσέλαβε καί λύτρωσε μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, οἱ πιστοί καλοῦνται νά ἀγκαλιάσουν τούς πάντες καί τά πάντα, μέ ἐλπίδα, χωρίς φόβο. Μέ τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία “ἔξω βάλλει τόν φόβον” (Α΄ Ἰω. 4:18). Γιά τήν Ὀρθόδοξη συνείδηση ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά κλειστή ἑταιρεία σεσωσμένων, οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν ἀποκλειστικά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί διεκδικοῦν ἀνέσεις, προνόμια καί κοσμική ἐξουσία. Εἶναι ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα τῶν πιστῶν, πού ζεῖ καί γιορτάζει τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, τῆς νίκης πάνω στόν θάνατο. Καί μέ αὐτή τήν ἀλήθεια ζωογονεῖ καί μεταμορφώνει τή ζωή ὅλης τῆς οἰκουμένης ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἀγάπῃ.

Ἀγαπητοί μου,

Στίς ἀρχές τοῦ προηγούμενου αἰῶνος, ὁ Oswald Spenglerxvii ὑποστήριξε ὅτι ὑπάρχει μιά φυσική ἱστορική ἐξέλιξη τῶν μεγάλων πολιτισμῶν, γέννηση, ἀνάπτυξη, ἀνθοφορία, καρποφορία καί γήρανση, μέ κατάληξη τόν θάνατο. Ἡ ἄποψή του ἦταν ὅτι ὁ Δυτικός πολιτισμός ἔχει φθάσει στήν τελική αὐτή φάση. Ἀντίθετα πρός αὐτή τήν ἄποψη ὀρθώθηκαν πολλές φωνές, μεταξύ τῶν ὁποίων διακρίνεται ἡ θέση τοῦ Arnold Tοynbeexviii. Ὁ τελευταῖος ἐπισημαίνει τή διαφορά μεταξύ ὑλικῆς καί τεχνολογικῆς προόδου ἀφ’ ἑνός, καί τῆς γνησίας προόδου ἀφ’ ἑτέρου, τήν ὁποία ὀνομάζει spiritualisatiοn (“πνευματοποίηση”). Βλέπει τίς ρίζες τῆς κρίσεως τοῦ Δυτικοῦ κόσμου στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό θρησκευτικό βίωμα καί στήνυἱοθέτηση μιᾶς λατρείας τῆς τεχνολογίας, τοῦ ἔθνους, τῆς στρατοκρατίας. Καί ταυτίζει τήν κρίση μέ τήν ἐκκοσμίκευση. Ὡς θεραπευτική ἀγωγή θεωρεῖται ἡ ἐπανενδυνάμωση τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου. Στήν ἀντίληψη περί βιολογικῆς παρακμῆς ἀντιτάσσει τή βουλητική θέση πού βασίζεται στό σφρίγος καί τή ζωτικότητα τῶν δημιουργικῶν μειονοτήτων καί τῶν διακεκριμένων προσωπικοτήτων.

Μιά τέτοια δημιουργική “μειονότητα” καλούμεθα νά ἀποτελέσουμε καί μεῖς. Γιά νά ἀνταποκριθεῖ ὅμως στόν ἱστορικό ρόλο της ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά συμβάλει στήν πνευματική πορεία τῆς Εὐρώπης, θά χρειασθεῖ πρίν ἀπό ὅλα νά εἶναι συνεπής στόν μυστηριακό–σωτηριολογικό της χαρακτήρα. Νά παραμείνει αὐτό πού στήν οὐσία εἶναι: Κιβωτός τῆς ἀλήθειας, τήν ὁποία ἀπεκάλυψε ὁ Τριαδικός Θεός∙ φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χῶρος ὅπου τελεσιουργεῖται ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὑπέρβαση τῆς ὑπαρξιακῆς του ἀγωνίας, ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό τῆς ἀγάπης.

Αὐτή τήν Ὀρθοδοξία ὀφείλουμε νά ἐκπροσωποῦμε στήν Εὐρώπη καί σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Ἄς μήν ἀνησυχοῦμε διότι δέν ἀνήκουμε στήν πλειοψηφία. Τό ζητούμενο εἶναι νά γίνουμε ἕνας δημιουργικός πυρήνας πού θά βοηθήσει τήν Εὐρώπη νά ἀνακαλύψει καί νά ἀναπτύξει τά καλύτερα στοιχεῖα τῆς κληρονομιᾶς της καί νά προχωρήσει σέ μία νέα πνευματική ἀκμή

i Γ. Θεοτοκᾶς, Ἐλεύθερο πνεῦμα, Ἑστία, Ἀθήνα 1988, σ. 89.

ii Ἀναστασίου (Γιαννουλάτου), Ἴχνη ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ὑπερβατικοῦ, Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 32005, σελ. 28.

iii A Handbook of Churches and Councils, Profiles of Ecumenical Relationships (compiled by H. van Beek), WCC, Geneva 2006, σελ. 455.

iv G. Davie, Religion in Modern Europe. A Memory Mutates, Oxford University Press, Oxford 2000, σελ. 10.

v G. Davie, μν. ἔργ., σελ. 910.

vi A Handbook of Churches and Councils, σελ. 361.

vii I. Alfeyef, Orthodox Witness Today, WCC Geneva 2006. Πρβλ. A. Dierkens (ed.), Pluralisme religieux et laïcité dans l’Union européenne, éd. Université de Bruxelles, Bruxelles 1994.

viii Ἀναστασίου (Γιαννουλάτου), μνημ. ἔργ. σελ. 389.

ix Μ. Δεληθανάση, «Θεριεύει ἡ Ἰσλαμοφοβία στήν Εὐρώπη», Ἐφημ. Καθημερινή, 14.1.2007.

x Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ (*849), Ἐπιστολή Κανονική  Ἐρώτησις Δ΄. Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 31996, σελ. 641.

xi Τοῦ αὐτοῦ, Κανόνες Ζ΄, κανών Α΄, ἔνθἀν. σελ. 628.

xii Βλ. Ἄρθρα διαφόρων, Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος (ἐπιμ. Π. Βασιλειάδη), Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2005.

xiii Ἀντιδράσεις σ’ αὐτές βλ. Ανακοίνωση τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τίς ὡς ἄνω κινήσεις Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί Ἐκκλησίας Ἑλλάδος μέ τό Βατικανό.

Ἐφημ. Ἐλεύθερος, 4.1.2007.

xiv Σημειώνω χαρακτηριστικά τά λόγια ἑνός ἀπό τούς διακεκριμένους θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Καθηγητοῦ καί Ἀκαδημαϊκοῦ Ἰωάννου Καρμίρη σέ μιά ἀπό τίς τελευταῖες του ὁμιλίες στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν («Ἡ παγκοσμιότης τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας»): «Οὐ μόνον οἱ χριστιανοί ἀλλά δύνανται νά γίνωνται καί οἱ μή χριστιανοί, οἱ ἄπιστοι ἤ τά ἔθνη ‘συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ’ (Ἐφεσ. 3:6) διά τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν ὁποίαν δύνανται νά àνήκωσι àοράτως καί οἱ ἐθνικοί, οἱ ἑτερόδοξοι, ἐπί τῇ βάσει καί δυνάμει τῆς ἑαυτῶν πίστεως καί τῆς χορηγουμένης αὐτοῖς δωρεάν ὑπό τοῦ Θεοῦ

σωτηρίου χάριτος τῶν ἐχουσῶν οἰονεί ἐκκλησιαστικόν χαρακτῆρα»  I.N. Καρμίρη, «Ἡ παγκοσμιότης τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας», Πρακτικά τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἔτος 1980, τόμ. 55, Ἀθῆναι 1981, σελ. 261289. Τοῦ αὐτοῦ, Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας àνθρώπων τοῦ Θεοῦ», Πρακτικά τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἔτος 1981, τόμ.

56, Ἀθῆναι 1982, σελ. 391434.

xv «Μήνυμα ἀγάπης χωρίς διακρίσεις στέλνουν οἱ προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα», ἐφημ. Καθημερινή 8.1.2000. Ἐλευθεροτυπία

8.1.2000.

xvi D. Staniloae, Theology and the Church, St. Vladimir’s Seminary, Crestwood, New York 1980, σελ. 226.

xviixvii Der Untergang des Abendlandes, 2 Τόμοι, 1η ἔκδ. Μόναχο 191822.

xviii A Study of History, abridged ed., Oxford 1987.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel