Άγιοι από T

 

    Ο Άγιος Ταράσιος διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αξίωμα με το οποίο τιμήθηκε λόγω του υποδειγματιικού και ταπεινού του βίου. Ο πατριάρχης Ταράσιος (784-8Ο6 μΧ.) ήταν μπολιασμένος με βαθιά πίστη και πνευματική διαύγεια τέτοια που κατόρθωσε να φέρει την ενότητα μεταξύ της Αγίας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων Πατριαρχείων. Συγκεκριμένα, διακήρυξε την προσκύνηση των σεπτών εικόνων, πράξη την οποία υποδείκνυε η ορθόδοξη παράδοση. Απαρνήθηκε τα πλούτη και έκανε πράξη τη χριστιανική εξαγγελία-επιταγή για φιλανθρωπία και αγάπη. Διετέλεσε Πατριάρχης είκοσι δύο έτη και εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος ήταν από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Ήταν άνθρωποι θεοσεβείς και γνώριζαν σε βάθος τις ιερές γραφές. Γι' αυτό ο ηγεμόνας της Ταρσού Μαξέντιος ζήτησε να συλληφθούν και να οδηγηθούν μπροστά του οι τρεις άνδρες με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν στον Μαξέντιο και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Μετά την ομολογία τους οι ειδωλολάτρες τους υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, οι δήμιοι του Μαξεντίου, αφού τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα και τους καταξέσχισαν τις σάρκες, θανάτωσαν και τους τρεις ομολογητές της πίστης με μαχαίρι. Με αυτό το μαρτυρικό θάνατο ετελειώθησαν οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ανήλθαν στεφανηφόροι στη βασιλεία των ουρανών.

     Τατιανή Αγία - Γεννήθηκε επί αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Σεβήρου, που βασίλευσε από το 222 έως το 238 μ.Χ. από επιφανή οικογένεια. Κατείχε το αξίωμα της διακόνισσας. 'Όταν την ανάγκασε ο αυτοκράτορας να τον ακολουθήσει σε ειδωλολατρικό ναό, εκεί η Τατιανή με την δύναμη της πίστης της γκρέμισε τα είδωλα. Τότε ήταν που την υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια, τα οποία όμως η Αγία υπέμεινε με σθένος. Χαρακτηριστικά της χτύπησαν το πρόσωπο, έσκισαν με σιδερένια νύχια τα βλέφαρά της, ξύρισαν το κεφάλι της, την κρέμασαν ανάποδα, την έριξαν στην φωτιά, στα άγρια θηρία και στο τέλος της έκοψαν το κεφάλι.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο,, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο 'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες κατάγονταν από διαφορετικά μέρη, ήταν όμως όλοι αφοσιωμένοι στρατιώτες του Κυρίου. Η ακλόνητη πίστη τους και η παρρησία με την οποία τη διακήρυτταν, προκάλεσε το μένος των χριστιανομάχων, οι οποίοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν σε ανάκριση. Παρά τις πιέσεις που δέχθηκαν προκειμένου να θυσιάσουν στα είδωλα, εξακολούθησαν με γενναιότητα να ομολογούν την αλήθεια. Γι' αυτό και, αφού λιθοβολήθηκαν, ρίχθηκαν γυμνοί σε παγωμένη λίμνη. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους οι Άγιοι ένιωθαν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν, περίμεναν όμως υπομονετικά τον λυτρωτικό θάνατο. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν τόση η φλόγα και η δύναμη που εξέπεμπαν, ώστε φώτισαν το δεσμοφύλακα τους, ο οποίος ρίχθηκε στη λίμνη, στη θέση ττου μοναδικού μάρτυρα που λυπήθηκε τη ζωή του και βγήκε από το παγωμένο νερό. Εκτός από το δεσμοφύλακα, ηρωική συμπεριφορά επέδειξε και η μητέρα ενός εκ των μαρτύρων. Ο μάρτυρας αυτός επειδή δεν ετελειώθη μαζί με τους υπολοίπους -λόγω του νεαρού της ηλικίας του- παροτρύνθηκε από τη μητέρα του να κάνει υπομονή και να μη φοβάται τα βασανιστήρια και το θάνατο, για να λάβει τους αμάραντους στεφάνους του μαρτυρίου. Πράγμα που έγινε για να συναριθμηθεί και η δική του ψυχή με των υπολοίπων, που τιμήθηκαν με την ουράνια μακαριότητα.

     Τιμόθεος 'Αγιος Απόστολος - Γεννήθηκε στα Λυστρά της Λυκαονίας της Μικράς Ασίας. Μαθήτευσε πλάι στον Απόστολο Παύλο. Διετέλεσε επίσκοπος Εφέσου, όπου σε μιά γιορτή των ειδωλολατρών, ενώ προσπαθούσε να αποτρέψει τα ατοπήματά τους, ξυλοκοπήθηκε  μέχρι θανάτου. Το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη στον ναό των Αγίων Αποστόλων τον 4ο αιώνα μ.Χ.

     Επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού έζησαν και μαρτύρησαν ο κληρικός Τιμόθεος και η σύζυγος του Μαύρα. Ο Τιμόθεος ήταν κληρικός και κήρυκας του Ευαγγελίου στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου, όπου έπαρχος ήταν ο σκληρός ειδωλολάτρης Αρριανός. Ο έπαρχος, ενοχλημένος από το θεάρεστο και θεόπνευστο έργο του κληρικού, κάλεσε τον Τιμόθεο να παραδώσει το ιερά βιβλία του στην πυρά. Ο Τιμόθεος αρνήθηκε με παρρησία να καταστρέψει τα βιβλία του, λέγοντας στον ηγεμόνα ότι τα θεωρεί -πνευματικά του παιδιά και ως πατέρας πρέπει να τα προστατέψει. Οργισμένος ο Αρριανός υπέβαλε τον Τιμόθεο σε φριχτά μαρτυρία, τα οποία ο Άγιος απέμενε με άκρα καρτερία. Για να κάμψει το σθένος του Τιμόθεου ο έπαρχος στράφηκε στη σύζυγο του Μαύρα, την οποία κολάκευε προκειμένου να λατρέψει τα είδωλα. Με παραίνεση του συζύγου της η Μαύρα ομολόγησε την πίστη της στον έναν και μοναδικό θεό. Τότε ο Αρριανός διέταξε το βασανισμό της Αγίας, η οποία με θάρρος διαφύλαξε την πίστη της. Στη συνέχεια ο ειδωλολάτρης έπαρχος διέταξε τη σταύρωση του αγίου ζεύγους. Στο σταυρό του μαρτυρίου, μάλιστα, ο παγκάκιστος πλησίασε τη Μαύρα θέλοντας να την αποσπάσει από την πίστη της. Φωτισμένη από τη θεία χάρη η Αγία τον απέπεμψε. Έτσι, το άγιο ζεύγος έλαβε με το θάνατο του το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Τιμόθεος ξεχώρισε για τον ταπεινό και ασκητικό του βίο, γι' αυτό και έλαβε από τον θεό το χάρισμα να τελεί θαύματα. Βαδίζοντας το μοναχικό δρόμο, έμεινε παρθένος στην ψυχή και στο σώμα, για να εξυψωθεί και να μεγαλουργήσει. Έζησε απομακρυσμένος από τα κοσμικά, σε έρημους και όρη, τρέφοντας τη ψυχή του με τη θεία πίστη και το πνεύύμα του με το θείο λόγο. Για τις αρετές του αυτές δέχθηκε από τον θεό τη χάρη να επιτελεί θαύματα. Μάλιστα θεράπευσε δαιμονισμένους και πολλούς άλλους ασθενείς. Ο όσιος Τιμόθεος ετελειώθη εν ειρήνη

     Οι Άγιοι Αγάπιος, Πλήσιος, Ρωμύλος, Τιμόλαος, οι δύο Αλέξανδροι και οι δύο Διονύσιοι έζησαν κατά την περίοδο που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αγάπιος καταγόταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Τιμόλαος από τον Εύξεινο Πόντο, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι από την Αίγυπτο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης και ο Ρωμύλος από τη Διόσπολη, όπου ήταν υποδιάκονος. Ήταν όλοι χριστιανοί και διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και για τη δύναμη της πίστης τους. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των χριστιανών, οι οκτώ Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον Ουρβανό, ηγεμόνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης τους από τον Ουρβανό οι Άγιοι δε λιγοψύχησαν μπροστά στις απειλές του ειδωλολάτρη ηγεμόνα ούτε δελεάστηκαν από τις κολακείες του, αλλά με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Όταν ο Ουρβανός διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πείσει τους οκτώ Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους, διέταξε και τους αποκεφάλισαν.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τις ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός ανθρώπου ο βίος του οποίου υπήρξε υποδειγματικός όσον αφορά την αφοσίωση του στον Κύριό του, την ταπείνωση και το ζήλο με τον οποίο διήγε την ασκητική ζωή του. Ο όσιος Τίτος αγάπησε με θέρμη τον Χριστό και από νεαρή ηλικία έγινε μοναχός. Χάρη στις πολλές του αρετές και στη φιλευσπλαχνία την οποία επεδείκνυε απέναντι στους αδελφούς του έγινε πνευματικός ηγέτης πλήθους λαϊκών και μοναχών. Ο όσιος Τίτος εξεδήμησε προς Κύριον, αφήνοντας πίσω του πολλούς μιμητές.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τις ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Πρόβος. Ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος βρέθηκαν κάποια στιγμή στην Αντιόχεια, όταν γίνονταν εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Απόλλωνα. Οι δύο άνδρες αντικρίζοντας τα όργια που εκτυλίσσονταν μπροστά τους αντέδρασαν έντονα και γι' αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της περιοχής, τον Βικάριο. Όταν οι Άγιοι κλήθηκαν να απολογηθούν, με απαράμιλλο θάρρος δήλωσαν ότι είναι χριστιανοί και δεν υποχώρησαν μπροστά στις πιέσεις που δέχονταν από τους ειδωλολάτρες να αρνηθούν την πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή βασανίσθηκαν τόσο που ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Τρόφιμος υπέστη πλήθος μαρτυρίων από έναν άλλον ηγεμόνα, τον Περίννιο. Μάλιστα, ενώ ο Άγιος μάρτυρας βρισκόταν φυλακή τον επισκέφθηκε ένας χριστιανός βουλευτής, ο Δορυμέδων, τον οποίο και συνέλαβε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας. Τους δυο άνδρες, τον Τρόφιμο και τον Δορυμέδοντα, οι ειδωλολάτρες τους έριξαν στα θηρία, τα οποία όμως δεν τους πείραξαν καθόλου. Έπειτα από αυτό οι δήμιοι τους εθανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

     Οι Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Κυρίου. Ήταν αφοσιωμένοι ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος τους κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο μαζί με τον Απόστολο των Εθνών σε πάρα πολλές περιοχές, υπομένοντας κακουχίες και διωγμούς. Έχοντας επιτελέσει ανεκτίμητο ιεραποστολικό έργο οι τρεις συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν και αποκεφαλίσθηκαν όταν ξέσπασε ο διωγμός του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μΧ). Το βίο και τη δράση των τριών Αγίων κατέγραψε και μας παρέδωσε ο επίσκοπος Τύρου Δωρόθεος

     Τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά της ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Ο Άγιος Τυχών ο θαυματουργός έδρασε την εποχή των βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου. Ανετράφη σε ευσεβή οικογένεια και γνώρισε από νωρίς τη χριστιανική πίστη και τις θείες βουλές. Λόγω του σεμνού και εγκρατούς βίου του χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια επίσκοπος Αμαθούντος. Από τη θέση αυτή κατάφερε να αλιεύσει πολλές ψυχές αλλά και να σταθεί με αφοσίωση κοντά στους αδυνάτους και τους φτωχούς. Η παρρησία μάλιστα με την οποία δίδασκε, συγκλόνισε και πολλούς ειδωλολάτρες, οι οποίοι φωτίστηκαν και προσχώρησαν στο Χριστιανισμό. Ο Άγιος Τυχών κατέστρεψε αρκετούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους ύψωσε χριστιανικούς, που αποτέλεσαν σημαντική κληρονομιά για το ποίμνιο του. Μάλιστα είχε τιμηθεί από το θεό με το χάρισμα της θαυματουργίας και έκανε έτσι πολλά θαύματα και ευεργεσίες. Αναζωογόνησε ακόμα και ξερή γη με τις προσευχές του, για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη. Άφοβα και ταπεινά έζησε όλα του τα χρόνια και αγωνίσθηκε μέχρι την τελευταία του πνοή για την αλήθεια. Τελικά εκοιμήθη εν ειρήνη και παρέδωσε την αγνή ψυχή του στον Κύριο.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα