Ζωηφόρος

Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα, της Ρούλας Παπαδημητρίου,

Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα

της Ρούλας Παπαδημητρίου

Από το βιβλίο «Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα» της Ρούλας Παπαδημητρίου, που κυκλοφόρησαν το 1991 οι εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, δανειζόμαστε μερικές μόνον σελίδες με την συμπλήρωση των 100 χρόνων από τον θάνατο του ηρωικού και μεγάλου ευεργέτου της Μακεδονίας, Παύλου Μελά (1904-2004). Αξίζει να τα προσέξουμε και ασφαλιστούμε στον μόνον Αγαθόν και Φιλάνθρωπον Προστάτην μας Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν, με την πιστή τήρηση των εντολών Του. 

Από ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ -   ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ήρωες ιερείς

       Κοντά σ' αυτούς που ηγούνταν στον Αγώνα, στις Μητροπόλεις, στα Μοναστήρια, στους Ναούς, κινούνταν μια στρατιά από Ιερείς, μάρτυρες της Χριστιανικής πίστης, που έδωσαν μέσα σε μύριες ταλαιπωρίες, κινδύνους και στερήσεις, όλη τους την ψυχή, αρκετοί και την ζωή τους για να σώσουν την Μακεδονία.

       Στη διήγησή μας θα αναφέρουμε ονόματα που διέσωσε η Ιστορία. Ο χρόνος και η έρευνα θα φέρουν στο φως πολλά ακόμα ονόματα, γιατί η μελέτη του Μακεδονικού Αγώνα δεν έχει ολοκληρωθεί κι όλο έρχονται νέα στοιχεία στο φως.

       Το 1902 ο Άγγλος Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, δίνει σε έκθεσή του την εικόνα της εποχής:

       «Η δολοφονία, γράφει, είναι το κυριώτερο όπλο των κομιτατζήδων. Δεν υποχωρούν προ ουδενός. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά τους. Κατά χιλιάδες φονεύθηκαν τα τελευταία χρόνια».

Την άλλη χρονιά, το 1903, δημοσιεύθηκε η Βρετανική Κυανή Βίβλος, που συνοψίζει την δράση των Κομιτατζήδων ως εξής:

       «Αθώων και αόπλων εκβιάσεις. Ληστείαι, δολοφονίαι ανδρών και γυναικών. Ανελεήμονα βασανιστήρια και κατακρεουργήσεις ιερέων, διδασκάλων και ιατρών, εμπρησμοί Ναών. Αναρχική δυναμίτιδα εναντίον παντός φίλου της τάξεως και του νόμου. Καταστροφές περιουσιών Χριστιανών Ορθοδόξων, αλλά και Μουσουλμάνων. Γενική τρομοκρατία, πλημμύρα αίματος με σφαγές και απαγωγές».

Έτσι έβλεπαν οι ξένοι την κατάσταση στη Μακεδονία και τα δεινοπαθήματα του λαού της.

       Κύριος στόχος των Κομιτατζήδων ήταν οι στυλοβάτες της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, οι Έλληνες ιερείς. Πάνω από διακόσιοι, λένε οι μαρτυρίες, βρήκαν οικτρό θάνατο στον Αγώνα.

       Θα μνημονεύσουμε εδώ μερικούς από τους πρωτοπόρους, ενώ στη συνέχεια θα συναντήσουμε και άλλους, καθώς θα προχωρεί η αφήγησή μας.

       Στο Νερέτι, το 1902, ο γενναίος και ατρόμητος ιερέας παπα-Κωνσταντίνου, ενώ πήγαινε στον «δεκατιστή» να παραδώσει 60 λίρες φόρο του χωριού, στο δρόμο τον έπιασαν οι κομιτατζήδες, του πήραν τις λίρες και το ρολόι, του έκοψαν τις φλέβες, τρύπησαν το σώμα του με μαχαιριές και τον αποτελείωσαν πυροβολώντας τον.

       Τον παπα-Ηλία από την Ποσδίβιστα, το 1902, τον συνέλαβαν, του έκοψαν τα χέρια, τα πόδια, τα αυτιά, του έβγαλαν τα μάτια και τέλος τον αποκεφάλισαν.

       Στο Ρόκοβο, το 1903, σκότωσαν τον ιερέα και τον δάσκαλο. Στην Προκοπάνα, μετά από φρικτά βασανιστήρια, σκότωσαν επίσης τον ιερέα και τον δάσκαλο. Στο Κρουσοράτι τον ιερέα κι ένα ξάδελφό του. Στο Σκρα έσφαξαν τον παπα-Γιώργο Τσάντσο. Στην Μπραδίβιτσα τον παπα-Χρήστο. Στην Τζουμαγιά τον ιερέα παπα-Γιάννη (οι παραπάνω ιερείς αναφέρονται στο βιβλίο «Παύλος Μελάς», της Ναταλίας Μελά).

      Ο Πομόλεφ, όταν στο Λέχοβο ξέφυγε από τα χέρια του ο ηρωικός Καβαλιεράτος, σκυλιάζοντας από το κακό του, για να εκδικηθεί συνέλαβε τον παπα-Γιώργη Ζήκο, γέρο 70 χρονών και τον γιο του Δημήτρη. Τους τυράννησε απάνθρωπα. Μα ούτε ο παπάς, ούτε ο γιος του, που ήταν και ανάπηρος από βόλι Βούλγαρου στο πόδι, πρόδωσαν το παραμικρό. Τότε το θηρίο, ξερρίζωσε τα γένεια του γέροντα, του 'κοψε τα μαλλιά. Απείλησε τον γιο του. Μα πάλι δεν πήρε λέξη. Αφηνιασμένος από το κακό του, διέταξε να τους θάψουν ζωντανούς. Έβαλε πατέρα και γιο κι έσκαψαν μόνοι τον τάφο τους. Τους τοποθέτησαν μαζί, τους σκέπασαν με χώμα ως τον λαιμό. Δύο μερόνυχτα τυραννίστηκαν. Ο γέρος δεν τράβηξε τα μάτια από τον γιο του, να τον παρηγορεί και να του δίνει θάρρος. Πρώτος ο γιος λυτρώθηκε. Ύστερα ο πατέρας.

       Το φρικτό μαρτύριο αναστάτωσε την περιοχή, έκανε κάθε ελληνική καρδιά να ματώσει. Δεν άφησε μάτι αδάκρυτο.

       Μια άλλη στυγερή δολοφονία, που προκάλεσε φρίκη και αποτροπιασμό στον Ελληνισμό, ήταν του παπα-Δημήτρη, από το Στρέμπενο. Ο παπα-Δημήτρης ήταν ένας από τους πιο ψυχωμένους ιερείς. Από τότε που ήρθε στην Καστοριά ο Μητροπολίτης Γερμανός βρισκόταν σε στενή επικοινωνία μαζί του. Όταν ο Μητροπολίτης τον ρώτησε ποιον έκρινε κατάλληλο για να ορίσει αρχηγό στα μέρη τους, αδίστακτα ο παπα-Δημήτρης σύστησε τον ανεψιό του, τον λεβέντη Βαγγέλη Γεωργίου, γνωστό ως Στρεμπενιώτη. Ο ίδιος οδήγησε στην Καστοριά, στη Μητρόπολη, τον Βαγγέλη. Ο Μητροπολίτης ενθουσιάστηκε από την λεβεντιά και το γενναίο φρόνημα του νέου. Το ίδιο ενθουσιάστηκε αργότερα και ο Ίων Δραγούμης, όταν ήρθε στη Μακεδονία κι έγραφε στον πατέρα του: «αν σε κάποιον ήθελα να μοιάσω, είναι ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης»....

       Οι εθνομάρτυρες παπα-Δημήτρης από το Στρέμπενο Καστοριάς με τους δύο γιους του Γεώργιο και παπα-Δημήτρη. Κοντά τους αναθάρρευαν οι χωρικοί και ένιωθαν ασφαλείς.

       Οι Βούλγαροι, που ήξεραν τη δράση του τολμηρού ιερωμένου, από τους πρώτους τον είχαν ξεγραμμένο, γιατί στεκόταν εμπόδιο στα σχέδιά τους. Μα εκείνος δεν φοβόταν κανένα. Πήγαινε συχνά στην Καστοριά, έδινε πολύτιμες πληροφορίες στον Δεσπότη, έπαιρνε τις εντολές του και ήταν ένας βασικός σύνδεσμος. Οι χωρικοί, βλέποντας τη θαρραλέα δράση του, κοντά του αναθάρρευαν και ένιωθαν ασφαλισμένοι. Έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο και αρνούνται το Σχίσμα.

       Αρχές Νοεμβρίου του 1902, ο παπα-Δημήτρης πήγε πάλι στην Καστοριά να συναντήσει τον Δεσπότη. Έμεινε μερικές μέρες και στις επτά του μηνός ξέσπασε άγρια θύελλα στα μέρη εκείνα. Χιόνια, βοριάδες, κρύο, σκοτάδι.

-Θα φύγω, είπε.

-Δεν είναι φρόνιμο να φύγεις απόψε, με τέτοιο καιρό, αποκρίθηκε ο Δεσπότης.

-Ακριβώς ετούτος ο καιρός είναι για μένα προστασία, Σεβασμιώτατε, απάντησε εκείνος. Με τέτοια αντάρα ποιος τριγυρνά στις ερημιές; Δεν θα συντύχω κανέναν από δαύτους.

      Κι ο αντρειωμένος ιερέας ξεκίνησε. Πάλαιψε με τα στοιχεία της φύσης όλη νύχτα κι ήταν πια κοντά στο χωριό, πριν από τα ξημερώματα. Μα εκεί που έφτανε με ανακούφιση, να αναπαυθεί στη ζεστή γωνιά του σπιτιού του, άξαφνα, μέσα στο σκοτάδι που τον έζωνε, ξεπετάχτηκαν οι φονιάδες. Ρίχτηκαν στον σεβαστό γέροντα και τον κατακομμάτιασαν. Πνιγμένο στο αίμα του, τον βρήκαν τα ξημερώματα αγωγιάτες που περνούσαν από εκεί. Τον έφεραν στο χωριό, στους δικούς του, που όταν τον αντίκρυσαν, σπάραξαν στον θρήνο. Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή. Όλοι μούδιασαν από τη φρίκη. Έχαναν τον καλό τους προστάτη, τον πνευματικό τους πατέρα.

       Ο νεώτερος γιος του, ο Νικόλας, μετά την κηδεία πήρε το δρόμο για την Καστοριά. Παρουσιάστηκε στον Δεσπότη Γερμανό, που ήταν απαρηγόρητος για το χαμό του ηρωικού ιερωμένου. Τον δέχτηκε σαν παιδί του. Ο Νικόλας τον παρακάλεσε, σαν μάθημα για τους άνομους και τιμή για τον πατέρα του, να χειροτονήσει εκείνον ιερέα με το όνομά του, παπα-Δημήτρη και να τον βάλει στη θέση του.

       Συγκινημένος ο Μητροπολίτης τον χειροτόνησε αμέσως. Το θάρρος και το γενναίο φρόνημα του γιου, σκόρπισε στις ψυχές των Ελλήνων παρηγοριά και ανάταση.

       Ο άλλος γιος του αδικοχαμένου παπα-Δημήτρη, που βρισκόταν στην Αθήνα, σαν έμαθε τη δολοφονία του πατέρα του, κατατάχτηκε στο πρώτο Σώμα που συγκροτήθηκε εκεί για τη Μακεδονία. Ήρθε και πολέμησε ηρωικά. Έλαβε μέρος στις πιο σκληρές και επικίνδυνες μάχες, ώσπου έδωσε τη ζωή του στον βωμό της Πατρίδας, την 20ή Ιουλίου 1905, στο χωριό Κέλλη της Φλώρινας.

       Ο ανεψιός του, ο ξακουστός Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, σε πολλές συμπλοκές και μάχες, πήρε το αίμα του θείου του πίσω, ώσπου έπεσε κι αυτός σε δόλια ενέδρα και χάθηκε άδικα. Έτσι, ολόκληρη η οικογένεια του ηρωικού παπα-Δημήτρη, δόθηκε θυσία για την λευτεριά της Μακεδονίας.

* * *

       Κι οι θυσίες των ιερέων, που αυτούς κατά κύριο λόγο είχαν στο μάτι οι Βούλγαροι, συνεχίζονταν. Ο άγριος βοεβόδας Σαντάσκυ, στο χωριό Τραπεζίτσα Σερρών, έσφαξε με τα ίδια του τα χέρια τον ιερέα...

       Άλλος αποτρόπαιος βοεβόδας, ο Γιουβάν-Καρασούλι, στο χωριό Κονοπλάτι Σερρών, μπήκε με τους οπαδούς του στην εκκλησία, που λειτουργούσε ο Έλληνας ιερέας. Τον άρπαξε από τα μαλλιά, τον ανάγκασε να σκύψει στην Αγία Τράπεζα και εκεί επάνω, με την σπάθα του τον αποκεφάλισε.       

       Τότε γύρισε στον Σχισματικό παπά που τον ακολουθούσε και τον διέταξε να λειτουργήσει. Εκείνος φόρεσε τα άμφια του σφαγμένου Έλληνα ιερέα και, δίπλα στο πτώμα του, συνέχισε την λειτουργία σαν τίποτε να μην είχε συμβεί, ενώ το εκκλησίασμα είχε παγώσει από φόβο και φρίκη.

         Τέτοιοι Χριστιανοί ήταν οι Βούλγαροι. Άγιες Τράπεζες, Άγιες Εικόνες, Σταυροί, Άμφια, Δισκοπότηρα, άνθρωποι, είχαν αξία μόνο αν ήταν στα χέρια τους. Στα χέρια των ορθοδόξων Ελλήνων ήταν για πέταμα, για σφάξιμο!....

(Από τις σελίδες του βιβλίου 29-34).

* * *

Το τραγικό τέλος του Παύλου Μελά

       Η φήμη πως έφτασε πια στην Μακεδονία ο αρχηγός των Ελλήνων, κάνει τους Βούλγαρους να φεύγουν από παντού τρομαγμένοι, να κρυφτούν. Ενώ οι Έλληνες, όπου περνούν, τρέχουν θαρραλέα να τον προϋπαντήσουν. Φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι και του λένε: «Καταλάβαμε την καλοσύνη σου. Είδαμε το φως το αληθινό...».

       Η πονεμένη ψυχή του πλημμυρίζει αγάπη. Η καρδιά του γεμίζει έλεος. Πασχίζει για την λύτρωση, σαν αληθινός Χριστιανός.

Ο Αγώνας έπαιρνε τη συστηματική του μορφή. Ο Πύρζας του είπε:

-Καπετάνιε, τώρα πρέπει να έχωμε και ένα σύνθημα.

-Μάλιστα, αποκρίθηκε. Ε, παιδιά, δια πρώτην φοράν και δια γούρικο, θα έχωμε το σύνθημα «Πατρίς-Μακεδονία». Όλοι ενθουσιάστηκαν. «Πατρίς-Μακεδονία»....

       Μετά το Νερέτι η ομάδα των Μακεδονομάχων αποφασίζει να ανηφορίσει στο Ζέλοβο. Πριν φτάσουν στο Ζέλοβο, σταμάτησαν στην Σιάτιστα (Μελά). Μπήκαν στο χωριό. Ήταν κατάκοποι και καταμουσκεμένοι. Κατέλυσαν σε φιλικά σπίτια. Την επομένη ήρθε η σπιτονοικοκυρά όπου έμενε ο Μελάς και τους είπε ότι φάνηκε τουρκικός στρατός. Τους είχε προδώσει ο Μήτρο Βλάχος, και έρχονταν να συγκρουστούν με τους Έλληνες αντάρτες.

       Δόθηκε μάχη σκληρή. Ο Παύλος Μελάς καθοδηγούσε όλους. Αντιστάθηκαν μέσα από το σπίτι γενναία. Ώσπου νύχτωσε. Σαν καταλάγιασε η μάχη σκέφτηκαν να κάνουν έξοδο, μη και βάλουν φωτιά στο σπίτι οι Τούρκοι και καούν ζωντανοί. Πρώτος ο Παύλος Μελάς προχώρησε προς την αυλή. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Στράφηκε προς τον Πύρζα που τον ακολου­θούσε και του είπε:

-Με πήρε το βόλι στη μέση...

       Ο Πύρζας τον άρπαξε στην αγκαλιά και τον έφερε μέσα στο σπίτι. Τον κάθησε σ' έναν σοφά. Πονούσε πολύ. Ένιωθε το τέλος του. Έβγαλε τον σταυρό του από τον λαιμό, τον έβαλε στα χέρια του πιστού του Πύρζα. «Να τον δώσεις στην γυναίκα μου, είπε. Το τουφέκι μου στον γιο μου. Να τους πεις ότι έκανα το καθήκον μου...». Έβγαλε τις φωτογραφίες τους και τις καταφιλούσε. Πονούσε, πονούσε....

-Παιδιά, σκοτώστε με... παρακαλούσε. Πώς θα μ' αφήσετε στους Τούρκους;

-Δεν θα σ' αφήσουμε Αρχηγέ. Κοντά σου είμαστε... έλεγε με σπαραγμό ο Πύρζας και τον καταφιλούσε.

       Σε λίγο, ξεψύχησε μέσα στα χέρια του. Ήταν Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 1904.

      Ο ξαφνικός θάνατος του Αρχηγού, κείνη την ώρα, μέσα στην κρύα νύχτα, κεραυνοβόλησε τον Πύρζα και τα παλικάρια του, που ήταν περικυκλωμένοι από πάνοπλους εχθρούς. Μα έπρεπε να σφίξουν την καρδιά τους και να εκτελέσουν το ύστατο χρέος. Έσκαψαν έναν τάφο κι έτσι χωρίς ιερέα, χωρίς ψαλμό, έθαψαν εκείνον που ήταν Χριστιανός ως τα κατάβαθα της ψυχής του.

       Μα οι Βούλγαροι, που αγρυπνούσαν και καιροφυλα­κτούσαν, υποπτεύονταν πως κάποιος από τους σημαίνο­ντες Έλληνες σκοτώθηκε, ζητούσαν το σώμα, να το πάρουν, να το διαπομπεύσουν.

       Ο Πύρζας και οι άλλοι πιστοί που αγρυπνούσαν και πρόσεχαν κάθε κίνηση, ξέθαψαν το σώμα. Και για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους ή τους Βουλγάρους, μ' όλη τη φρίκη που τους προκαλούσε η πράξη, δεν δίστασαν να του κόψουν το ωραίο κεφάλι, με τα βασιλεμένα βλέφαρα.      

       Το τύλιξαν σε λευκό πανί και το έκρυψαν σ' ένα σάκκο. Το κορμί το κάλυψαν με μια κουβέρτα και ο Γεώργιος Σούλιος, που υπηρετούσε τσαούσης στην τουρκική χωροφυλακή, παρέμεινε να το φυλά­γει, ως να ειδοποιηθούν οι δικοί τους στην Καστοριά και νάρθουν να το πάρουν για την κανονική ταφή. Στους Βούλγαρους που έρχονταν και το ζητούσαν, άπλωνε την σπάθα του και τους απομάκρυνε. Με σπαραγμένη την ψυχή, έμεινε φύλακας φρουρός ώσπου ήρθαν οι δικοί μας και το παρέλαβαν. Το μετέφεραν στην Μητρόπολη της Καστοριάς.

       Απαρηγόρητος ο Μητροπολίτης Γερμανός δέχτηκε νεκρό, εκείνον που περίμενε σωτήρα. Με θρήνους εναπόθεσε το λείψανο στο μικρό Βυζαντινό εκκλησάκι των Αγίων Ταξιαρχών, στην αυλή της Μητρόπολης.

       Το κομμένο κεφάλι του Ήρωα, άλλα πιστά παλικάρια το μετέφεραν στο Πισοδέρι και το παρέδωσαν στον απαρηγόρητο παπα-Σταύρο Τσάμη.

       Ο παπα-Σταύρος, που περίμενε να τον δεχτεί με κλαδιά βαΐων και με θούρια, έπρεπε τώρα να κηδέψει κάτω από την Αγία Τράπεζα της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής το κεφάλι του ήρωα και να ψάλλει μια ακόμη φορά -μοίρα σκληρή- την νεκρώσιμη ακολουθία, για χάρη του.

       Σταλμένος στο Πισοδέρι, από τον Πρόξενο Μοναστηρίου, ο Βασίλειος Αγοραστός, σε γράμμα του προς τον Ίωνα Δραγούμη περιγράφει την τραγική σκηνή: «όταν ήδη ήσαν τα πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει, φέροντες μεθ' ημών πάντα τα χρειώδη, εγώ δε τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της Εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ότου εξορυχθεί ο ταφίσκος. Εκεί, εν τω παρεκκλησίω, προ της Ωραίας Πύλης, αφού εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκόμισα το κιβώτιον, εν ω επιστρώσας το σάβανον, έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν, κοσμήσας δι' ανθέων του δάσους της Αγίας Τριάδος. Κατόπιν ανάψαντες λαμπάδα ηρξάμεθα να ψάλλωμεν εν ολολυγμοίς την νεκρώσιμον ακολουθίαν. Η Ακολουθία εψάλη ολόκληρος. Εδώκαμεν τον τελευταίον ασπασμόν και αφού αφήρεσα εκ της ε­στεμμένης κεφαλής του μεγάλου τούτου τέκνου της Ελ­λάδος ολίγα άνθη, άτινα απέκρυψα εις το χαρτοφυλά­κιόν μου, εκάλυψα δια του ετέρου ημίσεως του σαβάνου και επιθέσας το κάλυμμα του κιβωτίου, επεσώρευσα χώμα επ' αυτού και προσήρμωσα καλώς την πλάκα. Όταν δε επείσθην ότι ουδέν ίχνος εσώζετο, δυνάμενον να προδώση την γενομένην ταύτην μυστικήν πράξιν, εξήλθομεν του παρεκκλησίου και εισήλθομεν εν τω παρακειμένω Ναώ, όπου προ της Εικόνος της Παναγίας ωρκίσθημεν ότι ουδέν ουδενί θέλομεν είπει εξ όσων είδομεν ή επράξαμεν...».

       Ο Μητροπολίτης Γερμανός, σε επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη περιγράφει την κηδεία του σώματος του Παύλου Μελά: «... Τη δε επαύριον Κυριακήν, όρθρου βαθέως, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του Ήρωος με εν μετάξινον μαντίλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν Εικόνα, και πριν αρχίσει η Λειτουργία, ετελέσαμεν την κηδείαν του. Πεπνιγμένος εν λυγμοίς, ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού Ναού και μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του Βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνήσω τον αοίδιμον Ήρωα...». Και τελειώνει την επιστολή του με τα λόγια: «Δεν θα λησμονήσω επί ζωής τας οδυνηράς πίκρας ας διήλθον τας ημέρας αυτάς, εξακολουθώ δε ευρισκόμενος νοερώς εν μέσω ημών και συνοδυρόμενος υμίν...» *.

Έτσι η Εκκλησία, την οποία υπηρέτησε ο μεγάλος Ήρωας, παραστάθηκε στη θανή του.

(Από τις σελίδες του βιβλίου 92-96).

 * Το 1907 ο Μητροπολίτης Γερμανός κατόρθωσε με άδεια της Τουρκικής Αρχής να φέρει τα οστά της κεφαλής του Ήρωα από το Πισοδέρι στην Καστοριά και τα έθαψε μαζί με το σώμα, παρουσία και της συζύγου του Ναταλίας, που ταξίδεψε για να παραστεί. Το 1950, τα λείψανα του Ήρωα μεταφέρθηκαν οριστικά στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών σε καλλιτεχνική Κρύπτη.

* * *

Ο Μητροπολίτης Γερμανός ουσιαστικός αρχηγός του Αγώνα

       Ο θάνατος του Παύλου Μελά, στην εκτέλεση του καθήκοντος, έπεσε σαν κεραυνός στην Μακεδονία, στην ελεύθερη Ελλάδα και στον απανταχού Ελληνισμό.

       Η θυσία του παλικαριού, τόνωσε στις ψυχές τον πόθο για την ελευθερία της Μακεδονίας. Άναψε την φλόγα που πύρωσε και καταύγασε τα γύρω.

       Όπως το είπε ο Μητροπολίτης Γερμανός, αποχαιρετώντας τον Ήρωα στο μικρό Βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών, «Ο Παύλος Μελάς δεν πέθανε. Τώρα αρχίζει η πραγματική του ζωή. Η θυσία του θα εμπνεύσει όλους, μικρούς-μεγάλους. Ο Αγώνας θα φουντώσει ως την επιτυχία». Τα λόγια του στάθηκαν προφητικά. Από την στιγμή εκείνη νεαροί Έλληνες πολεμιστές από την Ελλάδα, με τους ντόπιους οπλαρχηγούς και τα παλικάρια τους, έσπευσαν να ενισχύσουν τον Αγώνα, με ένα σκοπό: να φανούν αντάξιοί του.

       Τον πόθο αυτό συνδαύλιζε με το παράδειγμά του και με τον λόγο του ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης. Δεν ήταν ο άνθρωπος που αποθαρρυνόταν από συμφορές και από εμπόδια. κάθε άλλο. Όσο περισσότερες δυσκολίες συναντούσε, τόσο περισσότερο επέμενε. Ακράδαντη η πίστη του στον Θεό και στο Ελληνικό δίκαιο. Αυτή η πίστη εμψύχωνε όλους....

(Από τη σελίδα του βιβλίου 97).

* * *

Το δράμα της Γραδέσνιτσας

       Ο Σεπτέμβρης του 1905, βύθισε την Γραδέσνιτσα, το κεφαλοχώρι του ελληνικότατου Μορίχοβου, πέρα από το Μοναστήρι, κέντρο 120 χωριών, σε μαύρο πένθος.

       Την περιοχή του Μορίχοβου υπερασπιζόταν ο γενναιότατος οπλαρχηγός Ζώης. Μα κείνες τις μέρες αναγκάστηκε να τρέξει να βοηθήσει σε άλλη περιοχή. Το έμαθαν οι Βούλγαροι και χύμηξαν με μεγάλες δυνάμεις. Έβαλαν παντού φωτιά. Μέσα στον πανικό χτυπούσαν γέρους, γυναίκες, παιδιά, με λόγχες και με τσεκούρια. Οι άνδρες έλειπαν στα χωράφια κι ήταν ανυπεράσπιστοι. Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι κάηκαν ζωντανοί.

       Ο ηρωικός ιερέας της Γραδέσνιτσας, ο παπα-Δημήτρης, έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις, τους εκλιπαρούσε να λυπηθούν τα παιδιά, τους ανήμπορους, προσπαθούσε να σώσει όσους μπορούσε. Μα ο σχισματικός παπάς Γκιούρο, από την Καράτζοβα, τον κτύπησε και έπεσε βαριά πληγωμένος. Εκεί που κείτονταν βογκώντας, τον πλησίασε ο Βούλγαρος παπάς και του είπε χαιρέκακα:

        -Παπα-Δημήτρη, ήρθα να σε σκοτώσω με τα ιδία μου τα χέρια, να μάθεις να υπερασπίζεσαι τους Έλληνές σου.

       Κι ο βαριά πληγωμένος γενναίος Έλληνας ιερέας του απάντησε.

       -Σαν έτσι νιώθεις την χριστιανοσύνη, θα στο πληρώσει ο Θεός.

       Και τον έφτυσε κατάμουτρα. Τότε εκείνος βύθισε λυσσαλέα το μαχαίρι στον λαιμό του. Πριν ξεψυχήσει ο παπα-Δημήτρης, ζητωκραύγασε για την Ελλάδα. Αυτό έκανε τον Βούλγαρο να φρενιάσει. Και νεκρό τον κτυπούσε με το μαχαίρι λυσσασμένος....

(Από τη σελίδα του βιβλίου 131).

* * *

Το τέλος του ηρωϊκού Κώτα

       ... Η θλιβερή συνοδεία πέρασε μπροστά από την Μητρόπολη. Στρατιώτες πάνοπλοι φύλαγαν τον κατάδικο, που προχωρούσε αριμάνειος. Κατευθύνονταν προς το Ατ-Παζάρ, όπου ήταν στημένη η αγχόνη.

       Μα σε μια στροφή, παλικάρια Κρητικοί, που περίμεναν επίτηδες, έκαναν φασαρία. Πάνω στη φασαρία, ο Κώτας ξέφυγε. Τον κυνήγησαν. Τον έφτασαν. Αν και είχε τα χέρια δεμένα, πάλεψε εναντίον τους και μάτωσε πολλούς. Μα ο αγώνας απέβη μάταιος. Γύρω του είχε ολάκαιρη δύναμη στρατού. Διέξοδος δεν υπήρχε. Με περηφάνια και αψηφισιά δόθηκε στο μοιραίο. Ντρόπιασε τους φονιάδες. Δεν δέχτηκε να του κλείσουν τα μάτια. Ανέβηκε στο ικρίωμα, τους ατένισε και είπε:

        -Είμαι Έλλην και έζησα με την περηφάνια της μεγάλης μου φυλής. Πεθαίνω ευχαριστημένος, γιατί πεθαίνω χάριν της Εθνικής μου Ιδέας... Εύχομαι τα παιδιά μου να συνεχίσουν το έργο μου.

       Δεν άφησε να τον εγγίσουν οι δήμιοι. Πέρασε μόνος τη θηλειά στο λαιμό και με μια κίνηση έσπρωξε το σκαμνί κάτω από τα πόδια του και αυτοαπαγχονίστηκε, αφήνοντας όλους άλαλους.

       Το πένθος άπλωσε σε κάθε ελληνική καρδιά. Σιωπηλά τα πλήθη των πιστών, θρηνώντας παρήλασαν μπροστά από τον απαγχονισμένο ήρωα, αποτίοντας ύστατο φόρο τιμής. Ύστερα οι Τούρκοι παρέδωσαν στην Μητρόπολη το σώμα για την ταφή.

       Στο Μητροπολιτικό Ναό, ο Μητροπολίτης, οι ιερείς και το πλήθος των πιστών, με θρήνους ξενύχτησαν τον τιμημένο νεκρό. Την άλλη μέρα τον κήδεψαν σαν εθνικό Ήρωα τον πολυλατρεμένο καπετάν Κώτα, τον θρύλο των Κορεστείων και του Ελληνισμού.

(Από τις σελίδες του βιβλίου 134, 135).

* * *

Η θυσία του Τέλλου Άγρα

       ....Στις 7 Ιουνίου της χρονιάς του 1907, μια άλλη τραγωδία συνεκλόνισε το Πανελλήνιο. Η θυσία του Τέλλου Άγρα, του ανθυπολοχαγού Αγαπηνού, του Ήρωα του Βάλτου των Γιαννιτσών.

       Αφού νίκησε και κατετρόπωσε τους Βούλγαρους, έβαλε στο νου να συμφιλιωθεί μαζί τους. «Έχομε χρέος, όλοι οι Χριστιανοί, έλεγε, να δώσουμε τα χέρια και να πολεμήσωμε μαζί, να αποτινάξουμε τον τουρκικό ζυγό». Μάταια φίλοι και συνεργάτες τον απέτρεψαν από το σχέδιό του. Μάταια προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι Βούλγαρος φονιάς, χριστιανός και φίλος δεν γίνεται. Συνεννοήθηκε κρυφά μαζί τους. Πήγε να τους συναντή­σει έξω από τη Νάουσα. Μόνος και άοπλος. Με τα χέρια γεμάτα από αγάπη. Όταν οι Βούλγαροι τον είδαν να έρχεται ανυπεράσπιστος, χύμηξαν σαν όρνεα επάνω του. Τον άρπαξαν, τον έδεσαν σαν τον Χριστό, τον παίδεψαν μέρες και μέρες. Μαζί με το πιστό του πρωτοπαλίκαρο, τον Μίγγα, που κρυφά τον ακολούθησε. Σέρνοντάς τους από χωριό σε χωριό, όπου ήταν δικοί τους, τους υπέβαλλαν σε εξευτελισμούς και μαρτύρια, που νους ανθρώπινος δεν ήταν δυνατόν να επινοήσει. Τέλος, τον κρέμασαν στα κλωνιά μιας καρυδιάς, μαζί και τον Μίγγα, στο χωριό Βλάντοβο που φέρνει τώρα το δοξασμένο όνομά του, Άγρας.

Η θυσία του αγνού ήρωα, του αγνού Χριστιανού, που πίστεψε στην αγάπη και τόσο δόλια προδόθηκε, συ­νεκλόνισε μια ακόμη φορά κάθε Ελληνική ψυχή.

(Από τη σελίδα του βιβλίου 154).                      

* * *

Ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός

       Μέσα σ' αυτόν τον αναβρασμό, τον Μάρτιο του 1910, ο Πατριάρχης έστειλε στην Μητρόπολη Γρεβενών, που χήρευε γιατί είχε απομακρυνθεί ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος, τον νεαρό Επίσκοπο Πέτρας Αιμιλιανό Λαζαρίδη.

       Η κατάσταση στην περιοχή Γρεβενών ήταν τόσο έκρυθμη, όσο και στο Μοναστήρι. Κι εδώ υπήρχε η δίωξη που είχαν εξαπολύσει οι Τούρκοι, το όργιο το εγκληματικό των Βουλγάρων και επιπλέον και η ρουμανική προπαγάνδα, που την ενεθάρρυναν οι Νεότουρκοι.

       Όπως όλοι, έτσι και ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός στην αρχή είχε πιστέψει στις εξαγγελίες των Νεοτούρκων. Για να δει πολύ γρήγορα την αλήθεια. Όσο ο καιρός περνούσε, οι Νεότουρκοι άρχισαν να δολοφονούν τους Μακεδονομάχους και να καταδιώκουν τους κληρικούς.

       Ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός, νέος, γενναίος, αποφασισμένος για κάθε θυσία, ύψωσε το ανάστημα. Με τακτικές Εκθέσεις προς το Πατριαρχείο και την Ελληνική Κυβέρνηση, έκανε γνωστή την κατάσταση που επικρατούσε και τα μαρτύρια των Ελλήνων. Επισκεπτόταν τα χωριά για να εμψυχώσει τους ιερείς και τους δασκάλους, να τονώσει το ηθικό των κατοίκων.

       Η θαρραλέα στάση του διαρκώς αύξανε το μίσος των εχθρών. Το μόνο που επεδίωκαν ήταν να τον εξοντώσουν, να τον βγάλουν από τη μέση. Ιδίως ο Μπεκήρ αφέντης, ο ισχυρός Τούρκος, μένεα έπνεε εναντίον του.

       Όμως τίποτε δεν δείλιαζε τον ατρόμητο Μητροπολίτη. Συνεχίζοντας το παράδειγμα των προκατόχων του, εξακολουθούσε το έργο του. Είχε γίνει ο καλός ποιμένας που όλοι λάτρευαν.

       Την μοιραία 1η Οκτωβρίου 1911, μετά από περιοδεία, πήγε στο χωριό Σνίχοβο (Αιμιλιανό) να λειτουργήσει, να έρθει σε επικοινωνία με τους πιστούς. Το απόγευμα αποφάσισε να επιστρέψει στα Γρεβενά. Οι χωρικοί τον παρακαλούσαν να αναβάλει την αναχώρηση, γιατί είχαν πληροφορηθεί ότι Νεότουρκοι και Ρουμανίζοντες καιροφυλακτούσαν στα γύρω μέρη με κακές προθέσεις. Μα ο Μητροπολίτης δεν ήθελε να υποχωρήσει. Δεν δείλιαζε εκείνος. Το καθήκον μόνο λογάριαζε. Ξεκίνησε. Στον δρόμο, σε μια χαράδρα, οι εχθροί περίμεναν. Ανεπεράσπιστος καθώς ήταν, τον συνέλαβαν, μαζί με τον διάκονο που τον συνόδευε, τον Δημήτρη Αναγνώστου και τον αγωγιάτη τους. Αφού τους βασάνισαν, τους κατακρεούργησαν κατά τον πιο φρικτό, απάνθρωπο τρόπο.

       Μόνο την 6η Οκτωβρίου, ψάχνοντας, βρήκαν τα πτώματα στην οικτρή εκείνη κατάσταση. Τους μετέφε­ραν στα Γρεβενά, όπου η κηδεία τους έγινε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα θρήνου και πένθους, την 11η Οκτωβρίου.

       Εκεί, στην Μητρόπολη, αναπαύεται ο Αγωνιστής του Χριστού και του Έθνους, ο οποίος έβαψε με το αίμα του την Μακεδονική γη, που υπερασπίστηκε με όλη την ψυχή του. Ήρωας της Μεγάλης Ιδέας, Εθνομάρτυρας.

       Ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός ήταν το τελευταίο θύμα της θηριωδίας των εχθρών του Γένους. Τον ηρωικό του θάνατο θρήνησε όλος ο Ελληνισμός.

       Στα Γρεβενά, στήθηκε η προτομή του στην κεντρική Πλατεία. Και τα δύο τελευταία χωριά που επισκέφθηκε, πήραν το όνομά του τιμητικά. Το ένα «Δεσπότης», το άλλο «Αιμιλιανός», ενώ το 1990 ο διάδοχός του Μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος έστησε τον ανδριάντα του στον αύλειο χώρο του Μητροπολιτικού Οίκου, δίπλα στον ανδριάντα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

       Κι ύστερα, μετά τόσων χρόνων αγώνα, τόσες θυσίες, τόσα μαρτύρια, τόσους ηρωισμούς, τόσο αίμα, τόσους νεκρούς, ευδόκησε ο Θεός και χάρισε στην Ελληνική Μακεδονία την ελευθερία, με τους ένδοξους Πολέμους του 1912-13.

       Στον Μακεδονικό Αγώνα, τον μοναδικό αυτό Αγώνα, που διεξήχθη εθελοντικά, για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας, η Εκκλησία είχε από την αρχή τον πρώτο λόγο. Η Εκκλησία στάθηκε ο ακρογωνιαίος λίθος που στήριξε το οικοδόμημα, που χάρισε θάρρος, ελπίδα, δύναμη, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ευνοϊκό, όπως το πόθησε ο Ελληνισμός.

       Η Εκκλησία θυσιάστηκε. Από τον Πατριάρχη, τους Αρχιερείς, τον Κλήρο, τους Μοναχούς, η Εκκλησία έδωσε το μεγάλο παράδειγμα της αυταπάρνησης και της ανδρείας. Στους ιερείς που θυσιάστηκαν αξίζει, όσο και στους αγωνιστές, η δόξα.

       Θα τελειώσουμε το ευλαβικό αυτό αφιέρωμά μας, με τα λόγια του Παύλου Μελά: «Πάντοτε κατά τους αγώνας του Έθνους μας προΐστατο η Εκκλησία. Έτσι, τώρα προ πάντων, στην Μακεδονία, ότε κατ' Αυτής κυρίως στρέφονται αι επιθέσεις των εχθρών, η Εκκλησία και πάλιν θα προστατεύση τον Αγώνα».

(Από τις σελίδες του βιβλίου 168-171).

* * *

* «Τί σημαίνει εις άνθρωπος; Ενός ανδρός το αίμα εάν ποτίση το χώμα της Μακεδονίας θα ξυπνήσωμεν οι κοιμώμενοι, θα εγκαρδιωθώσιν οι τρομοκρατηθέντες, θα φυτρώσωσιν επί της ευγενούς γης εκδικηταί και σωτήρες».

(Παύλος Μελάς)

* «Πονώ και αγωνιώ για την πορεία του ελληνικού Έθνους, το οποίο συνεχώς αφελληνίζεται, αποχριστιανίζεται, αποχρωματίζεται, αποκόπτεται από τις ρίζες του και χάνει τα στοιχεία της ταυτότητάς του».

(Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος)

πηγή: http://www.impantokratoros.gr/FC21A6BD.el.aspx

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel