Άγιοι από X

 

    Ο Άγιος Χαράλαμπος έζησε στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Σεβήρου. Ήταν ιερέας στη Μαγνησία, όπου έπαρχος ήταν ο Λουκιανός. Όταν το 198 μΧ. ο Σεβήρος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών, ο Χαράλαμπος συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον Λουκιανό, ο οποίος του ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Χαράλαμπος όχι μόνο δεν απαρνήθηκε τον Κοριό του, αλλά προκάλεσε τον έπαρχο, λέγοντας του ότι οι δήμιοι του δεν είναι ικανοί να τον κάνουν να επικαλεσθεί την επιείκεια του ηγεμόνα, αφού αυτός έχει τη χάρη του θεού. Ο Λουκιανός οργίστηκε τόσο που πήρε ο ίδιος σιδερένια νύχια και προσπάθησε να πληγώσει το σώμα του Αγίου. Όμως τα χέρια του έπαρχου κόπηκαν και έμειναν κρεμασμένα πάνω στο σώμα του μάρτυρα, ο οποίος ζήτησε από τον θεό να αποκαταστήσει την αρτιμέλεια του Λουκιανού. Βλέποντας το θαύμα αυτό οι δήμιοι και τρεις γυναίκες που παρευρίσκονταν εκεί πίστεψαν στον Χριστό. Ο ειδωλολάτρης έπαρχος δε δίστασε να διατάξει τον αποκεφαλισμό τόσο των δημίων και των γυναικών που αναζήτησαν το δρόμο της αλήθειας όσο και του Χαραλάμπους, ο οποίος παρέδωσε το πνεύμα του προτού τον ακουμπήσει το ξίφος.

     Η Αγία Χαριτίνη έζησε όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός (284-305 μΧ.). Ήταν χριστιανή και δούλη ενός πλούσιου Ρωμαίου, του Κλαυδίου. Κάποια στιγμή ο κόμης Δομέτιος έμαθε για την πίστη της Χαριτίνης και διέταξε τον Κλαύδιο να στείλει σε αυτόν την Αγία για να την εξετάσει ο ίδιος. Η Χαριτίνη δε φοβήθηκε, αλλά ένιωσε χαρά με τη σκέψη ότι θα θυσιαζόταν για τη δόξα του Κυρίου. Όταν παρουσιάσθηκε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα η Χαριτίνη δε δίστασε να ομολογήσει ότι ο αληθινός θεός είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο Δομέτιος εξοργίσθηκε από τα λόγια της Αγίας και διέταξε να την υποβάλουν σε πλήθος φριχτών βασανιστηρίων. Στο τέλος μάλιστα διέταξε να δέσουν πέτρα γύρω από το λαιμό της και να τη ρίξουν στη θάλασσα. Με τη βοήθεια του Χριστού η Χαριτίνη σώθηκε και εμφανίσθηκε στον ειδωλολάτρη, θέλοντας να του δείξει την παντοδυναμία του Κυρίου. Όμως ο Δομέτιος όχι μόνο δε συνετίστηκε από το θαύμα, αλλά διέταξε να βασανισθεί ξανά η Αγία. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της η Αγία Χαριτίνη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.

     Ο όσιος Χαρίτων έζησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Αυρηλιανός (270-275 μΧ.), ο οποίος κήρυξε διωγμό εναντίον των χριστιανών. Φημισμένος για τη χριστιανική του δράση καθώς ήταν, ο Χαρίτων συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον έπαρχο του Ικονίου. Όταν ρωτήθηκε από τον ειδωλολάτρη άρχοντα για την πίστη του, ο Χαρίτων δε δίστασε να ομολογήσει ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός θεός. Από τη στιγμή εκείνη ο Χαρίτων υπέστη πολλά βασανιστήρια, τα οποία υπέμεινε με το θάρρος που του έδινε η δύναμη της πίστης του. Ενώ ο Χαρίτων βρισκόταν στη φυλακή, ο Αυρηλιανός δολοφονήθηκε και ο διωγμός σταμάτησε. Ο όσιος τότε αφέθηκε ελεύθερος, αλλά διερχόμενος από ένα ερημικό μέρος αιχμαλωτίσθηκε από ληστές, οι οποίοι τον οδήγησαν στο σπήλαιο τους, όπου τον κρατούσαν αλυσοδεμένο. Μια μέρα όμως που οι ληστές απουσίαζαν μια οχιά μπήκε στο σπήλαιο και έχυσε το δηλητήριο της σε μια στάμνα με κρασί. Μόλις αυτοί επέστρεψαν, ήπιαν από το κρασί και δηλητηριάστηκαν όλοι, ενώ με τρόπο θαυματουργό ο Χαρίτων ελευθερώθηκε από τις αλυσίδες του. Ο όσιος απεβίωσε ειρηνικά σε βαθύ γήρας.

     Οι Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησαν το 304 μ.Χ., κατά την εποχή δηλαδή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός οι τρεις παρθένες κατέφυγαν σε ένα βουνό, αλλά σύντομα τις ανακάλυψαν και τις συνέλαβαν. Αφού παρουσιάσθηκαν μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, αυτός τους ζήτησε να δηλώσουν ότι αρνούνται τον Κύριο τους. Οι τρεις αδελφές όμως, οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχθούν κάθε μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, δε φοβήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους. Μετά από αυτό οι τρεις Αγίες βασανίσθηκαν και ετελειώθθησαν με τρόπο μαρτυρικό.

     Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού. Παρ' ότι οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες, η Χριστίνα προσήλθε στο χριστιανισμό με τη βοήθεια μιας ευσεβούς γυναίκας. Όταν ο Ουρβανός έμαθε ότι η κόρη του έγινε χριστιανή, την έκλεισε σε κάποιο πύργο και με απειλές την πρόσταζε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Εκείνη ακλόνητη και με θαυμαστή παρρησία συνέχισε να ομολογεί την πίστη της και να αρνείται τα είδωλα. Τότε ο πατέρας της, εξοργισμένος που δεν κατάφερε να δαμάσει την πίστη της, τη φυλάκισε και έδωσε εντολή να την αφήσουν νηστική. Εκείνη όμως με μόνη την πνευματική τροφή και την προσευχή της, σώθηκε και συνέχισε να ομολογεί τον Κοριό της. Τότε, μετά το θάνατο του πατέρα της, την ανέλαβε κάποιος ονομαζόμενος Δίων, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Στη συνέχεια την παρέδωσαν στον Ιουλιανό, ο οποίος έριξε την Αγία σε πυρακτωμένη κάμινο, αφού της καταξέσκισε το σώμα. Η Αγία με τη δύναμη του θεού βγήκε από όλα αυτά τα ανήκουστα βασανιστήρια αβλαβής, γεγονός ττου οδήγησε χιλιάδες θεατές των βασάνων της στη χριστιανική πίστη. Τελικά η Μεγαλομάρτυς έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, όταν χτυπήθηκε με λόγχες στην καρδιά.

     Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 1020 από γονείς ευσεβέστατους. Η σχολική του επίδοση υπήρξε αξιοσημείωτη, και από νεαρός ανατράφηκε στη μοναχική ζωή. Με συνδρομή του βασιλιά Αλεξίου Κομνηνού έκτισε τη Μονή του Ευαγγ. Ιωάννη στην Πάτμο όπου και μόνασε. Οι επιδρομές των Αράβων τον ανάγκασαν να καταφύγει για 7-8 χρόνια στην Εύβοια όπου και πέθανε το 1707. Το ιερό του λείψανο μετακομίσθηκε αργότερα στην Μονή της Πάφου.

     Ο Άγιος Χριστόφορος έζησε επί  αυτοκρατορίας Δεκίου. Όταν οι Ρωμαίοι τον συνέλαβαν το όνομα του ήταν Ρέπροβος. Χριστόφορος ονομάσθηκε αφού δέχθηκε τη χριστιανική διδασκαλία και βαπτίσθηκε. Ο Άγιος δε δίσταζε να ελέγχει τους ειδωλολάτρες διώκτες των χριστιανών, προκαλώντας έτσι την οργή τους. Για το λόγο αυτό οι χριστιανοί τον συμβούλεψαν να φύγει για να είναι ασφαλής. Όμως ο Δέκιος έστειλε απόσπασμα για να τον βρει και να τον συλλάβει. Όταν οι στρατιώτες βρήκαν τον Άγιο ήταν αποκαμωμένοι και είχαν ελάχιστη τροφή. Τότε ο Χριστόφορος πολλαπλασίασε το λιγοστό άρτο τους και οι έκπληκτοι στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Δέκιος αποκεφάλισε εκτός από τον Χριστόφορο και τους ευλαβείς στρατιώτες, που διακήρυξαν με θάρρος την αποστροφή τους προς τα είδωλα.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρείος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Χρύσανθος καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες, οι οποίοι όταν έμαθαν για το χριστιανικό του φρόνημα προσπάθησαν να τον κλονίσουν. Τον πάντρεψαν μάλιστα με την όμορφη Δαρείο, ελπίζοντας ότι η νέα αυτή θα τον επανέφερε στη λατρεία των ειδώλων. Με τη θεία πρόνοια όμως φώτισε ο Χρύσανθος τη Δαρείο και αφοσιώθηκαν μαζί στη διάδοση του Χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξαν σε βρωμερό λάκκο, όπου και ετελειώθησαν, ενώ οι ψυχές τους επέταξαν λαμπροφόρες στον στεφανοδότη Κύριο.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα