Ζωηφόρος

O οικουμενισμός στην υπηρεσία της πανθρησκείας,

O οικουμενισμός

στην υπηρεσία της πανθρησκείας

O λόγος των οικουμενιστών θεολόγων των ημερών μας μοιάζει να υπηρετεί όχι την Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία αλλά τα νεοταξικά σχέδια επιβολής μιας παγκόσμιας θρησκείας, της ονομαζόμενης πανθρησκείας. Για την επίτευξη του στόχου προωθείται η άμβλυνση των διαφορών των θρησκειών και η ενότητα όλων όχι εν Χριστώ αλλά εν ονόματι της Πανθρησκείας.

Κείμενο του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη στο amen.gr(παρατίθεται παρακάτω)  καταλήγει με τις εξής φράσεις:........

«Παρόλες τις διαφορές και παρόλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μάλιστα για μας τους Ορθοδόξους, δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα».

Τα λεγόμενα του οικουμενιστή καθηγητή είναι σαφή. Ο διαθρησκειακός διάλογος στοχεύει στη δημιουργία «πανανθρώπινης οικογένειας» αλλά όχι μέσω της κοινής (και ορθής Πίστης στον Κύριο Ιησού) αλλά μέσω της «συνεργασίας των θρησκειών»! Αυτό μάλιστα αποτελεί, κατά Βασιλειάδη, «αναγκαιότητα για μας του Ορθόδοξους». Τέτοια Ορθοδοξία ας την κρατήσουν για τον εαυτό τους οι οικουμενιστές που υπηρετούν την «θεολογία» όχι του Χριστού αλλά της πανθρησκείας και της Νέας Τάξης. Εμείς προτιμούμε να ακολουθούμε τη Θεολογία των αγίων Πατέρων που δεν προώθησαν την ενότητα όλων απροϋπόθετα αλλά την ενότητα πάντων εν Χριστώ Ιησού, εν αληθεία και ορθή πίστη και όχι τη συγκρητιστική σύγχυση του φωτός με το σκότος των άλλων θρησκείων.

πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2009/12/o_28.html

***

Η αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου

και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει

του Πέτρου Βασιλειάδη

Καθηγητή του τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Με μεγάλη ικανοποίηση διάβασα στην ιστοσελίδα σας το άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας κ. Σεραφείμ, «Διαθρησκειακός Διάλογος: Μια Ορθόδοξη προσέγγιση» (το άρθρο αυτό παρατίθεται μετά το παρόν κείμενο). Είναι πραγματικά σπάνιες οι περιπτώσεις, που Ορθόδοξοι ιεράρχες τολμούν να αναφερθούν στα φλέγοντα ζητήματα των καιρών μας και να εκφέρουν κάποια άποψη βασισμένη στην Ορθόδοξη εμπειρία τους.

Κάτι τέτοιο έχει ανάγκη και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, κυρίως όμως οι ετερόδοξοι εταίροι μας, τόσο στον επίσημο θεολογικό διάλογο, όσο και στον ευρύτερο παγκόσμιο ιεραποστολικό, ο οποίος τη χρονιά που μας έρχεται (2-6 Ιουνίου, 2010) θα γιορτάσει στο Εδιμβούργο της Σκωτίας τα 100 χρόνια από την ανεπίσημη έναρξη της παγκόσμιας (και όχι αντιμαχόμενης και προσηλυτιστικής) χριστιανικής μαρτυρίας. Μετά μάλιστα την πρόσφατη «αλλαγή παραδείγματος» στη θεολογία της ιεραποστολής, που εγκαινιάστηκε το 2005 στην Αθήνα, όπου η έμφαση μετατοπίστηκε από την επιθετική ιεραποστολική συμπεριφορά στην θεολογία της «διακονίας της καταλλαγής», θεώρησα σκόπιμο να να αναφερθώ τόσο στην αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου, όσο και στα προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει, σε παγκόσμιο μάλιστα χριστιανικό επίπεδο. Αυτό, άλλωστε, διδάσκω ανελλιπώς τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια στους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, στα πλαίσια αρχικά του μαθήματος της Ιεραποστολικής, και ως ανεξάρτητο υποχρεωτικό μάθημα τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια.

Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας ανάλυσης πιστοποιείται και από το απαντητικό κατά κάποιο τρόπο άρθρο που φιλοξενείται σήμερα στην ιστοσελίδα σας (http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1291). Η χριστιανική, λοιπόν, ιεραποστολή ως «διακονία της καταλλαγής» συνδέεται αναγκαστικά με την κίνηση που επιδιώκει να συμφιλιώσει τις θρησκευτικές παραδόσεις όλου του κόσμου, έτσι ώστε οι θρησκευτικές κοινότητες να ενθαρρύνουν την ενότητα και την ευημερία ολόκληρης της ανθρωπότητας και όχι να γίνονται αιτίες συγκρούσεων, και μερικές φορές ακόμη και πολέμων.

Η αποδοχή, όμως, εκ μέρους των χριστιανών του διαθρησκειακού διαλόγου συνάντησε από την έναρξη της παγκόσμιας ιεραποστολής τεράστιες αντιδράσεις. Από διάφορους κύκλους μάλιστα εκφράστηκαν ανησυχίες, πολλές από τις οποίες ιδιαίτερα για τους Ορθοδόξους συνδέονται και με τις επιφυλάξεις που κατά καιρούς έχουν εκφραστεί εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και πρόσφατα και της Εκκλησίας της Ελλάδος, για την αυτονόητη συμμετοχή της Ορθοδοξίας στον οικουμενικό διάλογο, που άλλωστε είναι ομόφωνα και συνοδικά αποφασισμένος σε πανορθόδοξο επίπεδο. Oι επιφυλάξεις αυτές, ως επί το πλείστον, προέρχονται είτε από άγνοια, είτε από ελλιπή κατανόηση αυτού που υπονοεί ο όρος «διαθρησκειακός διάλογος». Αγνοείται με άλλα λόγια παντελώς το θεολογικό του υπόβαθρο. Και αυτές τις επιφυλάξεις οφείλουμε να τις εξετάσουμε με την μέγιστη δυνατή συντομία.

1. Η πρώτη ανησυχία προέρχεται από εκείνους που φοβούνται ότι η έμφαση στον διαθρησκειακό διάλογο θα θέσει τελικά στο περιθώριο τον διαχριστιανικό διάλογο. Διαισθάνονται ότι η μεταφορά του κέντρου βάρους του θεολογικού διαλόγου στην ευρύτερη θρησκευτική πραγματικότητα θα νέκρωνε την αναζήτηση και θα ματαίωνε την επίτευξη της ορατής ενότητας της Εκκλησίας.

Είναι πράγματι αληθές, ότι ο οικουμενικός διάλογος χρειάζεται φρεσκάδα, ανανέωση και νέες καινοτόμες πρωτοβουλίες. Και αυτό οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη ουσιαστικής προόδου στην αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας. Η κίνηση του τμήματος «Πίστη και Τάξη» του ΠΣΕ, που επιδιώκει να συμβάλει στην προώθηση της ορατής ενότητας της εκκλησίας, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920. Εξαιτίας της πολλές εκκλησίες έχουν απομακρυνθεί από τις εχθρότητες, τους ανταγωνισμούς, και τα αμοιβαία αναθέματα του παρελθόντος. Στoν προτεσταντικό μάλιστα χώρο έχουν επιτευχθεί ευρύτερες συνεργασίες, και από τις πρωτοβουλίες του τμήματος «Πίστη και Τάξη» έχουν προκύψει και πολλές ενωμένες εκκλησιαστικές οντότητες. Εντούτοις, μετά από έναν σχεδόν αιώνα οι παραδοσιακές εκκλησίες και χριστιανικές οικογένειες (όπως ο Καθολικισμός, η Ορθοδοξία, Αγγλικανική κοινωνία κλπ.) συνεχίζουν και ανέχονται το σκάνδαλο του σχίσματος (όπως συνήθιζε να το χαρακτηρίζει ο αείμνηστος π. Γ. Φλορόφσκυ), οι δογματικές τους διαφορές συνεχίζουν να υφίστανται.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις πολλές κοινές συμφωνίες που δεν έχουν εφαρμοστεί, είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια της αναζήτησης της ορατής ενότητας της Εκκλησίας, όταν μάλιστα είναι αποδεδειγμένο ότι πολλές από τις υπάρχουσες διαφορές των διηρημένων χριστιανών οφείλονται στην ουσία σε «πολιτιστικά» κυρίως παρά σε «δογματικά» αίτια. Γι’ αυτό και η αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας πρέπει να συνεχιστεί αν όχι για το καλό της εκκλησίας, τουλάχιστον για το καλό της ευρύτερης κοινωνίας την οποία υπηρετεί. Στα πλαίσια, όμως, της χριστιανικής ιεραποστολής ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί εναλλακτική λύση στον ενδο-χριστιανικό οικουμενικό διάλογο. Τα δύο επίπεδα οικουμενικής δέσμευσης θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως δύο ομόκεντροι κύκλοι, που έχουν ως κέντρο την ενότητα των πάντων (απώτερος στόχος της θείας οικονομίας) και που εξυπηρετούν δύο επικαλυπτόμενες περιοχές. Με άλλα λόγια, ο ευρύτερος διαθρησκειακός διάλογος δεν αντικαθιστά το διαχριστιανικό διάλογο, αλλά προσδίδει σ’ αυτόν ένα νέο ζωτικό πλαίσιο. Πολλοί χριστιανοί σήμερα συμμετέχουν στον οικουμενικό διάλογο και στα δύο αυτά επίπεδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πιστότητα στον ένα σημαίνει προδοσία του άλλου.

2. Ο δεύτερος φόβος προέρχεται από το συναίσθημα ότι ο διαθρησκειακός διάλογος αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες», και ότι «δεν πειράζει εάν κάποιος είναι χριστιανικός, εβραίος, ινδουιστής, βουδιστής ή μουσουλμάνος». Πολλοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι η ενασχόληση με τον διαθρησκειακό διάλογο υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας, υποθέτοντας ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των θρησκειών. Παρόμοια ανησυχία εκφράζεται ατεκμηρίωτα από εκείνους που βλέπουν ότι ένας τέτοιος διάλογος οδηγεί στον συγκρητισμό. Αυτή ακριβώς η επιχειρηματολογία εκφράστηκε επίσημα από τον παραδοσιακό προτεσταντικό χώρο, όταν για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιεραποστολή υποστηρίχθηκε η αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου ως ο πλέον αποδοτικός τρόπος επικοινωνίας με τους πιστούς άλλων θρησκευτικών παραδόσεων. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ο πραγματικός διαθρησκειακός διάλογος δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), αλλά διάλογος και επικοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue).

Εκείνοι που υποστηρίξουν (κυρίως επί τη βάσει της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», όπως π.χ. οι Ορθόδοξοι) τον διαθρησκειακό διάλογο, επιμένουν ότι ο αμοιβαίος σεβασμός, η οικοδόμηση αμοιβαίων σχέσεων, και η προώθηση μιας ενημερωμένης κατανόησης των άλλων δεν οδηγεί άκριτα στην άποψη ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο πράγμα. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι ο διάλογος και η συνεργασία είναι αναγκαίες, επειδή ακριβώς οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις είναι διαφορετικές και προβάλλουν εναλλακτικά οράματα της πραγματικότητας. Στον διαθρησκειακό διάλογο η συνάντηση των θρησκειών θεωρείται ως «συνάντηση δεσμεύσεων και υποχρεώσεων», που έχει ως στόχο τη δημιουργία μιας «κοινωνίας των πιστών των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων». Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποβλέπει στην δημιουργία μια παγκόσμιας θρησκείας, ούτε αποτελεί προσπάθεια να υπονομευθεί η ιδιομορφία των θρησκειών. Είναι μια προσπάθεια προώθησης της συνεργασίας με απώτερο στόχο να διακονηθεί η ενότητα σε έναν κόσμο που κατακερματίζεται από διαιρέσεις και διαφωνίες.

3. Τέλος, η τρίτη περίπτωση αντιδράσεων προέρχεται από εκείνους που ασχολούνται με την παραδοσιακή ιεραποστολή της εκκλησίας. Αυτοί, μάλιστα, θεωρούν τον διαθρησκειακό διάλογο ως πραγματική απειλή. Το παλαιό ιεραποστολικό παράδειγμα, η κλασσική δηλαδή έννοια της χριστιανικής ιεραποστολής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από την παραδοσιακή προτεσταντική κοινότητα, ήταν βασισμένη στη διαίρεση του κόσμου σε «σωσμένους» και σε «εκείνους που έχουν ανάγκη σωτηρίας». Σε αυτό το όραμα οι πιστοί των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων οδηγούνται νομοτελειακά στην απώλεια. Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη, υποστήριζαν, να ακούσουν το ευαγγέλιο, να το δεχτούν συνολικά, και να ανταποκριθούν στην πρόκληση να γίνουν και αυτοί μέλη των διαφόρων θεσμικών χριστιανικών ομολογιών, να ενταχθούν δηλαδή στην «σωσμένη χριστιανική κοινότητα».

Ο διαθρησκειακός διάλογος για την αντίληψη αυτή απειλεί αυτή καθαυτή την ιεραποστολική υποχρέωση. Ευτυχώς οι περισσότερες χριστιανικές κοινότητες, αλλά και η Ορθόδοξη εκκλησία, έχουν βαθμιαία απομακρυνθεί από αυτήν την κατανόηση της ιεραποστολής. Στην παγκόσμια ιεραποστολή η πρόταση για διαθρησκειακό διάλογο – ως μειοψηφούσα βέβαια άποψη προς την παλαιά κλασσική – υποστηρίχτηκε ήδη από τον πρώτο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο στο Εδιμβούργο της Σκωτίας το 1910. Επιβεβαιώθηκε εντονότερα στο δεύτερο ιεραποστολικό συνέδριο στην πόλη των Ιεροσολύμων το 1928, και με τη θεολογική συνδρομή της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος» (κυρίως εκ μέρους των Ορθοδόξων που την τελευταία πεντηκονταετία μετέχουν πλέον θεσμικά στον οικουμενικό διάλογο) επικράτησε τελικά στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο του 1968 στην Πόλη του Μεξικού, όπου και θεμελιώθηκε θεολογικά η έννοια της ιεραποστολής ως «έργου του Θεού» (Missio Dei).

Ήταν αυτή η έννοια της Missio Dei που απεμάκρυνε τελεσίδικα την παγκόσμια ιεραποστολή από τη διαίρεση του κόσμου σε «σωσμένους» και «μη σωσμένους», κάτι που ανάγκαζε ολόκληρες κοινότητες να αναγκάζονται να προσηλυτίζονται και να μετακινούνται από την μια θρησκευτική (ή και χριστιανική ακόμη) κοινότητα στην άλλη για να εξασφαλίσουν δήθεν αυτόματα τη σωτηρία τους. Αντ’ αυτού το νέο «ιεραποστολικό παράδειγμα» επιβεβαιώνει ότι ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία για ολόκληρο τον κόσμο, και ότι η Εκκλησία είναι απλός διάκονος σε αυτήν την «αποστολή του Θεού». Με εργαλείο, μάλιστα την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος» (παράλληλα και ταυτόχρονα με την «οικονομία του Υιού»), ο Θεός χρησιμοποιεί όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις στον κόσμο για το έργο της σωτηρίας. Άλλωστε το Άγιο Πνεύμα «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιω 3,8)! Σήμερα, λοιπόν, θεωρούμε την ιεραποστολή πρώτιστα ως «καταλλαγή και θεραπεία» του κατακερματισμένου κόσμου, κηρύσσοντας την ευσπλαχνία, την αγάπη και τη συγχώρεση του Θεού για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις όποιες ετικέτες τους, και εκδηλώνοντας την αλληλεγγύη σε εκείνους που είναι φτωχοί, καταπιεσμένοι, περιθωριοποιημένοι, ευάλωτοι στις ισχυρές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της εποχής μας.

Η Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία πρεσβεύει ότι ο Θεός είναι δημιουργός όλης της ζωής, ότι την συντηρεί και επιδιώκει την εκπλήρωσή της, γι’ αυτό και απαιτεί να συνεργαζόμαστε με το Θεό και με όσους επιδιώκουν να οικοδομήσουν τη βασιλεία του Θεού σε έναν κατακερματισμένο κόσμο. Και ο διαθρησκειακός διάλογος είναι ακριβώς τμήμα αυτής της διαδικασίας. Στην πραγματικότητα ο καθένας που έχει μια ρεαλιστική αξιολόγηση του κόσμου που ζούμε θα έβλεπε ως επείγουσα την ανάγκη ενός ευρύτερου οικουμενικού διαλόγου των θρησκευτικών παραδόσεων. Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι οι θρησκευτικές παραδόσεις έχουν συμβάλει στον κατακερματισμό του κόσμου. Συχνά η ιστορία των σχέσεών τους έχει χαρακτηριστεί από ανταγωνισμό, αμοιβαίο αποκλεισμό, συγκρούσεις και ολοκληρωτικούς πολέμους. Η παρούσα παγκόσμια συγκυρία (από τη Βόρεια Ιρλανδία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Παλαιστίνη κλπ.) είναι αψευδής μάρτυρας.

Η συχνή κατάχρηση και εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος από τις πολιτικές δυνάμεις έχει φρονηματίσει τους χριστιανούς, αφού πολλοί πλέον είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ακόμη και σήμερα οι θρησκείες διαδραματίζουν (ως μη όφειλε) σημαντικό ρόλο στη βία και τις συγκρούσεις στον κόσμο. Βέβαια, οι διάφορες θρησκείες συνεχίζουν να προβάλουν αξιώσεις αποκλειστικότητας στη σωτηρία, που στην πραγματικότητα ακυρώνουν άλλους τρόπους ύπαρξης και πίστης. Είναι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που ο Ηans Kueng διατύπωσε την αξιωματική θέση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αντιμετωπίζει ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα που ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους.

Με εξαίρεση τους «φονταμενταλιστές της νεωτερικότητας», οι πάντες αναμένουν σήμερα από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού, αλλά προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Παρόλες τις διαφορές και παρόλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαάιτερα μάλιστα για μας τους Ορθοδόξους, δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα.

πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1292

***

Διαθρησκειακός Διάλογος: Μια Ορθόδοξη προσέγγιση

επί τη ευκαιρία των αντιδράσεων που εκφράσθησαν κατά το τρέχον έτος

του Μητροπολίτου Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας Σεραφείμ

Τα παγκόσμια προβλήματα του προηγούμενου αιώνα αλλά και οι πολύπλοκες συγκρούσεις του αιώνα, μας οδήγησαν στην συνειδητοποίηση της σημασίας του διαλόγου μεταξύ των θρησκειών για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Μέσα σ’ αυτή τη προοπτική οργανώθηκαν, τα τελευταία χρόνια, σημαντικές Διαθρησκειακές Συναντήσεις που μας δίνουν την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε μερικές παρατηρήσεις, μέσα από τη προσωπική μου εμπειρία, σε τέσσερις κορυφαίες Διαθρησκειακές Συναντήσεις, ως εκπρόσωπος του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής και του Μακαριωτάτου Αλεξανδρινού Προκαθημένου ή  ως συνοδός Αυτού.

Η πρώτη είναι η Διαθρησκειακή Συνάντηση, που οργάνωσε το Βατικανό το 2000 με τη συμμετοχή αρχηγών ή εκπροσώπων θρησκειών, για να προβληματισθούμε για τις ευθύνες των εκπροσώπων των θρησκειών κατά την τρίτη χιλιετηρίδα.

Η δεύτερη είναι η ετήσια Διαθρησκειακή Συνάντηση που οργανώνει η κοινότητα του Saint Edigio με την συμμετοχή θρησκευτικών Ηγετών, Πολιτικών κι Ακαδημαϊκών για την ενθάρρυνση του διαλόγου μεταξύ των Θρησκειών και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών.

Η τρίτη, είναι η τελευταία Διαθρησκειακή Συνάντηση των Βρυξελλών, που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος, υπό την Αιγίδα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.Βαρθολομαίου και τον Πρόεδρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κ.Romano Prodi με τη συμμετοχή των Αρχηγών των τριών Μονοθεϊστικών Θρησκειών.

Ως γνωστόν, από Ορθοδόξου πλευράς, εκτός του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.Βαρθολομαίου, μεταξύ των άλλων συμμετείχαν και οι Μακαριώτατοι Προκαθήμενοι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Σερβίας, Γεωργίας κι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ.Αναστάσιος

Η τέταρτη είναι το Διαθρησκειακό Συνέδριο του Χαρτούμ, που οργάνωσε ο Διεθνής Οργανισμός Διπλωματίας και Θρησκειών, με τη συμμετοχή Θρησκευτικών Αρχηγών και Πολιτικών, για να αρχίσει ο διάλογος μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών του πενηντάχρονου εμφυλίου πολέμου στο Σουδάν και μάλιστα ο διάλογος μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

Και οι τέσσερις Διαθρησκειακές Συναντήσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, διότι μας δίνουν μία νέα δυνατότητα λύσεως προβλημάτων, που αν δεν αντιμετωπισθούν και λυθούν έγκαιρα στο τοπικό γεωγραφικό τους χώρον, από περιφερειακά γίνονται παγκόσμια κοινωνικά προβλήματα με ανεξέλεγκτες αρνητικές συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα.

Κοινό συμπέρασμα των Συνέδρων στις Διαθρησκειακές αυτές συναντήσεις είναι ότι οι τοπικές συγκρούσεις οφείλονται στο μη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι απουσίας ή δυσλειτουργίας υγειών δημοκρατικών θεσμών, στην έλλειψη θρησκευτικής ανεκτικότητας και τάσεων θρησκευτικού φανατισμού, στα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα  και φυσικά σε εθνικιστικές τάσεις ομάδων ή λαών σε βάρος μειονοτήτων ή άλλων λαών, το πρόβλημα της φτώχειας και τάσεις φυλετικού κι οικονομικού ρατσισμού και ξενοφοβίας.

Όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και στη προκειμένη, η μεγαλύτερη δυσκολία των Διαθρησκειακών αυτών συναντήσεων δεν είναι τόσο η διαγνωστική προοπτική των τοπικών συγκρούσεων, όσο η θεραπευτική προοπτική για την απαραίτητη καλή διάθεση και θέληση για λύση των υφιστάμενων προβλημάτων.

Τα στοιχεία που κυριαρχούσαν στις Διαθρησκειακές αυτές συναντήσεις ήταν, από τη μία ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός κι από την άλλη, η επιφύλαξη κι ο συντηρητισμός. Παρόμοια συναισθήματα μεταφέρθησαν και σε όσους για τον ένα ή τον άλλο λόγο έτυχε να πληροφορηθούν ή να ενδιαφερθούν για τις Διαθρησκειακές αυτές συναντήσεις.

Πριν από τη γνωστή τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου οι απόψεις ήταν διχασμένες κι αντιφατικές, με αποτέλεσμα να υπάρχει εκ μέρους των Ορθοδόξων Εκκλησιών μία διαφορετική προσέγγιση. ΄Ετσι κάτω από τη πίεση τέτοιων παραγόντων η Εκκλησία της Ελλάδος με πολλές επιφυλάξεις στην Διαθρησκειακή Συνάντηση του Βατικανού το 2000 διαφοροποιήθηκε από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες κι έστειλε ως απλόν παρατηρητή ένα λαϊκό Καθηγητή. (Για να είμαι ειλικρινής όταν θα ομιλούσα εκ μέρους του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και του Μακαριωτάτου Αλεξανδρινού Προκαθημένου τον παραπάνω Καθηγητή τον συμβουλευόμουνα και με καθοδιγούσε να κινούμαι και να εκφράζομαι μέσα στα όρια της Ορθόδοξης προσέγγισης σε διαθρησκειακά θέματα)

Το επόμενο βήμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήταν με Συνοδική απόφαση, όχι μόνο να μη στείλει εκπρόσωπον στην Διαθρησκειακή Συνάντηση της Κοινότητας του Saint Edigio, που έγινε 4 ημέρες πριν την καταστροφή των πύργων στην Αμερική, αλλά και να προβάλει σοβαρές αντιδράσεις κι επιφυλάξεις σε τέτοιες Διαθρησκειακές συναντήσεις. Γι’ αυτό, από ιστορικής πλευράς τουλάχιστον, είναι άδικον να κατηγορείται είτε ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος (νυν Πρωθυπουργός της Χώρας κ. Γιώργος Παπανδρέου), είτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ότι δεν κάλεσαν την Εκκλησία της Ελλάδος και τον Προκαθήμενον αυτής στη σημαντική Διαθρησκειακή Συνάντηση των Βρυξελλών μετά την τραγωδία της Αμερικής το 2001.

Μερικά τραγικά γεγονότα, όμως, μας μεταμορφώνουν κυριολεκτικά. ΄Ετσι σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος πρωτοστατεί για την οργάνωση Διεθνούς Διαθρησκειακής Συναντήσεως, χωρίς πάλι να μη απουσιάζουν δυναμικές φωνές διαμαρτυρίας εκ μέρους του ποιμνίου της, με πιθανή έκβαση κι αυτή ακόμη την ακύρωση της ή την αναβολή της.

Η Εκκλησία της Ελλάδος, σε συνδυασμό με τις δύο κορυφαίες Θεολογικές Σχολές της χώρας μας και την Ευρωπαϊκή της ταυτότητα, μπορεί να σηματοδοτήσει και να επηρεάσει σύμπασαν την Ορθοδοξίαν και την Παγκόσμιαν κοινωνία, εφ’ όσον, όμως, γίνεται κι η ίδια αυθεντικός φορέας σύμπασας της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Το συμπέρασμα, λοιπόν, που προκύπτει με την σύντομη αυτή αναφορά μας στις Διαθρησκειακές συναντήσεις είναι η αναγκαιότητα εκ μέρους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, να συσφίξουν τις μεταξύ τους σχέσεις προς την υπόθεσιν της ενότητος και της κοινής δράσης. Δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε την Μέλλουσαν να συνέλθει Μεγάλη Σύνοδον, δια να έχουμε κοινή γραμμή ως Ορθόδοξη Εκκλησία σε σημαντικά θέματα της εποχής μας, όπως είναι ο διάλογος με άλλες θρησκείες.

Η σύγχυση που υπάρχει στον απλό κόσμο είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά. Αποδείχθηκε ότι για να είναι γόνιμη και δημιουργική η παρουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε Διαθρησκειακές συναντήσεις, πρέπει να λειτουργεί μόνιμα μια Διορθόδοξη Επιτροπή, που τα μέλη της να είναι οι σύνδεσμοι επικοινωνίας και συντονισμού των Ιερών Συνόδων των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, για σωστή προετοιμασία και κοινή τοποθέτηση. ΄Ηδη και κατ’ ιδίαν και δημόσια ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος Β’ στις ειρηνικές επισκέψεις του στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, προτείνει και τονίζει συνέχεια, ότι με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.Βαρθολομαίου, πρέπει να συναντώνται ετησίως οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, διά να επιλαμβάνονται σοβαρών υποθέσεων με προοπτική την αποτελεσματική οργάνωση και ομαλή λειτουργία Διορθοδόξων Επιτροπών για κοινή και ζωντανή παρουσία και μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Όπως τονίζει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος στην μελέτη του «Οι Χριστιανοί έναντι των άλλων θρησκειών – Σχεδίασμα μιας θεολογικής τοποθετήσεως» (σελ.1, Αθήναι 1985), «με τη σύσφιξη των δεσμών – οικονομικών, πολιτιστικών, επιστημονικών-, όλων των εθνών του πλανήτη μας, οι άνθρωποι βρίσκονται σε επιταχυνόμενη αλληλοεξάρτηση.» Κατά συνέπεια «το ερώτημα της ορθής στάσεως έναντι των άλλων θρησκειών αποκτά άμεση σπουδαιότητα» (όπως παραπάνω σελ.1).

Στην Διαθρησκειακή συνάντηση των Βρυξελλών στον χαιρετισμόν του ο μακαριστός Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Ζ’, εκφράζοντας την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας μας, όπως αυτή αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε από την Αλεξανδρινή Θεολογία του προκατόχου του Μεγάλου Αθανασίου και Αγίου Κυρίλλου, μεταξύ άλλων τονίζει τα ακόλουθα:

«Αγαπώμεν το κάθε λαόν και σεβόμεθα τον πολιτισμό και την καταγωγή του, ανεξαρτήτως γλώσσας και χρώματος. Ιστάμεθα προ του φαινομένου τούτου απορούντες, τίνι τρόπω δυνάμεθα να διασώσωμεν τας εικόνας ταύτας της μιας δημιουργίας και του ενός Δημιουργού.

Δεν δυνάμεθα να περιγράψωμεν την αγωνίαν και την απογοήτευσιν ημών, διότι προ των οφθαλμών ημών ο άνθρωπος παραμένει απροστάτευτος και εγκαταλελειμμένος. Αγωνιώμεν καθημερινώς διά το δράμα τούτο και υψώνομεν την φωνήν ημών διά την ειρηνική συνύπαρξιν πάντων των λαών και των φυλών, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων και αρχών.

Πιστεύομεν εις την ομαλή πορείαν της ανθρωπίνης ζωής άνευ φυλετικών διακρίσεων, εκβιαστικών τρομοκρατικών μέσων, συγχύσεων και αντιποίνων.

Εχομεν βεβαίαν την πεποίθησιν, ότι διά του ενός κοινού διαλόγου και της ειρηνικής συναινέσεως πάντων των λαών, θα  μπορέση ο άνθρωπος να επανεύρη την ποθητήν ειρήνην και την ενότητά του.

Διά του διαλόγου τούτου, ο εις θα έλθη πλησιέστερον του ετέρου. Θα πρυτανεύση ούτω η λογική της αγάπης και της αποδοχής των πάντων, ως αποτελούντων την μίαν και την αυτήν κοινωνίαν ανθρώπων, ετοίμων να συνεργασθούν διά την δημιουργίαν συνθηκών ανοχής και εμπιστοσύνης.

Ο διάλογος δύναται να δημιουργήση μίαν μοναδικήν κατάστασιν συνυπάρξεως των ανθρώπων, δημιουργώντας ούτω μίαν κοινωνίαν, ήτις διά της υπερβατικής αγάπης θα δύναται να συμπορεύεται, να συνομιλή, να συμμετέχη και να συγχαίρη, να συντηρή τον άνθρωπον μετά των υπολοίπων συνανθρώπων του.

Διά του τρόπου τούτου ο άνθρωπος καθίσταται σωτήρ της ιδίας της καθολικής διασώσεως και συντηρήσεως του συνανθρώπου του, αλλά και της ευρυτέρας συμμετοχής του εις την ιερότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου.

Αι εθνοφυλετικαί και θρησκευτικαί διακρίσεις και θεωρίαι, όπως και ο άγονος φανατισμός, δεν δύνανται να βοηθήσουν εις την δημιουργίαν συνθηκών συνυπάρξεως των λαών και των φυλών.

Ημείς αποβλέπομεν και τονίζομεν τούτο: συνεχώς τασσόμεθα υπέρ του διαλόγου, διότι πιστεύομεν ακραδάντως ότι, ούτω θα δυνηθούν λαοί και φυλαί να συνυπάρχουν, να ζουν και να προοδεύουν ομού, ανεξαρτήτως χρώματος ή καταγωγής. Σεβόμεθα όλας τας ανθρωπίνους υπάρξεις ως δημιουργήματα του Μοναδικού Θεού και Δημιουργού. Καταδικάζομεν κάθε μορφήν βίας, τρομοκρατίας και απειλής.»

Η γενική αυτή Ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση τεκμηριώνεται αναλυτικά από τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αλβανίας κ.Αναστάσιον στην σχετική του μελέτη που ανέφερα προηγουμένως (σελ.14-15).

Συγκεκριμένα τονίζει ότι, το χρέος του πιστού είναι και γίνεται «πλησίον στον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, γλώσσας, αρετής ή ενοχής, ιδιαίτερα δε σε κρίσιμες περιπτώσεις. Η αυθόρμητη αυτή αδελφική αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, μόνο και μόνο διότι είναι άνθρωποι, αναγνωρίστηκε πάντοτε ως η πεμπτουσία του χριστιανικού μηνύματος.

Συνεπώς, οι χριστιανοί δεν δυσκολεύονται να συνεργαστούν με ανθρώπους άλλων θρησκειών και ιδεολογιών, όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση του συνόλου της ανθρωπότητος, για την προώθηση της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητος, του σεβασμού της ανθρώπινης προσωπικότητος, της ειρήνης, της παγκόσμιας κοινότητος, που είναι βασικά στοιχεία του χριστιανικού μηνύματος.

Μια τέτοια στάση κατανοήσεως, ελευθερίας και ανέσεως έναντι των ανθρώπων άλλου «πιστεύω» δεν σημαίνει σχετικοποίηση ή νωθροποίηση της προσωπικής μας πίστεως. Η αίσθηση του πιστού χριστιανού ότι είναι ενωμένος με όλη την ανθρωπότητα, η αυθόρμητη αγάπη του για τον συγκεκριμένο άνθρωπο που η ζωή φέρνει    κοντά του, τον παρακινούν να ενδιαφέρεται να τον πληροφορήσει σχετικά με αυτό που προσωπικά βρήκε ως το μέγιστο αγαθό.

Οι δωρεές του Θεού δεν είναι δυνατόν να κατακρατούνται, πρέπει να τίθενται στη διάθεση όλων. Οι επί μέρους ενέργειες του Θεού, έστω και αν αναφέρονται σε έναν λαό ή σε έναν άνθρωπο, αφορούν ολόκληρη την ανθρωπότητα, σαν τα εμβόλια που μπαίνουν σ’ ένα σημείο του σώματος, αλλά προορίζονται για όλο το σώμα.

Αλλοίμονο στο άτομο ή στον λαό, που θα κρατήσει τον θησαυρό αποκλειστικά για τον εαυτό του. Βαρύνεται με την φοβερή ενοχή του σφετερισμού.Τελικά, θα τον χάσει, διότι στο βάθος θα τον έχει προδώσει.

Αυτό όμως δεν σημαίνει προσφορά στον άλλο με εξαναγκασμό ή, ακόμη χειρότερο, ως προκάλλυμα άλλων σκοπιμοτήτων, πολιτικών ή οικονομικών. Δεν πρόκειται για επιβολή, αλλά για την κατάθεση μιας προσωπικής πίστεως και εμπειρίας.»

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι, όπως αποδείχθηκε από τις τελευταίες Διαθρησκειακές συναντήσεις, εκτός από τη σωστή προετοιμασία για να υπάρχει αποτελεσματικότητα και συνέχεια, έχει μεγάλη σημασία και ποιοί συμμετάσχουν σ’ αυτή. ΄Ετσι μια Διαθρησκειακή Συνάντηση έχει προοπτικές για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών όταν συμμετάσχουν:

1.  Αρχηγοι ή εκπρόσωποι των Θρησκειών ως εκπρόσωποι της συνειδήσεως των Θρησκειών που εκπροσωπούν κι όχι να συμμετάσχουν ως άτομα με προσωπικές κι ατομικές τοποθετήσεις.

2.   Ειδικοί Ακαδημαϊκοί επιστήμονες,  και

3. Η συμμετοχή των Κυβερνήσεων κι εκπροσώπων Διεθνών Οργανισμών. Οι πρώτοι επηρεάζουν τα πλήθη, οι δεύτεροι τα καθοδηγούν με κριτήρια αντικειμενικά κι οι τρίτοι βοηθούν στην εφαρμογή τους.

πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1279

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel