Άγιοι από Θ

 

    Ο Απόστολος Θαδδαίος καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας και ήταν στο γένος Εβραίος. Είχε φτάσει σε υψηλό βαθμό θεολογικής κατάρτισης, καθώς μελετούσε σε βάθος τις θείες γραφές. Ενώ ήταν στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε πάει για να προσκυνήσει, άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή, από το οποίο γοητεύθηκε και εντυπωσιάστηκε τόσο που ζήτησε από τον Πρόδρομο να τον βαπτίσει. Όταν αργότερα άκουσε τη διδασκαλία του Ιησού και είδε τα θαύματα Του, πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει ως μαθητής Του. Έμεινε κοντά στον Χριστό μέχρι τη σταύρωση Του. Μετά την ανάσταση Του, ο Άγιος Θαδδαίος επέστρεψε στην Έδεσσα για να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου. Στην πόλη αυτή ο Απόστολος κατήχησε πολλούς ανθρώπους στη χριστιανική πίστη και ίδρυσε πολλές εκκλησίες. Μάλιστα, βάπτισε χριστιανό και τον τοπάρχη Αύγαρο, αφού πρώτα τον θεράπευσε από τη λέπρα. Στη συνέχεια έφυγε από τη γενέτειρα του, έχοντας επιδείξει πλούσια χριστιανική δράση, και ξεκίνησε ιεραποστολικές περιοδείες. Κατέληξε στη Βηρυτό, όπου κήρυξε το Ευαγγέλιο και βάπτισε πολλούς. Απεβίωσε εν ειρήνη, αφού είχε ολοκληρώσει το έργο του.

     Ο Άγιος μάρτυρας Θαλλέλαιος έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού και καταγόταν από το Λίβανο. Οι γονείς του Βερούκιος και Ρωμυλία διέθεταν υλικό και πνευματικό πλούτο και ευσεβείς καθώς ήταν ανέθρεψαν τον Θαλλέλαιο συμφωνά με το νόμο του Ευαγγελίου. Από πόλο νωρίς εππέδειξε τα πνευματικά και ηθικά του χαρίσματα και έγινε θερμός υπερασπιστής της χριστιανικής αλήθειας. Μάλιστα η φιλευσπλαχνία του τον ώθησε να ακολουθήσει την ιατρική επιστήμη. Γιάτρευε και βοηθούσε αφιλοκερδώς τους συνανθρώπους του και κυρίως τους στήριζε, ψυχικά οδηγώντας τους στο δρόμο της αληθινής πίστης. Το θαυμαστό έργο του εξόργισε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν. Ο Άγιος αποκεφαλίσθηκε στις Αίγες, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Θαλλέλαιος καταγόταν από την Κιλικία της Μικρός Ασίας και ασκήτευε έξω από την πόλη Γάβαλα της Συρίας. Εκεί υπήρχε ειδωλολατρικός ναός που συνέρεαν πολλοί. Ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη και ήταν φοβερά πολυμήχανος προκειμένου να φέρει ψυχές κοντά στο Χριστό. Κατασκεύασε ένα στενό κελί που δεν μπορούσε να μπει και να σταθεί όρθιος παρά μόνο έχοντας το πρόσωπο του στα γόνατα του. Έζησε εκεί δέκα ολόκληρα χρόνια και εκχριστιάνισε τα Γάβαλα, μια ολόκληρη πόλη και έπειτα εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διαττάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

      Η Αγία Θέκλα γεννήθηκε στο Ικόνιο από οικογένεια ειδωλολατρική. Η μητέρα της Θεόκλεια φρόντισε ώστε η θυγατέρα της να μνηστευθεί έναν άνδρα από επιφανή οικογένεια, τον Θάμυρη. Όταν η Θέκλα ήταν δεκαοχτώ χρόνων πήγε στο Ικόνιο ο Απόστολος Παύλος. Το κήρυγμα του Αποστόλου άγγιξε την ψυχή της Αγίας, η οποία πίστεψε στον Χριστό. Όταν η μητέρα και ο μνηστήρας της πληροφορήθηκαν πως η Θέκλα ήταν χριστιανή, συκοφάντησαν τον Παύλο στον άρχοντα της πόλης, ο οποίος και τον φυλάκισε. Μετά τα γεγονότα αυτά η Θέκλα εγκατέλειψε το Ικόνιο και ακολούθησε τον Απόστολο Παύλο. Περιόδευσε σε πολλές πόλεις, όπου κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου, οδηγώντας πολλούς ειδωλολάτρες στη σωτηρία. Σε μεγάλη πλέον ηλικία αποσύρθηκε σε κάποιο όρος της Σελεύκειας, όπου έζησε ζωή ασκητική, επιτελώντας μάλιστα πολλά θαύματα. Πρέπει να σημειωθεί πως καθ' όλη τη διάρκεια του χριστιανικού βίου της κι ενώ εκτελούσε το ιεραποστολικό έργο της η Θέκλα βασανίσθηκε σκληρά από πολλούς ειδωλολάτρες ηγεμόνες, οι οποίοι ωστόσο δεν έκαμψαν το φρόνημα της. Απεβίωσε ειρηνικά στο όρος όπου ησύχαζε σε ηλικία ενενήντα χρόνων.

     Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.

     Ψυχή αγνή και καθαρή από κάθε πλάνη, η παρθενομάρτυς Θεοδοσία αφιέρωσε τη ζωή της ολοκληρωτικά στον Χριστό. Δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της όταν συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες επειδή διακήρυττε την αληθινή πίστη. Την έδεσαν και την έριξαν στη φυλακή με σκοπό να την καταδικάσουν. Στο δικαστήριο, όπου προέδρευε ο άρχοντας Ουρβανός, τη διέταξαν να προσφέρει θυσία στα είδωλα, αλλά εκείνη έμεινε αμετακίνητη στην ιερή πίστη της. Ο Ουρβανός εξοργισμένος από την άρνηση της διέταξε να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Οι δήμιοι τότε κατέσκισαν τις σάρκες της, έσπασαν τα πλευρά της και προξένησαν βαθιές πληγές στους μαστούς της. Εκείνη όμως βγήκε άθικτη από την δοκιμασία και χωρίς να αφήσει την παραμικρή κραυγή εξοργίζοντας περισσότερο τον τύραννο, που διέταξε να συνεχίσουν με σκληρότερα μαρτύρια. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων που εξακολουθούσε να υπομένει με καρτερία, προσήλωσε το βλέμμα της στον Ουρβανό και του είπε: «Γιατί ματαιοπονείς, άνθρωπε μου; Δεν ξέρεις ότι αξιώθηκα και εγώ να γίνω συγκοινωνός των Αγίωνν Μαρτύρων του θεού;». Στη συνέχεια ρίχτηκε στη θάλασσα, όπου και παρέδωσε την ψυχή της. Έτσι η Αγία έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Θεοδόσιος όσιος. - Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς στην κωμόπολι Μωγαρισσού της Καππαδοκίας. Προαιρέσιος και Ευλογία τα ονόματα των γονιών του. Αρνήθηκε την έγγαμη ζωή και έγινε μοναχός. Αξιώθηκε να κάνει θαύματα και να προλέγει τα μέλλοντα. Πολλά τα θαύματα που έκανε. Απεβίωσε σε βαθύ γήρας, αφού πρώτα δίδαξε σεπολλούς μαθητές την ασκητική ζωή.

     Ο Κοδράτος, ο Θεοδόσιος, ο Μανουήλ και άλλοι σαράντα μάρτυρες, κατάγονταν από την Ανατολή. Διακήρυξαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί και τους έκλεισαν στη φυλακή. Υποβλήθηκαν σε πολλά και φοβερά βασανιστήρια. Τελικά τους αποκεφάλισαν όταν όλα τα βασανιστήρια στάθηκαν ανίσχυρα να μεταβάλουν την αφοσίωση τους στον Χριστό.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Θεόδοτος ήταν ανιψιός της Τεκούσας, μιας εκ των οκτώ παρθένων που έριξαν οι ειδωλολάτρες σε λίμνη ως τιμωρία για την πίστη τους. Ο ιερομάρτυρας ορμώμενος από βαθιά πίστη περισυνέλεξε τα σώματα τους από τη λίμνη και τα ενταφίασε. Η πράξη του αυτή εξόργισε τον έπαρχο Θεότεκνο, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του. Παρά τις απειλές του έπαρχου, ο Θεόδοτος ακλόνητος συνέχισε να διακηρύσσει την πίστη του και έτσι υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού του καταξέσκισαν τα πλευρά, τον αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε ένδοξα το στεφάνι του μαρτυρίου.

      Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων Λεοντίου, Υπατίου και Θεοδούλου, οι οποίοι μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Βεσπασιανού. Ο Λεόντιος, που καταγόταν από την Ελλάδα, είχε φρόνημα θαρραλέο και γι' αυτό κατατάχθηκε στο στρατό. Ενάρετος και οξυδερκής καθώς ήταν, γρήγορα έλαβε το αξίωμα του στρατηγού. Όταν βρισκόταν στην Αφρική διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη, στην οποία η τίμια ψυχή του ανταποκρίθηκε με θέρμη. Όμως το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, ο οποίος έστειλε τον Υπάτιο και τον Θεόδουλο να τον συλλάβουν. Οι δυο στρατιώτες διδάχθηκαν από τον Λεόντιο την πίστη στον Χριστό, με αποτέλεσμα ο Αδριανός να διατάξει τη θανάτωση και των τριών.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Η οσία Θεοδώρα καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ήταν νυμφευμένη με έναν ευσεβή άνδρα, στον οποίον ήταν αφοσιωμένη. Κάποια στιγμή όμως ο φθονερός διάβολος ζήλεψε την τιμιότητα της και την εξώθησε στο αμάρτημα της μοιχείας. Γρήγορα η οσία αντελήφθη το μέγεθος της αμαρτίας της και μετανόησε πικρά. Αν και δεν έγινε γνωστή η ανόσια πράξη της, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Επειδή όμως φοβήθηκε ότι ο σύζυγος της θα την αναζητούσε, φόρεσε ρούχα ανδρικά και πήγε σε ανδρικό μοναστήρι, όπου εκάρη με το όνομα Θεόδωρος. Κατά το διάστημα που βρισκόταν εκεί δε σταμάτησε στιγμή να κλαίει και να μετανοεί για την αμαρτία της. Όμως, όταν έπειτα από δυο χρόνια βρέθηκε έξω από το μοναστήρι ένα μωρό, κάποιος συκοφάντησε την οσία ότι επόρνευσε με μια γυναίκα με την οποία έφερε στον κόσμο το παιδί. Επί επτά χρόνια η Θεοδώρα ζούσε μαζί με το παιδί σε ένα καλύβι έξω από το μοναστήρι, μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι η κατηγορία εναντίον της ήταν συκοφαντία. Όταν η Θεοδώρα κοιμήθηκε και οι μοναχοί διαπίστωσαν το φύλο της, εξεπλάγησαν όλοι και δόξασαν τον θεό.

     Η οσία Θεοδώρα απαρνήθηκε την κοσμική ζωή και τις ηδονές αυτού του κόσμου από πόλο μικρή ηλικία, για να αφοσιωθεί ολόψυχα στον Χριστό. Η αγάπη της για τον Κοριό την οδήγησε στη μοναχική ζωή, όπου διακρίθηκε για την άσκηση της στις προσευχές και στη μελέτη, αλλά και για τη φιλάδελφη συμπεριφορά της. Η φιλεύσπλαχνη Θεοδώρα μάλιστα έφτιαχνε εργόχειρα, τα οποία πωλούσε, για να προσφέρει τα χρήματα στους φτωχούς. Η οσία δεν έπαυσε να παραδειγματίζει την αδελφότητα της ακόμα και μετά το θάνατο της. Προτού η ηγουμένη της μονής στην οποία ασκήτευσε η Θεοδώρα, παραδώσει το πνεύμα της στον Κύριο, είχε ζητήσει να ταφεί δίπλα στην οσία, καθώς έτρεφε γι΄ αυτή μεγάλη εκτίμηση και απεριόριστο σεβασμό. Κατά τη διάρκεια της κηδείας, παρουσία πλήθους κόσμου, οι μοναχές άνοιξαν τον τάφο της Θεοδώρας ώστε να θάψουν την ηγουμένη. Τότε συνέβη ένα θαύμα εξαίσιο: Το ακέραιο λείψανο της οσίας κινήθηκε και αποσύρθηκε στην άκρη του τάφου ώστε να δώσει τόπο στην πνευματική της μητέρα. Όλοι όσοι παρευρίσκονταν και είδαν το θαύμα δόξασαν τη χάρη του Κυρίου.

     Η Αγία Παρθενομάρτυς Θεοδώρα καταγόταν από την πόλη Τύρο της Συρίας. Σε ηλικία δεκαεφτά ετών οδηγήθηκε ενώπιον του άρχοντα Ουρβανού και ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Ο Ουρβανός την υπέβαλε σε βασανιστήρια και την έριξε στη θάλασσα όπου και παρέδωσε το πνεύμα της.

     Η οσία Θεοδώρα έζησε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ του Ισαύρου. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ένιωσαν μεγάλη χαρά όταν η Θεοδώρα αποφάσισε να ασκητεύσει στη Μονή της Αγίας Αννης. Στη μονή η οσία διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και ασκήθηκε σε κάθε χριστιανική αρετή. Από τον τόπο της ησυχίας της την πήρε βίαια ο αυτοκράτορας για να την παντρέψει με το γιο του Χριστόφορο, ο οποίος όμως σκοτώθηκε σε μάχη πριν από το γάμο. Τότε η Θεοδώρα επέστρεψε στη μονή της, όπου αφού διέλαμψε σε κάθε είδος αρετής, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο της.

     Για περισσότερα από εκατό έτη οι εικονομάχοι προκαλούσαν αναταραχές και αμαύρωναν με τις πράξεις τους την Εκκλησία μας. Τελευταίος και δεινότατος διώκτης των εικόνων ήταν ο Θεόφιλος, του οποίου όμως η σύζυγος, η Αγία Θεοδώρα, κατόρθωσε με την πίστη της να στερεώσει ξανά την Ορθοδοξία. Συγκεκριμένα η Αγία, μετά το θάνατο του Θεόφιλου και με τη βοήθεια του πατριάρχη Μεθόδιου, του κλήρου και ολόκληρου του λαού, επιτέλεσε λιτανεία και στη συνέχεια αναστήλωσε τις εικόνες. Η αναστήλωση πραγματοποιήθηκε κατά την παρούσα Κυριακή, γι' αυτό και σήμερα εορτάζουμε την ανάμνηση της.

     Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης ήταν άνθρωπος ξεχωριστός και διακεκριμένος, γι' αυτό και αγαπητός ανάμεσα στους συγχρόνους του. Καταγόταν από τα Ευχάιτα της Γαλατίας και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λικινίου. Ο αυτοκράτορας θαύμαζε πολύ το στρατηγό Θεόδωρο και επιθυμούσε να συναντηθεί μαζί του. Όταν όμως πραγματοποιήθηκε η συνάντηση ο Θεόδωρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, οργίζοντας τον ειδωλολάτρη Λικίνιο, ο οποίος και διέταξε το βασανισμό του ένδοξου στρατηλάτη. Αφού του καταξέσχισαν το σώμα με σιδερένια νύχια, έκαψαν Ως πληγές του με αναμμένους δαυλούς και τον υπέβαλαν σε πλήθος άλλων βασανιστηρίων, στο τέλος τον σταύρωσαν. Ο Λικίνιος ήταν πλέον βέβαιος πως μετά τη σταύρωση του Ο Θεόδωρος θα είχε πεθάνει. Όμως ο μεγαλομάρτυρας σώθηκε, αφού ο θεός έστειλε Άγγελο να τον απαλλάξει από το μαρτύριο του σταυρού. Όταν ογδόντα πέντε περίπου στρατιώτες τους οποίους είχε στείλει ο αυτοκράτορας για να πάρουν το σώμα του Αγίου είδαν ότι ο Θεόδωρος δεν είχε πάθει τίποτα, πίστεψαν στον Χριστό. Το ίδιο συνέβη και με άλλους τριακόσιους στρατιώτες που εστάλησαν για να θανατώσουν τον Άγιο, τον οποίο τελικάά αποκεφάλισαν.

     Ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έζησε την εποχή του Ιουστινιανού. Παρ' όλο που γεννήθηκε σε αμαρτωλό περιβάλλον, από πολύ μικρή ηλικία αφοσιώθηκε στο θεό και προσπαθούσε να ασκεί την ψυχή και το πνεύμα του σύμφωνα με τις θείες βουλές. Διετέλεσε επίσκοπος της Εκκλησίας της Αναστασιουπόλεως, θέση απ' την οποία υπηρέτησε πιστά το ποίμνιο του. Προικίσθηκε μάλιστα με το χάρισμα της θαυματουργίας και ευεργετούσε τους πάντες. Έζησε πραγματικά ως Άγιος και εκοιμήθη εν εειρήνη.

     Ο ιερομάρτυρας Θεόδωρος ο Τηρών έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού και Μαξιμίνου. Το προσωνύμιο του δόθηκε επειδή κατετάγη στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσύλλεκτων στρατιωτών. Είχε ήδη λάβει τη θεία φώτιση όταν κατετάγη και έτσι κλήθηκε να απολογηθεί για την πίστη και τη χριστιανική του συνείδηση. Με θαυμαστό θάρρος και τόλμη στάθηκε απέναντι στον Πραιπόσιτο Βρύγκα, στον αρχηγό της τάξης του, και υπερασπίσθηκε σθεναρά την πίστη του. Έκαψε το είδωλο της Ρέας, θεότητας των ειδωλολατρών, και μάλιστα ομολόγησε ο ίδιος την πράξη του. Συνελήφθη και αφού υπεβλήθη σε βασανιστήρια, ρίχτηκε σε πυρακτωμένη κάμινο, στην οποία και ετελειώθη λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

      Ο όσιος Θεόδωρος ανατράφηκε σε μια οικογένεια που τον εφοδίασε με πνευματικό αλλά και υλικό πλούτο. Φοίτησε σε σπουδαία σχολεία και διακρίθηκε μάλιστα στον τομέα της Ρητορικής και της Φιλοσοφίας. Ήταν πολύ μικρός όταν ορφάνεψε, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να κάνει την πιο λαμπρή και ευγενική πράξη: Μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και αποσύρθηκε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ασκήθηκε ακόμη περισσότερο στον ενάρετο βίο και μάλιστα -λόγω των θεολογικών του γνώσεων- τιμήθηκε με το αξίωμα του επισκόπου Εδέσσης της Μεσοποταμίας. Καθοδήγησε με αγάπη και στοργή το ποίμνιο του μέχρι την τελευταία του αναπνοή και εξεδήμησε εν ειρήνη προς Κύριον.

     Τιμούμε και τον Άγιο ιερομάρτυρα Θεόδωρο, που διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας. Ο λαός της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου είχε πλανηθεί από την ειδωλολατρία και καταδίωκε με μένος τους χριστιανούς. Έτσι ο Θεόδωρος, που με παρρησία και σθένος ομολογούσε τον Κύριο, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους οργισμένους ειδωλολάτρες, οι οποίοι δε δίστασαν να τον κακοποιήσουν. Αφού του φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι, τον χτύπησαν και στη συνέχεια τον έριξαν στη θάλασσα, απ' όπου όμως βγήκε αβλαβής. Τελικά τον αποκεφάλισαν και ανήλθε στεφανηφόρος στην αιώνια βασιλεία.

     Ο όσιος Θεόδωρος διήγε ασκητικό βίο. Υπέβαλλε τον εαυτό του σε κάθε είδους εγκράτεια προκειμένου να κατακτήσει την αρετή. Η ζωή τον ήταν λιτή, ώστε να μπορεί να διαθέτει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Ο Θεόδωρος κάλυπτε το σώμα του με λεπτά τρίχινα ενδύματα και για το λόγο αυτό ονομάστηκε Τρίχινος. Δεν έπαψε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του να ευεργετεί τους φτωχούς και να υπηρετεί τους αρρώστους. Για τη δράση του αυτή ο Θεόδωρος έλαβε τη χάρη από τον θεό να αναβλύζει μύρο από τον τάφο του.

     Η σε βάθος γνώση παν ιερών γραμμάτων και η πνευματική και ηθική κάθαρση του οσίου Θεοδώρου τον αξίωσαν να λάβει τον τιμητικό τίτλο του ηγιασμένου. Ο Θεόδωρος μεγάλωσε σε περιβάλλον πλούσιο, αλλά η αγάπη του για τον Χριστό και το μοναχικό βίο τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τα υλικά αγαθά και πς κοσμικές απολαύσεις και να συντροφεύσει στην έρημο τον ένδοξο ασκητή Παχώμιο. Το οξύ και καλλιεργημένο πνεύμα του Παχώμιου δεν άργησε να εκτιμήσει Ως ξεχωριστές αρετές και την αξιοθαύμαστη γνώση της Αγίας Γραφής που διέκριναν τον Θεόδωρο. Για το λόγο αυτό ο Παχώμιος όρισε να διδάσκει ο όσιος τα ιερά γράμματα στους υπόλοιπους μοναχούς της μονής. Οι μοναχοί, διαπιστώνοντας την ικανότητα του Θεοδώρου να ερμηνεύει τις Γραφές και εκτιμώντας το ταπεινό του φρόνημα, τον δέχθηκαν ως κατηχητή τους πρόθυμα. Προσφέροντας για πολλά χρόνια ανεκτίμητο έργο, ο Θεόδωρος εξελέγη ηγούμενος της μονής. Παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα του στον Κύριο του το Μάιο του έτους 360 μΧ.

     Επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ,Χ) οι χριστιανοί διώχτηκαν ανελέητα. Κατά την εποχή του διωγμού καταστράφηκαν πολλοί ναοί και ιερά βιβλία, ενώ βασανίστηκε και θανατώθηκε πλήθος χριστιανών. Εκείνα τα χρόνια έζησε και ο Θεόπεμπτος, ο οποίος δεν δίστασε να μαρτυρήσει με παρρησία την πίστη του και να επικρίνει τον αυτοκράτορα. Οι διώκτες του τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε σειρά μαρτυρίων, τα οποία όμως συνοδεύτηκαν από θαύμα. Τον έριξαν σε καμίνι, του έβγαλαν το ένα μάτι, του έδωσαν να πιεί δηλητήριο το οποίο όμως δεν προξένησε τίποτε στον 'Άγιο. Το θαύμα αυτό προσέλκυσε και τον μάγο Θεωνά, που κατασκεύαζε τα δηλητήρια. Ο Θεόπεμπτος αφού υπέστη και άλλα βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκε.Οι ειδωλολάτρες θανάτωσαν και τον Θεωνά, που είχε το θάρρος να ομολογήσει τον Χριστό, θάβοντάς τον ζωντανό.

     Οι Άγιοι Αγαθόνικος, Ζωτικός, Ζήνωνας, Θεοπρέπιος, Ακίνδυνος και Σεβηριανός έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μαξιμιανός (286-305 μ.Χ.). Στην περιοχή του Πόντου περνώντας από την πόλη Κάρπη ο Ευτόλμιος συνάντησε και θανάτωσε με τρόπο μαρτυρικό τον Άγιο Ζωτικό και τους μαθητές του. Στη Νικομήδεια πληροφορήθηκε ότι ένας εξέχων ειδωλολάτρης της πόλης είχε μυηθεί στο χριστιανισμό από τον Αγαθόνικο. Τότε συνέλαβε τον Αγαθόνικο και πολλούς άλλους χριστιανούς, τους οποίους οδήγησε στη Θράκη για να παρουσιαστούν στον αυτοκράτορα. Στο δρόμο όμως, κοντά στο χωριό Ποταμό, ο Ευτόλμιος σκότωσε τους Αγίους Ζήνωνα, Θεοπρέπιο, Ακίνδυνο και Σεβηριανό, επειδή δεν μπορούσαν πλέον να βαδίσουν. Όταν έφθασαν στο Βυζάνπο και έπειτα από διαταγή του βασιλιά, ο Ευτόλμιος αποκεφάλισε τον Αγαθόνικο και τους άλλους χριστιανούς έξω από το χωριό <<Αμμοι», στην περιοχή της Σηλυβρίας.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής από πολύ νεαρή ηλικία ποθούσε να αφιερωθεί στο μοναστικό βίο, αλλά οι γονείς του τον πίεσαν να παντρευτεί με κάποια ενάρετη νέα, τη Μεγαλώ. Μετά τους γάμους τους όμως, και αφού αποκάλυψαν την πίστη τους ο ένας στον άλλο, αποφάσισαν να διανείμουν την περιουσία τους και να στρατευτούν στην υπηρεσία του Κυρίου. Αποσύρθηκαν και οι δύο σε μοναστήρια και αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο θείο έργο. Όταν ο αλαζονικός αυτοκράτορας Λέων Ε' (813-820 μ.Χ.) πληροφορήθηκε το έργο του οσίου, τον έριξε σε σκοτεινό οίκημα για δυο χρόνια και στη συνέχεια τον εξόρισε. Αφού υπέστη φοβερές κακουχίες, ο όσιος Θεοφάνης εξεδήμησε ειρηνικά προς Κύριον.

     Ο μακαριστός Θεοφύλακτος καταγόταν από τηνν Ανατολή, αλλά από πόλο νωρίς την εγκατέλειψε για να πάει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ξεκίνησε το λαμπρό του έργο. Όταν το 784 μΧ έγινε πατριάρχης ο Ταράσιος, ο όσιος θεοφύλακτος αποσύρθηκε -κατόπιν >παρότρυνσης του πρώτου- σε μοναστήρι του Ευξείνου Πόντου. Εκεί αφοσιώθηκε με βαθιά πίστη στο χριστιανικό έργο, γι' αυτό και λίγο καιρό αργότερα χρίστηκε επίσκοπος Νικομήδειας. Από τη θέση αυτή επιτέλεσε σπουδαία εκκλησιαστικά και κοινωνικά έργα. Έχτισε νοσοκομεία και εκκλησίες και γενικότερα υπηρέτησε με αγάπη το ποίμνιο του. Όταν όμως αναζωπυρώθηκε η εικονομαχία και ξεκίνησε ο μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, ο θεοφύλακτος βρέθηκε στο στόχαστρο του δόλιου αυτοκράτορα Λέοντος Ε' και καταδικάστηκε σε εξορία. Μαζί και με άλλους άγιους αρχιερείς υπέμεινε τα δεινά της εξορίας επί πολλά έτη ούτε για μια στιγμή όμως δεν εγκατέλειψε την προσευχή και την πίστη του. Το 840 μΧ περίπου η αγία του ψυχή εγκατέλειψε το ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες σώμα του και παραδόθηκε στον Κοριό. Λίγα χρόνια μετά, τα ιερά του λείψανα μεταφέρθηκαν από τον τόπο της εξορίας στη Νικομήδεια και εναποτέθηκαν στο Ναό που ο ίδιος είχε ανεγείρει.

     Όλα τα γραπτά κείμενα που αναφέρονταν στη ζωή και στη δράση του Αγίου καταστράφηκαν και εξαφανίσθηκαν, γι' αυτό δε γνωρίζουμε ούτε την καταγωγή του ούτε πότε έζησε ούτε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου. Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε για τον άγιο αυτό άνδρα προέρχονται από εικόνες και από προφορικές πληροφορίες. Ο Θεράπων φέρεται ότι διετέλεσε επίσκοπος στην Κύπρο, όπου και ετάφη το άγιο λείψανο του. Όταν οι Αγαρηνοί ετοιμάζονταν να λεηλατήσουν το νησί, ο Άγιος εμφανίσθηκε σε πιστούς και ζήτησε να μεταφερθεί το λείψανο του στην Κωνσταντινούπολη, όππως και έγινε.

     ΘΕΩΝΑΣ - Ήταν μάγος (κατασκεύαζε δηλητήρια) και έζησε την εποχή του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) την εποχή δηλαδή των διωγμών των χριστιανών. Βλέποντας τα βασανιστήρια που έκαναν στον Θεόπεμπτο χωρίς να πάθει τίποτε, πείσθηκε και ομολόγησε την πίστη του στον Θεό. Έτσι οι ειδωλολάτρες τον θανάτωσαν, θάβοντάς τον ζωντανό.

     Οι Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος έζησαν τον 3ο αιώνα μΧ Κατάγονταν όλοι από τη Βιθυνία και κατοικούσαν στην Καισαρεία. Ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών και διήγαν ευσεβή και ταπεινό βίο. Μαρτύρησαν όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Χωρίς να φοβηθεί τις απειλές των ειδωλολατρών ο Λεύκιος παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον έπαρχο Κουμβρίκιο, στον οποίο και ομολόγησε την πίστη του. Δε δίστασε δε να ελέγξει τον έπαρχο που προσπαθούσε με κάθε μέσο να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού. Εξοργισθείς ο Κουμβρίκιος διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ο Λεύκιος ετελειώθη δι" αποκεφαλισμού. Η γενναία στάση του Αγίου, οδήγησε μπροστά στον ηγεμόνα και τον Θύρσο, ο οποίος ομολόγησε με θάρρος ότι Κύριος και θεός του είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την ομολογία του αυτή υπέστη φοβερά βασανιστήρια, από τα οποία όμως, με τη βοήθεια του θεού, βγήκε αλώβητος, γεγονός που οδήγησε στη χριστιανική πίστη τον ειδωλολάτρη ιερέα Καλλίνικο. Οι δυο άνδρες βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Καλλίνικος αποκεφαλίσθηκε, ενώ ο Θύρσος θανατώθηκε με πριόνια από τους δήμιους.

     Ο Άγιος Πατέρας μας Θωμάς διακρίθηκε από νωρρίς για την αρετή του, την ευλάβεια και τη δύναμη του πνεύματος του. Για το λόγο αυτό ο Πατέρας μας Ιωάννης Δ' ο Νηστευτής, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, τον χειροτόνησε διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη και στη συνέχεια του διαδόχου του Κυριακού, χειροτονήθηκε πατριάρχης και παρέμεινε στο θρόνο για τρία χρόνια. Το διάστημα αυτό καθοδήγησε το ποίμνιο του με αφοσίωση και αγωνίσθηκε παράλληλα ενάντια στους αιρετικούς. Αφού ολοκλήρωσε το ηθικό και πνευματικό έργο του, εξεδήμησε εν ειρήνη προς Κύριον.

     Ο Άγιος Θωμάς ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Μετά την Ανάσταση Του ο Ιησούς Χριστός εμφανίσθηκε στο υπερώον όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μαθητές Του. Ο Θωμάς, αν και είχε πληροφορηθεί την Ανάσταση του Κυρίου, εξακολουθούσε να αμφιβάλλει, ακόμα και όταν είδε μπροστά του τον Ιησού. Τότε ο Κύριος του ζήτησε να ακουμπήσει τα δάχτυλα του στις πληγές τις οποίες είχαν αφήσει στα χέρια του τα καρφιά από τη Σταύρωσή του. Ο Θωμάς έπραξε όπως του ζήτησε ο Διδάσκαλος και, αφού πίστεψε, αναφώνησε ότι Αυτός ήταν ο Κύριος και θεός του. Ο Ιησούς όμως του απάντησε πως μακαριότεροι είναι όσοι πιστέψουν σε Αυτόν χωρίς να Τον δουν. Έπειτα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Θωμάς περιόδευσε και κήρυξε τον ευαγγελικό λόγο στις περιοχές των Μήδων, των Περσών, των Πάρθων και των Ινδών. Στις Ινδίες ο Απόστολος Θωμάς κατήχησε στη χριστιανική πίστη τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του βασιλιά Μισδαίου. Για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του να θανατώσουν δια λογχισμού τον Απόστολο.

     Ο όσιος Θωμάς καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια. Στο επάγγελμα ήταν στρατιωτικός, διαπρέποντας μάλιστα στις μάχες κατά των βαρβάρων. Όμως γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις τον θεό και για το λόγο αυτό, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και κατέφυγε για να μονάσει στο όρος Μαλεό, όπου έφθασε σε τέτοιο σημείο αρετής, ώστε ο Κύριος του έδωσε το χάρισμα να θαυματουργεί. Αφού ευεργέτησε πολλούς ανθρώπους, ο όσιος Θωμάς παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του.

     Την εσπέραν της Κυριακής του Πάσχα και ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι σ' ένα οίκημα, εμφανίσθηκε ο Ιησούς πιστοποιώντας την Ανάσταση Του. Ο Θωμάς όμως, ο οποίος απουσίαζε, δεν πίστευε τις μαρτυρίες των άλλων μαθητών περί αναστάσεως και ζήτησε να δει και να ψηλαφίσει ο ίδιος τις .πληγές του Κυρίου. Έτσι και έγινε: Ο Ιησούς επανήλθε οχτώ ημέρες μετά -κατά τη σημερινή Κυριακή- και πρότεινε στον Θωμά να τον αγγίξει. Ο Θωμάς τότε γεμάτος πίστη και ταπείνωση αναφώνησε: «Ο Κύριος μου και θεός μου». Το γεγονός αυτό γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα