Ζωηφόρος

Η Πρόταση Νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για τη ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας(1ο μέρος),

Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

στην πρόταση νόμου «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις

και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας»

του ΣΥΡΙΖΑ

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Α' Επί της αρχής

1.       Η παρούσα πρόταση υπηρετεί ένα διπλό σκοπό: αποβλέπει αφ’ ενός μεν στο να βελτιώσει τις εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας ενόψει των νέων συνθηκών που έχουν επικρατήσει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Και, αφ’ ετέρου, να δημιουργήσει τις θεσμι­κές προϋποθέσεις που, σε μεσομακροπρόθεσμη προο­πτική, θα επιτρέψουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες να αναπτυχθούν σε υγιείς βάσεις στη χώρα μας και να εκπληρώσουν την αποστολή τους, απαλλαγμένες από τον ασφυκτικό ενα­γκαλισμό του κράτους. Έτσι, αν οι πρόσφατες αποκαλύ­ψεις και το συνακόλουθο αίτημα για κάθαρση και διαφά­νεια στα οικονομικά της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν η άμεση αφορμή για την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλί­ας, τα βαθύτερα αίτια της έχουν να κάνουν με τις δυσ­λειτουργίες που προκαλεί ένα παρωχημένο θεσμικό πλαίσιο, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των και­ρών. Γιατί, όπως κάθε μέρα συνειδητοποιεί ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός πολιτών -στους οποίους συμπερι­λαμβάνονται και ειλικρινείς θρησκευόμενοι- η παρατει­νόμενη στενή διαπλοκή Πολιτείας και Εκκλησίας υπονο­μεύει το πνευματικό έργο της δεύτερης ενώ, ταυτόχρο­να, προσβάλλει τις αρχές της ισοπολιτείας που η πρώτη έχει ταχθεί από το Σύνταγμα να υπηρετεί.

2.       Όσοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία της παρούσας πρότασης επιθυμούν να ξεκαθαρίσουν ότι δεν βάλλουν κατά του θρησκευτικού αισθήματος του ελληνικού λαού, ούτε αμφισβητούν τις παραδόσεις του. Επιδιώκουν απλώς, σε έναν κόσμο που εξελίσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, να συμβάλλουν στην προσαρμογή ενός απαρ­χαιωμένου θεσμικού πλαισίου, που γέννησε τα γνωστά προβλήματα, στις καινούργιες συνθήκες. Και τούτο, χω­ρίς αιφνιδιασμούς, ούτε άλματα που θα μπορούσαν εν­δεχομένως να προκαλέσουν φόβο, πόνο και τραύματα στους πιστούς και τους θρησκευόμενους, αλλά με ρεαλι­στικές προτάσεις για τις απολύτως αναγκαίες μεταβο­λές προς την πρόοδο και την εξέλιξη. Πολύ περισσότερο που, στην Ελλάδα ειδικά, τα δεδομένα του προβλήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό ανατραπεί την τελευταία 15ετία: με το μεταναστευτικό ρεύμα, που άλλαξε την όψη της ελληνικής κοινωνίας, επηρεάζοντας πλέον και τις βαθύτερες δομές της, η χώρα μας βλέπει όλο και πε­ρισσότερο τον εαυτό της όχι πια ως μονοπολιτισμική και θρησκευτικά ομοιογενή, αλλά ως πολυπολιτισμική και θρησκευτικά διαφοροποιημένη. Πρόκειται για μια μετα­βολή που επιβάλλει αλλαγές οπτικών, κριτηρίων και με­θόδων, για τις οποίες η παρούσα πρόταση θέλει να απο­τελέσει ένα πρώτο αλλά σταθερό βήμα.

3.       Οι επί μέρους ρυθμίσεις της παρούσας πρότασης έχουν έναν κοινό παρονομαστή: είναι άμεσα εφαρμόσι­μες και εντάσσονται στην προοπτική της σταδιακής απε­ξάρτησης Εκκλησίας και Κράτους. Για όσους ανέλαβαν αυτή την πρωτοβουλία, την εξέλιξη αυτή δεν την υπαγο­ρεύουν μόνον συγκυριακοί λόγοι την επιτάσσει η γενι­κευμένη απαίτηση για διεύρυνση και εμβάθυνση των εγ­γυήσεων της ισοπολιτείας και του κράτους δικαίου, σε συνδυασμό με την ανάγκη να εναρμονισθεί η συνταγμα­τική και, γενικότερα, η έννομη τάξη μας προς τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των ευρωπαίων εταίρων μας. Και τούτο, στην προοπτική ενός ήπιου καθεστώτος δια­κριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας (ανάλογου εκεί­νου που ισχύει σε χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία), που η θεσμοθέτηση του, ωστόσο, δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί χωρίς προηγουμένως να αναθεωρηθούν οι γνωστές συνταγματικές διατάξεις οι οποίες, υιοθετημένες σε άλλες εποχές, υπηρετούν μια σχέση αμοιβαίας εμπλοκής παρά απεξάρτησης. Στην προσεχή συνταγματική αναθεώρηση εναπόκειται στα πολιτικά κόμματα να συμφωνήσουν για την τροποποίηση ή και την κατάργηση των ως άνω διατάξεων. Τότε θα εί­ναι ίσως η καταλληλότερη εποχή για να επεκταθεί η συ­ζήτηση σε μια σειρά από ζητήματα - όπως για παράδειγ­μα η ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιες υπηρεσίες, η υποχρεωτική προσευχή και άλλα - τα οποία, αν και αποτελούν αυτονόητες συνέπειες των διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας σε όλες σχεδόν τις σύγ­χρονες δημοκρατίες, η παρούσα πρόταση, συνιστώντας μόνον ένα πρώτο βήμα, δεν θέλησε συνειδητά να θίξει. Κατά τα λοιπά, διευκρινίζεται ότι οι επί μέρους ρυθμίσεις της παρούσας πρότασης αποτελούν επεξεργασμένη μορφή της πρότασης νόμου που έδωσε στη δημοσιότητα στις 19 Οκτωβρίου 2005 η Ελληνική Ένωση για τα Δικαι­ώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη και η οποία έχει έκτοτε αποτελέσει αντικείμενο συνεχιζόμενου διαλό­γου.

Β' Επί των άρθρων

4.      Το άρθρο 1 της πρότασης έχει έντονα διακηρυκτικό χαρακτήρα: επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί την παλαιά διατύπωση των Συνταγμάτων μας για την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας (ήδη άρθρο 13§1 Συντ. 1975), διευκρινίζει ποιες είναι οι επί μέρους πτυχές της τελευταίας σε μια σύγχρονη δημοκρατία, πολιτικά φιλε­λεύθερη και δικαιοκρατικά συνεπή. Σε τούτο εμπνέεται αφ’ ενός μεν από το άρθρο 9§1 της ΕΣΔΑ (και τη σχετική νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του Στρασβούρ­γου) και, αφ’ ετέρου, από το άρθρο ΙΙ-70§1 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (§1). Σε μια δεύτερη παράγραφο, το ίδιο άρθρο επιχειρεί να προσδιορίσει τη σύγχρονη εκδοχή της θρησκευτικής ου­δετερότητας του κράτους, ως υποχρέωσης αφ’ ενός μεν σεβασμού (και όχι απλώς ανοχής) όλων των θρησκευτι­κών κοινοτήτων και των λειτουργών τους και, αφ’ ετέ­ρου, ως απαγόρευσης των κάθε είδους διακρίσεων σε βάρος των πολιτών με βάση τις θρησκευτικές τους πε­ποιθήσεις. (Η προτεινόμενη διατύπωση περιλαμβάνει την απόλαυση και των κοινωνικών δικαιωμάτων, που απουσιάζει από την σχετική απαρίθμηση του Συντάγμα­τος).

5.      Με το άρθρο 2 της πρότασης προβλέπεται ως θεσμι­κό πρότυπο για την οργάνωση και λειτουργία όλων ανεξαίρετα των αυτοτελών θρησκευτικών κοινοτήτων - δη­λαδή όσων αντιστοιχούν σε ξεχωριστά θρησκεύματα- η «θρησκευτική ένωση», ως ιδιότυπο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εμπνεόμενο (όχι όμως και ταυτιζόμενο) με τις βδδοοίβίίοηδ ουΙίυβΙΙβδ του γαλλικού νόμου του 1905 για το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Προτείνε­ται, δηλαδή, για πρώτη φορά η θεσμοθέτηση ενός «θρη­σκευτικού νομικού προσώπου» ως μοναδικού φορέα της συλλογικής θρησκευτικής δράσης, με ταυτόχρονη ανα­γνώριση στα μέλη του της ελευθερίας να καθορίζουν κα­τά το δοκούν τα οργανωτικά τους ζητήματα. Για την από­κτηση της νομικής προσωπικότητας από τη θρησκευτική ένωση δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια (η οποία, ακό­μη και αν η χορήγηση της περιβαλλόταν από δικαστικές εγγυήσεις, θα αντέκειτο πιθανότατα στις εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας) αλλά απλή εγγραφή σε ενιαίο δημόσιο βιβλίο που θα τηρείται για ολόκληρη τη χώρα στο Εφετείο Αθηνών, ύστερα από αίτηση είκοσι (20) του­λάχιστον ενδιαφερομένων. Η αίτηση εκδικάζεται κατά την εκούσια διαδικασία και, για να αποτραπούν πιθανές απόπειρες παραπλάνησης από επιτήδειους, προβλέπεται υποχρεωτική κοινοποίηση της στον Εισαγγελέα Εφε­τών, ο οποίος παρίσταται κατά τη συζήτηση. Για τη διά­γνωση του θρησκευτικού χαρακτήρα και της αυτοτέ­λειας της ένωσης αναφέρονται ως ενδεικτικά κριτήρια η διάρκεια και η ύπαρξη συγκροτημένου θρησκευτικού δόγματος προσιτού σε κάθε ενδιαφερόμενο. Για την προστασία των πιστών αλλά και κάθε ενδιαφερόμενου γενικότερα, προβλέπεται ότι το καταστατικό της ένωσης κατατίθεται υποχρεωτικά στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, είναι προσιτό στον καθένα, και ότι καμιά διάτα­ξη του δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με απόφαση της ένωσης που δεν περιβάλλεται τον τύπο της δημοσιότητας. Σημειώνεται ότι, προς διευκόλυνση των θρησκευτικών ενώσεων, λαμβάνεται πρόνοια ώστε να μπορούν αυτές να συγκροτήσουν, στο εσωτερικό τους, αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια για την εξυπηρέτηση τοπικών ή και ειδικών σκοπών. Ως τέτοιες μονάδες θα μπορού­σαν στο μέλλον να λειτουργήσουν, στο πλαίσιο των κατ' ιδίαν θρησκευτικών ενώσεων, τα νομικά πρόσωπα των διαφόρων εκκλησιών που σήμερα εξαρτώνται από αυ­τές. Τέλος, σε ξεχωριστή παράγραφο ρυθμίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο και η διαγραφή των θρησκευτικών ενώ­σεων από το οικείο βιβλίο, η οποία δεν έχει ως συνέπεια την απαγόρευση της δράσης τους, αλλά μόνο την απώ­λεια της νομικής τους προσωπικότητας. Για την εφαρμο­γή των βασικών ρυθμίσεων του άρθρου, εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκδώσει κανονιστικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύ­νης.

6. Το άρθρο 3 επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν τις ισχύου­σες και σήμερα φορολογικές απαλλαγές των θρησκευτι­κών κοινοτήτων, συμπεριλαμβάνοντας πλέον ρητά και τα εισοδήματα που αυτές πραγματοποιούν κατά την επι­δίωξη των θρησκευτικών σκοπών τους. Έτσι, κατά λογι­κή ακολουθία, από την απαλλαγή εξαιρούνται τα εισοδή­ματα που πραγματοποιούν οι θρησκευτικές ενώσεις από εμπορικές δραστηριότητες, από χρεόγραφα και από την εκμετάλλευση ακινήτων. Με την τελευταία αυτή ρύθμιση αντιμετωπίζεται με τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της ισότητας ένα δυσεπίλυτο ζήτημα, η εκκρεμότητα του οποίου έχει ως γνωστόν προκαλέσει σοβαρές τριβές στο παρελθόν. Ενόψει της σημασίας των χορηγούμενων απαλλαγών, σε ξεχωριστή παράγραφο ορίζεται ότι θρη­σκευτικές ενώσεις δημοσιεύουν κάθε χρόνο τον ισολογι­σμό τους, μαζί με έκθεση (σε περίληψη) που συντάσσει για την ειλικρίνεια και αρτιότητα του τελευταίου ορκω­τός ελεγκτής. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν και οι απο­κεντρωμένες οργανικές μονάδες της παρ.4 του άρθρου 2 της πρότασης. Για τον καθορισμό ειδικού λογιστικού προτύπου των θρησκευτικών ενώσεων, της κατηγορίας των βιβλίων που αυτές θα πρέπει να τηρούν και τη ρύθμι­ση των λεπτομερειών για την εφαρμογή του άρθρου, εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκδώ­σει κανονιστικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

7. Με το άρθρο 4, η Εκκλησία της Ελλάδος και τα εξαρτώμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαί­ου (μητροπόλεις, ενορίες κ.λπ.) μετατρέπονται σε νομι­κά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Μέχρις ότου εγγραφεί στο ειδικό δημόσιο βιβλίο του Εφετείου Αθηνών και υπα­χθεί στο προβλεπόμενο ενιαίο καθεστώς των θρησκευτι­κών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, προβλέπεται ότι η ορ­γάνωση της θα εξακολουθήσει να διέπεται από τις ρυθμί­σεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του ψηφισθησόμενου νόμου, με εξαίρεση εκείνες που ανα­γνωρίζουν αρμοδιότητα σε όργανα της Ελληνικής Πολι­τείας και οι οποίες καταργούνται. Οι ρυθμίσεις αυτές, όπως ορίζεται, θα επέχουν θέση καταστατικού και θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται για την εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και των κάθε είδους νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου που εξαρτώνται από αυτήν. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 ορίζει ότι τα αυτά επίσης ισχύουν για την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο και τις ισραηλιτικές κοινότητες, που μετατρέπονται επίσης σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζεται το ανα­χρονιστικό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις κράτους και μουσουλμανικής μειονότητας. Παύουν οι Μουφτήδες να ασκούν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και οι μουσουλμάνοι απευθύνονται για τις οικογενειακές διαφορές τους μόνο στην τακτική δικαιοσύνη, η οποία θα εφαρμόζει το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, κατά το μέτρο που αυτό δεν προ­σκρούει στο Ελληνικό Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η προ­τεινόμενη αποξένωση του Μουφτή από τα δικαιοδοτικά καθήκοντα που ασκεί ως σήμερα δεν αντίκειται στη Συν­θήκη της Λωζάννης Οι μουσουλμάνοι θα επιλέγουν οι ίδιοι τον Μουφτή τους, ο οποίος δεν έχει, πλέον, λόγο να είναι δημόσιος υπάλληλος και πολύ περισσότερο δεν έχει λόγο η Μουφτεία να παραμένει δημόσια υπηρεσία. Η παράγραφος 4 ορίζει ότι η εγγραφή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. του άρθρου αυτού στο ειδικό δημόσιο βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, καθώς και η εν γένει υπαγωγή τους στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων του ίδιου άρθρου, θα γίνει με πράξη του Υπουργικού Συμβου­λίου μέσα σε εύλογο χρόνο και πάντως, το αργότερο, έως την 31η Δεκεμβρίου 2010. Τέλος, η παράγραφος 5 παρέχει τη δυνατότητα σε όσα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα το επιθυμούν, να διατηρήσουν την ξεχωριστή νομική προσωπικότητα τους, μετά την υπαγωγή της Εκ­κλησίας της Ελλάδος στο (νέο) καθεστώς των θρησκευ­τικών ενώσεων.

  8.       Το άρθρο 5 της πρότασης νόμου είναι αφιερωμένο στο εξαιρετικά ακανθώδες ζήτημα της ανέγερσης ναών και κάθε είδους λατρείας όλων των θρησκειών και δογμάτων, με κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 - οι οποίες εξακο­λουθούν να ισχύουν, παρά τις καταδικαστικές αποφά-σεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - καθώς και του Γραφείου Ναοδομίας. Αντί των απαρχαιωμένων - και κραυγαλέα αντισυνταγματικών - ρυθμίσεων αυτών - οι οποίες, υπενθυμίζεται, εμπλέκουν τον επιχώριο ορθόδοξο μητροπολίτη στην ανέγερση ναού κάθε δόγματος - οι προτεινόμενες ορίζουν ότι την άδεια οικοδομής (καθώς και την αναθεώρη­ση της) εκδίδει η αρμόδια πολεοδομία, ύστερα από γνώ­μη της ΕΠ.Α.Ε. και, προκειμένου περί θρησκευτικών μνη­μείων, του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Ισχύουν κατ' αρχάς οι γενικές πολεοδομικές διατάξεις και οι τυχόν ειδικές της εκάστοτε περιοχής και εφαρμόζονται οι διατάξεις του κτιριοδομικού κανονισμού που αφορούν κτίρια της κατηγορίας συνάθροισης κοινού.

9.       Με το άρθρο 6 προβλέπεται η σταδιακή μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται σήμερα στη δημοτική και τη μέση εκπαίδευση, από ομολογιακό σε θρησκειολογικό. Και τούτο, αφ’ ενός μεν μέσω της αλλαγής των σκοπών της εκπαίδευσης στις αντίστοιχες βαθμίδες και, αφ’ ετέρου, με την παροχή εξουσιοδότησης για τον επανακαθορισμό της ύλης του αναλυτικού προγράμματος, έτσι ώστε το μάθημα των θρησκευτικών να συμπεριλάβει την εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των θρησκειών. Πάντως, μόνο στο λύκειο το μάθημα των θρησκευτικών μετονομάζεται «θρησκειολογία». Κατά την ορθότερη άποψη, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν αντί-κειται στη συνταγματική καθιέρωση της αποστολής της εκπαίδευσης (άρθρο 16 παρ. 2), διότι αφ’ ενός μεν δεν καταργείται με αυτήν ο θρησκευτικός προσανατολισμός του μαθήματος, αφ’ ετέρου δε, το περιεχόμενο του τε-λευταίου προσδιορίζεται ενόψει της συνταγματικής κα-τοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Συντ.) και όχι του άρθρου 3 Συντ. για την επικρατούσα θρησκεία.

10.     Το άρθρο 7 της πρότασης ρυθμίζει τα της εκκλη­σιαστικής εκπαίδευσης, «ιδιωτικοποιώντας» τα υπάρχοντα σήμερα ιδρύματα μέσης και ανώτερης βαθμίδας, αλ-λά διατηρώντας κατ’ ουσίαν το ισχύον καθεστώς τους, μέχρις ότου οριστικοποιηθεί η νομική θέση των εκπαιδευτηρίων όλων των θρησκειών και δογμάτων.

11.     Με το άρθρο 8, καταργείται ο θρησκευτικός όρκος, με τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του Κ. Πολ. Δ. (άρθρο 408), του Κ.Π.Δ. (άρθρα 218, 194, 236 και 398), του ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα» (όρκος μελών του υπουργικού συμβουλίου), του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999) και του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό (π.δ. 130/1984). Προκρίθηκε να διατηρηθεί προσωρινά ο θεσμός του όρκου, παρά την έντονη μεταφυσική χροιά του, με περιεχόμενο ωστόσο βεβαίωσης του ορκιζομένου στην τιμή και την συνείδηση του. Τέλος, σε ξεχωριστή παράγραφο ορίζεται ότι σε ορκωμοσίες που πραγματοποιούνται σε δημόσιες αρχές και υπηρεσίες δεν συμμετέχουν θρησκευτικοί λειτουργοί.

12.     Το άρθρο 9 της πρότασης τερματίζει μια εκκρεμότητα που χρονολογείται από τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, το 1982: θεσμοθετεί ως μόνον έγκυ­ρο τρόπο τέλεσης του γάμου τον πολιτικό (ενώπιον του αρμόδιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας), τροπο­ποιώντας προς τούτο τα άρθρα 1367, 1368 και 1369 ΑΚ και καταργώντας το άρθρο 1371 ΑΚ. Οίκοθεν νοείται ότι όσοι το επιθυμούν, σε οποιοδήποτε θρήσκευμα και αν ανήκουν, θα έχουν το δικαίωμα να τελέσουν και θρη­σκευτικό γάμο, όπως και σήμερα.

13.     Στην καθιέρωση του πολιτικού γάμου ως υποχρεωτικού προσαρμόζονται με το άρθρο 10 οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για τις ληξιαρχικές πράξεις. Πε­ραιτέρω, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, καθιερώνεται ως μοναδικός τύπος ονοματοδοσίας η από κοινού δήλωση των γονέων του παιδιού στον ληξίαρχο, χωρίς προφανώς να περιορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα των τελευταίων να τελούν και βάπτιση, εάν το επιθυμούν, σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας ή του δόγματος τους.

14.     Με το άρθρο 11, καταργούνται μια σειρά ειδικών ρυθμίσεων του ΕισΝΑΚ και του ΚΠΔ για τους κληρικούς και αρχιερείς, οι οποίες, μετά τον προτεινόμενο χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν δικαιολογούνται, ως αντικείμενες προς την αρχή της ισότητας. Το ίδιο και η από μακρού ισχύουσα απαλλαγή των θρησκευτικών λειτουρ­γών (και των υποψήφιων θρησκευτικών λειτουργών!) από τη στρατιωτική θητεία, η οποία επίσης καταργείται.

15.     Το άρθρο 12 απαγορεύει γενικά την αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, τίτλους σπουδών ή βεβαιώσεις δημόσιας αρχής, εκτός από τις βεβαιώσεις που εκδίδουν τα ληξιαρχεία, ύστερα από αίτηση των εν-διαφερομένων, για νόμιμη χρήση (όπως π.χ. η υπαγωγή στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης (ν. 2510/ 1997), η είσοδος σε ΑΕΙ με ποσοστώσεις κ.λπ.). Με τη ρύθμιση αυτή επεκτείνεται - εφαρμόζεται η γνωστή νο­μολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ(Ολ.) 2279-2285/ 2001) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχουν αχθεί ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δε­δομένων, ή που οι αποφάσεις που έχει εκδώσει η τελευ­ταία δεν έχουν ακόμη εφαρμοσθεί (όπως π.χ. στην περί-πτωση της αναγραφής του θρησκεύματος στα απολυτή­ρια του Γυμνασίου και του Λυκείου). Διευκρινίζεται ότι οι ως άνω δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες επικυρώθη­κε η απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων για τη διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, είναι αμετάκλητες και, ως ερμηνεύουσες συνταγματικές δια-τάξεις, δεσμεύουν και τον κοινό νομοθέτη. Κατά τούτο, η προτεινόμενη απαγόρευση δεν έχει το νόημα «επικύρωσης» των αποφάσεων των ετών 2000-2001 για το νέο τύπο δελτίου ταυτότητας, αλλά επέκτασης του πεδίου εφαρμογής τους σε πεδία στα οποία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, θα έπρεπε να είχαν ληφθεί από καιρού αντίστοιχες αποφάσεις.

16.   Εν όψει της καταργήσεως των απαρχαιωμένων
διατάξεων της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 για
τον προσηλυτισμό (βλ. άρθρο 21), το άρθρο 13 της πρότασης επαναπροσδιορίζει την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης αυτής πράξης, απειλώντας στους υπαίτιους την ποινή του προστίμου (αν ο προσηλυτισμός επιχειρείται σε βάρος ενηλίκου) ή της φυλάκισης έξι (6) μηνών (αν επιχειρείται σε βάρος ανηλίκων). Για τους συντάκτες της παρούσας πρότασης, το αδίκημα του προση

Αυτισμού θα έπρεπε υπό τις σημερινές συνθήκες να είχε απλώς καταργηθεί, μια και θα ήταν ορθότερο η κάθε θρη­σκεία να μεριμνά με τα δικά της μέσα για την προστασία των πιστών της που γίνονται αντικείμενο αθέμιτων πιέ­σεων από οπαδούς άλλων θρησκειών. Επιπλέον, για πε­ριπτώσεις καταχρηστικής διάδοσης των θρησκευτικών απόψεων από - συνήθως μικρές - φανατικές ομάδες ζη-λωτικών μεθόδων και προσανατολισμών, θα αρκούσαν ενδεχομένως οι σχετικές διατάξεις του ειδικού μέρους ΠΚ, χωρίς να χρειάζεται η ίδρυση ιδιώνυμου ποινικού αδικήματος. Παρά ταύτα, προκρίθηκε η προσωρινή διατήρηση του εγκλήματος του προσηλυτισμού με τη νέα διατύπωση, εν όψει της συνταγματικής απαγόρευσης του (άρθρο 13 παρ. 2β' Συντ.) και της γνωστής νομολογίας ότι δεν είναι επιτρεπτή η κατάργηση εκτελεστικού νόμου του Συντάγματος, χωρίς ταυτόχρονα να προτείνε­ται νέα ρύθμιση.

17. Το άρθρο 14 της πρότασης επιβάλλει στους οικεί­ους ΟΤΑ την υποχρέωση να διαμορφώσουν στα κοιμητήρια που τους ανήκουν διακεκριμένο χώρο πένθους και περισυλλογής, για τον αποχαιρετισμό των νεκρών προ­τού ενταφιασθούν, σε περίπτωση που αυτοί είχαν εκφράσει την επιθυμία να αποφύγουν τη θρησκευτική κηδεία. Διευκολύνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η λεγόμενη «πολιτική κηδεία», η οποία ναι μεν σήμερα δεν απαγορεύεται, πλην όμως δεν είναι ορθό να πραγματοποιείται εική και ως έτυχε, εν υπαίθρω ή σε στεγασμένους χώρους που δεν είναι απαραιτήτως κατάλληλοι γι' αυτόν το σκοπό. Όσον αφορά το περιεχόμενο της «πολιτικής κηδείας», ορθότερο είναι ο καθορισμός του να αφεθεί στην ελεύθερη βούληση των αποδημούντων και των οικείων τους.

18. Με το άρθρο 15 παρέχεται εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση με κανονιστικό διάταγμα των όρων και των προϋποθέσεων για την ίδρυση και λειτουργία αποτεφρωτηρίων από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή/και νομι­κά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, για την καύση των νεκρών (§2). Και τούτο, υπό τον όρο ότι υπήρχε γι' αυτό δήλωση του αποδημήσαντος ή δήλωση των πλησιέστε­ρων συγγενών του ότι ο νεκρός - όσο ζούσε - δεν είχε εκφράσει ρητά σχετική αντίρρηση. Σε περίπτωση διαφω­νίας μεταξύ συγγενών του ίδιου βαθμού, ορίζεται ότι αποφαίνεται ο εισαγγελέας ( §1).

19. Στα οικονομικά της Εκκλησίας αναφέρεται και το άρθρο 16 της πρότασης, που θίγει το ειδικότερο ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών. Είναι προφανές ότι, υπό καθεστώς απεξάρτησης της Εκκλησίας από την Πολι­τεία, δεν νοείται μισθοδοσία των κληρικών οποιασδήπο­τε θρησκείας ή δόγματος από την Πολιτεία. (Θα μπορού­σε ίσως να νοηθεί μισθοδοσία από το Δημόσιο των κλη­ρικών όλων των θρησκειών και δογμάτων, κατά το γερ­μανικό πρότυπο, πλην όμως κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε θεσμοθέτηση των θρησκευτικών ενώσεων ως νομικών προσώπων δημόσιου και όχι ιδιωτικού δικαίου, κάτι που δεν προτείνεται εδώ). Από την άλλη, είναι εξίσου προ­φανές ότι, χωρίς να έχει την ελεύθερη διαχείριση των οι­κονομικών της, καμιά εκκλησία δεν είναι σε θέση να ανα­λάβει τη μισθοδοσία των λειτουργών της. Με την προτει­νόμενη ρύθμιση, διατηρείται το υφιστάμενο μισθολογι­κό, ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των λει­τουργών και υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και των εξαρτώμενων από αυτές νομικών προσώπων. Ωστόσο η διατήρηση αυτή αφορά μόνον όσους είναι διορισμένοι σε οργανικές θέσεις και υπηρε­τούν σε αυτές κατά την έναρξη της ισχύος του νέου νό­μου. Απεναντίας, οι νεοχειρωτονούμενοι και νεοπροσ­λαμβανόμενοι κληρικοί και υπάλληλοι των εκκλησιαστι­κών νομικών προσώπων θα απασχολούνται με σχέση ιδιωτικού δικαίου, θα μισθοδοτούνται από αυτά και θα υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.. Στην ίδια ρύθμιση θα υπαχθούν εφεξής και οι Μουφτήδες.

20.      Το άρθρο 17 επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο την υποχρέωση να επιστρέψει στην Εκκλησία της Ελλάδος όσα ακίνητα αυτή του είχε παραχωρήσει από την 1.1.1945 και εφεξής, προκειμένου να αναλάβει τη μισθο­δοσία των λειτουργών όλων των βαθμών της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητρο­πόλεων της Δωδεκανήσου. Προς τούτο, τίθεται προθε­σμία δέκα (10) ετών (η οποία μπορεί να παραταθεί εφάπαξ με ΠΥΣ για πέντε (5) ακόμη χρόνια) και ορίζεται ότι για τον επακριβή προσδιορισμό των ως άνω ακινήτων, η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να καταθέσει στις κατά τόπους Κτηματικές Υπηρεσίες του Δημοσίου τίτλους και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

21.      Με το άρθρο 18, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Παιδείας, ενώ καταργούνται η Γενική Γραμματεία και η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων. Το προσωπικό των τελευταί­ων, όπως προβλέπεται, τοποθετείται σε ειδικώς συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας, του ίδιου βαθμού.

22.      Με το άρθρο 79 της πρότασης καταργούνται οι ορ­γανικές θέσεις ιερέων - και οι αντίστοιχες υπηρεσιακές μονάδες - στις ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας και τα σωφρονιστήρια, και λαμβάνεται ειδική μέριμνα για την απορρόφηση σε άλλες υπηρεσίες των υπηρετού­ντων σήμερα σε αυτές. Ταυτόχρονα, προβλέπεται ότι, για τους υπηρετούντες στο στράτευμα και την Ελληνική Αστυνομία, καθώς και για τους κρατουμένους στις φυλα­κές της χώρας, οι οικείοι διοικητές οφείλουν να διασφα­λίζουν δυνατότητα ατομικού εκκλησιασμού, κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων και, σε περίπτωση αντικει­μενικής αδυναμίας μετακίνησης των τελευταίων, να με­ριμνούν για την προσέλευση στις μονάδες και τα κρατη­τήρια θρησκευτικών λειτουργών όλων των θρησκειών και δογμάτων, προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες σε ατομικό επίπεδο, υπό συνθήκες πλήρους διακριτικότη­τας. Για την εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων, παρέχο­νται σχετικές εξουσιοδοτήσεις.

23.      Το άρθρο 20 απαριθμεί τις καταργούμενες ή τροποποιούμενες διατάξεις των α.ν. 1363/1938, 1369/1938, του β.δ. 20.5/2.6.1939, καθώς και των άρθρων 196, 198, 199 και 175§2 Π Κ. Με το ίδιο άρθρο καταργούνται ο ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλη­σίας της Ελλάδος», όπως ισχύει σήμερα, ο ν. 5383/1932 «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυ­τών διαδικασίας», όπως ισχύει σήμερα, ο ν. 4149/1961 «περί καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκ­κλησίας και άλλων τινών διατάξεων», όπως ισχύει σήμε­ρα, ο ν. 476/1976 «περί Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως», όπως ισχύει σήμερα, και το ν.δ. 90/1973 «περί του Θρη­σκευτικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων», όπως ισχύει σήμερα, ο ν. 1920/1991 «περί κυρώσεως της από 24ης Δεκεμβρίου 1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομέ­νου «περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών»», καθώς και ο ν. 2456/1920 «περί ισραηλιτικών κοινοτή­των» και ο α.ν. 367/1945 «περί ανασυγκροτήσεως ισραη­λιτικών κοινοτήτων», όπως ισχύουν σήμερα.

24. Τέλος, το άρθρο 21 ορίζει ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αρχίζουν να ισχύουν με τη δημοσίευση του σχετικού νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 22 Οκτωβρίου 2008

Οι Προτείνοντες Βουλευτές

Αλέξανδρος Αλαβάνος

Φώτιος Κουβέλης

Παναγιώτης Λαφαζάνης

Ευαγγελία Αμμανατίδου - Πασχαλίδου

Ιωάννης Δραγασάκης

Θεόδωρος Δρίτσας

Περικλής Κοροβέσης

Αναστάσιος Κουράκης

Αθανάσιος Λεβέντης

Ιωάννης Μπανιάς

Μιχαήλ Παπαγιαννάκης

Νικόλαος Τσούκαλης

Άννα Φιλίνη

Γρηγόρης Ψαριανός

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel