Ζωηφόρος

Τι έγινε στη Βιέννη; του Γεωργίου Αντ. Γαλίτη,

Τι έγινε στη Βιέννη;

Διάλογοι και πληροφόρηση

του Γεωργίου Αντ. Γαλίτη

από το περιοδικό «Ανάπλασις»,

τεύχος 449, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος-Νοέμβριος 2010

***

Οι Διάλογοι αποφασίστηκαν πανορθοδόξως, πού σημαίνει ότι όλες οι ορθόδοξες κατά τόπους εκκλησίες, οι Πρώτοι, Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοποι, και οι περί αυτούς ιερές Σύνοδοι, θέλησαν και θέλουν τον Διάλογο και τον αποφάσισαν εν Συνόδω.

*

Τα πρόσωπα πού διεξάγουν τον Διάλογο δεν είναι αυτόκλητα, ούτε μετέχουν ex officio, αλλά είναι επιλεγμένα συνοδικώς, λαμβάνουν κατευθύνσεις από τον Πατριάρχη ή τον Αρχιεπίσκοπο και τη Σύνοδο και σ' αυτούς λογοδοτούν και σ' αυτούς υποβάλλουν τις εκθέσεις τους περί των πεπραγμένων.

*

Τα κείμενα των Διαλόγων δεν αποτελούν δεσμευτικές αποφάσεις για την όλη Εκκλησία, γιατί αυτά συντάσσονται και υποβάλλονται ως βοηθητικά κείμενα, ώστε η Εκκλησία να έχει το απαιτούμενο κατάλληλο υλικό, όταν επιστεί η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.

*

Υπεύθυνοι λοιπόν για τη σωστή και  έγκυρη ενημέρωση του λάου, πρώτον οι εκκλησίες με τα θεσμικά όργανα τους και τους ταγούς τους και δεύτερον οι διεξάγοντες τον Διάλογο. Χρέος ύψιστο και των δύο πλευρών.

*

Ασχολούμενος κανείς με τους «βαρείς λύκους» μόνον, με την όποια ζημιά αυτοί προκαλούν, ξεχνά τον ίδιο τον «ωρυόμενο λέοντα», πού καταπίνει συνεχώς σχεδόν ανενόχλητος τα πρόβατα, γιατί οι φύλακες πολεμούν σε άλλο μετερίζι και αυτός μπαίνει από την πόρτα.

*

Τί έγινε, λοιπόν, στη Βιέννη;

Κάτι πολύ απλό: συνήλθε ή Επιτροπή, και εν φόβω Θεού και εν επιγνώσει της βαρύτητας και υπευθυνότητας του έργου πού της ανέθεσε ή Εκκλησία, εξέτασε ένα κείμενο. Που καταλήξαμε; Πάλι, πολύ απλά: οι Ορθόδοξοι είδαμε, ότι το κείμενο δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις μας. Και γι' αυτό απορρίψαμε το κείμενο. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των συνομιλητών μας. Με άλλα λόγια: δώσαμε μια μάχη και την κερδίσαμε.

*

Η Εκκλησία ουδέποτε εγνώρισε πρωτείο εξουσίας και πάντοτε διοικήθηκε και διοικείται συνοδικώς. Μόνον ένας πού δεν γνωρίζει τη σημασία της συνοδικότητος, μόνον αυτός δεν μπορεί να εννοήσει τη βαρύτητα του διεξαγόμενου αγώνα.

*

Το κοινό Ποτήριο προϋποθέτει αδιαπραγμάτευτα την κοινή πίστη. Ποιος επίσκοπος ή ποιός καθηγητής θα τολμήσει να διανοηθεί το αντίθετο;

***

Τί έγινε τελικά στον Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στη Βιέννη;

-           «Προδόθηκε η Ορθοδοξία»;

-           «Ναυάγησε ο Διάλογος»;

-           «Κατέληξαν οι συζητήσεις σε Βατερλώ των Ορθοδόξων»;

-           «Ή   μη  υπογραφή   κοινού   κειμένου σημαίνει "ήττα" των Ορθοδόξων»;

-           Όλα αυτά είναι «επιτυχία» όσων καταφέρονται κατά του Διαλόγου;

Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη!

Δέχομαι, ότι όσοι υποστηρίζουν τις παραπάνω απόψεις, το πράττουν καλοπροαίρετα. Είμαι σε θέση όμως να γνωρίζω, ως μέλος της Διεθνούς επιτροπής πού διεξάγει τον Διάλογο εκπροσωπώντας παλαίφατο Πατριαρχείο, ότι όλες αυτές οι απόψεις δημιουργούνται, στηρίζονται και συντηρούνται από την ελλιπή πληροφόρηση.

Εδώ φτάσαμε σ' ένα καυτό σημείο: Ποιοι πρέπει να πληροφορήσουν τον λαό για τους Διάλογους;

Πρώτη, η ίδια η Εκκλησία. Οι Διάλογοι δεν είναι μία πράξη, τελούμενη από ένα κλειστό κλαμπ ανθρώπων, πού δεν δίνουν λογαριασμό σε κανένα, αν και χειρίζονται υψίστης σημασίας θέματα, όπως είναι τα θέματα της ορθοδόξου πίστεως, στα οποία δεν χωρεί υποχώρηση, συγκερασμός, συμψηφισμός, συμβιβασμός, συγκρητισμός αλλά μόνο παρουσίαση της Αλήθειας, ατόφιας και καθαρής, χωρίς διφορούμενες τοποθετήσεις και αμφίσημες   διατυπώσεις.     Οι     Διάλογοι αποφασίστηκαν πανορθοδόξως, πού σημαίνει ότι όλες οι ορθόδοξες κατά τόπους εκκλησίες, οι Πρώτοι, Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοποι, και οι περί αυτούς ιερές Σύνοδοι, θέλησαν και θέλουν τον Διάλογο και τον αποφάσισαν εν Συνόδω. Και στις Συνάξεις τους, όλοι οι σεπτοί Προκαθήμενοι των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών διεκήρυξαν ξεκάθαρα τη θέση τους αυτή, όπως έγινε π.χ. στη Βηθλεέμ το 2000 και προσφάτως τον Οκτώβριο του 2008 στην Κωνσταντινούπολη.

Τα πρόσωπα πού διεξάγουν τον Διάλογο δεν είναι αυτόκλητα, ούτε μετέχουν ex officio, αλλά είναι επιλεγμένα συνοδικώς, λαμβάνουν κατευθύνσεις από τον Πατριάρχη ή τον Αρχιεπίσκοπο και τη Σύνοδο και σ' αυτούς λογοδοτούν και σ' αυτούς υποβάλλουν τις εκθέσεις τους περί των πεπραγμένων. Οι αρμόδιες συνοδικές επιτροπές, οπού υπάρχουν, εισηγούνται τη γνώμη τους στη Σύνοδο, για να τη βοηθήσουν στο καθοδηγητικό και επικυρωτικό έργο της.

Συνεπώς, οι Διάλογοι δεν διεξάγονται εν κρύπτω και παραβύστω. Βέβαια, εν όσω διαρκεί η διαδικασία συντάξεως, επεξεργασίας και  εγκρίσεως  ενός κειμένου, το κείμενο αυτό δεν είναι παρά ένα working paper, ένα κείμενο εργασίας, χωρίς καμία αξία, και γι' αυτό μη ανακοινώσιμο. Τα εγκρινόμενα κείμενα όμως, και υποβάλλονται στις Συνόδους και δημοσιεύονται, για να γνωσθούν ευρύτερα, να συζητηθούν και να κριθούν.

Σε πολλούς επικρατεί η εντύπωση, ότι τα κείμενα αυτά αποτελούν δεσμευτικές αποφάσεις για την όλη Εκκλησία. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού δεσμευτικές για όλη την Εκκλησία είναι οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, και για τις κατά τόπους εκκλησίες δεσμευτικές είναι οι αποφάσεις των Συνόδων τους. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει για τα κείμενα των Διαλόγων, πού συντάσσονται και υποβάλλονται ως βοηθητικά κείμενα, ώστε η Εκκλησία να έχει το απαιτούμενο κατάλληλο υλικό, όταν επιστεί η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.

Τί από όλα αυτά γνωρίζει ο λαός; Ποιος του τα είπε; Γιατί αφήνεται στο έλεος της άγνοιας και της ελλιπούς πληροφόρησης; Ιδού το μεγάλο ερώτημα.

***

Υπεύθυνοι για την πληροφόρηση του λαού του Θεού είναι κατά δεύτερον λόγο οι εκπρόσωπου των εκκλησιών πού διεξάγουν τον Διάλογο. Αυτοί γνωρίζουν από πρώτο χέρι τί γίνεται εκεί, αυτοί είναι λοιπόν οι αρμοδιότεροι να πληροφορήσουν αυτούς πού θέλουν να ακούσουν και να διαβεβαιώσουν, ότι δεν γίνονται τίποτε σκοτεινές συνωμοσίες, παρασκηνιακές συναλλαγές ή άνομες διαβουλεύσεις - προς τί, εξ άλλου; Ποιος ορθόδοξος έχει συμφέρον να απεμπολήσει τις πάτριες παραδόσεις, ποια εκκλησία έχει συμφέρον να χάσει την αυτοτέλεια της, να αρνηθεί την αυτοκεφαλία της και να υπαχθεί σε κάποιον «ζυγό», να θέσει κάποιαν ανώτατη αρχή υπεράνω της Συνόδου της; Και τί συμφέρον θα είχε ένας Οικουμενικός Πατριάρχης π.χ., να καταστήσει την εκκλησία του, από «πρωτόθρονη», τμήμα κατ' ουσίαν ενός άλλου Πατριαρχείου, εν προκειμένω της Ρώμης;

Υπεύθυνοι λοιπόν για τη σωστή και έγκυρη ενημέρωση του λαού, πρώτον οι εκκλησίες με τα θεσμικά όργανα τους και τους ταγούς τους και δεύτερον οι διεξάγοντες τον Διάλογο. Χρέος ύψιστο και των δύο πλευρών.

Πληρούν το χρέος τους αυτό;

Εδώ πρέπει να καταγράψουμε σκέψεις μελαγχολικές και δυσάρεστες, σκέψεις πού δεν «κνήθουν την ακοήν».

Αναζητούμε τους λόγους. Ας καταγράψουμε όλες τις πιθανές αιτίες:

Αβελτηρία, υποβάθμιση της σημασίας της πληροφορήσεως, ή και αυτού του Διαλόγου, ένταξη της ανάγκης αυτής ανάμεσα σε πολλές άλλες, οπότε η πληροφόρηση δεν κατατάσσεται στις πρώτες προτεραιότητες, δεν «παίρνει σειρά» και χάνεται στον ωκεανό των πολλών υποχρεώσεων φόβος και δισταγμός μπροστά στο «πολιτικό κόστος».

Ας σταθούμε στο τελευταίο: Οι πολιτικοί ορρωδούν μπροστά στην πιθανότητα να μην είναι αρεστοί στον λαό και να χάσουν έτσι ψήφους.

Οι εκκλησιαστικοί άνδρες δεν χρειάζονται βέβαια ψήφους. Θέματα όμως, όπως τα των σχέσεων με τους ετεροδόξους, έχουν καταντήσει να θεωρούνται «καυτά» και «ναρκοπέδιο». Όποιος θέλει χειροκροτήματα, εκφωνεί φιλιππικούς. Όποιος δεν το κάνει, όποιος θεωρεί ότι εκτός από την αντίθεση υπάρχει και η θέση και βλέπει νηφάλια τα πράγματα, ασχολούμενος με τον Χριστό και όχι με τον αντίχριστο, αποτελεί παραφωνία. Όποιος, πατώντας με τη χάρη του Θεού γερά στο έδαφος της ορθής πίστεως της Εκκλησίας, κρίνει ότι, κίνδυνο μεγαλύτερο από τις αιρέσεις αποτελεί η εκκοσμίκευση και η αμαρτία κι ότι ασχολούμενος κανείς με τους «βαρείς λύκους» μόνον, με την όποια ζημιά αυτοί προκαλούν, ξεχνά τον ίδιο τον «ωρυόμενο λέοντα», πού καταπίνει συνεχώς σχεδόν ανενόχλητος τα πρόβατα, γιατί οι φύλακες πολεμούν σε άλλο μετερίζι και αυτός μπαίνει από την πόρτα, αποδοκιμάζεται. Όποιος έχει διαφορετική θεώρηση, κρίση, ιεράρχηση, στρατηγική και τακτική, αυτός θεωρείται τουλάχιστον ύποπτος, έστω κι αν είναι κι αυτός εργάτης στον ίδιο Αμπελώνα, αγωνιζόμενος κι αυτός τον ίδιο «καλόν αγώνα». Και αυτή η αντίληψη έχει περάσει στον λαό, γιατί αυτός ελλιπώς πληροφορείται και τροφοδοτείται, των υπευθύνων αιδημόνως σιωπώντων ή ανεπαρκώς ομιλούντων, προτιμώντων να αποφύγουν τους «επικίνδυνους» σκοπέλους. Αυτό εννοώ ομιλώντας για «πολιτικό κόστος».

Δεν γενικεύω. Υπάρχουν λαμπρά παραδείγματα όντως ανδρών, πού τολμούν και «πάνε κόντρα στο ρεύμα», χωρίς να παύσουν να είναι πιστοί και γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί αγωνιστές. Όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν αιχμή κατά ουδενός, αλλά μάλλον αυτοκριτικές σκέψεις, πού σκοπό έχουν να νομιμοποιήσουν την προσπάθεια να απαντήσω στο ερώτημα πού ετέθη στην αρχή, με σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις, αλλά και χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.

***

Τί έγινε, λοιπόν, στη Βιέννη;

Κάτι πολύ απλό: συνήλθε η Επιτροπή, και εν φόβω Θεού και εν επιγνώσει της βαρύτητας και υπευθυνότητας του έργου πού της ανέθεσε η Εκκλησία, εξέτασε ένα κείμενο. Είχε αρχίσει η εξέταση στην Πάφο το 2009, δεν τελείωσε, και γι' αυτό συνεχίσαμε στη Βιέννη και ολοκληρώσαμε την εξέταση του.

Που καταλήξαμε; Πάλι, πολύ απλά: οι Ορθόδοξοι είδαμε, ότι το κείμενο δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις μας. Περιείχε ρωμαιοκαθολικές θέσεις, πού οι Ορθόδοξοι δεν μπορούσαμε να αποδεχθούμε. Και γι' αυτό απορρίψαμε το κείμενο. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των συνομιλητών μας. Με άλλα λόγια: δώσαμε μια μάχη και την κερδίσαμε.

Ήταν, αυτά πού έδιναν, Βατερλώ; Ναυάγιο; Πολύ περισσότερο, ήττα; Κι ακόμη περισσότερο, προδοσία; Κι όλα αυτά μπορεί να πιστωθούν στο ενεργητικό των αντιτιθεμένων στον Διάλογο; Ή αποτελούν εύσημα για τα ορθόδοξα μέλη της Επιτροπής; Ο νουνεχής αναγνώστης ας κρίνει.

Επισημάναμε παραπάνω, ότι ούτε από πλευράς εκκλησιών ούτε από πλευράς εκπροσώπων υπήρξε έως τώρα επαρκής πληροφόρηση του λαού, γι΄ αυτό και όσοι ομιλούν καλόπιστα περί Διαλόγου, στηρίζονται είτε σε εικασίες, είτε σε ελλιπείς πληροφορίες, είτε και αποδέχονται αβασάνιστα όσα άλλοι διασπείρουν, τρομοκρατώντας το ευσεβές πλήρωμα της Εκκλησίας. Πίσω από όλα αυτά υποκρύπτεται συνήθως ένας αγνός ζήλος, πού όμως εδράζεται σε έναν υπερβολικό, ανυπόστατο και αστήρικτο φόβο, ότι οι διαλεγόμενοι δεν «κάνουν καλά τη δουλειά τους».

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και μερικές φωνές, κατά πάντα σεβαστών και αξιότιμων προσώπων, πού δεν παρασύρονται μεν σε άκριτη αντιπαράθεση, εκφράζουν όμως, με σεμνότητα και νηφαλιότητα, επιφυλάξεις για τον Διάλογο γενικώς και για επί μέρους θέματα. Πολλές από αυτές τις επιφυλάξεις, αν όχι όλες, είναι οι ίδιες, με τις οποίες προσέρχονται στον Διάλογο τα μέλη. Δεν θα «προδώσουν» την Αλήθεια, θα αγωνισθούν για να προβάλουν το ορθό δόγμα, δεν θα συμβιβασθούν. Πολλοί, καλοπροαιρέτως, προεξοφλούν ότι θα γίνουν υποχωρήσεις, πού ούτε κατά διάνοιαν είναι δυνατόν να γίνουν:

«Καλός ο Διάλογος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα ορθόδοξα μέλη δεν θα δεχθούν το πρωτείο εξουσίας τον Πάπα», μα γι' αυτό ακριβώς πολεμούμε, για να πείσουμε τους συνδιαλεγομένους, ότι η Εκκλησία ουδέποτε εγνώρισε πρωτείο εξουσίας και ότι πάντοτε διοικήθηκε και διοικείται συνοδικώς. Μόνον ένας πού δεν γνωρίζει τη σημασία της συνοδικότητος, μόνον αυτός δεν μπορεί να εννοήσει τη βαρύτητα του διεξαγόμενου αγώνα και παραβιάζει με την τοποθέτηση του ανοικτές θύρες.

«Ας απορρίψουν πρώτα οι Ρωμαιοκαθολικοί το πρωτείο τον Πάπα, κι υστέρα να συζητήσουμε»' είναι σαν να λένε: «ας απορρίψουν πρώτα οι Σκοπιανοί το όνομα Μακεδονία, ας αποσύρουν οι Τούρκοι τις αξιώσεις τους στο Αιγαίο, κι ύστερα να συζητήσουμε». Μα γι' αυτό ακριβώς συζητούμε: προσπαθούμε να τους πείσουμε με ισχυρότατα επιχειρήματα, πού στηρίζονται σε ντοκουμέντα ιστορικής και εκκλησιολογικής φύσεως, ότι η συνοδικότητα, βασικό στοιχείο της εκκλησιολογίας από την αρχή της Εκκλησίας, δεν συνάδει με το πρωτείο εξουσίας. Οι αδαείς περί τα θεολογικά δικαιούνται να μη γνωρίζουν τη δυσκολία του θέματος, οι θεολόγοι όχι. Σημειωτέον, ότι τα ανωτέρω παραδείγματα των Σκοπίων και της Τουρκίας δεν είναι τελείως παράλληλα με το του πρωτείου: στα πολιτικά μπορεί να υπεισέλθει   συμβιβασμός   με   αμοιβαίες υποχωρήσεις, στα της πίστεως όχι.

«Δεκτός ο Διάλογος, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα μέλη έχουν υγιώς περί την πίστη», δεν μπορώ όμως να διανοηθώ και να δεχθώ, ότι έστω και μία από τις δεκατέσσαρες αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες επιλέγει να αποστείλει στον Διάλογο μέλη μη «ορθοτομούντα τον λόγον της Αληθείας». Μέλη με διαφορετικές βαθμίδες θεολογικής καταρτίσεως μπορεί να υπάρχουν, όχι όμως πίστεως ή αισθήσεως υπευθυνότητας για το έργο για το οποίο επελέγησαν. Κι αν θα υπάρξει έστω κάποια μεμονωμένη περίπτωση, μη λησμονούμε ότι τα ορθόδοξα μέλη είναι εικοσιοκτώ, ικανά και λόγω πλήθους ακόμη και μόνον, να απομονώσουν μιαν άτυχη περίπτωση, να διορθώσουν ένα «φάλτσο».

«Υπάρχει φόβος να οδηγηθούμε στο κοινό Πότηριο, πριν επιτευχθεί η ενότητα στην     πίστη», μα αυτό είναι ανήκουστο και αδύνατο να συμβεί, γιατί και ένας πρωτοετής ακόμη φοιτητής της Θεολογίας γνωρίζει τη βασική εκκλησιολογική αρχή, ότι το κοινό Ποτήριο είναι η επισφράγιση και η επιβεβαίωση της ενότητος της πίστεως, με άλλα λόγια το κοινό Ποτήριο προϋποθέτει αδιαπραγμάτευτα την κοινή πίστη. Ποιος επίσκοπος ή ποιος καθηγητής θα τολμήσει να διανοηθεί το αντίθετο;

***

Θα χρειασθεί ίσως να επανέλθουμε στο θέμα, με συγκεκριμένα παραδείγματα. Για σήμερα όμως, ο περιορισμένος χώρος επιβάλλει να κλείσουμε τις παραθέσεις των σκέψεων μας αυτών, πού κατατίθενται εδώ με φόβο Θεού, με πόνο ψυχής και με την επιθυμία να ακουσθεί και μια φωνή «από μέσα», για την οικοδομή της Εκκλησίας και την καθησύχαση των πιστών. Γνωρίζω το «ρίσκο» πού αναλαμβάνει κανείς όταν καταπιάνεται με τέτοια θέματα: «ταρακουνώντας» κατεστημένες αντιλήψεις και διαψεύδοντας παγιωμένες πεποιθήσεις, διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει στόχος αδίκων επιθέσεων, από εκείνους πού δεν θέλουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν την αλήθεια σχετικά με μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Άλλα... να, το τόλμησα.

***

Μ' αυτά πού έγραψα, θέλω να πω, ότι όλα πάνε καλά και ότι σύντομα θα... έχουμε την ένωση; Φυσικά δεν είμαι τόσο αφελής να πιστεύω κάτι τέτοιο. Η ένωση δεν πρόκειται να γίνει με τους Διάλογους μόνο, το λέγω ρητά και κατηγορηματικά.

Η ενότητα της πίστεως, ως προϋπόθεση για το κοινό Ποτήριο, είναι ένα διαχρονικό αίτημα της Εκκλησίας. Κι αυτή θα έλθει μόνον από τον  Δοτήρα  πάντων των αγαθών. Θα είναι ένα δώρο του Θεού, πού θα το δώσει όποτε Εκείνος θελήσει, για να γίνει «μία ποίμνη» με «έναν ποιμένα», τον Χριστό. Πότε και πώς θα γίνει αυτό, δεν είναι δικό μας έργο, ώστε να μπορούμε να το προβλέψουμε. Αυτό πού θέλει από εμάς ο Θεός, είναι να είμαστε εύχρηστα εργαλεία στο δικό Του Έργο, για να οικοδομήσει μέσω αυτών την ενότητα. Και ως τέτοιο εργαλείο βλέπει και πρέπει να βλέπει τον εαυτό του κάθε ένας πού ορίστηκε από την Εκκλησία να διαλέγεται με τους χωρισμένους αδελφούς μας, παρουσιάζοντας τους την Αλήθεια και μόνο την Αλήθεια, με την αγάπη πού ζητάει ο Χριστός και μην ξεχνώντας, ότι είναι κι αυτοί παιδιά του ίδιου Θεού, για τα οποία πέθανε ο Χριστός, όπως και για μας και για κάθε άνθρωπο.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel